ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

πίσω


Οι «ιστορικές περιπέτειες» των ιερών λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας

Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών και η περί των χριστιανών αλληλογραφία του Πλινίου μετά του αυτοκράτορος Τραϊανού

Θρήνος για την άλωση της Κωνσταντινου- πόλεως

Ο παπισμός στη Φραγκοκρατού- μενη Ελλάδα

Ο Χριστιανισμός και τα χρόνια που έρχονται

Το ζήτημα της σχέσεως του Ευγενίου Βουλγάρεως προς το Διαφωτισμό και τις αρχές του

Η Λουκάρειος Ομολογία και το εκ ταύτης δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα

Ο Αγιος Κοσμάς και το Εικοσιένα

Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα του Θεόκλητου Φαρμακίδη

Τα όρια της Δυτικής Ευρώπης

Τα Ευαγγέλια και η θέση του Ιησού έναντι των εθνών- Μεσοδιαθηκική περίοδος και προπαρασκευή

Κωνστανίνος Παλαιολόγος - Πολιορκία και Aλωση της Κωνσταντινου- πόλεως

Τα Πρεσβεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν σχέσει προς τα άλλα Ανατολικά Πατριαρχεία

Εις Νικόλαον Λούβαρι Μνημόσυνον

Απόπειραι των Δυτικών προς απελευθέρωσιν των Ελλήνων από της τουρκικής δουλείας (1453- 1463)

Κολλυβάδες - Αντικολλυβάδες

Η ελληνικότητα της αρχαίας Εκκλησίας της Ρώμης

Η προσφορά του Βυζαντίου στον πολιτισμό

Η φιλοσοφία από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια

Βίος και Πολιτεία της Οσιομάρτυρος Μητρός ημών Φιλοθέης της Αθηναίας

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων (Α)

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων (Β)

Η τελευταία δημηγορία του Παλαιολόγου και ο Βαρβερινός Ελληνικός Κώδιξ ΙΙΙ

Κριτόβουλος, Ξυγγραφής Ιστοριών Α΄

Όψιμη Ιεραποστολή στη Λακωνία

Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία

«Ρουμ Μιλέτι»: οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους

Τα επαιτικά τάγματα της Δύσης

Οικουμενική κίνηση, ιστορία-θεολογία: Επαφές και δραστηριότητες κατά τον 20° αιώνα

Ο Προτεσταντισμός και ο Ελληνισμός

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Η απελευθέρωση των Ελλήνων και ο εσχατολογικός ρόλος της Ρωσίας και της Γαλλίας μέσα στο ερμηνευτικό έργο του Θεοδώρητου Ιωαννίνων ( περ. 1740-1823)

Τα σχέδια των Πανσλαυϊστών εις την Παλαιστίνην

Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Περσία

Το πολιτικόν δέον του Νέου Ελληνισμού

Ζητήματα εφαρμογής των ιερών κανόνων

Κρατική εξουσία και Ισλαμική αφύπνιση

Ο 'Αγιος Νεκτάριος - Σύντομος επισκόπηση του βίου και του έργου του

Το ήθος της εκκλησιαστικής ελευθερίας. Σύγχρονες θεολογικές προσεγγίσεις

Μνεία Δεισιδαιμονιών τινών και μαγικών συνηθειών εις Νομοκανόνας

Σκέψεις τινές περί Εικονομαχίας

Ιστορία και οπλικά συστήματα: η περίπτωση του «υγρού πυρός»

H ομαδικοσυνει-δησιακή γένεση και λειτουργικότητα της Θρησκείας

Προσκυνηματικές περιηγήσεις: Ιστορική εξέλιξη και σύγχρονες προοπτικές

Ο Λούθηρος περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας - H συνδιάλεξις της Λειψίας (1519)

Οι δύο εξουσίες: Η διαμάχη μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων και οι θεωρίες των βυζαντινών

Βυζάντιο και Ρωσσία

Η συμβολή του Βυζαντινού πνεύματος στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής κουλτούρας

Νοσταλγία του Βυζαντίου

Εκκλησιολογική Προσέγγιση των Σχέσεων Επισκόπου και Ιερών Μονών της Επαρχίας του

Ιστορία μεσαιωνικών αιρέσεων καί ιδεολογικά διακυβεύματα

Τα «Υπέρ» και τα «Κατά» της παρουσίας των Ορθοδόξων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών

Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων

Ο Ναός των Ιεροσολύμων μεταξύ Θεσμικού Ιουδαϊσμού και Χριστιανικής Κοινότητας

Αλέξανδρος Δελμούζος: Μία προφητική φωνή από το χώρο της εκπαίδευσης

Διδαχή Γ΄

Η εικόνα μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως και ο κανόνας 82 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου

Η παράδοσις περί του αποστόλου Θωμά

Ο 'Αγιος Κοσμάς τιμάται υπό του Αλή πασά

Σημεία τριβής Μονών καί Επισκόπων

Κατευόδωσις στρατού - Η θρησκευτική προετοιμασία

Η διεύρυνση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών
Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικι- σμός και «Χριστιανικός Νότος» στο οικουμενικό προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1960

O Βυζαντινός «ιερός πόλεμος», Η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέμου στο Βυζάντιο

Η ιδέα της αποστολικότητος του θρόνου και ο απόστολος Ανδρέας

Ο Ιουστινιανός και οι Μονοφυσίται

Ιεραποστολικοί αγώνες των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου-
Αποτίμηση της προσφοράς τους

Το κήρυγμα της βυζαντινής ιεραποστολής και οι απόστολοι των Σλάβων Κωνσταντίνος (Κύριλλος) και Μεθόδιος

Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και η πρωτοκαθεδρία στην Ανατολή κατά τον Ε΄ αιώνα

Ο Ταλαντίου Νεόφυτος ως αρθρογράφος στην Εφημερίδα των Αθηνών. Θέματα και προβληματισμοί

Η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον της Νικαίας (325)- Ο ρόλος της Αλεξανδρείας και της Ρώμης

Το πολιτικόν δέον του Νέου Ελληνισμού

Δημητρίου Γρ. Τσάκωνα, Εισαγωγή εις τον Νέον Ελληνισμόν,
Αθήνα 1971, σελ. 40-49

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δύο διαμετρικώς αντίθετοι πόλοι, οι Φαναριώται και οι Έλληνες της Βενετίας, διασταυρώνουν τα ιδεολογικά ξίφη των. Οι πρώτοι είναι σαφώς προσανατολισμένοι εις την φυσιολογικήν διαδοχήν των Οσμανιδών, πιστεύουν εις την δυαδικήν ελληνοτουρκικήν αυτοκρατορίαν και η αντιπαπικήν των διάθεσις προσεπικυροί εις τον Σουλτάνον του «λόγου το ασφαλές». Αντιθέτως, οι Έλληνες της Βενετίας, Πελοποννήσιοι και Κρήτες φυγάδες ως επί το πλείστον, ιδρύουν πλησίον της «Γερουσίας των Δέκα» εν οιονεί δεύτερον Πατριαρχείον της διασποράς, το οποίον επιδιώκει: α) την εκδήλωσιν της πολιτικής σταυροφορίας της Δύσεως εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, β) την συνέχισιν του διαλόγου της πρώτης και δευτέρας Ρώμης (δηλαδή Βατικανού και Οικουμενικού Πατριαρχείου), γ) την διαμόρφωσιν ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους, ως ακριβώς οι Ιταλοί προητοίμασαν την Ιταλίαν και οι Γάλλοι την Γαλλίαν (1). Οι Έλληνες της Βενετίας, και αργότερον ολοκλήρου της δυτικής Διασποράς, καθίστανται οι σταθερώτεροι πόλοι των φιλελευθέρων ιδεών της γαλλικής Επαναστάσεως, χρησιμοποιούν δε τον «δόλον της Ιστορίας», κατά τον Έγελον, δια να επιτύχουν μιαν αποφασιστικήν σύγκρουσιν των δυτικών δυνάμεων με την οθωμανικήν υπεροχήν. Το γεγονός όμως ότι ο Γ. Τραπεζούντιος, προσωπικός διδάσκαλος του Πάπα Νικολάου και εμπιστευτικός απεσταλμένος του Βατικανού εις την Κωνσταντινούπολιν, μετά την 'Aλωσιν επιστρέφει εις την Ρώμην φιλοοθωμανικός και υμνητής του Μωάμεθ του Πορθητού, με το σχέδιον μιας θρησκευτικής και πολιτικής ενώσεως Ελλήνων και Οθωμανών (2), δεικνύει κατά τρόπον εναργή ότι οι Έλληνες της Δύσεως δεν ευηλπίστουν εις την δυτικήν βοήθειαν δια την απελευθέρωσίν των.

