ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Ψευδοκλημέντια

Κων. Μπόνη , Χριστιανική Γραμματεία- Αποστολικοί Πατέρες , τομ. A ΄, Αθήναι 197 7, σελ. 207-217

Ψευδοκλημέντια χαρακτηρίζονται νόθα συγγράμματα ψευδωνύμου τω Κλήμεντι Ρώμης αποδιδόμενα. Ταύτα ιστορούν εν δυσι παραλλαγαίς περί των αποστολικών περιοδειών του Πέτρου των αγώνων αυτού κατά του Σίμωνος μάγου και της επιστροφής του μαθητού των αποστόλων Κλήμεντος Ρώμης υπό του Πέτρου. Ο Κλήμης εν μυθιστορηματική μορφή αφηγείται δήθεν παν ό,τι ως συνοδός του Πέτρου έζησε και είδεν. Ως είπομεν, τα Ψευδοκλημέντια διεσώθησαν δια δύο διαφόρων παραλλαγών, ανεξαρτήτων αλλήλων. Η πρώτη περιλαμβάνει: α) «Κλήμεντος των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή», ήτοι 20 Ομιλίας (1) διασωθείσας ελληνιστί εν κωδ. Παρισίων 930 αι. XII. και Ottobon. 443 αι. XIV. Μετάφρασις συριαστί μόνον εν αποσπάσμασιν εν κωδ. Britt. Mus. Syr. Add. 12150 ann. 411. Των «Ομιλιών» προηγούνται: 1) Επιστολή Πέτρου προς Ιάκωβον 2) Διαμαρτυρία περί των του βιβλίου λαμβανόντων και 3) Επιστολή Κλήμεντος προς Ιάκωβον . β) Η δευτέρα φέρει τον τίτλον «Αναγνωρισμοί» (ή Αναγνώσεις, λατινιστί Recognitiones ). Η παραλλαγή αύτη διεσώθη μόνον εις ελευθέραν λατινικήν μετάφρασιν, γενομένην υπό του Ρουφίνου περί το 400 μ.Χ., του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου απολεσθέντος. Περιλαμβάνει 10 βιβλία, παραδοθέντα δια πλειόνων χφφ. Τα βιβλ. Ι-ΙΙΙ επίσης και εν συριακή μεταφράσει εν τω ανωτέρω κωδ. του Βρετ. Μουσείου, γ) Επιτομή, ήτοι «Κλήμεντος επισκόπου Ρώμης περί των πράξεων, επιδημιών τε και κηρυγμάτων Πέτρου επιτομή , εν η και ο αυτού εμπεριείληπται βίος, προς Ιάκωβον, επίσκοπον Ιεροσολύμων (2).

α. Αι 20 Ομιλίαι. Αύται συνετάχθησαν κατ' εντολήν δήθεν του αποστόλου Πέτρου, όστις μικρόν προ του μαρτυρίου του εχειροτόνησε τον Κλήμεντα επίσκοπον Ρώμης (πρβλ. την δευτέραν επιστολήν) προς τον σκοπόν, όπως πληροφορήση τον εν Ιεροσολύμοις επίσκοπον Ιάκωβον τον Αδελφόθεον τα όσα είδεν, εδιδάχθη και ήκουσεν εν ταις αποστολικαίς οδοιπορείαις του Πέτρου, γνωρίση δε και τα καθ' εαυτόν και ιδία τους αγώνας του Πέτρου κατά του Σίμωνος μάγου.

Περιεχόμενον. Η υπόθεσις των «Ομιλιών » είναι περίπου η εξής: Ο Κλήμης, μη ευρίσκων παρά τοις εν Ρώμη φιλοσόφοις την λύσιν του προβλήματος, όπερ απησχόλει αυτόν, περί του αν η ψυχή είναι αθάνατος ή θνητή, απεφάσισε να μεταβή εις Ιουδαίαν, ένθα, ως είχε γνωσθή, εκήρυττε και εθαυματούργει ο Ιησούς Χριστός (I, 17). Ενάντιοι άνεμοι έφερον αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Ενταύθα εγνώρισε τον απόστολον Βαρνάβαν, παρ' ου εδιδάχθη γενικά τινα περί του Χριστιανισμού. Αλλ' η διδασκαλία έμεινεν ημιτελής, διότι ο Βαρνάβας ανεχώρησεν εσπευσμένως, επειγόμενος να μεταβή εις Ιουδαίαν. Μετ' ολίγον μετέβη και ο Κλήμης εις Καισάρειαν της Παλαιστίνης, ένθα συνηντήθη και πάλιν μετά του Βαρνάβα. Ούτος συνέστησε τον Κλήμεντα εις τον εκεί διατρίβοντα απόστολον Πέτρον, παρ' ου εδιδάχθη ο Κλήμης πληρέστερον τα του Χριστιανισμού.

