ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

 

1. Τί εἶναι ἡ θεία ἀποκάλυψη;

2. Ποιές εἶναι οἱ πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως;

3. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς ἁγίας Γραφῆς;

4. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι αὐτάρκης κώδικας τῆς θείας ἀλήθειας;

5. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς Παλαιᾶς πρός τήν Καινή Διαθήκη;

6. Ποιάἔννοια ἔχει ἡ διάκριση τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς σέ κανονικά καίἀναγινωσκόμενα;

7. Τί εἶναι ἡἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας;

8. Ποιό εἶναι τό κριτήριο γνησιότητας τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως;

9. Τί φρονοῦν περί παραδόσεως οἱἑτερόδοξοι χριστιανοί;

10. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως πρός τήν αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας;

11. Τί φρονοῦν περίἐκκλησιαστικοῦ κριτηρίου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

12. ᾿Επιτρέπονται ἡἀνάγνωση καίἡ μετάφραση τοῦἀρχετύπου κειμένου τῆς ἁγίας Γραφῆς; 

 

 

1. Τί εἶναι ἡ θεία ἀποκάλυψη;

Λ?γοντας ?ποκ?λυψη δ?ν πρ?πει ν? πηγα?νει τ? μυαλ? μας στήν ᾿Αποκάλυψη, τό προφητικό βιβλίο τῆς Κ. Διαθήκης πούἔγραψε ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν Πάτμο, στόὁποῖο καταγράφονται ὅσα τοῦἀποκάλυψε ὁ Θεός γιά τή μελλοντικήἐξέλιξη τῆς ᾿Εκκλησίας καί τήν ἱστορία γενικότερα τοῦ κόσμου.

Λέγοντας ἐδῶἀποκάλυψη ἐννοοῦμε ὅσα φανέρωσε ὁ Θεός στόν κόσμο στό πρόσωπο τοῦἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου του, μέ σκοπό νάὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀληθινή θεογνωσία, νά τοῦ φανερώσει τήν ἀλήθεια καί τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς καί τῆς εὐτυχίας του κοντά στό δημιουργό του. ῾Η θεία ἀποκάλυψη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦἦταν μιά βαθιάἀνάγκη καίἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ καίἀπό μέρους τοῦἀνθρώπου, τήν ὁποία προκάλεσε ἡἀταξία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, πούἐλεύθερα ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν πλάστη του, ἔπεσε στή φθορά τῆς ἁμαρτίας καί τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου καί κινδύνευε νά χαθεῖ μέσα στήν ἄβυσσο τῆς κακοδαιμονίας καί τῆς ἀλογιστίας του, βαδίζοντας τυφλά στά σκοτάδια τῆς εἰδωλικῆς πλάνης του. ῾Ο Θεός «ὄφειλε» νά σώσει τό πλάσμα του, τό δέ πλάσμα ἔπρεπε νά λυτρωθεῖἀπό τήν ἀθλιότητα τοῦὑπαρξιακοῦ του δράματος. Τήν ἐπιτακτική αὐτήἀνάγκη, τό χάσμα πούἔσταζε πίκρα στήν ψυχή τοῦ παραβάτη, κάλυψε ὁἴδιος ὁ Θεός διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, φανερώνοντας στόν πεσμένο ἄνθρωπο τό μέγεθος τῆς ἀποστασίας του, αὐτό πούἔχασε μέ τήν παρακοή του, ὁδηγώντας τον πίσω στήν ἀλήθεια καί τή χαρά τῆς ὑπάρξεώς του.

 

2. Ποιές εἶναι οἱ πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως;

῾Η ἁγία Γραφή καίἡἱερά παράδοση. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ. Διακρίνεται στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. ῾Η Παλαιάἀποτελεῖται ἀπό 49 βιβλία καίἡ Καινήἀπό 27. Τά βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι θεόπνευστα1, δηλαδή, σ’ αὐτά πνέει ἡἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁγία Γραφή σέ κανένα βιβλίο της δέν ψεύδεται. Εἶναι ἀλάθητη, στό μέτρο πούἀλάθητο εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τόὁποῖο πνέει μέσα ἀπό τίς σελίδες της. Δέν εἶναι σάν τά βιβλία τῶν ἀνθρώπων, στάὁποῖα ἡἀλήθεια εἶναι ἀνακατεμένη μέ τό ψέμα. Τό κύρος τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι αἰώνιο καίἀκατάλυτο. ῾Η ἀνάγνωσή της εἶναι ἀναγκαία πρός σωτηρία2.

(Γιά τήν ἱερά παράδοση, βλ. ἐρώτημα 7).

