ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΙΑ´

 

Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ

 

133. Εἶναι δυνατήἡ πλήρωση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου;

134. Ποιά εἶναι τάἔργα τάὁποῖα ὀφείλει νά τελεῖὁἀναγεννημένος πιστός;

135. Τί φρονοῦν σχετικά οἱ Ρωμαιοκαθολικοί;

136. Τί διδάσκουν περίἔργων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

137. Τί διδάσκει περί παραβάσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἡ ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία;

138. Τί διδάσκουν σχετικά οἱ Διαμαρτυρόμενοι;  

 

 

133. Εἶναι δυνατήἡ πλήρωση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου;

῾Ο εὐαγγελικός νόμος ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό καταγράφτηκε στίς δύο διαθῆκες του, τήν Παλαιά καί τήν Καινή. ᾿Εφόσον δέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιο, ἔτσι καίὁ νόμος ὁἐκφράζων αὐτό εἶναι ἅγιος. ῾Ο νόμος ἐκφράζεται μέ τή μορφήἐντολῶν, τίς ὁποῖες ὁ πιστός καλεῖται νάἐκτελεῖ. Μέ τήν τέλεση τῶν ἐντολῶν ἐμπνεομένων ἀπό τήν πίστη καί τή ζωογόνο πνοή τῆς χάριτος, ὁ χριστιανός πιστοποιεῖ τήν κλήση του, ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία του ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, προάγεται στήν ἀρετή καί τήν πνευματική του τελείωση καί γίνεται ἄξιος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Διά τῆς πιστῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦὁἄνθρωπος σώζεται. ᾿Αντίθετα, ἄν παραλείπει τήν τήρηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦἤ καί καταπατεῖ αὐτόν, ὡς συνέπεια θάἔχει τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του.

Εἶναι ὅμως ἐφικτήἡ πλήρης καί τέλεια πλήρωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ; ῞Οπως καί σέὅλες τίς ἄλλες καταστάσεις, τόἀπόλυτο καί τέλειο διαφεύγει τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες. Τό τέλειο εἶναι μόνο γιά τόν τέλειο Θεό, ὄχι γιά τόν πεπερασμένο ἄνθρωπο. ῎Αν ὅμως τόἀπολύτως τέλειο ἰσχύει μόνο γιά τό Θεό, γιά τά πλάσματα ἰσχύει τό σχετικῶς τέλειο. ῾Ο ἄνθρωπος δηλαδή πράττοντας τό νόμο τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νάἀπομάξει τό εὐαγγελικόἰδεῶδες τό σύμμετρο πρός τίς ἠθικοπνευματικές του δυνάμεις, τελώντας ἐλεύθερα τό νόμο τοῦ Θεοῦ καίἐπικουρούμενος ἀπό τήν τελειωτική χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. ῞Οσοι ἰσχυρίζονται ὅτι στά σχετικάἀνθρώπινα πλαίσια εἶναι ἀδύνατη ἡ πλήρωση τοῦ εὐαγγελικοῦἰδεώδους δέν ἔχουν δίκαιο. Αὐτό θ’ ἀποτελοῦσε κατασυκοφάντηση τοῦἁγίου Θεοῦ, πούἐπιτάσσει στούς ἀνθρώπους ἐντάλματα, τάὁποῖα ἀδυνατοῦν νάἐκτελέσουν. Φυσικάἡ πλήρωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πάντοτε εὔκολη, ἀδύνατη δέ στίς δυνάμεις τοῦ φυσικοῦἀνθρώπου. Μόνο στό πεδίο τῆς χάριτος μπορεῖ νάἐκπληρώσει ὁ πιστός τάἐντάλματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θάἐξαρτηθεῖἀπό τήν ἰδιοφυΐα καί τίς ὅποιες ἄλλες δυνατότητές του. ῎Αλλοι μέν, οἱἅγιοι, φθάνουν στήν τελείωσή τους, ἄλλοι ἁπλῶς τήν πλησιάζουν, ἐνῶἄλλοι μένουν μακριά. ᾿Εν πάση ὅμως περιπτώσει ἡ κατά τό δυνατόν πλήρωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι γιάὅλους ἐφικτή καί ἐπιτακτική.

