ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Μαθαίνω για την πίστη μου  

Αφιερώματα

Τριώδιον  του Κ. Ζορμπά

Τριώδιον   του Λ. Σκόντζου

Ευχαριστία και κατήχηση 

Τα Ιερά Μυστήρια   

Ο Σύγχρονος λόγος της Κατηχήσεως 

Αποστολική διαδοχή και χειροτονία

Το μυστήριο της Εκκλησίας

Ο κόσμος των Αγγέλων 

Δογματικά

Ιεροί κανόνες

Θεολογικές μελέτες

Λειτουργικά θέματα

Το παιδί που κατηχούμε σήμερα
του πρωτ. Βασιλείου Θερμού

Η Φωνή των Πατέρων

Το παγκόσμιο όραμα στην εκκλησιαστική ζωή και δράση
Αναστασίου, Αρχιεπ. Αλβανίας

Το ενδιαφέρον του ιερού Χρυσοστόμου για τους νέους
κ. Ιωήλ, Μητροπολίτου Εδέσσης

Η ηθική της γλώσσας στον Χρυσόστομο
Γεώργιου Δ. Μπαμπινιώτη

Βίος και Πολιτεία της Οσιομάρτυρος Μητρός ημών Φιλοθέης της Αθηναίας
†Διονυσίου Ψαριανού

Ο Συμβολισμός της Αποκαλύψεως
Στεργίου Ν. Σάκκου

Επτά Λόγοι στους Χαιρετισμούς
Αρχιμ. Δαμιανού Ζαφείρη

Ο 'Ετερος βίος - Το πρόβλημα του «Ελληνοχριστι- ανισμού»
Π. Β. Πάσχου

Το άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου

Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων
Jean-Claude Larchet

Απόστολοι Πέτρος - Παύλος
Α. Γκλαβίνα

«Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα»
Αγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως

Η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας
Παναγιώτου Μπρατσιώτου

Βασίλειον ιεράτευμα, Μελέτη επί του προβλήματος του λαϊκού στοιχείου
Παναγιώτης Νέλλας

Μαξιμιανός, Διόσκορος, Βαρβάρα
Συμεών του Μεταφραστού

Η συμβολή της ψυχολογίας του C. G. Jung εν τη ποιμαντική ψυχολογία
Ιωάννη κ. Κορναράκη

Το θείον φως
Vladimir Lossky

Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως Γεωργίου Φλωρόφσκυ

Ο άνθρωπος κατά τον 'Aγιον Ειρηναίον εν αντιθέσει προς την περί ανθρώπου εικόνα των Γνωστικών
Αγουρίδου Σάββα

Αι περί ιστορίας θεολογικαί αντιλήψεις του Ιγνατίου Αντιοχείας
Peter Meinhold- Kiel

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων
Σπυρίδωνος Δ. Κοντογιάννη

Το κακόν παρά τω Ιωάννη τω Δαμασκηνώ
Ανδρέου Θεοδώρου

Η ιδιαιτερότητα του ιερού βιβλίου της Αποκάλυψης
Γεωργίου Πατρώνου

 

Το κακόν παρά τω Ιωάννη τω Δαμασκηνώ

Ανδρέου Θεοδώρου, Όψεις τινές της περί κακού,
θεώσεως του ανθρώπου και ιερών εικόνων
διδασκαλίας του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού,
Θεολογία
ΜΓ, 1-2, σελ. 80-90

 

Επί των αυτών γραμμών σκέψεως βαίνει και η περί κακού διδασκαλία του Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ούτος επαναλαμ- βάνει τας περί κακού αντιλήψεις της προγενεστέρας αυτού Πατερικής παραδόσεως. Το κακόν μελετάται παρ' αυτώ μάλλον εκ της θεολογικής και ηθικής αυτού πλευράς, επιμελώς δ' αποφεύγονται αι σχετικαί ακρότητες του ψευδοδιονυσείου συστήματος.

Εις εν χωρίον του κατά Μανιχαίων έργου του ο ιερός Πατήρ συνοψίζει άριστα τας περί του κακού αντιλήψεις του: « Ἡ παντελής κακία οὐ χὁρᾶται ἐν τοῖς οὖσιν οὔ τε γάρ ὁ θεός ὁ ὄντως ὤν, καί τοῦ εἶναι αἴτιος, κακία, οὔτε τι τῶν γεγονότων, καθό γέγονε, κακόν, ἀλλά τό τε τῶν πάντων αἴτιον, αγαθόν, καί πάντα τά γενόμενα ὑπ' αὐτοῦ ἀγαθά. Πάντα δέ τά ὄντα, ὑπ' αὐτοῦ, ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι παρήχθη, καί πάντα καλά, καί λίαν καλά· τό δέ κακόν οὐδέν ἔτερον ἐστι, εἰ μή ἀποβολή καί στέρησις ἑκούσιος τῶν ὑπό τοῦ Θεοῦ τῇ λογικῇ φύσει δεδωρημένων ὣσπερ πενία πλούτου ἀπ οβολή... καί ὥσπερἡ ὁλοκληρία τοῦ σώματος καλόν, ἡ δέ τοῦ ἑνός μέρους ἀποβολή, μερικόν κακόν, οὔχ ὑπάρχον, ἀλλ' ὑπάρχοντος στέρησις. Ὁ ρᾶται δε, ἤτοι νοεῖται ἐν τῷ ὄντι, οὐχ ὡς ὄν, ἀλλ' ὡς ἀπογενόμενον... οὕτω καί ἡ κακία, ἤτοι ἁμαρτία, ἑκούσιος ἐστι τῶν ἐκ Θεοῦ δεδωρημένων τῇ λογικῇ φύσει ἀγαθῶν ἀποβολή... Ἐστίν οὖν ἡ κακία ἡ τῶν φυσικῶν δυνάμεων παράχρησις... Εἰ γάρ ἀγαθός ὁ Θεός, ἀγαθός καί ὁ νόμος αὐτοῦ, φυσικός, καί ὤν ἐξ ὄντος. Ἡ δέ τούτου παρακοή, στέρησις τοῦ ὑπάρξαντος ἡμῖν νόμου... ὥστε οὐδέν ἕτερόν ἐστιν ἡ κακία, εἰ μή τό παρά φύσιν καί τόν νόμον κεχρῆσθαι ταῖς φυσικαῖς δυνάμεσιν· ὅ οὐκ ἐστιν οὐσία, ἀλλ' ἡμέτερον ἐπιτήδευμα» (1).

