ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Ο βίος και η
διδασκαλία των 
Τριών Ιεραρχών

Πληροφορίες περί 
του Ιερού λειψάνου (Δεξιάς Χειρός) 
του εν αγίοις  
Πατρός ημών 
Βασιλείου 
του Μεγάλου

Το Ιστορικό 
Αρχείο της 
Ιεράς Συνόδου

Αρχειακός 
Κατάλογος

Η Εκκλησία της
Ελλάδος απ' αρχής μέχρι του 1934

Εκκλησία και Γένος

Αφιέρωμα στην
Κατοχή

Αφιέρωμα: 1600 χρόνια από την κοίμηση του Ιερού Χρυσοστόμου

Αφιέρωμα στην Κύπρο

Γενοκτονία Αρμενίων

Η Ορθόδοξη πνευματική γεωγραφία της νήσου Σκιάθου (17ος - 19ος αι.)

Κύριοι σταθμοί της ιστορικής πορείας του μοναχισμού

Εκκλησιαστική Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας

Διάφορα Κέιμενα

Τρία κείμενα για μια απάντηση- Σκέψεις πάνω στον διάλογο της Ορθοδοξίας με τον έξω κόσμο

Αστέριου Αργυρίου, Ἐκκλησία, Οἰκουμένη, Πολιτική, - Χαριστήρια στον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δαμασκηνό., Αθήνα, 2007, σελ. 109-137

Προηγούμενη Σελίδα

 

III. ΜΕΘΕΞΗ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΑΓΑΘΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΛΛΩΝ ΚΟΣΜΩΝ

Το τρίτο κείμενο γράφτηκε στα 1785, δηλαδή στο μέσο της περιόδου που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «αιώνα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού» (1750-1820) (15). Ορθοδοξία και Ελληνισμός ζούσαν υπόδουλοι στους Τούρκους εδώ και τέσσερις αιώνες. Οι επιστήμες του Βυζαντίου είχαν αποδημήσει στη Δύση και η Ορθοδοξία αναδιπλωμένη στον εαυτό της, ζούσε προσκολλημένη στην πλούσια Παράδοση της.

Όμως γύρω στα 1750, οι νέες επιστήμες και η νεωτερική σκέψη της Ευρώπης αρχίζουν να διεισδύουν και στον ορθόδοξο χώρο. Η οικονομική υποστήριξη της νέας και δυναμικής τάξης των εμπόρων και των ναυτικών από τη μια μεριά, ο ενθουσιασμός και ο ζήλος των σπουδασμένων στη Δύση Ελλήνων λογίων από την άλλη, κι ακόμα μια σχετική χαλάρωση του οθωμανικού καθεστώτος του ραγιαδισμού, συνετέλεσαν ώστε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός να ευδοκιμήσει και στον ορθόδοξο χώρο. Η παιδεία σημειώνει μια καταπληκτική πρόοδο, τα σχολεία, οι μαθητές και οι δάσκαλοι πολλαπλασιάζονται φερέλπιστα. Το μορφωτικό επίπεδο γνωρίζει μια σημαντική βελτίωση. Οι συνειδήσεις αφυπνίζονται. Οι ραγιάδες διεκδικούν παντού τα δικαιώματα τους και τη γλωσσική, την πολιτισμική και την εθνική τους ταυτότητα. Η ιδέα της ελευθερίας ηλεκτρίζει τα πνεύματα και όλοι οι υπόδουλοι λαοί ετοιμάζονται, με μεγάλη μυστικότητα άλλα και με πρωτοφανή αποφασιστικότητα, για τον ύστατο αγώνα της απελευθέρωσης τους.

Ωστόσο, τα τόσο εκθαμβωτικά νεωτερικά πράγματα που κατακλύζουν τον ορθόδοξο χώρο δεν υπήρχε κίνδυνος να αλλοτριώσουν τους ραγιάδες, να τους απομακρύνουν από τις αιώνιες αξίες της πνευματικής τους κληρονομιάς, να κατακερματίσουν την ενότητα του Γένους των Ορθοδόξων που τόσοι αιώνες σκλαβιάς είχαν σφυρηλατήσει. Ορισμένοι θρησκευτικοί κύκλοι είχαν όντως πανικοβληθεί. Στο όνομα λοιπόν της ακεραιότητας της ορθόδοξης πίστης και της ενότητας του Γένους των Ορθοδόξων, οι συντηρητικοί κύκλοι προσπάθησαν να αντιταχτούν στη νεωτερική παιδεία, γιατί τη θεώρησαν ξένη προς την ελληνορθόδοξη παράδοση και τη συσχέτισαν με την αίρεση και την αθεΐα (16).

