ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η θεώρηση της πρώιμης εισαγωγής του Χριστιανισμού στην Αλεξάνδρεια. Μία νέα προβληματική

Χρήστου Π. Μπαλόγλου
Graeco - Arabica XIII (2022), σελ. 297- 306

 

Εισαγωγικά

Ο Ιησούς Χριστός έζησε κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του πρώτου αιώνος, περί το τέλος των οποίων εκήρυξεν στις περιοχές της Γαλιλαίας, της Περαίας και της Ιουδαίας, σταυρωθείς το 33 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα με απόφαση του Ιουδαϊκού Συνεδρίου, την οποία εξετέλεσε η κυρίαρχος Ρωμαϊκή διοίκηση υπό τον επίτροπο Πόντιον Πιλάτον. Τα δε επόμενα τριάντα (33) έτη, περίπου, από του 33 μέχρι το 66 μ.Χ.,οι Απόστολοι εκήρυξαν το Ευαγγέλιον του Χριστού από Ιεροσολύμων «και έως εσχάτου της γης» (Πραξ. α´ 8), ήτοι στην Ιουδαία, Σαμάρεια, Φοινίκη, Κύπρο, Κιλικία και λοιπήν Μ. Ασία, Πόντο, στην Ελλάδα, το Ιλλυρικό, την Ιταλία, Νότιο Γαλλία και Ισπανία. Ατυχώς ουδεμία πληροφορία διαθέτουμε περί διαδόσεως και διδασκαλίας του Ευαγγελίου και στην Αλεξάνδρεια, όπου υπήρχε πολυάριθμος και ισχυρά ιουδαϊκή παροικία, η οποία αριθμούσε γύρω στο 1 εκατ. πιστούς, σύμφωνα με τον Φίλωνα(1), κατά την υπ᾽ όψιν χρονική περίοδο.

Η σιγή των Πράξεων και των Ευαγγελίων προξενεί εντύπωση και εκφράζει απορία, δεδομένου ότι η Εκκλησία της Αλεξανδρείας υπήρξεν η σπουδαιοτέρα επισκοπική έδρα της Αρχεγόνου Εκκλησίας μέχρι της Συνόδου της Χαλκηδόνος (8.10.451). Ευρισκομένη στο κέντρον του τότε γνωστού κόσμου, σε πόλη, η οποία ήταν το κέντρον επίσης του ελληνικού πολιτισμού με την περίφημη Βιβλιοθήκη(2), το Σεράπειον, το Σεβάστειον και το Μουσείον, τα πρώτα οργανωμένα κέντρα ερευνών (3), η Εκκλησία της Αλεξανδρείας οργανώθηκε πρώτη στην ιστορία του Χριστιανισμού με τα δύο απαραίτητα στοιχεία κάθε οργανισμού ανθρώπων, ήτοι, πρώτον, την ισχυρή διοίκηση, και δεύτερον, την βαθεία θεολογική εμπέδωση της αποκεκαλυμμένης θρησκείας.

Υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών θα επιχειρήσωμε να διερευνήσωμε, πρώτον, την διάδοση του Ευαγγελίου στην Αλεξάνδρεια, εκκινώντας εκ της παρουσίας ισχυράς παροικίας Ιουδαίων (Ενότης 1), δεύτερον, την διάχυση του ευαγγελικού κηρύγματος μετά την Πεντηκοστή και τους διωγμούς εις Ιεροσόλυμα (Ενότης 2) και θα προτείνωμε πιθανές δυνατότητες εισόδου του χριστιανικού μηνύματος στην Αλεξάνδρεια (Ενότης 3).

 