Αι ιδέαι του χωρίου τούτου είναι σημαντικαί. Η παντελής κακία δεν υπάρχει εις τα όντα, ούτε ο Θεός, ο όντως ων, είναι κακός. Ουδέν το πεποιημένον, έχον ως αιτίαν αυτού το αγαθόν, είναι κακόν. Πάντα τα δεδημιουργημένα όντα είναι καλά, και δη καλά λίαν. Το κακόν είναι αποβολή και στέρησις εκούσιος των υπό του Θεού τη λογική κτίσει δεδωρημένων. Είναι μερική έλλειψις του αγαθού. Η κακία ουδέν έτερον είναι ή των φυσικών δυνάμεων παράχρησις. Είναι παρακοή, ήτοι στέρησις του υπάρξαντος αγαθού νόμου του Θεού. Είναι παρά φύσιν και νόμον χρήσις των φυσικών δυνάμεων. Ταύτα πάντα όμως ουδαμώς συνιστώσιν ουσίαν ιδίαν, αλλ' είναι ημέτερον επιτήδευμα.

Αι αύται περίπου ιδέαι απαντώσιν ανά παν βήμα εν τοις έργοις του ιερού Πατρός. Ότι το κακόν δεν είναι ουσία, αλλά στέρησις του αγαθού, εξαίρεται πολλαχώς υπό του Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Ούτως, εν αντιθέσει προς το αγαθόν, όπερ είναι η αυθεντική ύπαρξις και το μόνον αίτιον πάσης άλλης πραγματικής υπάρξεως, το κακόν είναι στέρησις του αγαθού, ήτοι της υπάρξεως (2). Ως στέρησις μάλιστα του αγαθού παραβάλλεται προς το σκότος, όπερ είναι έλλειψις του φωτός. Όπως δε το αγαθόν είναι φως νοητόν, ούτω και το κακόν είναι σκότος νοητόν (3). Όπως δε πάλιν το σκότος δεν είναι ουσία, αλλά συμβεβηκός, ούτω και η κακία: «Σκότος δε ἐστιν, οὐκ οὐσία τις, ἀλλά συμβεβηκός· φωτός γάρ ἐστι στέρησις. Ὁ γαρ ἀήρ οὐκ ἐν τῇ οὐσίᾳ αὐτοῦ ἔχει φῶς. Αὐτό οὖν τό ἐστερῆσθαι τόν ἀέρα φωτός, σκότος ἐκάλεσεν ὁ Θεός· καί οὐχί ἡ οὐσία τοῦ ἀέρος ἐστί σκότος, ἀλλ' ἡ τοῦ φωτός στέρησις, ὅπερ συμβεβηκός μᾶλλον δηλοῖ ἤπερ οὐσίαν (4). Η κακία «οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, εἰ μή ἀναχώρησις τοῦ ἀγαθοῦ· ὥσπερ καί τό σκότος τοῦ φωτός ἐστιν ἀναχώρησις» (5).

Το κακόν είναι αδύνατον να έχη προέλθει εκ του αγαθού. Η ύπαρξις αυτού οφείλεται εις την στέρησιν του αγαθού και εις την εκ του κατά φύσιν εις το παρά φύσιν παραδρομήν. Κατά την φύσιν αυτού ουδέν υπάρχει όντως κακόν. Διότι πάντα όσα εποίησεν ο Θεός είναι καλά. Μένοντα δε κατά τον λόγον της φυσικής υπάρξεως αυτών, παραμένουσιν εν τω αγαθώ. Εκουσίως όμως ανεκφοιτώντα εκ του κατά φύσιν και εις το παρά φύσιν ερχόμενα, περιπίπτουσιν εν τω κακώ (6). Τα όντα πάντα παραμένοντα εν τω φυσικώ λόγω της υπάρξεως αυτών είναι υπήκοα τω Δημιουργώ. Όταν όμως εθελουσίως αφηνιάσωσι και παρακούσωσι του ποιήσαντος αυτά, τότε συνιστώσιν εν εαυτοίς την κακίαν. Η δε κακία δεν είναι ουσία τις επί μέρους, ούτε ιδίωμα ουσίας, αλλά συμβεβηκός, ήτοι εκ του κατά φύσιν εις το παρά φύσιν εκούσιος παρατροπή (αμαρτία) (7). Εν αντιθέσει προς τον Θεόν, όστις είναι ουσία μία εν τρισίν υποστάσεσιν γνωριζομένη, η κακία δεν είναι ουσία, αλλά τι το συμβατικόν, έννοια τις και λόγος και πράξις παρά τον νόμον του Θεού. Αύτη έχει την ύπαρξιν αυτής εν τω ε ννοείσθαι και λέγεσθαι και πράττεσθαι, αφανιζομένη όταν και αι καταστάσεις, αι προκαλούσαι αυτήν, αφανίζωνται (8). Η κακία δεν είναι ον, αλλά στέρησις του όντος (9). Τα όντα εφ' όσον κοινωνούσι του αυτού είναι, δεν είναι εναντία αλλήλοις. Μόνον το μη ον είναι εναντίον τω όντι. Κατά ταύτα, εάν το κακόν είναι παντελώς εναντίον τω αγαθώ, το δε αγαθόν όντως υπάρχη, έπεται ότι και το κακόν, ως αντίθετον του αγαθού, δεν δύναται να υπάρχη.πομένως το κακόν είναι άρσις και στέρησις του είναι. Και εάν το αγαθόν είναι ουσία, το κακόν, κατά τον αντιθέσεως λόγον, είναι ανούσιον (10). Αγαθόν κυρίως λέγεται το εκ του φύσει αγαθού Θεού δεδωρημένον. Κυρίως δε κακόν, το παρά τον νόμον του κτίσαντος γινόμενον (11).