Ο Δημήτρης Καταρτζής (1730-1807) (17) άνηκε στην αριστοκρατία του Φαναριού και είχε καταλάβει υψηλά αξιώματα στην Οθωμανική Διοίκηση. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να είναι ένας ένθερμος οπαδός του Γαλλικού Διαφωτισμού και ένας θαρραλέος υποστηρικτής της δημοτικής μας γλώσσας. Όμως οι ακρότητες των δύο αντιμαχομένων παρατάξεων τον ώθησαν, προς το τέλος της ζωής του, στη σύνταξη του μικρού δοκιμίου , Συμβουλή στούς νέους πῶς νά ὠφελοῦνται καί νά μή βλάπτονται πτά βιβλία τά φράγκικα καί τά τούρκικα, καί ποιά νά ναι ἡ καθ' αὐτό τούς σπουδή . Η οξυδέρκεια των παρατηρήσεων, το ύψος των θεωρήσεων και οι βαθυστόχαστες σκέψεις που περιέχει, αναδεικνύουν το μικρό αυτό πόνημα σ' ένα από τα σπουδαιότερα παιδαγωγικά βιβλία των χρόνων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (18). Κι επειδή βρίσκεται πιο κοντά στην εποχή μας κι έχει σχέση αμεσότερη με την ελληνορθόδοξη ιστορία και παράδοση, όπως τη ζούμε σήμερα, θα εξετάσουμε κάπως λεπτομερέστερα το περιεχόμενο του και θα παρακολουθήσουμε από πιο κοντά το κείμενο του.

Από την πρώτη αρχή, ο Φαναριώτης λόγιος δεν κρύβει την πρόθεση του. Με το εγχείρημα του φιλοδοξεί να μιμηθεί τον Μέγα Βασίλειο: «...ο μέγας Βασίλειος γράφοντας στους νέους του συμβουλή πως να ωφελούνται απτά βιβλία τα ελληνικά, ετόλμησα κ' εγώ να τον μιμηθώ και να κάμω το ίδιο στου καιρού μου τους νέους για τα βιβλία όπου διαβάζουν στας ξέναις γλώσσαις, τα τούρκικα και τα φράγκικα» (σελ. 42). Θα μπορούσε βέβαια να συστήσει απλώς τη μελέτη του σοφού δοκιμίου του μεγάλου εκείνου Διδασκάλου της Εκκλησίας. «Με το να είναι όμως τόσοι αιώνες απτόν ειρημένον άγιο κ' ως τα τώρα, και να έγινε τόση μεταβολή εις τα πράγματα και την τύχην της πολιτείας μας, χρεία είναι βαίνωντας κ' εγώ κατά πόδας εις το σκοπό του να πω όσα με φαίνεται να συντελούν εις την ο δηγίαν των νέων για τη μελέτη κ' ανάγνωσι των τωρινών τούτων βιβλίων και την καθ' αυτό τους σπουδή» (σελ. 42).

Μέσα στο κλίμα των εθνικών εξάψεων που επικρατεί στο βαλκανικό χώρο, ο Καταρτζής φροντίζει, πρώτ' απ' όλα, να ορίσει και να αναπτύξει την ιδέα του ορθόδοξου ελληνικού Γένους, το οποίο ονομάζει Ρωμηοσύνη και προς τους νέους του οποίου απευθύνει τις συμβουλές του. Σύμφωνα λοιπόν με τον Καταρτζή, ο όρος Ρωμηοσύνη συγκεντρώνει τη διπλή ορθόδοξη κληρονομιά, τη χριστιανική και την ελληνική. Και σύμφωνα πάντα με το Φαναριώτη λόγιο, η ευθύνη των Ρωμιών της εποχής του ήταν μεγάλη. Είχαν καθήκον να υπερασπίζονται τη διπλή αύτη και ένδοξη παρακαταθήκη και συγχρόνως να εργαστούν για την απελευθέρωση της Ρωμιοσύνης. Γράφει λοιπόν: «Ἀφ' οὗ ἕνας Ρωμηός συλλογιστή μιά φορά πώς κατάγεται ἀπό τόν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καί ἄλλους παρόμοιους Ἕ λληνες, ἤ ἀπτούς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ' ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἤ ἔλκει τό γένος του ἀπό κανέναν άγιο, ἤ ἀπό κανέναν του συγγενή, πῶς νά μήν ἀγαπᾶ τούς ἀπογόνους ἐ κείνων κ' αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; Πῶς νά μή τό 'χῃ χαρά του νά δυστυχή σέ τέτοια πολιτική κοινωνία πού συναπαρτίζουν αὐτοί; Πῶς νά μήν πονῇ αἰωνίως τό ἔδαφος πού τούς ἀνέθρεψ' ἐκείνους κ' αὐτουνούς; Καί τραβώντας ἄσμενος τόν δούλειό του ζυγό, πῶς νά μή βρέχη μέ δάκρυα τόν τόπο πού ἔβαψαν μέ τό αἶμα τους, ἐκεῖνοι γιά δόξα, κ' αυτοί γιά τή σωτηρία τους; Πῶς ν' ἀπομακραίν' ἀπτή γῆ πού 'ναι τάφος ἐ κείνων κ' αὐτωνῶν, καί νά μή βιάζεται νά πεθάνη γιά ν' ἀνακάτωση τό χῶμα του μέ τό χώμ' ἐκείνων, καί ν' ἀνταμώσ' ἡ ψυχή του τῆς ἁγίαις ψυχαίς αὐτωνῶν;» (σσ. 45-46).