1. Η διασπορά των Ιουδαίων εις Αίγυπτον

Οι Ιουδαίοι της Αιγύπτου, σε αντίθεση με τις άλλες παροικίες των Ιουδαίων στην Διασπορά, όπου μετεφέροντο ως εξόριστοι, μετανάστευσαν οικειοθελώς. Στο γεγονός αυτό συνετέλεσε ότι η Αίγυπτος είλκυε το ενδιαφέρον της Παλαιστίνης ως μέγας σιτοβολών, όπου και προμήθευε σίτον, κυρίως κατά τις περιόδους ξηρασίας, δεδομένου ότι η Παλαιστίνη υπέφερε κατά καιρούς από βαρείς λιμούς (4). Για τον λόγο αυτό εύρισκαν οι Ιουδαίοι καλυτέρους όρους διαβιώσεως στην Αίγυπτο (5). Από της εποχής του προφήτου Ησαΐου (8ος π.Χ. αιών) άρχισε η συστηματική εγκατάσταση Ιουδαίων στην Αίγυπτο. Με την βαβυλώνειον αιχμαλωσία (586 π.Χ.), οι Ιουδαίοι εξόριστοι συνέπηξαν την αποικία της Τάφνας(6), ΝΔ του Πηλουσίου. Ο Ιερεμίας συνώδευσε ο ίδιος τους Ιουδαίους στην Αίγυπτο, όπου προλέγει σαφώς την εισβολή του Ναβουχοδονόσορος στην Αίγυπτο (7), η οποία πράγματι έλαβε χώρα το 568 π.Χ., νουθετεί και διδάσκει τους συμπατριώτες του να μην μεταστραφούν στην λατρεία ξένων θεοτήτων (8) και τελικώς αποβιώνει στην Αίγυπτο (9).

Επί της περσικής κατακτήσεως της Αιγύπτου, οι Ιουδαίοι απελάμβαναν προστασίας, ελευθέρως δε ανεπτύχθησαν και προς Νότον μέχρι του πρώτου καταρράκτου του ΝείλουYeb (Ελεφαντίνη), όπου, από του 6ου π.Χ. αιώνος υπήρχε Ιουδαϊκός στρατιωτικός καταυλισμός και ναός (10). Μετά την ίδρυση της Αλεξανδρείας το 323 π.Χ. υπό του Μεγ. Αλεξάνδρου, εγκαταστάθησαν σε αυτήν πολλοί Ιουδαίοι και έτσι από του 3ου π.Χ. αιώνος η πόλη κατέστη κέντρον πολυαρίθμου Ιουδαϊκής παροικίας.

Στην πόλη οι Ιουδαίοι είχαν μεγάλη επιρροή και έντονη παρουσία στην πολιτισμική ζωή της πόλεως. Η γλώσσα τους ήταν η ελληνική, δεδομένου, ότι για τις θρησκευτικές των ανάγκες μετεφράσθησαν στην ελληνική τα βιβλία της Π.Δ. επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου (βασ. 287-247 π.Χ.), μετάφραση, η οποία κατέστη αργότερον η αυθεντική Βίβλος της Εκκλησίας (Ο´).

Το ενδιαφέρον του Ιουδαϊσμού της Αλεξανδρείας δεν εντοπίζεται ούτε στην ιστορίαν του ούτε στο πληθυσμικόν του μέγεθος, αλλά στην φιλολογική του παραγωγή, καθόσον ενταύθα παρατηρείται η πρώτη προσπάθεια χρησιμοποιήσεως της ελληνικής γλώσσης προς έκφραση της εβραϊκής σκέψεως (11).

 

2. Η διάδοση του Ευαγγελίου μετά τους διωγμούς των Ιεροσολύμων

Ως συνέπεια του διωγμού των Ελληνιστών Ιουδαιοχριστιανών των Ιεροσολύμων, μετά τον λιθοβολισμό του διακόνου Στεφάνου (Πραξ. η´ 1 εξ.), υπήρξεν ο διασκορπισμός των «κατά τας χώρας της Ιουδαίας και Σαμαρείας», όπου «διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον» (Πραξ. η´ 4). Η τοιαύτη ιεραποστολική δράση ήταν η πρώτη εκτός των Ιεροσολύμων στις πλησιόχωρες περιοχές. Κατά την αυτήν εποχή από τους διωχθέντες Ελληνιστές Ιουδαιοχριστιανούς λαμβάνει χώρα ιεραποστολική δράση «έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας» (Πραξ. ια´ 19), οι οποίοι εκήρυττον τον λόγον «ει μη μόνον Ιουδαίοις». Υπό την λογικήν αυτήν δεν αποκλείομε να έλαβε χώρα ιεραποστολική δραστηριότης και στην Αλεξάνδρεια, λόγω της ισχυράς ιουδαϊκής παροικίας.

