|
|
|
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ |
|
|
|
Η ζωή μετά θάνατον κατά την ορθόδοξη παράδοση
Jean Claude Larchet
Μετάφραση: ΔρΘ Θεοφάνης Λ. Δρακόπουλος
Μία μοναδική και πρωτότυπη μελέτη για την περί θανάτου ορθόδοξη παράδοση, εκπονηθείσα από τον διεθνούς φήμης Πατρολόγο. Το έργο παρουσιάζει με εμβριθή τρόπο τη θεολογική θεώρηση της φύσης του θανάτου, την πνευματική δοκιμασία που συνεπάγεται η έλευσή του για τον μελλοθάνατο και τους οικείους του, τη διδασκαλία περί δοκιμασίας της ψυχής από τα τελώνια από την 3η μέχρι και την 9η ημέρα, την είσοδο της ψυχής στον άλλο κόσμο και την μερική κρίση της κατά την 40η ημέρα, την μέση κατάσταση της ψυχής μέχρι την τελική κρίση, την ορθόδοξη αναίρεση της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός, τις σχέσεις μεταξύ ζώντων και κεκοιμημένων και την ανάγκη των παρακλήσεων και των προσευχών υπέρ τεθνεώτων, τη διδασκαλία περί τελικής κρίσεως, αναστάσεως των νεκρών και αιώνιας ζωής και τη σύνδεσή της με την χριστιανική θεώρηση της ζωής ως πνευματικής προετοιμασίας για τον θάνατο και την αιώνια ζωή. Ο συγγραφέας παραθέτει πλήθος σχετικών βιβλικών και πατερικών χωρίων, ενώ δίδει μεγάλη σημασία στην εφαρμογή της περί θανάτου ορθοδόξου παραδόσεως και στον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Μία αξεπέραστη έρευνα που δίδει ορθόδοξες απαντήσεις σε όλα τα περί θανάτου ερωτήματα του αναγνώστη.
Σχ. 15Χ22, Σελ. 408, Τιμ. 15€.
|
|
|
|
|
|
Η Θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων
Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Jean Claude Larchet
O έγκριτος συγγραφέας αντιδιαστέλλει στη θεολογική σκέψη της Δύσεως, την πατερική παράδοση της Ορθοδοξίας. Οι όροι «Λυτρωτής» και «Σωτήρας» ταυτίζονται και το ρήμα «σώζω» σημαίνει επίσης και «θεραπεύω». Γι’ αυτό οι Πατέρες απέδωσαν στον Χριστό το προσωνύμιο «Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων». Κάθε χριστιανός για να οικειοποιηθεί την Θεία Χάρη οφείλει να ασκηθεί διάγοντας πνευματική ζωή. Στο εκτενές δίτομο έργο παρουσιάζονται οι κλίμακες του νευματικού βίου, οι πειρασμοί και οι τρόποι καταπολεμησής τους σύμφωνα με την πατερική και νηπτική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
|
|
| Τόμ . Α΄: Σχ. 14Χ21, Σελ. 656, Τιμ. 18€ |
Τόμ . Β: Σχ. 14Χ21, Σελ. 655, Τιμ. 18€ |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Αθωνικά αποτυπώματα
Θεόφιλου Κένταρχου, Εικαστικού
Το παρόν εικαστικό έργο του Κερκυραίου καλλιτέχνη Θεοφίλου Κεντάρχου είναι μία συλλογή υδατογραφιών με μορφές μοναχών και απεικονίσεις ιερών Μονών του Αγίου Όρους. Πρόκειται για ένα λεύκωμα υδατογραφιών, εμπνευσμένων από στιγμές προσευχής και ασκήσεως των μοναχών στο Περιβόλι της Παναγίας. Όπως τονίζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης: «Παρακολουθώντας τα πρόσωπα των μοναχών βλέπει κανείς την εσωτερική τους ψυχική κίνηση, την αγωνία τους, την επιθυμία τους, βλέπει την κατάσταση στην οποία ευρίσκονται. Αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω. Τα έργα δεν αποτελούν προσωπογραφίες συγκεκριμένων ανθρώπων, όσο ψυχικών καταστάσεων, εικονογραφώντας έννοιες αφηρημένες και απόλυτα πνευματικές».