Οι Φαναριώται είναι όμως πραγματισταί. Δέχονται την 'Aλωσιν ως αναμφισβήτητον πραγματικότητα. Και όταν ο Πορθητής, μετά την συμφωνία του με τον Γεννάδιον Σχολάριον, τους καλεί και τους αναθέτει το υπουργείον των Εξωτερικών και κατ' ουσίαν ολόκληρον την διοίκησιν της απεράντου οθωμανικής αυτοκρατορίας (3), αυτοί καθιερώνουν την ελληνικήν ως επίσημον διπλωματικήν γλώσσα του οθωμανικού κράτους εις τον διάλογόν του με τας μεγάλας χριστιανικάς (ευρωπαϊκάς) δυνάμεις (4). Τελικώς δε οι Φαναριώται αναδέχονται αργότερον τας ηγεμονίας της Μολδαβίας και Βλαχίας, προσδίδοντες τιμάς βυζαντινών αυτοκρατόρων εις τους υπό του Πατριάρχου εν τω πατριαρχικώ ναώ στεφομένους έλληνας βασιλείς των παριστρίων ηγεμονιών, αιτούνται δε την μετατροπήν της Βαλκανικής εις αυτονόμους ηγεμονίας υπό την ηγεσίαν των, πιστεύοντες ότι η ελληνοτουρκική αυτοκρατορία είναι η μόνη αληθής διάδοχος του ανεθνικού Βυζαντίου. Οι Φαναριώται, στενώς συνδεδεμένοι με το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, πιστοποιούν και επικυρώνουν την συμφωνίαν του Πορθητού με τον Πατριάρχην Γεννάδιον Σχολάριον, χάρις εις την οποίαν ο Μωάμεθ κατ' ουσίαν ανεγνωρίσθη οθωμανός διάδοχος των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ο δε Πατριάρχης πνευματικός και πολιτικός αρχηγός (μιλέτ μπασί) όλων των χριστιανών της απεράντου οθωμανικής αυτοκρατορίας (συνεπώς Ελλήνων, Αράβων, Σλάβων, Αλβανών, κ.λπ.).

Τα προνόμια κατοχυρώνουν την ελληνοτουρκικήν συνεργασίαν, διοχετεύουν και διευρύνουν το αντιπαπικόν μέτωπον των Φαναριωτών (5), τελικώς δε θα οδηγήσουν εις το αίτημα της δυαδικής ελληνοτουρκικής αυτοκρατορίας (6) με πρωτεύουσαν την Κωνσταντινούπολιν, του οποίου τελευταίος φορεύς θα καθίστατο ο Ίων Δραγούμης εις την μυστικήν συμφωνίαν την οποίαν υπέγραψε το 1920 με τον φιλελεύθερον οθωμανόν πρίγκιπα Σαμπαχεντίν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ίων Δραγούμης, εκ των κυριωτέρων φορέων του νεοελληνικού εθνισμού, υφίσταται, ως γενικός πρόξενος της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολιν, έντονον επίδρασην και διάβρωσιν των εθνικιστικών του κατευθύνσεων από την φαναριώτικην πολιτικήν. Η νέα Τουρκία είναι χώρα μεγάλη και το δόγμα της ακεραιότητος της οθωμανικής αυτοκρατορίας παραμένει η σταθερά πυξίς της βρεττανικής και δυτικής γενικώτερον πολιτικής, ώστε ο νεοελληνικός μεγαλοϊδεατισμός ατυχώς εκ των πραγμάτων συγκρούεται με τας δυτικάς δυνάμεις.

Δια να αντιληφθώμεν καλύτερον την φαναριωτικήν πολιτικήν, οφείλομεν να παραπέμψωμεν εις το περίφημον υπόμνημα του Φαναριώτου Αλ. Μαυροκορδάτου προς τον ρομαντικόν βασιλέα Όθωνα, ένθα, εις ερώτημα του Βασιλέως περί του πώς ούτος αντιλαμβάνεται την Μεγάλην Ιδέαν, απήντησε ότι δεν έβλεπε παρά εσωτερικήν ανασύνταξιν, αξιοποίησιν της ναυτιλίας και του κράτους και μόνον εις περίπτωσιν ρωσο -τουρκικής συνεργασίας ήτο δυνατόν να προβληθή το αίτημα της Μεγάλης Ιδέας και μάλιστα υπό δυτικήν πρωτοβουλίαν (7). Το συμπέρασμαν αυτόν εξήγεν εκ του γεγονότος ότι μεγάλως ηγωνίσθησαν οι ηγήτορες της Επαναστάσεως του 1821 δια να πείσουν τας δυτικάς δυνάμεις ότι οι νεώτεροι Έλληνες δεν είναι Καρμπονάροι, πολύ ολιγώτερον δε δορυφόροι της ρωσικής πολιτικής, δια να επιτρέψουν τελικώς να ιδρύσουν το υποτυπώδες κρατίδιον. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν, διηρωτάτο ο Μαυροκορδάτος, να εναντιωθή η Ελλάς εις το δόγμα της ακεραιότητος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την στιγμήν κατά την οποίαν η δυτική πολιτική το περιφρουρεί; Δια των ως άνω συλλογισμών του Μαυροκορδάτου ως προς το δυσχερές της πραγματοποίησεως της Μεγάλης Ιδέας καθίσταται περισσότερον σαφές ότι οι Φαναριώται αρχήν και τέλος της πολιτικής των είχον την ελληνοοθωμανικήν συνεργασίαν, είτε παρέμενον εις την Κωνσταντινούπολιν, είτε μεταβάλλοντο εις πολιτικούς αρχηγούς εις την ελευθέραν Ελλάδαν.

