ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

40. ῾Υπάρχει διαφορά στή διδασκαλία περίἀρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης καί τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας;

41. Τί διδάσκουν περίἀρχέγονης δικαιοσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

42. Γιατί τόἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ καλεῖται προπατορικό; Τίἦταν στήν οὐσία του τόἁμάρτημα αὐτό;

43. ᾿Αλήθεια, πῶς ὑπῆρξε φιλαυτία στόν προπάτορα;

44. Γιατίὁ Θεός ὑπέβαλε σέ δοκιμασία τόν ᾿Αδάμ;

45. Ποιάἐντολή τοῦ Θεοῦ παρέβη ὁ᾿Αδάμ;

46. Εἶχε ἐξωτερικήἀφορμή γιά τήν πτώση του ὁ᾿Αδάμ;

47. Τόὅτι ὁ᾿Αδάμ παρασύρθηκε στήν πτώση ἀπό τό διάβολο εἶχε κάποιο καλό γιά τόν παραβάτη;

48. ᾿Αφοῦὁ Θεός προεγνώριζε τήν πτώση τοῦ᾿Αδάμ, γιατί δέν τόν ἐμπόδισε ἀλλά τόν ἄφησε νά πέσει στήν καταστροφή;

49. Κάτω ἀπό ποιές μορφές νοεῖται τό προπατορικόἁμάρτημα;

50. Πῶς καταλογίζεται ἡἐνοχή τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους τοῦ᾿Αδάμ;

51. ᾿Εξαιρεῖται κανείς ἀπό τό κληρονομικό ἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ;

52. ῾Η Θεοτόκος Μαρία ἦταν ἐλεύθερη τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος;

53. Ποιές ἦταν οἱἀκολουθίες τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως;

54.Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος κατά τή Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία;

55. Τί λέγει περί τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος Προτεσταντισμός;



40. ῾Υπάρχει διαφορά στή διδασκαλία περίἀρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης καί τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας;

Ναί, ὑπάρχει.

1. ᾿Ενῶἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι στήν πρωτόκτιστη φύση δέν ὑπῆρχαν ἀντίρροπες σαρκικές καί ψυχικές ὀρέξεις καίὁρμές, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν τόἀντίθετο, δεχόμενοι –ὅπως εἴδαμε– τήν ὕπαρξη τέτοιων ὀρέξεων, οἱὁποῖες ἔπρεπε νάὑποτάσσονται στόν ὀρθό λόγο καί νάἐξισορροποῦνται στό πλέγμα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης.

2. ῾Υπάρχει διαφορά στόν τρόπο συνδέσεως τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν πνευματική φύση τοῦἀνθρώπου (τό «κατ’ εἰκόνα»). ᾿Ενῶἡὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία φρονεῖὅτι τά πνευματικά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης βρίσκονταν σέἐσωτερική σχέση καίὀργανικό σύνδεσμό μέ τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο, ἡ ρωμαιοκαθολική τά θεωρεῖ μᾶλλον ὡς πρόσθετα δῶρα, ὡς προσθήκη στή φύση ἐξωτερική καί χαλαρή.

Οἱ ἰδέες αὐτές τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν δημιουργοῦν ὄντως προβλήματα. ῾Η ἀντίθεση μεταξύ τῆς καθαρῆς φύσεως (ὣὦὰὦ῟ὖἆ῟ἶὰὸὃὰὦ῟ἶὰὸ), τῆς ὑποκείμενης στή διαπάλη τῶν ἀντίρροπων ὀρέξεων καίὁρμῶν, καί τῆς ἀκεραίας φύσεως (ὣὦὰὦ῟ὖἆ῟ἶὰὸἂὃὦὸὼἶὰὸ), δηλαδή τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης (ὢ῟ὖὦἂὦἂὰ῏ἶἂὼἂὃὰ῝ἂὖ), ἐξισορροπούσης τίς ὁρμές αὐτές, μειώνει τήν ἀξία τῆς πρωτόκτιστης φύσεως, εἰσάγουσα διαρχία σ’ αὐτή μεταξύὕλης καί πνεύματος, πού μπορεῖ νά καταλήξει σέἰδέες μανιχαϊκές.

Κατόπιν ὁ χωρισμός τῆς πρώτης φύσεως σέ δύο ἡμίσυ χαλαρῶς συνδεδεμένα μεταξύ τους καίἡἔξαρση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ὑπέρ τή φύση, τῆς πρώτης συνεχούσης καίἐξισορροπούσης τίς ὁρμές τῆς δεύτερης, κάνει ἀκατανόητη τήν πτώση ὁδηγώντας στόἐρώτημα· Πῶς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀπώθησε τά συνέχοντα αὐτόν ἀγαθά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἤ πῶς τάὑπερφυσικά δῶρα ἐγκατέλειψαν τόν ἄνθρωπο;

Τέλος καί τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ πού σάν κύριο σκοπό εἶχε τήν ἀνάπλαση τῆς φθαρείσας εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, θάἔπρεπε στό πλαίσιο τῶν δυτικῶν ἀντιλήψεων νάἐκληφθεῖὁμοίως ὡς κάτι ἐξωτερικό καί μηχανικό, πράγμα φυσικά πού δέ δέχεται ἡ δυτική᾿Εκκλησία.

 

41. Τί διδάσκουν περίἀρχεγόνου δικαιοσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέχονται ὅλα τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, τάὁποῖα ἐκάλλυναν τήν πρωτόκτιστη φύση. Μέἐπουσιώδεις ἀποχρώσεις καί παραλλαγές δέχονται ὅ,τι καί οἱ᾿Ορθόδοξοι καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί.