Ο Λουκάς απαριθμεί τις περιοχές στις οποίες έλαβαν χώρα ιεραποστολικές δράσεις μετά τον λιθοβολισμό του Στεφάνου υπό των Ιουδαιοχριστιανών: Πρώτον, η Φοινίκη, στην οποία συναντούμε χριστιανικές κοινότητες εις Τύρον και Πτολεμαΐδα (Πραξ. κα´ 2-7) και στην Σιδώνα (Πραξ. κζ´ 3), δεύτερον, η Κύπρος, η οποία σύμφωνα με τον Ηρόδοτο από διάφορα «έθνεσι» συνίσταται, «από Σαλαμίνος και Αθηναίων… από Αρκαδίας… από Κύθνου…, από Φοινίκης…, από Αιθιοπίης ως αυτοί Κύπριοι λέγουσι» (12), με προηγμένη εκκλησιαστική κοινότητα στην Πάφο (13), απ᾽ όπου κατάγονται ο Απόστολος Βαρνάβας (Πραξ. δ´ 36) (14) και ο Μνάσων (Πραξ. κα´ 16) (15), μία νήσος, που θα αναδείξη πλείστους αγίους(16), αλλά και σημαντικές προσωπικότητες της αρχεγόνου Εκκλησίας, όπως ο Απόστολος Αριστόβουλος, εκ των 70, ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος (17), και τρίτον, η Αντιόχεια, η τρίτη μεγάλη πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μετά την Ρώμη και την Αλεξάνδρεια (18), στην οποία σημαντικό πρόσωπο για την διάδοση του Ευαγγελίου διεδραμάτισαν οι Κύπριοι (19). Η πληροφορία, που παραδίδουν οι Πράξεις, ότι μεταξύ των διασπαρέντων διωχθέντων Ιουδαιοχριστιανών που έφυγαν προς Αντιόχεια «ήσαν… τινες… άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι» (Πραξ. ια´ 20) είναι ουσιώδους σημασίας, δεδομένου ότι «εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς» (Πραξ. ια´ 20). Κατά την αυτήν αναλογίαν μπορούμε να θεωρήσωμε, ότι να ήσαν επίσης Κυρηναίοι και εκείνοι, οι οποίοι διέδωσαν τον Χριστιανισμό στην Αλεξάνδρεια.

Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι ο τρόπος επικοινωνίας Αλεξανδρείας – Μεσοποταμίας και ειδικώτερον Ιεροσολύμων Αλεξανδρείας.

 

3. Η επικοινωνία μεταξύ Ιεροσολύμων – Παλαιστίνης και Αλεξανδρείας

Η Παλαιστίνη, ως εκ της θέσεώς της εν μέσω Αιγύπτου και Μεσοποταμίας, συνέδεε τις δύο αυτές μεγάλες γεωγραφικές περιοχές και καθίστατο γέφυρα μεταξύ αυτών, χάρις κυρίως στις δύο διεθνείς και σπουδαίες εμπορικές οδούς, οι οποίες την διέσχιζον καθ᾽ όλον αυτής το μήκος. Πρόκειται για δύο οδούς, εκ των οποίων η μία απεκαλείτο «οδός θαλάσσης» (20), μία παραλιακή οδός (21), η οποία εκκινούσε από την Αίγυπτο και, δια των παρακτίων περιοχών της Παλαιστίνης, ανερχόταν προς βορράν και έφθανε μέχρι των φοινικικών ακτών και της Μεσοποταμίας (22). Η δεύτερη οδός, γνωστή ως «βασιλική οδός» (23), ήταν ευθεία και συντομωτέρα, χρησιμοποιείτο για στρατιωτικούς και εμπορικούς σκοπούς, εκκινούσε από την Akaba (στην Ερυθρά Θάλασσα) και, διασχίζοντας την πέραν του Ιορδάνου χώρα (Υπεριορδανία), κατέληγε επίσης στην Μεσοποταμία (24).

Οι δεσμοί Αλεξανδρείας - Ιεροσολύμων συσφίγγονται έτι περισσότερον κατά την εποχή, κατά την οποία «λιμός μέγας» ενέσκηψε στην Παλαιστίνη «επί Κλαυδίου Καίσαρος» (Πραξ. ια´ 28). Εκ της Κ.Δ. πληροφορούμεθα, ότι οι χριστιανοί της Αντιοχείας «ώρισαν έκαστος αυτών εις διακονίαν πέμψαι τοις κατοικούσιν εν Ιουδαία αδελφοίς» (Πραξ. ια´ 29) και για τον λόγο αυτό απέστειλαν με οικονομική αρωγή «προς τους πρεσβυτέρους» τον Βαρνάβα και τον Παύλο (Πραξ. ια´ 30). Με δεδομένον, ότι το 40/41 μ.Χ. ήταν σαββατιαίον, γεγονός που σημαίνει ότι απαγορευόταν η καλλιέργεια της γης, συμφώνως προς τα εν Λευΐτ. 251 -7 οριζόμενα, ο λιμός πρέπει να ενέσκηψε το 43 μ.Χ., διότι το σαββατιαίον έτος προεκάλεσεν έλλειψη τροφών για το επόμενο έτος 41-42 μ.Χ.