Ημέραν τινά ο Κλήμης παρέστη εις δημοσίαν συζήτησιν μεταξύ Πέτρου και Σίμωνος μάγου, καθ' ην συνεζητήθη το θέμα, αν υπάρχη εις Θεός ή πολλοί, ως υπεστήριζεν ο Σίμων, προβάλλων ως αποδεικτικά στοιχεία χωρία της Αγίας Γραφής, άτινα παρηρμήνευεν (1,822). Κατόπιν μυθιστοριογραφείται η δράσις του Πέτρου και του Κλήμεντος εναντίον του Σίμωνος μάγου και των οπαδών του, εις διαφόρους πόλεις της Φοινίκης. 'Ερχονται διώκοντες τον Σίμωνα εις Σιδώνα, Βηρυττόν, Βίβλον και Τρίπολιν (VIIXII, 2). Τέλος εν Λαοδικεία συναντώσι τον Σίμωνα και μετά τετραημέρους συζητήσεις περί γνώσεως του Θεού δι' οραμάτων, περί υψίστου Θεού και κακού, ηττάται και κατατροπώνεται ο Σίμων (XVI XIX ). Μετά ταύτα χάνονται τα ίχνη του Σίμωνος. Ο Πέτρος μεταβαίνει είτα εις Αντιοχείαν. Παντού δε όθεν διήρχετο, ίδρυεν εκκλησιαστικάς κοινότητας (XX ). Από του κεφ. τούτου παρεμβάλλονται διάφορα μυθιστορηματικά επεισόδια. Π.χ. εν Ανταράδω, παραλιακή πόλει της Συρίας, ένθα αφίχθη ο Πέτρος μετά του Κλήμεντος, ευρίσκει τον χρόνον κατάλληλον ο Κλήμης να διηγηθή τω Πέτρω την ιστορίαν της οικογενείας του. Ότι δηλ. άμα τη γεννήσει του η μήτηρ αυτού Ματθιδία, μετά των δύο πρεσβυτέρων αδελφών του, του Φαύστου και του Φαυστίνου, συνεπεία ονείρου, ως έλεγε, πράγματι όμως ίνα αποφύγη τας ερωτικάς εκδηλώσεις του ανδραδέλφου της, ηναγκάσθη να φύγη εκ Ρώμης, προφασισθείσα ότι επεθύμει να μεταβή προς επίσκεψιν των εν Αθήναις συγγενών της. Παρήλθε πολύς χρόνος και ουδεμίαν είδησιν έλαβεν ο σύζυγος αυτής Φαυστινιανός. Τότε καταλιπών τον δωδεκαετή πλέον γενόμενον Κλήμεντα εις φιλικά πρόσωπα, ανεχώρησεν εις αναζήτησιν της συζύγου και των δύο τέκνων του. Αλλά τόσον η μήτηρ μετά των τέκνων της, όσον και ο πατήρ εναυάγησαν κατά τον πλουν και υπέστησαν δεινάς περιπετείας. Ο Πέτρος εις την νήσον Άραδον, ένθα εξ Ανταράδου ήλθε μετά του Κλήμεντος, συνήντησε γυναίκα επαιτούσαν, ην εκ των διηγήσεών της ανεγνώρισεν ως την μητέρα του Κλήμεντος, προς ον ωδήγησε ταύτην. Τέλος ο γέρων πατήρ του Κλήμεντος, όστις είχεν ανακαλυφθή εν Λαοδικεία πρότερου μετά των δύο πρεσβυτέρων υιών του, οικείος και ούτος γενόμενος και πιστός ακόλουθος του Πέτρου, μαθών ότι οι δύο παιδικοί φίλοι του, ο Αππίων και ο Αννουβίων ευρίσκοντο μετά του Σίμωνος μάγου εν Αντιοχεία, οπαδοί εκείνου γενόμενοι, παρεκάλεσε τον Πέτρον να επιτρέψη αυτώ να μεταβή εκείσε, ίνα μεταπείση τούτους. Επανελθών εκ της επισκέψεως ο πατήρ Φαυστινιανός, είχε την μορφήν του Σίμωνος μάγου. Επειδή δε εν Αντιοχεία ο Σίμων είχε προσηλυτίσει πολλούς εις την κακοδοξίαν του, απεφάσισεν ο Πέτρος ν' αποστείλη τον Φαυστινιανόν, μεταμορφωθέντα εις Σίμωνα, εις Αντιόχειαν, ίνα υποδυθή τον Σίμωνα και εκφράση δημοσία την μεταμέλειαν του Σίμωνος και κηρύξη, ότι αληθής απόστολος είναι ο Πέτρος. Τούτο έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Προπαρασκευασθείσης δ' ούτω της οδού υπό του Φαυστινιανού, ήλθεν ύστερον και ο Πέτρος εις Αντιόχειαν, προσείλκυσε πολλούς εις την ορθήν πίστιν του Χριστού και επανέφερε τον Φαυστινιανόν εις την προτέραν φυσικήν του μορφήν.

β. Αναγνωρισμοί. Το εκ 10 βιβλίων ψευδοκλημέντιον έργον ωνομάσθη ούτω, διότι περιγράφεται εν μυθιστορηματική αφηγήσει η αναγνώρισις του Κλήμεντος μετά της οικογενείας του. Το έργον διεσώθη μόνον εν λατινική μεταφράσει του Ρουφίνου (περί το 400 μ.Χ.). Οι Αναγνωρισμοί πραγματεύονται την αυτήν υπόθεσιν καθ' όμοιον σχεδόν τρόπον, καθ' ον και αι 20 Ομιλίαι μετ' επουσιωδών παραλλαγών. Άξιον σημειώσεως είναι μόνον, ότι το έργον είναι ορθοδοξότερον, εν δε τη αφηγήσει, εν αντιθέσει προς τα εν ταις Ομιλίαις συμβαίνοντα, υπαναχωρεί το αφηγηματικόν μυθικόν στοιχείον, τιθέμενον εν δευτερευούση μοίρα έναντι των διδαχών του Χριστιανισμού. Τούτο οφείλεται ασφαλώς εις τον μεταφραστήν του έργου Ρουφίνον, αποκαθάραντα τας κακοδοξίας του έργου.

Πιθανώς, έκτος των διασωθεισών, υπήρχον και άλλαι διασκευαί των ψευδο- Κλημεντίων.