Διαφοράἀναφύεται ὡς πρός τόν τρόπο σύνδεσης τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο. ᾿Αποφεύγοντας τή διάκριση μεταξύ καθαρᾶς καίἀκεραίας φύσεως στόν ἄνθρωπο καί τῆς ἰδέας ὅτι τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν προσθήκη ἐξωτερική στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού κάνει ἡ ρωμαιοκαθολικήἀνθρωπολογία, καί φρονώντας ὀρθῶς μέ τούς ᾿Ορθοδόξους ὅτι ἡἀρχέγονη δικαιοσύνη βρισκόταν σέἐσωτερική σχέση μέ τό «κατ’ εἰκόνα», προχωροῦν ὅμως ἕνα βῆμα περισσότερο, φθάνοντας στήν ἀκραία τοποθέτηση ὅτι ἡἀρχέγονη δικαιοσύνη ταυτιζόταν κατ’ οὐσίαν μέ τή θεία εἰκόνα. Κατά τή φυσιοκρατική αὐτήἀντίληψη ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν στή φύση του πλήρης καί τέλειος, μήἔχοντας ἀνάγκη τῆς θείας χάριτος γιά νά πετύχει τό σκοπό καί τό τέλος τῆς δημιουργίας του.

Τά διδάγματα αὐτά δημιουργοῦν ἀρκετά προβλήματα. ῎Αν ἡ θεία χάρη δέν ἔχει μέρος στήν πρωτόκτιστη φύση, χάνει τήν ἀληθινή σημασία της σάν δύναμη, ἡὁποία δέν συμπληρώνει μόνο τή φύση ἀλλά καί τήν καθοδηγεῖ στόὑπερφυές τέλος της.

Κατόπιν ἡ ταύτιση ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί εἰκόνος ἔχει σάν ἀποτέλεσμα, μέ τήν πτώση τοῦἀνθρώπου, νάἀφανισθοῦν ὄχι μόνο τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ἀλλά μαζί μέ αὐτά νά καταστραφεῖ καί τό «κατ’ εἰκόνα» μέ τόὁποῖο ἐκείνη (ἡἀρχέγονη δικαιοσύνη) ταυτίζεται, σέ σημεῖο ὥστε ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος νά γίνει πνευματικά νεκρός, ἀκίνητος πρός τόἀγαθό καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

῎Ετσι καταλήγουμε στό παράδοξο, ὁ μέν προπτωτικός ἄνθρωπος νά μήν ἔχει ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ μεταπτωτικός νάἐξαρτᾶται ἀπόλυτα καί νά σώζεται μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ (ὖ῏῝ὰὼἶὰὦἂὰ).

 

42. Γιατί τόἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ καλεῖται προπατορικό; Τίἦταν στήν οὐσία του τόἁμάρτημα αὐτό;

Καλεῖται προπατορικό, διότι ἦταν τόἁμάρτημα τοῦ προπάτορα. ῾Ως πρός τήν οὐσία του ἦταν ἀνυπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς, ἡὁποία προερχόταν ἀπό φιλαυτία τοῦ᾿Αδάμ. ᾿Ενῶ δηλαδήὁ γενάρχης στόν παράδεισο ὄφειλε μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καίἐλεύθερα νά προχωρήσει στήν τελείωση τῆς φύσεώς του (τή θέωσή του), ἀντίθετα αὐτός ἐπεδίωξε τή θέωσή του αὐτοτελῶς καί μέ τίς δικές του φυσικές δυνάμεις, χωρίς τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

 

43. ᾿Αλήθεια, πῶς ὑπῆρξε φιλαυτία στόν προπάτορα;

᾿Αγνοοῦμε. ῎Αν ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ νοσηρά στροφή τοῦἀνθρώπου πρός τόἴδιο ἐγώ, μιά κατάσταση ἐσωτερικῆς φαυλότητας καί φθορᾶς, τότε δέν κατανοοῦμε πῶς τό σπέρμα αὐτό τό ταπεινό μποροῦσε νάὑπάρχει σέ φύση πού δέν εἶχε κλίση πρός τό κακό, ἦταν καλή καίἁγνή καί θετικά φερόταν πρός τόἀγαθό καί τό Θεό.

 

44. Γιατίὁ Θεός ὑπέβαλε σέ δοκιμασία τόν ᾿Αδάμ;

῞Οπως στά προηγούμενα εἴπαμε, ὁ πρωτόπλαστος στόν παράδεισο ἦταν ἀγαθός καί καλός. ῞Ομως δέν ἦταν τέλειος πνευματικά. Δέν εἶχε πείρα πνευματική. Αὐτήν ἔπρεπε νά τήν ἀποκτήσει βαθμηδόν μέ τόἐλεύθερο ἔργο τῆς βουλήσεώς του καί σέ συνεργασία πάντοτε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Επρεπε νά φθάσει σέ σημεῖο, διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀφοσιώσεώς του στό Θεό, νά διακρίνει τή δική του θέληση, ἀπό τή θέληση τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά γνωρίσει τάὅρια τῆς ἠθικῆς του φύσεως. Μέἄλλα λόγια ἔπρεπε ἐνσυνείδητα νά γνωρίσει τό Θεό καίἐλεύθερα νάἐργάζεται τήν ἀρετή καί τόἀγαθό. Γι’ αὐτό τοῦ δόθηκε, σάν δοκιμασία, ἡἐντολήἀπό τό Θεό.

 

45. Ποιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ παρέβη ὁ᾿Αδάμ;

Κατά τή διήγηση τῆς Γραφῆς ἡἐντολή τοῦ Θεοῦ38 πάρθηκε ἀπό τό περιβάλλον τῆς φυσικῆς τοῦἀνθρώπου ζωῆς. Στόν παράδεισο ἦταν φυτεμένα πολλά δένδρα πούἐξυπηρετοῦσαν τόν ἄνθρωπο, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί τό δένδρο γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Δηλαδήὅποιος τόἔτρωγε μποροῦσε νά διακρίνει τό καλόἀπό τό κακό. ῾Η διάκριση αὐτή καθ’ ἑαυτήν ἦταν κακή γιά τόν πρωτόπλαστο; ᾿Ασφαλῶς, ὄχι. ῾Ως φαίνεται, κακήἦταν ἡ πρόωρη σπουδή γιά τήν ἀπόκτησή της. ῎Αλλωστε σ’ αὐτόἀπέβλεπε ἡ δόση τῆς ἐντολῆς· ῾Ο ᾿Αδάμ σιγά σιγά μέ τίς δικές του ἠθικές δυνάμεις καί βοηθούμενος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά γευθεῖἐλεύθερα τόν τέλειο καρπό τῆς γνώσεως, πούἦταν ὑπέρτατο ἀγαθό. ᾿Εν πάση περιπτώσει ποιάἦταν οὐσιαστικάἡ φύση τῆς θείας ἐντολῆς, ἄν ἦταν κάτι φυσικό καί πραγματικόἤ κάτι πνευματικότερο καί συμβολικό, δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε.

