ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´

 

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 

122. Τίἐννοοῦμε λέγοντας δικαίωση;

123. Ποιό εἶναι τό ληπτικόὄργανο τῆς δικαιώσεως;

124. Ποιό εἶναι τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως;

125. ῾Υπάρχουν ἄλλα στάδια δικαιώσεως;

126. ῾Υπάρχουν διαβαθμίσεις στή δικαίωση;

127. Μπορεῖὁἄνθρωπος νάἐκπέσει τῆς δικαιώσεως;

128. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως;

129. Ποιά εἶναι ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων;

130. Ποιοί εἶναι οἱὅροι τῆς δικαιώσεως κατά τούς Διαμαρτυρομένους;

131. Εἶναι τάἀγαθά ἔργα ἀξιόμισθα;

132. ῾Υπάρχουν δύο δικαιώσεις; 

 

 

122. Τ ίἐννοοῦμε λέγοντας δικαίωση;

Τήν ἀπελευθέρωση τοῦἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ὀφειλόμενη σ’ αὐτήν ἐνοχή, τήν ἀναγέννηση, ἀνακαίνιση καί θέωση τῆς φύσεώς του πού εἶναι ὅλα καρποί τοῦ λυτρωτικοῦἔργου τοῦ Χριστοῦ. ῞Οπως ἡἁμαρτία μέ τήν εἰσήγηση τοῦ πλάνου ἐπέφερε ἀχρείωση τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦἀνθρώπου καίἐξασθένηση τῶν πνευματικῶν του δυνάμεων σταθερῶς ἀποκλινουσῶν ἀπό τό Θεό καί φερομένων πρός τό κακό, ἔτσι καίἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού πλούσια ἀπέρρευσε ἀπό τό πάθος καί τήν ἱλαστική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποκατέστησε τό «κατ’ εἰκόνα» στήν ἀρχέγονή του εὔκλεια, ἐνισχύοντας τίς ἠθικές καί πνευματικές δυνάμεις τοῦἀνθρώπου στόἀγαθό καί τήν ἀρετή. Παρόλο ὅτι ἡ δικαίωση εἶναι ἔργο καθαρό τῆς ἀγάπης καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ, ὅμως γιά τήν πραγμάτωσή της ἀπαιτεῖται ἀπό μέρους τοῦἀνθρώπου ἡἐλεύθερη σύμπραξη καί συνέργειά του μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τή δυνατότητα αὐτή τήν ἔχει ὁἄνθρωπος, τοῦὁποίου ἡ φύση δέν καταστράφηκε ὁλοσχερῶς διά τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά διασώζει, ἔστω καί τραυματισμένη, τήν ἐλευθερία της καί τόν πόθο πρός τά πνευματικά καί τάἐπουράνια. ῾Η δικαίωση μέἄλλα λόγια δέν εἶναι ἔργο παθητικό. Καί προέρχεται μέν ἀπό τό Θεό, ὅμως γιά τήν ἐνεργόἀξιοποίησή της ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαραίτητη ὑποκειμενική συνθήκη, ἡἐλεύθερη συνέργειά του.

 

123. Ποιό εἶναι τό ληπτικόὄργανο τῆς δικαιώσεως;

Εἶναι τόἱερό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Σ’ αὐτόὁ βαπτιζόμενος ἀποθέτει μέν τόν παλαιόν ἐν ἁμαρτίαις ἄνθρωπο, ἀναγεννιέται πνευματικά καίἀνακτίζεται σέ μιά νέα γεμάτη ἀπό Θεόὕπαρξη καί ζωή. ῾Ο ἄνθρωπος γίνεται πραγματικά δίκαιος στόἱερό βάπτισμα. ῎Αν δέ τυχόν πεθάνει ἀμέσως μετά τήν τελετή τῆς ἀναγεννήσεως, εἶναι βέβαιο ὅτι θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό συμβαίνει μέ τάἄρρωστα νήπια, πού βαπτίζονται λίγο πρίν πεθάνουν.

 

124. Ποιό εἶναι τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως;

Τό χρονικό διάστημα πού προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος. Αὐτό φυσικά δέν ἀναφέρεται στά νήπια, τά στερούμενα λόγου καί συνειδήσεως, ἀλλά μόνο στούς ἐνήλικες. Στίς ψυχές αὐτῶν ἡ προκαταρκτική θεία χάρη γεννᾶ τή γενική λεγόμενη πίστη, δηλαδή τήν ἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως, ἐμφυσώντας σ’ αὐτές ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτία, φόβο πρό τῆς τιμωροῦ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καί πόθο ἀποκτήσεως τῆς δικαιώσεως τῆς χορηγούμενης διά τοῦ βαπτίσματος. ῞Ολα αὐτάἀποτελοῦν ἀπαραίτητη συνθήκη ἐπιτυχίας τῆς δικαιώσεως. Κατά τή μαρτυρία τῆς Γραφῆς τῆς ἀναγεννήσεως προηγεῖτο πάντοτε ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας καίἡ μετάνοια ἤἡ κατάνυξη τῆς καρδίας165. Στήν ἀρχαία δέ᾿Εκκλησία ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῶν κατηχουμένων, οἱὁποῖοι ζοῦσαν ἐν μετανοίᾳ, διδασκόμενοι τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, προτοῦ βαπτισθοῦν καί γίνουν ἐπίσημα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ προπαρασκευή αὐτή δέν εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς δικαιώσεως, ἀλλάἁπλή συνθήκη παροχῆς αὐτῆς. Οὔτε δέ εἶναι ἔργο ἀξιόμισθο, τόὁποῖο ὀφείλει νάἀμείψει ὁ Θεός, συγχωρώντας καίἀνακαινίζοντας τόν ἄνθρωπο.

