ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η προφητεία εν τω Ποιμένι του Ερμά

Ιωάννου Παναγόπουλου, Η Εκκλησία των Προφητών-Το προφητικόν χάρισμα εν τη Εκκλησία των δύο πρώτων αιώνων,
Αθήναι 1979, εκδ. Στ. Βασιλόπουλος, σελ. 294-302.

Το μοναδικόν χριστιανικόν κείμενον εκ των μέσων του δευτέρου αιώνος, το οποίον παρέχει ασφαλείς και σαφείς πληροφορίας περί της χριστιανικής προφητείας της εποχής εκείνης εν Ρώμη, είναι αναμφιβόλως ο Ποιμήν του Ερμά (1) . Τούτο εξ επόψεως μορφής ανήκει εις τας αποκαλύψεις, διακρίνεται όμως τούτων σαφώς ως προς το περιεχόμενον αυτού . Αποκλίνων δηλονότι ο Ερμάς της καθιερωμένης μορφής των αποκαλύψεων, προβάλλει ως κύριον θέμα εν τω Ποιμένι το αίτημα της μετανοίας, προς ο σχετίζει πάντα τα έτερα επί μέρους θέματα. Προς τούτοις χρησιμοποιεί ποικίλον υλικόν, θύραθεν, ιουδαϊκόν και χριστιανικόν, εις το οποίον παρεμβάλλει και προσωπικά βιώματα ή αυτοβιογραφικά στοιχεία, ως επίσης και πληροφορίας περί των ιστορικών συνθηκών της Εκκλησίας της έποχής του, ίδία των λαϊκών στρωμάτων (2).

Το περιεχόμενον του Ποιμένος συνίσταται εκ πέντε Οράσεων, δώδεκα Εντολών και δέκα Παραβολών ή οπτασιών, εν εγρηγόρσει ή καθ' ύπνους. Αι τέσσαρες πρώται Οράσεις περιέχουν αποκαλύψεις της Εκκλησίας, ήτις εμφανίζεται εις τον Ερμάν άλλοτε ως πρεσβυτέρα και άλλοτε ως ευειδής κυρία, ως επίσης και νεανίσκου τινός (Ορ. II 4,1). Αι αποκαλύψεις αύται της Εκκλησίας παρέχονται εις αυτόν εν καταστάσει «αφυπνώσεως» (Ορ. I 1,3), ότε το Πνεύμα λαμβάνει και μεταφέρει αυτόν εις υψηλόν τινα τόπον (αντ. II 1,2), προηγούνται δε πάντοτε εκ μέρους αυτού προσευχή, νηστεία και εξομολόγησις των αμαρτιών (Ορ. I 1,3- II 1,2· III 1,2.6). Η Εκκλησία αποκαλύπτει και ελέγχει τας αμαρτίας του Ερμά και του οίκου αυτού (Ορ. I 1,6εξ. · 2,4· 3,1εξ.), αναγινώσκει εις αυτόν το «βιβλίδιον», προκειμένου να μεταγράψη τούτο και «αναγγείλη ταύτα τοις εκλεκτοίς του θεού» (II 1,3). Ο Ερμάς, μη δυνάμενος να κατανόηση το περιεχόμενον του αντιγραφέντος βιβλίου, αιτείται παρά της Εκκλησίας την «γνώσιν» αυτού, ήτις και παρέχεται εις αυτόν (II 2, 2εξ.). Προς τούτοις αποκαλύπτεται η αμαρτία του «σπέρματος» αυτού, δηλ. του ιδίου αυτού οίκου και των συγχρόνων αυτού και διαβιβάζονται δι' αυτού εντολαί προς τους «προηγούμενους της Εκκλησίας», «ίνα κατορθώσωνται τας οδούς αυτών εν δικαιοσύνη, ίνα απολάβωσιν εκ πλήρους τας επαγγελίας μετά πολλής δόξης» (II, 2, 6). Εν τη συναφεία ταύτη ανακοινούται εις τον Ερμάν η θεμελιώδης προς κατανόησιν της προφητείας ιδέα, καθ' ην: «Μετά το γνωρίσαι σε ταύτα τα ρήματα αυτοίς α ενετείλατό μοι ο δεσπότης ίνα σοι αποκαλυφθή, τότε αφίενται αυτοίς αι αμαρτίαι πάσαι ας πρότερον ήμαρτον, και πάσιν τοις αγίοις τοις αμαρτήσασι μέχρι ταύτης της ημέρας, εάν εξ όλης της καρδίας μετανοήσωσιν και άρωσιν από της καρδίας αυτών τας διψυχίας» (II 2,4). Ο λόγος δηλονότι του Ερμά, ο υπό της Εκκλησίας εν Πνεύματι διδόμενος, αποσκοπεί εις την αποκάλυψιν και τον έλεγχον των αμαρτιών των συγχρόνων του και εις την άφεσιν αυτών εις περίπτωσιν μετανοίας. Εις ετέραν δράσιν ο Ερμάς πληροφορείται περί της ιεραρχίας των πέριξ του «συμψελίου» θέσεων (III 1,4εξ.) (3) , δρα τον οίκοδομούμενον πύργον (III 10,1 εξ.) και πληροφορείται την έρμηνείαν αυτού. Εκτός τούτου υπερνικά την δύναμιν τερατώδους δράκοντος (IV 1—10) (4)· πλησθείς του Πνεύματος και «ενδυσάμενος.... την πίστιν του κυρίου και μνησθείς ων εδίδαξεν με μεγαλείων», «δίδει εαυτόν εις το θηρίον» εκουσίως και εξοντώνει αυτό.

