ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´

 

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

 

66. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡὀρθόδοξη χριστολογία;

67. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;

68. Ποιάἦταν ἡἐπίδραση τῶν ἀρχαίων θεολογικῶν σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας καί᾿Αντιοχείας στή διαμόρφωση τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων;

69. Πῶς κατέληγαν στίς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί;

70. Σέ τί συνίσταται τό χριστολογικό πρόβλημα;

71. Τί δίδασκε ὁ Δυναμικός Μοναρχιανισμός ἤ Υἱοθετισμός;

72. Τί δίδασκαν οἱ Δοκῆτες;

 

 

66. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ ὀρθόδοξη χριστολογία;

Τό δόγμα περί Χριστοῦ εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικό, ὅσο καί τό δόγμα περί῾Αγίας Τριάδος. Εἶναι δόγμα πίστεως κορυφαῖο, στόὁποῖο ἀνακλᾶται ἡ οἰκονομική Τριάδα. Λέγοντας αὐτόἐννοοῦμε τόν Τριαδικό Θεό στίς ἐξωτερικές του ἐνέργειες, στή δημιουργία τοῦ κόσμου καί τήν ἀπολύτρωση. ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ πού στή μεταφυσική Τριάδα (στό Θεό καθ’ ἑαυτόν) σχετίζεται μέ τήν οὐσία καί τίς ἄλλες δύο Τριαδικές ὑποστάσεις τῆς θεότητας, ἀφήνει τούς οὐρανούς –χωρίς νά χάσει τό θεοπρεπές του ἀξίωμα– καί κατεβαίνει στή γῆ, γίνεται ἄνθρωπος ἱστορικός γιά νά σώσει τόν πεσμένο ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. ῾Η εἴσοδος αὐτή στό πεδίο τῆς ζωῆς καίἡἀνάληψη τῆς κακοπάθειας τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς εἶναι γνωστήὡς «κένωσις» τοῦ Λόγου68. ῾Ο Λόγος γίνεται ἄνθρωπος γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ζυγό τῆς ἁμαρτίας καί τήν ὀδύνη τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.

Στό Χριστόὑπάρχουν δύο φύσεις, ἡ θεία καίἡἀνθρώπινη, καίἕνα πρόσωπο, τοῦἀιδίου Λόγου. ῾Η ἀνθρώπινη φύση του δέν εἶχε δικό της πρόσωπο, ἦταν ἀνυπόστατη.

῾Η θεία φύση τοῦ Χριστοῦἦταν ἡ τέλεια φύση τῆς θεότητας. ᾿Επίσης τέλεια ἦταν καίἡἀνθρώπινη φύση του, στήν ὁποία ὑπῆρχε ψυχή νοερά καί λογική, ἑνωμένη μέ σῶμα ὑλικό καίἀληθινό. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων ἔγινε στή μήτρα τῆς Παρθένου «ἐξ ἄκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδήἡ Μαρία δέχτηκε τόν ἀσπασμό τοῦἀγγέλου, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦἐμόρφωσε στήν παρθενική μήτρα της τόἔμβρυο Χριστό, μέ τόὁποῖο ἑνώθηκε ἀμέσως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, χωρίς τόἑνωθέν (ἡἀνθρώπινη φύση) νά προφθάσει νά ζήσει ἔστω καί μία χρονική στιγμήἔξω ἀπό τήν ἕνωση, ὡς πρόσωπο ξεχωριστό καίἴδιο. Συνεπῶς ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός δέν εἶχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, ἀλλά φερόταν στόἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου.