Τό βέβαιο εἶναι ὅτι, μέ τήν πραγματιστικήἔννοια τῆς ἐντολῆς, ἡ τήρησή της ἦταν πολύ εὔκολη. Πρῶτον, γιατί στόν παράδεισο ὁ᾿Αδάμ εἶχε ἀφθονία καρπῶν, ὥστε ἡ στέρηση τῆς βρώσεως τῶν καρπῶν τοῦ δένδρου ἐκείνου νά μή τοῦἦταν αἰσθητή καί πιεστική καί δεύτερον, γιατίἡ φύση του σχετικῶς τέλεια ὅπως ἦταν, εἶχε ὅλες τίς δυνάμεις νά τηρήσει εὔκολα τήν ἀπαγόρευση τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τό παράπτωμα τοῦ γενάρχη ἦταν πολύ μεγάλο.

 

46. Εἶχε ἐξωτερικήἀφορμή γιά τήν πτώση του ὁ᾿Αδάμ;

῾Ο ᾿Αδάμ ἁμάρτησε αὐτόβουλα. Παρήκουσε ἐλεύθερα τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔκανε καλή χρήση τῆς λογικῆς του ἐλευθερίας, πούἦταν στοιχεῖο καθοριστικό τῆς πνευματικῆς του φύσεως. Φυσικάἐμεῖς αὐτό δέν μποροῦμε εὔκολα νά τό κατανοήσουμε. Πῶς δηλαδή, μιάἐλευθερία πού δέν εἶχε ροπή πρός τό κακό, τουναντίον μάλιστα φερόταν ἀπρόσκοπτα πρός τόἀγαθό, περιβαλλόμενη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ξαφνικάἀθετεῖ τήν ἐντολή καίἀπομακρύνεται ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐδαιμονίας της. Βέβαια, στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ἀπόκλισης. ᾿Αλλιώτικα δέν θά εἶχε νόημα. Αὐτόὅμως λύει τό αἴνιγμα τῆς πτώσεως;

Παραλλήλως ὁ᾿Αδάμ εἶχε καίἐξωτερικήἀφορμή γιά τήν πτώση του. Στό περιβόλι τῆς ᾿Εδέμ κρυβόταν ὁἐχθρός39, ὁ διάβολος. ῾Ο δράκων40 ὁἀρχαῖος, πού πρῶτος εἶχε ἐκπέσει ἀπό τόἀγαθό καίἔβαλε σκοπό του νάἀντιμάχεται τό Θεό καί τάἔργα του καί κύρια τόν ἄνθρωπο, τό λογικό δημιούργημα, τόὁποῖο ζήλευε καί μισοῦσε θανάσιμα. Κρύφτηκε σ’ ἕνα φίδι, ζῶο τοῦ παραδείσου, γιατί δέν μποροῦσε ἀπροκάλυπτα νά φανερωθεῖ στόν ἄνθρωπο. Θέλησε νάἐκμεταλλευθεῖ τήν ἀθωότητα καί τήν πνευματικήἀπειρία τῶν πρωτοπλάστων, γιά νά τούς παραπλανήσει καί τούς καταστρέψει. ῎Ετσι ὁἐφευρέτης τῆς κακίας, ὁ πανοῦργος πειραστής, δημιουργώντας ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τῆς ἐντολῆς καί διαβάλλοντας τό νόημά της, ὅτι τάχα διά τῆς βρώσεως θά γνώριζαν τό καλό καί θά γίνονταν θεοίὅπως ὁ δημιουργός τους41, κατώρθωσε νά παραπλανήσει πρῶτα τήν Εὔα καί δι’ αὐτῆς κατόπιν τόν ᾿Αδάμ νά φάγουν ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἀθετώντας τό θέλημα καί τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι συντελέστηκε ἡἁμαρτία στόν Παράδεισο, στόν ὄμορφο κῆπο τῆς ᾿Εδέμ!

 

47. Τό ὅτι ὁ᾿Αδάμ παρασύρθηκε στήν πτώση ἀπό τό διάβολο εἶχε κάποιο καλό γιά τόν παραβάτη;

᾿Αρνητικά, ναί. Εἶχε τόἐλαφρυντικόὅτι παγιδεύτηκε ἀπό τόν ἐφευρέτη τῆς κακίας, τόν μισόκαλο δαίμονα. ῎Αν ἀποβλέψουμε καί στό αἰσθητό μέρος τῆς φύσεως, τόὁποῖο καταλλήλως διεγειρόμενο μποροῦσε νά κινηθεῖ πρός τή βρώση τοῦ καρποῦ (ὅπως καίἔγινε· πρώτη ὑπέκυψε ἡ Εὔα καίἀργότερα μαζί της καίὁ᾿Αδάμ), κατανοοῦμε πῶς ὁ᾿Αδάμ ὑπέκυψε στόν πειρασμό, ἁμάρτησε καί κατόπιν μεταμελήθηκε, ὥστε νά γίνει δεκτικός ἀφέσεως καί συγχωρήσεως.

᾿Αντίθετα ὁ῾Εωσφόρος, πού δέν εἶχε φύση αἰσθητήἀλλ’ ἦταν πνεῦμα ἀμιγές καίἄυλο, συνέλαβε ἀπ’ εὐθείας στή φύση του τήν ἰδέα τῆς ἀποστασίας ἀπό τό Θεό, ἁμάρτησε ἐλεύθερα καίἡἁμαρτία ταυτίστηκε μέ τήν ἄυλη φύση του, ὥστε νά μήν εἶναι πλέον ἐπιδεκτικός μετάνοιας καί σωτηρίας.