 

3. Ποιά εἶναι ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς ἁγίας Γραφῆς;

Γενικά, ὅτι τάἱερά βιβλία της γράφτηκαν κατ’ ἔμπνευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Οἱἱεροί συγγραφεῖς εἶναι ὄργανα κινούμενα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ3 εἰς ἀποκάλυψη θείων πραγμάτων. ῾Η ἄποψη τῶν ἀρχαίων Μοντανιστῶν, ὅτι οἱ συγγραφεῖς κατά τήν ὥρα τῆς ἐμπνεύσεως πέφτουν σέἔκσταση, μένοντας ἄβουλα ὄργανα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀποδοκιμάστηκε ἀπό τούς ἀρχαίους θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας. Οὔτε εἶναι σωστήἡ θεωρία ἡἀναπτυχθείσα ἀπό τούς χρόνους τῆς μεταρρυθμίσεως, ὅτι ἡ θεοπνευστία εἶναι ἡ «κατά λέξιν ἔμπνευσις» τῶν θείων ἀληθειῶν. ῎Αν ἦταν ἔτσι, δέν ἐξηγοῦνται ὁρισμένα πράγματα, συγκεκριμένα ὁ προσωπικός περί τήν ἔκθεση χαρακτήρας τῶν ἱερῶν συγγραφέων, ὁὁποῖος δέν εἶναι ὁμοιόμορφος, ἡ διαφορά στήν ἔκθεση τῶν αὐτῶν πραγμάτων, ἀλλ’ οὔτε καί οἱ μεταφράσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱὁποῖες δέν θάἔπρεπε νά γίνονται ὡς βεβηλώσεις τοῦἱεροῦ λόγου. ᾿Αλλά καίἡἄλλη θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ θεοπνευστία περιορίζεται μόνο στή δογματική καίἠθική διδασκαλία, σέὅ,τι δηλαδήἀφορᾶ στή σωτηρία, ἐνῶ στάὑπόλοιπα ἱστορικά μέρη τῆς Γραφῆς ὑπάρχει ἁπλή μόνο ἐπιστασία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, εἶναι ἄκρως ἐπισφαλής, δεδομένου ὅτι ἐλλείπει τό κριτήριο διακρίσεως καί καθορισμοῦ τῆς καθαυτό θεοπνευστίας ἀπό τῆς ἁπλῆς ἐπιστασίας, ἐλλοχεύει δέ πάντοτε ὁ κίνδυνος ὀρθολογιστικῆς ἐκδοχῆς τῆς ἁγίας Γραφῆς.

Τό καλύτερο εἶναι νά περιοριστοῦμε στή γενικότητα, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό λαλοῦν στίς ἅγιες Γραφές καίὅτι δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτές ἀντιφάσεις καί πλάνες. Θά μοῦ πεῖτε· Δέν ὑπάρχουν ἀντιφάσεις στήν ἁγία Γραφή; Διαφορές περί τήν ἔκθεση βεβαίως ὑπάρχουν, ὄχι ὅμως καίἀντιφάσεις. ῎Αν δέ κάπου παρατηροῦνται διαφωνίες, αὐτές δέν εἶναι οὐσιαστικές ἀλλ’ ἐπιφανειακές, ὀφειλόμενες σέ σφάλματα ἀντιγραφῆς τῶν χειρογράφων, στίς μεταφράσεις καί στή δική μας περιορισμένη νοητικήἀντίληψη.

 

4. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι αὐτάρκης κώδικας τῆς θείας ἀλήθειας;

῎Οχι, δέν εἶναι. Παρότι εἶναι ὁ γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅμως δέν περιλαμβάνει στό πλήρωμά της τήν ἀποκαλυφθείσα θεία ἀλήθεια. Πρωτίστως δέν ἦταν τέτοιος ὁ σκοπός της. Στίς σελίδες της δέν καταγράφτηκε σκόπιμα καί συστηματικάὁλόκληρη ἡ δογματικήἀλήθεια τῆς πίστεως. Γράφτηκε περιστασιακά, γιά νά καλύψει τίς κηρυκτικές ἀνάγκες τῶν ᾿Αποστόλων καίἄλλων κηρύκων τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀντιμετωπίσει διάφορα διδακτικά καί ποιμαντικά προβλήματα τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων, τήν ἐπίλυση τῶν ὁποίων, λόγω τῶν ἀποστάσεων, δέν μποροῦσαν εὐχερῶς νά πραγματοποιήσουν διά ζώσης οἱ κήρυκες τοῦ λόγου. ῎Αλλωστε πολλές ἀλήθειες τῆς πίστεως (ὁἀριθμός ἑπτά τῶν μυστηρίων, ὁ νηπιοβαπτισμός, τό δόγμα περί τῶν ἁγίων καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί λειψάνων κ.ἄ.) δέν ἀπαντοῦν στήν ἁγία Γραφή καί γιά νά τά δοῦμε πρέπει ν’ ἀνατρέξουμε στήν ἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εκτός τούτων ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς δέν εἶναι πάντοτε διαυγής καί εὐκρινής, ἀλλ’ ἐκφέρεται ἐνίοτε αἰνιγματικά καί συνεσκιασμένα, ὥστε γιά νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὀρθῶς πρέπει νά καταφύγουμε στήν ἑρμηνευτική παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας.

᾿Εντούτοις αὐτά κατά τίποτε δέ μειώνουν τό κύρος καί τή θεοπνευστία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡὁποία ὡς αὐθεντικήἔκφραση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σέ καμιά περίπτωση δέν παύει νά εἶναι ἡ κύρια πηγή τῆς πίστεως καί τῆς σωτηρίας μας.