 

134. Ποιά εἶναι τάἔργα τάὁποῖα ὀφείλει νά τελεῖὁἀναγεννημένος πιστός;

α) Αὐτά πού εἶναι ὑποχρεωτικά γιάὅλους τούς πιστούς. Εἶναι οἱἐντολές τοῦ Θεοῦ πούὑπάρχουν στίς δύο Διαθῆκες του, κυρίως στό Δεκάλογο τῆς Π. Διαθήκης. ῾Ο κάθε πιστός πρέπει, κατά τό μέτρο τῶν δυνάμεων καί τῶν δυνατοτήτων του, νά τηρεῖ τό νόμο τοῦ Θεοῦ189, νά μή φονεύει, νά μή μοιχεύει, νά μήν κλέβει, νάἀγαπᾶ τό Θεό καί τόν πλησίον του κ.λπ. ῾Η καταπάτηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ συνεπάγεται τήν τιμωρία τοῦἀνθρώπου, σέἀκραῖες δέ περιπτώσεις καίἄν δέν διορθωθεῖἐν τῷ μεταξύ, μπορεῖὁἁμαρτωλός τελικά νά κατακριθεῖ καί νά χάσει τήν ψυχή του.

β) Τάἔργα πού δέν εἶναι ὑποχρεωτικά γιάὅλους, ἡ πλήρωση τῶν ὁποίων ἀφήνεται στήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦἀνθρώπου. Τάἔργα αὐτάὀνομάζονται εὐαγγελικές παραινέσεις (συμβουλές). Αὐτές εἶναι συνήθως τρεῖς· ἡ παρθενία, ἡἀκτημοσύνη καίὁ μοναχικός βίος. Τάἔργα αὐτά δέν δευσμεύουν ὅλους τούς πιστούς, ἀλλά μόνον ὀλίγους, αὐτούς πού θέλουν ἐλεύθερα νά τάἀναλάβουν.

Οἱ εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι καθ’ ἑαυτές ἀξιόμισθες. Εἶναι μέν ἔργα ἐπαινετά, ὄχι ὅμως καίἀξιόμισθα. ῾Η ἀξίωση, λόγου χάρη, ὅτι τό νά μένει κανείς ἄγαμος καί νά νηστεύει κάνει κάτι ἀξιόμισθο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπικίνδυνη, γιατίὑποτιμᾶ τόν γάμο σάν κάτι ἀκάθαρτο καί διακρίνει τίς τροφές σέ κατακριτέες καί μή, κάτι πούἀντιβαίνει στό γενικότερο πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. ᾿Εντούτοις, ἄν οἱ εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι ἀξιόμισθες, εἶναι ὡστόσο μέσα ἀξιόλογα νά πράττει κανείς εὐχερέστερα τήν ἀρετή καί νά διακονεῖἀπερίσπαστα τόν Κύριο· ἐκ τοῦ λόγου τούτου εἶναι προτιμητέες καί γιάὁρισμένους ἀνθρώπους καί σέὁρισμένες περιπτώσεις, ἀναγκαῖες καίἐπιβαλλόμενες. ῞Οτι οἱ παραινέσεις δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιάὅλους, δηλώνουν τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τόν πλούσιο νεανίσκο· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τάὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καίἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι»190, ὅπου ἡ τέλεια ἀκτημοσύνη καίἡἀποστολική μαθητεία ἀφήνονται στήν προαίρεση τοῦ νεανίσκου, ὅπως καί τό παράδειγμα τοῦ Ζακχαίου, ὁὁποῖος ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Κύριο ὡς υἱός ᾿Αβραάμ μέ τήν προαιρετική προσφορά τοῦ μισοῦ μέρους τῆς περιουσίας του191. ῞Οτι ὅμως οἱ περιπτώσεις τῶν ᾿Αποστόλων καίἄλλων ἀσκητῶν καίἁγίων, οἱὁποῖοι, ἐγκαταλείψαντες τά πάντα ἀφιερώθηκαν ὁλόψυχα στή διακονία τοῦ Κυρίου, εἶναι κάτι ἐντελῶς διαφορετικόἀπό τή συμπεριφορά τοῦ νεανίσκου τοῦ μή δυναμένου ν’ ἀποκολληθεῖἀπό τάὑπάρχοντά του, εἶναι φανερόν.