Τίθεται το ερώτημα, εάν η χριστιανική κοινότητα της Αλεξανδρείας προσέτρεξε σε ανάλογη βοήθεια. Από τον Ιώσηπο πληροφορούμεθα ότι η βασίλισσα των Αδιαβηνών Ελένη(25) επισκεπτομένη τα Ιεροσόλυμα κατά την περίοδο του λιμού, έφερε σιτάρι από την Αλεξάνδρεια (26) και «ισχάδων φόρτον», ήτοι ξερά σύκα (27) από την Κύπρο. Ο γυιός της Ιζάτης «έπεμψε πολλά χρήματα τοις πρώτοις των Ιεροσολύμων» (28).

Για την διάδοση του Χριστιανισμού στην Αλεξάνδρεια, δύο σημαντικές συνιστώσες πρέπει να ληφθούν υπ᾽ όψιν συνδυαστικώς. Πρώτον, που μετέβη ο Πέτρος μετά την θαυμαστήν αποφυλάκισή του από την σύλληψή του και τον διωγμό που εκήρυξε ο Ηρώδης Αγρίππας, και δεύτερον, η ύπαρξη του Ιουδαίου Απολλώ στην Αλεξάνδρεια. Πράγματι, κατά τον διωγμό του Ηρώδη Αγρίππα «ο Πέτρος ετηρείτο εν τη φυλακή» (Πραξ. ιβ´ 5), σκοπεύοντας ο Ηρώδης «μετά το πάσχα αναγαγείν αυτόν τω λαώ» (Πραξ. ιβ´ 4), αλλά κατώρθωσε να αποδράση με την συμβολή «αγγέλου Κυρίου» (Πραξ. ιβ´ 7-9) και να μεταβή «επί την οικίαν Μαρίας της μητρός Ιωάννου του επικαλουμένου Μάρκου» (Πραξ. ιβ´ 12) και από εκεί «επορεύθη εις έτερον τόπον» (Πραξ. ιβ´ 17). Ποιός ήταν ο τόπος που κατέφυγε ο Πέτρος, μένει ερώτημα άναπάντητο. Εκ των πιθανών προορισμών του Πέτρου, ήτοι Ρώμης, Κορίνθου, Αντιοχείας, προσθετέα και η περίπτωση της Αλεξανδρείας. Τόσον η Ρώμη, όσον και η Κόρινθος αποκλείονται, ενώ εξεταστέον τυγχάνει μεταξύ των δύο πόλεων, Αλεξανδρείας η Αντιοχείας.

Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος (Φούγιας) (1924-2006) σε παλαιά του μελέτη (29) σημειώνει ότι «τρεις είναι οι πιθανοί έτεροι τόποι, Ρώμη, Κόρινθος και Αλεξάνδρεια. Εκ τούτων πιθανωτέρα είναι η πόλις της Αλεξανδρείας, διότι αύτη ήτο πλησιεστέρα και περισσότερον κατάλληλος»(30). Αντιθέτως, ο Ομότιμος Καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης Χρήστος Σπυρ. Βούλγαρης (1934- ) υποστηρίζει ότι ο Πέτρος μετέβη στην Αντιόχεια (31). Μία άλλη διαφορετική άποψη καταθέτει ο Αριστείδης Πανώτης (Κέα 1931- ). Ο Πέτρος «απομακρύνθηκε από τα Ιεροσόλυμα μέχρι που πέθανε ξαφνικά ο Αγρίππας στην Καισάρεια το 44. Τότε, το φθινόπωρο του 48, επανήλθε για λίγο ο Πέτρος στα Ιεροσόλυμα κατά την Αποστολική Σύνοδο… για να αναχωρήσει και πάλι. Στο διάστημα αυτό (ενν. μεταξύ 44-48) έδειξε την ακεραιότητα της αποστολικής κλήσεώς του, όταν με βδελυγμία απέκρουσε τον καιροσκόπο Σίμωνα τον Μάγο, που του ζητούσε να εξαγοράσει τη θεία χάρη του Χριστού» (32). Εδώ εμφανίζεται μία παρανόηση. Ο Πέτρος, ομού μετά του Ιωάννου (Πραξ. η´ 14), απεστάλησαν υπό των αποστόλων στην Σαμάρεια, όπου ο Φίλιππος, ένας εκ των επτά διακόνων, «εκήρυσσεν αυτοίς τον Χριστόν» (Πραξ. η´ 5). Οι δύο απόστολοι «επετίθουν τας χείρας» (Πραξ. η´ 17) σε όλους εκείνους που είχε βαπτίσει ο Φίλιππος. Τότε τους πλησίασε ο Σίμων και «προσήνεγκεν αυτοίς χρήματα» (Πραξ. η´ 18), γεγονός που κατεδίκασε ο Πέτρος. Κατά συνέπεια, η ιεραποστολική δραστηριότητα του Πέτρου δεν έχει καμμία σχέση με τον «έτερον τόπον», δεδομένου, ότι αυτή έλαβε χώρα μετά την Πεντηκοστή.