 

5. Ποιά εἶναι σχέση τῆς Παλαιᾶς πρός τήν Καινή Διαθήκη;

Στήν Παλαιά Διαθήκη καταγράφτηκε ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στό μεταπτωτικόἄνθρωπο μέἐπίκεντρο τό᾿Ισραήλ, τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτήν ὑπάρχει ἀποθησαυρισμένη ἡἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στό Νόμο, τό προφητικό κήρυγμα καί τήν ἄλλη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, προσαρμοσμένη βέβαια στήν πνευματική καίἠθική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ὅπου ἀπουσίαζε στό πλήρωμά της ἡ λυτρωτική χάρη πού θά λειτουργοῦσε τέλεια στόν κόσμο διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι φανερόὅτι ἡ Π. Διαθήκη, ὡς τύπος καί προέκθεση τῆς ἀλήθειας καίὡς στάδιο προπαρασκευῆς τῆς πλήρους ἀποκαλύψεως ἐν Χριστῷ᾿Ιησοῦ, πρέπει νά μελετᾶται καί νά κρίνεται πάντοτε μέ κέντρο καί στάθμη τήν Καινή Διαθήκη. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτήὄχι μόνο συμβάλλει στήν ὀρθή κατανόηση τῆς Κ. Διαθήκης, ἀλλ’ ἀποβαίνει καί εἰκόνα πιστή τῶν παιδαγωγικῶν τοῦ Θεοῦ βουλῶν, ὁ τύπος καίἡ προέκθεση τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.

 

6. Ποιά ἔννοια ἔχει διάκριση τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς σέ κανονικά καίἀναγινωσκόμενα;

Κανονικά βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἐκεῖνα πού γράφτηκαν μέ τήν ἐπιστασία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Εἶναι βιβλία θεόπνευστα, στάὁποῖα ἔχει καταχωρηθεῖἀλαθήτως ὁ λυτρωτικός λόγος τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως εἴπαμε, τά βιβλία αὐτάἀποτελοῦν τό πρῶτο σκέλος τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἡἀνάγνωση τῶν ὁποίων εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν πιστῶν καί τή σωτηρία τους. Εἶναι δέ αὐτά τά γνωστά 49 βιβλία τῆς Π. Διαθήκης καί τά 27 τῆς Καινῆς, δηλαδή συνολικά 76, τάὁποῖα ἀπαρτίζουν τόν ἐπίσημο Κανόνα τῆς ἁγίας Γραφῆς.

᾿Αναγινωσκόμενα εἶναι σειρά βιβλίων τῶν ὁποίων ἡ κανονικότητα ἀμφισβητεῖται. Εἶναι δέ αὐτά δέκα· ῎Εσδρας Α´, Τωβίτ, ᾿Ιουδίθ, Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, ᾿Επιστολή῾Ιερεμίου, καί τά τρία βιβλία τῶν Μακκαβαίων. Στή Δυτική᾿Εκκλησία ἡ κανονικότητα τῶν βιβλίων αὐτῶν γίνεται ἀποδεκτή, ἀντίθετα δέἀπορρίπτεται ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους. Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἐλλειπούσης αὐθεντικῆς συνοδικῆς κυρώσεως, παρατηρεῖται διακύμανση ἀπόψεων, ἄλλων δεχομένων τήν κανονικότητα αὐτῶν καίἄλλων ὄχι. ῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος τά χαρακτηρίζει ὡς ἀναγινωσκόμενα καί τά διαστέλλει ἀπό τά κανονικά. Οἱ δέ τοπικές σύνοδοι ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ᾿Ιασίῳ καί Κωνσταντινουπόλει, ἀναγνωρίζουν τήν κανονικότητά τους, ἐλέγχοντας μάλιστα τόν Κύριλλο Λούκαρι ὁὁποῖος δέν τά περιέλαβε στά κανονικά. ᾿Αντίθετα ἡ σύνοδος τῆς Κων/πόλεως (1672) παρατηρεῖὅτι τά βιβλία αὐτά εἶναι «καλά καίἐνάρετα», ἐνῶὁ Κριτόπουλος στήν ἀπολογία του λέγει περί αὐτῶν· «Πολλάἠθικά πλείστου ἐπαίνου ἄξια ἐμπεριέχεται τούτοις· ὡς κανονικά δέ καί αὐθεντικά οὐδέποτε ἀπεδέξατο ἡ τοῦ Χριστοῦ᾿Εκκλησία, ὡς μαρτυροῦσι πολλοί μέν καίἄλλοι, μάλιστα δέὅ τε Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁἅγιος ᾿Αμφιλόχιος καί τελευταῖος ὁἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός»4. ῾Η αὐτή, τέλος, διακύμανση καί διαφωνία παρατηρεῖται καί μεταξύ ὀρθοδόξων θεολόγων.

 

7. Τί εἶναι ἡἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας;

῞Οπως προειπώθηκε ἡ Παράδοση εἶναι ἡ δεύτερη πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἰσότιμη καίἰσόκυρη πρός τήν

ἁγία Γραφή. Εἶναι δέἡ Παράδοση ἡ διά ζώσης διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν ᾿Αποστόλων, ἡ κυκλοφορούσα καί φυλασσόμενη στή ζωή καί τή συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ως γνωστόν ὁ Κύριος, ὡς ὁ μέγιστος τῶν προφητῶν καί διδάσκαλος, τίποτε τό γραπτό δέν παρέδωσε στούς ᾿Αποστόλους καί τήν ᾿Εκκλησία, κηρύσσοντας προφορικά τό περιεχόμενο τῆς θείας του ἀποκαλύψεως. Τό αὐτόἔκαναν στήν ἀρχή καί οἱ᾿Απόστολοι ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου, κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ στό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τό πέρασμα ὅμως τοῦ χρόνου καί πρός ἀντιμετώπιση τῶν αὐξανόμενων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ κηρύγματος, ἄρχισαν νά καταγράφουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ στά γνωστά κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς.

