|
†21 Οκτωβρίου
Ιωάννης Νεομάρτυς ο εκ Μονεμβασίας
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Οι Νεομάρτυρες του Γένους, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2021, σελ. 190-194.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης καταγόταν από το χωριό Γεράκι της Μονεμβασίας και ήταν γιος ιερέα. Το 1770, οπότε ήλθαν οι Αλβανοί στην Πελοπόννησο, κατέσφαξαν τον πατέρα του Μάρτυρος και απήγαγαν αυτόν δεκαπενταετή, όπως και την μητέρα του, στη Λάρισα. Στην πόλη αυτήν πωλήθηκε αυτός και η μητέρα του σε κάποιον Τούρκο. Μην έχοντας τέκνα ο Τούρκος και επιθυμώντας να υιοθετήσει τον Ιωάννη, προσπάθησε με κολακείες και με τη βοήθεια της συζύγου του να τον εξισλαμίσει. Ύστερα από επίμονες πλην άκαρπες προσπάθειες ο Τούρκος προσήγαγε τον Ιωάννη σε κάποιο μουσουλμανικό τέμενος, όπου μαζί με κάποιους ομοεθνείς του αποπειράθηκε και πάλι τον βίαιο εξισλαμισμό του, άνευ αποτελέσματος όμως και πάλι. Ο νέος αυτός εμφορούμενος από υψηλό φρόνημα, έλεγε διαρκώς «εγώ δεν γίνομαι Τούρκος, εγώ Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Εξ αυτού του λόγου υπεβλήθη ο Μάρτυρας σε βασανιστήρια στην οικία του Τούρκου αυτού, ο οποίος μάλιστα τον έδερνε και τον άφησε χωρίς νερό και τροφή κατά τη νηστεία του Δεκαπενταυγούστου, με σκοπό να τον πιέσει να την καταλύσει. Απαντώντας στις εκκλήσεις της μητέρας του, να φάει από τα δελεαστικά εδέσματα, τα οποία έφεραν μπροστά του για να τον κάνουν να καταλύσει την νηστεία του, έλεγε: «Εγώ είμαι παπά υιός και πρέπει να φυλάττω καλλίτερα από τους υιούς των λαϊκών τους νόμους και τα έθιμα της Αγίας μας Εκκλησίας». Ο σκληρός αυτός Τούρκος εξαγριώθηκε από το ακλόνητο φρόνημα του Ιωάννου και με ένα μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά τον άγιο, ο οποίος τελείωσε με φρικτό θάνατο τον βίο του στη Λάρισα, την 21 η Οκτωβρίου 1773.
Το λείψανο του Αγίου ετάφη με μέριμνα του Μητροπολίτη Λαρίσης, τα δε οστά του, που τα παρέλαβε η μητέρα του και μετέφερε στο χωριό Γούβες της Πελοποννήσου, διεσώθησαν αργότερα- χάρη στις ενέργειες του Μητροπολίτη Μονεμβασίας Χρυσάνθου Παγώνη- στη Μονεμβασιά και την Καλαμάτα, όπου κατ’ έτος εορτάζεται η μνήμη του Αγίου.
Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο ιερομόναχος Πανάρετος Αγγελόπουλος, ιεροδιάκονος του ανωτέρω μητροπολίτη Μονεμβασίας Χρυσάνθου Παγώνη. Ως πρός τον χρόνο του μαρτυρίου, όλες οι πηγές και η βιβλιογραφία συγκλίνουν στο ότι αυτό έγινε την 21 η Οκτωβρίου 1773. Ως προς τον τόπο όμως του μαρτυρίου, και οι πηγές και η βιβλιογραφία διαφωνούν, με αποτέλεσμα να εγείρεται σχετικό πρόβλημα, καθόσον οι μεν αναφέρουν την Θεσσαλονίκη, οι δε την Λάρισα ως τόπο μαρτυρίου. Έτσι, ο Νικόδημος Αγιορείτης στον Συναξαριστή , τ. Α΄, σελ. 182, αναφέρει: «Εις την ΚΑ΄ του Οκτωβρίου Μνήμη του Αγιομάρτυρος Ιωάννου του εκ Μονεμβασίας, τελειωθέντος εν τοις βασάνοις κατά την Θεσσαλονίκην, εν έτει, αψογ΄ (1773)».
