ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´

 

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

 

29. Τί εἶναι ὁἄνθρωπος;

30. ᾿Από ποῦ προῆλθε ὁ ἄνθρωπος;

31. ῾Η γυναίκα βρίσκεται στό αὐτό δημιουργικόὕψος μέ τόν ἄντρα;

32. Ποιά εἶναι τά συστατικά μέρη τῆς φύσεως τοῦἀνθρώπου;

33. ῾Ο ᾿Αδάμ ἦταν ὁ γενάρχης τοῦἀνθρώπινου γένους;

34. Πῶς μεταδίδεται ἡ ψυχή στόν ἄνθρωπο;

35. Τί εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» μέ τάὁποῖα πλάστηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;

36. Πῶς ζοῦσε στόν παράδεισο ὁ πρωτόπλαστος;

37. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν ὁποία ἦταν προικισμένος ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;

38. Ποιάἦταν ἡ σχέση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης πρός τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο;

39. Ποιά εἶναι ἡ περίἀρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν;

 

 

 

29. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;

Εἶναι τό τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦἐπί τῆς γῆς. Πλάστηκε μετά τή δημιουργία τοῦὑλικοῦ κόσμου, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔφερε στό εἶναι διαδοχικά σέ μακρά χρονικά διαστήματα, ἀκολουθώντας ἐξελικτική πορεία ἀπό τάἁπλούστερα καίἀτελέστερα στά συνθετότερα καί τελειότερα, κατά τήν παντοδυναμία του.

῾Ο ἄνθρωπος εἶναι σύνθετο ὄν. Στήν ὑπόστασή του μετέχει τῶν δύο κόσμων, οἱὁποῖοι ὑπῆρχαν πρό τῆς δημιουργίας του· τοῦ πνευματικοῦ, μέ τήν ἄυλη, λογική καί νοερά του ψυχή πούἔπλασε ὁ Θεός ἀπό τό μηδέν· καί τοῦὑλικοῦ καί αἰσθητοῦ στόν ὁποῖο μετέχει μέ τόὑλικό σῶμα του, τόὁποῖο πλάστηκε ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς. ῎Ετσι ὁἄνθρωπος βρίσκεται στό μεταίχμιο τῶν δύο κόσμων, εἶναι μία ἐπιτομή καί σύνοψη τῶν ὑπαρκτῶν δημιουργημάτων. Αὐτό τοῦ χαρίζει μιάἔξοχη θέση στήν πλάση καί μαζί μέ τάἄλλα πλεονεκτήματα πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός τόν κάνει τόὀμορφότερο δημιούργημα, τή λαμπρή κατακλείδα καί τό στεφάνι τῆς δημιουργίας21.

 

30. ᾿Από ποῦ προῆλθε ὁἄνθρωπος;

Φυσικάἀπό τό Θεό. Εἶναι δημιούργημα τῆς ἐλεύθερης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς θείας ἐνέργειας. Καμιάἀνάγκη ἐσωτερικήἤἐξωτερική δέν πίεζε τό Θεό νά τόν δημιουργήσει. Μόνο ἀπόἀγαθότητα καίἀγάπη τόν ἔφερε στό εἶναι ὁ πλαστουργός μέ τή δημιουργική του ἐνέργεια, ἡὁποία εἶναι κοινωνητή καί μεταδοτή στήν ἀπρόσιτη φύση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ· ἔτσι, πού νάὑπάρχουν καίἄλλα ὄντα ἔξω ἀπό αὐτόν, τάὁποῖα νά μετέχουν κάθε ἕνα μέ τή φυσική τάξη του στή μακαριότητα τοῦ πλάστη τους.

῎Ετσι, σχετικά μέ τήν πλάση τοῦ κόσμου γενικά, εἶναι ἐσφαλμένες οἱ θεωρίες πούἐκλαμβάνουν τόν κόσμο σύγχρονο μέ τό Θεό, αὐθύπαρκτο καίἀναίτιο ἤ τόν ταυτίζουν μέ τό Θεό (ὑλισμός, πανθεϊσμός)· σχετικά δέ μέ τήν πλάση καί τή σύνθεση τοῦἀνθρώπου, ἐσφαλμένα διδάσκουν τόσο ὁ Πνευματισμός, πούἀρνεῖται τή σωματικήἀρχή τοῦἀνθρώπου, θεωρώντας τό σῶμα του ὡς ἀπείκασμα ἤ δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, ὅσο καίὁὑλισμός πούἀρνεῖται τό πνεῦμα (τήν ψυχή) μέὅλες τίς ἐκδηλώσεις του τίς ὁποῖες θεωρεῖὡς ἐκφάνσεις καί προϊόντα τῆς ὕλης· καί τέλος ὁ Δαρβινισμός κατά τόν ὁποῖο ὁἄνθρωπος δέν προῆλθε ἄμεσα ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά προέρχεται διά τῆς ἐξελίξεως ἀπό τόν κατώτερο ζωϊκό κόσμο.