Εν τη πέμπτη Οράσει εμφανίζεται εις τον Ερμάν ο άγγελος εν μορφή ποιμένος, όστις εν Ορ. V, 7 ονομάζεται «άγγελος μετανοίας», εν δε στ. 4 «ο ποιμήν, εις ον παρεδόθη». Ούτος εξηγεί εις τον Ερμάν, ότι «απεστάλην γαρ.... ίνα α είδες πρότερον πάντα σοι πάλιν δείξω, αυτά τα κεφάλαια τα όντα υμίν σύμφορα» (στ. 5, πρβλ. Παραβ. IX 1,1), είτα εντέλλεται αυτόν, όπως καταγράψη τας εντολάς και τας παραβολάς, τας οποίας θα υπαγορεύση εις αυτόν. Το πρώτον συμβαίνει κυρίως εν Παραβ. IX, ένθα ο ποιμήν επεξηγεί τον συμβολισμόν του πύργου. Ακολούθως υπαγορεύει εντολάς, τ.ε., νουθεσίας και επεξηγήσεις, διακοπτόμενος και ερωτώμενος συχνάκις υπό του Ερμά. Πλείσται τούτων παρουσιάζονται υπό μορφήν αποκαλύψεων, άρχονται δε δια του τύπου «έδειξε μοι» (Παραβ. I ΙΙ· IV· VIII και IX). Το κεντρικόν μήνυμα των Εντολών και των Παραβολών είναι το της δευτέρας και οριστικής μετανοίας.

Αι υπό της Εκκλησίας και του Ποιμένος δοθείσαι αποκαλύψεις εις τον Ερμάν δεν αφορούν μόνον εις αυτόν τον ίδιον, παρ' όλον ότι πρώτος ούτος

οικοδομείται δι' αυτών. Ο Ερμάς καλείται, όπως ερμηνεύσει τας αποκαλύψεις των ουρανίων μορφών προς την κοινότητα. Εν Ορ. II 1,3 λαμβάνει το βιβλίον των αποκαλύψεων παρά της Κυρίας και μεταγράφει τούτο, προκειμένου «ταύτα τοις εκλεκτοίς του θεού αναγγείλαι», συμφώνως προς την εντολήν αυτής. Εν Ορ. II 4,2 η Πρεσβυτέρα προσθέτει εις το βιβλίον έτερά τινα ρήματα και πληροφορεί τον Ερμάν, ότι «όταν ουν αποτελέσω τα ρήματα ταύτα, δια σου γνωρισθήσεται τοις εκλεκτοίς πάσιν». Ομοίως εν Ορ. III 8,10εξ. η αυτή Πρεσβυτέρα λέγει ρητώς: «Αλλ' ου σοι μόνω απεκαλύφθη, αλλ' ίνα πάσιν δηλώσει αυτά, μετά τρεις ημέρας... εντέλλομαι δε σοι πρώτον, Ερμά, τα ρήματα ταύτα α σοι μέλλω λέγειν, λαλήσαι αυτά πάντα εις τα ώτα των αγίων» (πρβλ. και IV, 3, 6). ωσαύτως και μετά την συνάντησιν μετά του δράκοντος: «'Υπαγε ουν και εξήγησαι τοις εκλεκτοίς του κυρίου τα μεγαλεία αυτού και ειπέ αυτοίς ότι...» ( Ορ. IV 2,5). Τέλος εν Ορ. II 4,3 η Πρεσβυτέρα εντέλλεται τον Ερμάν: «Γράψεις ουν δύο βιβλαρίδια και πέμψεις εν Κλήμεντι και εν Γραπτή· πέμψει ουν Κλήμης εις τας έξω πόλεις, εκείνω γαρ επιτέτραπται. Γραπτή δε νουθετήσει τας χήρας και τους ορφανούς. Συ δε αναγνώση εις ταύτην την πόλιν μετά των πρεσβυτέρων των προϊσταμένων της Εκκλησίας» (πρβλ. περαιτέρω Ορ. III 3,1· 3,3· 4,3· IV 1,3). Ωσαύτως και ο ποιμήν, αφού έδωσε εντολήν εις τον Ερμάν, όπως καταγράψη τας εντολας και παραβολας, συνεχίζει: «Εάν ουν ακούσαντες αυτάς φυλάξητε...» (Ορ. V 7). Παρομοίως εν Παραβ. VIII 11,1: «'Υπαγε και πάσι λέγε ίνα μετανοήσωσι και ζήσωσι τω θεώ».

Το προς τους εκλεκτούς, τους αγίους, τους προϊσταμένους της Εκκλησίας και γενικώς προς πάντας απευθυνόμενον μήνυμα του Ερμά προκαλεί παρ' αυτοίς «ανανέωσιν» ή «ανακαίνωσιν των πνευμάτων» (Ορ. III 8,9· 12,3· 13,2). Αύτη χαρακτηρίζεται είτε ως «ισχυρότης» και «ενδυνάμωσις εν τη πίστει» (12,3- IV 1,3) είτε ως «ιλαρότης» (3,1) και «χαρά» (3,3) είτε ως «ζωοποίησις» (Εντ. IV 3,7). Πρόκειται πάντως περί της «γνώσεως του κυρίου εν πολλή δόξη» (Ορ. III 3,1), ήτις όμως αφορά κυρίως εις την μετάνοιαν ( III 8,11). Προς τούτοις παρέχεται η βεβαίωσις, ότι το μήνυμα τούτο είναι απολύτως αληθές, ισχυρόν, βέβαιον και τεθεμελιωμένον (III 4,3), ούτως ώστε δεν δικαιολογούνται πλέον η διψυχία και ο σκανδαλισμός (αυτ „ και IV 1,3). Πέραν τούτων ο λόγος του προφήτου Ερμά αποτελεί εκδήλωσιν της ευσπλαγχνίας του Θεού, δι' ου παρέχει την μετάνοιαν (Παραβ. VIII 11,1). Δι' αυτού τελικώς δοξάζεται το μέγα και ένδοξον όνομα του Θεού (IV 1,3· III 3,1). Είναι σημαντικόν το γεγονός, ότι αι διαβεβαιώσεις και επεξηγήσεις αύται περί του σκοπού του προφητικού λόγου παρέχονται εις τον Ερμάν υπό της Εκκλησίας και αφορούν τελικώς εις αυτήν την ιδίαν (Ορ. III, 12 και 13). Εν προκειμένω χρησιμοποιείται έξοχος εικών. Όταν δηλ. πρεσβυτερός τις αφηλπικώς ή λυπούμενος δέχεται αγγελίαν αγαθήν, τότε ισχυροποιείται και ανανεούται. Κατά τον αυτόν τρόπον ανανεούνται και οι πιστοί της Εκκλησίας, όταν ίδουν και γνωρίσουν δια της προφητείας τα αγαθά της δόξης του Θεού. Η ανανέωσις όμως των επί μέρους πιστών έχει ως συνέπειαν την ανανέωσιν και ζωοποίησιν αυτής ταύτης της Εκκλησίας.