Ο Κων. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, σελ. 609, δεν αναφέρει τόπο του μαρτυρίου. Ο ιεροδιάκονος Πανάρετος Αγγελόπουλος στο Συναξάριο της Ακολουθίας του Αγίου αναφέρει ως τόπο του μαρτυρίου τη Λάρισα, όπου ο Μητροπολίτης επιμελήθηκε την ταφή και την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου. Την πληροφορία αυτή παρέλαβε και ο Κ. Δουκάκης στον Μ. Συναξαριστή αυτού, Ι΄, σελ. 372-77, όπου κατεχώρισε το εν θέματι Συναξάριο. Ωσαύτως, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Οι Νεομάρτυρες, σελ. 50, ο Hippol. Delehaye, Greek Neomartyrs, σελ. 705 και το Μ . Ευχολόγιον, σελ. 471, παραδέχονται ως τόπο μαρτυρίου την Λάρισα. Αντιθέτως, ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 239, και η τοπική Αγιολογία της Ι. Μητροπόλεως Μονεμβασίαςκαι Σπάρτης δέχονται ως τόπο μαρτυρίου την Σπάρτη.
Κατά τη γνώμη μας, η περί Θεσσαλονίκης εκδοχή είναι εσφαλμένη και εισήχθη στον Συναξαριστή του Νικοδήμου εκ της απλής αναφοράς στο Ν. Μαρτυρολόγιο, ότι ο Μάρτυρας ευρισκόμενος με την μητέρα του στη Λάρισα « επουλήθηκαν δύο και τρεις φοράς ο καθ’ εις ξεχωριστά ύστερον δε επουλήθηκαν και οι δύο ομού εις ένα Αγαρηνό Θεσσαλονικέα». Στο μαρτύριο αυτό του Ν. Μαρτυρολογίου , σελ. 191-193, πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Μάρτυρας αυτός μαζί με την μητέρα του μετήχθησαν στη Θεσσαλονίκη. Φαίνεται επομένως ότι ο περί ου ο λόγος Αγαρηνός καταγόταν μεν εκ Θεσσαλονίκης, ήταν δε εγκατεστημένος στην Λάρισα, όπου και συνέβησαν η σφαγή και η ταφή του Αγίου, καθώς και η ανακομιδή των λειψάνων του. Πρόκειται, επομένως περί παραδρομής του Νικοδήμου, γενομένης στον Συναξαριστή αυτού, η οποία είχε ως αρχή την απλή αναφορά στο Ν. Μαρτυρολόγιο του τόπου της καταγωγής του Αγαρηνού, στον οποίο επωλήθη ο Μάρτυρας μαζί με την μητέρα του. Η έλλειψη μνείας του Μάρτυρος αυτού στην Τοπική Αγιολογία της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, στο Ημερολόγιον της Εκκλησίας της Ελλάδος , έτους 1963, σελ. 317-321, ενισχύει την άποψη περί της Λάρισας ως τόπου μαρτυρίου. |
|
|
Γάμος και οικογένεια
Καλλιακμάνη Ι. Βασιλείου, πρωτοπρ.
Γάμος &οικογενειακή ζωή,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2015, σελ. 19-38.
Ο θεσμός της οικογένειας
Έχει υποστηριχτεί από ορισμένους λογίους της χώρας ότι ο Χριστιανισμός όχι μόνο δε βοήθησε τον θεσμό της οικογένειας, αλλά και συνέβαλε στον κλονισμό του. Προσέβαλε δηλαδή το κύρος της πατρικής εξουσίας στο πλαίσιο της μικρής οικογένειας. Οι αιτιάσεις αυτές γίνονται με αναφορές σε ορισμένα αποσπάσματα των λόγων του Χριστού, που ερμηνεύονται μάλλον επιφανειακά, αποκόπτονται από το εννοιολογικό τους πλαίσιο και αυτονομούνται. Τα κείμενα που επιστρατεύονται προέρχονται από τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκά (1). Αναφέρω το πιο χαρακτηριστικό: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (2).