 

31. ῾Η γυναίκα βρίσκεται στό αὐτό δημιουργικόὕψος μέ τόν ἄντρα;

᾿Απόλυτα ναί. ᾿Από τήν πλάση της ἡ γυναίκα δέν εἶναι κατώτερη ἀπό τόν ἄντρα. Δέν ὑπάρχει κάτι οὐσιῶδες ἀπό τή φυσικήἀνθρώπινη ἰδιοσυστασία πού νά μήν τόἔχει καί αὐτή. Εἶναι ἄρτιος καίὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος στό αὐτό μέτρο πού εἶναι καίὁἄντρας. ῎Εχει πλήρη ὅλα τά συστατικά τῆς φύσεως μέρη, σῶμα καί ψυχή. ῾Ο Θεός ὅταν θέλησε νά πλάσει τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἔπλασε μόνο ἄντρα, ἀλλά καί γυναίκα. ῾Η πραγματικήἰδέα τοῦἀνθρώπου, θεωρεῖται ἰσότιμα καί στά δύο φύλα, μᾶλλον στήν ἕνωση τῶν δύο. Χωρίς τόἕνα ἀπ’ αὐτάἡἀνθρώπινη ἰδέα εἶναι ἐλλιπής. ῎Αν ἡ Γραφή λέει, ὅτι ἡ γυναίκα πλάστηκε ἀπό τό Θεό μετά τήν πλάση τοῦἄντρα καίἀπό τήν πλευρά του22, αὐτό δέν σημαίνει ὁποιαδήποτε ὑποτίμηση τῆς γυναίκας, ἀλλά τό στενό σύνδεσμο καί τήν ἀλληλεξάρτηση τῶν δύο φύλων, ἄσχετα ἄν στήν ἱεράρχηση τῆς ζωῆς ὁἄντρας φέρεται –ὄχι πάντοτε βέβαια– νά προέχει τῆς γυναίκας. Αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα, ὀφειλόμενο σέ πολλούς λόγους ὄχι πάντοτε ἀδιάβλητους. Στίς καταχρήσεις στόν τομέα αὐτόὀφείλουν τή γένεσή τους καί τά διάφορα φεμινιστικά κινήματα, τάὁποῖα ὅμως δέν εἶναι κι αὐτά πάντα ἀδιάβλητα.

῾Η γυναίκα εἶναι ἴση μέ τόν ἄντρα τόσο στή φυσική τάξη τῆς δημιουργίας, ὅσο καί στό πεδίο τῆς χάριτος καί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῞Οσοι κακολογοῦν καίὑποβαθμίζουν τή γυναίκα –στό μεσαίωνα ἔφθασαν σέ σημεῖο νά διερωτῶνται ἄν ἡ γυναίκα ἔχει ψυχή!– εἶναι ἀνόητοι. ῎Αλλωστε ἀπό γυναίκα δέ γεννήθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀνέδειξε «τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καίἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ;»23.

 

32. Ποιά εἶναι τά συστατικά μέρη τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου;

Εἶναι δύο, τό σῶμα καίἡ ψυχή. Τό πρῶτο εἶναι ὑλικό, πλάστηκε ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς24, καί εἶναι ἀπό τή φύση του φθαρτό (δέ θά πέθαινε βέβαια ἄν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δέν ἔπεφτε στήν ἁμαρτία)· τό δεύτερο, ἡ ψυχή, δέν προέρχεται ἐξ ἀπορροῆς ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ (δέν εἶναι δηλαδή κομμάτι της), ἀλλά οὐσία ἄυλη καί νοερά, ἀθάνατη καίἄφθαρτη, πού πλάστηκε «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπό τό μηδέν) καί δόθηκε σάν ἐμφύσημα θεῖο25 στό σῶμα γιά νά τό κινεῖ καί νά τό ζωογονεῖ. Αὐτή εἶναι ἡἀντίληψη στήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία.

