ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Εις Νικόλαον Λούβαρι Μνημόσυνον

Eduard Spranger, μτφρ. Στυλιανού Παπαδόπουλου,
Αθήνα 196, σελ. 11-19

II

Πάσα προσπάθεια να ομιλήση τις περί της ουσίας ενός ανθρώπου θα παραμένη ως προοπτική και μάλιστα θα είναι αποσπασματική, όταν τις δεν γνωρίζη την μητρικήν γλώσσαν (του ανθρώπου περί του οποίου θα ομιλήση). Εν τούτοις δύναται τις κοσμοθεωριακώς ν' αντιληφθή τα της ουσίας της προσωπικότητος. Το αυτό φαίνεται εννοεί και ο Λούβαρις, όταν κάποτε γράφη: «Η κοσμοθεωρία είναι δι' εμέ μία εκ των γλωσσών, τας οποίας εχρησιμοποίησεν η ανθρωπότης δια να εκφράση τας βαθυτέρας της ανάγκας» (6.11.1932). Ό,τι ο Τήνιος ως σοφός και διδάσκαλος επί του φιλοσοφικού και θεολογικού πεδίου κατώρθωσε, δύναται να παρουσίαση κάποτε μόνον εις συμπατριώτης του ή εις ειδικός. Ο ιδικός μου χαρακτηρισμός επιχειρεί να λάβη μίαν θέσιν, η οποία κείται προ της περιοχής αυτής (της θεολογικής ή φιλοσοφικής δηλονότι προσφοράς). Ο τόσον ιδιόρρυθμος ούτος ανήρ, διαμορφωμένος εν τω πνεύματι της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας, είχε φιλικάς σχέσεις με Καθολικούς και Προτεστάντας. Υπήρξεν επίσης και γνήσιος φιλόσοφος, αλλ' ουδέποτε απεμακρύνθη της θρησκείας του, της Εκκλησίας του και της διά μέσου της ιστορίας διαμορφωθείσης ευσέβειας αυτής. Το μυστικόν της δεκτικότητας του ταύτης δι' έκαστον τόνον του θείου εξηγώ ως έξης:

Υπάρχει μία πρωταρχική θυμική διάθεσις, δια την οποίαν ουδέν άλλο όνομα ευρίσκω πλην της κακής γλωσσικής συνθέσεως «πανθρησκειακός». Η διάθεσις αύτη επ' ουδενί πρέπει να συγχέεται προς τον πανθεϊσμόν, διότι εν αύτη ο κόσμος δεν ανυψοΰται προς τον Θεόν. Εν τούτοις η ευσέβεια ανάπτει εις πάσας τας μορφάς του σύμπαντος και εις όλας τας ακτίνας, τας οποίας τούτο ρίπτει εις την βιούσαν ψυχήν. Όλα λοιπόν οδηγούν εις βάθος πλήρες μυστηρίου. Εν παράδειγμα δια την νεωτέραν αυτήν μορφήν του μυστικισμού, η οποία σήμερον δεν κατανοείται πλέον τελείως, είναι οι «Λόγοι περί τής Θρησκείας» ( Reden iiber die Religion , 1799) του Schleiermacher . Δεν ενθυμούμαι να είχε τονίσει ο Λούβαρις στενήν τινα σχέσιν αυτού προς τον Χερρχουτιανόν τούτον (μέλος αδελφότητος της πόλεως Herrhut ). Εις τό «Βιβλίον Ὡρῶν» όμως του Rilke εύρισκεν ομοίους τόνους. Περί τούτου, του Rilke , έγραψεν εν βιβλίον εις εποχήν εξαιρετικώς δραματικήν (1942). Ο Holderlin επίσης δεν ήτο δι' αυτόν μόνον ο ποιητής της νοσταλγίας της αρχαίας Ελλάδος. Θα ηδύνατο τις να πρόσθεση τον Novalis , τον οποίον ωσαύτως δεν είχε κατονομάσει. Όταν ο Λούβαρις επανειλημμένως αυτοαποκαλήται ρομαντικός, εννοεί με τούτο όχι τον «εις το παρελθόν ζώντα» (αν και συνυπακούεται και τούτο), αλλ' εκείνον ακριβώς, ο οποίος πανταχού αι σθάνεται να πνέη η αύρα τής αιωνιότητος. Το παν αποβαίνει εικών του θείου, σύμβολον ενός ανέκφραστου βάθους του κόσμου και της ζωής. Εις την σφαίραν αυτήν ανήκει προ παντός το του Spinosa : « Scimus sentimusque nos aeternos esse » (=γνωρίζομεν και αισθανόμεθα ότι είμεθα αιώνιοι).