Με βάση λοιπόν το παραπάνω απόσπασμα και άλλα παράλληλά του υποστηρίζεται ότι, ο Ιησούς γνώριζε ότι θα παρέσυρε ευκολότερα τον γιο από τον πατέρα, γι αυτό και υποδαύλιζε την αντίθεση απέναντί του (3). Ευσταθούν όμως οι ισχυρισμοί αυτοί; Πως εννοούνται οι λόγοι αυτοί του Χριστού; Υποτίμησε ή ανύψωσε τον θεσμό της οικογένειας και του γάμου η Εκκλησία;
Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, πρέπει πρώτα να εξετασθεί η θέση των μελών της οικογένειας στην προ και μετά Χριστόν κοινωνία. Αυτό όμως είναι ανέφικτο στο πλαίσιο που διαθέτουμε. Θα περιοριστούμε σε κάποιες βασικές επισημάνσεις. Εξάλλου ακολουθούν κι άλλα κεφάλαια, όπου αναπτύσσονται πιο αναλυτικά τα θέματα που σχετίζονται με τον γάμο.
Η οικογένεια είτε ως μορφή κοινότητας, είτε ως ο βασικότερος βιοκοινωνικός θεσμός αποτελείται από το ζεύγος και ένα τουλάχιστον παιδί. Στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία κυριαρχούσε η λεγόμενη πατριαρχική οικογένεια, που περιλάμβανε πολλά πρόσωπα και ανήκαν σε τρεις τουλάχιστον γενιές (παππούδες-, γονείς, εγγόνια). Είναι γνωστή επίσης η εκτεταμένη ή διευρυμένη οικογένεια στην οποία εκτός από τους παραπάνω ανήκαν θείες, θείοι, ξαδέλφια, πεθερικά, κουμπάροι κ.ά. Σε διάφορες φάσεις του παγκοσμίου πολιτισμού απαντά και η μητριαρχική ή μητριαρχούμενη οικογένεια. Σε μας ο τύπος αυτός οικογένειας αναπτύχθηκε στις νησιωτικές κυρίως περιοχές, λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του πατέρα από το σπίτι.
Στην αστική και σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία κυριαρχεί η πυρηνική ή μικρή οικογένεια, που περιλαμβάνει δύο γενιές, τους γονείς και τα άγαμα τέκνα τους (4). Τις τελευταίες δεκαετίες στον δυτικό κυρίως κόσμο, αλλά και στη χώρα μας αυξάνονται οι μονογονεϊκές οικογένειες (5). . Στον τύπο αυτό οικογένειας ένας γονέας, συνήθως η μητέρα, ζει μόνη με το παιδί ή τα παιδιά για διαφόρους λόγους. Είτε διότι πέθανε ο σύζυγος και είναι χήρα, είτε διότι είναι διαζευγμένη, είτε διότι έχει κάποιο παιδί εκτός γάμου και είναι μεν αναγνωρισμένο αλλά ο πατέρας δεν ενδιαφέρεται γι αυτό. Είτε τέλος διότι έχει επιλέξει τον τύπο αυτό της οικογένειας, υιοθετώντας κάποιο παιδί. Στις παραπάνω μορφές οικογένειας πρέπει να περιλάβουμε και τις ανάδοχες οικογένειες.
Οι ελεύθερες συμβιώσεις που παρατηρούνται στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια, δεν αναγνωρίζονταν νομικά ως οικογένειες. Οι ελεύθερες συμβιώσεις, όσο και αν αιτιολογούνται από διάφορες πλευρές, φανερώνουν τον ατομοκεντρισμό και την αυτονομία του σύγχρονου ανθρώπου, που αρνείται τις ευθύνες της οικογένειας και τις δυσκολίες που απορρέουν από τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών. Πολλά ζευγάρια που επιλέγουν την ελεύθερη συμβίωση είναι οικονομικά ανεξάρτητα, διαθέτουν ατομικό εισόδημα και ταμείο, και συνήθως αγωνίζονται για την προσωπική τους επαγγελματική ανέλιξη (6). ΄Αλλα ζευγάρια ζουν κάτω από κοινή στέγη για οικονομικούς λόγους. ΄Αλλα ζουν μαζί για αλληλογνωριμία με απώτερο στόχο τον γάμο. ΄Αλλα ζευγάρια συζούν για κάποιο μικρό διάστημα, κυρίως στη μετεφηβική ηλικία, διότι νιώθουν, όπως δηλώνουν, ευτυχισμένα. Τέλος ορισμένα ζευγάρια, επειδή δεν επιθυμούν να συνάψουν νόμιμο γάμο για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους, καταλήγουν στην ελεύθερη συμβίωση.