Η ύπαρξις επομένως του κακού αρνητικώς μόνον νοείται. Μη ανήκον εις την πραγματικήν του όντος περιοχήν, είναι στέρησις της αγαθής έξεως. Και ως μεν μερική στέρησις του αγαθού είναι μερικόν κακόν. Παντελές δε καθίσταται μόνον όταν το αγαθόν εκλείψη παντελώς (12). Ως εκούσιος παρακοή και αναίρεσις του αγαθού (της αρετής) το κακόν δεν είναι ον, αλλά τι το συμβατικόν, παρυπόστασίς τις εν τω πράττειν απλώς ενυπάρχουσα. Παυομένης δε της πράξεως, συμπαύεται αύτη και το κακόν (13). Επί του οντολογικού πεδίου το μη είναι αποτελεί το τέλειον κακόν. Η τελεία ανυπαρξία είναι το τελείως μη ον. Το είναι όμως και το ευ είναι προέρχονται παρά του Θεού. Αντιθέτως η μετάπτωσις εκ του αγαθού εις το κακόν δεν προέρχεται εκ του Θεού, αλλ' είναι προϊόν της του πράττοντος γνώμης (14).

Η αντίθεσις μεταξύ αγαθού και κακού είναι αντίθεσις μεταξύ τάξεως και αταξίας. Το αγαθόν είναι τάξις και μάλιστα άριστη, διασώζουσα εκάστω τα κατά φύσιν την οικείαν. Τούτο συμπίπτει προς την αρετήν. Αντιθέτως η κακία είναι λύσις της τάξεως, ήτοι αταξία (15). Η ορθή και φυσική χρήσις των όντων συνίστησι την αρετήν. Αντιθέτως την κακίαν απαρτίζει η χρήσις του μη όντος ως όντος. Η παράχρησις αύτη συνίσταται εις το μη παρέχειν εκάστω τα ιδία. Ιδία δ' εκάστω είναι τα παρά του Θεού οριζόμενα. Ούτως: «Ἴδιον μέν Θεοῦ ἡ δόξα καί ἡ τιμή, ὡς Δημιουργῷ πρέπουσα· ἴδιον δέ τῶν κτισμάτων, τό μέτρον, ὅ ἑκάστῳ ὥρισεν ὁ τό εἶναι διδούς» (16). Όταν τις εφίεται παρά φύσιν των όντων περιπίπτει, εις το κακόν. Επομένως αμαρτία είναι η παρά φύσιν έφεσις. Συνεπώς το κακόν δεν έχει ιδίαν εν εαυτώ υπόστασιν, αλλά παρυπόστασιν, ήτις έχει λόγον υπάρξεως μόνον εκ της σχέσεως αυτής προς το αγαθόν. Το κακόν δεν γίνεται δι' εαυτό, αλλά δια το αγαθόν. Διότι παν ό,τι γίνεται ή γίνεται δια το πραγματικόν αγαθόν, ή δια το νομιζόμενον τοιούτον (17). Ουδείς ποτέ πράττει το κακόν εν επιγνώσει του και αποβλέπων εις αυτό τούτο το κακόν. Εν τω κατωτέρω χωρίω αναπτύσσονται και αύθις τα περί τάξεως και αταξίας εν τη σχέσει αυτών προς το αγαθόν και το κακόν, ως και τα περί δισσής φύσεως του τε αγαθού και του κακού διδάγματα του ιερού Πατρός: «Ἱστέον δέ, ὡς ἀγαθόν μεν ἐστι τάξις ἀρίστη, ἑκάστω τό κατά φύσιν οἰκεῖον διασώζουσα ταυτόν δέ ἐστι καί ἀρετή· κακία δέ ἡ τῆς τάξεως λύσις, ἤγουν ἀταξία. Δισσῶς δέ τό ἀγαθόν λέγεται, ἡ τό ὄντως ἀγαθόν, ὡς ἡ ῥηθεῖσα τάξις, ἡ καί τό δοκοῦν γαθόν, ἡ κατ' αἴσθησιν ἡδονή παρά τήν προειρημένην τάξιν ὅπερ οὐκ ἀγαθόν ἐστιν, ἀλλά μᾶλλον κακόν· καί ἡ κακία δέ δισσῶς λέγεται, ἡ τό ὄντως κακόν, τουτέστι τό παρά τήν φυσικήν τάξιν γινόμενον, καί παρά τόν νόμον τοῦ Κτίσαντος, κατ' οἰκείαν γνώμην. Φυσική γάρ τάξις ἡ ὑπακοή τοῦ κτίσαντος· ἀταξία δέ, ἡ παρακοή· ἡ τό δοκοῦν κακόν, τό κατ' αἴσθησιν λυπηρόν, καί ἡμῖν ἐπίπονον, ὡς ἡ παιδεία, ἥτις μᾶλλον ἀγαθόν ἐστι, καί συμφέρον, πρός τήν κατά φύσιν ἐπανάγουσα τάξιν» (18).

Είναι, λοιπόν, το κακόν φυγή και αναίρεσις του αγαθού (19) η δε ψυχή δημιουργηθείσα υπό του αγαθού Θεού εκακώθη, παρατραπείσα εκουσίως του κατά φύσιν (20). Η αμαρτία δεν είναι κτίσμα Θεού (21). Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει, πόθεν προέρχεται αύτη; Η αμαρτία είναι εύρημα της γνώμης του διαβόλου. Είναι όμως κακός ο διάβολος; Κατά μεν την φύσιν αυτού, καθ' όσον δηλαδή εδημιουργήθη υπό του Θεού, δεν είναι κακός, αλλ' αγαθός, διότι εκτίσθη φωτεινός και λαμπρότατος υπό του πλαστουργού του. Καθ' όσον όμως επλάσθη λογικός και αυτεξούσιος, εκουσίως απεφοίτησε της κατά φύσιν αρετής και, αποσκιρτήσας του αγαθού, περιήλθεν εν τω ζόφω της κακίας, απομακρυνθείς του Θεού, του μόνου αγαθού και ζωοποιού και φωτοποιού (22).

Ταύτα εν ολίγοις τα περί τα κακού διδάγματα του ιερού Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Ως ήδη ετονίσθη, ούτος δεν απομακρύνεται της περί κακού εννοίας των προγενεστέρου αυτού Πατέρων της Εκκλησίας. Και παρ' αυτώ το κακόν δεν είναι ουσία, ούτε ποίημα ίδιον, ούτε ανίσχει εκ του Θεού, ούτε είναι εν τω Θεώ, ούτε εύρηται εις οντολογικήν αντίθεσιν προς το αγαθόν, αλλ' είναι, συμβεβηκός, παρυπόστασις. Το κακόν δεν προέρχεται εκ των όντων, αλλ' ως αμαρτία είναι, ανθρώπινον επιτήδευμα, ήτοι προϊόν της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων. Η αμαρτία υπάρχει όταν ο άνθρωπος εκπίπτη εθελουσίως του νόμου του Θεού, όταν ελευθέρως ποιήται κατάχρησιν των όντων. Η αμαρτία είναι παράβασις, εκτροπή, ανυπακοή. Υφίσταται μόνον εκεί οπού υπάρχει στέρησις του αγαθού, παύει δε να υπάρχη, όταν και το αίτιον το προκάλεσαν αυτήν παύση να υφίσταται. Το κακόν δεν είναι ον, δεν ανήκει εις τον πραγματικόν χώροντών όντων, αλλ' είναι τι το όλως αρνητικόν, παρυφιστάμενον εν τη στερήσει και τη αποπτώσει εκ του αγαθού, όπως και το σκότος υπάρχει ενόσω και ένθα απολείπεται το φως.

Συγκρίνοντες τα περί της φύσεως του κακού διδάγματα της πατερικής παραδόσεως προς την αντίστοιχον διδασκαλίαν της Πλωτινείου φιλοσοφίας, έχομεν να επισημάνωμεν τόσον ομοιότητας όσον και διαφοράς. Αι ομοιότητες είναι γενικαί όλως και ασήμαντοι, ενώ αι διαφοραί είναι παμπληθείς και ουσιώδεις.

Ως σημεία κοινά αμφοτέρων των συστημάτων τούτων δυνάμεθα να επισημάνωμεν δύο τινά· α) πρώτον και κυρίως την ιδέαν ότι το κακόν ουδεμίαν οντολογικήν σχέσιν και αναφοράν έχει προς το αγαθόν, και β) ότι το κακόν είναι γενικώς μη ον, έλλειψις και στέρησις του αγαθού, ει και εν τω σημείω τούτω φραστική μόνον συγγένεια παρατηρείται.

Πέραν των δύο τούτων σημείων ποιας τίνος σχέσεως και επαφής, άρχονται βαθύταται και ουσιώδεις διαφοραί, αι κυριώτεραι των οποίων είναι αι εξής:

1) Η περί του μη όντος έννοια της Πλωτινείου σκέψεως δεν είναι η αυτή προς την της πατερικής παραδόσεως. Μεταξύ τούτων φραστική μόνον ομοιότης παρατηρείται. Το μη ον της Πλωτινείου φιλοσοφίας δεν είναι το μη υπάρχον, αλλ' ο κόσμος καθόλου του αισθητού, η ύλη, ήτις ευρίσκεται εις απόλυτον οντολογικήν αντίθεσιν προς το αγαθόν. Είναι η απειρία, η αστάθεια, η αμορφία, το ακόρεστον, το παμπαθές, πενία η παντελής. Αι έννοιαι αύται είναι παντελώς ξέναι εις την πατερικήν σκέψιν και διδασκαλίαν. Λέγοντες μη ον οι Πατέρες εννοούσι γενικώς το μη ουσία υπάρχον. Το κακόν κατ' αυτούς είναι μη ον, καθ' όσον δεν έχει ιδίαν υπόστασιν και ουσίαν, είναι απλούν συμβεβηκός, απλή παρυπόστασις.

2) Τα περί της φύσεως της ύλης διδάγματα της φιλοσοφίας του Πλωτίνου συνιστώσιν οξύτατον οντολογικόν δυϊσμόν. Η ύλη παρ' αύτη αποτελεί αρχήν ιδίαν παντελώς ξένην και απολύτως αντίθετον προς το αγαθόν. Αύτη αποτελεί το υπόστρωμα και την πηγήν πάσης αταξίας και κακότητος εν τω κόσμω, φθείρουσα παν ό,τι καθ' οιονδήποτε τρόπον έρχεται εις επαφήν μετ' αυτής. Τα διδάγματα ταύτα είναι εντελώς ανήκουστα εις την πατερικήν διδασκαλίαν. Κατά τους Πατέρας η ύλη, ως παρά Θεού πεποιημένη, μετέχει είδους και κάλλους, επομένως είναι αγαθή. Ο οντολογικός δυϊσμός της Πλωτινείου σκέψεως είναι παντελώς ξένος προς την χριστιανικήν οντολογίαν των Πατέρων.

3) Εν τω αυτώ μέτρω ξένα τυγχάνουσι και τα περί γενικού και μερικού κακού διδάγματα του Πλωτινείου συστήματος. Κατ' αυτό το φύσει και πρώτως κακόν είναι η ύλη. Η κακία των ενύλων όντων είναι το δεύτερον κακόν, όπερ προέρχεται εκ του πρώτου. Το πρώτον κακόν (η ύλη) προηγείται του δευτέρου (της κακίας). Κατά τους Πατέρας η διάκρισις αύτη είναι ανύπαρκτος, μάλιστα δε η προέλευσις του κακού, υπ' αμφοτέρας αυτού τας όψεις, εκ της ύλης. Η ύλη κατ' αυτούς δεν είναι ούτε φύσει κακή, ούτε και η πηγή πάσης άλλης επί μέρους κακίας. Το κακόν, είτε ως πρώτον (ύλη) είτε ως δεύτερον (κακία), ουδέν οντολογικόν υπόβαθρον και ουδεμίαν υπαρκτικήν θέσιν δύναται να έχη. Είναι απλώς ανυπόστατον.

4) Η ιδέα περί του κακού ως παντελούς στερήσεως του αγαθού, οίαν διδάσκει ο Πλωτίνος, απορρίπτεται υπό της πατερικής παραδόσεως μετά πατάγου. Κατά τον Πλωτίνον η παντελής στέρησις και απουσία του αγαθού συνιστά το γνήσιον και αυθεντικόν κακόν, τουθ' όπερ είναι η ύλη, το έσχατον πάντων εν τη κλίμακι των όντων, εις ο δυνάμεθα να φθάσωμεν δια της βαθμιαίας υποβάσεως και καθόδου εκ του αγαθού (ως της υψίστης οντολογικής κορυφής), πέραν του οποίου ουδέν έτερον υπάρχει. Κατά τους Πατέρας η παντελής στέρησις του αγαθού, ουδαμώς έσται, καθ' όσον αυτή ισοδυναμεί τω μηδενί. Ον στερούμενον παντελώς του αγαθού, υπό την οντολογικήν σύστασιν αυτού, δεν είναι δυνατόν να υπάρξη. Μόνον η περί μερικής στερήσεως του αγαθού, ως συνιστούσης το ελάσσον αγαθόν, γνώμη του Πλωτίνου δύναται να συγχορδισθή προς τα αντίστοιχα διδάγματα του ψευδοδιονυσείου συστήματος. Η ιδέα όμως περί της κακίας (του δευτέρου κακού) ως ενυπαρχούσης εις τα όντα, λόγω της σχέσεως και επαφής αυτής μετά του πρώτου κακού (της ύλης), είναι εντελώς άγνωστος εις τους ιερούς Πατέρας της Εκκλησίας.

5) Αλλά και τα περί αναγκαίας εν τω κόσμω συνυπάρξεως του αγαθού και του κακού διδάγματα της σκέψεως του Πλωτίνου, ουδεμίαν θέσιν δύνανται να έχωσιν εν τω πλαισίω των περί της φύσεως του κακού αντιλήψεων των Πατέρων. Την ανάγκην της συνυπάρξεως ταύτης υφηγείται κατά τον Πλωτίνον η ύλη, ης η παρουσία είναι αναγκαιότατη δια την ύπαρξιν του φυσικού τούτου σύμπαντος. Την δυαρχικήν όμως ταύτην διάταξιν του παντός αποκρούει μετά δυνάμεως η πατερική σκέψις, ήτις τα πάντα ανάγει εις μίαν και την αυτήν ενιαίαν και αδιάσπαστον αρχήν, τον Θεόν. Ούτω και η συναφής δοξασία, ότι παν ό,τι προέρχεται εκ του Θεού είναι αγαθόν, ό,τι δε προέρχεται εκ της ύλης είναι κακόν, τυγχάνει απαράδεκτος εις την πατερικήν παράδοσιν.

6) Κατά τους Πατέρας τυγχάνει ωσαύτως απαράδεκτος η γνώμη του Πλωτίνου, καθ' ην τα πάντα φθείρονται, δια της επαφής αυτών μετά της ύλης. Και ότι η πτώσις της ψυχής, η εις τον βόρβορον εμβύθισις και η εντεύθεν προϊούσα αθλιότης, οφείλονται εις την εν τη ύλη και τω κράτει αυτής εγκατάμιξιν της ψυχής. Βεβαίως και κατά τους Πατέρας η ψυχή δεν είναι αφ' εαυτής κακή. Η κάκωσις όμως αυτής δεν προέρχεται εκ της μετά του υλικού σώματος συνδέσεως της. Η κακία της ψυχής προέρχεται άλλοθεν. Εντεύθεν ούτε και η σωτηρία αυτής ανίσχει εκ της από της ύλης απαλλαγής και αποδεσμεύσεως αυτής.

7) Κατά τον Πλωτίνον το κακόν δεν στερείται υποστάσεως. Τόσον το πρώτον κακόν έχει σαφή και αναντίρρητον υπόστασιν, την ύλην, μεθ' ης και οντολογικώς συμπίπτει, δσον και το δεύτερον κακόν (η κακία) έχει ιδίαν ύπόστασιν, την ύλην και πάλιν, ήτις αποτελεί το άμορφον και άποιον και ανείδεον εκείνο υπόστρωμα, εφ' ου προστιθεμένων εκάστοτε των επί μέρους συμβεβηκότων, αναφαίνεται τούτο ως κακία επί μέρους, ως κακόν επισυμβαίνον και επιγιγνόμενον. Το ν' αρνηθή τις την υπόστασιν του κακού υπ' αμφοτέρας αυτού τας όψεις, ισοδυναμεί προς το ν' αρνηθή και την ύπαρξιν αυτού τούτου του αγαθού. Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας το πράγμα είναι εντελώς διάφορον. Το κακόν ουδεμίαν απολύτους υπόστασιν δύναται να έχη. Δεν είναι ουσία τις επί μέρους και συγκεκριμένη, αλλ' απλώς συμβεβηκός. Η ύπαρξις αυτού είναι εντελώς αρνητική. Είναι μερική άρνησις του αγαθού. Απερχόμενης δε ταύτης, συναπέρχεται άμα και το όλον κακόν.

8) Ενώ κατά τον Πλωτίνον η ανάγκη του κακού τυγχάνει αναπόδραστος, ταύτην δε συνιστά, ως πολλάκις ετονίσθη, η άμορφος και ανείδεος ύλη (εν τη αντιθέσει αυτής προς το κάλλος, την πληρότητα και την μορφήν του αγαθού), κατά τους Πατέρας, ουδεμία οντολογική ανάγκη υπάρχει δια το κακόν. Το κακόν, μη ον ουσία τις επί μέρους και υπόστασις, υπάρχει μόνον ως δυνατότης της λογικής φύσεως, εντοπιζομένη απολύτως εν τη αυτεξουσίω προαιρέσει της ανθρωπίνης φύσεως. Όταν ο άνθρωπος εθελουσίως αναχώρηση εκ του αγαθού, τότε περιπίπτει εις την κακίαν. Μάλλον η τοιαύτη αναχώρησις αποτελεί εν εαυτή την κακίαν. Η κακία αποτελεί έκπτωσιν και παρατροπήν εκ της φύσεως. Είναι η αθέτησις της φυσικής τάξεως, η παράχρησις των όντων. Ως αμαρτία δε είναι έκπτωσις εκ του θελήματος του Θεού, παρακοή και αθέτησις του νόμου αυτού. Δεν υπάρχει λοιπόν πράγματι και ουσία το κακόν, ή μάλλον ενυπάρχει εκεί όπου μερικώς απουσιάζει το αγαθόν. Είναι κατά ταύτα στέρησις ανυπόστατος, συμβεβηκός ανούσιον. Το κακόν δεν δύναται φύσει να εντοπισθή ούτε εις τον Θεόν, ούτε εις τινά δυαρχικώς αντικειμένην αυτώ αρχήν, ούτε εις τους αγγέλους (κατά τον Ψευδοδιονύσιαν ούτε και εις τους δαίμονας), ούτε εις τας ψυχάς, ούτε εις τα όντα, ούτε εις τας φυσικάς δυνάμεις αυτών, ούτε εις το σώμα, ούτε εις την ύλην, εις ουδεμίαν συνεπώς περιοχήν του πραγματικού και αυθεντικού όντος.

9) Οι Πατέρες απομακρύνοντες τα όντα από πάσης ιδέας του κακού, τούτο δε τοποθετούντες ως δυνατότητα της ελευθέρας βουλήσεως του ανθρώπου, πλησιάζουσα μάλλον προς τα περί κακού διδάγματα ιδιαιτέρας τινός τάσεως εν τη Νεοπλατωνική Σχολή, εκπροσωπουμένης κυρίως υπό του Σαλλουστίου. Η Πλωτίνειος φιλοσοφία, εκδεχομένη το κακόν δυαρχικώς, ουδέν περί τούτων θέλει να γνωρίζη.

10) Και αύτη έτι η τοποθέτησις του διαβόλου ως φορέως και εισηγητού της αμαρτίας, ουδεμίαν δυαρχικήν αναγκαιότητα του κακού υφηγείται κατά τους ιερούς Πατέρας της Εκκλησίας. Ο Σατανάς δεν εδημιουργήθη υπό του Θεού φύσει κακός. Εις την αμαρτίαν εξέκλινε, ή μάλλον την αμαρτίαν εφεύρε, δια της ελευθέρας πτώσεως αυτού εκ του αγαθού. Το ότι κατέστη έκτοτε ο προσωπικός φορεύς της αμαρτίας, εκπειράζων παντοιοτρόπως τον άνθρωπον, τούτο δεν σημαίνει οιανδήποτε δυϊστικήν αναγκαιότητα του κακού, καθ' όσον το πνεύμα της πονηρίας δελεάζει μεν τον άνθρωπον, ουδαμώς όμως εξέλκει τούτον αναπόδραστως εις το κακόν. Άλλωστε τον διάβολον και πάσαν την μηχανήν αυτού διελέγχει σθεναρώς η πρόνοια του Θεού, χρησιμοποιούσα τούτον αρνητικώς δια την εκπλήρωσιν των θείων αυτής περί των όντων βουλών και σχεδίων.

Και ταύτα μεν εν αδραίς γραμμαίς όσον αφορά εις τας σχέσεις των δύο τούτων περί της φύσεως και της προελεύσεως του κακού συστημάτων.

Εξετάζοντες κατ' ιδίαν τας περί της φύσεως του κακού αντιλήψεις των ιερών Πατέρων της Εκκλησίας, έχομεν να παρατηρήσωμεν, ό,τι και εν άρχη του παρόντος μελετήματος ημών εσημειώσαμεν, ότι δηλαδή τα εν λόγω διδάγματα δεν είναι απηλλαγμένα ασθενών τινών σημείων και ελλείψεων, η έξαρσις των οποίων δυνατόν να οδηγήση εις συμπεράσματα αντικείμενα εις το παραδεδομένον δόγμα της πίστεως.

Ως αλλαχού εσημειώθη, η ιδιότυπος περί κακού εκδοχή των Πατέρων, απεσκόπει εις τον αποκλεισμόν πάσης ιδέας και εννοίας του κακού εκ του Θεού και εκ της περιοχής των πραγματικών όντων. Ορθότατα δε τονίζεται ότι το κακόν ούτε ένθεον είναι ούτε εκ του Θεού προέρχεται, ούτε ως τις αρχή αείποτε τω Θεώ αντιμαχόμενη υπάρχει. Εκ της επόψεως δε ταύτης χάσμα μέγα εστήρικται μεταξύ της περί κακού διδασκαλίας των Πατέρων και των οντολογικών δυϊστικών αντιλήψεων της Πλωτινείου φιλοσοφίας. Ομοίως ορθώς εξαίρεται το γεγονός ότι το κακόν δεν αποτελεί ιδίαν τινά επί μέρους ουσίαν και υπόστασιν, δεν είναι δηλαδή τι των παρά Θεού πεποιημένων όντων, διότι τούτο ανάγει εμμέσως το κακόν εις τον Θεόν. Κατά ταύτα το κακόν δεν είναι ον, αλλά συμβεβηκός, ποιότης τις (ουχί φυσική) και παρυπόστασις. Ομοίως ορθόν κατά πάντα είναι και το δίδαγμα των Πατέρων, ότι το κακόν ενυπάρχει μόνον ως δυνατότης της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων, ήτις πραγματοποιούμενη αποτελεί, ως αμαρτία πλέον, εκτροχιασμών, παραδρομήν, ανυπακοήν και παράβασιν του Νόμου του Θεού.

Οι κίνδυνοι καθ' ημάς άρχονται αφ' ης στιγμής το κακόν εξαίρεται ως απλή στέρησις ή άρνησις του αγαθού, και δη και εν οίω μέτρω το σκότος αποτελεί στέρησιν και απουσίαν του φωτός. Η υπερέξαρσις του γεγονότος τούτου καθοράται σαφώς εν τω Ψευδοδιονυσείω συστήματι, καθ' ο το κακόν, ως μερική έλλειψις του αγαθού, αποτελεί έλαττον αγαθόν. Η ιδέα αύτη εναρμονίζεται προς την αντίστοιχον διδασκαλίαν του Πλωτινείου συστήματος, με την διαφοράν όμως ότι δια το εν λόγω σύστημα, καθ' όσον τούτο διακρίνει το πρώτον και αρχέγονον κακόν του επισυμβαίνοντος και επιγιγνομένου, δεν υπάρχει πρόβλημα ούτε δυσχέρεια ουσιαστική. Δια τον Πλωτίνον το κακόν δεν είναι κυρίως η κακία (το επισυμβαίνον κακόν), αλλ' η ύλη, το πρώτον και κύριον και όντως κακόν, εξ ου απορρέει και το δεύτερον κακόν. Επομένως η μερική στέρησις (το έλαττον αγαθόν) κατά τον Πλωτίνον, ως ανάμειξις του φύσει κακού (της ύλης) μετά του αγαθού, δεν παρουσιάζει ουσιαστικήν δυσχέρειαν, διότι ούτος έχει σταθερώς ενώπιον αυτού το άμορφον υπόστρωμα της ύλης, εν τω οποίω και εντοπίζει την ύπαρξιν του ουσιώδους κακού, περί του οποίου άλλωστε και μόνον ενδιαφέρεται. Δια τον Ψευδοδιονύσιον όμως το πράγμα διαφέρει. Ούτος δεν αποδέχεται την δυιστικήν συγκρότησιν των όντων, ούτε δύναται να εντοπίση το κακόν εις ουσίαν τινά. Όταν δε εκλαμβάνη τούτο (το κακόν) ως μερικήν στέρησιν του αγαθού ή ως έλαττον αγαθόν, τότε το κακόν παραμένει εντελώς μετέωρον. Διότι, το έλαττον αγαθόν, οπωσδήποτε και αν εκληφθή, δεν παύει του να είναι αγαθόν, οπότε η παρουσία του κακού καθίσταται όλως προβληματική. Το έλαττον αγαθόν δεν δύναται να είναι και κακόν. Εντεύθεν τα περιθώρια τοποθετήσεως του κακού συστέλλονται επικινδύνως. Το κακόν αποδυναμούται και παρίσταται ως τι ασήμαντον και επουσιώδες. Τούτο εκφαίνεται εξόχως εις τα περί του διαβόλου ιδιαίτερα διδάγματα αυτού. Δια τον Ψευδοδιονύσιον η φύσις του πονηρού πνεύματος δεν παρεβλάβη ουσιωδώς δια της απομακρύνσεως αυτού εκ του αγαθού. Διατηρεί και μετά την πτώσιν αυτού όλας τας αγαθοειδείς και παμφαείς δωρεάς του δημιουργού του, αίτινες εξακολουθούσι μεν να υφίστανται, με την διαφοράν όμως ότι, ενώ αύται ενώπιον του Θεού και υπάρχουσι και καθορώνται, τα πονηρά πνεύματα, απομύσαντα τους φυσικούς αυτών οφθαλμούς και απολέσαντα τας αγαθοπτικάς αυτών δυνάμεις, δεν βλέπουσιν αυτάς. Επομένως οι πεπτωκότες άγγελοι δεν έπαυσαν να διατηρώσιν αγαθήν την φύσιν αυτών, αποστερηθέντες απλώς των οικείων δυνάμεων αυτών. Είναι όμως εν τοιαύτη περιπτώσει το δημιούργημα άξιον αιωνίου κατακρίσεως, ή, όπερ ταυτόν, έχει το κακόν αιώνιον βάρος και ισχύν;

Ασφαλώς όχι! Εδώ ακριβώς καταλήγουσι και τα περί αποκαταστάσεως των πάντων διδάγματα, άτινα και εξέφερε με φυσικήν και λογικήν συνέπειαν ο ιερός Γρηγόριος ο Νύσσης. Το κακόν, κατ' αυτόν, ως μη έχον αΐδιον την αρχήν αυτού δεν δύναται να έχη και αιωνίαν την διάρκειαν. Είναι τι το παρενθετικόν, το προσωρινόν. Είναι ο επιδωμάτιος εκείνος χόρτος, ο άρριζος και αδύναμος και ανίσχυρος, όστις δύναται μεν προς ώραν να παρενόχληση δια της ανυπόστατου αυτού βλάστης, όμως είναι προωρισμένος οψέποτε να μαρανθή και να κατακαή, εκλείπων τέλεον εν τη των πάντων αποκαταστάσει.