Υπό την προοπτικήν τούτην η Εκκλησία καθόλου κατέχει το προφητικόν χάρισμα. Το γεγονός τούτο βεβαιοΰται πολλαχώς: Εν Παραβ. IX Ι,Ι εξ. ο ποιμήν αποκαλύπτει εις τον Ερμάν ότι εν τη μορφή της Εκκλησίας, ως και δια των αποκαλύψεων αυτού, ελάλησεν εις αυτόν το Πνεύμα το άγιον. Συνεπώς, ό,τι αποκαλύπτουν η Εκκλησία ή ο ποιμήν εις τον Ερμάν είναι ο λόγος του εν αυτή οικούντος Πνεύματος, όστις αφορά εις την ανανέωσιν και ζωοποίησιν των πιστών. Εκτός τούτου εις ωρισμένας περιπτώσεις η ως πρεσβυτέρα εμφανιζόμενη Εκκλησία παραδίδει εις τον Ερμάν γνησίας και αυτοτελείς προφητείας, ως π.χ. εν Ορ. I 3,4· II 1,1-4· 2,7· III 9.11-13· IV 2,5—6· 3,1-6, ούτως ώστε αύτη εμφανίζεται σαφώς ως προφήτις. Το αυτό συμβαίνει και εν τη περιπτώσει του ποιμένος, ως δεικνύουν αι υπ' αυτού υπαγορευόμεναι προφητείαι εν Ορ. V 5-7· Παραβ. Ι· V 1,2-3· IX 23,5· 24,4· 28,5· 29,3· 31,3-33,1· X 4,4. Εις τας ως άνω προφητείας πρόκειται πάντοτε περί της ανάγκης της αμέσου μετανοίας -και της τηρήσεως των εντολών του Θεού, ούτως ώστε αύται αποβαίνουν ζωτικόν και επίκαιρον μήνυμα. Είναι ωσαύτως χαρακτηριστικόν το γεγονός, ότι αι αποκαλύψεις και προφητείαι παρέχονται εις τον Ερμάν καθ' ον χρόνον οικοδομειται ο πύργος της Εκκλησίας, όστις όμως δεν θα διαρκέση επί πολύ (Ορ. III 8,9). Ούτω το προφητικόν μήνυμά του Ερμά αφορά εις την εποχήν της Εκκλησίας και προβάλλεται ως η τελευταία εξαγγελία του θελήματος του Θεού προ του αμέσου τέλους (Ορ. II 3,4· Εντ. IV 1,8).

Συμπερασματικώς δυνάμεθα να είπωμεν, ως προς τον χαρακτήρα του βιβλίου του Ερμά, ότι τούτο περιέχει προφητείας εν ειδικωτέρα εννοία. Αύται οφείλονται εις το εν τη Εκκλησία οικούν θείον Πνεύμα και παρέχονται εις τον Ερμάν ως εις πιστόν της Εκκλησίας και ουχί ως διακεκριμένον τινα χαρισματούχον αυτής. Συνεπώς αύται δεν αφορούν μόνον εις αυτόν, αλλ' εις πάσαν την Εκκλησίαν (5) . Το μήνυμα του Ποιμένος παρουσιάζει τα βασικά γνωρίσματα του προφητικού λόγου· τούτο δηλ. ριζικοποιεί το αίτημα της μετανοίας και παρέχει την δυνατότητα της δευτέρας, πλην όμως εσχάτης μετανοίας. Συνεπώς ο τοιούτος προφητικός λόγος αποσκοπεί τόσον εις την αποκάλυψιν των (μη άλλως συνειδητοποιουμένων) αμαρτιών και τον έλεγχον αυτών όσον και εις την ανανέωσιν, ανακαίνωσιν και ισχυροποίησιν των πιστών, ενώ η συμμόρφωσις προς τας εντολάς αυτού θα καταστήση τούτους λίθους ευχρήστους προς την οικοδομήν και ολοκλήρωσιν του πύργου της Εκκλησίας. Ούτω τα ρήματα της προφητείας αυτού δύναται ο Ερμάς να χαρακτηρίζη «σύμφορα και ήμερα» (Ορ. I 3,3). Κατά συνέπειαν η προφητεία ανταποκρίνεται και παρά τω Ερμά εις το γενικόν αίτημα της οικοδομής της Εκκλησίας εν αρνητική και θετική έννοια. Ούτος πάντως τονίζει ιδιαζόντως, ότι η προφητεία οικοδομεί εν τω παρόντι την Εκκλησίαν και ολοκληρώνει αυτήν εν όψει του τέλους. Ως τοιαύτη η προφητεία παρέχεται πάντοτε υπ' αυτής της Εκκλησίας δια του εν αυτή Πνεύματος και αποτελεί ουσιαστικόν γνώρισμα της αληθούς αυτής φύσεως. Ούτως αυτή ταύτη η ύπαρξις της Εκκλησίας καθιστά αναγκαίαν την ζωτικήν εκδήλωσιν του προφητικού χαρίσματος εκ μέρους των πιστών.