Η αξία των παιδιών
Δεν γνωρίζω αν μεθοδολογικά είναι ορθό, θεωρώ όμως ότι είναι εποπτικό να αναζητηθούν οι θέσεις της χριστιανικής αγιοπνευματικής μας παράδοσης για τα παιδιά, τις γυναίκες, τους άνδρες, τις μεταξύ τους σχέσεις και τον γάμο γενικότερα, προκειμένου να προσεγγίσουμε καλύτερα το θέμα μας.
Στην Παλαιά Διαθήκη τα παιδιά θεωρούνται ευλογία Θεού και χαρακτηρίζονται ως «στέφανος γερόντων» (7). Οι γιοι ονομάζονται « νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης» (8) των πατέρων τους. Στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός ευλογεί τα παιδιά και εμφανίζεται να προβάλλει την εμπιστοσύνη των παιδιών στους γονείς ως πρότυπο χριστιανικής ζωής και προϋπόθεση εισόδου στη Βασιλεία του Θεού. «καὶ προσκαλεσάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (9). Ενώ παράλληλα κ αλούσε τον λαό να δεχθεί τη Βασιλεία του Θεού όπως τα παιδιά (10), με άδολη και καθαρή καρδιά. Κι αυτά λέγονταν σε μια εποχή που στον ειδωλολατρικό κόσμο, και ιδιαίτερα στους πολεμικούς λαούς έλληνες, ρωμαίους και άλλους είχαν καθιερωθεί κοινωνικά αμφίβολες ηθικές αρχές διαφόρων μορφών, προκειμένου οι νέοι να γίνουν ανδρείοι μαχητές (11).
Ο Χριστιανισμός καταδίκασε απερίφραστα και έδωσε τέλος στα εκφυλιστικά φαινόμενα, προβάλλοντας τη σωματική άσκηση και την εγκράτεια. Παράλληλα τα παιδιά αναγνωρίζονται από την Εκκλησία ως ενιαίες ψυχοσωματικές οντότητες από τη σύλληψή τους (12). Και τα ανάπηρα παιδιά γίνονται αποδεκτά από τους Χριστιανούς και δεν τα περιμένει ο Καιάδας. Ταυτόχρονα καταδικάσθηκε εξαρχής από τους Πατέρες της Εκκλησίας η έκτρωση που ταυτίστηκε με τον φόνο. Ακόμη, τα παιδιά των χριστιανών γονέων, και πριν την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού, βαπτίζονταν, είχαν την πρώτη θέση στην εκκλησιαστική σύναξη και βρίσκονταν κοντά στο θυσιαστήριο. Εκεί συμμετείχαν ψάλλοντας «εν αφελότητι καρδίας» το «Κύριε ελέησον».
Η Εκκλησία λοιπόν αναγνωρίζει τα παιδιά ως ανεπανάληπτα πρόσωπα και ενδιαφέρεται γι αυτά. Τα νεογέννητα παιδιά δεν είναι μόνο σαρκικά, αλλά έχουν και πνευματική υπόσταση. Το ζευγάρι έχει την ιδιαίτερη ευλογία να συμβάλλει στη δημιουργία νέων ανθρώπων, υποψηφίων πολιτών της Βασιλείας του Θεού. Τα παιδιά δεν είναι μόνο μελλοντικοί ενήλικες (13), είναι και πνευματικά όντα που ανήκουν τόσο στον Θεό όσο και στους γονείς και χρειάζεται να μεγαλώνουν μέσα σε οικογενειακή ατμόσφαιρα προσευχής και γενικότερα γνήσιας πνευματικής ζωής.
Οι Ευχές του γάμου κάνουν λόγο για καλλιτεκνία και «ευτεκνίας απόλαυσιν». Οι Πατέρες της Εκκλησίας, μπορεί στην πλειονότητά τους να εξυμνούν την ανωτερότητα της παρθενίας έναντι του γάμου, παράλληλα όμως θεωρούν τους γονείς συνδημιουργούς Θεού. Η παιδοποιΐα εντάσσεται στο θέλημα του Θεού και αποτελεί φραγμό στον θάνατο (14) .