Οι Έλληνες της Βενετίας και, γενικώτερον, ο εγκατεστημένος εις την Δύσιν ελληνισμός αιτεί όχι μόνον δια του Βησσαρίωνος, αλλά και δια του Μητροπολίτου Μελετίου Τυπάλδου να διαλεχθή με την Δύσιν και το Βατικανόν. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια (8) του Έλληνος Μητροπολίτου Βενετίας Τυπάλδου να αποσπάση εκκλησιαστικήν δύναμιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τας βενετοκρατούμενας περιοχάς, εις την αναζήτησίν του να ανεύρη μιαν « τρίτην λύσιν» μεταξύ πρώτης και δευτέρας Ρώμης.

Η προσπάθεια των Φραγκοελλήνων της Βενετίας εις τελευταίαν ανάλυσιν υπήρξε προσπάθεια τεχνητής προσεγγίσεως με την Δύσιν, διότι η μεγάλη πλειοψηφία των ούτε την ορθοδοξίαν της απώλεσε ούτε τον ελληνισμόν της, η δε υποχρεωτική εντός των εκκλησιών μνημόνευσις των αποφάσεων της Συνόδου της Φλωρεντίας, την οποίαν επέβαλεν εις τας φραγκοκρατουμένας χώρας το Βατικανόν, κατήντησε τύπος κενός, άνευ επιδράσεως και άνευ ουσίας (9).

Έναντι των Φραγκοελλήνων της Βενετίας ίσταται η ρεαλιστική γραμμή των Φαναριωτών, οι οποίοι, αν και σταθεροί αγωγοί δυτικών πολιτιστικών επιδράσεων, τείνουν μονίμως και αποφασιστικώς εις την ελληνοτουρκικήν αυτοκρατορίαν, χωρίς να βλέπουν συμπαθώς την ελληνικήν Επανάστασιν, διότι είναι Βυζαντινοί και οραματίζονται ανεθνικόν κράτος βυζαντινών διαστάσεων υπό ελληνοτουρκικήν ηγεσίαν και όχι μικροελλαδικόν κράτος συμπεπιεσμένων γεωγραφικών ορίων. Η αδυσώπητος αυτή διαλεκτική εις τους εξωτερικούς προσανατολισμούς τους κράτους μάς παρακολουθεί μέχρι και του 1922. Ο Toybnee και ο Sherrard τονίζουν θαυμαστικώς ότι η έκρηξις της ελληνικής Επαναστάσεως (1821), ακριβώς διότι γίνεται εις την Ρουμανίαν, είναι απόδειξις του διχασμού των πολιτικών προσανατολισμών της ελληνικής ηγεσίας (10). 'Aλλοι πιστεύουν εις την ομαλήν διαδοχή των Οσμανιδών (Φαναριώται) και άλλοι εις την διαμόρφωσιν μικρού ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους (11). Το γεγονός ότι εις τα 1820 οι Φαναριώται αναλαμβάνουν την ηγεσίαν της Φιλικής Εταιρείας, εισάγοντες εντός των κόλπων αυτής Ρουμάνους (Βλαδιμηρέσκου), Σέρβους (Καραγεώργεβιτς) και άλλους ετεροεθνείς φιλικούς αρκεί να αποδείξη τον παμβαλκανικόν χαρακτήρα της εν Μολδαβλαχία εξεγέρσεως (12). Η ελληνική Επανάστασις δεν υπήρξε αποτέλεσμα της χειραφετήσεως των ελλήνων αστών - ως αντιφάσκων προς την ιδίαν του θεωρία διετύπωσεν ο μαρξιστής Ι. Κορδάτος, ο οποίος την θεωρεί προκληθείσαν εκ των ελλήνων εμπόρων και ιδία των εφοπλιστών. Οι έλληνες, κατά τον Κορδάτον, μετά την συνθήκην του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή το 1774, ήρχισαν κερδίζοντες τόσα χρήματα, ώστε να αποφασίσουσιν την ίδρυσιν ιδίου ελευθέρου ελληνικού κράτους (13).