Έτερον στοιχείον σημαντικόν του χαρακτήρος της προφητείας του Ερμά, όπερ όμως είναι και άλλοθεν γνωστόν, είναι η εμμονή εις την γραπτήν παράδοσιν των αποκαλύψεων και των εντολών ως και η ανάγνωσις αυτών ενώπιον της (τοπικής) Εκκλησίας. Εις τούτο μάλιστα καθίσταται υπεύθυνος ο επίσκοπος της τοπικής κοινότητος (ο Κλήμης) και γυνή τις (Γραπτή), οίτινες δεν αποκλείεται να κατείχον το προφητικόν χάρισμα. Ο Ερμάς δεν φαίνεται ν' αντιμετωπίζη ωρισμένας ετεροδιδασκαλίας και αιρέσεις. Είναι μάλλον πιθανόν, ότι κατά την εποχήν του παρετηρείτο χαλάρωσις και αδιαφορία μεταξύ των πιστών, συμβιβασμός και προσαρμογή αυτών προς τας συνθήκας του κόσμου, ούτως ώστε ούτος αναγκάζεται να προβάλλη το αίτημα της ανανεώσεως των πιστών και της δευτέρας μετανοίας εν όψει συγκεκριμένων ιστορικών απειλών (διωγμοί) ως και της αδηρίτου εσχατολογικής κρίσεως, ήτις επίκειται.

2. Εκ της προηγηθείσης αναλύσεως κατέστη φανερόν, ότι παρά τω Ερμά διαπιστούνται ωρισμέναι διαφοροποιήσεις εν τη εκτιμήσει του προφητικού φαινομένου εν σχέσει προς τας προηγουμένας εποχάς. Ούτος δηλονότι δέχεται τας αποκαλύψεις κατόπιν προσευχής και νηστείας (Ορ. II 1,2· 2,1· III 1,2· 10,6) ως ακριβώς και οι προφήται των Πράξεων (13,2). Δια του τρόπου τούτου προκαλει ούτως ειπείν το Πνεύμα, αλλ' αντιθέτως προετοιμάζει εαυτόν, προκειμένου να δεχθή τον προφητικόν λόγον. Εν συνεχεία αρπάζεται και μετάγεται θαυμαστώς υπό του Πνεύματος εις άγνωστον εξαίσιον τόπον, μετατίθεται δηλ. εις κατάστασιν εκστάσεως. Εν τη καταστάσει ταύτη ο Ερμάς διατηρεί ακμαίας τας λογικάς και νοητικάς αυτού λειτουργίας, ούτως ώστε αποκρίνεται, επερωτά και διαλέγεται μετά της Πρεσβυτέρας, του νεανίσκου ή του ποιμένος και καταγράφει επακριβώς τας αποκαλύψεις, τας εντολάς και τας παραβολάς, κρίνει περαιτέρω τους διδομένους λόγους, θλίβεται, χαίρεται, παρακαλεί, απαντά ή προσεύχεται (πρβλ. Ορ. I 3,3- II 2,1· III 1,2· V 4,2- Παραβ. V 4,2- IX 11,7 κ.α.). Όθεν ο υπ' αυτού ακροώμενος και κοινοποιούμενος λόγος δεν είναι «μυστικός» ή παραβολικός, δηλ. ακατανόητος και αήθης, αλλ' αντιθέτως απολύτως σαφής και εύληπτος παρά τοις πιστοίς, ούτως ώστε ούτοι «ακούσαντες γινώσκουν» (Ορ. III 3,1). Εν εναντία περιπτώσει ούτος ουδένα ωφελεί (αυτ.). Δια τον λόγον τούτον και ο Ερμάς εντέλλεται, όπως κοινοποίηση τας αποκαλύψεις εις την κοινότητα μετά τρεις ημέρας, «νοήσαί σε γαρ δει πρώτον» (Ορ. III 8,11). Εν τη καταστάσει ταύτη, καθ' ην ο Ερμάς ορά «ένδοξα πράγματα», ισχυροποιείται, αποβάλλει την διψυχίαν και θεμελιούται (IV 1,4), ως ακριβώς και οι πιστοί της Εκκλησίας, προς ους απευθύνεται ο λόγος αυτού. Ωσαύτως γνωρίζει ο Ερμάς, ότι η χαρισματική κατάστασις, εν η ευρίσκεται, δεν παρέχει εις αυτόν προσωπικόν τι προνόμιον ή υπεροχικήν τινα θέσιν εν τη κοινότητι, αλλ' είναι ελεύθερον χάρισμα της Πρεσβυτέρας και του ποιμένος, δηλ. της Εκκλησίας δια του Πνεύματος. Ούτως ο Ερμάς πληροφορείται μόνον τα απαραίτητα προς «γνώσιν του κυρίου» και οσάκις θέλει το Πνεύμα, ενώ συχνάκις ελέγχεται υπ' αυτού ως αυθάδης και θρασύς (πρβλ. Παραβ. V 4,2). Εκτός τούτου πλείστα ρήματα («δόξα του θεού», Ο ρ. I 3,3) είναι έκφρικτα και θαυμαστά, τα οποία δεν δύναται να μνημονεύση· όσα δε εξαγγέλλει είναι σύμφορα και ήμερα και αφορούν εις την γνώσιν του Κυρίου, ήτις είναι η σωτηρία των πιστών.