γ . Επιτομαί δύο ελληνιστί. Πλην των Ομιλιών και των Αναγνωρισμών διεσώθη και μεταγενεστέρα τις επιτομή ελληνιστί των Ομιλιών μετά και ετέρων γνωστών Ψευδοκλημεντίων έργων, οία π.χ. το «Μαρτύριον του αγίου Κλήμεντος» (παρά Συμεώνι τω μεταφραστή) και η ιστορία, γενομένη δήθεν υπό του Κλήμεντος «Περί των Πράξεων, επιδημιών τε και κηρυγμάτων του αγίου και κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου επιτομή, εν η και ο αυτού συμπεριείληπται βίος» (Μ. 2, 469-604). Τέλος υπό του A. R. Μ. Dressel, Lipsiae 1859 (1873) 2 εξεδόθη και δευτέρα επιτομή, μικρόν διαφέρουσα της πρώτης, μεθ' ης συνεξεδόθη.

δ. Επιτομαί δύο αραβικαί διεσώθησαν επίσης κατ' επιλογήν εκ τε των 20 Ομιλιών και εκ των 10 Αναγνωρισμών.

ε. Παρατηρήσεις: 1. Παρά τας πολλαπλάς έρευνας, τας αναληφθείσας υπό πλείστων επιστημόνων και μετ' οξυνοίας εκτεθείσας, τα εξαιρετικώς πολύπλοκα φιλολογικοκριτικά και ιστορικά προβλήματα παρέμειναν, ως πρότερον, άλυτα ουδεμία δε των άχρι του νυν προταθεισών υποθέσεων επέτυχε ν' αναγνωρισθή ως βεβαία. Τούτο μόνον γίνεται αποδεκτόν, ότι δηλ. εν αμφοτέραις ταις παραλλαγαίς — Ομιλίαις και Αναγνωρισμοίς , — εχρησιμοποιήθη μία και η αυτή πηγή. Τα θέματα όμως της σχέσεως αφ' ενός Ομιλιών και Αναγνωρισμών και της χρονολογήσεως αφ' ετέρου εκατέρας παραλλαγής, διαφοροτρόπως κρίνονται. Κατά την επικρατούσαν σήμερον αντίληψιν τα δύο έργα εγράφησαν υπό δύο διαφόρων συγγραφέων, ανεξαρτήτων αλλήλων, αρειανιζόντων. Συνετάχθησαν δε κατά τον γ'- δ' αι. και δη και εν τη Ανατολική Συρία (άγνωστον εις ποίαν πόλιν), χωρίς ν' αποκλείηται υπό τινων και η Ρώμη ως τόπος συντάξεως των έργων. Αλλ' αμφότερα ήντλουν, ως ελέχθη, εκ κοινής πηγής, γραφείσης εν Συρία. Ο Lipsius, R. A. (3) εδέχθη, ότι η αρχαιοτάτη πηγή αμφοτέρων υπήρξε το προ των μέσων του β' αι. προελθόν απόκρυφον Acta Petri , σαφώς αντιπαύλιον έργον, εξ ου απεσπάσθη μέγα απόσπασμα και υπό αγνώστου διηυρύνθη επεξεργασθέν περί το 140-150 δια των «Κηρυγμάτων Πέτρου». Εκ τούτου προήλθον οι «Αναγνωρισμοί Κλήμεντος», εκ του οποίου και πάλιν δια νέας διευρύνσεως και επεξεργασίας προήλθον αι «Ομιλίαι» (αντιμαρκιωνιτικής κατευθύνσεως) και οι «Αναγνωρισμοί» (υπό τίνος εξ Ιουδαίων χριστιανού ορθοφρονούντος). Και αι επεξεργασίαι αύται επραγματοποιήθησαν τα τέλη του β' αι. Ο Η arnack (I, 1 s. 212-231) δέχεται ότι αμφότερα τα έργα ανήκουν κατά την σημερινήν των μορφήν εις τον γ' αι. Αλλ' η γνώμη του δεν εγένετο αποδεκτή υπό πάντων. Ως ελέχθη, σήμερον τοποθετούνται τα έργα μεταξύ γ' και των αρχών του δ' αι., καθ' ην μορφήν έχουσι νυν.