῾Η σύλληψη καίἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦἦταν ὑπερφυσικές. Σ’ αὐτές δέν λειτούργησαν οἱ συνήθεις νόμοι τῆς φύσεως. ῾Η Μαρία δέν συνέλαβε μέ τή γνωστή σύμπραξη ἀνδρός καί γυναικός, ἀλλά μέ τή δημιουργικήἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. ῾Ο Χριστός ἦταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός», δέν εἶχε δηλαδή πατέρα σύζυγο τῆς μητέρας του. ᾿Αφοῦ δέ δέν συνέπραξε ἄνδρας, ἡ Μαρία συνέλαβε τό Χριστό χωρίς νά χάσει τήν παρθενία της. Στό αὐτό μέτρο παρθενική καίὑπερφυσικήἦταν καίἡ γέννηση τοῦ Κυρίου, γέννηση ἀνώδυνη καίἀλόχευτη (χωρίς τά φυσικά λόχια). ῾Η γέννηση τοῦ Σωτῆρος δέν ἀκολούθησε τούς ρυθμούς τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης γεννήσεως. Γι’ αὐτό καί γεννήθηκε χωρίς τό προπατορικόἁμάρτημα, μέ τόὁποῖο ἔρχονται στόν κόσμο ὅλοι οἱἄλλοι ἄνθρωποι. Στό Χριστόἔσπασε ἡ συνέχεια τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεως τοῦ᾿Αδάμ, ἡὁποία κληροδοτεῖ τό προπατορικόἁμάρτημα σέὅσους ἐκφύονται ἀπ’ αὐτήν. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ καινός ᾿Αδάμ τῆς χάριτος, ἡ νέα πνευματική ρίζα τῆς ἀνθρωπότητος, ἡὁποία κληροδοτεῖ τήν πνευματικήἀναγέννηση καί τή σωτηρία στούς πιστεύοντες.

῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ὑποστατική, ἀσύγχυτη καίἀδιαίρετη. Λέγοντας ὑποστατικήἕνωση ἐννοοῦμε ὅτι αὐτήἔγινε στήν ὑπόσταση (ἐξ οὗ καί τόὄνομα) ἤ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. ᾿Επαναλαμβάνουμε καί πάλι ὅτι ἡἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦἦταν ἀνυπόστατη, δηλαδή δέν ἔζησε ποτέἀπό μόνη της ἔξω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτόἔχει μεγάλη σημασία. Στήν ἕνωση οἱ φύσεις δέν ἐπηρέασαν ἡ μία τήν ἄλλη, δέν μετατράπηκε ἡ μία στή φυσική ποιότητα τῆς ἄλλης, ἀλλά παρέμειναν κάθε μιά στή φυσική της ποιότητα καί πληρότητα, χωρίς στόἑξῆς ν’ ἀποχωρίζονται ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. ῾Ενώθηκαν «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως»69.

῾Ο Χριστός εἶχε δύο φυσικά θελήματα καί δύο ἐνέργειες. ῎Ηθελε καίἐνεργοῦσε ἑνιαῖα καίὡς ἄνθρωπος καίὡς Θεός. Τόἀνθρώπινό του θέλημα, ἄν καίἐλεύθερο, ὑποτασσόταν στό θεῖο του θέλημα, χωρίς νάἀντιπαλαίει καί ν’ ἀντιπίπτει πρός αὐτό70. Δέν εἶχε θέλημα γνωμικό. Δέν ἤθελε ξεχωριστάὡς ἄνθρωπος, πράγμα πού προϋποθέτει τήν ὕπαρξη ἀνθρώπινου προσώπου καίἄφηνε ἀνοικτή τή δυνατότητα νάὑποπέσει ὁ Κύριος στήν ἁμαρτία. Τόἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ἐνεργοῦσε ἑνιαία καί τά θεῖα καί τάἀνθρώπινα, χωρίς ἡ μία του ἐνέργεια νάἀντιφέρεται πρός τήν ἄλλη.