 

48. ᾿Αφοῦὁ Θεός προεγνώριζε τήν πτώση τοῦ᾿Αδάμ, γιατί δέν τόν ἐμπόδισε ἀλλά τόν ἄφησε νά πέσει στήν καταστροφή;

Τόἐρώτημα μᾶς βάζει δύσκολα. Βάζει σέ μιάἄχαρη προσπάθεια ἐμᾶς, τά μικρά καίἐλάχιστα πλάσματα, νά εἰσχωρήσουμε μέ τό πενιχρό μυαλό πού διαθέτουμε στό βάθος τῆς ἄπειρης θείας βουλῆς καί νάἐξερευνήσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργεῖἡ τριαδική θεία ἐνέργεια. Τό τελευταῖο δέν εἶναι γιά μᾶς, ἀλλ’ εἶναι προσωπικήὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός λειτουργεῖὅπως θέλει –ὄχι φυσικά αὐθαίρετα– καί δέν δίνει λογαριασμό σέ κανέναν42. Μόνο ὁἴδιος γνωρίζει πῶς λειτουργεῖἡἄπειρη φύση του καί κανένας ἄλλος. Βεβαίως τίς θεῖες ἐνέργειες τίς γνωρίζουμε ἀπό τάἐξωτερικά τους ἐκδηλώματα καίἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. ῞Εως ἐδῶὅμως καί πάντα στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων τῆς πεπερασμένης μας φύσεως. Κανένα πλάσμα σ’ ὁποιαδήποτε κατάσταση κι ἄν βρίσκεται (ἄγγελος ἤἄνθρωπος) δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει στό βάθος τῆς θείας ἀπειρίας καί νά νοήσει τάἀκατανόητα καίἀκατάληπτα43.

Τό ἐρώτημα, ἄν γίνεται ἀπόἀγαθή συνείδηση, ἔχει καλῶς. Πραγματικά εἶναι κάτι πού τόν καθένα μας μπορεῖ ν’ ἀπασχολήσει. ῎Αν ὅμως προέρχεται ἀπόἄλλα ἐλατήρια καίἔχει ἄλλους σκοπούς, θέλει δηλαδή νά πουλήσει πνεῦμα ἤ νάἐπιφέρει σύγχυση στήν πίστη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι κατάκριτο καί πονηρό. ᾿Αρκεῖὁ μόχθος πούἔχουμε στόν ἀγώνα τῆς πίστης μας· νά φορτίζουμε τό μυαλό μας καί μέ τόσο σκληράἐρωτήματα;

 

49. Κάτω ἀπό ποιές μορφές νοεῖται τό προπατορικόἁμάρτημα;

Κάτω ἀπό δύο· ῎Η εἶναι ἡ προσωπικήἁμαρτία τοῦ᾿Αδάμ, ἤἡ μολυσμένη ἀτμόσφαιρα πούἐπήγασε ἀπ’ αὐτήν καί περιβάλλει κάθε ἄνθρωπο.

Τό πρῶτο εἶναι νοητό. ῾Ο ᾿Αδάμ ἁμάρτησε προσωπικά καί αὐτόβουλα, κατέστη ἔνοχος μπροστά στή θεία δικαιοσύνη καί τιμωρήθηκε ἀπό τό Θεό.

Τό δεύτερο εἶναι ἐπίσης νοητό. ῞Οπως ἐμεῖς, ὅταν κάνουμε ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημα –ἕνα φόνο λόγου χάρη– πιεζόμαστε ἐφ’ ὅρου ζωῆς ἀπό τήν πικρήἀνάμνηση τῆς ἁμαρτίας, ἡὁποία δέν λέει νά μᾶς ἐγκαταλείψει ἔστω κι ἄν συγχωρεθήκαμε ἀπό τό Θεό44, ἔτσι καίἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ προπάτορα, ὁὁποῖος ἦταν ἡ ρίζα τοῦ γένους, δημιουργήθηκε μιά βαριά μολυσμένη κατάσταση, στήν ὁποία περιέρχονται ὅλοι οἱἄνθρωποι πού κατάγονται ἀπ’ αὐτόν. Μέ τή διαφοράὅτι, ἐνῶ στά προσωπικά μας ἁμαρτήματα ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, στό προπατορικόἁμάρτημα δέν διασώζουμε στή φύση μας καμιά συνενοχή.

 

50. Πῶς καταλογίζεται ἡἐνοχή τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους τοῦ᾿Αδάμ;

Εἴτε καταλογίζεται ἡ προσωπικήἐνοχή τοῦ᾿Αδάμ εἴτε ἡἐνοχή τῆς μολυσμένης φύσεως τοῦ προπάτορα.

῾Ο πρῶτος καταλογισμός δημιουργεῖ δυσεπίλυτα προβλήματα. Καλά, ὁ᾿Αδάμ ἁμάρτησε γιατίἔτσι θέλησε. Δικαίωμά του ἦταν, ἁμάρτησε ἐλεύθερα καί τιμωρήθηκε δίκαια. ᾿Εγώὅμως, ὡς ἄτομο ξεχωριστό καίἐλεύθερο, πούἔζησα τόσες χιλιάδες χρόνια μετά τόν προπάτορα, γιατί νά κληρονομῶ τήν προσωπικήἐνοχήἐκείνου; Αὐτό δέν ἀντιβαίνει πρός τήν ἰδέα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς, ἡὁποία ἐκεῖ μόνον καταλογίζεται ὅπου ὑπάρχει ἡἐλεύθερη ἐπιλογή καίἐνέργεια τοῦ λογικοῦ δημιουργήματος; Καί πῶς ὁ δίκαιος Θεός καταλογίζει ξένη ἐνοχή καί τιμωρεῖ τό πλάσμα του γιά κάτι γιά τόὁποῖο δέν φέρει καμιά προσωπική εὐθύνη καί συμμετοχή; ῾Η ἰδέα δέ, ὅτι ὁἄμεσος καταλογισμός τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς τοῦἁμαρτήματος τοῦ᾿Αδάμ στηρίζεται στό γεγονός ὅτι ὅλοι οἱἄνθρωποι βρίσκονταν ἐνσωματωμένοι στή φύση τοῦ γενάρχη καίἁμάρταναν μαζί του στόν παράδεισο45, ὄχι μόνο δέν ἐπιλύει τό πρόβλημα ἀλλά καί τόἐπιτείνει. ᾿Εγώ δέν θυμᾶμαι νάἤμουνα ποτέ στόν παράδεισο μαζί μέ τόν προπάτορα καί νά μετεῖχα στό προσωπικό του ἁμάρτημα. ᾿Αλλά καίἄν ἤμουνα, ἀποκλειόταν, ὡς ἐλεύθερο καί λογικό δημιούργημα, νά διεχώριζα τή βούλησή μου ἀπό τή βούληση ἐκείνου καί νά μήν ἔπεφτα μαζί του στήν ἁμαρτία;