Παράλληλα ὅμως μέ αὐτήὑπάρχει καί μία ἄλλη θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ φύση τοῦἀνθρώπου ἔχει τρία συστατικά μέρη, τό σῶμα, τό πνεῦμα καί τήν ψυχή. Εἶναι ἡ τριχοτομική θεωρία πούἐμπνέεται ἀπό τά διδάγματα τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας. Σ’ αὐτή στηρίχθηκε ὁ᾿Απολλινάριος, ἐπίσκοπος Λαοδικείας τῆς Συρίας, γιά νά διατυπώσει τά εἰδικά διδάγματά του στό πεδίο τῆς Χριστολογίας, καθώς καίἄλλοι ἀρχαῖοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. Στή Γραφήὑπάρχουν πολλά χωρία πούἐκ πρώτης ὄψεως στηρίζουν τή θεωρία αὐτή· «Ζῶν γάρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καίἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς καί πνεύματος»26· «Αὐτός δέὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καίὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καίἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη»27. Τά χωρία ὅμως αὐτά καίἄλλα παρόμοια διδάσκουν πράγματι τήν τριχοτομική θεωρία;

῎Αν μελετηθοῦν προσεκτικά, νομίζω ὄχι. ῾Η διάκριση πού γίνεται μεταξύ πνεύματος καί ψυχῆς εἶναι μᾶλλον φαινομενική, παρά πραγματική. Δέ σημαίνει ὅτι αὐτά τά δύο εἶναι ἴδια καί αὐτοτελή συστατικά μέρη στήν πνευματική οὐσία τοῦἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι δύο ὄψεις ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ πράγματος, τῆς ψυχῆς, ἀνάλογα μέ τή στροφή της εἴτε στό Θεό καί τά θεῖα πράγματα (πνεῦμα), εἴτε στάὑλικά καί τά χαμαίζηλα (ζωική ψυχή). ῎Ετσι ἡ Γραφή τόν ἄνθρωπο πού εἶναι ἀφοσιωμένος στό Θεό καί κινεῖται ἀπό τή χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος τόν ἀποκαλεῖ πνευματικό, τόν δέἀποκομμένο ἀπό τό Θεό καί προσηλωμένο στάὑλικά πράγματα τῆς γῆς τόν χαρακτηρίζει σαρκικόἤ ψυχικό28.

 

33. ῾Ο ᾿Αδάμ ἦταν ὁ γενάρχης τοῦἀνθρώπινου γένους;

Ναί, ἦταν. ῏Ηταν ἡ ρίζα τοῦἀνθρώπινου γένους, ἀπό τήν ὁποία ἐκβλαστάνουν ὅλοι οἱ καταγόμενοι ἀπ’ αὐτόν ἄνθρωποι. ῾Η Γραφή λέγει· «(ὁ Θεός) ἐποίησεν ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς»29. Στήν ἑνότητα αὐτή τῆς φύσεως δέ στηρίζεται μόνο ἡ καταγωγή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τό γενάρχη καίἡ μετάδοση τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορα σέὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ᾿Αδάμ, ἀλλά καίἡ καταγωγή τῶν πιστῶν ἀπό τή νέα πνευματική ρίζα τῆς ἀνθρωπότητας, τό Χριστό, καίἡ μετάδοση σ’ αὐτούς τῶν καρπῶν τοῦ σωτηρίου ἔργου Του.