Σχ. 22Χ28,, Σελ. 192, Τιμ. 20€. |
|
|
|
|
|
Το μεταθετό των Επισκόπων
Γαβριήλ (Παπανικολάου),
Μητροπολίτης Ν. Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος
Στην παρούσα μελέτη του Κανονικού Δικαίου, ο συγγραφεύς παρουσιάζει αναλυτικά το πάντοτε επίκαιρο και συγχρόνως αμφιλεγόμενο ζήτημα του μεταθετού των Επισκόπων, μία διαχρονική πρακτική της Εκκλησίας που αποσκοπεί στην επίλυση επιτακτικών προβλημάτων ποιμαντικής φύσεως, αλλά και τις αναγκαίες νομοκανονικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του.
Σχ. 16Χ23, Σελ. 120, Τιμ. 6€. |
|
|
|
|
|
ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
Θεού σκηνώματα
Εκκλησιαστικά μνημεία της Εύβοιας (Ιστορία-Τέχνη-Ζωή)
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου
Στην εμβριθή μελέτη του για τα χριστιανικά μνημεία της Εύβοιας, ο Πανιερ. Μητροπολίτης Φαναρίου παρουσιάζει την μοναδική χριστιανική κληρονομιά της μεγαλονήσου της Εύβοιας, όπως αυτή αποτυπώνεται διαχρονικά στα Παλαιοχριστιανικά, Βυζαντινά, Υστεροβυζαντινά και Νεώτερα μνημεία της Ι. Μητροπόλεως Χαλκίδος, Ιστιαίας και Βορείων Σποράδων. Πρόκειται, όπως τονίζει ο συγγραφεύς, για «έναν οδηγό σωτηρίας» για τους επιθυμούντες να θαυμάσουν τον μοναδικό πλούτο των χριστιανικών μνημείων και των ωραιοτάτων και μοναδικής τέχνης τοιχογραφιών και να αναχθούν στο υπερβατικό μέσα από το κάλλος και την ομορφιά». Η πολυτελής αυτή έκδοση, στην οποία συμμετείχε και η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, κοσμείται από σπανίου κάλλους φωτογραφίες που αποτυπώνουν όλες τις εκφάνσεις της ευσέβειας και της λατρείας προς τον Τριαδικό Θεό και τους προστάτες Αγίους σε περικαλλείς ναούς, αριστουργηματικές τοιχογραφίες και αγιογραφήσεις, μοναδικά παλαιοχριστιανικά γλυπτά και μαρμαροθετήματα με φόντο την μοναδική ομορφιά της Ευβοϊκής φύσης. Την υπό τις ευλογίες της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου και του Σεβ. Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου παρούσα έκδοση, προλογίζει ο Γεν. Γραμματεύς Θρησκευμάτων του ΥΠΠΘ κ. Γεώργιος Καλαντζής.
Το έργο διαιρείται σε πέντε Κεφάλαια-Ενότητες. Στο Α΄ κεφάλαιο περιλαμβάνεται μία ιστορική επισκόπηση της ιστορίας της Εύβοιας από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας, στο Β΄ παρουσιάζονται Ναοί από όλες τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της Ι. Μητροπόλεως (Χαλκίδος, Ληλαντίων & Ν. Αρτάκης, Ψαχνών, Διρφύων, Μαντουδίου & Αγ. ΄Αννης, Λίμνης, Λουτρών Αιδηψού, Ιστιαίας & Ωρεών και Βορείων Σποράδων), στο Γ΄ οι Ιερές Μονές, στο Δ΄ τα Ιερά Προσκυνήματα, ενώ το Ε΄ Κεφάλαιο είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στον εικονογραφικό διάκοσμο. Το έργο αφιερώνει ο συγγραφεύς του στους Ευβοείς αγωνιστές και τους πεσόντες μαρτυρικώς υπέρ Πίστεως και Πατρίδος κατά την ΄Αλωση της Χαλκίδος υπό των Οθωμανών την 12η Ιουλίου 1470.
Σχ. 25Χ 28, Σελ. 622, Τιμ. 40€. |
|
|
|
|
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟΝ |
|
|
|
†14 Νοεμβρίου
Αποστόλου Φιλίππου
Ο απόστολος Φίλιππος υπήρξε ο πέμπτος κατά σειρά μαθητής στον κύκλο του Ιησού. Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, πατρίδα του ήταν η Βησθαϊδά της Γαλιλαίας, από όπου καταγόταν ο Ανδρέας και ο Πέτρος (Ιωάν.1,44). Επρόκειτο για περιοχή στην οποία ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ιδιαίτερα ανθηρός, αφού πολλοί κάτοικοι ομιλούσαν την ελληνική και είχαν λάβει ελληνικά ονόματα, ενώ πολυάριθμοι ήσαν και οι ελληνικής καταγωγής πολίτες που είχαν ασπασθεί την ιουδαϊκή θρησκεία ή αυτοί που μολονότι παρέμεναν ειδωλολάτρες σέβονταν τον Θεό του Ιουδαϊσμού, οι επονομαζόμενοι «σεβόμενοι τον Θεόν». Το όνομα του Φιλίππου είναι ελληνικό και σημαίνει τον φίλο των ίππων, γεγονός που υποδηλώνει ότι ήταν εξελληνισμένος Ιουδαίος ή ακόμη και Έλληνας προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό.