 

125. ῾Υπάρχουν ἄλλα στάδια δικαιώσεως;

Ναί, ὑπάρχουν. ῾Η δικαίωση φυσικά, ὡς ἐνέργεια καί δωρεά χάριτος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μία· ἡ κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καίἡ πνευματικήἀναγέννηση. ᾿Εντούτοις δέν εἶναι ἔργο μαγικό καί παθητικό. ῾Ο λογικός ἄνθρωπος δέν μένει στατικός καίἀνενεργός στό χάρισμα τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δέ στό προπαρασκευαστικό στάδιο δεχόμενος τήν κλήση τῆς χάριτος πρέπει νά δουλέψει κι αὐτός γιά νά μπορέσει νά λάβει τή δικαίωση, ἔτσι κι ἀφοῦ τή λάβει, πρέπει νά συμπράξει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νάἀξιοποιήσει ὑποκειμενικά τήν εὐλογία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.

Τό στάδιο αὐτό στόὁποῖο θά εἰσέλθει ὁἀναγεννηθείς ἄνθρωπος, εἶναι ὁἁγιασμός. Εἶναι δέ αὐτός τόἀγαθό φρόνημα, ἡἁγία διάθεση πού μορφώνεται στή δικαιωμένη ψυχήἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡὁποία ἐκδηλώνεται σέ χαρά καίἀκράτητη ὁρμή πρός τέλεση τοῦἀγαθοῦ καί νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, τόὁποῖο πάντα ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί εἶναι ἐπικλινές καί εὐεπίφορο στήν ἁμαρτία. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦὁἄνθρωπος προχωρεῖἀπό δύναμη σέ δύναμη καίἀπό δόξα σέ δόξα, προκόπτοντας στόἀγαθό καί τελειούμενος πνευματικά166.

 

126. ῾Υπάρχουν διαβαθμίσεις στή δικαίωση;

Βεβαίως ὑπάρχουν. ᾿Αφοῦἡ δικαίωση δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικό στόν ἄνθρωπο, ἀλλάἔχει ἄμεση σχέση μέ τόἐσώτερο βάθος τῆς πνευματικῆς του φύσεως καί συναρτᾶται πρός τήν ἐλεύθερη συνέργεια τοῦ λογικοῦὄντος, εἶναι φυσικό νά μήν εἶναι ὅμοια σέὅλους τούς δικαιωμένους, ἀλλά νά διαφέρει ἀπόἄνθρωπο σέἄνθρωπο. Αὐτό θάἐξαρτηθεῖἀπό τό βαθμό προσοικειώσεως τῆς δικαιώσεως καί τό μέτρο συνεργασίας τῶν ἀνθρώπων μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Καθόσον δέ οἱἄνθρωποι συνεργάζονται διαφορετικά, ἄλλοι λιγότερο καίἄλλοι περισσότερο, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, κατ’ ἀνάλογο τρόπο θά ποικίλλει καίὁ βαθμός ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καίἡ δόξα ἡὀφειλόμενη σ’ αὐτούς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καίἐνῶ τόἀγαθό τοῦἁγιασμοῦ, ἡἕνωση δηλαδή μέ τό Θεό καίἡ μακαριότητα τῶν δικαίων θά εἶναι τόἴδιο σέὅλους, ὅμως ὁ βαθμός τῆς δόξας τῶν δικαίων, ἡἀνάκρασή τους μέ τή φωτεινότητα τοῦ Θεοῦ καίἡ λαμπρότητα τῆς πνευματικῆς τους φύσεως δέν θά εἶναι ἡἴδια, ἀλλά θά ποικίλλει ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς προσωπικῆς τους οἰκειώσεως τοῦἀγαθοῦ τῆς σωτηρίας. Κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου, στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν τά πνευματικά της ἀστέρια δέν θά εἶναι τάἴδια, δέν θάἐκπέμπουν ὅλα τόἴδιο φῶς, ἀλλά «ἀστήρ ἀστέρος θά διαφέρει ἐν δόξῃ»167, ὅπως θάὑπάρχουν καί πολλές μονές «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός», ὅπου θάἐνδιαιτῶνται οἱ῞Αγιοι168. ῾Η δόξα τῆς Θεοτόκου, λόγου χάρη, καί τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων, δέν θά εἶναι ὅμοια μέ αὐτήν πού θάἔχει ἕνας ἁπλός δικαιωμένος πιστός.