Δεν επιτρέπεται να αντιμετωπισθή η ιστορικοϋλιστική θεωρία του Κορδάτου από οιασδήποτε θέσεως κεντροδεξιάς Κοινωνιολογίας, εφ' όσον μάλιστα η επιστήμη-συνεπώς και η κοινωνική επιστήμη- οφείλει να μην προχωρή εις αξιολογικάς κρίσεις και να υποβιβάζεται εις θεραπαίνιδα της πολιτικής. Δι ' αυτό, από μαρξιστικής σκοπιάς κρινόμενη η άνω θεωρία του Κοδράτου, κινδυνεύει να θεωρηθή αντιμαρξιστική. Η αστική τάξις, κατά τον Μαρξ, είναι έννοια κοσμοπολιτικώς προσανατολισμένη. Αποσκοπεί εις το κέρδος και την οικονομικήν κυρίως επιβίωσίν της επί υπερεθνικών ορίων. Όθεν, μαρξιστικώς σκεπτόμενος τις, διερωτάται τι συμφέρον θα είχον οι έλληνες αστοί, οι κατέχοντες την οικονομικήν όσον και πολιτικήν ηγεσίαν της οθωμανικής αυτοκρατορίας, να απαλλοτριώσουν την οικονομικήν ιδία ηγεμονίαν των εγκαταλείποντες την τεράστιαν οθωμανικήν αγοράν (η οποία εξετείνετο από τας προφυλακάς της Βιέννης μέχρι το βάθος της Ασίας), δια να εκμεταλλευθούν μιαν λιλουπούτειον αγοράν μεταξύ των ακτημόνων της Ρούμελης και του Μορέως (14).

Είναι πρόωρον να εισέλθη τις εις τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. To μόνον το οποίο επιτρέπεται να διατυπωθή ενταύθα είναι ότι η γαλλική Επανάστασις ανατρέπει την πολιτικήν γραμμήν των Φαναριωτών. Αι ιδέαι της ελευθερίας, ισότητος ενώπιον του νόμου και δικαιοσύνης ανατρέπουν την περί φωτισμένης δεσποτείας αντίληψιν των Φαναριωτών. Δι' αυτό, όταν το 1820 την ηγεσίαν της Φιλικής Εταιρείας αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να αναδεχθή ο Φαναριώτης πρίγκηψ Υψηλάντης, κηρύσσει την επανάστασιν εις την Ρουμανίαν ως παμβαλκανικήν και ουχί ως στενώς ελληνικήν, εφ ' όσον έχουν ήδη εισαχθή εις την Φιλικήν Εταιρείαν Ρουμάνοι αντιστασιακοί υπό τον μικρομπογιάρον αρχηγόν Βλαδιμηρέσκου, Σέρβοι υπό τον Καραγεώργεβιτς, Βούλγαροι κ.α. Ούτως πως η επανάστασις εις την Ρουμανίαν προσλαμβάνει παμβαλκανικόν χαρακτήρα, διότι η νέα φαναριωτική ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας γνωρίζει κάλλιον των επαρχιακώς σκεπτομένων « μικροελλαδικών » ότι οι Έλληνες μόνοι δεν δύνανται να εναντιωθούν προς το δόγμα της ακεραιότητος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το οποίο υποστηρίζουν όλαι αι δυτικαί δυνάμεις, ουχί τόσον δι ' αξιοποίησιν του «μεγάλου ασθενούς του Βοσπόρου», όσον δια να ανασχέσουν την κάθοδον της Ρωσίας προς το Αιγαίον. Διο και η φαναριωτική ηγεσία της Φιλικής Εατιρείας ωθεί επί του ουδετέρου εδάφους της Μολδαβλαχίας εις σύγκρουσιν οθωμανικά και ρωσικά στρατεύματα. Οι Φαναριώται δηλαδή υπολογίζουν εις διεθνή σύγκρουσιν επί ενός χώρου, ένθα δεν δύνανται κατά τας διεθνείς συνθήκας να εισέλθουν ούτε ρωσικά, ούτε οθωμανικά, αλλ ' ούτε και αυστριακά στατεύματα. Συμπερασματικώς είναι δυνατόν να λεχθή ότι η Επανάστασις δεν υπήρξε μονοσήμαντος αστική, αλλά και αριστοκρατική, συμπαρασύρασα τελικώς ολόκληρον τον λαόν (15). Εξεκίνησεν άνευ αγγλικής, γαλλικής ή ρωσικής προστασίας, λίαν πιθανώς δε η συντηρητική πτέρυξ της Επαναστάσεως επεζήτει περισσότερον μίαν ρωσο - τουρκικήν σύρραξιν. Αφ' ης όμως η Μεγάλη Βρεττανία επείσθη (1824), από την αποστολή του Μαυροκορδάτου εις το Λονδίνον, ότι ο χαρακτήρ της Επαναστάσεως δεν είναι αντιοθωμανικός όσον αντισλαβικός και ότι η Ελλάς θα αποτελέση το δεύτερον μετά την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν φράγμα ανασχέσεως της ρωσικής καθόδου εις το Αιγαίον, η Επανάστασις εθεωρήθη επιτυχούσα. Ο Μαυροκορδάτος ετόνισεν ότι όσον βαθύτερον έχει η Ελλάς τα σύνορά της εις την Μακεδονίαν, τόσον περισσότερον θα απέχουν οι Σλάβοι από το Αιγαίον (και τούτο προς το συμφέρον των δυτικών δυνάμεων) (16). Από της άλλης όμως πλευράς η βρεττανική πολιτική, τοποθετημένη επί των Ιονίων Νήσων και αποσκοπούσα εις την κατάληψιν της Συρίας και του Σουέζ, είχε στρατηγικόν συμφέρον να διασφαλίζη φίλια ελληνική δύναμις την διέλευσίν της από της Πελοποννήσου και της Κρήτης (17).