Αλλ' ο Λούβαρις, δια τον οποίον ταύτα απετέλουν βαθυτάτην βεβαιότητα, ά νεφέρετο χαρακτηριστικώς πάντοτε εις τον Goethe , όταν ωμιλούσαμεν περί της πίστεως εις την προσωπικήν αθανασίαν.

Το θεμελιώδες μυστικιστικόν αίσθημα ηχεί πάντοτε εις τας επιστολάς: «Αισθάνομαι πανταχού την παρουσίαν του αιωνίου. Δια τούτο συνηντήθημεν εις τον ονειρώδη αυτού κόσμον» (14.6. 1953). «Η προσφιλεστέρα μου απασχόλησις έγκειται εις τούτο: να αναγνωρίζω εις το πράον φως εκάστης λάμπας την ανταύγειαν ανωτέρου φωτός» (24.5.1956). «Ο θόρυβος της στιγμής δεν κωλύει την φωνήν του αιωνίου. Ούτως ηδυνήθην να βιώσω και τα Χριστούγεννα και νά εμβαθύνω ακόμη περισσότερον εις το συμβολικόν των πνεύμα» (30.12.1954). Φύσις, μουσική, κάλλος ψυχής, σημαίνουν διά τον οδοιπόρον προοίμιον της εσχάτης εκείνης διασπάσεως, δια της οποίας «ο Λόγος σαρξ εγένετο».

Το γράμμα της 19.6.1935 (το οποίον θα καταχωρισθή αργότερον εις τας σελίδας ταύτας κάποτε) με την περιγραφήν της θέας της Αττικής από το όρος της Πάρνηθος είναι το ωραιότερον μεταξύ πολλών ομοίων, δια το πώς το βίωμα της φύσεως αναχωνεύεται εις παν, όπερ δια της ψυχής του διέρχεται. Δια τούτο το νόημα τής αρχαίας ελληνικής μυθικής συνθέσεως ήτο εις αυτόν άμεσον παρόν.

Ο ναός του Παρθενώνος, η σύνθεσις αύτη του ιστορικού και φυσικού, θεώμενος από του παραθύρου αυτού, του φέρει εσωτάτην παρηγορίαν. «Η αττική φύσις, ιδιαιτέρως την νύκτα, εορτάζει τόν ωραιότερον των θριάμβων της. Πλήρες μαγείας είναι δι' εμέ το μικρόν δάσος επί του λόφου του Αρδηττού. Υπό το σεληνόφως αναδύονται άρρητοι οπτασίαι εκ των κορυφών των δένδρων του και ο απαλός άνεμος, όστις πνέει εκ της Πάρνηθος, κινεί τον Πάνα εις τας μελωδίας του. Μία τρυφερή μελαγχολία απλούται εις τας ευγενείς γραμμάς του τοπίου και τούτο με κάμνει να αισθάνωμαι ως εάν το χαρίεν τούτο δασάκι υποφέρη από άρρητον αναστεναγμόν, όπως ημείς οι άνθρωποι. Εις τον στεναγμόν τούτον μόνον η μουσική δύναται ίσως να δανείση κατάλληλον έκφρασιν» (6.11.1932).