῾Ο δεύτερος καταλογισμός, ὁἔμμεσος, εἶναι συμφωνότερος πρός τίς ἀνθρωπολογικές ἀντιλήψεις τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. ῾Η ἁμαρτωλή κατάσταση δέν ὑπῆρχε στήν πρωτόκτιστη φύση στήν ᾿Εδέμ. ῏Ηταν σαφῶς ἀπόρροια τῆς ἁμαρτίας τοῦ᾿Αδάμ. ῾Ως τέτοια δέν ἦταν ἀρεστή στό Θεό, ἦταν κάτι ἐνάντιο στό θέλημά του, ἐνάντιο στή φυσική τάξη τῆς δημιουργίας. ῏Ηταν συνεπῶς ἁμαρτία, τήν ὁποία κληρονομεῖὁἄνθρωπος διά τῆς φυσικῆς του γεννήσεως.

 

51. ᾿Εξαιρεῖται κανείς ἀπό τό κληρονομικόἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ;

Κανείς. ῞Ολοι κληρονομοῦν τήν ἁμαρτωλή φύση τοῦ᾿Αδάμ καί αὐτοίἀκόμη πού γεννήθηκαν ἀπό γονεῖς, οἱὁποῖοι διά τοῦ βαπτίσματος ἀπέβαλαν τήν προγονικήἁμαρτία. Τά τέκνα δέν κληρονομοῦν τή φύση τῶν γονέων τους, ἀλλά μέσω αὐτῆς κληρονομοῦν τή φύση τοῦ᾿Αδάμ πού εἶναι ἡ ρίζα τοῦἀνθρώπινου γένους. Περί τῆς καθολικῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεως ἔχουν προσωπική πείρα ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱἄνθρωποι, περί αὐτῆς δέ μαρτυρεῖἡ πνευματική πείρα καίἡἱστορία τῶν ἀνθρώπων.

᾿Εξαίρεση ὑπάρχει μόνο μία· ῾Ο Χριστός. ῾Ο ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος. ᾿Αφοῦὅμως ἦταν ἱστορικός ἄνθρωπος, εἶχε δηλαδήἀληθινήἀνθρώπινη φύση, πῶς γίνεται νά εἶναι ἀμέτοχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορα; ῾Απλῶς γιατί δέν εἶχε προπάτορα τόν ᾿Αδάμ. Εἶχε μέν τήν ἀληθινή φύση τοῦ γενάρχη (σῶμα καί ψυχή), δέν ἦταν ὅμως «ἐξ ᾿Αδάμ». ῾Η φύση του δέν συνείχετο στή φύση τοῦ προπάτορα, ὅπως συνέχεται μέ αὐτήν ἡ φύση ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Δέν προῆλθε ἀπό γάμο φυσικό. Εἶχε μέν ἀληθινή μητέρα (τή Θεοτόκο Μαρία) ἡὁποία τοῦἐξασφάλιζε τήν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του, ὄχι ὅμως καί πατέρα, τήν ἀπουσία τοῦὁποίου ἀναπλήρωσε ἡ δημιουργικήἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος46. ῾Η σύλληψή Του ἦταν παρθενική καίὑπερφυσική. Σ’ αὐτή σταματᾶἡ συνέχεια τῆς φύσεως τοῦ᾿Αδάμ καίἀρχίζει μία νέα πνευματική ρίζα τῆς ἀνθρωπότητος. ῎Αρα ὁ Χριστός, μήἔχοντας στή φύση του τήν ἀρρωστημένη φύση τοῦ᾿Αδάμ, ἦταν ἐλεύθερος τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος. Εἶναι ὁ νέος ᾿Αδάμ τῆς χάριτος47.

 

52. ῾Η Θεοτόκος Μαρία ἦταν ἐλεύθερη τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος;

῎Οχι. ῾Ως πραγματικήἀπόγονος τοῦ᾿Αδάμ, συλληφθείσα καί γεννηθείσα ἀπό φυσικούς γονεῖς (᾿Ιωακείμ καί῎Αννα), ὅπως καί οἱ λοιποίἄνθρωποι, συνέχεται στή φυσική ρίζα τοῦ γενάρχη, τοῦὁποίου κληρονομεῖ τή φθαρμένη φύση. ῾Η Παρθένος Μαρία δέν ἀποτελεῖἐξαίρεση στόν καθολικό νόμο κληρονομιᾶς τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως. Τόἀντίθετο θά κατέστρεφε τήν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς της καί θά μείωνε τή συμβολή της στό λυτρωτικόἔργο τοῦ Υἱοῦ της.

Καίἀληθεύει μέν ὅτι στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ προσαγορεύεται «Παναγία», «Πανάχραντος», «Πανάμωμος» κ.τ.ὅ.· αὐτόὅμως δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη ὅτι συνελήφθη ἀπό τούς γονεῖς της χωρίς νά φέρει τό ρύπο τοῦ προγονικοῦἁμαρτήματος, ἀπό τόν ὁποῖο καθαρίσθηκε ἀπό τό Πνεῦμα τό῞Αγιο κατά τή στιγμή τοῦ Εὐαγγελισμοῦἀπό τόν ἄγγελο. Οἱ προσηγορίες αὐτές τονίζουν τή σχετική τῆς Παρθένου ἀναμαρτησία, τήν καθαρότητα καίἁγιότητα τῆς φύσεώς της, οἱὁποῖες, σέ συνδυασμό μέ τήν περίοπτη θέση της στό λυτρωτικόἔργο τοῦ Υἱοῦ της, τήν ἀνέδειξαν «τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καίἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».