'Aραγε θα έπρεπε τις να συμμερισθή τας απόψεις του ιστορικού Toybnee, συμφώνως προς τας οποίας μια δραξ Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολιν και μια ετέρα ελληνική εις την δυτικήν Ευρώπην συνεκλόνισαν με τας δολοπλοκίας των τόσον πολύ την ευρωπαϊκήν πολιτικήν, ώστε να κατορθώσουν να γράψουν τας πλέον επικινδύνους σελίδας της πολιτικής ιστορίας του 19 ου αιώνος; (18)

Ο νεοελληνικός εθνισμός, ως προαστικός, δεν επεζήτησε να κατακτήση ξένους λαούς και ιδίως ξένας αγοράς. Διο και όταν ακόμη εξεφράζετο με το αίτημα της Μεγάλης Ιδέας, επεζήτει την πολιτιστικήν αφομοίωσιν των Οθωμανών, η δε απόπειρα πολιτιστικής αφομοιώσεως δεν αποτελεί ιμπεριαλισμόν αλλά νόμιμον δικαίωμα παντός λαού. Ιμπεριαλισμός ή εθνικισμός σημαίνει κατάκτησιν ξένων αγορών υπό λαών οι οποίοι επέτυχον την βιομηχανικήν των ανάπτυξιν, εις την καλυτέραν δε περίπτωσιν σημαίνει occupation bellica, δηλαδή στρατιωτική κατάληψιν ξένων εδαφών. Εθνισμός, αντιθέτως, σημαίνει αλυτρωτικόν κίνημα, αίτημα απελευθερώσεως υπόδουλων αδελφών (irredenta).

Συνεπώς, πρέπει να παρακολουθήσωμεν ποίαι υπήρξαν αι ιστορικαί φάσεις της Μεγάλης Ιδέας, δια να διαπιστώσωμεν ενδεχομένας ιμπεριαλιστικάς ή αλυτρωτικάς εκφράσεις της.

Πρώτη φάσις υπήρξε το αίτημα συγκροτήσεως δυαδικής ελληνοοθωμανικής αυτοκρατορίας με πρωτεύουσαν την Κωνσταντινούπολιν.

Η Δευτέρα φάσις συνεδυάσθη με το αίτημα της παμβαλκανικής δημοκρατίας την οποία η εν Ρουμανία Επανάστασις της Φιλικής Εταιρείας προέβαλε.

Τρίτη φάσις της Μεγάλης Ιδέας εστάθη η απόφασις του ρομαντικού Βασιλέως Όθωνος να διανοηθή στρατιωτικήν αναμέτρησιν με την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν. Κατά πόσον υπήρξε ρομαντικόν το αίτημα της οθωνικής Μεγάλης Ιδέας πιστοποιείται από διάλογον του Όθωνος με τον αρχηγόν του αγγλικού κόμματος Μαυροκορδάτον. Ο Όθων κατά την εποχή της απολύτου μοναρχίας επιέζετο από πρεσβευτήν μεγάλης Δυνάμεως να διευκολύνη τον σχηματισμόν υπουργείου Μαυροκορδάτου. Ο Βασιλεύς εκάλεσε τον αρχηγόν του αγγλικού κόμματος και, δια να τον δεσμεύση, εζήτησεν ενυπογράφως τας σκέψεις του περί Μεγάλης Ιδέας. Τότε ο Μαυροκορδάτος έγραψεν εν από τα καταπληκτικώτερα κείμενα της ελληνικής πολιτικής, το οποίον εμπεριείχε τας εξής θέσεις: θα έδει να αξιοποιηθή η ελληνική ναυτική δύναμις (19), και μόνον εάν κατέληγον εις συνεργασίαν οι Οθωμανοί μετά των Ρώσων, τότε ο Όθων δεν θα προελάμβανε να θέση θέμα Μεγάλης Ιδέας, διότι οι Δυτικοί θα ετοποθέτουν την ελληνικήν σημαίαν εις την Κωνσταντινούπολην.