Ο Φίλιππος συνδεόταν με τον Πέτρο και τον Ανδρέα, αφού συναναστρέφονταν από κοινού με κύκλους που έτρεφαν μεσσιανικές ελπίδες. Φαίνεται μάλιστα ότι οι δύο απόστολοι πληροφόρησαν τον Χριστό για τον Φίλιππο, γι’ αυτό στον κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ο Κύριος παρουσιάζεται να αναζητά τον Φίλιππο για να τον συμπεριλάβει στην ομάδα των μαθητών του (Ιωάν.1,43). Ο Φίλιππος είναι από τους πρώτους μαθητές του Χριστού, ενώ αυτός προσκάλεσε το Ναθαναήλ-Βαρθολομαίο στο μαθητικό κύκλο του Ιησού (Ιωάν.1,44-51), πείθοντάς τον ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Μεσσίας για τον οποίο προφήτευσαν ο Μωυσής και οι Προφήτες. Τον διέκρινε η ειλικρίνεια και ο ενθουσιασμός προς το πρόσωπο του Χριστού. Παραβρέθηκε στο γάμο της Κανά (Ιωάν.2,2), ενώ στο θαύμα του πολλαπλασιασμού του άρτου και των ιχθύων και την θρέψη των πεντάκις χιλίων αμφιβάλλει για την πιθανότητα να θρέψει κανείς τόσο μεγάλο πλήθος (Ιωάν.6,1-14). Παρουσιάζεται επίσης να μεσολαβεί και να ζητά από τον απόστολο Ανδρέα να οδηγήσει κάποιους Έλληνες ενώπιον του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα κατά την εορτή του εβραϊκού Πάσχα (Ιωάν.12,20). Παρέστη στη συνάντηση του Κυρίου με τους Έλληνες, όταν ο Κύριος έκανε λόγο για την πραγματοποίηση της δόξας του Θεού δια του Ελληνισμού (Ιωάν.12, 20-26). Κατά το Μυστικό Δείπνο ο Φίλιππος ζήτησε αυθόρμητα από τον Χριστό να δείξει στους μαθητές του τον Πατέρα του για να λάβει την απάντηση του Κυρίου: «τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα;...πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί» (Ιωάν.14, 8-11).
Περί του τέλος του αποστόλου Φιλίππου υπάρχουν διαφορετικές παραδόσεις, μεταξύ άλλων ότι κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Σκυθία και στη Φρυγία και βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Ιεράπολη με τις δύο κόρες του, κατά άλλη ότι πέθανε αργότερα στην Έφεσο ή ότι διέμεινε μαζί με τις κόρες του στην Ιεράπολη. Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, βρήκε μαρτυρικό τέλος από ειδωλολάτρες ιερείς, οι οποίοι έχοντας χάσει έσοδα, λόγω της μαζικής μεταστροφής των εθνικών στον χριστιανισμό χάρις στο κήρυγμά του, τον βασάνισαν και τον σταύρωσαν με το κεφάλι προς τα κάτω. |
|
|
|
|
ΑΡΘΡΟ |
|
|
|
Ο συριακός μοναχισμός και ο Χρυσόστομος
Παπαδόπουλου Στυλιανού,
΄Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος - Η ζωή του - η δράση του - Οι συγγραφές του - Η σκέψη του - Η προσφορά του - Η μεγαλοσύνη του,
Αθήνα 2023 εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 175-178
Ο μοναχισμός στη Συρία
Ο μοναχισμός υπήρξε το πρώτο πνευματικό σχολείο, στο οποίο θήτευσε και για το οποίο έγραψε ο ιερός Χρυσόστομος. Και μολονότι λίγα χρόνια έζησε μακράν του κόσμου ως μοναχός -μόλις έξι- δεν έπαψε ποτέ να θαυμάζει τον μοναχισμό και να εφαρμόζει στον εαυτό του την πεμπτουσία του, την άσκηση. Η αυστηρότητα του συριακού χριστιανισμού, αποτυπωμένη έντονα στον μοναχισμό της περιοχής, το ηθικιστικό φιλοσοφικό ιδεώδες, αλλά και η μεγάλη έκλυση των ηθών στην Αντιόχεια, ενίσχυσαν την αρχή, που ο Χρυσόστομος έλαβε με την αγωγή του, που άρμοζε στο χαρακτήρα του και που είχε στην καρδιά του ως θεία κλήση:
«… έχου των πνευματικών, υπερόρα των βιωτικών. Ούτω γαρ και την γην έξεις μετά των ουρανών και των μελλόντων αγαθών επιτεύξη» (Εις Ματθ. Ομιλ. ΞΗ΄ 5: PG 58, 648).