 

127. Μπορεῖ ὁἄνθρωπος νά ἐκπέσει τῆς δικαιώσεως;

Βεβαίως μπορεῖ. ῞Οπως δηλαδήὁ πιστός συμπράττων μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά προχωρήσει στόν ἁγιασμό, τήν ἕνωσή του μέ τό Θεό καί τή δόξα του κληρονομώντας τήν αἰώνια ζωή, ἔτσι ὁἴδιος, ἄν ἀδιαφορήσει γιά τό πνευματικόἀγαθό καί κυριευθεῖἀπό τόἁμαρτητικό τῆς φύσεώς του καταπατώντας τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί πράττοντας ἔργα αἰσχύνης καί φθορᾶς, μπορεῖ νάἐκπέσει τῆς δωρεᾶς τοῦ῾Αγίου Πνεύματος καί νά χαθεῖ.

῾Η ἁμαρτία εἶναι τό μέτρο ἐκπτώσεως τοῦἀνθρώπου ἀπό τόἀγαθό τῆς δικαιώσεως. ῎Αν καί δέν εἶναι πάντα εὐχερής καίἀκίνδυνη ἡ διάκριση τῶν ἁμαρτημάτων, γίνεται ἀπό κοινοῦ παραδεκτόὅτι αὐτά διακρίνονται σέ δύο ὁμάδες, τά συγγνωστά καί τά θανάσιμα. Τά πρῶτα εἶναι κοινά γιάὅλους τούς πιστούς. Μόνο ὁ Χριστός καί σέ κάποιο στάδιο ἡ Θεοτόκος ἐξαιρέθηκαν ἀπό αὐτά (σχετικήἀναμαρτησία τῆς Παρθένου). Κατά τόν ἀδελφόθεο ᾿Ιάκωβο «πολλά πταίομεν ἅπαντες»169, ἐνῶ κατά τόν εὐαγγελιστή᾿Ιωάννη «ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καίἡἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν (Α´᾿Ιωάν. 1,18). ᾿Ενδεικτικάὁμοίως εἶναι καί τά λόγια τοῦ Κυρίου· «Καίἄφες ἡμῖν τάὀφειλήματα ἡμῶν» (Ματθ. 6,12).

Τά δεύτερα δέ, τά θανάσιμα, εἶναι σοβαρές παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτήματα, τάὁποῖα ἄν δέν συγχωρηθοῦν μέ τή μετάνοια, θάὁδηγήσουν στόν πνευματικό θάνατο, δηλαδή τόν αἰώνιο ἀποχωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τή ζωή τοῦ Θεοῦ. ῾Ως τέτοια ἡ Γραφήἀναφέρει τάἁμαρτήματα τοῦ Δαβίδ, τοῦ Σολομώντα καί τοῦ Πέτρου, τάὁποῖα βέβαια ἀπαλείφθηκαν μέ τή μετάνοια. ᾿Αντίθετα τό παράπτωμα τοῦ᾿Ιούδα, γιά τόν ὁποῖον εἶπε ὁ Κύριος ὅτι καλό θάἦταν νά μήν ἐρχόταν κἄν στόν κόσμο170, τόν ὁδήγησε στήν ἀγχόνη καί τήν αἰώνια ἀπώλεια. ᾿Ενδεικτικά, τέλος, εἶναι καί τά λόγια τοῦ᾿Απ. Παύλου, ὁὁποῖος διακρίνοντας τούς ἐργαζόμενους στό ναό σ’ ἐκείνους πού καταθέτουν χρυσό, ἄργυρο, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτο, καλάμη, ἀπ’ αὐτούς πού φθείρουν τό ναό τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι αὐτός πού καταθέτει ξύλα, χόρτα καί καλάμη δύσκολα θά σωθεῖ («ὡς διά πυρός»), ἐνῶ αὐτός πού φθείρει τό ναό τοῦ Θεοῦ θά καταστραφεῖ171.

Παράλληλα μέ τή διάκριση βαθμῶν ἁγιασμοῦ καί δόξας στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὑπάρχει καίἡ διάκριση βαθμῶν σκοτισμοῦ καί κολάσεων στό βασίλειο τοῦ σκότους, πού θά εἶναι ἀνάλογη πρός τό βαθμό πωρώσεως στήν ἁμαρτία καί τῆς ἐκπτώσεως τοῦἀνθρώπου ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλιώτικα θά βασανίζονται ὁ Σατανᾶς καί οἱ διαβόητοι ἁμαρτωλοί, ἀπό τούς ἁπλούς παραβάτες τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Θά μοῦ πεῖτε βέβαια, ποιά σημασία θά ’χει ἄν οἱ κολαζόμενοι θά εἶναι σέ μεγάλη ἤ σέ μικρή φωτιά; Διαφοροποιοῦνται οἱ καταστάσεις αὐτές; ῾Ο συλλογισμός αὐτός εἶναι βάσιμος. Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ καταστάσεις αὐτές εἶναι καθαρά προσωπικές, πού δέν μποροῦμε νά τίς ξέρουμε ἐμεῖς πού βρισκόμαστε ἔξω ἀπ’ αὐτές. Μόλις μποῦμε στή διαδικασία φυσικά θά τίς μάθουμε, ὅ μή γένοιτο! Καί δυό λόγια ἀκόμη. Τή διάκριση τῶν ἁμαρτημάτων πού κάνει ὁἠθικός νόμος τήν υἱοθετεῖ καί τόἀνθρώπινο δίκαιο, πού διακρίνει τίς παραβάσεις τοῦ νόμου σέ πλημμελήματα καίἐγκλήματα, τάὁποῖα καίἀνάλογα τιμωρεῖ.