2. Η αρχαιοτέρα μαρτυρία περί «Ψευδοκλημεντίων» είναι η του Ωριγένους, καθ'α αναφέρουσιν οι Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Θεολόγος εν τη «Φιλοκαλία» κ. 22: «Και Κλήμης δε ο Ρωμαίος, Πέτρου αποστόλου μαθητής, συνωδά τούτοις εν τω παρόντι προβλήματι, προς τον Πατέρα, εν Λαοδικεία ειπών εν ταις Περιόδοις, αναγκαιότατόν τι επί τέλει των τοιούτων λόγων φησί περί των τως γενέσεως δοκούντων εμβεβηκέναι, λόγω τεσσαρεσκαιδεκάτῳ· Και ο Πατήρ. ..» (4). Και ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει: «Το μεν των επικεκλημένων αυτού Πράξεων και το κατ' αυτόν ωνομασμένον Ευαγγέλιον, το τε λεγόμενον αυτού Κήρυγμα και την καλουμένην Αποκάλυψιν, ουδ' όλως εν καθολικοίς ίσμεν παραδεδομένα· ότι μήτε αρχαίων, μήτε των καθ' ημάς τις εκκλησιαστικός συγγραφεύς, ταις εξ αυτών συνεχρήσατο μαρτυρίαις» (Ε. Ι. 111,5). Ο αυτός κατωτέρω (II Ι, 38) λέγει: «Ήδη δε και έτερα πολυεπή και μακρά συγγράμματα, ως του αυτού, χθες και πρώην τινές προήγαγον, Πέτρου δη και Απίωνος διαλόγους περιέχοντα· ων ουδ' όλως μνήμη τις παρά τοις παλαιοίς φέρεται. Ουδέ γαρ καθαρόν της αποστολικής ορθοδοξίας αποσώζει τον χαρακτήρα». Και ο Επιφάνιος ομιλεί περί των Περιόδων του Πέτρου, γραφεισών δήθεν υπό του Κλήμεντος: «Χρώνται δε και άλλαις τισί βίβλοις, δήθεν ταις Περιόδοις καλουμέναις Πέτρου, ταις δια Κλήμεντος γραφείσαις· νοθεύσαντες μεν τα εν αυταίς, ολίγα δε αληθινά εάσαντες· ως αυτός Κλήμης αυτούς κατά πάντα ελέγχει, αφ' ων έγραψεν Επιστολών εγκυκλίων των εν ταις αγίαις εκκλησίαις αναγινωσκομένων ότι άλλον έχει χαρακτήρα η εαυτού πίστις και ο λόγος, παρά τα υπό τούτων εις όνομα αυτού εν ταις Περιόδοις νενοθευμένα. Αυτός γαρ παρθενίαν διδάσκει και αυτοί ου δέχονται. Αυτός γαρ εγκωμιάζει Ηλίαν και Δαβίδ και Σαμψών και πάντας τους προφήτας, ους ούτοι βδελύττονται. Εν ταις ουν Περιόδοις το παν εις εαυτούς μετήνεγκαν, καταψευσάμενοι Πέτρου κατά πολλούς τρόπους· ως αυτού καθ' ημέραν βαπτιζομένου αγνισμού ένεκεν, καθάπερ και ούτοι. Εμψύχων τε τον αυτόν απέχεσθαι και κρεών, ως και ούτοι και πάσης άλλης εδωδής της από σαρκών πεποιημένης λέγουσιν, επειδήπερ και αυτός Εβίων και Εβιωνίται παντελώς απέχονται τούτων» (5). Και ο Ιερώνυμος αναφέρει: «Τα δε συγγράμματα, τούτ' εστι πρώτον, ο επιγέγραπται, Πράξεις αυτού· δεύτερον, Ευαγγέλιον· τρίτον, Κήρυγμα· τέταρτον, Αποκάλυψις· πέμπτον, Κρίσις· ως απόκρυφα όντα αποδοκιμάζεται» (6). Και κατωτέρω (κ. 15): «Και Διάλογος Πέτρου και Απίωνος μακρώ λόγω συνταγείσα, ην τινα Ευσέβιος ευθύνει, εν τω τρίτω της Εκκλ. Ιστορ. τεύχει». Ο αυτός εν τω έργω του adv. Jovinian. c. 14 και Commentar. in Epist. ad Galatas I, 18 λόγον ποιείται περί τε των «Περιόδων» και περί των «Αναγνωρισμών». Περί του Ρουφίνου ελέχθησαν ανωτέρω τα δέοντα. Και ο επίσκοπος Νόλης Παυλίνος (352-431) εις την υπ'άρ. 46,2 επιστολήν του προς τον Ρουφίνον λέγει ότι επεχείρησε και ούτος να μεταφράση τα «Ψευδοκλημέντια», παρά την ελλιπή γνώσιν της Ελληνικής γλώσσης. Έτεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς μνημονεύοντες τα Ψευδοκλημέντια είναι: Ο Ψευδοχρυσόστομος (7), ο ημιπελαγιανός Γεννάδιος ο εκ Μασσαλίας (480, εν De vir. ill. c. 17), το Chronicum dictum Alexandrinum (M. 2, 1165 A ), ο Νείλος (Μ. 79, 220: «Κλήμης ο 'Ρωμαίων φιλόσοφος»), το Decretum Gelasianum (στ' αι.;) σημειοί εν VI, 2 τα Ψευδοκλημέντια ως απόκρυφα, ο ΨευδοΔιονύσιος ο Αρεοπαγίτης ομοίως (Περί θείων ονομάτων 5,9), ο Αναστάσιος Σιναΐτης (Μ. 89, 49.52), ο Ισίδωρος ο εκ Σεβίλλης ομοίως (De vir. ill. VIII, 45). Αναφέρω περαιτέρω απλώς τα ονόματα των συγγραφέων, οίτινες μνημονεύουσι τα Ψευδοκλημέντια, ως ταύτα αναφέρονται υπό του Harnack (I, 1, 225/ 31), ένθα και τα σχετικά χωρία μετά των θέσεων, εξ ων ελήφθησαν. Είναι δε οι εξής: Μάξιμος ο Ομολογητής, Aldhelmus, Beda, ο Agobar das Lugdun., ο Αναστάσιος βιβλιοθηκάριος, ο Ονώριος Αυγούστης, ο καρδινάλιος Ουβέρτος, ο Ηλίας Κρήτης, το Πασχάλιον Χρονικόν , ο Κεδρηνός, ο Μιχαήλ Γλύκας, ο Δαμασκηνός, ο Φώτιος, όστις εν κωδ. 112 και 113 λέγει: «Ανεγνώσθη Κλήμεντος του Ρώμης τεύχη βιβλίων βιβλίων β΄ ων το μεν... το δε την προσφώνησιν ως εν επιστολής είδει, προς Ιάκωβον τον Αδελφόθεον ποιείται· εν ω αι τε λεγόμεναι του αποστόλου Πέτρου πράξεις και αι προς Σίμωνα τον μάγον διαλέξεις και έτι ο αναγνωρισμός Κλήμεντος και του πατρός και των άλλων αδελφών διο και εν τισι των βιβλίων η επιγραφή «Κλήμεντος του Ρωμαίου άναγνωρισμός» επιγράφεται εν τισι δε, ως έφημεν, επιστολή προτάττεται, ως προς τον Αδελφόθεον Ιάκωβον. Και αύτη δε, ουχ η αυτή ουδέ ως από του αυτού προσώπου προενηνεγμένη, αλλ' επί μεν τινων βιβλίων ως από Πέτρου του αποστόλου προς Ιάκωβον επεσταλμένη· εφ' ετέρων δε ως από Κλήμεντος προς Ιάκωβον αλλά και άλλη καθώς προείπομεν και η μεν δηλοί, Πέτρον τας οικείας συγγράψαι πράξεις και προς Ιάκωβον αιτησάμενον ταύτας αποστείλαι· η δε διαλαμβάνει, ως Κλήμης ταύτας κατά πρόσταγμα Πέτρου συγγράψειε, κακείνου προς την αγήρω μεταστάντος αποστείλοι Κλήμης προς Ιάκωβον έστιν ουν εικασμώ διαλαβείν, ως δύο μεν είησαν των Πέτρου πράξεων εκδόσεις γεγενημέναι· τω δε χρόνω της ετέρας διαρρυείσης επεκράτησεν η του Κλήμεντος· εν πάσι γαρ τοις βιβλίοις, α ειδομεν, καίτοι ουκ ολίγων όντων, μετά τας διαφόρους εκείνας επιστολάς και επιγραφάς την αυτήν εύρομεν απαραλλάκτως πραγματείαν αρχομένην Εγώ Κλήμης και τα εξής ενταττόμενα· μυρίων δε ατοπημάτων η πραγματεία αύτη και της εις τον Υιόν βλασφημίας κατά την Αρείου δόξαν εστίν ανάπλεως... η μέντοι γε των του Πέτρου βίβλος τω τε λαμπρω και σεμνότητι και έτι τω καθαρώ και συντόνω και τη άλλη αρετή του λόγου και πολυμαθεία τοσούτο έχει προς τας Διαταγάς το παραλλάττον, ως μηδέ συγκρίσει τη κατά τους λόγους προς αλλήλας παραβάλλεσθαι τας βίβλους... η δε λεγομένη δευτέρα προς τους αυτούς ως νόθος αποδοκιμάζεται· ώσπερ επιγραφόμενος επ' ονόματι αυτού Πέτρου και Απίωνος πολύστιχος διάλογος». Και εν τω έργω του «Περί μυσταγωγίας του Αγ. Πνεύματος» 75, λέγει: «παρά πόσοις δε και άλλοις των μακαρίων και αγίων πατέρων ημών ένεστι τοι αύτα ευρείν ! Εννόει μοι τον της Ρώμης αρχιερέα Κλήμεντα και α επωνυμίαν εκείθεν φέρει Κλημέντια, ίνα μη λέγω τα γεγραμμένα ως ο παλαιός λόγος κατά το κορυφαίου Πέτρου γεγενήσθαι πρόσταγμα. ..». Και εις το έργον «Πανδέκται» του μοναχού Νίκωνος (ια' αι.) αναφέρονται τα Κλημέντια. Επίσης ο Νικηφόρος Κάλλιστος εν τη Εκκλησ. Ιστ. II, 35 και III, 18 παρατηρεί: «παραγράφεται δ' ο Παμφίλου και τα μικρά τούτου συγγράμματα, α φησι Πέτρου και Απίωνος διάλογον είναι· α μηδέ σώζειν τον ακριβή της αποστολικής ορθοδοξίας χαρακτήρα φησίν εγώ δε ει μη τα νυν παρ' ημίν Κλημέντια ονομαζόμενα λέγει ου πείθομαι· ταύτα γαρ τη Εκκλησία και ευπαράδεκτα· ει δε έτερά εισιν παρά ταύτα λέγειν ουκ έχω· τούτον συγγραφέα και των Αποστολικών Διατάξεων άλλά δη και των ιερών αυτών Κανόνων πιστεύομεν». Εκ της Συριακής Εκκλησίας μάρτυρας των Ψευδοκλημεντίων έχομεν, πλην της συριακής μεταφράσεως των «Αναγνωρίσμών» και τον Μωϋσήν Βαρ Κηφάν (8). Ο Richardson αναφέρει 74 χφφ. της μεταφράσεως των «Αναγνωρισμών» υπό του Ρουφίνου (9) .