᾿Ενδεικτικές ἐπίσης εἶναι καί οἱ παραινέσεις τοῦ᾿Απ. Παύλου· «Λέγω δέ τοῖς ἀγάμοις καί ταῖς χήραις καλόν αὐτοῖς, ἐάν μένωσιν ὡς κἀγώ»192. ᾿Εδῶὁ᾿Απόστολος προτείνει ἁπλῶς τήν ἀγαμία σάν κάτι πού διευκολύνει τήν ἀπερίσπαστη διακονία τοῦ Εὐαγγελίου, δεδομένου μάλιστα ὅτι ὁ «γαμήσας μεριμνᾷ τά τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί»193. ᾿Από τήν ἄλλη ὁ αὐτός ᾿Απόστολος τοποθετεῖ τήν ἀγαμία πιό πάνω ἀπό τόν γάμο· «῾Ο ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δέ μήἐκγαμίζων κρεῖττον ποιεῖ»194. Τότε μόνον εἶναι προτιμότερος ὁ γάμος ὅταν ὁἄνθρωπος δέν ἀντέχει τήν πύρωση τῆς σάρκας· «Κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἤ πυροῦσθαι»195.

῾Υπάρχει βέβαια καίἡἀντίληψη, ὅτι ἡ διάκριση τῶν ἁπλῶν καθηκόντων ἀπό τίς εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι σωστή, ἕνεκα τῶν ἐκτάκτων δώρων καί δυνάμεων μέ τίς ὁποῖες εἶναι ἐφοδιασμένοι οἱἀναλαμβάνοντες τίς εὐαγγελικές συμβουλές, οἱὁποῖες εἶναι σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἁπλά καθήκοντα γιά τούς δυναμένους. ῾Η ἄποψη ὅμως αὐτή δέν εἶναι σωστή. Τά μεγάλα ἀπό τό Θεό δῶρα δέν ἀρκοῦν πάντοτε γιά τήν ἀνάληψη τῶν εὐαγγελικῶν παραινέσεων, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται παράλληλα καίἡἐλεύθερη θέληση τοῦἀνθρώπου, πράγμα πού δέν συμβαίνει πάντοτε, ὅπως μαρτυρεῖἡἱστορική πείρα. ῾Υπάρχουν δηλαδήἄνθρωποι, πούἄν καίἔλαβαν ἔκτακτα χαρίσματα ἀπό τό Θεό, ὅμως δέν ἀνέλαβαν τίς εὐαγγελικές παραινέσεις, πολλές δέ φορές περιῆλθαν στήν ἠθική κατάπτωση καί τή διαφθορά.

Τό πράγμα βέβαια διαφέρει, ἄν μελετηθεῖἀπό τήν ὑποκειμενική του πλευρά. ῞Οσο περισσότερο προχωρεῖ κανείς στό στάδιο τῆς ἠθικῆς τελειώσεως, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεῖ τήν πνευματική του κατάσταση καίἐκεῖνο πού οἱ πολλοί θεωροῦν ὡς ἔκτακτο ἔργο καίὑψηλήἀποστολή, αὐτός τό θεωρεῖὡς ἁπλό χρέος καίἐπιταγή, ὡς καθῆκον τόὁποῖον ὀφείλει νάἐπιτελέσει ὡς «ἀχρεῖος δοῦλος»196. Αὐτόὅμως δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη καί τήν ἐξ ἀντικειμένου ἐξάλειψη τῆς διακρίσεως τῶν ἁπλῶν ἐντολῶν ἀπό τίς εὐαγγελικές παραινέσεις.