Είναι λοιπόν ξεκάθαρη η πρόθεση του Φαναριώτη λόγιου να ορίσει την ελληνορθόδοξη ταυτότητα των συμπατριωτών του και να τονίσει την ιδιαιτερότητα της Ρωμιοσύνης και του Ρωμηού. Από την άλλη μεριά, για ένα λόγιο της εποχής του Διαφωτισμού πρώτιστη και μεγίστη υπηρεσία του πολίτη προς το δούλον έθνος ήταν φυσικά η παιδεία. Τι όμως όφειλαν να σπουδάζουν οι νέοι της εποχής του Καταρτζή; Στην ερώτηση αυτή η απάντηση του Φαναριώτη είναι πολύπλευρη και διεξοδική, τοποθετείται δε σε δύο επίπεδα, το γλωσσικό και το γνωστικό. «Η φρόνησί μας μάς λέγει πώς η πρώτη χρεία μας και τιμή είναι νά ξ έρουμε καλά τη γλώσσα που συντυχαίνουμε [μιλάμε], την οποία και να την γράφουμε πάλ' ετζη, για να είμαστε λόγιοι, και να μπορούμε στη δική μας γλώσσα με τη γλώσσα [προφορικά] και το κοντύλι [γραπτά] να εκφράζουμε κάθε έννοια με δικαίς μας λέξεις και όρους καθώς το κάμνουν όλα τα πεπολιτευμένα έθνη [...] Κατά δεύτερο λόγο έχουμε να μαθαίνουμε τα ελληνικά και την παιδεία που έχουν τα ελληνικά τα συγγράμματα σα μια αξιόλογη παιδεία και γλώσσα που ήταν και είναι κοντά σ' όλα τα έθνη της Ευρώπης και το περισσότερο για τα πατερικά μας βιβλία, αλλά και σαν απόγονοι που είμαστε των συγγραφέων εκείνων κ' αυτωνών των βιβλίων, και μάλιστα για να καλλιεργήσουμε, να καλλωπίσουμε και να πλουτύνουμε τη γλώσσα που λαλούμε [...] Πρέπει για τούτο λοιπόν [για να γνωρίσουμε τις νεωτερικές επιστήμες] να μαθαίνουμε μια ζουντανή γλώσσα της Ευρώπης, οποία κ' αν είναι, ας είν' η φραντζέζικη που 'ν' η κοινή της [της Ευρώπης γλώσσα] [...] Τελευταίον η φρόνησι μας υπαγορεύει οτ' επειδ' είμαστεν υπάλληλο [υπόδουλο] έθνος, έχουμε χρεία να ξέρουμε τη γλώσσα και γράμματα των κρατούντων μας, για να μπορούμε νάχουμε είσοδο σ' αυτουνούς, και να πορίζουμε στον εαυτό μας τα προς το ζην ευκολώτερα» (σσ. 61-62).

Στην εποχή του Διαφωτισμού το γλωσσικό ζήτημα είχε τόση σπουδαιότητα όση και το εθνικό και το θρησκευτικό, αφού η φυλή, η γλώσσα και η θρησκεία όριζαν την ταυτότητα και την ιδιαιτερότητα κάθε λαού και ατόμου. Έτσι ο Καταρτζής καταρτίζει και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα γλωσσομάθειας. Πρώτα εξηγεί λεπτομερώς γιατί και πως ο νέος Ρωμιός πρέπει να μάθει τη ρωμαίικη, τη δική του δημοτική γλώσσα, αντί να την περιφρονεί. Κατόπιν απαριθμεί τους ιδιαίτερους σε κάθε περίπτωση λόγους για τους οποίους, «στους τωρινούς καιρούς», η εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών, των γαλλικών και των τουρκικών αποβαίνει απαραίτητη στο νέο που επιδιώκει μια άρτια παιδεία. Και συνοψίζει κατά τρόπο άριστο τις διάφορες προτάσεις του: «Με φαίνεται λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο μόνε γίνεται παιδομαθής ο νέος μας, κ' όχι οψιμαθής καθώς τώρα- κ' όσο φιλομαθής κ' αν είν' έχει σε τι να δείξη τη φιλομάθεια του, έχοντας αντικείμενα της φιλοπονίας του τη φραντζέζικη φιλοσοφία που περιέχει την ελληνική και την τωρινή της Ευρώπης, και στα ελληνικά την ελληνική την ευφράδεια και την χριστιανική μας διδασκαλία, για να τα ενώση όλα αυτά σε μια γλώσσα, τη ρωμαίκια, και να γένη σοφός στα θεία και τα ανθρώπινα, κ' ευφράδης και λόγιος εις την γλώσσα του, πράγμα άξιο άκρου επαίνου σ' αυτόν, και πράγμα επωφελέστατο κ' έντιμο σ' ό λο το έθνος μας» (σελ. 65).

Πρώτιστο μέλημα όλων πρέπει να είναι η καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας ως γλώσσας του έθνους, με γλωσσικές μελέτες, με γραμματικές και λεξικά, και με τη συγγραφή ή τη μετάφραση σ' αυτήν διαφόρων συγγραμμάτων: ώστε η καθομιλουμένη να γίνει το κύριο εργαλείο για την παιδεία του έθνους. Γιατί ένα έθνος ελεύθερο οφείλει να κατέχει το δικό του ισχυρό γλωσσικό εργαλείο, τη δική του γλώσσα. Επειδή όμως στον «τωρινό καιρό» η δημοτική γλώσσα είναι ακόμα ακαλλιέργητη και τα καλά συγγράμματα, τα γραμμένα η τα μεταφρασμένα σ' αυτήν σπανίζουν, «έχουμε χρεία να μάθουμε αφύκτως τούρκικα και φραντζέζικα» (σελ. 62) και να κάνουμε μεταφράσεις, πολλές μεταφράσεις, από τα αρχαία ελληνικά και τις ξένες γλώσσες, έως ότου να είμαστε ικα νοί να γράφουμ ε εμείς οι ίδιοι στα ρωμαίικα καλλιεπή και σοφά βιβλία (σσ. 67-73).