Μέ θέρμην καρδίας ωμίλει πάντοτε ό Λούβαρις δια την λειτουργίαν της Εκκλησίας του και την θαυμασίαν αρχαίαν μουσικήν της. Φαίνεται ως εξαιρετική συγκυρία, το γεγονός ότι το τελευταίον έτος του επεφύλαξεν εν Γερμανία εν βαθύ απαχαιρετιστήριον μουσικόν βίωμα, τήν h - moll λειτουργίαν του Bach . «Όπως αι αρμονίαι αύται των φωνών και των ήχων, ούτω πρέπει να ηχή, όταν θα επανευρεθώμεν εις τους κόλπους της αιωνιότητος, δια να δεχθώμεν από εκείνον, ανωτέρας εντολάς, ως μετά του Goethe ελπίζω» (1.8.1960).

Ο ίδιος ο Goethe λέγει κάποτε δι' εν νέφος, καταυγασθέν υπό του ήλιου: «Ως κάλλος ψυχής χωρεί προς τα ύψη η εύχαρις μορφή». Όστις εγνώρισε τον Λούβαρι, γνωρίζει ότι η ψυχική ωραιότης τον συνεκίνει πολύ βαθύτερον απ' ότι τα χρώματα και οι τόνοι εις την φύσιν και την τέχνην. Είχεν αδιαλείπτως ανοικτόν εν όργανον δια το φαινόμενον του παιδικώς παίζοντος και εις ουδεμίαν εποχήν της ζωής του εστερήθη της χά ριτος του αιωνίου θήλεος. Θα πρέπη να έχη τις πείραν του πώς εγνώριζε να παίζη, να χαριεντίζεται, να γοητεύη.

Αλλά πάντα ταύτα προήρχοντο μόνον εκ του πλούτου τής ιδίας αυτού ψυχής, η οποία ήτο ευρεία και πολύμορφος, ως ή θάλασσα τής πατρίδος του.

Η διάθεσις εις τον Λούβαρι είχε μίαν σχεδόν δαιμονικήν δύναμιν. Έπαιζε μάλιστα μετ' αυτού και ευθύς τον ανύψωνεν εις μεθυστικόν ύψος. Εις τα προς εμέ γράμματα του ουδεμία έκφρασις συναντάται τόσον συχνά όσον η εκφρασις: «έξοχος διάθεσις» ( Exelsiorstimmung ). Αλλ' ομιλεί επίσης και περί της «ευφύτου εις αυτόν δυσθυμίας» (27.9.1939).

Εν μέσω ζωηρότατου διαλόγου ηδύνατο νά τόν καταλάβη καταλυτική μελαγχολία. Τότε απεκάλει τον εαυτόν του Σίσυφον και τον παρελλήλιζε με τον Τίμωνα τον Αθηναίον (28.12.1938). Μεταξύ σοβαρού και αστείου κάμνει την εξής αυτοανάλυσιν: «Ο γάτος μου, εν ευγνώμον και ευφυές ζώον και ίσως ο κάλλιστος Έλλην φίλος μου, με ενθαρρύνει εις την στάσιν ταύτην. Φιλοσοφεί συνεχώς επί του παραθύρου, χωρίς να χρειάζεται να διάβαση τι. Είναι εις γνήσιος ανατολίτης, όπως ο κύριος του. Ή είχε ποτέ τας αυτάς εμπειρίας καί είχε ζήσει τήν όδυνηράν έρημίαν εις μίαν χώραν, όπου αλεξανδρισμός σημαίνει την υψίστην σοφίαν;» (22.12.1938).

Αλλά κινούμεθα ακόμη εις το γόνιμον βάθος, εις τον συναισθηματικόν βυθόν μίας ψυχής, η οποία επείγετο να αρθή έως τα ύψη, ένθα «Γή και Ουρανός ευλογούν αλλήλους εν χαιρετισμώ» ( Goethe ).