Τόἴδιο ἔκανε στή συνέχεια καίἡ᾿Εκκλησία καί μέ τόν τρόπο αὐτό διαμορφώθηκε σιγά σιγά καί γραπτῶς ἡ ζωντανή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτή μποροῦμε νά δοῦμε στά πολυειδή γραπτά μνημεῖα τάἐκφράζοντα τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως εἶναι οἱ δογματικοίὅροι τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱἀποφάσεις τῶν τοπικῶν πού κυρώθηκαν ἀπό σύνοδο οἰκουμενική, οἱἱεροί Κανόνες, τά συγγράμματα τῶν Πατέρων, τά κείμενα τῆς θείας λατρείας καί οἱἐκκλησιαστικοίὕμνοι, τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου κ.ἄ.

Τήν ἀνάγκη τῆς ζωντανῆς παραδόσεως σέ παράλληλη βάση πρός τό γραπτό λόγο ἐξαίρει ὁἀπόστολος Παῦλος, παραινῶν τούς πιστούς· «῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν»5.

 

8. Ποιό εἶναι τό κριτήριο γνησιότητας τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως;

Τό κριτήριο πού διακρίνει τή γνήσια Παράδοση ἀπό κάθε ἄλλη ψευδή καί κίβδηλη εἶναι ἡἀποστολικότητα. ῾Η Παράδοση γιά νά εἶναι γνήσια καίἀληθινή πρέπει ν’ ἀνάγεται στήν ἀποστολικήἐποχή, σέ χρόνους δηλαδή πού φανερώθηκε ἁγνή καίἀνόθευτη ἡ λυτρωτικήἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Μέἄλλα λόγια πρέπει νάἀνάγεται στούς ἴδιους τούς ᾿Αποστόλους. Παράλληλα, ἄλλο κριτήριο γνησιότητας εἶναι καί τό κριτήριο τῆς ὁμοφωνίας, ὅ,τι δηλαδή πιστεύει καί παραδέχεται ὁμόφωνα τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί διδάσκουν οἱἱεροί Πατέρες καί οἱ ποιμένες της. Τήν ἀλήθεια αὐτή τονίζει χαρακτηριστικάὁ Βιγκέντιος ὁἐκ Λειρίνου σέὅσα σχετικά γράφει· «ἳ῟῏ὶ῟ὲἂἦ῟ὸἦ῟῏ὶὖὸἣἆὸἶἦ῟῏ὶὰὲ῏ἣὃἂὲ῟ὖὴἶὸὶἂὦ῟ἣὸὖὦ» (= ῞Ο,τι πανταχοῦ, πάντοτε καίὑπό πάντων ἐπιστεύθη).

Εἶναι φανερόὅτι φορεῖς τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως δέν μποροῦν νά εἶναι ἐκεῖνοι πούἀποκόπηκαν ἀπό τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας, αἱρετικοί καί σχισματικοί. Περιττό δέ νά σημειωθεῖ, ὅτι γνήσιος φορέας τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως εἶναι μόνο ἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἡὁποία παρέλαβε καί διατήρησε ἀνόθευτη τήν διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων, ὅπως αὐτή φέρεται ἀποθησαυρισμένη στά μνημεῖα τάἐκφράζοντα τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ὀκτώ πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.

Τέλος, λέγοντας ἀποστολική παράδοση δέν ἐννοοῦμε ἀδιάκριτα κάθε παράδοση, ἀλλάἐκείνη πούἀναφέρεται στή δογματική διδασκαλία καί τόἦθος τῆς ᾿Εκκλησίας καίὄχι σέ ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας.

 

9. Τί φρονοῦν περί παραδόσεως οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί;

῾Η Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία δέχεται, ὅπως καίἡ᾿Ορθόδοξη, τήν ἱερά Παράδοση ὡς πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἰσότιμη καίἰσόκυρη πρός τήν ἁγία Γραφή. ᾿Εντούτοις στήν πράξη δέ συμφωνεῖ μέ τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, ἀλλάἐκλαμβάνει τήν παράδοση μέἔννοια ἐλαστική, ὡς ταμεῖο πίστεως, στόὁποῖο μπορεῖ νά προσφεύγει ὅταν θέλει νά διατυπώσει κάποιο νέο δόγμα ἤ νάἀνυψώσει σέ δόγματα μεταγενέστερες θεολογικές γνῶμες καί δοξασίες. Τέτοια δόγματα ὑπάρχουν πολλά (ἄσπιλος σύλληψις κ.ἄ.), ὡς καί διάφορες ἄλλες καινοτομίες, κυρίως στήν τέλεση καί μετάδοση τῶν μυστηρίων (στέρηση τοῦ λαοῦἐκ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐχαριστίας, ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν νηπίων κ.τ.ὅ.). ῎Αν θέλαμε νά κάνουμε συσχετισμό, θά λέγαμε ὅτι κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἡ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ πιστός τηρητής καί φύλακας τῆς παραδόσεως, ἐνῶ κατά τή ρωμαιοκαθολική αὐτή παρουσιάζεται μᾶλλον ὡς κυρίαρχος, μεταποιώντας αὐτή κατά βούληση καί προσπαθώντας νά συμβιβάσει τά παλαιά μέ τάἑκάστοτε νέα.