Προξενεί ιδιαιτέραν έντύπωσιν, ότι κατά την αντίληψιν του Ερμά το προφητικόν χάρισμα παρέχεται μόνον υφ' ωρισμένας προϋποθέσεις και δεν είναι ελεύθερον και ανεξέλεγκτον. Αντιθέτως του το είναι δωρεά εις τον αγωνιζόμενον και την εαυτού τελείωσιν διώκοντα πιστόν. Ούτως εν Ορ. III 10,6 ο Ερμάς πληροφορείται υπό της Πρεσβυτέρας: «Πάσα επερώτησις ταπεινοφροσύνης χρήζει· νήστευσον ουν, και λήμψη ο αιτείς παρά του κυρίου». Ο ποιμήν επεξηγεί εν Παραβ. V 4,3: «Ος αν δούλος ην.... του θεού και έχη τον κύριον αυτού εν τη καρδία αιτείται παρ' αυτού σύνεσιν και λαμβάνει και πάσαν παραβολήν επιλύει, και γνωστά αυτώ γίνονται τα ρήματα του κυρίου τα λεγόμενα δια παραβολών» (6) . Ομοιως εν Παραβ. IX 11,8, ένθα περιγράφεται η δια νυκτός παραμονή του Ερμά μετά των παρθένων, των φυλασσουσών τον πύργον (της Εκκλησίας), ούτος απαντά εις τον ποιμένα: «Εδείπνησα... ρήματα κυρίου όλην την νύκτα». Αι παρθένοι αύται όμως, συμφώνως προς 5,2, είναι αι αρεταί πίστις, εγκράτεια, δύναμις, μακροθυμία, απλότης, ακακία, αγνεία, ιλαρότης, αλήθεια, σύνεσις, ομόνοια και τελικώς η αγάπη. Ωσαύτως εν Ορ.· III 12,3 δηλούται, ότι η τελεία αποκάλυψις του μυστηρίου του πύργου θα παρασχεθή εις τους πιστούς μόνον εφ' όσον ούτοι «εξ όλης καρδίας ειρηνεύουν εν εαυτοίς». Δια τούτων γίνεται σαφές, ότι το προφητικόν χάρισμα παρέχεται «εις πάνσεμνον πνεύμα και ήδη δεδοκιμασμένον» (Ορ. I 2,4), όπερ ζητεί και κολλάται τω Κυρίω, επιδεικνύει ηθικήν καθαρότητα και ταπεινοφροσύνην, ακολουθεί τας διατάξεις της Εκκλησίας (νηστεία δέκα και πέντε ημερών, συμφώνως προς Ορ. II 2,1) και «ειρηνεύει», τ.ε. ζει εν αδιαταράκτω αρμονία και κοινωνία μετά των ετέρων πιστών και μετά του Θεού. Η κατάστασις αύτη δεν είναι πάντως τετελεσμένη, αλλ' ανανεούται ως διαρκής προσπάθεια ζωής. Σημειωτέον επίσης, ότι αι ανωτέρω υπό του προφήτου προϋποτιθέμενοι αρεταί καθορίζονται ως τοιαύται υπό της Εκκλησίας («φυλάσσουν» αυτήν) και δεν είναι απλώς αι οιαιδήποτε αρεταί του φυσικού άνθρώπου.

Εκ των ανωτέρω γίνεται σαφές, ότι ο Ερμάς δέχεται τας αποκαλύψεις ως δεδοκιμασμένον μέλος της Εκκλησίας κατά χάριν και εκλογήν (του Πνεύματος) και ως τοιούτος αποτελεί τον τύπον του προφήτου της εποχής του, το δε μήνυμα αυτού προβάλλεται ως η ζωτική και επίκαιρος ερμηνεία της χριστιανικής αληθείας εν όψει των συγχρόνων αναγκών της κοινότητος αυτού (7) . Εάν θεωρηθή βέβαιον, ότι η μαρτυρία Παραβ. VII 3 περί της σχέσεως του Ερμά προς τον οίκον αυτού συμβολίζει την σχέσιν αυτού προς την Εκκλησίαν (8) , τότε ο προφήτης είναι η «κεφαλή» της Εκκλησίας, δηλ. ο εκπρόσωπος αυτής. Ότε ούτος θλίβεται, εξ ανάγκης θα θλιβή και η Εκκλησία· ότε ούτος ευσταθή, τότε και η Εκκλησία «ουδεμίαν θλίψιν δύναται έχειν».

3. Εν τη προηγηθείση αναλύσει ουδαμού συνηντήσαμεν εν τω Ποιμένι τον όρον «προφήτης» ή έτερα παράγωγα. Το γεγονός ότι συχνάκις ημείς εχρησιμοποιήσαμεν τον χαρακτηρισμόν τούτον, οφείλεται εις την συγγένειαν, ουσιαστικήν και εξωτερικήν, των μαρτυριών του Ερμά προς τας γνωστάς προφητικάς εκδηλώσεις εν τη πρώτη Εκκλησία. Τούτο όμως δεν έγινεν αυθαιρέτως. Ο Ερμάς όχι μόνον εμφανίζεται ο ίδιος εν συνειδήσει προφήτου, όχι μόνον θεωρεί την Εκκλησίαν ως ασκούσαν προφητικήν λειτουργίαν, αλλά γνωρίζει και εν τη κοινότητι αυτού συγκεκριμένας προφητικας εκδηλώσεις. Περί τούτων ομιλεί εν εκτάσει εν τη Εντολη XI (9) .

Το κείμενον της Εντ. XI διακρίνεται εμφανώς κατά την μορφήν και το περιεχόμενον αυτού όλοκλήρου του Ποιμένος. Ενταύθα δεν έχομεν αποκαλυπτικάς σκηνάς, συμβολισμούς και ερμηνείας, αλλά σαφείς και ρητάς μαρτυρίας ως προς την ουσίαν και την μορφήν της αληθούς προφητείας, εν σχέσει και αντιθέσει προς την ψευδοπροφητείαν Αναμφιβόλως ενταύθα απεικονίζονται και αντιμετωπίζονται ειδικαί ιστορικαί συνθήκαι της εποχής του Ερμά, δια του το και αι α πόψεις αυτού ενέχουν υψίστην σπουδαιότητα προς ουσιαστικήν και ιστορικήν εκτίμησιν της χριστιανικής προφητείας κατά τον δεύτερον αιώνα. Το γεγονός, ότι ο Ερμάς παρεμβάλλει το ξένον του το κείμενον εν τω έργω αυτού αποτελεί απόδειξιν, ότι η προφητεία απετέλει σύνηθες και χαρακτηριστικόν φαινόμενον της Εκκλησίας της εποχής του και ότι υφίστατο ζωτική ιστορική άνάγκη, όπως προβληθούν αυθεντικώς τα ισχύοντα τότε κριτήρια προς διάκρισιν της γνησίας από της ψευδούς προφητείας (10) .