 

128. Ποιοί εἶναι οἱὅροι τῆς δικαιώσεως;

Εἶναι δύο· ἡ πίστη καί τάἀγαθάἔργα.

῾Η πίστη ἡ δικαιούσα τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο μία ἁπλή συγκατάθεση τοῦ νοῦ στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μιά νοητικήἀποδοχή τοῦ θεωρητικοῦ μέρους τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ὅπως αὐτές περιέχει ἡ θεία ἀποκάλυψη (οἱ πηγές τῆς πίστεως). Μιά τέτοια πίστη εἶναι ἄχρηστη γιά τόν ἄνθρωπο. Αὐτή μποροῦν νάἔχουν καί τά δαιμόνια, πού πιστεύουν καί φρίσσουν172, χωρίς αὐτό νά τά βοηθεῖ σέ τίποτε. ᾿Αλλά, παράλληλα μέ τή νοητική παραδοχή, ἡ πίστη εἶναι καίἀφοσίωση τῆς ψυχῆς στό λυτρωτικόἀγαθό, ἔνθερμη πεποίθηση στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ173 καί στροφή τῆς βούλησης στόἀγαθό καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Μέἄλλα λόγια ἡ πίστη πρέπει νά εἶναι καί ἔργο καρδιᾶς ἠθικό.

Τάἀγαθάἔργα εἶναι καρπός τῆς πίστεως πού ζωογονεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τό Θεό καί τόν πλησίον. Τάἔργα εἶναι ἡ ζωντανή πιστοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως174, καίὡς τέτοια ἔχουν τή θέση τους στή δικαίωση. ῾Ο τύπος ὁἐκφράζων συνοπτικά τήν ὀρθόδοξη περί τῶν ὅρων τῆς δικαιώσεως ἀντίληψη, εἶναι ἡ πρόταση· ῾Ο ἄνθρωπος δικαιοῦται (σώζεται) διά τῆς πίστεως «τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης»175. Τόσο ἡ πίστη ὅσο καίἡἀγάπη (τάἀγαθάἔργα) εἶναι οἱἀπαραίτητες συνθῆκες τῆς σωτηρίας. Λόγω δέ τῆς ἐμπεριχωρήσεως τῶν ἐννοιῶν πίστη, ἀγάπη, ἀγαθάἔργα, εἴτε ποῦμε ὅτι ἡ πίστη σώζει ἤἡἀγάπη ἤ τάἀγαθάἔργα, λέμε ἕνα καί τό αὐτό πράγμα.

Τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως κατά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη διατυπώνει ἄριστα ἡ῾Ομολογία τοῦ Δοσιθέου σέὅσα γράφει· «Πιστεύομεν μηδένα σῴζεσθαι ἄνευ πίστεως. Καλοῦμεν δέ πίστιν τήν οὖσαν ἐν ἡμῖν ὀρθοτάτην ὑπόληψιν περί Θεοῦ καί τῶν θείων, ἥτις ἐνεργουμένη διά τῆς ἀγάπης, ταὐτόν εἰπεῖν διά τῶν θείων ἐντολῶν, δικαιοῖἡμᾶς παρά Χριστοῦ καί ταύτης ἄνευ τῷ Θεῷ εὐαρεστῆσαι ἀδύνατον»176. Οἱὅροι τῆς δικαιώσεως ἄριστα διατυπώνονται καί στήν ἁγία Γραφή. ῎Ετσι ὁ μέν ᾿Ιωάννης γράφει, ὅτι ἡἐντολή τοῦ Θεοῦ εἶναι «νά πιστεύωμεν τῷὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καίἀγαπῶμεν ἀλλήλους»177 (σύνδεσμος πίστεως καίἀγάπης), ὁ δέ᾿Ιάκωβος «ἐξ ἔργων δικαιοῦται ὁἄνθρωπος καί οὐκ ἐκ πίστεως μόνον»178, ἐνῶὁ Παῦλος τονίζει ὅτι «ἐν Χριστῷ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη»179. ᾿Εκ τῶν ἱερῶν τούτων συγγραφέων ὁ μέν ᾿Ιάκωβος ἐξαίρει, σύμφωνα μέ τούς πρακτικούς σκοπούς τῆς ἐπιστολῆς του, ὡς ὅρο δικαιώσεως τάἀγαθάἔργα ὡς καρπούς τῆς ζωντανῆς πίστεως, τάὁποῖα ἀντιβάλλει πρός τή νεκρή καίἄχρηστη πίστη τήν ὁποία ὁμολογοῦν καί τά δαιμόνια. ῾Ο δέ Παῦλος ἐκφράζει τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως στόν μεταξύ τους ὀργανικό σύνδεσμο καί τήν ἀλληλουχία πίστεως καίἀγάπης. Εἶναι ἀναντίρρητο βέβαια ὅτι ὁ᾿Απόστολος σέἄλλα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του, ἐξαίρει μόνο τήν πίστη ὡς ὅρο τῆς δικαιώσεως, ἀποκλείων τάἔργα· «Λογιζόμεθα δικαιοῦσθαι πίστει ἄνθρωπον χωρίς ἔργων νόμου»180 καί «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐάν μή διά πίστεως»181. ῞Ομως τάἔργα αὐτά πού δέν μετέχουν στή δικαίωση δέν εἶναι τάἔργα πού βλαστάνουν διά τῆς χάριτος στήν καρδιά τοῦἀναγεννημένου, ἀλλά τάἔργα τοῦ νόμου τάἐκτρέφοντα στήν ψυχή τό αἴσθημα τῆς αὐτοδικαιώσεως καί τῆς ἐγωιστικῆς ἐγκαυχήσεως, ὅπως ἦταν τάὑποκριτικάἔργα τῶν Φαρισαίων, τάὁποῖα μέ σφοδρότητα ἐστηλίτευσε ὁ Κύριος182.