 

135. Τί φρονοῦν σχετικά οἱ Ρωμαιοκαθολικοί;

Φαίνεται μᾶλλον νά παραθεωροῦν τήν ἐξ ὑποκειμένου ἐκτίμηση τῶν ἐκτάκτων ἔργων. Τάἔργα αὐτά κατ’ αὐτούς εἶναι ὑπέρτακτα (Οἆὸἶὰὖ῟ἆὸἶὸἶ῏ὼὰὦἂ῏ὃὸὖ), δηλαδή ξεφεύγουν ἀπό τόν κύκλο τῶν κοινῶν καθηκόντων τοῦἀνθρώπου καίἔχουν περισσεύουσαν ἀξιομισθία, ἡὁποία μπορεῖ νά διατεθεῖὑπέρ τῶν ὑστερούντων μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά διδάγματα αὐτά εἶναι ἐπιλήψιμα καίἐπικίνδυνα. ᾿Επιλήψιμα, διότι ἡἔννοια τῆς περισσεύουσας ἀξιομισθίας τῶν ὑπερτάκτων ἔργων προσκρούει στήν ἀξιομισθία τοῦ Κυρίου διά τῆς ὁποίας συγχωροῦνται οἱἁμαρτίες τοῦἀνθρώπου, καί στή χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος διά τῆς ὁποίας τελοῦνται ὅλα τάἀγαθάἔργα. ᾿Επικίνδυνα δέ, γιατί προσκρούουν στήν εὐαγγελική ταπείνωση καίὁδηγοῦν στό φαρισαϊσμό. Βέβαια ἡ διάκριση τῶν ὑπερτάκτων ἔργων γενικά δέν εἶναι ἀντίθετη πρός τήν ἀντίστοιχη ὀρθόδοξη θεώρηση, ὅπως τήν εἴδαμε πιό πάνω. ῾Η διαφοράἀρχίζει ἀπό τό στοιχεῖο τῆς περισσεύουσας ἀξιομισθίας τῶν ἔργων τούτων, ἐπί τῶν ὁποίων θά στηθεῖἡ διδασκαλία τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας περί θησαυροῦἀξιομισθίας τῶν ἁγίων καί διανομῆς της στούς ἔχοντας ἀνάγκη πιστούς. Τά διδάγματα αὐτά εἶναι ἐντελῶς ἀσύστατα, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

 

136. Τί διδάσκουν περίἔργων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

᾿Αφ’ ἑνός μέν δέν δέχονται τή διάκριση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ σέἐντολές καί συμβουλές, καμία δέἀξία δέν ἀπονέμουν στήν ἀγαμία, τίς νηστεῖες, τό μοναχικό βίο κ.τ.ὅ., ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν ἀποδέχονται τήν πλήρη τέλεση τοῦ θείου νόμου, θεωροῦντες ὅτι κάθε ἔργο ἀγαθό, αὐστηρά κρινόμενο, εἶναι ἀπόβλητο ἀπό τό Θεό καίἀξιοκατάκριτο.

Εἶναι φανερό, ὅτι στά διδάγματα αὐτάὁδηγοῦνται οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἐπηρεαζόμενοι ἀπό τίς ἀνθρωπολογικές τους ἀντιλήψεις. ᾿Εφ’ ὅσον διά τῆς πτώσεως καταστράφηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί νεκρώθηκε πνευματικάἡ φύση του, ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πράξει τόἀγαθό, πολύ δέ λιγότερο νά τελέσει τόν εὐαγγελικό νόμο. Κατ’ αὐτούς ἡ τέλεση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰδανικόἀνέφικτο σέ κάθε ἄνθρωπο. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι συγχέουν, ὡς φαίνεται, τόἄπειρο θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόὁποῖο ὄντως εἶναι ἀνέφικτο σέ κάθε κτιστή φύση, ἀπό τήν πρακτικήἐφαρμογή του ὑπό τή μορφήἐντολῶν, πού εἶναι ἔστω καί δύσκολα ἐφικτή στόν ἄνθρωπο. Στό πεδίο τῆς χάριτος οἱ πιστοί, ἐπικουρούμενοι ἀπό τήν ἐνίσχυση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, μποροῦν νά πλησιάσουν τόἠθικόἰδεῶδες τοῦ Εὐαγγελίου, ἄλλοι περισσότερο καίἄλλοι ὀλιγότερο, ἀνάλογα μέ τόν τύπο τοῦ καθενός, τίς δυνατότητες πούἔχει καί τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς.