Περί του ψευδοπροφήτου ομιλεί ο Ερμάς γενικώς εν στ. 1-6 και 11-16. Ούτος παρουσιάζεται ως «μάντις», προς ον προσφεύγουν οι δίψυχοι, επερωτώντες περί θεμάτων της καθημερινής, ιδιωτικής ή κοινωνικής ζωής. Ο ψευδοπροφήτης «μηδεμίαν έχει εν εαυτώ δύναμιν πνεύματος θείου» (στ. 2), αλλ' είναι πεπληρωμένος του κενού και μωρού πνεύματός του διαβόλου (στ. 3), όπερ είναι επίγειον, ελαφρόν, μη έχον δύναμιν (στ. 6 και ΙΙεξ.). Ούτος λαλεί μόνον όταν επερωτάται ( αυτ .) και ααποκρίνεται συμφώνως προς τα επερωτήματα των διψύχων «και κατά τας επιθυμίας της πονηριάς αυτών, και πληροί τας ψυχάς αυτών καθώς αυτοί βούλονται» (στ. 2). Προς τούτοις κολλάται τοις διψύχοις, λαμβάνει παρ' αυτών μισθούς και απατά αυτούς (στ. 13). Ο τοιούτος ψευδοπροφήτης «υψοί εαυτόν και θέλει πρωτοκαθεδρίαν έχειν, και ευθύς ιταμός έστι και αναιδής και πολύλαλος και εντρυφαίς πολλαίς αναστρεφόμενος και εν ετέραις πολλαίς απάταις» (στ. 12). Εκτός τούτου αποφεύγει «συναγωγήν ανδρών δικαίων» και προφητεύει «κατά γωνίαν» (στ. 13). Όταν δε έλθη εις συναγωγήν δικαίων, «κενούται ο άνθρωπος εκείνος, και το πνεύμα το επίγειον από του φόβου φεύγει απ' αυτού, και κωφούται ο άνθρωπος εκείνος και όλως συνθραύεται, μη δυνάμενος λαλήσαι» (στ. 14) (11) . Τούτο σημαίνει, ότι οι τοιούτοι προφήται «όταν έλθωσιν εις πνεύματα δικαίων, όποιοι ήλθον τοιούτοι και ευ- ρίσκονται» (στ. 15). Η προσφυγή εις τοιούτους «προφήτας» και η μετ' αυτών κοινωνία στιγματίζονται ως ειδωλολατρεία και χαρακτηρίζουν τους διψύχους και «πυκνώς μετανοούντας», οίτινες «μαντεύονται ως και τα έθνη, και εαυτοίς μείζονα αμαρτίαν έπιφέρουσιν» (στ. 4). Ο πιστός οφείλει να «δοκιμάζη» «από των έργων και της ζωής τον άνθρωπον, τον λέγοντα εαυτόν πνευματοφόρον είναι» (στ. 16), λαμβάνει δε την ρητήν εντολήν, «τω πνεύματι τω επιγείω και κενώ μηδέν πίστευε, ότι εν αυτώ δύναμις ουκ έστιν· από του διαβόλου γαρ έρχεται» (στ. 17, πρβλ. και 21).

Δεν είναι δυνατόν να ταυτίσωμεν επακριβώς τον περί ου ενταύθα ο λόγος ψευδοπροφήτην, εάν δηλ. πρόκειται περί χριστιανών γοήτων, περί αιρετικών (γνωστικών) ή περί εθνικών μάντεων (πρβλ. συγχρόνους παραλλήλους πληροφορίας αμέσως κατωτ. σελ. 322εξ). Η ως άνω εκτιθείσα δράσις αυτού είναι γνωστή και διακρίνει εν μέρει τους εκπροσώπους των τριών τούτων κύκλων. Πιθανώς ο Ερμάς να μην αντιμετωπίζω τοιούτο συγκεκριμένον πρόβλημα. Σημασίαν όμως δι' αυτόν ενέχει η σαφής και υπεύθυνος διάκρισις πάσης μορφής μαγείας ή μαντείας από της αληθούς προφητείας, ήτις αποτελεί βασικήν λειτουργίαν του σώματος της Εκκλησίας. Δια του το ακριβώς και επιμένει επί του Πνεύματος και της διακρίσεως των ενεργειών αυτού.

Έναντι του ψευδοπροφήτου αντιπαραθέτει ο Ερμάς δι' εντόνων φράσεων τόν αληθή προφήτην της Εκκλησίας. Ούτος έχει το από Θεού ερχόμενον Πνεύμα, το οποίον έχει πραγματικήν δύναμιν (στ. 17, πρβλ. και 5) · τούτο δηλ. εχει την δύναμιν της θεότητος και λαλεί αφ' εαυτού πάντα και δεν επερωτάται (στ. 5) ως το δαιμονικόν πνεύμα. Ως δ' ακριβώς η ασήμαντος χάλαζα πίπτουσα επί την κεφαλήν άνθρώπου παρέχει εις αυτόν ισχυρόν πόνον η σταγών πίπτουσα επί κεράμου τρυπά τον λίθον, «ούτω και το πνεύμα το θείον άνωθεν ερχόμενον δυνατόν έστι» (στ. 21). Ο φορευς του θείου Πνεύματος και γνήσιος προφήτης διακρίνεται πρώτον δια της ζωής αυτού. Ούτος δηλ. «πράος έστι και ησύχιος και ταπεινόφρων και απεχόμενος από πάσης πονηρίας και επιθυμίας ματαίας του αιώνος τούτου και εαυτόν ενδεέστερον ποιεί πάντων των ανθρώπων» (στ. 8). Είτα «ουδενί ουδέν αποκρίνεται επερωτώμενος, ουδέ όταν θέλη άνθρωπος λαλείν, λαλεί το πνεύμα (το) άγιον, αλλά τότε λαλεί όταν θελήση αυτόν ο θεός λαλήσαι» ( αυτ .). Ο αληθής δηλ. προφήτης δεν είναι κύριος του εν αυτώ Πνεύματος, ουδέ κατευθύνει τούτο κατά βούλησιν, αλλ' είναι όργανον αυτού και λαλεί οσάκις υπάρχει ουσιαστική ανάγκη και τότε «καθώς ο κύριος βούλεται» (στ. 9). Ο γνήσιος προφητικός λόγος δεν εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα, δεν εξαγοράζεται δια χρημάτων ούτε και εξαγγέλλεται «καταμόνας», εις γωνίαν.