᾿Από τή σύνθεση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦἔχουμε τίς ἑξῆς ἀκολουθίες·

1) Τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στόἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. ῾Η μία φύση ἀντιδίδει τάἰδιώματά της στήν ἄλλη. Τάἰδιώματα δέν ἀντιδίδονται ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, δηλαδή καθ’ ἑαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θά τίς συνέχεε καί θάὁδηγοῦσε στό Μονοφυσιτισμό, ἀλλά αὐστηρῶς στόἕνα του θεανδρικό πρόσωπο. ῎Ετσι δέν λέμε ὅτι ἡ θεότητα ἔπαθε ἤὅτι ἡἀνθρωπότητα ἦταν στούς οὐρανούς πρίν δημιουργηθεῖὁ κόσμος, ἀλλ’ ὅτι ὁ Χριστός, ὡς πρόσωπο ἑνιαῖο καίἀδιαχώριστο, ἔπαθε ὡς Θεός (στή σάρκα του φυσικά· «σαρκί») καί βρισκόταν ὡς ἄνθρωπος στούς οὐρανούς. Στήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων ἡ θεία φύση ἀντιδίδει κυρίως τά δικά της στήν ἀνθρώπινη καίὄχι τόἀντίθετο. ῾Η πτυχή αὐτή τοῦ δόγματος εἶναι πολύ σημαντική, γιατίἀποτελεῖ τή λυδία λίθο ἀναγνωρίσεως καί σταθμίσεως τῶν χριστολογικῶν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων.

2) Τόν ὅρο «Θεοτόκος» πούἀποδίδεται στή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η Μαρία γέννησε τό Χριστό. ῎Οχι βέβαια τή θεία φύση του καθ’ ἑαυτήν, γιατίὁ Θεός, ὡς τόἀπειροτέλειο ὄν, δέν μπορεῖ νάὑπαχθεῖ στούς φυσικούς νόμους, νά γεννηθεῖ δηλαδή μέ τόν ἴδιο τρόπο πού γεννιοῦνται οἱἄνθρωποι. ῾Η Μαρία γέννησε τό Θεό «σαρκί». Αὐτό πού γεννήθηκε, ἦταν ὁ Χριστός, στόν ὁποῖο ὁ τέλειος Θεός ἦταν ἑνωμένος «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» μέ τόν υἱό τοῦἀνθρώπου στή θεοχώρητη μήτρα τῆς πάναγνης Κόρης. ῾Ο ὅρος «Θεοτόκος» ἀποτελεῖ συνοπτικήἐκφορά τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, πάνω στόν ὁποῖο σάν σέ κυματοθραύστη, προσέκρουσε καί διαλύθηκε ἡ νεστοριανή λαίλαπα.

3) Τή μία υἱότητα καί λατρεία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶχε διπλή γέννηση, μία ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί μία ὡς Υἱός τῆς Παρθένου. ῾Η πρώτη ἦταν ἡἀΐδια γέννηση ἐκ τοῦ Πατρός (τόὑποστατικόἰδίωμα τοῦ Λόγου), ἡ δεύτερη ἦταν ἡἔγχρονη ἐκ τῆς Παρθένου διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Οἱ δύο αὐτές γεννήσεις ἦταν σαφεῖς καί ξεχωριστές ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Δέν εἶχε ὅμως καί δύο υἱότητες. Δέν ἦταν Υἱός Θεοῦ καί Υἱός τῆς Παρθένου ξεχωριστά. Αὐτό θά σήμαινε ὅτι εἶχε δύο πρόσωπα, ἕνα ὡς Θεός καίἕνα ὡς ἄνθρωπος. Αὐτό δέν συνέβαινε. ῾Ο Χριστός, ὅπως εἴπαμε, εἶχε ἕνα πρόσωπο, ἦταν ἕνας καίὄχι πολλοί. ῾Ως ἕνας εἶχε μία υἱότητα, ὡς Θεός καίὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός. Δέν ὑπῆρχαν σ’ αὐτόν δύο υἱοί ξεχωριστοί, ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος. Στή μία υἱότητα τοῦ Χριστοῦἀναλογεῖ καί μία λατρεία καί προσκύνηση.

4) Τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ὄχι ἁπλά δέν ἁμάρτησε κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του71, ἀλλά δέν μποροῦσε κάν νάἁμαρτήσει (ὃ῏ὃἆ῏ὦ῟ἂὦἆὸὴὴὰἶὸ). Αὐτόἀπαιτεῖἡ σύνθεση τοῦ προσώπου του. Δέν μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει, γιατί δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος. ῾Η ἰδέα ὅτι μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει ὁ Κύριος, διχάζει τόἕνα του πρόσωπο σέ δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι πού καταλύει τό χριστολογικό μυστήριο. ῾Η ἰδέα εἶναι ἀλλόκοτη. ῎Αν ὑποτεθεῖὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει σάν ἄνθρωπος, μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει μαζί του κι ὁ Θεός, ἰδέα ἀσεβής καί βλάσφημη.

 

67. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;

Εἶναι προϊόν τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, συγκεκριμένα τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δέχεται ὅλα τά αὐχήματα τῆς θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιεῖται. Στή βάση τῆς θεώσεως αὐτῆς θεοποιοῦνται ἐν δυνάμει καίὅλοι οἱἄνθρωποι πού πιστεύουν στό Χριστό72 καί εἶναι μυστικάἐνσωματωμένοι στήν ἀνθρώπινη φύση του διά τοῦ βαπτίσματος. Σάν παράδειγμα τῆς θεώσεως αὐτῆς φέρεται ὁ πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά καί σίδηρος δέν χάνουν μέν τή φυσική τους ποιότητα, ὅμως εἶναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ὥστε νά μή ξεχωρίζονται τόἕνα ἀπό τόἄλλο. ῎Ετσι καίἡ φύση τοῦἀνθρώπου διαπερᾶται ἀπό τή φωτιά τῆς θείας ἐνέργειας, χωρίς νά μπορεῖ νάἀποχωρισθεῖἀπ’ αὐτήν. ῾Η φύση τοῦἀνθρώπου βέβαια δέν χάνεται, οὔτε ἀπορροφᾶται οὔτε καίἀναλύεται πανθεϊστικά στή θεότητα, ὅπως θά διδάξουν ὁρισμένοι αἱρετικοί (Μονοφυσίτες).

 

68. Ποιάἦταν ἡἐπίδραση τῶν ἀρχαίων θεολογικῶν σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας καί᾿Αντιοχείας στή διαμόρφωση τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων73;

῾Ως γνωστόν, ἡἀρχαία ᾿Αλεξανδρινή Σχολή εἶχε ἰδιαίτερες θεωρητικές τάσεις καί προκαταλήψεις. Οἱ θεολόγοι της τόνιζαν πιό πολύ τό θεῖο στοιχεῖο στό Χριστό, ἀφήνοντας στή σκιά τόἀνθρώπινο. ῾Ομοίως ἐξηγοῦσαν ἀλληγορικά τίς Γραφές (ἔβλεπαν συμβολικήἔννοια σέ πολλές ἀπό τίς διηγήσεις της) καίἔμεναν ἀδιάφοροι στήν ἱστορική γραμματικήἑρμηνεία τοῦ κειμένου της. ᾿Από τούς κόλπους της προῆλθαν αἱρετικοί, οἱὁποῖοι εἴτε ἀρνοῦνταν τήν πραγματικότητα, εἴτε τήν ὁλοκληρία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. (Δοκῆτες, ᾿Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, ᾿Αφθαρτοδοκῆτες).

Στόἀντίθετο ἄκρο βρισκόταν ἡ᾿Αντιοχειανή Σχολή, τῆς ὁποίας οἱ θεολόγοι εἶχαν πρακτικότερες τάσεις. Τόνιζαν πιό πολύ τόἀνθρώπινο στοιχεῖο στό Χριστό, καίἄφηναν στό περιθώριο τό θεῖο. Οἱ᾿Αντιοχεῖς θεολόγοι ἑρμήνευαν τίς Γραφές χρησιμοποιώντας τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο καίἀποστρεφόμενοι τήν ἀλληγορία. ᾿Από τίς τάσεις τῆς Σχολῆς προῆλθε ὁ Νεστοριανισμός.