Σύμφωνα μέὅσα εἴπαμε, λοιπόν, ὁἄνθρωπος σώζεται στό πεδίο τοῦἁγιασμοῦ, ὅταν ἔχει πίστη φλογερή καί ζωντανή, ὁλόψυχη ἀφοσίωση στό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ καί παράλληλα ἔχει ἀγάπη εἰλικρινή καίἀνυπόκριτη στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους, πούἐξωτερικεύεται σέἔργα αὐποιΐας πρός τό συνάνθρωπο, ἔργα δυνάμενα νά φθάσουν μέχρι αὐτοθυσίας στή διακονία τοῦ πλησίον.

 

129. Ποιά εἶναι ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων;

῾Η περί δικαιώσεως τοῦἀνθρώπου προτεσταντικήἐκδοχή δέν εἶναι ὅμοια μέ τήν ὀρθόδοξη καί τή ρωμαιοκαθολική. Δέν εἶναι ἐσωτερικήἀναγέννηση τῆς ψυχῆς διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅπως δέχονται αὐτές, ἀλλάἐξωτερικήἀπό τό Θεόἀνακήρυξη τοῦἀνθρώπου ὡς δικαίου, χωρίς νά καταλογίζονται σ’ αὐτόν οἱἁμαρτίες του, ἕνεκα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἁπλά μιά δικαστικήἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, χωρίς τόἐσωτερικό περιεχόμενο τοῦ πράγματος. ῾Η Αὐγουσταία ῾Ομολογία λέγει· «Δικαιοῦν κατά τήν δικανικήν συνήθειαν σημαίνει ἀπολύειν τόν ἔνοχον καί κηρύττειν δίκαιον, ἀλλά διά ξένην δικαιοσύνην, τήν μεταδιδομένην εἰς ἡμᾶς διά τῆς πίστεως», ὁ δέ τύπος τῆς Συμφωνίας· «Τό ρῆμα δικαιοῦν ἐν τῷἔργῳ τούτῳ σημαίνει ἁπλῶς κηρύττειν τινά δίκαιον, ἀπολύειν ἁπλῶς ἀπό τῶν ἁμαρτημάτων καί τῶν αἰωνίων δι’ αὐτά ποινῶν διά τήν δικαιοσύνην τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀπό τοῦ Θεοῦ τῇ πίστει καταλογιζομένην»183.

Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐπηρεαζόμενα ἀπό τήν περίἀρχέγονης δικαιοσύνης καί πτώσεως τοῦἀνθρώπου διδασκαλία τους, δέν εἶναι σωστά. ῾Η ἐξωτερική δικαστικήἀπόφαση καίἡ κήρυξη ἑνός ὡς δικαίου ἰσχύει μόνο γιά τούς ἀνθρώπους, οἱὁποῖοι κρίνοντες ἐξωτερικά καίἐπί τῇ βάσει ἀποδείξεων, δέν εἶναι σέ θέση νά γνωρίζουν τόἐσωτερικό βάθος τῆς ψυχῆς τοῦἀνθρώπου καί μποροῦν καμιά φοράἐλλείψει μαρτυριῶν καί τεκμηρίων ν’ ἀνακηρύξουν ἔνοχο τόν ἀθῶο καίἀντίστροφα ἀθῶο τόν ἔνοχο. Στόν πάνσοφο ὅμως καί δίκαιο Θεό δέν ἰσχύουν τέτοιες κρίσεις. Παρόλο ὅτι ὑπάρχουν χωρία στή Γραφή μέ τήν ἔννοια τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως, ὅμως σέὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις ἡἀνακήρυξη ἀπό τό Θεό κάποιου ὡς δικαίου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄσχετη πρός τήν ἐσωτερική του δικαίωση πού δημιουργεῖἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Αν δέν συμβαίνει αὐτό, ὁ Θεός κρίνει ψευδῶς ἀνακηρύσσοντας δίκαιο τόν ἄδικο, πράγμα πού φθείρει βάναυσα τήν ἔννοια τῆς θείας ἁγιότητας καί δικαιοσύνης. Τό χωρίο τῆς Γραφῆς «οὐ γάρ οἱἀκροαταί τοῦ νόμου... δικαιωθήσονται»184, ἐντάσσεται στή σειρά τῆς πιό πάνω σκέψεως. Στή μέλλουσα ζωήὁ Θεός θ’ ἀναγνωρίσει ὡς δίκαιους ὄχι τούς ἀκροατές ἀλλά τούς ποιητές τοῦ νόμου. ῾Η ἀναγνώριση ὅμως αὐτή –γιά νά εἶναι ἀληθινή– προϋποθέτει τήν ἐσωτερική δικαιοσύνη τοῦἀνθρώπου, στήν ὁποία ἔφτασε αὐτός μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά καίὅλες οἱἄλλες θέσεις τῆς Γραφῆς, ὅπου ἡἔννοια τῆς δικαιώσεως περιγράφεται ὡς ἔκπλυση τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐσωτερικήἀνακαίνιση καίἁγιασμός, ἀντίκεινται πρός τήν ἔννοια τῆς δικαιώσεως ὡς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει, λοιπόν, νά χωρίζονται οἱἔννοιες «δικαίωσις» καί «ἁγιασμός», ἀλλά νά βρίσκονται σέὀργανικό σύνδεσμο σάν δύο σκέλη τῆς αὐτῆς πραγματικότητας. ῾Ο ἁγιασμός βέβαια ἀκολουθεῖ στή δικαίωση, ἐπιτυγχανόμενος μέ τή συνέργεια Θεοῦ καίἀνθρώπου· ὅμως δέν πρέπει ν’ ἀποχωρίζεται ἐκείνης, ἀποτελώντας τή δυναμικήἀξιοποίηση τῆς δικαιώσεως.

᾿Αλλά καίἡἔννοια τῆς ἁμαρτίας ὡς πραγματικῆς καταστάσεως στόν ἄνθρωπο, ἡὁποία τόν ἀποξενώνει ἀπό τόν Θεό, φθείροντας τήν ὑπόστασή του, κρατύνει τήν ἀντίληψη τῆς δικαιώσεως ὡς θετικῆς καταστάσεως, ὡς πραγματικῆς ἀναγεννήσεως τῆς φύσεώς του. ῞Οτι, τέλος, καί τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦὡς ἀνακαίνιση καί θέωση τῆς φύσεως τοῦἀνθρώπου, χάνει μέ τήν προτεσταντικήἐκδοχή τόἀληθινό νόημά του, δέν εἶναι δύσκολο νά καταδειχθεῖ.

 

130. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως κατά τούς Διαμαρτυρομένους;

Κατά τήν προτεσταντικήἐκδοχή κύριος καίἀποκλειστικός ὅρος τῆς δικαιώσεως εἶναι ἡ πίστη. Σ’ αὐτή δέν ἔχουν θέση τάὅποια ἔργα τοῦἀνθρώπου εἴτε κατά τόπροπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως εἴτε μεταταῦτα. ῾Ο ἀποκλεισμός τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἀπό τή δικαίωση καί σωτηρία εἶναι φυσικήἀκολουθία τῶν περίἀρχέγονης δικαιοσύνης καί πτώσεως τοῦἀνθρώπου διδαγμάτων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ᾿Εφόσον κατά τή βασική προτεσταντικήἀρχή διά τῆς πτώσεως καταστράφηκε ὁλοσχερῶς τό «κατ’ εἰκόνα» μέ συνέπεια νά νεκρωθεῖἡ πνευματική φύση τοῦἀνθρώπου, ὅ,τι καλό κι ἄν κάνει αὐτός φέρει τό χαρακτήρα τῆς ἁμαρτίας καί εἶναι ἀδύνατο νά συμβάλει στή σωτηρία του. ῾Επομένως μόνο διά τῆς χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά δικαιωθεῖ καί νά σωθεῖὁἁμαρτωλός. Σ’ αὐτήν ἀνάγεται ὁἄνθρωπος ἀποκλειστικά διά τῆς πίστεως, ἡὁποία εἶναι ἡἀρχή, τό μέσον καί τό τέλος τῆς σωτηρίας. ῾Η σώζουσα πίστη δέν εἶναι φυσικάἡἁπλήἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως, ἔργο δηλαδή νοητικό, ἀλλάἡ πεποίθηση στή χάρη τοῦ Θεοῦ καίἡἀφοσίωση στήν ἀξιομισθία τοῦ Χριστοῦ, μέ τή δύναμη τῆς ὁποίας συγχωροῦνται οἱἁμαρτίες.