ΙΙΙ

Η πνευματική στάσις την οποίαν εχαρακτήρισα ως παν-θρησκειακήν (και όχι ως πανθεϊστικήν), αποτελεί δια τον Λούβαριν το πρωταρχικόν θεμέλιον ή την πηγήν, εκ της οποίας αναδύεται η βεβαιότης της χριστιανικής πίστεως, όπως η νήσος Τήνος εκ τής απέραντου θαλάσσης. Η πίστις δε αύτη είναι πάλιν το στερεόν έδαφος, επί του οποίου ο θεολόγος Λούβαρις οι κοδομεί την επιστήμην του. Ανήκεν εις εκείνους, οι οποίοι ησθάνοντο ισχυρώς τον κοινόν πυρήνα των τριών μεγάλων Εκκλησιών. Εντεύθεν και η ικανότης του να συνεννοήται με Καθολικούς και Ευαγγελικούς συναδέλφους του και να εκφράζεται οικοδομητικώς. Δια να αναφέρω τινάς μεταξύ των τελευταίων, των Ευαγγελικών, οι οποίοι είχον στενήν μετ' αυτού επαφήν, μνημονεύω τους Deissmann , Lietzmann , Erich Seeberg , Benz , Meinhold και Heiler . Μεταξύ των Καθολικών μνημονεύω τους Guardini και Schmaus .

Αλλ' επ' ουδενί ο χαρακτηρισμός μου θέλει

να υπολάβη, ότι ούτος υπήρξεν υπερομολογιακός. Ενέμενεν απολύτως σταθερώς εις την ορθόδοξον ελληνικήν Εκκλησίαν του. Και μάλιστα, όχι μόνον διότι ήτο δι' αυτόν το πάτριον ή διότι προσηρμόζετο εις το μυθοπλαστικόν πνεύμα των Ελλήνων και εις την αγάπην τούτων προς την τέχνην, αλλά διότι αύτη πιστεύει εκείνο, δια το οποίον είναι βέβαιος εις το βάθος του. Πυρήν (της πίστεως του ταύτης) ήτο βεβαίως το κεντρικόν θαύμα, περί του οποίου προ παντός αλλού κηρύττει το Ευαγγέλιον του Ιωάννου, ότι δηλαδή « ὁ Λόγος σαρξ ἐ γένετο». Περί της ενανθρωπήσεως του Θεού οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, κατά την διαπίστωσίν του, είπον σημαντικώς βαθύτερα πράγματα ή οι Λατίνοι. «Είναι αληθής απόλαυσις να εορτάζη τις Χριστούγεννα, εμβαθύνων εις τας σκέψεις των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι εν μέρει είναι ισάξιοι των κλασσικών» (21.12.1955). Υπό τους κλασσικούς δε πρέπει να εννοήσωμεν ενταύθα τους μεγάλους Έλληνας μονοθεϊστάς Πλάτωνα και Αριστοτέλην. Εν τούτοις η θέρμη της καρδίας του ρομαντικού και του μυστικού στρέφεται ακόμη περισσότερον προς τον βυζαντινόν μεσαίωνα ή προς την πλαστικήν αρχαιότητα. Τον μέγαν τούτον κόσμον διεξήλθεν ο Λούβαρις δια του πνεύματος του. Ήθελε να φέρη τους επισκέπτας της Ελλάδος πλησίον τόσον του εκ τού κόσμου φεύγοντος μοναχισμού, ως του εν Άθω, όσον και της εν τω πολιτισμώ διαμορφωθείσης Εκκλησίας (πρβλ. επιστολήν του προς εμέ από 3.11.1935 και άρθρον του εις το ειδικόν δια την Ελλάδα τεύχος του περιοδικού Universitas , XVI, 3, 1961). Και ταύτα πάντα έπραττεν ο Λούβαρις ουχί ασκών ιεραποστολήν, αλλά προσφέρων και παρουσιάζων, διότι βεβαίως παν πνευματικόν μέγεθος λάμπει αφ' εαυτού.

Δια να διασαφήσω τον χώρον του επιστημονικού έργου του θεολόγου, αναφέρω τούς τίτλους μερικών μόνον εκ των σημαντικωτέρων αυτού έργων :

-Εισαγωγή εις τας περί Παύλου σπουδάς, 1919, 1960.

-Υπόμνημα εις την προς Κολοσσαείς επιστολήν, 1920.

-Θρησκεία και Θεολογία, 1919.

-Επιστολών Παύλου χαρακτήρ, 1921.