Αντιθέτως, το κριτήριον του αληθούς προφήτου, ο χώρος νομιμοποιήσεως αυτού, είναι «η συναγωγή ανδρών δικαίων των εχόντων πίστιν θείου πνεύματος» (αντ.). Ό ταν δηλ. ούτος έλθη εις την λατρευτικήν σύναξιν των πνευματοφόρων και «έντευξις γένηται προς τον θεόν», «τότε ο άγγελος του πνεύματος του προφητικού ο κείμενος επ' αυτώ πληροί τον άνθρωπον και πλησθείς ο άνθρωπος εκείνος τω πνεύματι τω αγίω λαλεί εις το πλήθος καθώς ο κύριος βούλεται» (στ. 9). Η σύντομος αύτη μαρτυρία, ήτις συνδέει τοσούτον στενώς και ρητώς την προφητείαν προς την λατρεύουσαν κοινότητα, είναι η πλέον έντονος εις τας χριστιανικός πηγάς. Κατ' αυτήν ο προφήτης έχει, ως και τα λοιπά μέλη της κοινότητος, το θείον Πνεύμα και ουδέν το διακριτικόν παρουσιάζει, ει μη μόνον ότι είναι «δίκαιος». Το προφητικόν χάρισμα «λειτουργεί» κατόπιν προσ ευχής της Εκκλησίας · αύτη δηλ. προσεύχεται εν Πνεύματι, όπως δωρηθή εις αυτήν το προφητικόν χάρισμα. Τότε μόνον ο «άγγελος του προφητικού πνεύματος» παρέχει τούτο εξαιρετικώς εις πιστόν τινα πνευματοφόρον, όστις εν συνεχεία λαλεί δημοσία εν τη κοινότητι και ουχί κατά μόνας. Συνεπώς ο προφήτης δύναται να λαμβάνεται αδιακρίτως εκ των «δικαίων» και πνευματοφόρων μελών της κοινότητος, όπερ σημαίνει, ότι η Εκκλησία συνίσταται εκ προφητών εν δυνάμει (12) . Η Εκκλησία καθ' εαυτήν είναι ούτως ειπείν «προφητική τάξις», οι δε προφήται αυτής δεν αποτελούν κλειστόν κύκλον χαρισματούχων εν αυτή (13) . Δια του τρόπου τούτου αποκαλύπτεται το Πνεύμα τη θεότητος και η πραγματική αυτού δύναμις (στ. 10). Ο πιστός καλείται, όπως πιστεύη μόνον εις το Πνεύμα εκείνο, όπερ προέρχεται αληθώς άνωθεν και έχει δύναμιν (στ. 17.21).

Αι ανωτέρω εκτεθείσαι απόψεις του Ερμά ανταποκρίνονται πλήρως προς την εικόνα της προφητείας των αρχών του δευτέρου αίώνος. Προφήτης δηλ. δύναται να γίνη πας πνευματοφόρος και «δίκαιος» πιστός, όστις έχει τους τρόπους του Κυρίου και όσάκις γίνεται «έντευξις» της λατρευούσης κοινότητος. Το χάρισμα της προφητείας δεν αποτελεί μόνιμον κατοχήν, αλλά παρέχεται συμφώνως προς τας ιστορικάς ανάγκας της κοινότητος. Το αποφασιστικόν όμως κριτήριον της ταυτότητος του προφήτου είναι η διάκρισις (ή ο έλεγχος) της λατρευούσης κοινότητος ως επίσης και ο σκοπός της προφητικής δράσεως. Ο προφήτης δηλ. προφητεύει μόνον όταν ο Κύριος βούλεται και ουχί όταν επερώτουν αυτόν οι πιστοί συμφώνως προς τας επιθυμίας αυτών. Η πραγματική δύναμις του Πνεύματος της προφητείας ενεργείται εν τοις πιστοίς, όταν κοινοποιείται αυθεντικώς το θέλημα του Θεού και όταν επιτυγχάνεται η οικοδομή ή παράκλησις της Εκκλησίας. Ο προφήτης αποτελεί συνεπώς κριτήριον της ταυτότητος και της υπάρξεως της Εκκλησίας.


Υποσημειώσεις

(1) Περί της χρονολογίας βλ. M. Dibelius, Die apostololischen Väter IV. Der Hirt des Hermas (HNT- Ergänzungsband), Tübingen 1923, 422.

(2) Την νεωτέραν συζήτησιν ως και τας κρατούσας σήμερον απόψεις ως προς το πρόσωπον του Ερμά, την γνησιότητα και τον τρόπον συγγραφής του Ποιμένος ως και τας ουσιαστικάς επ' αυτού έξωθεν επιδράσεις βλ. την αξιόλογιον μελέτην του J . Reiling , Hermas and Christian Prophecy ( Suppl . Nov. Test. 37), Leiden 1973, 20- 26, ως και εις την συστηματικήν ἐκθεσιν του L. W. Barnard, ‘The Shepherd of Hermas in Recent Study', Heythrop Theol. Journal 9 (1969) 29 κεξ. Πρβλ. και την εισαγωγή του R . Joly , Hermas , Le Pasteur ( SC 539, Paris 1958.