3. Η σύγχρονος επιστημονική αντίληψις περί του χρόνου της συντάξεως των ΨευδοΚλημεντίων, του σκοπού και του περιεχομένου τούτων είναι η εξής. Κατά τον Β. Rehm (10) , κατά την σημερινήν των μορφήν αι μεν «Ομιλίαι» συνετάχθησαν μεταξύ 325 και 381, οι δε «Αναγνωρισμοί» προ των ετών 360 και 380. Οι W. Η eintze (11) , Κ. Ker é nyi (12) , απέδειξαν στενή σχέσιν και εξάρτησιν των Ψευδοκλημεντίων από της αρχαίας ελληνικής μυθιστοριογραφίας (π.χ. εκ του Κυπρίου Χαρίτωνος, γράψαντος «Τα περί Χαιρέαν και Καλλιρόην» εν 8 βιβλ. προ του β' αι. π.Χ. και του Ξενοφώντος του Εφεσίου, γράψαντος το μυθιστόρημα «Εφεσιακά» (με ήρωας τον Αβροκόμαν και την Ανθείαν περί το 230 π.Χ.). Επίσης και εκ του Λουκιανού του εκ Σαμοσάτων (120-200 μ.Χ.) απεδείχθη εξάρτησις εκ του διαλόγου «Ικαρομένιππος», ως και εκ του ιατρού Θεσσαλού του εκ Τράλλεων. Πάντα τα μυθικά στοιχεία χρησιμοποιούνται προς έμφασιν της διδακτικοπολεμικής σκοπιμότητας του συντάκτου. Εν τη πολεμική του ο Σίμων ο μάγος στηρίζεται εις την επιχειρηματολογίαν κυρίως του απολογητού Ιουστίνου († 165), αλλ' αντιπροσωπεύει μαρκιωνιτικάς αντιλήψεις. Σπουδαιότατον ρόλον παίζουν οι δαίμονες, καταπεσόντες εις την γην προς τιμωρίαν του αμαρτήσαντος ανθρώπου. Η ειδωλολατρία είναι έργον αυτών. Αλλ' ουδεμίαν ισχύν έχουσιν επί τον ευσεβή, τον πορευόμενον κατά τας διδαχάς του «αληθούς προφήτου», όστις ενεφανίσθη επί της γης ως Αδάμ, Ενώχ, Νώε, Αβραάμ, Ιακώβ, Μωϋσής και τέλος Ιησούς, όστις μόνος λέγεται «Υιός Θεού», αλλ' ουχί και Θεός (Ομιλ. 16, 15). Εμφανής είναι και η ασκουμένη πολεμική κατά του πολυθεϊσμού των εθνικών. (Ομιλ. 4/6, Αναγν. 10, 13/50). Καταπολεμείται η αρχαία ελληνική μυθολογία περί Θεών, μάλιστα ως αποδίδεται υπό των ποιητών η αλληγορική ερμηνεία των θρησκευτικών μύθων προς παραπλάνησιν των πολλών. Η ορφική θεογονία και ο Ησίοδος εχρησιμοποιήθησαν ενταύθα. Με ειρωνικόν ύφος εκτίθεται αναιρουμένη η μεταμόρφωσις του Διός και των άλλων θεοτήτων (Ομ. 5, 15.17.22.6,21 Αναγν. 10, 2127).