῎Αν ὅμως ὅλοι οἱἄνθρωποι κατάγονται ἀπό τό αὐτό ζεῦγος (᾿Αδάμ καί Εὔα), τότε ποῦὀφείλονται οἱ ποικίλες διαφορές πού παρατηροῦνται στούς ἀνθρώπους, ὡς πρός τό κρανίο, τό χρῶμα, τή νοητική κατάσταση καί τή σωματική τους ἐν γένει διάπλαση; Οἱ διαφορές αὐτές εἶναι πραγματικές· ὅμως δέν ὀφείλονται σέ διαφορετικούς γενάρχες, τούς ὁποίους ἔπλασε τάχα ὁ Θεός μέ τάἰδιαίτερα αὐτά χαρακτηριστικά. ᾿Οφείλονται μᾶλλον στίς συνθῆκες τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος στόὁποῖο ἔζησαν οἱἄνθρωποι, στό κλίμα, τή δίαιτα καί τάἄλλα συναφή. Τόὅτι οἱἄνθρωποι ἀποτελοῦν μία πανανθρώπινη ἑνότητα ἀποδεικνύουν ἡ γόνιμη σύζευξη μεταξύ τους, ἡ δι’ ἀσκήσεως δεκτικότητα τῶν καθυστερημένων ἀνώτερης σκέψεως καί ζωῆς καί τά πορίσματα τῆς συγκριτικῆς γλωσσολογίας, μυθολογίας καί ἐθνολογίας.

 

34. Πῶς μεταδίδεται ἡ ψυχή στόν ἄνθρωπο;

Στό ζήτημα αὐτό δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία στήν ὀρθόδοξη θεολογία. ᾿Ενῶ γιά τήν καταγωγή τοῦ σώματος, ὅτι δηλαδή αὐτό προέρχεται ἀπό τούς γονεῖς μέ τή διαδικασία τῆς φυσικῆς συλλήψεως οἱ πάντες συμφωνοῦν, γιά τήν καταγωγή τῆς ψυχῆς δέν ὑπάρχει ὁμόφωνη διδασκαλία.

Σχετικά μέ τό θέμα αὐτόὑπάρχουν τρεῖς βασικές θεωρίες· ἡ τῆς προϋπάρξεως, τῆς μεταφυτεύσεως καί τῆς δημιουργίας.

Κατά τή θεωρία τῆς προϋπάρξεως, οἱ ψυχές προϋπῆρχαν τῶν σωμάτων σέἕναν ἄλλο κόσμο, στόν ὁποῖο ἐλεύθερα ἁμάρτησαν, καίὁ Θεός γιά νά τίς τιμωρήσει τίς στέλνει στή γῆ νά μποῦν σέὑλικά σώματα γιά νά καθαρθοῦν. Τή θεωρία αὐτή, πού δίδαξε ὁ᾿Ωριγένης, τήν καταδίκασε ἡ᾿Εκκλησία. Κατά τή Γραφήἡἁμαρτία ἔλαβε ἀρχήἀφότου ὁἄνθρωπος πῆρε ἀπό τό Θεό τήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη καίὄχι νωρίτερα. ῎Αλλωστε κανένας ἱστορικός ἄνθρωπος δέν ἔχει μέσα του τή συνείδηση ὅτι ἁμάρτησε σέἕναν ἄλλο πρότερο κόσμο καίὅτι στή γῆ ζεῖ γιά νά καθαρθεῖ.

Κατά τή θεωρία τῆς μεταφυτεύσεως (Τἶὰὶ῟ὴἂὰὃἂὖἣ῟ὖ, ἐκ τοῦ Τἶὰὶ῟ἷ = ἀποσπάδα, ὑποφυάδα), τήν ὁποία ἀποδέχονται ἀρκετοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (Τερτυλλιανός, Μ. ᾿Αθανάσιος, Γρηγόριος Νύσσης), ἡ ψυχή καταβάλλεται στόν ἄνθρωπο ἀπό τούς γονεῖς μαζί μέ τό σῶμα διά τῆς φυσικῆς συλλήψεως. ῾Η θεωρία αὐτή, πού εἶναι σύμφωνη μέ τούς νόμους γεννήσεως τῶν ἄλλων ὄντων, ἐξηγεῖ κάπως τή μετάδοση τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος καίἐξαίρει τήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ πού δημιούργησε τά πάντα ἐφάπαξ, χωρίς νάἔχουν αὐτάἀνάγκη ἄλλης δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ἐκτός μόνο τῆς συντηρητικῆς Του θείας πρόνοιας. ᾿Από τήν ἄλλη ὅμως μεριάἀντίκειται πρός τήν περιωπή τῆς πνευματικῆς ψυχῆς, τήν ὁποία κατεβάζει στή στάθμη τῆς φυσικῆς συλλήψεως τοῦὑλικοῦ σώματος.