Ύστερα από το γλωσσικό, το δεύτερο, καίριο , μέλημα του Κα ταρτζή είναι να καθορίσει το περιεχόμενο της παιδείας . Όχι βέβαια πως θέλει να βάλει όρια στη μάθηση. «Ποιος κατηγόρησε ποτές του τη μάθησι, που αυτή μόνε δέχεται υπερβολή [...] Αλήθει' α βλάφτ' η μάθησι, βλάφτ' η λίγη, γιατί προξενά τύφο, καθώς και το λίγο νερό γίνεται πικρό στο πηγάδι» (σελ. 56). Επειδή όμως γνωρίζει ότι η προσπάθεια του να προσδιορίσει το περιεχόμενο της παιδείας, η αυστηρή επιλεκτικότητα του, θα ξενίσει ή και θα ενοχλήσει πολλούς , ο Καταρτζής γράφει: «Να μην τον κακοφανή όμως το νέο μας που τον δίνω σύνορο τι να διάβαση, και τον υστερώ τόσα βιβλία που τακούγει νόστιμα, αναγκαία και υψηλά στη φραντζέζικη γλώσσα, κ' απτό άλλο μέρος τον αποκόφτω απτά αραβικά και τα περσικά, τέτοιαις παινεμέναις ομοίως γλώσσαις. Γιατί πρέπει να ξέρη πως αυτό δεν το κάμνω για καταφρόνιο της ρωμαίκιας του ευφιίας [...] αλλά βλέπωντας την κατάστασι του έθνους μας» (σελ. 66). Για τον Φαναριώτη Καταρτζή στη συγκεκριμένη εκείνη ιστορική περίσταση πρωτεύει η κατάσταση του έθνους, οι παιδευτικές ανάγκες του Γένους των Ρωμιών. Σπουδάζοντας λοιπόν ο νιος «είναι χρεία » να επιλέγει και να μαθαίνει εκείνα πρώτα που είναι αναγκαία στην προκοπή του έθνους και στη δική του προσωπική προκοπή. Να πράττει δηλαδή όπως ο μαθητευόμενος τεχνίτης, που μαθαίνει πρώτα όσα είναι απαραίτητα στην εξάσκηση της τέχνης του και που συμβάλλουν στην ανάδειξη του ως καλού τεχνίτη (σελ. 43). Επομένως στις σπουδές και μελέτες του ο νέος «φυλάγωντας εκείνο που 'ναι και μη βγάνωντας απτό νου του μήτε μια στιγμή πως είναι Ρωμηός χριστιανός, να ξέρη να κυνήγα πάντα της ι δέαις που τον χρειάζουνται και τον ωφελούν, και να παραβλέπη εκείναις που είναι σ' αυτόν περιτταίς, ή που τον εβλάφτουν» (σσ. 43-44), πρέπει οι νέοι «να ερανίζουνται τα καλά και συλλέγουν τα ρόδ' απτά αγκάθια» (σελ. 71).

Στο συσχετισμό ατομικών σπουδών και εθνικής ταυτότητας ο Φαναριώτης λόγιος προχωρεί ακόμα περισσότερο και αναπτύσσει το προσφιλές του αυτό θέμα χρησιμοποιώντας μέθοδο συγκριτική και ζωντανά παραδείγματα. «Όντας λοιπόν κ' εμείς οπωσούν έ να έθνος», γράφει, «κ' έχωντας πατρίδα φίλον έδαφος, πρέπει να 'χουμε οικείαις ι δέαις που μας τεριάζουν, η οποίαις κ' είν' άλλαις κ' αλλοιώτικαις από της τούρκικαις, ιταλικαίς ή φραντζέζικαις, και για τούτο χαρακτηρίζωντας το έθνος μας πρέπει να σπουδάζ' ένας Ρωμηός χριστιανός να της αποχτά και ή σπουδάζει και διαβάζει βιβλία τούρκικα, ή επέρχεται και μαθαίνει βιβλία φράγκικα, πρέπει σα μέλισσα ν' απανθίζη της οικείαις του, τόσο δια να της φρονή, όσο και δια να της κοινολογά εις το έθνος του» (σελ. 46). «Πέμε, τι Τούρκος είν' ένας Τούρκος να 'χ' ιδέαις της Περσίας, να περσίζ' ακολούθως και να φρονή τα της θρησκείας της, και να λέγετ' άμα οσμανλής και μουχαμμεντής; Τον τέτοιο μήτ' οι Τούρκοι τον αγαπούν, που τον βλέπουν αλλότριο τους, μήτ' οι Πέρσαι που τον έχουν Τούρκο, δεν τον πιστεύουνται, άλλα κ' οι δυο τους τον μισούν και τον ονομάζουνε ραφαζή. Και τι Φραντζέζος είν' ένας Φραντζέζος ή Εγγλέζος ένας Εγγλέζος να φρονή τα των Εγγλέζων ή τα των Φραντζέζων πολιτικά κ' εκκλησιαστικά ; Τον τέτοιον πάντα ο Εγγλέζος τον λέγει σκυλί, κ' ο Φραντζέζος καλβίνο και προδότη της πατρίδας του. Λοιπόν κ' ένας δικός μας, τι Ρωμηός και τι χριστιανός είναι σα συνάζ' ιδέαις οθνείαις, σαν της πρεσβεύη και της κηρύττη ενάντια στης δικαίς του πώπρεπε να 'χη; Δεν είν' τάχα σεσηπός μέλος, λειποταξίας, αυτόμολος στους εχθρούς μας, ανάξιος νάχη τα ονόματα του, που για λόγου του δεν μπορεί ναύρη ποτές του πιο τιμημένα» (σελ. 47). «Έπειτ' ακολούθα να γεμίζη το έθνος μας, εκείνο που δεν πρέπει, με ξενικαίς ιδέαις, και να μην έχουν εκείναις που μας τεριάζουν, να κρυώνουν απτά ελληνικά και της χριστιανικαίς της ιδέαις που είναι σ' αυτά, ναγαπούν άλλα έθνη, να μισούν το δικό μας, και ναδιαφορούνε στη θρησκεία μας» (σελ. 58).

Από τέτοιες εθνικοθρησκευτικές αρχές εμφορούμενος , ο Καταρτζής προσδιορίζει το περιεχόμενο της ρωμαίικης παιδείας, τη μελετητέα ύλη. Οι νέοι οφείλουν να μελετούν τους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς που θαυμάζει όλη η πεφωτισμένη Ευρώπη, ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη «που είναι σα μιά εγκυκλοπαίδεια, κ' οπού τ' όφελος αυτουνού μοναχού είναι ίσως τόσο, όσο είναι ολωνών των άλλων παλαιών μαζί» (σελ. 62) (19). Επίσης οφείλουν να μελετούν τους Πατέρες της Εκκλησίας που διδάσκουν τη χριστιανική μας πίστη, και προ πάντων τους Καππαδόκες τρεις σοφούς ιεράρχες, «που 'ναι ένα τέτοιο παρόμοιο [με τον Αριστοτέλη] πράγμα στη θεολογία και τα εκκλησιαστικά, ηθικά και στην ελληνική την ευφράδεια και την ποίησι» (σελ. 62). Ωστόσο δεν πρέπει να «σπουδάζουν την παιδεία την ελληνική χωρίς καμμιά σχέσι με τον αιώνα τους, με το έθνος τους, με τον εαυτό τους» (σελ. 49), χωρίς δηλαδή την απαιτούμενη από το χρόνο απόσταση και από τις περιστάσεις διάκριση (20). Οι Ευρωπαίοι σοφοί επιστήμονες έχουν προχωρήσει πολύ στην επιστήμη και τη σοφία κι έχουν πολλά ωφέλιμα να μας διδάξουν. Οι νέοι μας πρέπει να χάνουν σήμερα αυτό που έκαναν παλαιότερα οι Έλληνες σοφοί, όπως ο Πλάτων, και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος: Να σπεύδουν να ερανιστούν και να απανθίσουν από τους άλλους λαούς ό,τι αναγκαίο και ωφέλιμο και υστέρα να επιστρέψουν στον τόπο τους και να προσφέρουν στο έθνος τους ό,τι χρήσιμο έμαθαν. Ο Καταρτζής αναφέρει πλείστα όσα παραδείγματα Ευρωπαίων, άλλα και Ελλήνων, σοφών επιστημόνων καθώς και τα συγγράμματα τους. Επιμένει μάλιστα υπέρ κόρον στο ότι οι νέοι οφείλουν να μελετήσουν πρωτίστως την Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια «ωσάν οπού περιέχει όλαις της μάθησες κ' όλαις της τέχναις, (βαναυσικαίς κ' ε λεύθεραις, η οποίαις είναι συγγραμμέναις από τους αρίστους σε κάθε μία, και με φαίνεται πως απορεί ναυχαριστηθή κανείς όσο φιλομαθής και φιλόπονος είναι- ειδέ και θέλωντας ο τοιούτο ς να τελεωθή σε μια μάθησι το επάγγελμα του, και τον φανή σύντομ' η πραγματεία εκείνη σ' αυτήνα, ας δοκιμάση ναύρη την πλατύτερη» (σελ. 63). Απεναντίας ο Φαναριώτης λόγιος αποτρέπει, με την ίδια επιμονή, από τη μελέτη του Βολταίρου και των ομοίων του, των οποίων οι ιδέες· και περιττές και επικίνδυνες είναι στους άπειρους ακόμα νέους και μάλιστα «στην τωρινή κατάστασι του έθνους». Μπορεί «ο μουσιού Βολταίρ» να θεωρείται «το άλφα και το ωμέγα της τωρινής σπουδής», όμως «που για να τον διάβαση κανείς ακινδύνως πρέπει να φορή πανοπλία» (σελ. 53). Επομένως «χωρίς να διάβαση ο νέος τα συγγράμματα του σιγουρότερο είναι πως γίνεται καλός άνθρωπος» (σελ. 57) (21). Όσο για τις ανατολικές μελέτες, τις γλώσσες και τα γράμματα των κρατούντων, ο Καταρτζής αρκείται στα εντελώς αναγκαία και απαραίτητα για την επικοινωνία μαζί τους. Ο νέος «στα τούρκικα έχει χρεία να μπορεί να γράφη και να διαβάζη· ένα γράμμα, να καταλαβαίνε ένα φερμάνι και τα έξης, όσα δηλαδή ανάγουνται στον επιστολικό χαρακτήρα· η περισσότερη προκοπή είναι περιττή σ' έναν Ρωμηό χριστιανό, και ζημία του σε προυργιαίτερα άλλα» (σσ. 63-64). «Όλα τα ποιητικά περσικά και αραβικά πού συνηθίζουν να σπουδάζουνε οι δικοί μας [...] με την ηδονή τους αποκόφτουν τον σπουδαίο νακουλουθά καθ' αυτό το έργον του [...] Όθεν δεν αδειάζουν οι νέοι μας να σπουδάζουν την ποίησι που έχουνε οι Περσάραβες αλλά και την επίλοιπη τη σοφία τους δεν πρέπει να την σπουδάζουν, γιατί δεν είν' τόσο αξιόλογη, και μήτ' έχουν τι να ερανισθούν απ' αυτήνα, όπου ναξίζ' ο κόπος τους να μαθαίνουν με θεμέλιο της γλώσσαις που την περιέχουν» (σελ. 64) (22).