Η άποψη, όμως, του Αριστ. Πανώτη μας οδηγεί σε μία άλλη σκέψη. Δεν αποκλείεται ο Πέτρος να μετέβη για βραχύ χρονικό διάστημα στην Αλεξάνδρεια, ο «έτερος τόπος», δεδομένης της καλής οδικής συγκοινωνίας και να επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα για την Αποστολική Σύνοδο. Ορθώς υποστηρίζει ο Αρ. Πανώτης ότι ο «Λουκάς κατέγραψε κυρίως την Παύλεια διάδοση του Ευαγγελίου στὰ έθνη’’ και άφησε ασυμπλήρωτη την Πέτρεια ‘’μαθητεία’’, ίσως γιατί αυτή επικεντρώθηκε στον ευαγγελισμό των εβραϊκών κοινοτήτων» (33). Με τον τρόπο αυτό στοιχείται ο Αριστείδης Πανώτης στην παλαιοτέρα διατυπωθείσα υπό του Μεθοδίου Φούγια άποψη, ότι «παρασιωπάται» υπό του Λουκά η δραστηριότητα Χριστιανών στην Αλεξάνδρεια, εδραζομένη η παράλειψη αυτή στις «παλαιάς διαφοράς μεταξύ Παυλινισμού και Πετρινισμού», οι οποίες είχαν απήχηση στον Λουκά (34).

Κατά συνέπεια, δεν αποκλείομε ο Πέτρος το 44 μ.Χ. να μετέβη εις Αλεξάνδρεια, να συνετέλεσε στην εμπέδωση του χριστιανικού κηρύγματος, σε μία εκκλησία, που είχαν ιδρύσει προσήλυτοι ανώνυμοι –εξ ου και η περίπτωση Απολλώ– και στην συνέχεια να μετέβη εις Αντιόχεια –επεισόδιο με Παύλο φθινόπωρο 48 μ.Χ. (Γαλ. β´ 11-14) και εκείθεν εις Ιεροσόλυμα,όπου έλαβε μέρος στην Αποστολική Σύνοδο (49 μ.Χ.).

Δεν αποκλείομεν ο Αλεξανδρεύς Ιουδαίος Απολλώ, «ανήρ λόγιος» και «δυνατός ων εν ταις γραφαίς» της Π.Δ. (Πραξ. ιη´ 24), που έδρασε στην Έφεσο και στην Κόρινθο, χαίροντας της εκτιμήσεως του Παύλου (Α´ Κορ. Ιστ´ 12. Τιτ. γ´ 13), να είχε προσηλυτισθή μέσω του Πέτρου.

 

Τελικές Παρατηρήσεις

Το πρόβλημα πως και πότε εισήχθη το Ευαγγέλιον στην Αλεξάνδρεια δεν είναι δυνατόν να εύρη την τελική επίλυσή του. Προτάσεις, σκέψεις, ερμηνείες μπορούν να δοθούν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Πέτρος, διαφυγών εκ των Ιεροσολύμων, δεν αποκλείεται να διέδωσε το Ευαγγέλιο στην πόλη.