Κατά τή θεωρία, τέλος, τῆς δημιουργίας (ἒἶὸὰὦἂὰὃἂὖἣ῟ὖ), τήν ὁποία δέχονται οἱ Λατίνοι Πατέρες, ὁ Θεός δημιουργεῖ κάθε φορά τήν ψυχή τήν ὁποία στέλλει νάἑνωθεῖ μέ τόὑλικό σῶμα (τόἔμβρυο) πού μορφώνεται διά τῆς γαμικῆς ἑνώσεως στή μήτρα τῆς γυναίκας. ῾Η θεωρία αὐτή, ὑπέρ τῆς ὁποίας φαίνεται νά συμφωνοῦν ἀρκετά χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐξαίρει μέν τό μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ψυχῆς δημιουργουμένης ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό, τήν παρουσιάζει ὅμως νά μολύνεται ἀπό τό προπατορικόἁμάρτημα μέ τήν ἕνωσή της μέ τόὑλικό σῶμα, πράγμα πού θυμίζει μανιχαϊστικές διαρχικές ἀντιλήψεις.

 

35. Τί εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» μέ τάὁποῖα πλάστηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;

Κατά τήν Γραφήὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα» καί «ὁμοίωσιν» αὐτοῦ30.

Τό «κατ’ εἰκόνα» σημαίνει ὅτι ὁἄνθρωπος εἰκονίζει τό Θεό στή φύση του. ῾Ο Θεός εἶναι τό πρότυπο καίὁἄνθρωπος ἡ εἰκόνα του. ῾Η εἰκόνα φυσικά δέν ἀναφέρεται στό σῶμα τοῦἀνθρώπου, γιατίὁ Θεός, ὡς ἄπειρη πνευματική οὐσία, δέν ἔχει σῶμα αἰσθητό γιά νά τόν ἐξεικονίζει τόὑλικό σῶμα τοῦἀνθρώπου. ῎Αν ὁρισμένοι Πατέρες βάζουν τόἀνθρώπινο σῶμα στό θεῖο ἐξεικονισμό, αὐτό σημαίνει ὅτι τό σῶμα μέ τή βασιλική του παράσταση καί μεγαλοπρέπεια ἐκφράζει τόν ὅλο ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι φανερό, ὅτι τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο ἐκφράζει τό πνευματικό του στοιχεῖο, ἡ λογική, νοερά καίἐλεύθερη ψυχή του, κάτι πού σέἀπόλυτο βαθμόἔχει ὁ Θεός. ῾Ο ἄνθρωπος εἰκονίζει τό Θεόὡς ἄυλη πνευματικήὀντότητα, ὡς ψυχή δηλαδή λογική καίἐλεύθερη. ῾Η θεία εἰκόνα νοεῖται βέβαια, στή θετική της φορά πρός τό Θεό καί τόἀγαθό. Εἶναι ἐλεύθερη στροφήἐν ἀγάπη πρός τό θεῖο ἀρχέτυπό της.

Μία ἄλλη ὄψη τῆς θείας εἰκόνας στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ κυριαρχία τοῦ λογικοῦ πλάσματος ἐπί τῶν ἄλλων ζώων καί τῆς φυσικῆς κτίσεως. Αὐτό τό προνόμιο τόἔδωσε ὁἴδιος ὁ Θεός στό λογικό του πλαστούργημα· «Καί ηὐλόγησεν αὐτούς (τό πρωτόπλαστο ζεῦγος) ὁ Θεός λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καίἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς»31.

Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, ἦταν μιά δυνητική καίἐξελικτική κατάσταση. ῾Η λογική εἰκόνα ἔπρεπε βαθμηδόν νά γίνει ὁμοίωση Θεοῦ. Αὐτό θά γινόταν μέ τή σταθερή στροφή τῶν λογικῶν καίἠθικῶν δυνάμεων τοῦἀνθρώπου πρός τό Θεό, μέ τή βοήθεια πάντοτε τῆς θείας χάριτος. ῾Ο ἄνθρωπος δηλαδήἔπρεπε μέ τήν ἐπίμονη κατεργασία τοῦἀγαθοῦ νά πετύχει τήν ἠθική του ἀτρεψία καί νά θεωθεῖ, μοιάζοντας μέ τόν πανάγαθο πλαστουργό του.