-Θρησκειολογία και Καινή Διαθήκη, 1926.

-Ουσία, αυτοτέλεια και αλήθεια της Θρησκείας, 1953.

-'Aθως, η πύλη του Ουρανού, β' έκδοσις, 1962.

Το τι εσήμαινε δια τον Λούβαρι η φιλοσοφία, προκύπτει αφ' εαυτού, εκ του διαγραφέντος πλαισίου. Επανειλημμένως έλεγε, ότι συγκαταριθμείται μεταξύ των Υψισταρίων, δηλαδή (ανήκεν) εις την υπό του Γκαίτε μνημονευομένην εκείνην αίρεσιν, η οποία τιμά το Έσχατον και το Ύψιστον με ολοέν και περισσότερον αναζητούσαν νοσταλγίαν.

Και πράγματι: παρέμεινε πάντοτε εις ζητητής. «Η λύσις των εδώ άλυτων προβλημάτων θα πραγματοποιηθή το πρώτον εις το Επέκεινα» (11.3.1953).

Από ενωρίς κατεπολέμησεν ο Λούβαρις τον κυριαρχούντα εις την πατρίδα του επιστημονισμόν, τον «θετικισμόν». Υπ' αυ τόν δε πρέπει να εννοούμεν μόνον την συγκέντρωσιν και σύνδεσιν των πραγμάτων. Η επιστήμη αύτη δεν φροντίζει ούτε δια το βασίλειον των αξιών, ούτε δια την Θεμελίωσιν και την κριτικήν των αρχών. Ο θετικισμός έχει ταχθή οξέως κατά πάσης μεταφυσικής. Δεν αρνείται μόνον την δυνατότητα μίας επιστημονικής μεταφυσικής-όπερ θα ηδύνατό τις να δεχθή-αλλ' αρνείται ακόμη και την ύπαρξιν μεταφυσικού βάθους. Το επιστημονικόν ενδιαφέρον των φυσικών ερευνών είναι εκείνο, το οποίον αξιοί την μοναρχίαν, δηλαδή -δια να είπω επί το γενικώτερον- (προέχει) η ζήτησις των νόμων της αιτιότητος. Εάν η μέθοδος αύτη αποτελή καρποφόρον οδόν εις την σφαίραν της γνώσεως τής φύσεως, εις τας πνευματικάς επιστήμας δεν οδηγεί αρκούντως μακράν. Ο Λούβαρις επί μακρόν χρόνον έζησε και εγνωρίσθη με τον γερμανικόν ιδεαλισμόν. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι θα ήθελε πως ν' ανανέωση το θεωρητικώς σκέπτεσθαι κατά τον τύπον του Εγέλου. Συνετάγη πολλώ μάλλον, ως ακριβώς και ο συγγραφεύς της νεκρολογίας ταύτης, προς τας προσπάθειας του Dilthey .

Εις τας πνευματικάς επιστήμας πρόκειται περί κατανοήσεως και ερμηνείας εννοιών. Ο επιστήμων θεολόγος χρειάζεται την μέθοδον ταύτην τόσον, όσον και ο φιλόλογος. Αμφότεροι «ερμηνεύουν» και αναζητούν ό,τι κρύπτεται όπισθεν της λέξεως, της γραφής και της πράξεως, δηλαδή την απωτάτην έννοιαν. Αλλ' η έννοια αύτη, η οποία «απεκαλύφθη», είναι εν μικρόν τμήμα του πάντοτε μόνον διαισθανόμενου πνεύματος, όπερ διακυριεύει και διαμορφοί την ανθρωπίνην ψυχήν και αυτό το σύμπαν. Το πνεύμα είναι εκείνο, το οποίον πανταχού συνάπτει το υποκείμενον μετά της αντικειμενικότητος. Ο τρόπος ούτος του σκέπτεσθαι ευρίσκεται ήδη προδιαμορφωμένος εις την περί λόγου διδασκαλίαν του Πλάτωνος και των Νεοπλατωνικών. Ήδη από την εποχήν της εν Λειψία παραμονής του κατεγίνετο ο Λούβαρις μετά πάθους με τοιαύτας σκέψεις και εις αυτάς ενέμεινε εις όλον τον βίον του. Αι σκέψεις αύται υπήρξαν η γέφυρα, επί της οποίας συνηντήθημεν προ πεντήκοντα ετών. Δεν περιωρίσθη όμως η φιλία μας μόνον εις την επιστημονικήν συμφωνίαν. Η μεταφυσική μας φιλία, εις την οποίαν είχε περιληφθή και ο ομόφρων Παλαιολόγος, έρριπτε τας ρίζας της μέχρι του βάθους, εις το οποίον από κοινού ησθανόμεθα το πνεύμα. «Πάν γήινον είναι μόνον σύμβολον».