Παράλληλα, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν ἀναγνωρίζουν τήν παράδοση ὡς πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Οἱ λόγοι εἶναι προφανεῖς. Κατ’ αὐτούς ἡἁγία Γραφή εἶναι ἡ μόνη πηγή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης καί αὐτάρκης κώδικας τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ περιέχων ὅλες τίς ἀναγκαῖες ἀλήθειες πρός σωτηρία. Τήν παράδοση τήν ἀπορρίπτουν ὡς αὐθεντική πηγή τῆς πίστεως, ἀνεχόμενοι αὐτή στό μέτρο πού δέν ἀντιφάσκει πρός τή Γραφή, καίὡς ὠφέλιμο πλήν ὄχι καίἀλάθητο χειραγωγό στήν ἑρμηνεία τῆς ἁγίας Γραφῆς. ᾿Εντούτοις παρά τή βασική τους αὐτή τοποθέτηση, δέ φαίνεται ν’ ἀπομακρύνονται ὁλοσχερῶς ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. ᾿Ασχέτως πρός τά πολλά πού παρέλαβαν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὁ Λούθηρος, τόν ὁποῖο ἀποκαλοῦν θεῖον (ὶἂἇἂὃ῟ὖ) καί τρίτον ᾿Ηλία, καί τά συγγράμματα τοῦὁποίου μεγάλως ἐκτιμῶνται στή συνείδηση τῶν Διαμαρτυρομένων, ὡς ἀντικαταστήσαντα τάἔργα τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἔχει μεγάλο κύρος γι’ αὐτούς, ἐνῶ παράλληλα τά συμβολικά τους βιβλία ἔχουν ἀποκτήσει ἕνα εἶδος «κανόνος πίστεως» (ἶὸὼ῟῝ὰὺἂὶὸἂ), ὁὁποῖος ἀποτελεῖ συνεκτικό δεσμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους ταυτότητος καί βάση τοῦἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος καί τῆς ἑρμηνείας τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μέἄλλα λόγια ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.

 

10. Ποιά εἶναι σχέση τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως πρός τήν αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας;

῞Οπως εἴπαμε στά προηγούμενα, τό περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στίς δύο πηγές της, τήν ἁγία Γραφή καί τήν ἱερά Παράδοση. ῞Ομως, γιά νά μπορέσει ἡ θεία ἀλήθεια νάἐπιτελέσει τό σωτήριο προορισμό της πρέπει νάὑπάρχει κάποιο μέσο διά τοῦὁποίου θά φθάσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀθόλωτη καί διαυγής, ὅπως πρωτοβγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου καί τῶν ᾿Αποστόλων. Τό μέσο αὐτό πρέπει νά εἶναι αὐθεντικό καίἀλάθητο καί αὐτό φυσικά δέν εἶναι οἱἄνθρωποι «οἱ πλανῶντες καί πλανώμενοι». Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη, πρός τήν ὁποία συμφωνεῖ καίἡ Ρωμαιοκαθολική, τό κριτήριο αὐτό εἶναι ἡ᾿Εκκλησία, στήν ὁποία διαιωνίζεται ἱστορικάὁ Χριστός καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τή διακρατεῖ καί τήν ἐμψυχώνει, ὁδηγώντας την «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»6.

῾Η Γραφή καί ἡ Παράδοση, λαμβανόμενες καθ’ ἑαυτές, εἶναι σχήματα ἀσαφή καίἀόριστα, ἀσπόνδυλα, θά λέγαμε, καί χωρίς ἐξωτερικό συνεκτικό δεσμό. ῎Ετσι ἡ μέν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς δέν μπορεῖ νά ἐπιχειρηθεῖἀπ’ εὐθείας χωρίς αὐθεντική ἐκκλησιαστική χειραγώγηση7, δεδομένης τῆς ἀσάφειας πού παρατηρεῖται σέὁρισμένα σημεῖα τῆς διδασκαλίας της. Στήν ἀπροϋπόθετη αὐτήἑρμηνεία ὀφείλονται, οἱ τόσες παρερμηνεῖες της καί οἱ κακοδοξίες ὅλων τῶν αἱρέσεων, οἱὁποῖες, χωρίς ἐξαίρεση στηρίζουν τά διδάγματά τους στήν ἁγία Γραφή. ᾿Αλλά καίἡ Παράδοση ἔχει ἀνάγκη αὐθεντικοῦ κριτηρίου γιά τή γνησιότητά της, ἄν λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱὅποιες διδασκαλίες καί γνῶμες τῶν ἀνθρώπων δέν μποροῦν ἀπό μόνες τους νά διατηρηθοῦν ἀλώβητες στήν ἀνέλιξη τοῦ χρόνου καί τῆς ἱστορίας.