(3) Το ελεφάντινον τούτο «συμψέλιον» είναι κενόν. Η Κυρία προσκαλεί τον προφήτην Ερμάν εις την εξ αριστερών θέσιν, ενώ την τιμητικήν εκ δεξιών καταλαμβάνουν «οι ευαρετσούντες τω θεώ και παθόντες ένεκα του ονόματος» (ΙΙ, 1, 19). Προηγουμένως (στ. 8) ο Ερμάς είχε παρακαλέσει την Κυρίαν, όπως επιτρέψη ίνα καθίσουν επ' αυτού πρώτον οι πρεσβύτεροι. Η Κυρία απορρίπτει το αίτημα τούτο. Ούτοι φαίνεται ότι εκπροσωπούν την διοίκησιν της Εκκλησίας. Ο Ερμάς δεν διαχωρίζεται τούτων. Η μοναδική διάκρισης εν τη συνθέσει της Εκκλησίας αφορά εις τους μάρτυρας και εις τους λοιπούς πιστούς. Πρβλ. και III 2,1: «Εκείνων εστίν τα δεξιά μέρη του αγιάσματος και ος εάν πάθη δια το όνομα». Περί των μαρτύρων βλ. ωσαύτως III 5,2· Παραβ. III 3,6· IX 28,2εξ. Περί της εν τη Εκκλησία τάξεως παρά τω Ερμά πρβλ. M.Dibelius, Hermas, ( βλ . υποσ . 39), 634εξ. L. Perverden, The Concept of the Church in the Shepherd of Hermas, Lund 1966, 144-155, Ed. Sch weizer, Gemeinde, 141-145, H.v. Campenhausen, Kirchliches Amt, 103εξ.

(4) Πιθανώς πρόκειται περί των επαπειλουμένων διωγμών (επί αυτοκράτορος Τραϊανού, βλ. Όρ. IV 2, 5) προς τούτους πρβλ. G. F. Snyder, The Shepherd od Hermas, London 1968, 56 κεξ .

(5) Κατά τον J. Reiling, Hermas, 163 κεξ.

(6) Πρβλ. και Εντ. Χ 1, 6: «Όπου γαρ ο Κύριος κατοικεί, εκεί και σύνεσις πολλή κολλήθητι ουν τω Κυρίω καιπάντα συνήσει και νοήσεις».

(7) Πρβλ . ειδικότερον J. W. Wilson, ‘The career of the Prophet Hermas', HThR 20 (1927), 21-62.

(8) Ούτω και ο M . Dibelious , Hermas (υποση. 39), 585.

(9) Y πάρχουν και δύο έτερα χωρία εν τω Ποιμένι, εν οις γίνεται λόγος περί προφητών, Ορ. II 3,4 («Ελδάδ και Μωδάτ, τοις προφητεύσασιν εν τη ερήμω τω λαώ», αναφορά εις Αριθμ. 11,26) και Παραβ. IX 15,4 («οι λε' προφήται του θεού και διάκονοι αυτού»). Ενταύθα όμως πρόκειται περί προφητών του παρελθόντος, οίτινες προηγήθησαν των Αποστόλων. Βλ. σχετικώς A . v . Harnack , Lehre 101, υποσ. 14.

(10) Ο G . E . Snyder , The Shepherd of Hermas , London 1968 , 86εξ. προβάλλων την υποτιθεμένην συγγένειαν προς τας σχετικάςα της Διδ. 11-13, υποστηρίζει ότι εν Εντ. IX γίνεται λόγος περί ψευδοδιδασκάλων και ουχί περί προφητών. Το αβάσιμον της υποθέσεως ταύτης κατέδειξεν ο J . Rei 1 ing , Hermas , 27εξ.

(11) Περί την σημασίαν του όρου «συναγωγή» εν αναφορά προς την λατρευτικήν σύναξιν πρβλ. και Ιάκ. 2,2 και Ιγν. Πολυκ . 4,2.

(12) Εν τη εννοία ταύτη πρβλ . και J. Reiling, Prophecy, the Spirit and the Church, εν : Prophetic Vocation, 75.

(13) Η εντυπωσιακή φράσις «προφητική τάξις» απαντά, εν σχέσει προς το χωρίον τουτο του Ερμά, εν τινι παπύρω της Όξυρύγχου (εκδ. Β . Ρ . Grenfe 11 - A . S . Hunt, The Oxyrhynchus Papyri I, London 1898, αρ . V . στ. 8εξ.). Το χωρίον του το έχει ως εξής: «Το γαρ προφητικόν πνεύμα το σωματείόν εστι της προφητικής τάξεως, ο εστιν το σώμα της σαρκός του Ιησού Χριστού το μιγέν τη ανθρωπότητι δια Μαρίας». Η ιδέα αύτη ανταποκρίνεται προς την άποψιν του Ερμά, καθ' ην άπασα η Εκκλησία, ως σώμα του ζώντος Χριστού, αποτελεί το σύνολον των εν τη προφητεία συγκεφαλαιουμένων χαρισμάτων. OA . v . Harnack , Mission I , 363, υποσ. 1, υποθέτει ότι το χωρίον του το προέρχεται εκ του απολεσθέντος συγγράμματος του Μελίτωνος Σάρδεων «περί προφητείας» (πρβλ. Εύσεβίου, Εκκλ. Ίατ. I 26,1-2) και αποδίδει την τρέχουσαν περί προφητείας αντίληψιν κατά το 200 μ.Χ. Δεν αποκλείεται πάντως η φράσις «προφητική τάξις» να προέρχεται εκ γνωστικών κύκλων, καθ' όσον απαντά εις το αρχαίον (και πρώτον) υπόμνημα εις Ιωάννην του Ηρακλέωνος (παρ' Ωριγένει, Εις Ιωάν. 1,23, τομ. Στ', 12: «Δυσφημότερον δε ο Ηρακλέων περί Ιωάννου και των προφητών διαλαμβάνων φησίν, ότι ο λόγος μεν ο σωτήρ εστιν, φωνή δε η εν τη ερήμω η δια Ιωάννου διανοούμενη, ήχος δε πάσα προφητική τάξις» (το κείμενον παρά A . Hilgenfeld , Ketzergeschichte , 476).

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.