῾Η πιό πάνω διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισμοῦ δέν εἶναι σύμφωνη μέ τή διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἡὁποία ἐπιτάσσει ἐμφαντικά τήν τέλεση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶ τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου. ῞Οπως δέ εἶναι παράλογο νά ζητεῖ κανείς ἀπό κάποιον νά κάνει τόἀνέφικτο καίἀκατόρθωτο, πολύ περισσότερο εἶναι ἀκατατανόητο πῶς ὁἅγιος καί δίκαιος Θεός μπορεῖ ν’ ἀπαιτεῖ τήν τέλεση τοῦ νόμου του, ἡὁποία εἶναι ἀνέφικτη στόν ἄνθρωπο. ῎Επειτα εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη ἡ τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν γιά τίς ὅποιες παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Διότι, οἱ θεῖες ἐντολές ἤ εἶναι δυνατές καί συνεπῶς ἀναγκαῖες, ἡ δέ παράβασή τους συνεπάγεται τιμωρία καί ποινές, ἤ εἶναι ἀνέφικτες, ὁπότε ἡ παράβασή τους δέν εἶναι ἐπικριτέα καί κολάσιμη.

 

137. Τί διδάσκει περί παραβάσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἡὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία;

Περί τοῦ θέματος αὐτοῦ κάναμε λόγο καί στά προηγούμενα. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία, συμφωνούσης καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς, τάἁμαρτήματα τῶν Χριστιανῶν δέν εἶναι ὅλα ἴσα μεταξύ τους (αὐτό δίδασκαν στήν ἀρχαιότητα οἱ Στωϊκοί), ἀλλά διακρίνονται σέ μεγαλύτερα καί μικρότερα, σέἀκούσια καίἐκ προθέσεως, σέἁμαρτήματα ἀπόἀσθένεια καί διαστροφή, σ’ αὐτά πούἀποδιώκουν τήν χάρη καί σ’ ἐκεῖνα πού μποροῦν νά συνυπάρχουν μαζί της, μέ μιά λέξη σέ θανάσιμα (ἣ῏ἶὦὰ῝ἂὰ) καί συγγνωστά (ἇὸὃἂὰ῝ἂὰ).

Θανάσιμα εἶναι τά μεγάλα καί σοβαράἐκεῖνα ἁμαρτήματα, τάὁποῖα ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, διώχνουν τή χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος καί παγώνουν στίς ψυχές τήν ἀγάπη πρός τό Θεό καί τόν πλησίον. ῾Ως τέτοια ἁμαρτήματα φέρονται ἑπτά· ὑπερηφάνεια, πλεονεξία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία (κοιλιοδουλία), μνησικακία καίἡἀκηδία (πνευματική χαύνωση καίἀδιαφορία). Τάἁμαρτήματα αὐτά συγχωροῦνται ἀπό τό Θεό, κατόπιν εἰλικρινοῦς μετάνοιας.

Παράλληλα μέ αὐτάὑπάρχει ἡ μεγάλη ἁμαρτία κατά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἡὁποία δέν μπορεῖ νά συγχωρηθεῖ οὔτε ἐδῶ οὔτε στήν ἄλλη ζωή. Τόἁμάρτημα αὐτό δέν συγχωρεῖται γιατί συνειδητάἀποπτύει τή γνώση, τήν ἀλήθεια καί τήν ἀναγεννητική δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος, προέρχεται δέἀπό πωρωμένη ψυχή καίἐμφανῶς ἀποκλείει τή μετάνοια. Τέλος ὑπάρχουν καί τά κραυγαλέα ἁμαρτήματα τάὁποῖα προκαλοῦν ἄμεσα τή θεία δίκη, ὅπως ἡ διαστροφή καίἡ κακία τῶν Σοδομιτῶν, ἡ καταδυνάστευση τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν κ.λπ.197.