Διαφορετικά πράγματα διδάσκει ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. ῾Ο Πάπας ὁ ΙΧ στήν πολύκροτη Βούλα του «Ιὃὸὺὺὰὲἂ῝ἂὖ» τῆς 8ης Δεκεμβρίου 1854 θέσπισε ὡς κορυφαῖο δόγμα τῆς πίστεως (ἲὸὺἂὶὸ), τή διδασκαλία περί᾿Ασπίλου Συλλήψεως (Ιἣἣὰὴ῟῝ὰὦὰἒ῏ὃὴὸἆὦἂ῏) τῆς Θεοτόκου, ὅτι δηλαδή «ἡ μακαρία Παρθένος Μαρία κατά τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεώς της, δυνάμει μιᾶς μοναδικῆς δωρεᾶς καί προνομίας τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ καίἐπί τῇ προόψει τῆς ἀξιομισθίας τοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτοῦ τοῦἀνθρωπίνου γένους, συνελήφθη ἐλευθέρα ἀπό κάθε ρύπο τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος»48.

Τή διδασκαλία της αὐτή, πού πέρασε πολλά στάδια συζητήσεων μεταξύ τῶν λατίνων θεολόγων τῆς δύσεως, ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, χωρίς νάἔχει ἐρείσματα στούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, τή στηρίζει στά χωρία τῆς Γραφῆς· Λουκ. 1,28· «Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύἐν γυναιξίν», Λουκ. 1,42· «Εὐλογημένη σύἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου» καί κυρίως στό χωρίο τῆς Γεν. 3,15· «Καίἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ καίἀνά μέσον τῆς γυναικός καίἀνά μέσον τοῦ σπέρματός σου καίἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει τήν κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν».

῞Οτι τά χωρία αὐτά δέν στηρίζουν τό παπικό δόγμα δέν εἶναι δύσκολο νά καταδειχθεῖ. Τά δύο πρῶτα, ἐξαίροντα τήν καθαρότητα τῆς Παρθένου καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πού τήν ἀνέδειξε μητέρα τοῦ Υἱοῦ του, τίποτα δέν λέγουν περίἀσπίλου συλλήψεως. Τό δέ τρίτο, ἐξαίροντας τήν ἀντιθετική σχέση μεταξύ τοῦὄφεως καί τῆς Εὔας (Μαρίας), κατ’ οὐσίαν μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τοῦ Χριστοῦ, τονίζει τήν τιτάνια διαπάλη μεταξύ τούτων· ὁ μέν διάβολος θά κεντοῦσε τήν πτέρνα τοῦ σπέρματος τῆς Εὔας, δηλαδή θά σταύρωνε τόν Υἱό τῆς Μαρίας, αὐτός δέ (ὁ Χριστός) θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦὄφεως (τοῦ διαβόλου), καταργώντας τό κράτος του καί λυτρώνοντας ἀπό τά δεσμά του τό γένος τῶν ἀνθρώπων, μεταξύ τῶν ὁποίων φυσικάἦταν καίἡ Μητέρα του, ἡὁποία ἔφερε μέσα της τό μολυσμό τοῦ προπάτορα.

Τό δόγμα αὐτό πούἀποτελεῖ σαφή κακοδοξία, τό καταδικάζουν τόσο οἱ᾿Ορθόδοξοι, ὅσο καί οἱ Προτεστάντες.

 

53. Ποιές ἦταν οἱἀκολουθίες τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως;

Στό σημεῖο αὐτόὑπάρχουν σημαντικές διαφορές στή διδασκαλία τῶν ᾿Εκκλησιῶν, τίς ὁποῖες προσδιορίζουν κατά κανόνα τά περί πρώτης καταστάσεως καίἀρχέγονης δικαιοσύνης διδάγματα αὐτῶν.

Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, δεδομένης τῆς διδασκαλίας της ὅτι ἡἀρχέγονη δικαιοσύνη (τά δῶρα τῆς χάριτος μέ τάὁποῖα κόσμησε τήν πρωτόκτιστη φύση ὁ Θεός) δέν ἦταν ἁπλήἐξωτερική προσθήκη ἀλλά σύνδεσμος ἐσωτερικός καίὀργανικός μέ τό «κατ’ εἰκόνα» στόν ἄνθρωπο, ἡἁμαρτία τοῦ᾿Αδάμ ἀπό τή μιά μεριά γύμνωσε τή φύση ἀπό τά πνευματικά δῶρα τῆς χάριτος (ἀφάνισε δηλ. τήν ἀρχέγονη δικαιοσύνη), κι ἀπό τήν ἄλλη ἀμαύρωσε καίἀχρείωσε τό «κατ’ εἰκόνα».

Μέ τήν ἀπώλεια τῶν δώρων τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ὁἄνθρωπος διέρρηξε τήν κοινωνία πού εἶχε μέ τόν Δημιουργό, ἔγινε ξένος καίἔρημος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διετάραξε τή σχέση του μέ τήν φυσική κτίση, τήν ὁποία τελικά λάτρευσε, καίἀπορροφήθηκε ἀπό τάὑλικά πράγματα τῆς γῆς.

῾Η δέἀχρείωση τοῦ κατ’ εἰκόνα σημαίνει φθορά καί καταστροφή τοῦἔσω ἀνθρώπου κυριαρχομένου ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, τήν ἁμαρτητικήὁρμή (ὴ῏ὃὴ῟ἆἂὖὴὸὃὦἂὰ). ῾Ο νοῦς, τό κέντρο τῆς πνευματικῆς οὐσίας τοῦἀνθρώπου, ἀπό τήν κατεύθυνση πού εἶχε πρός τό Θεό καί τά θεῖα πράγματα, στράφηκε πρός τήν ὕλη καί τά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐνῶἡ βούλησή του, πού κι αὐτή φερόταν πρός τό Θεό καίἤθελε τά πράγματα τοῦ Θεοῦ, μετά τήν πτώση φέρεται σταθερά πρός τό κακό, ἐπιθυμώντας τήν ἁμαρτία. Σέ τέτοια κατάσταση εὑρεθείς ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος παραβάλλεται προσφυῶς πρός τή φύση τοῦἐμπεσόντος στούς ληστές (κατά τήν παραβολή τοῦ Κυρίου), τήν ὁποία ἐκεῖνοι γύμνωσαν καί κακοποίησαν49.