᾿Απόὅσα ἀνωτέρω εἰπώθηκαν, γίνεται σαφής ἡ σχέση τῆς εἰκόνος πρός τή θεία ὁμοίωση. ῾Η εἰκόνα εἶναι ἡὁμοίωση δυνάμει. Σ’ αὐτήν ἔπρεπε σιγά σιγά νά καταλήξει διαπράττοντας τόἀγαθό. ᾿Ενῶἡὁμοίωση εἶναι ἡ εἰκόνα ἐν ἐνεργείᾳ, ὅταν δηλαδήἡ τελευταία θάἔφθανε στά τέλεια ἠθικά μέτρα της.

 

36. Πῶς ζοῦσε στόν παράδεισο ὁ πρωτόπλαστος;

῾Η ζωή τοῦ πρωτόπλαστου στόν Παράδεισο ἦταν εἰρηνική καί εὐτυχής. Στόν παράδεισο δέν ὑπῆρχε τό κακό, πού προκαλεῖἀναστατώσεις στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο ᾿Αδάμ εἰρήνευε μέ τόν ἑαυτό του. Δέν ὑπῆρχε στή φύση του ὁ πόλεμος τῆς κατώτερης σφαίρας πρός τήν ἀνώτερη, ἡ διαπάλη σάρκας καί πνεύματος, ἡὁποία καθιστᾶ δύσκολη τήν ἀνθρώπινη ζωή. ᾿Επίσης εἰρήνευε μέ τό φυσικό περιβάλλον του. ῾Η γῆ τόν ὑπηρετοῦσε στίς ἀνάγκες του. Τά ζῶα ὑποτάσσονταν πειθήνια στήν κυριαρχία του. ῾Η γῆ δέν εἶχε ταραχθεῖἀκόμα ἀπό τήν ἁμαρτία. ῞Ολα ἦταν ἤρεμα στή ζωή τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. ῾Ο παράδεισος ἦταν τόπος γαλήνης, χαρᾶς καί εὐτυχίας. Τέλος ὁἄνθρωπος εἰρήνευε μέ τό Θεό, μέ τόν ὁποῖο εἶχε ἐλεύθερη ἐπικοινωνία, σάν παιδί πρός τόν πατέρα του, καίἐντρυφοῦσε στίς θεῖες δωρεές του.

῾Ο πρωτόπλαστος ζοῦσε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς ἀμέριμνος καίἄλυπος, χωρίς τό μόχθο καί τόἄγχος τῆς μεταπτωτικῆς καθημερινότητας, χωρίς τή σωματική κάκωση καί τίς ἀσθένειες πού κατέκλυσαν τό βίο τοῦἀνθρώπου εὐθύς μετά τήν πτώση του.

 

37. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν ὁποία ἦταν προικισμένος ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;

῾Η ἀρχέγονη δικαιοσύνη (ἢ῟ὖὦἂὦἂὰ῏ἶἂὼἂὃὰ῝ἂὖ) ἦταν μιά σειρά δώρων μέ τάὁποῖα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ διακόσμησε τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο, ὥστε αὐτή εὐκολότερα νά πετύχει τόν τελικό προορισμό της, τήν ὁμοίωση τοῦἀνθρώπου μέ τό Θεό. Τά δῶρα αὐτάἦταν –ἐκτός ἀπό τήν κυριαρχία τοῦἀνθρώπου ἐπάνω στή ζωική καί φυσική κτίση–, ἡἀπάθεια καίἡἀθανασία τοῦἀνθρώπινου σώματος, ἡ θεογνωσία καίἡ εὐθύτητα τῆς θελήσεως τῶν πρωτοπλάστων.

Καίἡ μέν ἀπάθεια καίἀθανασία τοῦ᾿Αδάμ δέν πρέπει νά νοηθοῦν ὡς κατάσταση τέλεια καίἀπροϋπόθετη, ἀλλά σχετική καίὑπόὅρους. ῾Ο ᾿Αδάμ στόν παράδεισο εἶχε τή δυνατότητα νά μήν ἀποθάνει (ἆ῏ὖὖὸὃ῏ὃἣ῏ἶἂ) ὄχι καί τόἀδύνατο νάἀποθάνει (ὃ῏ὃἆ῏ὖὖὸἣ῏ἶἂ), καί αὐτόἀνάλογα μέ τή στροφή τῆς βουλήσεώς του στόἀγαθό (ἄν δέν ἁμάρτανε) καί τή στροφή της μακριάἀπό τό Θεό (πού πραγματικάἔγινε καίἀπέφερε τήν πτώση του). Μέἄλλα λόγια ἡἀθανασία τοῦ προπάτορα δέν ἦταν ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική καίὑπόὅρους.