῾Η πίστη φυσικά θάἔχει σάν φυσικήἀκολουθία της καλούς καρπούς, τήν ἀγάπη καί τάἀγαθάἔργα. ῞Οπως ὅμως αὐτά παρόντα τίποτε δέν συνεισφέρουν στή δικαίωση τοῦἀνθρώπου, ἔτσι καίἀπόντα δέν μποροῦν νά τήν παραβλάψουν. Τάἀγαθάἔργα εἶναι φυσικάἀναγκαῖα· ἡἀναγκαιότητα ὅμως αὐτήὀφείλεται στόὅτι εἴτε εἶναι ἐντάλματα τοῦ Θεοῦ εἴτε ὅτι εἶναι καρποί τῆς πίστεως. Πρός τή σωτηρία ὅμως δέν ἔχουν καμία σχέση οὔτε συμβάλλονται στή δικαίωση ἤ στήν αὔξηση τῆς δικαιώσεως ἤ καί στήν παραμονή στή χάρη, καθόσον οἱ πιστοί φρουροῦνται «ἐν δυνάμει Θεοῦ διά πίστεως εἰς σωτηρίαν ἑτοίμην ἀποκαλυφθῆναι ἐν καιρῷἐσχάτῳ»185.

᾿Ηπιότερη εἶναι ἡ περίἀγαθῶν ἔργων διδασκαλία τῆς ᾿Αγγλικανικῆς ᾿Εκκλησίας (χωρίς βέβαια νάἐξομαλύνονται πλήρως οἱ διαφορές της μέ τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη), ἡὁποία στό 12ο ἄρθρο της λέγει, ὅτι τάἀγαθάἔργα ἄν καί εἶναι ὁ καρπός τῆς πίστεως καίἀκολουθοῦν στή δικαίωση, δέν μποροῦν μέν νάἐκπλύνουν τίς ἁμαρτίες μας καί νάἀντέξουν στήν αὐστηρότητα τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ὅμως εἶναι ἀρεστά στό Θεόἐν Χριστῷ, ἐκπηγάζοντα ἀναγκαίως ἀπό τήν ἀληθινή καί ζωντανή πίστη, τῆς ὁποίας ἐκφράζουν τή ζωτικότητα καί διά τῶν ὁποίων αὐτή γνωρίζεται, ὅπως γνωρίζονται τά δένδρα ἀπό τούς καρπούς τους.

 

131. Εἶναι τάἀγαθάἔργα ἀξιόμισθα;

Σέἀντίθεση μέ τήν προτεσταντικήἀρχήἡὁποία ἀποκλείει τάἀγαθάἔργα ἐκ τῆς δικαιώσεως καί σωτηρίας, δεχόμενη ὅτι ὁἄνθρωπος σώζεται μόνο ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς πίστεως, ἡὀρθόδοξη πίστη ἀναγνωρίζει τή θέση τῶν ἀγαθῶν ἔργων στή δικαίωση, ὄχι βέβαια ἐκείνων πού γίνονται κατά τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως (γιατίἡ ψυχή τοῦἀνθρώπου εἶναι ἀκόμα μολυσμένη), ἀλλά τῶν ἔργων πού γίνονται μέ τήν πνοή τῆς χάριτος στίς ἀναγεννημένες ψυχές, ἀπονέμοντας σ’ αὐτά σχετικήἀξιομισθία. Τάἀγαθάἔργα, ὡς καρποί καίἔνδειξη τῆς ζωντανῆς πίστεως, ἀποτελοῦν ἀπαραίτητη ὑποκειμενική συνθήκη γιά τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου. Σώζονται μόνο οἱἄξιοι πιστοί, αὐτοί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦἀξιοποιοῦν στή ζωή τους τόἀγαθό τῆς δικαιώσεως. Λέγουμε δέ σχετικήἀξιομισθία, γιά νά τήν ἀντιδιαστείλουμε ἀπό τήν ἀπόλυτη, ἡὁποία δέν ταιριάζει στά πλάσματα.

Καί εἶναι βέβαια ἀλήθεια –ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα– ὅτι σέἀρκετά χωρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἡ δικαίωση καί σωτηρία τοῦἀνθρώπου εἶναι ἔργο τῆς θείας χάριτος. Στά χωρία ὅμως αὐτά δέν ἀποκλείεται ρητάἡ σχετικήἀξιομισθία τῶν ἀγαθῶν ἔργων. ῎Ετσι στό κλασικό χωρίο, στόὁποῖο ἐπιμένουν πολύ οἱ Διαμαρτυρόμενοι· «τῇ χάριτι ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων ἵνα μή τις καυχήσηται»186, τίποτε δέν λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς ἔργα, ἤὅτι ἡἠθική ζωή δέν ἀσκεῖ ροπήἐπί τῆς σωτηρίας τῶν χριστιανῶν. ῾Ο ᾿Απόστολος λέγει γενικά στούς ᾿Εφεσίους, ὅτι ἐσεῖς πού ζούσατε στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας, σωθήκατε μέ τή δωρεά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή μπορώντας ἔτσι νά καυχηθεῖτε γιά τάὅποια καλάἔργα σας.