Ο ιερός Χρυσόστομος, θέλοντας να υποστηρίξει τις γυναίκες που κατηγορούνταν ότι ήταν υπεύθυνες για την ατεκνία, διδάσκει ότι η γέννηση των παιδιών ανάγεται στην προνοητική ενέργεια του Θεού. Γράφει χαρακτηριστικά: «… ὅτι τοῦ τῆς (ρύσεως ἐστι δημιουργοῦ τό πᾶν, καί οὔτε ἡ συνουσία οὔτε ἕτερόν τι ἐστι τό δυνάμενον συντελέσαι πρός τήν τῶν παίδων διαδοχήν, μή τῆς ἄνωθεν χειρός συνεφαπτομένης, καί τήν φύσιν διεγειρούσης πρός τόν τόκον» (15). Και σε άλλο σημείο αναφερόμενος στην ατεκνία της Αννης, μητέρας του Σαμουήλ, υποστηρίζει: «τό τεκεῖν ἄνωθεν ἔχει τήν ἀρχήν, ἀπό τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας, καί οὔτε γυναικός φύσις, οὔτε συνουσία, οὔτε ἄ λλο οὐδέν αὔταρκες πρός τούτο ἐστιν» (16).
Πόσο μεγάλη σπουδαιότητα και αξία έδωσε εξαρχής η Εκκλησία στα παιδιά φαίνεται από πολλά κείμενα της παράδοσής μας. Ιδιαίτερα ο ιερός Χρυσόστομος σκιαγραφεί το πλαίσιο της χριστιανικής αγωγής των παιδιών και επιμένει στην έγκαιρη και εξ απαλών ονύχων αγωγή και την αρνητική και θετική μέθοδο αναπτύξεως του παιδικού χαρακτήρα. Θέτει το θέμα των ποινών, των δώρων, της στροφής των παιδιών στις φυσικές καλλονές, της προσευχής, του ονόματος, της προφύλαξης των αισθήσεών τους, της ανάγνωσης των Γραφών, της σπουδαιότητας του παραδείγματος των γονέων και προπαντός της μεγάλης αξίας της ανυστερόβουλης αγάπης (17).
Αλλά και ο Μ. Βασίλειος στον λόγο του, Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων (18) συμβουλεύει πως να ωφελούνται οι νέοι μελετώντας με διάκριση τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα. Κι ακόμη πως να ασκούν και να παιδαγωγούν το σώμα, πως να επιλέγουν την οδό της αρετής, πως θα αποφύγουν τον πλούτο και την κοσμική δόξα κ.λπ.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι η πολυτεκνία καλώς θεωρείται και είναι όχι μόνο ευλογία, αλλά και χάρισμα. Χάρισμα που δεν αφήνει περιθώρια για αυτοδικαίωση και εγωιστική αυτοανύψωση απέναντι στον Θεό. Η πολυτεκνία πρέπει να συνοδεύεται και από την καλλιτεκνία. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος: « Οὐ τό σπεῖραι ποιεῖ πατέρα μόνον, ἀλλά τό παιδεῦσαι καλώς, οὐδέ τό κυῆσαι μητέρα ἐργάζεται, ἀλλά τό θρέψαι καλῶς» (19) Κι όσοι δεν κατορθώνουμε την πολυτεκνία, ας δίνουμε μεγάλη έμφαση τουλάχιστον στην καλλιτεκνία. Η καλλιτεκνία βέβαια αφορά όλους, είτε απέκτησαν πολλά παιδιά είτε όχι [
..]