Μολονότι σταθήκαμε κάπως περισσότερο στο τελευταίο αυτό κείμενο, ωστόσο ή συντομία της παρουσίασης δεν επιτρέπει να εκτιμήσουμε δεόντως την ετυμότητα των κρίσεων και την οξυδέρκεια των παρατηρήσεων του Φαναριώτη λογίου . Ο Καταρτζής παρουσιάζει θαυμαστή ευρύτητα πνεύματος και μια θαρραλέα στάση έναντι των προβλημάτων της εποχής του, όπως το φυλετικό και το γλωσσικό, ιδιαίτερα όμως έναντι του Διαφωτισμού και της μοντέρνας επιστήμης, έναντι των νεωτερικών επιστημών και ιδεών. Σύμ φωνα με τον Καταρτζή, ο Ρωμιός πού έχει πλήρη συνείδηση της πολύτιμης κληρονομιάς του και που ξέρει να ερανίζει και να απανθίζει, δεν έχει να φοβάται τη συναναστροφή με άλλες πολιτισμικές μορφές ή εκφράσεις. Χωρίς να αποτελεί κίνδυνο αλλοτρίωσης γι' αυτόν και το έθνος του, ή συναναστροφή του με άλλους λαούς και πολιτισμούς θα βοηθήσει το Ρωμιό να γνωρίσει και άλλα γνωστικά πεδία και έτσι να πλουτίσει ακόμα περισσότερο την πολιτισμική του προσωπικότητα και, κυρίως, θα βοηθήσει το δούλο έθνος του να αναπτυχτεί και να απελευθερωθεί.

Οι ομοιότητες της εποχής του Καταρτζή με τη δική μας είναι φανερές . Ο ελληνορθόδοξος κόσμος βρίσκεται σήμερα, όπως και τότε, αντιμέτωπος με τον δυτικό μοντερνισμό και μετα-μοντερνισμό. Ο σημερινός βιομηχανικός και τεχνολογικός κόσμος με τα πιστεύω του και τις ιδεολογίες του διεισδύει στο δικό μας ελληνορθόδοξο κόσμο και συναντά τις ίδιες αντιδράσεις, όπως άλλοτε οι νεωτερικότητες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Όπως άλλοτε, έτσι και σήμερα νοιώθουμε σε θέση αδυναμίας, υλικής και πνευματικής, μπροστά: σ' έναν κόσμο που μας θαμπώνει με τον υλικό του πλούτο, τα τεχνολογικά του επιτεύγματα και την καταπληκτική πρόοδο των επιστημών του.

Όπως άλλοτε, έτσι και σήμερα η Ορθοδοξία φαίνεται να κλείνεται στον εαυτό της και να προσπαθεί επίμονα να κρατηθεί από τον πλούτο της Παράδοσης της.

Αντιλαμβανόμενος ότι οι περιγραφές του μακραίνουν αταίριαστα, ο Μανουήλ Χρυσολωράς παρατηρεί; «Ἀλλ' ὄντως ἐν παντί πράγματι ἐκεῖνο ἐστι μᾶλλον δύσκολον, οἰκείως τε ἄρξασθαι καί δεόντως τελευτῆσαι. Καί τό ὅλον δέ ἁπλῶς τοῖς ἄκροις ὁρίζεται και μορφήν λαμβάνει. Καί πολλοί, ὥσπερ ὅθεν δεῖ ἄρξασθαι οὐκ ἴσασιν, οὕτως οὐδ' ὅπου δεῖ τέλος ἐπιθεῖναι» (36Δ). Ακολουθώντας λοιπόν τη σοφή αύτη παρατήρηση, ας προσπαθήσουμε κι εμείς «τέλος επιθείναι» στον δικό μας προβληματισμό.