4. Ως προς τας φιλοσοφικάς θεωρίας, τας αναπτυσσομένας επ' ευκαιρία εν τω έργω, λεχθήτωσαν τα εξής. Ο πατήρ του Κλήμεντος Φαυστινιανός, εξ ευγενούς οίκου καταγόμενος και λίαν πεπαιδευμένος, λόγω των θλίψεων και των περιπετειών του, κατέληξεν εις την απόφασιν ν' αρνηθή τους Θεούς των εθνικών. Πλην αλλ' όμως ήχθη εις την πεποίθησιν, ότι η μοίρα εκάστου προδιαγράφεται άμα τη γεννήσει αυτού, επί τη βάσει της αστρολογικής του τοποθετήσεως. Εις τρεις συνεχείς ημέρας οι υιοί του προσπαθούν να μεταπείσουν τον πατέρα αυτών εκ της περί ειμαρμένης αντιλήψεώς του (Ομ. 8, 10-20). Ο Κλήμης αναιρεί τέλος την κακόδοξον αντίληψιν περί αστρολογίας. Η υπεράσπισις της θείας προνοίας γίνεται με βάσιν την στωϊκήν φιλοσοφίαν. Ίσως αι περί ειμαρμένης αντιλήψεις είναι ειλημμένοι εκ του Βαρδεσάνους, όστις πάλιν, ως φαίνεται, ήντλησεν εκ του Καρνεάδου (Ομ. 9, 19-29). Η αρχαία ελληνική μυθογραφία και η αλληγορική ερμηνεία των μύθων επέδρασαν πολύ εις την καθόλου οικοδομήν του έργου. Η ηθική διδασκαλία του έργου εκτίθεται εν διαλεκτική και ορθολογική έννοια. Η «άγνοια» Θεωρείται μέγιστον κακόν, χείρον της «πλάνης». Η «γνώσις» τίθεται υπέρ την «πίστιν», οι δε άπιστοι δίκαιοι ουδέν αγαθόν δύνανται να προσμένουν (Ομ. 3,6. 7.7. Αναγν. 6,8). Ο αυτοκράτωρ είναι επί της γης ως ο Θεός εν τω κόσμω (Ομ . 9, 21.11,9.10,14,24), ο δε Κλήμης υπερηφάνως εκφράζεται περί της αυτοκρατορικής συγγενείας του («προς γένους Καίσαρος». Ομ. 4,7.12,8.14,6.). Συνήθειαι ειδωλολατρικαί απορρίπτονται. Εν τούτοις το λουτρόν συνίσταται, μάλιστα μετά την πρωινήν έγερσιν. Πολύ αντιφατική εμφανίζεται η έναντι της κλασσικής παιδείας τοποθέτησις του έργου. Καταπολεμείται, φέρ' ειπείν, μετά φανατισμού η ανήθικος έπίδρασις της αρχαίας μυθολογίας επί τους νέους. Λέγει σχετικώς: «Διο χρη και τους νέους μη τοις διαφθείρουσιν ασκείσθαι μαθήμασιν και τους επί της ακμής όντας επιμελώς υποστέλλεσθαι της Ελλήνων επακούειν μυθολογίας. Πολύ γαρ αμαθίας χείρονά εστι τα παρ' αυτοίς μαθήματα... Φευκτέον δη τους τοιούτους μύθους αυτών και τα θέατρα και τα βιβλία· είθε δυνατόν ην και τας πόλεις. Κακών γαρ μαθημάτων γέμοντες και πνέοντες τοις συναμιλλωμένοις, ώσπερ λύσσαν τοις πλησίον μεταδιδόασιν ων πεπόνθασιν αυτοί. Το δε χαλεπώτατον, όστις παρ' αυτοίς πλείον πεπαίδευται, πολλώ του κατά φύσιν ούτος φρονείν εκτέτραπται» (Ομ . 4, 19.5,9. Αναγν. 10,28.38). Αλλ' ευμενέστατα εκφράζεται εν Ομ. 2,9. Αναγν. 1,25.8,37.10,16. Ελέγχεται επίσης το ανωφελές και αντιφατικόν της φιλοσοφίας (Ομ. 1,3.1012.19,28.4,9.15,5. Αναγν. 8,58.10,50). Αλλαχού πάλιν εκφράζεται συμπάθεια και αναγνώρισις της φιλοσοφίας (Ομ. 1.5.2.7. Αναγν. 8,59). Αξιοπερίεργον είναι ότι οξεία πολεμική ασκείται κατά της αστρολογίας (Αναγν. 9,1.18), ως και κατά της μαθηματικής επιστήμης (Ομ . 14,11. Αναγν. 9,12.10,9). Εν Αναγν. 9 η έκθεσις κατά των μαθηματικών γίνεται φιλοσοφικώς υπό του Κλήμεντος, εν δε τη Ομ. 14,5 (πβλ. 15,4) θεολογικώς υπό του Πέτρου. Αλλαχού ο Κλήμης είναι υπερήφανος δια τας αστρολογικάς γνώσεις του (Ομ. 14,12), αφού και ο Αβραάμ εκ των αστέρων εγνώρισε τον αληθή Θεόν (Αναγν. 1,32). Ο μαθηματικός Ανουβίων μετ' εμφανούς ευμενείας περιγράφεται, εν αντιθέσει μάλιστα προς τον γραμματικόν Απίωνα και τον επικούρειον Αθηνόδωρον (π.χ. Ομ. 19,22. Αναγν. 9,9).