 

SUMMARY

The conception of the Introduction of Christianity in Alexandria

It is extraordinary strange to underline the fact that there is not any written evidence or information of the Gospels or the Acts on Alexandria. The city, one of the most prominent of the Roman Empire and the biggest in the Eastern Mediterranean World, had a prominent and wealth Jewish community, as Philon and Josephus describe.

The paper focuses on to analyzing and proposing the way that the message came to Alexandria, after Peter’s escape from Jerusalem during Agrippa’s time ( 44 AD). Peter is not known what he made until 48 AD, when he met Paul in Antioch and in 49 AD, when he participated in the Apostolic Synod. We are proposing that he left Jerusalem, came in Alexandria, where he taught and introduced the evangelic message.


Υποσημειώσεις

(1)Φίλωνος, Εις Φλάκκον 6, 8.

(2)Πβ. Σόλωνος Κυδωνιάτη «Η Αλεξάνδρεια και η Βιβλιοθήκη», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 74 (Β´) (1999) 135-147, εδώ σσ. 140-142.

(3)Πβ. την επισήμανση του Κ. Ι. Δεσποτοπούλου επί της ανακοινώσεως του Παύλου Σακελλαρίδη «50 χρόνια από την ίδρυση του C . N . R . S . ( Centre National de la Recherche Scientifique – France )», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 65 (Β´) (1990) 208-215, εδώ σ. 215 (Δεσποτόπουλος), ο οποίος υπογραμμίζει ότι το Λύκειον του Αριστοτέλους και το Μουσείον των Πτολεμαίων αποτελούν τα πρώτα κέντρα επιστημονικής ερεύνης με κρατική επιχορήγηση.

(4)Δευτερονόμιον ΙΑ´ 10.

(5)Γενέσεως ΙΒ´ 10: «Και εγένετο λιμός επί της γης, και κατέβη Άβρααμ εις Αίγυπτον παροικήσαι εκεί, ότι ενίσχυσεν ο λιμός επί της γης». Οι περιπτώσεις λιμού δεν ήσαν ασυνήθεις στην περιοχή εκείνη κατά τους χρόνους της Π. Διαθήκης. Πβ. Παναγ. Σιμωτά, Ο λιμός εν τη Παλαιά Διαθήκη. Θεσσαλονίκη 1965, σσ. 8-10. Ιερεμίου Φούντα (νυν Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως), Γένεσις. Πειραιεύς 1985, σσ. 191-192.

(6)Ιερεμ. Ν´(=50) (Μασ. ΜΓ´): « 7και εισήλθον εις Αίγυπτον, ότι ουκ ήκουσαν της φωνής Κυρίου· και εισήλθον εις Τάφνας. 8και εγένετο λόγος Κυρίου προς Ιερεμίαν εν Τάφνας λέγων».

(7)Ιερεμ. Ν´(=50) (Μασ. ΜΓ´): «λαβέ σεαυτώ λίθους μεγάλους και κατάκρυψον αυτούς εν προθύροις, εν πύλη της οικίας Φαραώ εν Τάφνας, κατ᾽ οφθαλμούς ανδρών Ιούδα».

(8)Ιερεμ. ΝΑ´ (=51) (Μασ. ΜΔ´, ΜΕ´): « 10 και ουκ επαύσαντο έως της ημέρας ταύτης και ουκ αντείχοντο των προσταγμάτων μου, ων έδωκα κατά πρόσωπον των πατέρων αυτών […] 15 και απεκρίθησαν τω Ιερεμία πάντες οι άνδρες οι γνόντες ότι θυμιώσιν αι γυναίκες αυτών θεοίς ετέροις και πάσαι αι γυναίκες…».

(9)Βασ. Βέλλα, Θρησκευτικαί προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τχ. Β´. Αθήναι: Έννοια, 2008, σ. 445 [Πρόκειται περί φωτοαναστατικής ανατυπώσεως της εκδόσεως 1963]. Μεταγενέστερη παράδοση φέρει τον προφήτη να λιθοβολήται από τους συμπατριώτες του στην Τάφνα, –Ψευδεπιφανίου, Περίτών προφητών, εν PG 43, col . 400–, ενώ μία άλλη παρουσιάζει τον Ιερεμία να μεταφέρεται με τον Βαρούχ από τον Ναβουχοδονόσορα στην Βαβυλώνα μετά την εισβολή του στην Αίγυπτο το 568 π.Χ.