Προκειμένου να εξετάσουμε ποια μπορεί να είναι η σχέση της ελληνορθόδοξης παράδοσης με το σύγχρονο κόσμο, σκέφτηκα πως μια καλή προσέγγιση του θέματος θα 'ταν να απευθυνθούμε στην ίδια την ελληνορθόδοξη παράδοση και να τη ρωτήσουμε ποια ήταν η στάση της άλλοτε σε παρόμοιες περιστάσεις. Και διάλεξα τις περιστάσεις τις πιο καίριες, τις στιγμές εκείνες κατά τις όποιες η σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας ήταν εξίσου σημαντική, όπως και σήμερα. Βέβαια θα μπορούσα να επιλέξω άλλα κείμενα. Νομίζω όμως ότι τα τρία κείμενα που προτείνω είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και μας επέτρεψαν να δούμε ποιο ήταν, κάθε φορά, το πρόβλημα και πως αντιμετωπίστηκε. Στο πρώτο κείμενο ο μεγάλος Καππαδόκης διδάσκαλος προσπαθεί να δώσει απάντηση στο πρόβλημα των σχέσεων της χριστιανικής πίστης με την ανθρώπινη σοφία, που ήταν τότε κυρίως ελληνική. Κι όπως ξέρουμε , ο χριστιανικός πολιτισμός εκφράζει τη συμβίωση των δύο αυτών κόσμων, γι αυτό και τον ονομάζουμε ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Τα άλλα δύο κείμενα δεν είναι βέβαια γραμμένα από αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, εκφράζουν όμως κατά τρόπο πολύ παραστατικό τη δυναμική στάση και απάντηση της ελληνορθόδοξης σκέψης και παράδοσης προς τους άλλους πολιτισμούς και τις προκλήσεις τους, και μάλιστα προς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τις νεωτερικότητές του.

Πολλά γράφτηκαν τις δύο ή τρεις τελευταίες δεκαετίες αναφορικά με το πολιτιστικά, το πνευματικό, μέλλον της Ευρώπης και το ρόλο που καλούνται ή οφείλουν να παίξουν σ' αυτό οι Εκκλησίες.

Είτε θέλουμε να το αναγνωρίσουμε είτε όχι, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, τόσο της Δυτικής όσο και της Ανατολικής Ευρώπης, είναι ζυμωμένος με το χριστιανισμό. Η Ευρώπη είναι πάνω από όλα μια πολιτισμική πραγματικότητα, καρδιά της οποίας είναι ο χριστιανισμός. Κι είναι αδύνατο να οικοδομήσουμε τη μελλοντική Ευρώπη χωρίς το χριστιανισμό, πολύ περισσότερο εναντίον των πολιτισμικών αξιών του χριστιανισμού. Για το λόγο ακριβώς αυτό, οι τρεις χριστιανικές ο μολογίες οφείλουν να ενώσουν τις προσπάθειες τους και να εργαστούν ώστε να ενταχτούν στο οικοδόμημα της καινούργιας Ευρώπης οι αξίες των όποιων είναι οι θεματοφύλακες και οι φορείς. Η θέση που θα λάβει οι θρησκευτικός παράγοντας στην Ευρώπη αύριο, θα εξαρτηθεί από τον δυναμισμό της κάθε Εκκλησίας σήμερα. Η κάθε Εκκλησία οφείλει να συμβάλει με το δικό της τρόπο άλλα με οξυδέρκεια και υπευθυνότητα, και σε συνεργασία με τις άλλες Εκκλησίες, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Η Ορθοδοξία έχει βέβαια κι αυτή τη θέση της και το ρόλο της στο χτίσιμο της καινούργιας Ευρώπης. Ποια λοιπόν θα είναι η απάντηση που θα δώσει στην πρόκληση που της απευθύνεται, κυρίως μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και τη διεύρυνση της Ενωμένης Ευρώπης; Όπως έχουν τα πράγματα, δύο μπορεί να είναι οι απαντήσεις της και οι θέσεις της.

Η πρώτη στάση μπορεί να είναι μια στάση αμυντική, κλεισίματος δηλαδή στον εαυτό της, μια στάση που της υπαγορεύεται από το φόβο ότι η Δύση μπορεί να αλλοιώσει, να απορροφήσει και να καταστρέψει την Ο ρθοδοξία και την ορθόδοξη παράδοση. Ο φόβος αυτός μας κάνει να κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Φόβος του άλλου, φόβος της διαφοράς, φόβος της νεωτερικότητας. Φόβος ενός κόσμου που δεν καταλαβαίνουμε γιατί δε λάβαμε μέρος στη γέννηση και ανάπτυξη του. Κι ο φόβος αυτός μας ωθεί να κλεινόμαστε στον εαυτό μας, να πιανόμαστε από την παράδοση μας σαν τη μόνη σανίδα σωτηρίας μας, όπως ακριβώς τα κοχύλια ζούνε κολλημένα στο βράχο . Ωστόσο μια τέτοια στάση δε μαρτυρεί έλλειψη εμπιστοσύνης στις θρησκευτικές και πολιτισμικές αξίες των οποίων είμαστε οι κληρονόμοι, οι φορείς και οι διαχειριστές; Έλλειψη εμπιστοσύνης στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που «κατοικεῖ ἐν μέσῳ ἡμῶν» και εργάζεται τη μεταμόρφωση του κόσμου;