Συγγνωστά δέ εἶναι τάἐλαφρότερα ἁμαρτήματα, ἀπό τάὁποῖα κανένας δέν ἐξαιρεῖται. Αὐτά, ἄν καίὑπόλογα καί κολάσιμα πρό τοῦ θείου κριτηρίου, ὅμως δέν ἀποδιώκουν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οὔτε καίἐπιφέρουν τόν αἰώνιο θάνατο. ῾Η ὀρθόδοξη πίστη ὡς συγγνωστήἁμαρτία καλεῖ «ἐκείνην τήν ὁποίαν οὐδένας ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά φύγῃἔξω ἀπό τόν Χριστόν καί τήν Παρθένον Μαρίαν· μά δέν μᾶς στερεύει ἀπό τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, μήτε μᾶς καθυποβάλλει εἰς τόν αἰώνιον θάνατον»198. Τάἁμαρτήματα ὅμως αὐτά, ἔστω καίἐλαφρά, δέν πρέπει νά μένουν ἀδιόρθωτα, ἀλλά νάἐπανορθώνονται μέ τή μετάνοια, γιατίἄν παραμείνουν ἐπί πολύ στήν ψυχή, μπορεῖ νάὁδηγήσουν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα καί στόν πνευματικό θάνατο.

 

138. Τί διδάσκουν σχετικά οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Δέν συμφωνοῦν μέ τήν ὀρθόδοξη καί τή ρωμαιοκαθολικήἀντίληψη. Καίἐδῶἡ διδασκαλία τους προσδιορίζεται ἀπό τίς περί πτώσεως καί δικαιώσεως ἰδιαίτερες ἀντιλήψεις τους. ᾿Αφοῦ κατά τή βασική προτεσταντικήἀρχήὁ φυσικός ἄνθρωπος εἶναι ἠθικά νεκρός (καταστροφή διά τῆς πτώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα»), μή μπορώντας νά συμπράξει στόἔργο τῆς σωτηρίας του, ἡ δέ προπατορικήἁμαρτία καί σ’ αὐτόν ἀκόμη τόν ἀναγεννημένο κυριαρχεῖ σ’ ὅλες τίς δυνάμεις του καί εἶναι ἡ πηγήὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων, εἶναι φυσικόὅλα τάἁμαρτήματα νά εἶναι φύσει θανάσιμα ὡς προερχόμενα ἀπό τή μόνη πηγή τῆς διαφθορᾶς, τόν παλαιό᾿Αδάμ.

Βεβαίως στό προτεσταντικό δόγμα ὑπάρχει ἡ διάκριση μεταξύ θανάσιμων καί συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων· ὅμως ἡ διάκριση αὐτή δέν γίνεται μέ βάση τήν οὐσία τῆς ἁμαρτωλῆς πράξεως, ἀλλάἀπό τή διαφορά τῶν ἁμαρτανόντων προσώπων. Κριτήριο σέ κάθε περίπτωση εἶναι ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι συγγνωστάἁμαρτήματα εἶναι αὐτά πού προέρχονται ἀπόἀνθρώπινη ἀσθένεια καί μποροῦν νά συνυπάρχουν μέ τήν πίστη, ἐνῶ θανάσιμα εἶναι τά βαριάἁμαρτήματα τάὁποῖα ἀποδιώκουν τήν πίστη. Μόνο κατά τούς ἀκραίους Καλβινιστές, αὐτοί πού εἶναι προορισμένοι ἀπό τό Θεό γιά τήν αἰώνια ζωή δέν μποροῦν ν’ ἁμαρτήσουν θανάσιμα ἀλλά μόνο συγγνωστά. ῾Ο Θεός δέν ἐπιτρέπει σ’ αὐτούς, ὡς ἐκλεκτούς, νά πράξουν θανάσιμο ἁμάρτημα καίἔτσι νά χάσουν τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καί τήν κατάσταση τῆς δικαιώσεως.