(10)Παναγ. Ν. Σιμωτά, «Αι σχέσεις Αιγυπτίων και Ισραηλιτών ως εμφανίζονται εις την Παλαιάν Διαθήκην», Θεολογία ΞΣΤ´(1) (1995) 19-54, εδώ σ. 44.Κων/νου Ζάρρα, Ιστορία της Εποχής της Καινής Διαθήκης. Αθήνα: Έννοια, 2005, σσ.128-130.

(11)Χρ. Σπ. Βούλγαρη, Ιστορία της Αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας (33-70 μ.Χ.). Αθήναι: Αποστολική Διακονία, 2012, σσ. 79-80.

(12)Ηροδ., ΙστορίαιΖ´ 90.

(13)Περί της εισαγωγής του Χριστιανισμού στην Κύπρο πβ. JohnHackett , Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου κατά μετάφρασιν και συμπλήρωσιν Χαριλάου Ι. Παπαϊωάννου, τομ. Α’. Εν Αθήναις 1923, κεφ.Α’. Costas Cyrris « Saint Barnabas and Saint Paulin Cyprus », εν Πρακτικά Α´ Παγκυπρίου Συνεδρίου Ελληνικού Πολιτισμού «Ελληνιστική Περίοδος» (Λευκωσία 21-23 Δεκεμβρίου 1973), επιμ. Γ. Ιωαννίδης, Λευκωσία 1974, σσ. 97-125. Χρήστου Κ. Οικονόμου, Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Κύπρο. Ιστορική-φιλολογική-θεολογική και θρησκειοϊστορική ανάλυση της διηγήσεως των Πράξεων 13,1-2. Πάφος 1996, 445σσ.[Σπουδές στον Αρχέγονο Χριστιανισμό 3]. Ιδίου, Βιβλικές μελέτες για τοναρχέγονο Χριστιανισμό. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1998. Γεωργίου Πατρώνου «Η Κύπρος «πύλη» του Χριστιανισμού προς τον κόσμο των Εθνών», εν Ιδίου, Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Θέματα αρχικής συνάντησης και σύνθεσής τους. Αθήναι :Αποστολική Διακονία, 2003, σσ.47-95. Χ. Κ. Οικονόμου, «Η εισαγωγή του Χριστιανισμού και η θεμελίωση της Κυπριακής Εκκλησίας», εν Θ. Παπαδόπουλος, επιμ., Βυζαντινή Κύπρος, τομ. Γ´. Λευκωσία: Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ´. Λευκωσία 2005, σσ. 23-105. Χρυσοβαλάντου Κυριακού «Η Σαλαμίνα χριστιανική Μητρόπολις Κύπρου (3ος-4ος αιώνας μ.Χ.)», Κυπριακαί Σπουδαί ΟΔ´ (2010) [2012] 39-55.Χρήστου Π. Μπαλόγλου «Η ιεραποστολική δραστηριότητα και η διάδοση του Χριστιανισμού στη Μέση Ανατολή. Η περίπτωση της Κύπρου », Journal of Oriental and African Studies 22 (2013) 17-37.

(14)R. Lipsius, M. Bonnet, « Περίοδοι και μαρτύριον του Αγίου Βαρνάβα του Αποστόλου », εν Acta Apostolorum Apocrypha, τομ . ΙΙ, 2.

(15)Χρήστου Π. Μπαλόγλου «Η συνεισφορά και συμβολή του Μνάσωνος στην συγκρότηση της αρχαίας Εκκλησίας», Εκκλησιαστικός Φάρος ΠΓ’-ΠΔ’(2012-2013) 281-297.

(16)Μακαρίου του Γ´, Α.Θ.Μ. Αρχιεπισκόπου Κύπρου, «Κύπρος η Αγία Νήσος», εν Πόνημα Εύγνωμον. Τιμητικός Τόμος επί τη 40ετηριδι συγγραφικής δράσεως και τη 35ετηριδι Καθηγεσίας του Βασιλείου Μιχ. Βέλλα. Επιμ. Αθαν. Χαστούπη. Αθήναι: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1969, σσ. 357-406.

(17)Χρήστου Π. Μπαλόγλου «Η ιεραποστολή στη Μέση Ανατολή: Ο Ευαγγελιστής και Απόστολος Μάρκος βάσει των μαρτυριών της Καινής Διαθήκης (περίληψις γερμανιστί) », Journal of Oriental and African Studies 23 (2014) 20-40.