Τό αὐθεντικό κριτικό αὐτόἔργο ἐνασκεῖἡ᾿Εκκλησία εἴτε διά τῶν ἱεραρχῶν της στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες διδάσκουσα τή σωτηριώδη ἀλήθεια, εἴτε διά τοῦ συνόλου τῶν ἀρχιερέων της σέ συνόδους οἰκουμενικές διατυπώνουσα ἐπίσημα καί πανηγυρικά τή θεία ἀλήθεια, κυρίως σέὅσες περιπτώσεις ἀπειλοῦν αὐτήν ἡ κακοδοξία καίἡ πλάνη. Τόἔργο αὐτό τῆς ᾿Εκκλησίας φαίνεται κατεξοχήν στήν αὐθεντική διατύπωση τοῦ δόγματος τοῦὁμοουσίου στή σύνοδο τῆς Νίκαιας (325) καί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ σέ μιάὑπόσταση στή σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (451), δόγματα ὑπάρχοντα φυσικά συνεπτυγμένως στή θεία Γραφή καί τήν ἱερά Παράδοση. Στήν οἰκουμενική σύνοδο ἡὁμοφωνία τῶν ἱεραρχῶν δέν εἶναι μαθηματική, ἀλλ’ ἠθική. ῞Οταν ὁρισμένοι ἐπιφανεῖς ἱεράρχες ἀποφαίνονται γιά κάποιο ζήτημα δογματικό, οἱ δέ λοιποί δέν ἀντιλέγουν, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ διατυπούμενη διδασκαλία εἶναι αὐθεντική καίἀλάθητη. ῾Η διδασκαλία αὐτή καταχωρίζεται στούς ὅρους τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἐνῶἡὑπόλοιπη, πού δέν κυρώθηκε ἀπό συνόδους οἰκουμενικές, εἶναι ἀπαθησαυρισμένη στά πολυειδή γραπτά μνημεῖα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως.

Κάτω ἀπό τό πνεῦμα αὐτόἡ᾿Εκκλησία νοεῖται ὡς μία εὐρύτερη παράδοση, στήν ὁποία ἐμπεριέχονται ἡἁγία Γραφή καίἡἱερά παράδοση μέ τή στενή της ἔννοια. Τά δύο αὐτάἡ᾿Εκκλησία περιβάλλει καί καθορίζει μέ τήν αὐθεντία καί τό κύρος της, προστατεύοντάς τα ἀπό κάθε κακόβουλη παράσταση καίἐπιβουλή. Μόνο μέ τήν παρουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας διακρατεῖται ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ, διασφαλίζεται ἡἑνότητα τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί πετυχαίνεται ἡὑψηλήἀποστολή τοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς λυτρωτικῆς ἐξ ἀποκαλύψεως θείας θρησκείας.

 

11. Τί φρονοῦν περίἐκκλησιαστικοῦ κριτηρίου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Τίποτε δέ φρονοῦν, ἁπλούστατα γιατί τέτοιο κριτήριο δέν ἔχουν. Αὐτό συμφωνεῖ πρός τή βασική τους ἀρχή νάἀπορρίπτουν τόν ἱστορικό χαρακτήρα τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας, ἀποδεχόμενοι μόνο πνευματική καίἀόρατη ᾿Εκκλησία. Εἶναι φανερόὅτι μιά τέτοια ἀόριστη καίὁμιχλώδης ᾿Εκκλησία δέν μπορεῖ νάἔχει ἐξωτερικό αὐθεντικό κριτήριο καί σέ πολλά μέν ἄλλα ζητήματα, ἀλλά κυρίως στόν καθορισμό τοῦ κανόνος τῆς ἁγίας Γραφῆς, τόν ὁποῖο ἐντούτοις παρέλαβαν ἀπό τήν Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας(!).

Κατά τή βασική τους ἀρχήἡ Γραφή εἶναι αὐτάρκης καί σαφής γιάὅλα τά ζητήματα τάἀφορῶντα στή σωτηρία καί συνεπῶς δέν ἔχει ἀνάγκη ἄλλου ἐξωτερικοῦ αὐθεντικοῦ βεβαιωτικοῦ κριτηρίου. Στό ζήτημα ὅμως τοῦ καθορισμοῦ τοῦ κανόνος τῆς ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή στή διακρίβωση ποιά εἶναι τά γνήσια καί κανονικά της βιβλία, ἐμπλέκονται σέ μεγάλη δυσκολία, ἁπλούστατα γιατίἡἴδια ἡ Γραφή δέν μπορεῖ ν’ ἀποφανθεῖ γιά κάτι τόὁποῖο διαμορφώθηκε χρονικάὕστερα ἀπό τή συγγραφή τῶν ἱερῶν βιβλίων της. ῾Η ἀμηχανία τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι ἐν προκειμένω ἐμφανής. Γιά νά οἰκονομήσουν δέ τά πράγματα διατυπώνουν περίεργες θεωρίες· ὅτι περί τοῦ κανόνος τῆς Γραφῆς μαρτυρεῖἐσωτερικά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (τόἴδιο Πνεῦμα δημιουργεῖ καί τήν πνευματική᾿Εκκλησία) καίὅτι κανονικά βιβλία εἶναι ὅσα διά τῆς ἱστορικῆς κριτικῆς ἔρευνας ἀποδεικνύονται ὡς συνταχθέντα ὑπό τῶν ᾿Αποστόλων καί τῶν Προφητῶν, στάὁποῖα δέν περιέχονται ἀλλόκοτα καί παράλογα πράγματα.

Οἱἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῾Η μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στίς καρδιές τῶν πιστῶν δέν εἶναι κάτι τό σταθερό καί συγκεκριμένο, ὥστε ν’ ἀποτελέσει κριτήριο τῆς γνησιότητας τῶν πηγῶν τῆς πίστεως. Εἶναι κάτι τόὑποκειμενικό πού δέν μπορεῖ σαφῶς νά καθορίσει τά πράγματα, ἀλλάἀντίθετα μπορεῖ νά διαμορφώσει πολλές καί ποικίλλουσες ἀντιλήψεις, κάτι πού μπορεῖ νάἄρει τό αὐθεντικό κύρος τῆς Γραφῆς καί νάὁδηγήσει σέὀρθολογιστικήἐκτίμηση τοῦἱεροῦ κανόνα της. Παράλληλα ἡ διά τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας προσέγγιση τοῦ ζητήματος εἶναι πολύἐπισφαλής, καθόσον ἀνοίγει ἐλεύθερο πεδίο στήν ἔρευνα, μέ κίνδυνο ν’ ἀμφισβητηθεῖἡ γνησιότητα βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς.

῾Ως πρός τήν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, βασική προτεσταντικήἀρχή εἶναι ὅτι αὐτήἑρμηνεύεται δι’ ἑαυτῆς, χωρίς νάἔχει ἀνάγκη ἄλλου αὐθεντικοῦἐξωτερικοῦἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου («ὣὰὃὴὦὰὣὴἶἂἆὦ῟ἶὰὸὖὦὖ῟ἂἂἆὖἂ῟ὖ῝ὸὼἂὦἂἣ῟ὖἂὃὦὸἶἆἶὸὖ», δηλ. ἡἁγία Γραφή εἶναι ὁ νόμιμος ἑρμηνευτής τοῦἑαυτοῦ της). Τά σκοτεινά καίἀσαφή χωρία πρέπει νάἑρμηνεύονται κατά τήν ἀναλογία τῆς πίστεως, δηλαδή μέσα στό σύνολο τῆς δογματικῆς διδασκαλίας πού συνάγεται ἀπό τάἐναργή χωρία. Κατά τήν ἴδια ἀντίληψη στήν ὀρθή κατανόηση τῆς Γραφῆς συμβάλλεται σημαντικά καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, φωτίζοντας τή φύση τοῦἀνθρώπου καί εἰσάγοντας στόἀληθές νόημα τῆς Γραφῆς, τόὁποῖο δέν μπορεῖ νά κάνει κάθε ἄλλη γραμματική καίἱστορική μέθοδος ἑρμηνείας. Βέβαια καμιάἀμφιβολία δέν ὑπάρχει ὅτι ὁ φωτισμός τοῦ῾Αγίου Πνεύματος εἶναι ἀπαραίτητος, ὥστε ὁἑρμηνευτής νά φθάσει στάὀρθάἑρμηνευτικά συμπεράσματα καί αὐτόὀρθῶς διδάσκεται ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους.

Παρά ταῦτα σέἀρκετές περιπτώσεις, ὅπως σέ συγκρούσεις ἑρμηνευτικές (ἔριδες Λουθήρου καί Ζβιγγλίου), ἡἀπουσία αὐθεντικοῦἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου τῆς Γραφῆς γίνεται ἐξόχως αἰσθητή. ῎Ετσι πρός κατοχύρωση τῶν ἀπόψεών τους ἄλλοι προσφεύγουν στά συμβολικάὁμολογιακά μνημεῖα τῆς Διαμαρτυρήσεως, πράγμα ὅμως ἄχαρο, δεδομένου ὅτι τά κείμενα αὐτά στόν Προτεσταντισμό δέν θεωροῦνται αὐθεντικά· ἐνῶἄλλοι καταφεύγουν στή γνώμη εὐσεβῶν κριτικῶν ὡς αὐθεντική (πράγμα ὁμοίως ἄχαρο) καίἄλλοι ὁμιλοῦν περί δώρου ἑρμηνείας (ἂὃὦὸἶἆἶὸὦὰὦἂ῏ὃἂὖ), ὁ δέ Καλβίνος ἔφθασε σέ σημεῖο νά ποθεῖ τήν ἀνασύσταση τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱὁποῖες ἀποφαίνονται ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι(!).

Δέν εἶναι περίεργο γιατί σέ μιά τέτοια δίνη ἑρμηνευτικῶν ἀρχῶν ὁ Προτεσταντισμός εἶναι δυνατό νά καταλήξει εἴτε στή φασμαγωγία τῶν Κουακέρων, κατά τήν ὁποία ἡ μόρφωση καίἡ γλωσσική σπουδή εἶναι κάτι τό περιττό καίἕνας ὀλιγογράμματος μπορεῖ νάἑρμηνεύσει τή Γραφή καλύτερα ἀπό τούς μορφωμένους, διότι αὐτό πούἔχει πρωταρχική σημασία εἶναι ὁἐσωτερικός φωτισμός καίἡ μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος· εἴτε στήν ὀρθολογιστική μεταχείριση τῆς Γραφῆς ἀπό τούς Σωκινιανούς καί᾿Αρμινιανούς, οἱὁποῖοι, ἄν καί δέχονται τή θεοπνευστία τῆς Γραφῆς, ἐντούτοις τήν ὑποτάσσουν στόν ὀρθό λόγο, ὑποστηρίζοντας ὅτι τάἑρμηνευτικά πορίσματα δέν πρέπει νά περιέχουν πράγματα ἀντίθετα πρός τά διδάγματα τοῦὀρθοῦ λόγου.