Ο αποφατισμός εν τη περί κακού θεωρία και εκδοχή, παρά τας πολλάς ορθάς και υγιείς βάσεις αυτού, εγκυμονεί τον κίνδυνον ποιας τίνος πελαγιανικής εκδοχής περί κακού και τίνος σωτηριολογικής υπεραισιοδοξίας, άτινα δεν δύναται να συγχορδισθώσι πλήρως προς τε τα δεδομένα της πίστεως και την σχετικήν των ανθρώπων εμπειρίαν. Διότι ερωτάται· εάν το κακόν είναι τοσούτον άρριζον και αδύναμον, τότε ποίαν έννοιαν έχει η προπατορική αμαρτία, ως φαινόμενον καθολικόν, συνέχον ασφυκτικώς απαντάς ανεξαιρέτως τους ανθρώπους; Πού οφείλεται η παταγώδης εν τω κόσμω ισχύς και κατίσχυσις αυτή; Πώς δεν ευρέθη έστω και εις άνθρωπος δια μέσου των αιώνων, όστις να δυνηθή να παραμείνη εκτός της οχλήσεως της αρρίζου και αδυνάμου ταύτης βλάστης; Εάν το κακόν δεν έχη ουσιαστικήν δύναμιν, τότε πού οφείλεται το αιώνιον βάρος της ένοχης του; Διατί προς συντριβήν αυτού και άρσιν της συνημμένης τούτω ενοχής, ουδ' οι άγγελοι εισέτι εξήρκουν, αλλ' εδέησε να ενσαρκωθή ο Υιός και Λόγος του Θεού; Προς εκρίζωσιν μήπως του επιδωματίου τούτου χόρτου συνελήφθη αϊδίως παρά του Θεού το σχέδιον της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας; Θα ήτο άραγε τοσούτον αναγκαία η ιλαστήριος θυσία του Χριστού, η εις Άδου κάθοδος αυτού, η ζωηφόρος εκ των νεκρών Ανάστασίς Του, η συντριβή της δυνάμεως του Σατανά, προς θεραπείαν απλώς και αποκατάστασιν του ήσσονος αγαθού; Διατί, κατά το δόγμα της πίστεως, η σωτηρία του ανθρώπου είναι παντελώς ανέφικτος άνευ της συνδρομής της χάριτος του Θεού της διακονουμένης εν τη Εκκλησία; Ποίαν έννοιαν έχει η λυσσαλέα εν τω ανθρώπω παρουσία και εγκαθίδρυσις του νόμου της σαρκός, του υποδουλούντος τον όλον άνθρωπον και κατισχύοντος του εν αυτώ εμφύτου νόμου του Θεού; Ποίαν έννοιαν έχει η πάλη κατά της σαρκός και η συνημμένη ταύτη ορθόδοξος ασκητική; Ποίαν έννοιαν έχει η σύμφυτος φθορά και η αμαύρωσις της φύσεως; Πως να ερμηνεύσωμεν τα περί απώλειας του ανθρώπου και τα περί αιωνίου κολάσεως ευαγγελικά διδάγματα; Ότι δε παραλλήλους και η σχετική εμπειρία του ανθρώπου δεν συμφωνεί προς τα περί μειώσεως της δυνάμεως του κακού διδάγματα, είναι περιττόν και να παρατηρήσωμεν. Ετέρωθεν είναι φανερόν ότι προσόμοιαι αντιλήψεις δυνατόν να οδηγήσωσι τον άνθρωπον εις ηθικήν ραστώνην και χαλάρωσιν. Εφ' όσον το κακόν δεν έχει αιώνιον βάρος και ισχύν, μέλλει δε ποτέ να εκλείψη παντελώς, ο κατ' αυτού αγών δεν έχει και μεγάλην σημασίαν.

Ο αμαρτωλός, ως φέρων εν εαυτώ το έλαττον αγαθόν, δεν δύναται άλλως ει μη να ςπιστρέψη ποτέ πλησίον του Θεού. Ούτε η κόλασις ούτε ο διάβολος θα έχωσιν αιωνίαν την παράτασιν αυτών. Εν τη αποκαταστάσει των πάντων το κακόν μέλλει τέλεον να εξαφανισθή.

Το κακόν, λοιπόν, καίπερ δεν είναι ουσιώδες και αυθυπόστατον, όμως ως κατάστασις προϊούσα εκ της ελευθέρας βουλήσεως των όντων, δεν δύναται άλλως ει μη να θεωρηθή ως τι το θετικόν, ούτινος το βάρος και αι προεκτάσεις είναι αιώνιοι. Είναι μεν μερική άρνησις και έκπτωσις εκ του αγαθού, παρά ταύτα όμως είναι και θετική κατάστασις εκ τούτων προϊούσα. Και είναι μεν πλήρης οντολογική στέρησις και άρνησις, χωρίς τούτο να το εμποδίζη να είναι εν ταύτω και ηθική κατάστασις και θέσις. Ούτω νοούμενον το κακόν λαμβάνει τας πραγματικάς και γνήσιας αυτού διαστάσεις εν τω αποκεκαλυμμένω δόγματι της πίστεως. Εκτός μεν της περιοχής του πραγματικού όντος ενυπάρχον, όμως πράγματι και θετικώς υφίσταται ως αμαρτία εν τω χώρω της υπάρξεως, ως τι προϊόν εκ της ελευθέρας βουλήσεως των όντων τη εισηγήσει και επισπορά του διαβόλου (23).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1). Κατά Μανιχαίων διάλογος, PG 94, 1517-1520.

(2). Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Ι, PG. 94, 848.

(3). Αυτόθι, II , PG 94, 876Α.

(4). Αυτόθι, PG 94, 888Α.

(5). Αυτόθι, PG 94, 973Α-976Α.

(6). Αυτόθι, IV , PG 94, 1196Β C.

(7). Αυτόθι, IV , PG 94, 1196 C.

(8). Λόγος απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας II , PG. 94, 1285 C.

(9). Κατά Μανιχαίων διάλογος, PG 94, 1508Β.

(10). Αυτόθι, PG 94, 1516 D -1517Α.

(11). Αυτόθι, PG 94, 1520 D -1521Α.

(12). Αυτόθι, PG 94, 1528 C.

(13). Αυτόθι, PG 94, 1545 D.

(14). Αυτόθι, PG 94, 1541ΑΒ.

(15). Αυτόθι, PG 94, 1548 C -1549Α.

(16). Αυτόθι, PG 94, 1553ΑΒ.

(17). Αυτόθι, PG 94, 1560Β.

(18). Αυτόθι, PG 94, 1580 C.

(19). Περί των αγίων νηστειών, PG 95, 65 Α.

(20). Εις τα ιερά Παράλληλα, PG 95, 1101 C.

(21). Κατά της αιρέσεως των Νεστοριανών, PG 95, 189 D.

(22). Έκδοσις ακριβής της ορθ. πίστεως IV , PG 94, 1196 D.

(23). Βλέπε όσα χαρακτηριστικώς λέγει περί αμαρτίας ο ιερός Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Αὕτη γάρ (η αμαρτία) οὐ φυσική ἐστιν, οὐδέ ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ ἡμῶν ἐνσπαρεῖσα, ἀλλ' ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου ἐπισπορᾶς ἐν τῇ ἡμετέρα προαιρέσει ἑκουσίως συνισταμένη, οὐ βίᾳ ἡμῶν κρατοῦσα» (Έκδοσις ακριβής ορθ. πίστεως ΙΙΓ, ΠΓ 94, 1081Β).

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.