Εἶναι σημαντικό νά σημειωθεῖὅτι τήν ἀχρείωση τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἡὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία δέν τήν ἐκδέχεται ὡς πλήρη ἀπόσβεση καί καταστροφή, ὥστε ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος νά εἶναι πνευματικάἀναίσθητος καί νεκρός. Καί μέ τή φθαρείσα εἰκόνα του ὁἄνθρωπος δέν ἔπαυσε νά διασώζει στή φύση του ἴχνη τοῦ θείου φωτός, βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ νά κάνει τό καλό, ὅπως λέγει ὁ᾿Απ. Παῦλος50, μαρτυροῦν δέ στήν Π. Διαθήκη οἱ μαῖες πούἀθέτησαν τή διαταγή τοῦ Φαραώ51 καί Ραάβ ἡ πόρνη πούἔσωσε τούς ἀγγέλους (ἀπεσταλμένους) τοῦ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ52. Τό φυσικό αὐτό καλό δέν μπορεῖ βέβαια νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἀλλ’ οὔτε καί νά τόν κατακρίνει. Τό καλό δέν μπορεῖ νά γίνει κακό. Μόνο τό πνευματικό καλό (δηλ. τοῦἀναγεννημένου) μπορεῖ νά συμβάλλει στή σωτηρία τοῦἀνθρώπου.

Τέλος ὡς πρός τό φρόνημα τῆς σαρκός, τήν ἁμαρτητικήὁρμή πού βρίσκεται σέ κάθε ἄνθρωπο, πρέπει νά γίνει διαστολή τῆς παρουσίας του στό φυσικόἄνθρωπο (τόν μή βαπτισμένο) καί τῆς παρουσίας του στόν ἀναγεννημένο. Στόν πρῶτο ἡ παρουσία τοῦἁμαρτητικοῦ, προερχομένου ἀπόἔδαφος ψυχῆς μολυσμένο ἀπό τό προπατορικόἁμάρτημα, εἶναι ἁμαρτία καί κατακρίνεται· ἐνῶ στό δεύτερο, τοῦὁποίου ἡ ψυχή εἶναι ἀναγεννημένη διά τοῦ βαπτίσματος, δέν εἶναι ἁμαρτία ἀλλά κατάσταση ἀδιάφορη, ἐκτοπισμένη στήν κατώτερη σφαίρα τῆς φύσεως, πού στά χέρια τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά διαδραματίσει ἄριστο μέσο παιδαγωγίας τοῦἀνθρώπου. Στό μέτρο δηλαδή πούὁἄνθρωπος (ὁἀναγεννημένος φυσικά) καταγωνίζεται τόἁμαρτητικό αὐτό μπορεῖ, μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά τό περιστείλει, προαγόμενος πνευματικά καί τελειούμενος. ᾿Αντίθετα, ἄν ὀλιγωρήσει, μπορεῖ νά κυριευθεῖἀπό τήν ἁμαρτητικήὁρμή, νάἐκπέσει ἀπό τόἀγαθό καί νάἀπολεσθεῖ.

Βεβαίως αὐτά τά πράγματα ἐμεῖς οἱἀδύνατοι δύσκολα τά καταλαβαίνουμε. Δέν μποροῦμε δηλαδή νά κατανοήσουμε, πῶς τόἱερό βάπτισμα ἀφανίζει τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή καίἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο πνευματικά καί τήν ἴδια στιγμή παραμένει στή φύση ἡἁμαρτητικήὁρμή, πού εἶναι λείψανο τῆς ἁμαρτίας.

 

54. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος κατά τή Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία;

῾Ο σαφής καθορισμός τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι πάντα εὐχερής, δεδομένης τῆς ποικιλίας ἀναχρώσεων στή θεολογική σκέψη πολλῶν ἀπό τούς διδασκάλους της.

Πάντως τίς ἀκολουθίες τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος πρέπει νά συσχετίσουμε πρός τά περί πρώτης καταστάσεως καίἀρχέγονης δικαιοσύνης διδάγματα τῆς λατινικῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως στά προηγούμενα σημειώσαμε, στήν καθαρά φύση τοῦ προπάτορα στόν παράδεισο (ὣὦὰὦ῟ὖὃὰὦ῟ἶὰὸἆ῟ἶὰὸ) ὑπῆρχαν ἀντίρροπες καίἀντιμαχόμενες ὀρέξεις καίὁρμές (σαρκικές καί ψυχικές), τίς ὁποῖες ἐξισορροποῦσε ἡ παρουσία τῶν ὑπερφυσικῶν δώρων τῆς χάριτος, πού σάν σκοπό εἶχαν νάἠρεμοῦν τόν ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθοῦν στήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας του. Τά δῶρα αὐτά δέν βρίσκονταν σέἐσωτερική σχέση καίὀργανικό σύνδεσμο μέ τήν πνευματική οὐσία τοῦἀνθρώπου, ἀλλ’ ἦταν πρόσθετο δῶρο τῆς χάριτος (ἲ῏ὃ῟ἣὖ῟ἆὸἶὰὶὶἂὦ῟ἣ), πού βρισκόταν σέἐξωτερική σχέση μέ τό «κατ’ εἰκόνα».

Διά τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τάὑπερφυσικά αὐτά δῶρα ἀφανίστηκαν. ῾Η χάρη ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο, ἡ φύση τοῦὁποίου παρέμεινε στήν προπτωτική της κατάσταση. Τό «κατ’ εἰκόνα» ἐξασθένισε μέν, δέν ἔπαθε ὅμως οὐσιαστική ζημιά. ᾿Εγυμνώθηκε ἁπλῶς, μένοντας ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση. ῾Η ἁμαρτητικήὁρμή, ἡἄτακτη κίνηση τοῦ νοῦ καί τῆς βουλήσεως, δέν εἶναι ὁ εἰδικός καρπός καίἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος, ἀφοῦὅλα αὐτάἦταν καί στήν πρώτη φύση, τά δέ δῶρα τῆς χάριτος ἐμπόδιζαν τή δραστηριοποίησή τους.