Ο Όθων, αντιθέτως, συλλαμβάνει την Μεγάλην Ιδέαν υπό την στενήν έννοιαν της στρατιωτικής αναμετρήσεως με την Τουρκίαν. Ωνειρεύετο πολιτικώς την ανασύστασιν της βυζαντινής αυτοκρατορίας με πρωτεύουσαν την Κωνσταντινούπολιν και με μάλλον ακαθόριστα γεωγραφικά σύνορα. Η εν λόγω έκφρασις της Μεγάλης Ιδέας είχε σαφώς αντιοθωμανικήν θέσιν, διο και ενεψύχωνε τας αντιτουρκικάς δυνάμεις, πράγμα το οποίον ώθει την Μεγάλην Βρεττανίαν εις την άσκησιν πολιτικού κατευνασμού μεταξύ Αθηνών και Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνος επίσης προς μια στρατιωτική έκφρασιν της Μεγάλης Ιδέας ήτο και η πολιτική του Ι. Κωλέττη, αρχηγού του γαλλικού κόμματος, του οποίου η πολιτική διέφερε της του Όθωνος κατά το ότι είχεν επίδρασιν του Ρήγα, διο και ωραματίζετο συμμετοχήν και άλλων βαλκανικών λαών εις αυτήν την στρατιωτική αναμέτρησιν με την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν.

Η τέταρτη φάσις της Μεγάλης Ιδέας, η λεγομένη γεωγραφική, εκφράζεται με την βενιζελικήν πολιτικήν, η οποία προβάλλει την ιδέα του «κράτους με τσόντες» (20). Ακόμη και ο διχασμός του 1917 δεν είναι, ως τον προβάλλει μια δημοσιογραφίζουσα ιστορία, « αντίθεσις Γερμανοφίλων και Αντατοφίλων », αλλ ' είναι κατά βάθος αντιμαχία μεταξύ εκείνων οι οποίοι υποστηρίζουν την θεωρία του «ελληνικού οθωμανισμού », λέγοντες ότι η οθωμανική αυτοκρατορία είναι ελληνική, οι φυσικοί κληρονόμοι της είναι Έλληνες, διο και δεν συμφέρει να την καταπολεμήσουν, και εκείνων οι οποίοι, έχοντες γεωγραφικήν σύλλψιν της Μεγάλης Ιδέας, επιθυμούν να εκμεταλλευθούν την ανάπτυξιν των βαλκανικών εθνικισμών, προς διαμελισμόν της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προς κατακύρωσιν υπέρ της Ελλάδος του μεγαλυτέρου εκ της διανομής αυτής μεριδίου. Οι τελευταίοι πιστεύουν ότι η Μεγάλη Ιδέα δεν αποτελεί περίσσειαν ηθικής δυνάμεως, ίσταται μάλιστα επέκεινα της ηθικής, είναι απλούν γεωγραφικόν αίτημα ελεφαντιάσεως (21). Δεν επιτρέπονται περαιτέρω κρίσεις προ της δημοσιεύσεως των αρχείων των μεγάλων Δυνάμεων.

Η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε κατεύθυνσις όχι των Ελλήνων της Διασποράς, αλλά των Φαναριωτών. Έκφρασίς της είναι και η δυαδική ελλονοτουρκική αυτοκρατορία, με πρωτεύουσαν την Κωνσταντινούπολιν. Η κατεύθυνσις αυτή εμπνέεται από μίαν πολιτικήν συνεννοήσεως με την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν (οσονδήποτε και αν πρακτικώς ωδήγει εις ανασύστασιν ενός νεοελληνικού βυζαντίου) (22).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Δ. Τσάκωνα, «Οι Φαναριώτες και οι Πελοποννήσιο - Κρήτες της Βενετίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Αθήναι 1965, σ. 325-326.

2. Γ. Ζώρα, Γεώργιος Τραπεζούντιος και αι προς ελληνοτουρκικήν συνεννόησιν προσπάθειαι αυτού, Αθήναι 1954, σ. 66-67, 78 κ.ε. Χρυσάνθου, Εκκλησία Τραπεζούντος, Αθήναι 1933, σ. 312-314.

3. D. Toybnee, A study of History, London- New York- Toronto, II, σ. 225.

4. P. Argyropoulos, "Les Grecs en service de l'empire Ottoman ", Anniversaire, σ. 159. Βακαλοπούλου, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, Β΄ σ. 10.

5. Χρυσ. Παπαδοπούλου, «Η θέσις της Εκκλησίας και του ελληνικού έθνους εν τω τουρκικώ κράτει μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως», Θεολογία, τομ.13, 1934, σ. 100.