῾Η δέ θεογνωσία ἐκινεῖτο μέν σέἕναν εὐρύ κύκλο γνώσεων, χωρίς ὅμως νά εἶναι καί παγγνωσία, ἰδίωμα ἀποκλειστικό τῆς θείας φύσεως. ῞Οτι ὁ᾿Αδάμ γνώριζε πολλά, φαίνεται ἀπό τίς διάφορες ὀνομασίες πούἔδωσε στά ζῶα, τάὁποῖα τοῦ παρουσίασε ὁ Θεός νάὀνομάσει32. ᾿Επίσης καίἀπό τήν προφητεία τήν ὁποία εἶπε μόλις εἶδε τή γυναίκα του (Εὔα), πού τοῦἔδωσε ὁ Θεός33 σάν συμπλήρωμα καί βοηθό του34.

Τέλος, ὡς πρός τήν εὐθύτητα τῆς βουλήσεως τῶν πρωτοπλάστων, πρῶτο στοιχεῖο της ἦταν ἡἀθωότητα, ἡἁγνότητα καί τόἀπονήρευτο. Πρίν ἀπό τήν πτώση οἱ πρωτόπλαστοι ἦταν γυμνοί στόν παράδεισο χωρίς νά ντρέπονται35. Τήν ντροπή τήν ἔνιωσαν εὐθύς μετά τήν πτώση, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τούς ἔντυνε σάν ἱμάτιο, τούς ἐγκατέλειψε. ῎Ενοχοι τότε κατανόησαν τή γύμνια τους καίἔραψαν φύλλα συκῆς νά τή σκεπάσουν36.

῎Αλλο στοιχεῖο ἦταν ἡἀκακία τῶν προπατόρων. Στή φύση τους δέν ὑπῆρχε τό κακό, οὔτε ἡ θέλησή τους ἔρεπε πρός αὐτό. ῎Αλλο βέβαια τό ζήτημα ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά διακρίνουν στοιχειωδῶς τό καλό (τήν ὑπακοή στό Θεό), ἀπό τό κακό (τήν παρακοή). ῾Ο ἄνθρωπος πού γνωρίζει τό κακό, δέ σημαίνει ὅτι εἶναι κατ’ ἀνάγκην κακός. ῎Αλλωστε στή στερέωση τῆς διακρίσεως αὐτῆς ἀπέβλεπε καίἡἀπαγόρευση τῆς βρώσεως τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ37, πούἦταν φυτευμένο στόν παράδεισο. ῾Ομοίως πρέπει νά σημειωθεῖὅτι ἡἀθωότητα καίἡ νηπιακή πρός τά πνευματικά κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων δέν πρέπει νάἐκληφθεῖὡς ἠθικήἀδιαφορία, ἡὁποία, θέτοντας σέἴση μοίρα τά κατώτερα καί τάἀνώτερα, τίς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας καί τά αἰτήματα τοῦ πνεύματος, εἶναι εὔκολο νάὁδηγήσει τή βούληση πρός τό κακό. ῎Αλλωστε, στοιχεῖο τῆς θείας εἰκόνος στόν ἄνθρωπο –ὅπως εἴδαμε– ἦταν ἡ θετική φορά της πρός τόἀγαθό. Στή βάση αὐτή καί στή βοήθεια τῆς θείας χάριτος ἡ εἰκόνα ἔμελλε, καλλιεργούμενη καί προκόπτουσα, νά φθάσει στήν ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.

Τήν αὐτή, τέλος, ἔννοια ἔχουν ἡἀρετή καίἡἁγιότητα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Οἱ καταστάσεις αὐτές δέν ἦταν τέλειες καίὁλοκληρωμένες στόν προπάτορα, ἀλλά σχετικές. ᾿Αρετήἀπηρτισμένη εἶναι ἔννοια ἀντιφατική. Γιά νά κατακτήσεις τήν ἀρετή καί νά γίνεις ἅγιος, πρέπει νά δουλέψεις ἐλεύθερα, νά παλαίψεις. Μέ αὐτό τόν τρόπο ἡ εἰκόνα μποροῦσε νά γίνει ὁμοίωση.