Η δεύτερη στάση είναι μια στάση ανοίγματος προς την Ευρώπη και τον κόσμο, πράγμα που σημαίνει ότι η Ορθοδοξία μας οφείλει να ευρύνει τις επαφές της και τη συνεργασία της με τις άλλες Ομολογίες καθώς και με τον έξω κόσμο: να συμμετέχει σε κοινές ενέργειες κατά τον δυναμικότερο δυνατό τρόπο, χωρίς να διστάζει να παίρνει πρωτοβουλίες, έτσι που να καταστήσει την παρουσία της αισθητή και απαραίτητη. Να προσφέρει στην ανοικοδόμηση της καινούργιας Ευρώπης τον πλούτο της πνευματικότητας της, τη θεώρηση της του κόσμου, της Ιστορίας, των ανθρωπίνων σχέσεων, των σχέσεων του ανθρώπου με το θεό και τη δημιουργία. Να προβάλει στον κόσμο, και ιδιαίτερα στους νέους, αξίες αιώνιες όπως η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η προσευχή, η άσκηση. Χρησιμοποιώντας ό μως μια γλώσσα που ο κόσμος, οι νέοι, θα μπορεί να κατανοήσει. Να παρουσιάσει και να προσφέρει στον κόσμο και στους νέους τις αξίες της ορθόδοξης πίστης και τον πλούτο της ελληνορθόδοξης Παράδοσης όχι σαν αντικείμενα για μουσεία άλλα σα μια ζωντανή και δυναμική πραγματικότητα, σα μια πραγματικότητα σύγχρονη, ικανή να εμφυσήσει στους ανθρώπους την πνοή του Αγίου Πνεύματος του δυναμένου να μεταμορφώσει τον κόσμο.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

15. Μέσα από την πλούσια βιβλιογραφία για το θέμα μας το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν: ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ? στορία το? Νέου ?λληνισμο?, οπ.π. τομ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 465 κ. εξ. A. CAMARIANO- CIORAN, Les Academies princieres de Bucarest et de Jassy , Thessalonique 1974. K. Θ . ΔΗΜΑΡΑΣ, Νεοελλη νικός Διαφωτισμός , Αθήνα 1977. Π . Μ . ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ, Νεοελληνικός Διαφω τισμός , Αθήνα 1996. A . ARGYRIOU, «Renouveau intellectuel et conscience orthodoxe dans les Balkans» in Histoire du Christianisme vol. 10 : Les defis de la modernite (1750- 1840), Paris, Desclee, 1997, 132- 150.

16. ΧΡ. Θ. ΚΡΙΚΩΝΗ, «?ρθόδοξη Παράδοση καί Διαφωτισμός κατά τόν ?γιο ?θανάσιο Πάριο», στο Πατερικά Θεολογικά Μελετήματα, οπ. π., σσ. 629-659. Α . ΑΡΓΥΡΙΟΥ, «Resistances re;igieuses orthodoxies aux Lumieres » in Tradition et Modernite en Orient et dans les mondes slaves et neo-hellenique : l'inspiration francaise, textes reunis par Asterios Argyriou, Paris, Colloques Langues' O, 2002, σσ . 137-157.

17. Για τον Δημήτρη Καταρτζή, βλ. τα όσα γράφει ο εκδότης των έργων του Κ. Θ. Δημαράς, ο οποίος δίνει και τη σχετική βιβλιογραφία. Του ιδίου, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, οπ.π., σσ. 177-243 και 454-471 (σημειώσεις). Επίσης Π.Μ. ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ο. .π., σσ. 202-220.

18. Ανάλογο με τα σχετικά κείμενα του Αδαμαντίου Κοραή, του Ιώσηπου Μοισιόδακα και άλλων.

19. Η θέση του Αριστοτέλη είναι μεγάλη στη μέση και, κυρίως, στην ανώτερη παιδεία, από την εποχή του Θεόφιλου Κορυδαλέα και ύστερα. Βλ. Cl . Tsourkas, Le debuts de l'enseignement philosophique et de la libre pensee dans les Balkans. La vie et l '? uvre de Th e ophile Corydal e e (1570-1646), Τ hessalonique 1967. Στην εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι συντηρητικά κύκλοι όσο περισσότερο άντιτίθενται στα φώτα της Ευρώπης τόσο περισσότερο υπερασπίζονται τον Αριστοτέλη και το νεοαριστοτελικό σύστημα παιδείας που εγκαινίασε ο Κορυδαλέας.

20. Όπως και ο Ευγένιος Βούλγαρης, κατά την περίοδο της διδακτικής του δράσης στον ελληνικό χώρο, έτσι και ο Δημήτρης Καταρτζής ακολουθεί τη μέση οδό, αποφεύγοντας τις ακρότητες των δυο αντιπάλων παρατάξεων. Βλ. σχετικά Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, «?δαμάντιος Κορα?ς καί Νικόδημος ? ?γιορείτης: δύο διαφορετικοί δρόμοι, ?νας κοινός σκοπός», στο περιοδικό Σύναξη 97 (2006), 72-83: γαλλική μετάφραση στο περιοδικό Contacts 12 (2005), 332-350.

21. Για την πρόσληψη του Βολταίρου στον ελληνορθόδοξο χώρο, βλ. Κ.Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ο.π., σσ. 145-17.5 και 452-454 (σημειώσεις).

22. Η συντηρητική στάση του Καταρτζή, αξιωματούχου της Υψηλής Πύλης, έναντι της αραβοπερσικής γραμματείας και παιδείας είναι περίεργη. Έναν σχεδόν αιώνα νωρίτερα, ένας άλλος ομόδοξος αξιωματούχος της Πύλης, ο ρουμάνος πρίγκηπας Δημήτριος Καντεμήρη είχε κρατήσει στάση ιδιαίτερα ανοιχτή: βλ. LUMINITSA BRATU, La vison de l'Histoire dans l'oeuvre de Dimitrie Cantemir (1673- 1723) ( πολυγραφημένη διδακτορική διατριβή ), Strasbourg 2002.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.