6. N. Jorga, Byzance après Byzance, Bucarest 1935, σ. 224.

7. Γ. Κοδράτου , Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, Όθων 1834-1862, Αθήναι 1957, τ.ΙΙΙ, σ. 484. «Να συνδέσετε εμπορικάς σχέσεις με την Αγγλία καθώς και πολιτικάς. Να παραστήσετε όπου πρέπει, και να αποδείξετε, ότι το κίνημα των Ελλήνων κατά των Τούρκων δεν έχει ουδεμίαν σχέσιν με τους σκοπούς της Ρωσσίας. Ότι δεν συμφέρει εις την Αγγλίαν να κατορθώση τους σκοπούς της η Ρωσσία ως προς την Τουρκίαν και την Ελλάδα και επομένως ότι τα συμφέροντα της Αγγλίας συμπίπτουσιν με εκείνα της Ελλάδος και δια τούτο συμφέρει εις την Αγγλία να καταστή η Ελλάς όχι μόνο αυτόνομος αλλά και ισχυρά, αφού η Τουρκία δεν είναι δυνατόν να υπάρξη επιπλέον δια να χρησιμεύση εις τους σκοπούς της Αγγλίας εναντίον της Ρωσσίας. Διαπραγματευόμενοι δε περί της δοθησομένης βοηθείας, χρείας τυχούσης από την Αγγλίαν εις την Ελλάδα, να παραστήσετε ότι η βοήθειά της πρέπει να είναι χρηματική και όχι στρατιωτική. Να μη φανερώσετε δε ότι διαπραγματεύεσθε με την Αγγλίαν περί πολιτικών σχέσεων αλλά μόνον περί δανείου, περί της εγγυήσεως του οποίου να προσδιορίσετε εν γένει αλλ ' αορίστως τα εθνικά κτήματα της Ελλάδος και όχι ποτέ ωρισμένον τι μέρος της γης. Αλλ ' ότι χρειάζονται τότε χρήματα δια να κάμη τον πόλεμον ενεργητικά και να προχωρήση εις την Μακεδονίαν και μέχρι των ορίων της Θράκης ή και περαιτέρω, ώστε, καθ' όσον εκτείνεται η Ελλάς να συστέλλωνται της Ρωσσίας οι σκοποί...»(Γ. Κοδράτου, Νεοελληνική πολιτική ιστορία, Αθήναι 1925, τ. Ι. σ. 334-335).

8. Α. Καλογεροπούλου, Σημειώσεις Ιστορίας της Τέχνης, Αθήναι 1961, σ. 145. Μ. Γεδεών, Τυπάλδου- Στάη συμμορία : Σημείωμα περί των εν Βενετία θρησκευτικών ταραχών, 1686-1712, Κωνσταντινούπολις 1913, σ. 24 κ.ε.

9. Δ. Τσάκωνα, Κοινωνιολογία του ελληνικού πνεύματος, Αθήναι 1969 2, σ. 70.

10. D. Tsakonas, "Die Griechische Revolution von 1821", Griechenland zwischen Ost und West, Bonn 1968, 105- 118.

11. Δ. Τσάκωνα, «Οι Φαναριώτες και οι Πελοποννήσιο - Κρήτες της Βενετίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Αθήναι 1965, σ. 325-326.

12. N. Botzaris, Vision Balkaniques, Gen ève - Paris 1962, σ. 101-103.

13. Γ. Κοδράτου, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι 1946, σ. 102-103.

14. D. Tsakonas, Die Griechische Revolution von 1821', Griechenland zwischen Ost und West, Bonn 1968, σ. 105-118.

15. G. Daskalakis, "Die Verfassungsentwicklung Griechenlands", Jahrbuch des öffentlichen Rechts der Gegenwart (24), Tübingen 1937, σ. 238. Τ. Πιπινέλη, Πολιτική Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, Παρίσι 1927, σ. 131. Μ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν, 1715-1821, Αθήναι 1939, σ. 136-139.

16. Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Αθήναι 1946, σ. 142.

17. Γ. Κορδάτου, ε.α. σ. 187.

18. Toybnee, A study of History, London- New York- Toronto, 1954, VIII, σ. 150-198.

19. Γ. Κορδάτου, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, Αθήναι 1957, τ. ΙΙΙ, σ. 482 κ.ε.

20. Ι. Δραγούμη, Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες, Αθήναι 1927, σ. 165 κ.ε..

21. Φ. Πολίτη, Εκλογή από το έργο του, Αθήνα 1938, passim.

22. Σ. Σπανούδη, «Ο Ίων Δραγούμης στην Πόλι», Ελληνισμός του Εξωτερικού, Γενεύη 1949, ΙΙ (β΄ημιτ.) σ. 105 κ.ε.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.