Τούτο δύναται τις να ονομάση μυστικισμόν ή ρομαντισμόν. Αλλ' οπωσδήποτε δεν είναι απλή «ονειροπολησία», ως «ο νοσταλγικός οδοιπόρος» ηρέσκετο να λέγη. Τούτο είναι η αναζήτησις αιωνίων μορφών, αι οποίαι κατοπτρίζονται εκφραστικώτατα είς τήν πολύμορφον «έγχρωμον άνταύγειαν» της φύσεως ή της ζωής του ανθρώπου. Μύθος, σύμβολον, τέχνη αποτελούν τας προβαθμίδας μίας τοιαύτης ορμής προς γνώσιν. Στρέφεται δε η ορμή αύτη προς την πλήρη ιδεών «μορφήν» και ουχί προς απλούς πρόσκαιρους νόμους.

Τα τρία τελευταία έτη της ζωής του Λούβαρι υπήρξαν πλήρη πόνου. Ήδη το 1958 υπέφερε από μίαν καρδιακήν προσβολήν. Όταν επανήλθεν εις Γερμανίαν, το πρόσωπον του παρείχε την ένδειξιν της ηλικίας. Τότε είχε γίνει πράγματι εις υπερκόσμιος οδοιπόρος.

Η καρδία του μάλλον ή το πρόγραμμα του καθώριζε τους σκοπούς αυτού. Αυτή η καρδία εκτύπα και δι' εμέ εν όλη αυτής τη αβρότητι εις την από 16.10.1960 τελευταίαν του επιστολήν. Ένωσις εις αιωνίους μορφάς αδυνατεί να μετρίαση τελείως τον πόνον του επιγείου χωρισμού.

Ημείς οι απομείναντες, διερωτώμεθα μελαγχολικώς: τι απωλέσαμεν! Ημείς οι φίλοι εις Γερμανίαν αισθανόμεθα, ότι εκενώθη εις τον κόσμον μία θέσις, εις την οποίαν έρρεεν δι' ημάς μία πηγή δυνάμεως. Δεν θα έρχεται πλέον κατ' έτος ο ευγενής ιππότης εξ Ελλάδος. Δεν θα μας ηλεκτρίση πλέον το τηλεγράφημα της εντός ολίγου αφίξεώς του, έστω και αν πολύς χρόνος παρήρχετο, έως ότου πράγματι έλθη. Διότι ως αληθής Οδυσσεύς έπλανάτο εις οδούς, τας οποίας ουδείς ηδύνατο να εξιχνίαση. Εν τω κρύπτω παρέμενεν επίσης, ότι εδώ έδιδε μίαν διάλεξιν, εκεί εξησφάλιζε δια κάποιον μίαν υποτροφίαν, αλλού α νταπέδιδε μίαν φιλοφροσύνην ή προσεκάλει ξένους εις την πατρίδα του. Τέλος, έφθανεν εδώ ως «Ιπτάμενος Ολλανδός» και τότε δεν υπήρχε παρά μόνον χαρά, τρεφόμενη εκ του παρόντος, του καθιστώντος ημάς ευδαίμονας, ως και υπό της αύρας της αχρόνου σταθερότητος.