5. Η διήγησις των τυχών του Κλήμεντος δεν είναι και ο κύριος σκοπός των «Ψευδοκλημεντίων», αλλά μέσον εξάρσεως των αρετών και ικανοτήτων του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου. Γράφων ο Κλήμης τω Αδελφοθέω Ιακώβω, επισκόπω Ιεροσολύμων, λέγει αρχόμενος της επιστολής του: «Γνώριμον έστω σοι, κύριέ μου, ότι Σίμων, ο δια την αληθή πίστιν και την ασφαλεστάτην αυτού της διδασκαλίας υπόθεσιν της Εκκλησίας θεμέλιος είναι ορισθείς και δι' αυτό τούτο υπ' αυτού του Ιησού αψευδεί στόματι μετονομασθείς Πέτρος· η απαρχή του Κυρίου ημών ο των αποστόλων πρώτος, ω πρώτω ο Πατήρ του Υιόν απεκάλυψεν· ον ο Χριστός ευλόγως εμακάρισεν ο κλητός και εκλεκτός και συνέστιος και συνοδοιπόρος· ο καλός και δόκιμος μαθητής· ο της Δύσεως το σκοτεινότερον του κόσμου μέρος ως πάντων ικανώτερος φωτίσαι κελευσθείς και κατορθώσαι δυνηθείς· και δη μέχρι που μηκύνω τον λόγον, μη βουλόμενος σημήναι το λυπούν, ο εξ ανάγκης καν βραδύ πάντως ειπείν με δει; — ούτος αυτός, δια την άμετρον προς ανθρώπους στοργήν σαφώς δημοσία, επί του ενεστώτος πονηρού, τον εσόμενον αγαθόν όλω τω κόσμω μηνύσαι βασιλέα, μέχρις ενταύθα τη Ρώμη γενόμενος, θεοβουλήτω διδασκαλία σώζων ανθρώπους, αυτός του νυν βίου βιαίως το ζην μετήλλαξεν» (Μ. 2,33/6). Δεν είναι δύσκολον ν' αντιληφθή τις, ότι η έξαρσις του αποστόλου Πέτρου συνδέεται με την έξαρσιν του θρόνου της Ρώμης. Πέραν δε τούτων, ο άγνωστος συντάκτης του μυθολογήματος επεδίωκε, δια της εξάρσεως του αποστόλου Πέτρου, να μειώση τον έτερον των κορυφαίων αποστόλων, τον Παύλον, συγχέων εξεπίτηδες τούτον προς τον Σίμωνα μάγον. Ιδού τι λέγει εν τη Όμιλ. 17,19: «Ει μεν ουν και σοι ο Ιησούς ημών δι' οράματος οφθείς εγνώσθη και ωμίλησεν, ως αντικειμένω οργιζόμενος, διο δι' οραμάτων και ενυπνίων ή και δι' αποκαλύψεων έξωθεν ουσών ελάλησεν. Ει τις δε δι' οπτασίαν προς διδασκαλίαν σοφισθήναι δύναται; Και ει μεν ερείς· δυνατόν εστί· διατί όλω ενιαυτώ εγρηγορόσι παραμένων ωμίλησεν ο Διδάσκαλος; Πως δε σοι και πιστεύσομεν αυτό, καν ότι ώφθη σοι; Πως δε και ώφθη, οπότε αυτού τα εναντία τη διδασκαλία φρονείς; Ει δε υπ' εκείνου μιας ώρας οφθείς και μαθητευθείς απόστολος εγένου, τας εκείνου φωνάς κήρυσσε, τα εκείνου ερμήνευε, τους εκείνους αποστόλους φίλει, εμοί τω συγγενομένω αυτώ μη μάχου. Προς γαρ στερεάν πέτραν όντα με, Θεμέλιον Εκκλησίας, ενάντιος ανθέστηκάς μοι. Ει μη άντικείμενος ης ουκ αν με διαβάλλων το δι' εμού κήρυγμα ελοιδόρεις, ίνα, ο παρά του Κυρίου αύτός παρών άκήκοα, λέγων μη πιστεύωμαι, δήλον ότι ως εμού καταγνωσθέντος και εμού ευδοκιμούντος. Η ει κατεγνωσμένον με λέγεις, Θεού του άποκαλύψαντός μοι τον Χριστόν κατηγορείς και του επί αποκαλύψει μακαρίσαντός με καταφέρεις. Αλλ' επείπερ αληθώς τη αληθεία σννεργήσαι θέλεις, μάθε πρώτον παρ' ημών, α ημείς παρ' εκείνου εμάθομεν και μαθητής άληθείας γεγονώς γενού ημίν συνεργός» (Μ. 2,401-404).