Ευαγγελική αφετηρία και ποιμαντική προοπτική
Στην αρχή του κεφαλαίου τέθηκαν ορισμένα ερωτήματα για τη στάση του Χριστού απέναντι στην οικογένεια. ‘Υστερα από όσα αναφέρθηκαν φαίνεται ότι ο Χριστιανισμός, όχι μόνο δεν κλόνισε τον θεσμό του γάμου και της οικογένειας, όπως διατείνονται ορισμένοι, αλλά τον ισχυροποίησε και τον τοποθέτησε σε πολύ υψηλό επίπεδο. Γίνεται φανερό ότι τα λόγια του Χριστού που αναφέρθηκαν στην αρχή παρανοούνται. Ο Χριστός εκεί επισημαίνει ότι η ευαγγελική αλήθεια θα ξεκαθαρίσει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι θα διχασθούν ένεκα της κακίας τους. Το ευαγγέλιο ειρηνεύει και ενώνει τον κόσμο, δεν τον διχάζει. Η αγάπη όμως προς τον Θεό και η υπακοή στο άγιο θέλημά του προηγούνται. Με τον τρόπο αυτόν παίρνει νόημα και κάθε άλλη μορφή αγάπης ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, αλλά και μεταξύ των ανθρώπων γενικότερα. Πως ήταν άλλωστε δυνατό να υποδαυλίσει ο Χριστός το μίσος ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς, αφού εκείνος πρώτος κήρυξε την αγάπη προς τον πλησίον, αλλά και την υψηλότερη μορφή της, την αγάπη προς τους εχθρούς; Εξάλλου ως άνθρωπος έγινε στον Θεό Πατέρα «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (20).
Η ποιμαντική της εκκλησίας σχετικά με τον γάμο και την οικογένεια είναι ευρύτατο θέμα και δεν μπορεί να εξαντληθεί στην παρούσα συνάφεια. Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε συνοπτικά τις παρακάτω αφετηριακές προτάσεις για τους ποιμένες, όσους ασχολούνται με τα προβλήματα του γάμου και της οικογένειας, και κυρίως τους συζύγους: α) Να τονίζεται πάντοτε το αδιάλυτο του μυστηρίου του γάμου, β) Να εμπνέεται η αμοιβαία αγάπη, η συζυγική πίστη, η αλληλοβοήθεια και ο αλληλοσεβασμός μεταξύ των συζύγων, γ) Να προβάλλεται η ισότιμη θέση της γυναίκας δίπλα στον άνδρα και να αποδίδεται στον καθένα η προσήκουσα τιμή. Και δ) να καλλιεργείται η κοινή πορεία τελείωσης και αγιασμού όχι μόνο του ζευγαριού αλλά και των παιδιών. Με τον τρόπο αυτό προσδίδεται πνευματική και εσχατολογική διάσταση στον θεσμό αυτό. Ο βιολογικός δεσμός προσλαμβάνει πνευματικές διαστάσεις. Δίδεται η δέουσα αξία στο παιδί, τη γυναίκα και τον άνδρα. Δεν προβάλλεται η ατομοκεντρικότητα και ο ατομισμός. Καλλιεργούνται και δυναμώνονται οι οικογενειακές σχέσεις, όταν στηρίζονται στην ανιδιοτελή αγάπη, τη διακονία και τη θυσία του κάθε μέλους της οικογένειας προς τα άλλα.
Υποσημειώσεις
(1) Λουκ . 14,25 – 26.
(2) Ματθ . 10 , 34 – 37.
(3)Π. Κανελλόπουλος, «Οικογένεια», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 18,2η εκδ.,σ. 737.
(4)Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ηθική II, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2004. σ. 376.
(5). Δ. Κογκίδου, Μονογονεϊκές οικογένειες. Πραγματικότητα-προοπτική-κοινωνική πολιτική, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1995.
(6) Συνοπτικές θέσεις και απαντήσεις στο δίλημμα οικογένεια ή επάγγελμα βλ. στο αφιέρωμα του περιοδικού Ευθύνη, τεύχος 340, Απρίλιος 2000. σ. 145-208.
(7) Παροιμ. 17,6.
(8) Ψαλμ . 127,3.
(9) Ματθ . 18.2-3.
(10) «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν», Μαρκ . 10.15.
(11) Η συνήθεια αυτή είχε επικρατήσει και διαδοθεί στον ελληνορωμαϊκό κόσμο με εκφυλιστικές τάσεις, παρότι ορισμένοι φιλόσοφοι φαίνεται να την αποδοκίμαζαν. Βλ. Ιω. Συκουτρή, Εισαγωγή στο Πλάτωνος Συμπόσιον, Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη 1, εκδ. Κολλάρος, Αθήνα 1949, σ. 39 κ.ε. Ανώνυμος υπομνηματιστής του Γρηγορίου Θεολόγου γράφει: « Τό παιδεραστεῖν εἴτ αἰσχρῶς εἴτε σωφρόνως, πᾶσι μέν ἕλλησι, μάλιστα δε τοῖς Ἀθηναίοις ἔννομον ἦν. Καί πέρσαι δέ καθ Ἡρόδοτον, τοῖς παισῖν ἐμείγνυντο, παρ ἕλλησι τοῦτο μαθόντες». PG 36,1233D. Πρβλ . Γρηγορίου Θεολόγου, Κατά Ιουλιανού Στηλιτευτικός, 1,102, PG 35, 640Α.