Αναζήτησε την τέλεια εφαρμογή της αρχής αυτής και την βρήκε πολύ εύκολα στον περίγυρό του και στην ευρύτερη περιοχή της Αντιόχειας, στον μοναχισμό. Από την νεότητά του αγάπησε τόσο πολύ τον μοναχισμό, ώστε είναι άξιο απορίας πως βρήκε την δύναμη να τον αφήσει και να γίνει ποιμένας και δάσκαλος πολλών. Των μοναχών γενικά και των αναχωρητών ειδικά ο βίος, τον οποίο χαρακτηρίζει «μονήρη», «απράγμονα», «φιλόσοφον» και «αγγελικόν» (PG 58, 643· PG 47, 387), έχει θεολογικά ερείσματα. Ο μοναχός απελευθερώνεται από τα δεσμά του -εσωτερικά και εξωτερικά- ζει με την λατρεία του Θεού, συνομιλεί με τον Θεό, απολαμβάνει τα ουράνια αγαθά κι έτσι γίνεται ο εκφραστής του ήθους και του φρονήματος των Αποστόλων και των Προφητών:
« απέλυσον οι μοναχοί των δεσμών εαυτούς πάντων» ( PG 62, 578)· «τη του Θεού λατρεία συζείν» θέλουν οι μοναχοί (PG 47, 387). Βλέπει τον μοναχό «Θεώ συλλαλούντα και των ουρανίων αγαθών απολαύοντα» (PG 47, 389).
«ο μονάζων προς τα των αποστόλων και προφητών ήθη εκτυπούται την γνώμην» (αυτόθι).
Πρέπει να σημειωθεί εμφαντικά ότι οι πληροφορίες, που ο Χρυσόστομος δίνει για μοναχούς και ασκητές, οι περιγραφές και οι αναλύσεις του, αποτελούν την πρώτη σημαντική επώνυμη πηγή, που έχουμε για τον συριακό μοναχισμό. Ακόμα περισσότερο, τα εις αυτόν αφιερωμένα κείμενα του Χρυσοστόμου και οι συχνές σχετικές αναφορές σε πολλές Ομιλίες του διαδραμάτισαν διαμορφωτικό ρόλο, προσέφεραν για την περιοχή δηλαδή το εκκλησιαστικό-θεολογικό θεμέλιο του μοναχισμού και προφύλαξαν αναμφίβολα από παρεκκλίσεις, όπως του Μεσσαλιανισμού, τον οποίο και ο Φλαβιανός Αντιόχειας καταδίκασε, διαπιστώνοντας, ασφαλώς και με την βοήθεια του Χρυσοστόμου, τις παρεκκλίσεις του.