(18)Ιωσήπου, Ιουδ. Πόλεμος Γ´ IV 29. M. C. Tenney «The Influence of Antioch on Apostolic Christianity», εν Bibliotheca Sacra 107 (1950) 298-310. Βασ . Θ . Σταυρίδου , « Η Αντιόχεια », εν Διακονία . Αφιέρωμα στη μνήμη του Βασιλείου Στογιάννου . Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ, 1988, σσ. 659-675.

(19) X ριστάκη Ευσταθίου «Οι πρώτοι ανώνυμοι Κύπριοι ιεραπόστολοι και η συμβολή τους στην Εκκλησία της Αντιοχείας και της Κύπρου», Θεολογία 83(3)(Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012) 267-285.

(20)Ησ. Θ´: « 1 Τούτο πρώτον πίε, ταχύ ποίει, χώρα Ζαβουλών, η γη Νεφθαλύμ, οδόν θαλάσσης και οι λοιποί οι την παραλίαν κατοικούντες…».

(21)Εξ. ΙΓ´: « 17 Ως δε εξαπέστειλε Φαραώ τον λαόν, ουχ ωδήγησεν αυτούς ο Θεός οδόν γης Φυλιστιείμ, ότι εγγύς ην».

(22)Πβ. Χρυσάνθου (Σαρηγιάννη) Μητροπολίτου Μόρφου, Συνοπτική Ιστορία της εποχής της Παλαιάς Διαθήκης. Ευρύχου Κύπρος 1990, σ. 60. Παναγ. Ν. Σιμωτά, «Αι σχέσεις Αιγυπτίων και…», ένθ’αν.,σ. 19. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Χρήστο Σπ. Βούλγαρη, Ιστορία της Αρχεγόνου…ενθ᾽ αν. σ.357, την διαδρομή μέσω Αλεξανδρείας προς Ιεροσόλυμα ακολούθησαν οι Ρωμαίοι επίτροποι, και αυτός ο Αλβίνος, ο διάδοχος του προώρως θανόντος Φήστου. Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. Κ´14 (1).

(23)Αριθμ. Κ´: « 17 παρελευσόμεθα δια της γης σου, ου διελευσόμεθα δι᾽ αγρών, ουδέ δι᾽ αμπελώνων, ουδέ πιόμεθα ύδωρ εκ λάκκου σου, οδώ βασιλική πορευσόμεθα […]». Αριθμ. ΚΑ´: « 22… οδώ βασιλική πορευσόμεθα…».

(24)Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. Κ´ ΙΙ 7 (1).

(25)Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. Κ´ ΙΙ 7 (1).

(26)Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. Κ´ ΙΙ 51 (5).

(27)Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. Κ´ ΙΙ 52 (5).

(28)Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. Κ´ ΙΙ 53 (5).

(29)Μεθοδίου (Φούγια) Αξώμης (αποθανόντος Πισιδίας) «Αι αρχαί της Εκκλησίας Αλεξανδρείας και ο Απόστολος Πέτρος», Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΓ´ (1971) 574-577 [: Ιδίου, Θεολογικαί και Ιστορικαί Μελέται, τομ. Α´. Αθήναι: Γρηγ. Παρισιάνος, 1979, σσ. 244-247]. Μεθοδίου Αξώμης (αποθανόντος Πισιδίας) «Εκκλησία Αλεξανδρείας», εν Ιδίου, Θεολογικαί και…, τομ. Α´, σσ. 231-237.

(30) Μεθοδίου (Φούγια) Αξώμης «Αι αρχαί της Εκκλησίας…», εν Θεολογικαί και…, τομ. Α´,σ. 245.

(31)Πβ. Χρ. Σπ. Βούλγαρη, Ιστορία της Αρχεγόνου.…ένθ’αν., σσ. 157-163: κεφ. 13ο.

(32)Αριστείδου Γ. Πανώτη, Το Συνοδικόν. Επίτομη Ιστορία της εν Ελλάδι Εκκλησίας λυρίως ως κληματίδας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τομ. Α´ 50 μ.Χ. – 1850. Αθήνησι: Αθαν. Σταμούλη, 2008, σ. 46.

(33)Αυτόθι, σ. 46.

(34)Μεθοδίου (Φούγια) Αξώμης (αποθανόντος Πισιδίας), Θεολογικαί και…ένθ’αν., τομ. Α´, σσ. 245-246.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.