(12) Βλ. Marie Helene Congourdeau , Το έμβρυο είναι πρόσωπο; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και η ανθρώπινη φύση του εμβρύου, εκδ . «Ο Ευαγγελιστής Μάρκος», Θέρμη Θεσσαλονίκης 1992.
(13) O I. Καραβιδόπουλος γράφει χαρακτηριστικά: «Ενώ οι σύγχρονοι του Ιησού βλέπουν στο παιδί τον μελλοντικό ενήλικα (και μόνο από αυτή την πλευρά δίνουν σ αυτό αξία), ο Ιησούς αντιστρόφως, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Grundmann, βλέπει στον ενήλικα το χαμένο παιδί που πρέπει να ξαναβρεθεί, για να μπορέσει αυτός να αντιμετωπίσει τον Θεό ως Πατέρα και να δεχτεί απ αυτόν με εμπιστοσύνη και ευγνωμοσύνη τη δωρεά της βασιλείας». Ιωάν. Δ. Καραβιδόπουλος, Το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 307.
(14) «Ὥστε διά τό μή ἐκτριβήναι καί ἀναλωθῆναι τό γένος ὑπό τοῦ θανάτου, ὁ γάμος ἐπινενόηται, ὡς ἄν διά της παιδοποιίας τό γένος τῶν ἀνθρώπων διασώζηται». Ιω. Δαμασκηνού, Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 4.24 PG 94,1208Α.
(15) Ομιλία εις Γένεσιν 38,2, PG 53,352. Ο π. Ι. Μέγιεντορφ γράφει ότι: «.. .μία από τις ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην παλαιοδιαθηκική ιουδαϊκή αντίληψη για τον γάμο και την αντίστοιχη χριστιανική είναι ότι για τους Ιουδαίους της εποχής εκείνης ο γάμος έπαιρνε το νόημα μόνο από την αναπαραγωγή, ενώ για τους χριστιανούς αυτός ο ίδιος ο γάμος περιελάμβανε από μόνος του το τέλος- σκοπό του, δηλαδή την ένωση δύο αλληλοαγαπωμένων υπάρξεων που εικονίζουν την ένωση του Χριστού με την Εκκλησία. Και πράγματι δεν υπάρχει ούτε ένας στίχος του κειμένου των Ευαγγελίων ή των Επιστολών του αποστόλου Παύλου, όπου να λέγεται ότι η τεκνογονία «δικαιώνει» τον γάμο, αποτελεί δηλαδή τον κύριο σκοπό του», π. Ιωάννης Μέγιεντορφ, Ο ορθόδοξος γάμος, μετάφρ . Αρχιμ. Αθηναγόρας Δικαιάκος (νυν Μητροπολίτης Ιλίου), εκδ. Ακρίτας. Αθήνα 2004, σ. 155.
(16) Ομιλία εις την ‘ Ανναν 1,4, PG 54,639.
(17) Βλ. Περί κενοδοξίας και όπως δη τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα, κειμ. Δ. Μωραΐτης, Βιβλιοθήκη «Παπύρου» 96, Αθήνα 1940.
(18) Βλ. Βιβλιοθήκη «Παπύρου» 2, κειμ. Δ. Μπαλάνος. Αθήνα 1958.
(19) Ομιλία ε ις την ‘ Ανναν. 1,3, PG 54,636. Με βάση το κείμενο αυτό υποστηρίζεται ότι, «το βάρος στον σκοπό του γάμου δεν τοποθετείται στον αριθμό των τέκνων, αλλά στο ενδιαφέρον των γονέων για τη σωστή διαπαιδαγώγησή τους». Χρ. Κ. Βάντσου, Θέματα ποιμαντικής ψυχολογίας, τεύχος Β΄ Θεσσαλονίκη 2003, σ. 52.
(20) Φιλ . 2,8. |
|