Με τον όρο «μοναστήρια» ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει το ευρύ φαινόμενο πολλών χριστιανών, που ζούσαν ασκητικά στην Συρία γενικά και στην περιοχή της Αντιόχειας ειδικά, στα γύρω της βουνά και δη στον Σίλπιο (Habib Α l – Naggar ) και στις ερημικές όχθες του Ορόντη ποταμού (Asi – Nahri), που διασχίζει και την πόλη. Άλλοι από αυτούς, με την συνεχή καθοδήγηση «προεστώτα» (ηγουμένου δηλαδή), ζούσαν σε μικρά κελλιά, που όλα βρίσκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους η γύρω από το κελλί του προεστώτα. Πρόκειται για τα χαλαρής μορφής κοινόβια. Άλλοι, οι ρεμιόθ ή ρεμοβήθ, όπως τους ονομάζει ο λατίνος Ιερώνυμος, ασκήτευαν ανά δύο ή τρεις με την καθοδήγηση ενός γέροντα. Ζούσαν σε καλύβες ευτελείς και η αυστηρότητά τους ήταν μεγαλύτερη. Υπήρχαν όμως και οι καθαυτό αναχωρητές, που ασκήτευαν απολύτως μόνοι, σε σπήλαια και καλύβες, τρέφονταν κυρίως με χόρτα και ρίζες φυτών, ήταν ρακένδυτοι και μερικοί, αποφεύγοντας για άσκηση κάθε είδους στέγης ( PG 58, 653), περιφέρονταν από τόπο σε τόπο για το λόγο αυτό τους ονόμασαν «βοσκούς». Οι αναχωρητές αναπαύονταν στο έδαφος ελάχιστες ώρες την νύχτα· πολλοί μάλιστα χωρίς να ξαπλώνουν, αλλ ακουμπώντας πλάγια σε κάποιο τοίχο ή πέτρα. Ήταν συνήθως ανυπόδυτοι, εξαιρετικά λιπόσαρκοι και αντιμετώπιζαν με καρτερία το κρύο, την ζέστη, την βροχή και όλα τα στοιχεία της φύσεως.
Ο ίδιος ο Χρυσόστομος έζησε ως ρεμοβήθ τέσσερα χρόνια και ως αναχωρητής δυο. Γι αυτό στα κείμενά του επισημαίνουμε προσωπικές εμπειρίες από τους δικούς του ασκητικούς αγώνες (π.χ. PG 47, 403) από τις χαρισματικές και θεοπτικές του καταστάσεις, στην περιγραφή των οποίων όμως είναι πολύ φειδωλός. Παράλληλα γνώρισε πολύ καλά και την γενικότερη ζωή του μοναστηριού (με την λέξη συχνά εννοεί απλά το κελλί του μοναχού ή του ασκητή· βλ. π.χ PG 47 575) Συνήθως μάλιστα, όταν περιγράφει την ζωή των μοναχών και την αναλύει θεολογικά, δεν βρίσκει ή δεν θέλει, να χαράξει διαχωριστική γραμμή μεταξύ των μορφών του μοναχισμού. Όλοι επιδιώκουν και πετυχαίνουν τον αυτό σκοπό, γίνονται «ξένοι και παρεπίδημοι των ενταύθα», «ουρανοπολίται» και «αγγέλων ίσοι» και γι αυτό ουδέποτε θα προτιμούσαν την βασιλική εξουσία από την ασκητική ζωή τους (PG 58, 654).
Ιδιαίτερα, όταν μιλάει για την άσκηση, τις προϋποθέσεις και τα επιτεύγματα της, αναφέρεται σε όλα τα είδη μοναχισμού, στους κοινοβιάτες, τους ρεμοβήθ και τους αναχωρητές. Η προτροπή του π.χ. για την ερημιά, που δεν περιορίζεται στην τοπική απομάκρυνση, αλλά εκτείνεται και στην «προαίρεσιν», αφορά όλους:
«ερημίας επιζητώμεν, μη τας εκ τόπων μόνον, αλλά και τας από της προαιρέσεως και περί των άλλων απάντων την ψυχήν εις αυτήν άγωμεν την αοίκητον» (Προς Στελέχιον, Περί κατανόξεως γ:PG 47, 414).
Βέβαια, για λόγους παιδαγωγικούς, που ορίζονται κυρίως από την δεκτικότητα του ακροατηρίου του, παρουσιάζει συνήθως την ζωή του κοινοβίου, που είναι και πολλαπλά προσιτότερη. Έτσι π.χ εξηγεί ότι στο μοναστήρι μπορεί κανείς να συναντήσει την άκρα ταπείνωση και την αληθινή αγάπη, που οδηγούν σε «πολλήν ισότητα», μεταξύ των μοναχών και διευκολύνουν τον αγώνα για τις αρετές (PG 58, 671-672). Φυσικά υπάρχουν και εκεί «μικροί και μεγάλοι», αλλ’ αυτό εξαρτάται από «τον της αρετής λόγον». Η διαφορά καθορίζεται από τον βαθμό αρετής μόνο και δεν συνεπάγεται υπεροψία ή αίσθημα καταφρονήσεως. Ακόμη και αν ο «μεγάλος», ο προηγμένος δηλαδή στην αρετή, ταπεινώσει τον «μικρόν», τον αρχάριο, ο τελευταίος γνωρίζει ότι αυτό του έγινε ως παιδαγωγία (αυτόθι) και το δέχεται υπομονετικά. |
|
|
|
|
|
|