 

69. Πῶς κατέληγαν στίς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί;

Κατέληγαν στήν προσπάθειά τους νά κατανοήσουν καί νάἑρμηνεύσουν διά τοῦ λόγου τάἀκατανόητα καίἀνερμήνευτα. Δέν μπορεῖ νά κατανοήσει κανείς τά δόγματα τῆς πίστεως, γιατί αὐτά εἶναι ἀλήθειες μυστηριακές, πούὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη κατάληψη. ῾Ο ἄνθρωπος μέ μόνο τό μυαλό του ἀδυνατεῖ νά τίς προσεγγίσει. Μόνο μέ τήν πίστη φωτιζόμενη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ74, μπορεῖ νάἔχει κάποια πρόσβαση στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτήν ἐπιχειρεῖ τόἀκατόρθωτο. Προσπαθεῖ νά χωρέσει στό μυαλό του τόἄπειρο καίἀπερίληπτο.

Αὐτό πάθαιναν οἱ αἱρετικοί. ᾿Εμπιστευόμενοι τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν τήν ὑπερβατικήἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τόἐγχείρημά τους ἦταν ἄνισο, ὅπως ἄνιση εἶναι ἡ σχέση κτιστοῦ καίἀκτίστου, πεπερασμένου καίἀπείρου. Μέ τήν ἔλλειψη αἰσθήσεως τῶν δυσαναλογιῶν καί μέ πνεῦμα φίλαυτο καίἐγωιστικό, ἀντί νάἑρμηνεύσουν τά δόγματα τά παραμόρφωναν καί τά διέλυαν. Μέ τόὄχημα τοῦ φυσικοῦ λόγου τους δέν ἔφθαναν ποτέ στό τέρμα τοῦ δρόμου τους, λοξοδρομοῦσαν καί χάνονταν. ᾿Εγωπαθεῖς δέ καίἐριστικοί, δημιουργοῦσαν κόμματα στήν ᾿Εκκλησία, τή ζωή τῆς ὁποίας ἔβλαπταν ἀφάνταστα. Κατέλυαν τήν ἀγάπη, τήν ἑνότητα καί τήν εἰρηνική συμβίωση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ75. Οἱ αἱρέσεις εἶναι ὁ χειρότερος ἐχθρός τῆς ᾿Εκκλησίας, τά ζιζάνια πού σπείρει ὁἐχθρός στή φυτεία τῆς θείας βασιλείας.

 

70. Σέ τί συνίσταται τό χριστολογικό πρόβλημα;

Στήν κατανόηση τῆς σύνθεσης τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, στόὁποῖο ἑνώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς ἡ μία νά βλάψει τήν ἄλλη.

Τό μυστήριο εἶναι μέγα. Δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε πῶς στό Χριστό, ἄν καίὑπῆρχαν δύο πλήρεις καίἀκέραιες φύσεις, ὑπῆρχε μόνο ἕνα πρόσωπο, πούἦταν ὁ κοινός φορέας τῶν θεανδρικῶν του ἐνεργειῶν. Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε πῶς μία φύση, πλήρης καίἀκέραιη, εἶναι συγχρόνως καίἀπρόσωπη καί πῶς λαμβάνει ὑπόσταση στό πρόσωπο μιᾶς ἄλλης φύσεως («ἐνυπόστατον»76).