Στόν κύκλο τῶν σκέψεων αὐτῶν τό προπατορικόἁμάρτημα χάνει τήν οὐσιαστική σημασία του, περιοριζόμενο ἀρνητικά στή στέρηση τῶν δώρων τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης. ῞Οτι οἱἀντιλήψεις αὐτές φέρουν ἀνάχρωση πελαγιανική, εἶναι αὐτονόητο. ῾Ομοίως εἶναι δύσκολη ἡἐξήγηση τοῦ καταλογισμοῦ τῆς ἐνοχῆς διά τόἁμάρτημα τοῦ προπάτορα. Οἱ δυτικοί θεολόγοι προσπαθοῦν νά τήν ἐξηγήσουν μέ τήν ἰδέα ὅτι ὅλοι οἱἄνθρωποι, περιλαμβανόμενοι στή φύση τοῦ᾿Αδάμ, συναμάρτησαν μαζί του στόν παράδεισο.

 

55. Τί λέγει περί τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος Προτεσταντισμός;

Καί τοῦ συστήματος αὐτοῦ οἱ σχετικές ἀντιλήψεις προσδιορίζονται ἀπό τά περίἀρχέγονης καταστάσεως καί δικαιοσύνης διδάγματα αὐτῶν. Τήν ἀρχέγονη δικαιοσύνη οἱ Προτεστάντες δέν φέρουν σέἐσωτερική μόνο σχέση καίὀργανικό σύνδεσμο μέ τό «κατ’ εἰκόνα», ἀλλά τήν ταυτίζουν πλήρως μέ τήν πνευματική φύση τοῦἀνθρώπου. ᾿Ορθῶς βέβαια ἐκδέχονται τό προπατορικόἁμάρτημα κατά τίς δύο βασικές του ὄψεις, ἀρνητική καί θετική, ἀφ’ ἑνός μέν ὡς ἀπώλεια τῶν δώρων τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ἀφ’ ἑτέρου δέὡς διαφθορά καί μολυσμό τοῦἔσω ἀνθρώπου. ῾Η ταύτιση ὅμως ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί εἰκόνος τούς ὁδηγεῖ σέἀκραῖες τοποθετήσεις. ῾Η καταστροφή τῶν δώρων τῆς θείας δικαιοσύνης συνεπιφέρει καί τήν καταστροφή τῆς πνευματικῆς οὐσίας τοῦἀνθρώπου, καταστροφή τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Μετά τήν πτώση του ὁἄνθρωπος εἶναι πνευματικά νεκρός. Χωρίς τή δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νοήσει καί νά πράξει τόἀγαθό. Σέ τόση διαφθορά καί νέκρωση ἔχει περιπέσει, ὥστε καί αὐτές οἱἐνάρετες πράξεις πού κάνει νά μήν εἶναι ἄλλο παρά «ἐγκλήματα λάμποντα» (ὣἆ῝ὸὃὶἂὶὰἇἂὦἂὰ). ῾Η μόνη δυνατότητα πού τοῦἀπέμεινε εἶναι νάἐκλέγει καί νά πράττει ἔργα καλάἤ κακά, πούἀναφέρονται στήν παρούσα ζωή (νά τρώγει, νά πίνει, νά δουλεύει, νάἔχει φίλους, νά μαθαίνει τέχνες κ.τ.ὅ.). ῾Ο Τύπος τῆς Συμφωνίας λέγει· «Τό κληρονομικόν ἁμάρτημα ἐν τῇἀνθρωπίνῃ φύσει δέν εἶναι μόνον ἡἐντελής ἀπουσία, ἡἔλλειψις πάντων τῶν πνευματικῶν καί εἰς τόν Θεόν ἀφορώντων ἀγαθῶν, ἀλλά καίὅτι ἀντί τῆς ἀπολεσθείσης εἰκόνος τοῦ Θεοῦἐν τῷἀνθρώπῳὑπάρχει ἐσωτάτη, χειρίστη, βαθυτάτη, δίκην ἀβύσσουν ἀνεξερεύνητος καίἀνέκφραστος διαφθορά πάσης τῆς φύσεως καί πασῶν τῶν δυνάμεων καί πρό πάντων τῶν ἀνωτάτων καί κυριωτάτων ψυχικῶν δυνάμεων, τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου, τῆς καρδίας καί τῆς θελήσεως. Διόὁἄνθρωπος μετά τήν πτῶσιν κληρονομεῖ παρά τῶν γονέων αὑτοῦ σύμφυτον κακήν τινα δύναμιν, ἐσωτερικήν τινα ἀκαθαρσίαν τῆς καρδίας, κακάς ἐπιθυμίας καί κακάς κλίσεις»53.

῞Οτι τά διδάγματα αὐτά τοῦ Προτεσταντισμοῦ διαπνέονται ἀπόἔντονη θρησκευτικότητα, εἶναι ἀναντίρρητο. ῾Ο ἄνθρωπος, μήἔχοντας πεποίθηση στίς δικές του δυνάμεις τίς κυριαρχούμενες ἀπό τή σύμφυτη φθορά τῆς ἁμαρτίας, στρέφεται ἀποκλειστικά πρός τό Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο προσδοκᾶ τή σωτηρία του. ῾Ο ὑπερτονισμός ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀπονεκρώσεως τοῦἀνθρώπου, τοῦ μή δυνάμενου νά στοχασθεῖ καί νά πράξει τόἀγαθό, εἶναι δίδαγμα ἀσύστατο καί καταστρεπτικό, ἀντιφάσκον πρός τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦἀνθρώπου, τήν πνευματικήἱστορία του καί τά διδάγματα τῆς ἁγίας Γραφῆς. ῾Η Γραφήἀναγνωρίζει στόν πεσμένο ἄνθρωπο τήν «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ»54 ὡς τή δυνατότητα νά τελεῖἐμφύτως τό νόμο τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Νῶε ἀναδείχτηκε δίκαιος ὄχι μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ τίς δικές του ἠθικές καί πνευματικές δυνάμεις. ᾿Αλλά καίὁἀλγεινός πόθος τῶν ἀνθρώπων γιά τή θρησκευτική ζωή δέν θά εἶχε νόημα, σέ περίπτωση πλήρους πνευματικῆς τους ἀπονεκρώσεως. Θάἦταν δέἀνεξήγητη καίἡ παιδαγωγία τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά δεχτοῦν οἱἄνθρωποι τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτοίἦταν ἀκίνητοι πρός τά πνευματικά. Καί γιατί νάἀνέβαλλε τήν ἔλευσή του στόν κόσμο ὁ Θεός;