῾Η γενικώτερη ὅμως διδασκαλία τῆς Γραφῆς συνηγορεῖὑπέρ τῆς σχετικῆς ἀξιομισθίας τῶν ἀγαθῶν ἔργων. Σέ πλῆθος χωρίων187 της ἡ αἰώνια ζωή παρουσιάζεται ὡς ἀμοιβή, ἡ δέ σωτηρία τίθεται σέ οὐσιώδη συνάφεια μέ τάἀγαθάἔργα. Θά μνημονεύσουμε ἁπλᾶ τή Β´ πρός Κορινθ. ἐπιστολῆς (5,10), ὅπου λέγεται· «Τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος, πρός ἅἔπραξεν εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν» καί τῆς περικοπῆς Ματθ. 25,31-46, ὅπου οἱἄνθρωποι θά συναχθοῦν ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Χριστοῦ γιά νά κριθεῖἕκαστος ἀνάλογα μέ τάἔργα του, ἀγαθάἤ κακά, κληρονομώντας ἀντίστοιχα εἴτε τήν αἰώνια ζωή εἴτε τήν αἰώνια κόλαση.

Οἱ αἰτιάσεις τῶν Διαμαρτυρομένων, ὅτι ἡὀρθόδοξη περίἀγαθῶν ἔργων ἀντίληψη αἴρει τόἀπόλυτο τῆς θείας χάριτος, μειώνει τήν ἀξιομισθία τοῦἔργου τοῦ Χριστοῦ καίἐκτρέφει τόν ἐγωισμό καί τήν αὐτοπεποίθηση στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, μπορεῖ μέν νάἔχουν βάση σέ περιπτώσεις ἐκτροπῆς ἀπό τό γνήσιο χριστιανικό πνεῦμα σέἀστήρικτες ψυχές, ὄχι ὅμως καί σ’ ἐκεῖνες πού μέ φόβο καί τρόμο κατεργάζονται τή σωτηρία τους188. Τόν ἐγωισμό καί τήν αὐτοπεποίθηση ἐκτρέφουν τάἔργα τοῦ παλαιοῦ νόμου, τάὁποῖα τόσο ἔντονα καυτηρίασε ὁ Παῦλος. ῎Αλλωστε τάἀγαθάἔργα, ὡς ἤδη σημειώσαμε, εἶναι σχετικῶς ἀξιόμισθα. Δέν εἶναι αὐτοδύναμα, ἀλλά προϊόντα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος ἀμείβοντας αὐτά στεφανώνει τάἴδια τάἔργα του.

 

132. ῾Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;

῾Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων διατυπώθηκε ἀπό προτεστάντες θεολόγους, υἱοθετηθείσα καίἀπόὀρθοδόξους (᾿Αντώνιος, Μακάριος, Δαμαλᾶς) γιά νά συμβιβασθεῖἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ἡὁποία ἄλλοτε μέν ὁμιλεῖ περί δικαιώσεως καί σωτηρίας ἐκ πίστεως, ἄλλοτε δέ διά πίστεως ἐνεργουμένης ἐν ἀγάπῃ. Κατά τή θεωρία, ἡ δικαίωση διά πίστεως τελεῖται ἐδῶ κάτω στή γῆ, ἐνῶἡ δεύτερη διά πίστεως καίἀγαθῶν ἔργων θά γίνει κατά τήν καθολική κρίση. ῾Ο Χριστός δηλαδήὅσους ἐδικαίωσε κατά τό βάπτισμα διά τῆς πίστεως, θά δικαιώσει γιά δεύτερη φορά κατά τήν κρίση μέ βάση τήν πίστη καί τάἀγαθάἔργα τους. Στή δεύτερη περίπτωση ἡ δικαίωση συμπίπτει μέ τή σωτηρία.

Σχηματικά ἡ θεωρία αὐτή εἶναι ὀρθή. Δεδομένου δέ, ὅτι ὅσοι δικαιώνονται στό βάπτισμα δέν διαπτύσσουν τή δικαίωσή τους σέ βίο θεοφιλή καίἐνάρετο προαγόμενοι μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος στό πεδίο τοῦἁγιασμοῦ, εἶναι λογικόὁ Θεός νά σώσει μόνο ἐκείνους πού πίστευσαν καί συγχρόνως παρήγαγαν ἔργα ἀγαθά. Οὐσιαστικάὅμως φαίνεται περιττή καί χωρίς περιεχόμενο ἡ διαίρεση τῆς μίας δικαιώσεως σέ δύο, στήν ἐπίγεια καί τήν ἐπουράνια. ῾Η δεύτερη δικαίωση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἔσχατη κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος θά κρίνει καί θά σώσει τόν κόσμο, σταθμώμενος τή δικαίωση πούἔφερε ὁἄνθρωπος κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου του, ἄν δηλαδή οἰκειοποιήθηκε τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἔζησε μέ πίστη στό Σωτήρα καί παρήγαγε ἔργα ἀγαθά καίἐνάρετα. ῾Η μία δηλαδή πίστη ἡἐν ἀγάπῃἐνεργουμένη, ἡὁποία ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς δικαιώσεως, ἁπλά θάἐπιβραβευθεῖἀπό τό Θεόὡς σωτηρία πλέον καί εἴσοδος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.