Αὐτές εἶναι ἀντινομίες τίς ὁποῖες δέν μπορεῖ νά συμβιβάσει ἡ πενιχρή μας λογική. Καμία σοφία ἀνθρώπινη δέν μπορεῖ νά διαφωτίσει καί νά διαλευκάνει τό σκοτεινό χριστολογικό μυστήριο. Πολλοί προσπαθοῦν νά διασχίσουν τό μυστηριώδη πέπλο του· λίγοι ὅμως βγαίνουν φέροντας τή φωταύγεια τῆς χάριτος. Οἱ περισσότεροι παραμένουν στή σκοτεινιά τῆς διάνοιας, ἀσθμαίνοντας στήν ἀπειρία τοῦὑπέρλογου θαύματος. ῞Οπως εἶπε ὁ θεοδόχος Συμεών, ὁ Χριστός «κεῖται εἰς πτῶσιν καίἀνάστασιν πολλῶν»77. Εἶναι τό μεγάλο σκάνδαλο, πούἄλλους μέν ἐξυψώνει καί λαμπρύνει στή φωτεινότητα τῆς θείας βασιλείας καίἄλλους ἐξακοντίζει στή ζοφερότητα τῆς πνευματικῆς ἀπώλειας!

 

71. Τί δίδασκε ὁ Δυναμικός Μοναρχιανισμός ἤ Υἱοθετισμός;

῏Ηταν ἀρχαία χριστολογική καί τριαδολογική αἵρεση, οἱὀπαδοί τῆς ὁποίας ἀρνοῦνταν τίς τριαδικές ὑποστάσεις στή θεότητα (δυνάμεις) καί στό Χριστό δέχονταν ἐνοίκηση τοῦ Λόγου, πού δέν ἦταν ἀληθινός Θεός ἀλλά δύναμη τοῦ Θεοῦ.

᾿Εκπρόσωποι τῆς αἱρέσεως ἦταν· Θεόδωρος ὁ Σκυτεύς, Θεόδωρος ὁ Τραπεζίτης, ὁ᾿Αρτέμων ἤ᾿Αρτεμᾶς, μέ σημαντικότερο ὅλων Παῦλο τόν Σαμοσατέα78, ὁὁποῖος συστηματοποίησε τή διδασκαλία τῆς αἱρέσεως καίὑπῆρξε πρόδρομος τοῦ᾿Αρειανισμοῦ καί τοῦ Νεστοριανισμοῦ.

῾Ο Παῦλος ὁ Σαμοσατέας ἦταν ἀνήρ ὑψηλόφρων καί κοσμικός. Γιά λίγο διάστημα διετέλεσε ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας (260) καί «δουκηνάριος (ἀνώτερος οἰκονομικός ὑπάλληλος) τῆς βασίλισσας τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας.

῏Ηταν θεολόγος μοναρχιανός, ἀρνούμενος τή διάκριση τῶν προσωπικῶν ὑποστάσεων στό Θεό. Κατ’ αὐτόν ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί μόνος (ὁ Πατήρ). ῾Ο Υἱός καί τό Πνεῦμα δέν ἔχουν δική τους ὑπόσταση καί θεότητα. ῾Ο Πατήρ εἶναι ἄγονος Υἱοῦ, ὁ δέ Λόγος ἄκαρπος Θεοῦ. ῾Επομένως ὁ Πατήρ καίὁ Λόγος εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἕνα πρόσωπο συνιστοῦν ὁἄνθρωπος καίὁὑπάρχον σ’ αὐτόν φυσικός λόγος. ῾Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τόν Λόγο του, τόν γεννᾶ, ὥστε νάὀνομάζεται Υἱός. ᾿Εντούτοις ὁ Λόγος δέν παύει νά εἶναι ἀπρόσωπος, ὅπως ἀπρόσωπος εἶναι καίὁ λόγος τοῦἀνθρώπου.

Περίἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος στό θεολογικό σύστημα Παύλου τοῦ Σαμοσατέα. ῾Ο Λόγος ἐνοίκησε ἁπλῶς στό Χριστό «ὡς ἐν ναῷ». ῾Ο Λόγος ὅμως δέν ἦταν προσωπικός καίἐνυπόστατος, ἀλλάἀπρόσωπη δύναμη τῆς Σοφίας τοῦ Πατρός. ῾Ο Χριστός ἦταν ἴδιο ὑποκείμενο, στόὁποῖο ἐνοικοῦσε ἁπλῶς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡὁποία ἀποτελοῦσε τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς καί τῆς δραστηριότητάς του.