῾Η ἄρση ὅμως πάσης οὐσιαστικῆς διαφοροποιήσεως τῶν ἁμαρτημάτων εἶναι πολύἐπικίνδυνη, γιατίἀμβλύνει τό συναίσθημα τῆς ἐνοχῆς καί καταστρέφει κάθε κριτήριο ἠθικοῦ καταλογισμοῦ στόν ἄνθρωπο καίἀφανίζει τή φρικίαση τῆς ψυχῆς μπροστά στά μεγάλα ἠθικά κακουργήματα. Παράλληλα προσκρούει καί στή μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ῞Οπως καί στά προηγούμενα εἴπαμε, ἡ Γραφή διακρίνει «ἁμαρτίαν πρός θάνατον» καί «ἁμαρτίαν οὐ πρός θάνατον»199. ῾Ομιλεῖ περί «κάρφους» (δηλ. μικρῆς ἁμαρτίας) καί περί «δοκοῦ» (μεγάλης ἁμαρτίας)200. Διδάσκει ὅτι ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί αὐτοί οἱ δίκαιοι, ἐννοώντας φυσικά τάἐλαφράἁμαρτήματα. Διακρίνει ἔργα δικαίων πού εἶναι ἀσυμβίβαστα μέ τήν ἁγιότητα τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ καίἔργα χριστιανῶν πού φθείρουν τόν ναό τοῦ Θεοῦ, μέ συνέπεια αὐτοί νά χάσουν τήν αἰώνια ζωή.

᾿Από τήν ἄλλη, ἡἀντίληψη ὅτι ἄλλα τῶν ἁμαρτημάτων συγχωροῦνται καίἄλλα ὄχι, δέν ὁδηγεῖ πουθενά. ᾿Αφοῦ στόν ἄνθρωπο παραμένει ὁ παλαιός ᾿Αδάμ, τόν ὁποῖο δέν ἐθανάτωσε ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, τά δέἁμαρτήματα εἶναι ἀδιακρίτως ἴσα καί θανάσιμα, δέν ἔχει νόημα νά λέμε ὅτι μερικάἁμαρτήματα συγχωροῦνται καίἄλλα ὄχι. Τό φυσικό πόρισμα τῶν προτεσταντικῶν ἀντιλήψεων εἶναι ὅτι ὅλα τάἁμαρτήματα συγχωροῦνται, ἐκτός ἀπό τήν ἀπιστία.

Τήν ἀντίληψη αὐτή πού σαφῶς ὁδηγεῖ στόν ἀντινομισμό (νά παραβαίνει κανείς ἀδεῶς τό νόμο χωρίς συνέπεια) διατυπώνουν ἐπιφανεῖς ἀρχηγέτες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ῎Ετσι ὁ Μελάγχθων ἔγραφε· «῞Ο,τι καίἄν πράττεις... καίἄν ἁμαρτάνεις, νά θυμᾶσαι τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ... ὅτι δέν ἔχεις κανένα κριτή στόν οὐρανό, ἀλλά πατέρα πού σέἀγαπᾶἐγκάρδια, ὅπως οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τά τέκνα τους».

῾Ο δέ Λούθηρος σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν Μελάγχθονα ἔγραφε τάἑξῆς ἐκκεντρικά· «῾Αμάρτανε ἰσχυρότερα, ἀλλά νά μένεις ἰσχυρότερα στήν πίστη, καί νά χαίρεις ἐν Χριστῷ πού εἶναι ὁ νικητής τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ κόσμου. Πρέπει νάἁμαρτάνουμε, ἐφ’ ὅσον εἴμαστε ἐδῶ, ἀρκεῖ νά γνωρίζουμε τόν ἀμνό τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀποσπάσει ἡἁμαρτία, ἔστω κι ἄν χίλιες φορές τήν ἡμέρα πορνεύουμε ἤ φονεύουμε»201.