Δεν δυνάμεθα πλέον ημείς οι Γερμανοί ν' αναζητήσωμεν την φιλόξενον οικίαν πλησίον του Ιλισσού ή να συστήσωμεν εκεί πρόσωπα δια προστασίαν. Εις τον δεσμόν, ο οποίος ισχυρώς συνέδεε τον γερμανικόν πνευματικόν βίον με τον ελληνικόν, ελλείπει το πλέον πολύτιμον μέλος: ο άνθρωπος, ο οποίος έφερε τα βιβλία μας εις την Ελλάδα, έκαμνε δι'ημάς διαλέξεις περί Αγίου Όρους, ή περί της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας, διηύθυνε τον Ελληνογερμανικόν Σύνδεσμον, εκυκλοφόρει εις την γερμανικήν Πρεσβείαν ως εις παλαιός φίλος, εδείκνυεν εις τους συμπατριώτας μας την λαμπρότητα της πατρίδος του, ίδρυε περιοδικά προς διάδοσιν των αγαθών της γερμανικής σκέψεως και δεν εφείδετο του κόπου να μεταφράζη γερμανικά έργα, ως έπραξε δύο φοράς με το ημέτερον: «Ψυχολογία της εφηβικής ηλικίας» (1926 και 1956).

Ήτο μία πλουσία ζωή, αυτή η οποία είχε προορισθή δια τον ιδιόρρυθμον άνδρα, αλλ' αύτη ήτο φυσικά και πλήρης μόχθων. Προϊούσης της ηλικίας και της αναντίρρητου ανάγκης (οργανικής) περιθάλψεως, ακούονται εις υψηλόν τόνον παράπονα δια την απειρίαν των ιατρικών εξετάσεων, (αι οποίαι κάποτε έφθασαν τας 200), δια το πλήθος των επιστολών, αι οποίαι κατεβρόχθιζον τον χρόνον αυτού, δια τας αιτήσεις προς διαλέξεις, τας οποίας εν τέλει ο καλόκαρδος δεν εύρισκε την δύναμιν ν' αρνηθή. Συνετρίβετο η καρδία του αναγνώστου των επιστολών αυτού από το πόσον ολίγην προτεραιότητα ελάμβανον τα μεγάλα καθήκοντα έναντι των μικρών, πόσον ολίγον οικονομικώς ηδύνατο να χρησιμοποιή τα μοναδικά του πνευματικά χαρίσματα.

Ή πρόνοια όμως είχε δωρήσει εις τον αείμνηστον θείον και πλουσιώτατον προτέρημα: εις το πλευρόν του ίστατο η κυρία Ειρήνη Λούβαρι, η οποία εγνώριζε να μεταβάλλη με την ψυχικήν της χάριν και αυτόν τον πόνον εις ήρεμον ευλογίαν. Η αγάπη της ήτο το ύψιστον σύμβολον εις την ζωήν του.

Αλλ' εάν, σφίγγοντες δι' αποχωρισμόν και μίαν εισέτι φοράν την χείρα του αγαπημένου φίλου, αναρωτηθώμεν, τι αυτός ο ίδιος εσκέπτετο δια το νόημα και την καρποφορίαν της υπάρ ξεως του, θ' απαντήσουν δύο αποφάνσεις του ιδίου, περιεχόμενοι εις τας πολύτιμους προς εμέ επιστολάς του. Η πρώτη ηχεί θρηνωδώς, η δευτέρα περικλείει τόσον μεγαλείον, ώστε μετ' αυ τήν ουδεμία πλέον λέξις πρέπει να λεχθή.

«Εγεννήθην δια να είμαι ονειροπόλος. Αλλά συν τω χρόνω έγινα άνθρωπος της δράσεως. Και τι άνθρωπος! Εις Σίσυφος, του οποίου ο λίθος έπρεπεν ολονέν να πίπτη προς τα κάτω» (26.4.1939).

«Η ζωή μου, έξωθεν και έσωθεν θεωρούμενη, έμεινεν ημιτελής προτομή (Torso) και το μοναδικόν όπερ ίσως επέτυχον είναι η προαγωγή και διασάφησις της εννοίας της νοσταλγίας εις ένα αριθμόν νέων ανθρώπων» (25.10.1954).

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.