῾Η ὑπόσταση τοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦἦταν καθαράἀνθρώπινη. ῾Η φύση του ἦταν ἡ κοινή φύση τῶν ἀνθρώπων. ῏Ηταν ἄνθρωπος ψιλός (ἁπλός), γεννηθείς ἀπό τήν Παρθένο μέ τή συνέργεια τοῦἁγίου Πνεύματος. ῏Ηταν ἐκ τῶν κάτω (ἐπίγειος) «καίἐν αὐτῷἐνέπνευσεν ἄνωθεν ὁ Λόγος». Μέ τήν ἔμπνευση αὐτήὁ Λόγος ἑνώθηκε μέ τό Χριστό. ῾Η ἕνωση ὅμως αὐτή δέν ἦταν φυσική, ἀλλ’ ἠθική. ῏Ηταν ἁπλή «συνέλευσις», στήν ὁποία ἄλλος ἦταν ὁ Χριστός καίἄλλος ὁ συνελθών Λόγος. ῏Ηταν ἕνωση «κατά μάθησιν καί μετουσίαν», ἕνωση θελήσεως καίἀγάπης. Διά τῆς χρίσεώς του ἀπό τό῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστός κατέστη ὄν μοναδικό καίἐξαίρετο. ῎Εγινε ἅγιος καί δίκαιος, ὑπερβάς τήν ἁμαρτία τοῦ᾿Αδάμ. ῾Ως ἀνταμοιβή τῆς ἁγιότητάς του ἔλαβε τή δύναμη νά κάνει θαύματα καί νά πετύχει τήν ἠθική του ἀποθέωση.

Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέα ὁδήγησαν στά διδάγματα τόσο τοῦ Σαβελλίου ὅσο καί τοῦ Νεστορίου.

 

72. Τί δίδασκαν οἱ Δοκῆτες;

᾿Επηρεαζόμενοι ἀπό τά πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περίἀντιθέσεως πνευματικοῦ καίὑλικοῦ, τόὁποῖο (ὑλικό) θεωροῦσαν ἑστία καίἕδρα τοῦ κακοῦ, καθώς καίἀπό τό θεωρητικό κλίμα τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς, ἡὁποία –ὅπως εἴδαμε– τόνιζε τό θεῖο στοιχεῖο στό Χριστό εἰς βάρος τοῦἀνθρώπινου, δίδασκαν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε σῶμα ὑλικό. ᾿Εξωτερικά φαινόταν σάν ἄνθρωπος, στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἦταν. ῏Ηταν ἄνθρωπος «κατά δόκησιν καί φαντασίαν», καίὄχι στήν πραγματικότητα ἀληθινός ἄνθρωπος. Τό σῶμα του εἶχε τόἐξωτερικό περίγραμμα τῆς φύσεως, δέν ἦταν ὅμως σῶμα ἀληθινόὅπως τόἔχουν ὅλοι οἱἄλλοι ἄνθρωποι. ῏Ηταν ἕνα φάντασμα, μιάὀπτασία, μιάἀνυπόστατη ἐξωτερική περιγραφή.

Εἶναι εὔκολο νά καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αὐτά τά πράγματα οἱ Δοκῆτες. ᾿Αρνοῦνταν τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατίὡς ὑλικό τό θεωροῦσαν ἀπό τή φύση του κακό. Πῶς μποροῦσε νάἔχει ἕνα τέτοιο σῶμα ὁ Χριστός; ῾Ο Δοκητισμός μείωνε τό Χριστό, ἀπό τόν ὁποῖο ἀφαιροῦσε τήν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του.