6. Εν τέλει λεχθήτω και τούτο. Τα «Ψευδοκλημέντια» κατ' ουσίαν αντιπροσωπεύουν θεωρίας και διδαχάς ιουδαϊζούσας, μάλιστα δε των Εβιωνιτών και Ελκεσαϊτών. Η ιουδαϊκή Θρησκεία ταυτίζεται σχεδόν μετά του Χριστιανισμού, θεωρία ειλημμένη εκ των ανωτέρω ιουδαϊζουσών αιρέσεων. Ο Μωσαϊκός νόμος στηρίζεται επί της δια του Αδάμ αποκαλύψεως. Το δε Ευαγγέλιον του Ιησού δεν διαφέρει κατ' ουσίαν του Μωσαϊκού νόμου. Το έργον του Μωϋσέως ήτο ν' αποκαταστήση την αρχικήν Θρησκείαν και την δια του πρώτου Αδάμ θείαν αποκάλυψιν. Αλλ' επειδή δια της αμαρτίας του ανθρώπου εσκοτίσθη και ηλλοιώθη η Αλήθεια, (Ομ . 2,38), κατέστη αναγκαία η δια Χριστού νέα αποκάλυψις. Αλλ' ο Ιησούς δεν είναι η απλούς προφήτης και διδάσκαλος, ουχί λυτρωτής. Τον πυρήνα της όλης διδασκαλίας του έργου συνθέτει ο άκρατος Μονοθεϊσμός ή Μοναρχιανισμός, όστις αποκλείει την διάκρισιν των τριών προσώπων εν τη μια θεότητι. Ως προς την ουσίαν του Θεού και τας περί κοσμογονίας αντιλήψεις τα «Ψευδοκλημέντια» παρουσιάζονται πολλαχού πολλαπλώς αντιφάσκοντα. Αφ' ενός ο Θεός ονομάζεται πανθεϊστικώς η καρδία του κόσμου (Ομ. 17,9), εξ ου τα πάντα απέρρευσαν, ίνα και επανέλθουν εις την πρώτην πηγήν, αφού η του κόσμου εξέλιξις είναι αυτή αύτη η του Θεού εξέλιξις. Κόσμος και Θεός βαίνουσι κατά τρόπον δυαδιστικόν κατά τον νόμον των αντιθέτων ζευγών ή συζυγιών. Αλλαχού πάλιν ο Θεός θεωρείται ως πρόσωπον, μάλιστα ανθρωπομορφικώς περιγραφόμενος (Ομ. 17, 7), θεωρούμενος δημιουργός του κόσμου, νομοθέτης και δίκαιος κριτής. Προφανώς αρειανικαί κακοδοξίαι, ανάμικτοι μετά ιουδαϊζουσών και γνωστικών αντιλήψεων, συνθέτουν το όλον πλέγμα του ψευδωνύμου τούτου έργου, λίαν ενδιαφέροντος την επιστήμην από πολλών απόψεων, εξ ου και η πλουσία βιβλιογραφία των περί την προβληματολογίαν των Ψευδοκλημεντίων ασχοληθέντων επιστημόνων. Εις αδίστακτος μυθοκλόπος επέτυχε του σκοπού του, να διεγείρη το ενδιαφέρον της επιστήμης καθ' όλην την ιστορικήν διαδρομήν της υπάρξεώς του!


Υποσημειώσεις

(1) Κατά τον Ευσέβιον, «Διαλόγους», III, 38, 5.

(2) Μ., 2, 25-604 άπαντα τα ανωτέρω έργα.

(3) Protestantische Kirchenzeitung XIX, 1869, 477/82. Die Quellem d. rom. Petrussage, Kiel 1872.

(4) Μ. 14, 1315.1. 1157 και Σχολ. Εις Γεν. Μ. 12, 83 Α. Επίσης εν σχολ. Εις Ματθ. ΧΧΩΙ, 6 εν Μ. L, 1158.

(5) Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, ΧΧΧ, 15.

(6) Der Vil. Ill. κ. 1.

(7) Opus imperfectum on Matthaeum, Hom. XXVI, 10, 41. Hom. XIII, 13. XI, 1. XLIX, 24, 14. Harnack, I, 1, 224.

(8) Περί παραδείσου III, 1. Assemani, Bibl. Orient. Ill I, 13.

(9) Harnack I, 1, 229/31, ένθα και πάσαι αι ανωτέρω σημειώσεις.

(10) Reallexikon f. Antike und Christentum, Stuttgart 1957, III, 197-206.

(11) Der Clemesroman u. seine griech. Quellen TU 40, 2 (1914).

(12) Die griech.— orientalische Romanliteratur in religionsgeschichtlicher Beleuchtung (1927) 71-94.

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.