 

38. Ποιά ἦταν ἡ σχέση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης πρός τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο;

῾Ο διάκοσμος τῆς θείας δικαιοσύνης δέν ἦταν δῶρο πρόσθετο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, χαλαρά καίἐξωτερικά συνδεδεμένο μέ τήν εἰκόνα (Ρωμαιοκαθολικοί) οὔτε ταυτιζόταν ἐσωτερικά μέ τήν πνευματική φύση τοῦἀνθρώπου (Προτεστάντες), ἀλλά κάτι τόἐνδιάμεσο, δωρεά σέἐσωτερική σχέση καίὀργανικό σύνδεσμο μέ τό «κατ’ εἰκόνα» (᾿Ορθόδοξοι).

Τό σημεῖο αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό γιά τόἀνθρωπολογικό δόγμα τῶν διαφόρων ᾿Εκκλησιῶν, στόὁποῖο παρατηροῦνται ἀρκετές δογματικές διαφορές, τίς ὁποῖες θά δοῦμε στή συνέχεια.

 

39. Ποιά εἶναι ἡ περίἀρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν;

῎Αν καί στό σημεῖο τῆς ἀρχέγονης καταστάσεως τοῦἀνθρώπου στή ρωμαιοκαθολική θεολογία ὑπάρχουν πολλές ποικίλλουσες ἀποχρώσεις καί διακυμάνσεις, ἐντούτοις θεμελιώδης ἰδέα εἶναι ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅπως βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του καί τοποθετήθηκε στόν παράδεισο, ἀποτελοῦνταν ἀπό δύο συστατικά μέρη, ἕνα φυσικό καίἕνα ὑπερφυσικό.

Φυσικόἦταν ἡ φύση καθ’ ἑαυτήν, ἡὁποία ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα ὑλικό, πού δέν εἶναι οὔτε θνητό οὔτε ἀθάνατο, καίἀπό τή νοερά ψυχή, ἡὁποία συμπίπτει μέ τό «κατ’ εἰκόνα». Στή φύση αὐτήὑπῆρχαν ἀντίρροπες ὀρέξεις, οἱ σωματικές καί οἱ ψυχικές, οἱὁποῖες ὄφειλαν νά ὑποτάσσονται καί νά καθοδηγοῦνται ἀπό τόν ὀρθό λόγο.

῾Υπερφυσικό ἦταν τάὑπερφυσικά δῶρα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τάὁποῖα συνιστοῦσαν τό διάκοσμο τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης (ὢ῟ὖὦἂὦἂὰ῏ἶἂὼἂὃὰ῝ἂὖ). Τά δῶρα αὐτά δόθηκαν στόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό μέ σκοπό νάἐξισορροποῦν τίς ὁρμές τῆς φύσεως (σαρκικές καί ψυχικές) καί νάἐνισχύουν τόν ἄνθρωπο στήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του. Τά δῶρα αὐτάἦταν· ἡἀπάθεια (ἀπαλλαγήἀπό τά πάθη καί τίς ἀσθένειες) καίἡἀθανασία τοῦ σώματος, ἡἐναρμόνιση τῶν ὁρμῶν καί τῶν ὀρέξεων τῆς ψυχῆς ὑποτασσόμενων στό λόγο, ἡ κυριαρχία ἐπί τῶν ζώων καί τῆς φύσεως καίἡὑπέροχη διανοητική καίἠθική τελειότητα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου.

῎Αν τά δῶρα αὐτά τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν ὀργανικά συνδεδεμένα μέ τή φύση, ἤἄν προστέθηκαν κατόπιν στή φύση (ἀφοῦ δηλ. πλάστηκε πρῶτα αὐτή), δέν ὑπάρχει συμφωνία μεταξύ τῶν θεολόγων τῆς Δύσεως. Στό μεσαίωνα ἰδίως τό θέμα συζητιόταν ζωηρά. Μᾶλλον ἐπικρατέστερη θεωρεῖται ἡ δευτέρα ἄποψη, ὅτι ὁὑπερφυσικός διάκοσμος τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν δῶρο πρόσθετο (ὶ῏ὃ῟ἣὖ῟ἆὸἶὰὶὶἂὦ῟ἣ), ἐξωτερικά καί χαλαρά συνδεδεμένο μέ τή φύση.