 

12. ᾿Επιτρέπονται ἡἀνάγνωση καίἡ μετάφραση τοῦἀρχετύπου κειμένου τῆς ἁγίας Γραφῆς;

Σέἀντίθεση μέ τό στενό κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας στήν ἱστορία τῆς ὁποίας μπορεῖ νάἀνιχνεύσει κανείς ἀπαγορεύσεις τόσο στήν ἐλεύθερη ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἀπό τό λαό, ὅσο καί στή μετάφραση τοῦἐπίσημου λατινικοῦ κειμένου της, στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία στήν ὁποία ἐναρμονίζεται ἡἐλεύθερη θεολογικήἔρευνα πρός τό πνεῦμα πειθαρχίας στήν ἐκκλησιαστική αὐθεντία, πράγμα σαφῶς δημοκρατικό καί βρισκόμενο στό μέσο μεταξύ τῆς ἀπολυταρχικῆς αὐθεντίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρώμης καί τῆς ἀσυδοσίας τοῦ προτεσταντικοῦ φιλελευθερισμοῦ, ἡἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καίἡ μετάφρασή τους ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύονται, ἀλλά καί πολυειδῶς ἐπιτρέπονται καίἐνθαρρύνονται.

Τό πράγμα δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικό. ῾Η Γραφή, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, εἶναι ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Θεοῦ («πᾶσα γραφή θεόπνευστος», Β´ Τιμ. 3,16). ῾Ο δέ Κύριος, ἡ πηγή τῆς θείας ἀλήθειας, συστήνει τήν ἔρευνα τῶν Γραφῶν, στήν ὁποία ὑπάρχει ζωή πνευματική· «᾿Ερευνᾶτε τάς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωήν αἰώνιον ἔχειν» (᾿Ιωάν. 5,39). ῾Ο ὀρθόδοξος πιστός ἔχει πρωταρχικό χρέος νά μελετᾶ τήν Γραφή μέ σεβασμό καίἀγάπη, γιά νά μαθαίνει τή θεία ἀλήθεια, νά καλλιεργεῖται πνευματικά καί νάἑτοιμάζεται γιά τήν αἰώνια ζωή. ῞Ενα τόσο σημαντικόἔργο δέν μπορεῖ νά τόἀπαγορεύσει ἡ᾿Εκκλησία, γιατίἔτσι ἔρχεται σέἀντίφαση πρός τήν πνευματικότητα καί τήν ἀποστολή της. Μέ μία ὅμως ἐπιφύλαξη· ῾Η ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς, ἐπειδή οἱἀλήθειες καί τά νοήματά της δέν εἶναι πάντοτε διαυγή, πρέπει νά γίνεται μέσα στό παραδοσιακό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡὁποία εἶναι ὁ πιστός φύλακας καίὁἀλάθητος ἑρμηνευτής της. ῾Η μελέτη τῆς Γραφῆς πρέπει νά γίνεται μέ τή χειραγωγία τῆς ᾿Εκκλησίας (ἑρμηνευτικάὑπομνήματα, σχολιασμοί, ἐξηγήσεις κ.ἄ.), γιατί σέἐναντία περίπτωση ὑπάρχει κίνδυνος παρεκδοχῆς τῶν ἱερῶν νοημάτων καί δημιουργίας αἱρέσεων, ὅπως αὐτό συμβαίνει στά πλαίσια τοῦ φιλελεύθερου Προτεσταντισμοῦ. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό πρέπει νά γίνει νοητή καίἡ θέση τῆς ῾Ομολογίας τοῦ Δοσιθέου, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία δέν θεωρεῖ πάντοτε θεμιτή τήν ἀνάγνωση τῆς θείας Γραφῆς8.

Τόἴδιο ἰσχύει καί γιά τή μετάφραση τῆς ἁγίας Γραφῆς. Καίὡς πρός τή μετάφραση τῶν ῾Εβδομήκοντα (Ο´) αὐτήἀπολαμβάνει μεγάλου κύρους στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, στήν ὁποία ἡ μετάφραση βρίσκεται σέ λειτουργική χρήση, ὡς ἔργο τῆς θείας πρόνοιας γιά τήν προετοιμασία τῶν ἐθνῶν νά δεχτοῦν τή χριστιναικήἀλήθεια. Αὐτό φυσικά δέ σημαίνει ὅτι ἡ μετάφραση αὐτή εἶναι καί θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σέ μετάφραση δέν ἔχει νόημα. ῾Ως πρός τίς ἄλλες μεταφράσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, τό φιλελεύθερο πνεῦμα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας ἀνενδοίαστα τίς ἐπιτρέπει, οἱ δέ μήἑλληνόφωνες ὀρθόδοξες ᾿Εκκλησίες ἔχουν ἡ κάθε μία μετάφραση τῆς Γραφῆς στή δική της ἐθνική γλώσσα. Τέλος, ὡς πρός τή μετάφραση τῆς Γραφῆς στόἑλληνικό γλωσσικόἰδίωμα, εἶναι περιττό νά σημειώσουμε ὅτι πρέπει νά γίνεται μέ σεβασμό πρός τήν ἱεροπρέπεια τοῦ κειμένου, ἀποφευγομένων ὅλων τῶν λεκτικῶν ἐκκεντρικοτήτων καί τῆς φραστικῆς χυδαιότητας, πού μποροῦν νά βλάψουν τό κύρος τῶν Γραφῶν καί νά ζημιώσουν τή σωτήρια ἐπίδρασή τους. ᾿Εννοοῦμε μεταφράσεις ἁπλές καί ζωντανές πού μποροῦν νά μιλήσουν εὐεργετικά στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας.