ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´

 

Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ

 

84. Τίἐννοοῦμε λέγοντας ἀπολύτρωση;

85. Εἰδικότερα ἀπό τίἐλευθερώθηκε ὁ πεσμένος ἄνθρωπος;

86. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός μέἕνα νεῦμα του νά σώσει τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά τήν πτώση του; Καί γιατίἀνέβαλε ἐπί τόσους αἰῶνες τή σωτηρία του;

87. ῾Η ἀναβολή τοῦἔργου τῆς σωτηρίας δέν ζημίωσε τούς ἀνθρώπους πούἔζησαν πρίν ἀπό αὐτό;

88. Πῶς ἔσωσε τόν κόσμο ὁ Θεός;

89. ῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦἐπέφερε πραγματική νέκρωση στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ;

90. Μέ τό θάνατο ἐγκατέλειψε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο (Χριστό);

91. ῾Ο Χριστός πέθανε γιάὅλους τούς ἀνθρώπους;

92. Ποιάἦταν ἡ δραστικότητα τῆς ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ σταυροῦ;

93. Συμφωνεῖ μέ αὐτάἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία;

94. Τί διδάσκουν περί θανάτου καίἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦὁρισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί καί᾿Αρμινιανοί);  

 

84. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας ἀπολύτρωση;

᾿Εννοοῦμε τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ὄν λογικό καίἐλεύθερο. Εἶναι αὐτεξούσιος καί αὐτοπροαίρετος. ῎Εχει τή δυνατότητα νά διαθέσει τή ζωή του, ὅπως αὐτός νομίζει. Μέ ποιάἔννοια ὅμως εἶναι σκλάβος, ἀπό τί πιέζεται καίἀσφυκτιᾶ, ὥστε νάἔχει ἀνάγκη σωτηρίας;

῾Ο ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι ἐξωτερικάἐλεύθερος, ὅμως στόἐσωτερικό βάθος τῆς ψυχῆς του εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτωλῆς του φύσεως93, τοῦ νόμου τῆς σάρκας πού βασιλεύει στά μέλη του, δοῦλος κάτω ἀπό τόν πιεστικό ζυγό τοῦ διαβόλου94. ᾿Από τότε πούἔπεσε στήν ᾿Εδέμ, δυνάμεις ξένες πρός τή φύση του εἰσώρμησαν σ’ αὐτή, τήν κατέλαβαν καί τήν καταδυνάστευσαν. Σκότισαν τό μυαλό του, ἀδυνάτησαν τή βούλησή του, τόν αἰχμαλώτισαν στό ζυγό τῆς ἀποστασίας. ῎Αλλαξε αὐθέντη ὁἄνθρωπος. ᾿Ενῶ στήν ἀρχήἦταν δοσμένος στόν Πλάστη του, ἀφοσιωμένος στό θεῖο Του θέλημα κι εὐτυχισμένος κοντά Του, μέ τήν πτώση του ἄλλαξε αὐθέντη καί Κύριο, ὑποτάχθηκε στόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ, τόν διάβολο, ὁὁποῖος, ἀφοῦ τόν παραπλάνησε, ἔγινε ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου95. ῾Η ζωή τοῦ παραβάτη γέμισε ἔκτοτε δεινά καίἀθλιότητα. ῾Η ἁμαρτία τόν πίεζε μέχρι θανάτου, ἔκανε καυτή κόλαση τή ζωή του. Κινδύνευε νά χαθεῖ τό πλάσμα πού τόσο ὄμορφα ἔπλασε ὁ Θεός. ῾Ο διάβολος φαινόταν ὅτι νίκησε τό Θεό, ἀφοῦ μπόρεσε νά καταστρέψει τήν εἰκόνα Του!

Καμιάἄλλη δύναμη κτιστή δέν μποροῦσε νά σώσει τό δυστυχισμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὁἀγαθός, παντοδύναμος καί πάνσοφος δημιουργός μποροῦσε νά πάρει στά χέρια του τό χαλασμένο πλάσμα του, τό σκεῦος του τόὡραῖο καί καλό, νά τόἀναπλάσει, νά τοῦ κλείσει τίς ρωγμές καί τά χαλάσματα, νά τόἀναπαλαιώσει καί νά τό κάνει καί πάλι καινούργιο, ὁλοφώτεινο κι ἀστραφτερό, ὅπως ἦταν ὅταν πρωτοβγῆκε ἀπό τά χέρια του. Γιά νά πετύχει αὐτόὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε τήν ἱστορική ζωή στή γῆ, ἀναλαμβάνοντας ὁἴδιος νά διεκπεραιώσει τήν ὑπόθεση τοῦ παραβάτη. Τόν πῆρε ἀπάνω του στό σημεῖο πούἐκεῖνος ἔπεσε, πῆρε τή σκυτάλη ἀπό τά χέρια τοῦ πεσμένου του πλάσματος καί συνέχισε αὐτός νά ζεῖ τήν ἀληθινή ζωή, πετυχαίνοντας τόν προορισμό τοῦ θεόμορφου ζώου.

 

85. Εἰδικότερα ἀπό τίἐλευθερώθηκε ὁ πεσμένος ἄνθρωπος;

᾿Από τήν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεως, ἀπό τή δυστυχία καί τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς. ῾Η τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ξετυλίγεται σέ δύο φάσεις, τήν ἐπίγεια καί τήν οὐράνια. ῾Η τελευταία βέβαια ἀφορᾶὅσους πιστεύουν στή μετά θάνατο ζωή. Οἱἄπιστοι δέν πολυσκοτίζονται γι’ αὐτά τά πράγματα.

῾Η ζωή τῶν ἀνθρώπων στή γῆ εἶναι πολύ μπερδεμένη. Πολλές φορές καταντᾶἀφόρητη. ᾿Ενῶ τόὄνειρο κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἡ εὐτυχία, ὁ πραγματικός κλῆρος τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ δυστυχία καίἡἀθλιότητα. ῾Ο καθημερινός ἄνθρωπος εἶναι ἀνήσυχος· δέν εἰρηνεύει οὔτε μέ τόν ἑαυτό του, ἀλλ’ οὔτε καί μέ τό συνάνθρωπο. Τόν πνίγουν ἐχθρότητες καί μίση. Εἶναι ἄφιλος καίἔρημος. Μαστίζεται ἀπό τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του. Εἶναι ἄτομο διχασμένο. Δέν ξέρει οὔτε τί θέλει οὔτε τίἐπιδιώκει. Δέν ἔχει πυξίδα στή ζωή του. Οἱ προσανατολισμοί του εἶναι ὁμιχλώδεις καίἀδιόρατοι. ῾Υποφέρει στόἐσωτερικό τῆς ψυχῆς του. ῾Η συνείδησή του εἶναι διαρκῶς ταραγμένη. Φοβᾶται τό θάνατο. Διερωτᾶται γιατί ζεῖ καί καμιά φοράὁἴδιος θέτει τέρμα στή ζωή του.

Καί διερωτᾶται κανείς· πῶς συμβαίνει ὁἄνθρωπος, πού καί μυαλόἔχει καίἐπιστήμη καί τεχνική καί δυνατότητες νά κτίσει μιάὄμορφη ζωή, νά ζεῖ τόσο ἄθλια καί τραγικά πάνω στή γῆ; ῾Η ἀπάντηση δέν εἶναι δύσκολη· γιατί εἶναι κακός καίἁμαρτωλός. ῾Η ἁμαρτία εἶναι τό πικρό δηλητήριο πού σκοτώνει τήν ὕπαρξη, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό θάνατο. Τόν χωρίζει ἀπό τό Θεό, τήν πηγή τῆς πραγματικῆς χαρᾶς. Στήν ἁμαρτία ὁἄνθρωπος χάνει τήν ἀλήθεια του, ντύνεται τό ψεῦδος καί τήν πλάνη, νεκρώνεται πνευματικά.

Καί καλά ἐδῶ κάτω στή γῆ· ὑπάρχουν ὅμως καίἄλλα πολύ χειρότερα· ἡ ζωή τοῦἀνθρώπου πού ξεδιπλώνεται ὅταν κλείσει ὁριστικά τά μάτια του. ῾Η ζωή πού ξετυλίγεται στήν αἰωνιότητα. ῎Αν ὁἄνθρωπος στήν ἐδῶ ζωή του δέν μετανιώσει γιά τήν κακότητα καί τίς ἁμαρτίες του, ἄν κουβαλήσει μαζί του τή νέκρωση τῆς φθορᾶς τῆς ἁμαρτίας, θά παραδοθεῖ στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, πού θά εἶναι ὁὁριστικός ἀποχωρισμός του ἀπό τό Θεό, τήν αἰώνια πηγή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Θά περιέλθει σέ μιάὀδυνηρή κατάσταση96 πού τήν ἀποκαλοῦμε κόλαση, τῆς ὁποίας ἀρχηγός εἶναι ὁ διάβολος. ῞Οσοι δούλεψαν στό διάβολο καί πέθαναν ἀμετανόητοι θά πᾶνε μέ τό διάβολο, ἐκεῖ πού εἶναι τό σκοτάδι, ὁ κλαυθμός καίὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων97.

᾿Από τήν ἀθλιότητα, λοιπόν, τῆς ζωῆς αὐτῆς καί τό φρικτό τέλος τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου καί τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου μᾶς ἔσωσε ὁ Κύριος μέ τό λυτρωτικόἔργο του. Κοντά του ὁἄνθρωπος γαληνεύει98, ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά του, βλέπει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς, ἀτενίζει τό φῶς καί ζεῖ πραγματικά εὐτυχισμένος, ἱκανοποιώντας ὅλες τίς ὑπαρξιακές ἀνάγκες του. Κοντά στό Χριστόὑπάρχει τό φῶς, ἡἀλήθεια καίἡ ζωή99.

 

86. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός μέἕνα νεῦμα του νά σώσει τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά τήν πτώση του; Καί γιατίἀνέβαλε ἐπί τόσους αἰῶνες τή σωτηρία του;

Καί βέβαια μποροῦσε νά τόν σώσει ὁ Θεός εὐθύς μετά τήν πτώση του. ῾Ο Θεός εἶναι παντοδύναμος. Κανένα ἐμπόδιο δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μπροστά στίς ἅγιες βουλές του. Μόνο τήν ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά κάνει, γιατί αὐτό θ’ ἀναιροῦσε τήν πανάγια φύση του. ῾Η «ἀδυναμία» αὐτή δέν περιορίζει τήν ἀπόλυτη παντοδυναμία του, τουναντίον τή βεβαιώνει καί τή στηρίζει. Δυνατός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ἀλλ’ αὐτός πού τήν ἀποφεύγει. Τό κακό γενικά δέν εἶναι δύναμη, ἀλλάἀδυναμία.

῾Ο Θεός δέν ἔσωσε τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά τήν πτώση του ὄχι γιατί δέν μποροῦσε, ἀλλά γιατί δέν ἤθελε. ῾Η βουλή καίἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι δυνάμεις τυφλές καί αὐθαίρετες, ἀλλ’ ἐνταγμένες στήν ἀγάπη, τήν ἁγιότητα καί τή δικαιοσύνη του. Δέν εἶναι παρορμητικός ὁ Θεός ὥστε νάἐνεργεῖ αὐθαίρετα καί σπασμωδικά, ἐπηρεαζόμενος ἀπό παράγοντες ἐσωτερικούς καίἐξωτερικούς. ῾Ο Θεός ἔχει τά δικά του κριτήρια, τάὁποῖα ἐμεῖς οἱ φτωχικοίἄνθρωποι ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε. Εἶναι δέ τά κριτήρια αὐτά κριτήρια ἀληθινῆς ἀγάπης πρός τά πλάσματά του, πούἀποβλέπουν πάντοτε στό πνευματικό συμφέρον καί τή σωτηρία τους100.

῾Ο Θεός θέλησε νά σώσει τόν ἄνθρωπο στόν κατάλληλο καιρό, στό πλήρωμα τοῦ χρόνου101. Προηγούμενα ὅμως ὁἄνθρωπος ἔπρεπε νά ποθήσει ὁἴδιος τή σωτηρία του. ῎Αν τόν ἔσωζε ὁ Θεός εὐθύς μετά τήν πτώση του, χωρίς καμιάἄλλη ἐσωτερική διεργασία, τό πράγμα δέν θά εἶχε νόημα γιάἕνα πλάσμα λογικό πού θέλει καί βουλεύεται ἐλεύθερα. ῾Η παιδαγωγούσα πρόνοια τοῦ Θεοῦἄφησε τόν ἄνθρωπο στήν κακότητα καί τήν ἀθλιότητα τῆς φύσεώς του νά πονέσει, νάὑποφέρει, νά συνειδητοποιήσει τό βάρος τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ν’ ἀπελπισθεῖἀπό κάθε δυνατότητα νά σωθεῖἀπό μόνος του καίἔτσι νά στραφεῖἐναγώνια πρός τό Θεό, ζητώντας τήν ἐξ ὕψους δύναμη. ᾿Από τήν ἄλλη ὁ Θεός δέν ἄφησε ἀβοήθητο τόν ἁμαρτωλόἄνθρωπο. Μέ τήν παλαιά διαθήκη του, μέ τό φῶς τοῦ σπερματικοῦ λόγου πούὑπάρχει σέ κάθε ἄνθρωπο καί κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦἑκάστοτε πνευματικοῦ καίἱστορικοῦ περιβάλλοντος ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ προετοίμαζε τόἔδαφος καί καλλιεργοῦσε τά πνεύματα, ὥστε εὐκολότερα νά γίνει ἀποδεκτό τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας ἀπό τόν πονεμένο ἄνθρωπο.

 

87. ῾Η ἀναβολή τοῦἔργου τῆς σωτηρίας δέν ζημίωσε τούς ἀνθρώπους πούἔζησαν πρίν ἀπό αὐτό;

Οὐσιαστικά δέν γνωρίζουμε, ὅπως δέν γνωρίζουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους πούἔζησαν καίἐξακολουθοῦν νά ζοῦν μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί οἱὁποῖοι δέν ἔχουν ἀκούσει γιά τό λυτρωτικόἔργο του. Αὐτές εἶναι ὑποθέσεις τοῦ Θεοῦ, πού δέν μποροῦμε ἐμεῖς οἱἄνθρωποι νάἐξιχνιάσουμε. Τό μόνο πού γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ὁ Θεός, ὡς στοργικός πατέρας, ἐνεργεῖ πάντοτε πρός τό συμφέρον τῶν λογικῶν πλασμάτων του. Πιστεύουμε ἀκράδαντα στήν παιδαγωγούσα του πρόνοια. Οὔτε εἶναι συνετό νά θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας προνομιούχους γιατί ζοῦμε στήν ἱστορική διάσταση τοῦ λυτρωτικοῦἔργου τοῦ Χριστοῦ, γιατί τάἔσχατα (ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ) εἶναι ἐνδεχόμενο νά μᾶς ἐπιφυλάξουν πολλές ἐκπλήξεις102!

Στούς πρό Χριστοῦ ζήσαντες δόθηκε ἡ εὐκαιρία σωτηρίας μέ τό λυτρωτικό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη103, στούς ζοφερούς μυχούς τοῦὁποίου βρίσκονταν πεπεδημένα τά πνεύματα. ῞Οσοι ἀποδέχτηκαν τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας λυτρώθηκαν ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Οἱἄλλοι ὄχι.

Τά πράγματα αὐτά δέν πρέπει βέβαια νά τά πιέζουμε πολύ, γιατίὑπάρχει κίνδυνος ὄχι μόνο νά μή φτάσουμε πουθενά, ἀλλά νά ταραχθεῖ καί τό μυαλό μας.

 

88. Πῶς ἔσωσε τόν κόσμο ὁ Θεός;

Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου του. ῾Η σωτηρία καταβλήθηκε ἤδη κατά τή στιγμή τῆς μορφώσεως τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ἀνθρώπινη φύση μέ τήν ἕνωσή της μέ τή θεία φύση ἁγιάζεται καί θεοποιεῖται. ᾿Αποβάλλει τή φθορά, ἀνακαινίζεται καίἀναδημιουργεῖται, ἀνατρέχουσα στήν προπτωτική της κατάσταση, στήν καθαρότητα καί φωτοείδεια τῆς εἰκόνος, πούἀμαυρώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία. Μέ τή σάρκωσή του ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καίὁἄνθρωπος κατά χάρη Θεός104. ῾Η ᾿Ορθοδοξία ἀποθέτει μεγάλο βάρος στό γεγονός τῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, στή γέννηση τοῦ σαρκωμένου Λόγου.

῾Ο Χριστός ἔσωσε τόν κόσμο ἀσκώντας τό προφητικό του ἀξίωμα. ῾Ως αὐτοαλήθεια καί ζωή δίδαξε τήν ἀλήθεια στόν ἄνθρωπο, φωτίζοντας τόν σκοτισμένο νοῦ του καίἐλευθερώνοντας τόν πλανεμένο ἀπό τήν ἀγνωσία, στήν ὁποία τόν ὁδήγησε ἡ παρακοή. ῾Η ἀλήθεια ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο105, χαρίζοντάς του τή χαρά καί τήν ἄνεση τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.

῾Ο Χριστός λύτρωσε παράλληλα τόν ἄνθρωπο ἐνασκώντας τόἀρχιερατικό του ἀξίωμα. Πρόσφερε στόν οὐράνιο Πατέρα του θυσία ἱλαστήρια τήν ἅγια ζωή του. ῎Εχυσε τό αἷμα του ἐπάνω στό σταυρό γιά νά ξεπλύνει τά αἴσχη τῆς φθορᾶς καί τό ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως. Μέ τό θάνατό του πάτησε τό θάνατο106, ἀμβλύνας τό φοβερό κέντρο του καί μεταλλάσσοντάς τον σέ πύλη εἰσάγουσα στήν οὐράνια ζωή. ῞Απλωσε τίς παλάμες του στό σταυρό καί εἰρήνευσε τήν κτίση, μάζεψε τά σκορπισθέντα καί «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα»107, δηλαδή τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πού εἶχε χωρίσει ἡ προπατορικήἁμαρτία. ῎Εκαμε τόν ἁμαρτωλό καί πάλι παιδί τοῦ Θεοῦἀγαπητό, τοῦἄνοιξε διάπλατα τίς πύλες τῆς πατρικῆς ἑστίας καί τόν ὁδήγησε στά δώματα τῆς θείας βασιλείας.

῾Ο Χριστός ἐνασκώντας τό βασιλικό λυτρωτικό του ἀξίωμα, ἔσωσε τόν ἄνθρωπο καί μέ τή ζωηφόρο του ᾿Ανάσταση. Νίκησε τελειωτικά τό θάνατο, ἀφοῦ προηγούμενα τό συνέτριψε μέ τήν κατάβασή του στόν ἅδη, ἐγκεντρίσας στήν πεσμένη φύση τή ζωή τοῦ Θεοῦ. ῾Η φύση στόν ἀναστάντα Κύριο ἀπέθεσε τή φθορά τοῦ δέντρου τῆς παρακοῆς, ντύθηκε τάἱμάτια τοῦ παραδείσου τῆς χαρᾶς, φόρεσε τήν ἀστραφτερήἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, ἔλαμψε τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί κέρδισε ἀμετάτρεπτα τήν ἀθανασία καί τήν ἀειζωία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀνακαίνισε γῆ καί οὐρανούς.

Τέλος ὁ Κύριος ἔσωσε τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔνδοξη στόν οὐρανό᾿Ανάληψή του. Στήν ᾿Ανάληψη θεωρεῖται πλῆρες καί τέλειο τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ. Φέρει τή σφραγίδα καί τήν ὑπογραφή τοῦ Θεοῦ. Τό θεωμένο πλάσμα θρονιάζεται ἀκλόνητα στούς κόλπους τῆς θεότητας, στήν τριαδική φωταύγεια καί δόξα.

῞Ολες οἱ πιό πάνω στιγμές, ἀδιαχώριστες, ἐκφράζουν ὁλοκληρωμένο τό σχέδιο τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπο οἰκονομίας, τό ναί τοῦ Θεοῦ στόὄχι τῆς ἐκτροχιασθείσας πλάσης.

 

89. ῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦἐπέφερε πραγματική νέκρωση στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ;

Ναί. Πρέπει ὅμως νά προσέξουμε. Δέν λέμε ὁ θάνατος τῆς θεότητας. Αὐτό θάἦταν λάθος. ῾Η θεότητα ἀπό τή φύση της δέν πεθαίνει. Οὔτε μπορεῖ νάἐφαρμοστεῖ σ’ αὐτήν ἡἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων. Κάτι τέτοιο θάἐπέφερε σύγχυση τῶν φύσεων. Εἶναι ὅμως ὀρθό νά λέμε ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Πέθανε στό Χριστό «σαρκί», δηλαδή στή σάρκα του πού πῆρε ἀπό τήν ἁγία Θεοτόκο. Οἱ᾿Αφθαρτοδοκῆτες δέν θά δέχονταν πραγματικό θάνατο τῆς Κυριακῆς σαρκός, ἀλλά φαινομενικό, οἰκονομικό («κατ’ οἰκονομίαν»). Τό σῶμα ὅμως τοῦ Χριστοῦ πραγματικά νεκρώθηκε ἐπάνω στό σταυρό. ᾿Από τήν πλευρά του ἔρρευσαν «αἷμα καίὕδωρ», ὅταν αὐτή κεντήθηκε ἀπό τή λόγχη τοῦ στρατιώτη108. ῞Αμα ἐξέπνευσε ὁ Κύριος (παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν οὐράνιο Πατέρα109), τό σῶμα του νεκρό κατατέθηκε στό μνῆμα, ὅπου πῆγαν νά τό μυρίσουν οἱἅγιες γυναῖκες.

Δέν ἦταν φενάκη ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦἀλλά γεγονός πραγματικό καίἱστορικό, ὅπως ἀληθινήἦταν καίἡἀνθρώπινη φύση του. ᾿Αλλιώτικα, πῶς θά μποροῦσε νά σώσει πραγματικά τόν ἄνθρωπο;

 

90. Μέ τό θάνατο ἐγκατέλειψε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο (Χριστό);

῎Οχι. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστόἦταν ἀδιαίρετη καίἀδιαχώριστη. ῾Η θεότητα σέ καμιά περίπτωση δέν ἐγκατέλειψε τό πρόσλημμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. ῾Ο ἄνθρωπος στό Χριστό μένει εἰς τόν αἰώνα.

῎Ετσι στόν τάφο τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν ἔπαψε νά εἶναι ἑνωμένο μέ τή θεότητα. ῏Ηταν σῶμα θεοφόρητο καί θεοδύναμο. Γιαυτό δέν μποροῦσε νά χωρήσει στή διάλυση καί τήν ἀποσύνθεση. ῏Ηταν σῶμα πού δυναμίτισε τά μνήματα. ᾿Αλλά καίἡ ψυχή τοῦ Λυτρωτῆ, μετά τόν ἀποχωρισμό της ἀπό τό σῶμα, δέν ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τή θεότητα. Καί αὐτή, θεοχώρητη καί θεοδύναμη, κατέβηκε στό χωρίο τοῦ θανάτου, ὅπου ὁ῞Αδης κατάπληκτος ἔβλεπε ἄνθρωπο «κατάστικτον τοῖς μώλωψι καί πανσθενουργόν»110. ῾Η ψυχή τοῦ Χριστοῦ μέ τή ρομφαία τῆς θεότητος κατέκοψε τά δεσμά τοῦ θανάτου, νέκρωσε τόν ῞Αδη, συνέτριψε τό σκοτεινό δεσμωτήριο, ὅπου κρατοῦνταν ἀπ’ αἰῶνος αἰχμάλωτες οἱ ψυχές τῶν πεθαμένων ἀνθρώπων.

«᾿Εν τάφῳ σωματικῶς ἐν ῞ᾼδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός...» ἀπαγγέλλει ὡραιότατα ἡ᾿Εκκλησία μας, δηλώνοντας τήν κορυφαία στιγμή τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος τῆς πίστεως.

 

91. ῾Ο Χριστός πέθανε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους;

Ναί, πέθανε γιάὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά τήν ἀνθρώπινη φύση γενικά, στήν ὁποία περικλείονται ὅλες οἱἀνθρώπινες ὑποστάσεις, ὅλα τά πρόσωπα τοῦ λογικοῦ ζώου. «Χριστός ὑπέρ πάντων ἀπέθανε»111, λέγει ἡ Γραφή. Δέν πέθανε ἐπιλεκτικά γιάὁρισμένους ἀνθρώπους. Κάτι τέτοιο θάἦταν ἀνάρμοστο πρός τή χρηστότητα καί τή δικαιοσύνη του. ῎Ασχετο βέβαια τό ζήτημα, ἄν ὅλοι οἱἄνθρωποι δέν ὠφελοῦνται ἀπό τή λυτρωτική δύναμη τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Διότι, γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει νά συμπράξει καίὁἄνθρωπος μέ τή δική του θέληση καίἐνέργεια, κάτι πού δυστυχῶς δέν συμβαίνει. Γιά μερικούς σάν νά μήν πέθανε ὁ Χριστός! ῾Η ζωή τους εἶναι τόσο ξένη πρός τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά παραδίδονται ἀμαχητί στή νέκρωση τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Τόὀξύμωρο τοῦ τραγικοῦ ζώου στήν πιόἐλεεινή του κορύφωση!

 

92. Ποιά ἦταν δραστικότητα τῆς ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ σταυροῦ;

Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἡ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου εἶναι δραστική, σώζουσα τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. Σ’ αὐτή δέν γίνεται λόγος κατά πόσον ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ καλύπτει ἤὑπερβάλλει τάἀνθρώπινα ἁμαρτήματα. Διδάσκει ἁπλῶς ὅτι ἡ θυσία τοῦ Κυρίου ἱκανοποιεῖ πλήρως τή θεία δικαιοσύνη, αἴρουσα τήν ἐνοχή καί τίς ποινές τῆς ἁμαρτίας, χωρίς αὐτή (ἡ θεία δικαιοσύνη) νάἔχει ἀνάγκη ἄλλης ἱκανοποιήσεως γιά νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλόἄνθρωπο.

 

93. Συμφωνεῖ μέ αὐτάἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία;

῎Οχι. Κατά τή διδασκαλία της ἡ θυσία τοῦ Κυρίου ἔχει ὑπεραρκήἀξιομισθία· πρῶτον διότι τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ (παθήματα τοῦ Θεοῦ «σαρκί») εἶχαν ἄπειρη ἀξιομισθία· καί δεύτερον, γιατίὁἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἡἀξιομισθία αὐτή, εἶναι ὄν πεπερασμένο, ἄρα καίἡἐνοχή του εἶναι ὁμοίως πεπερασμένη. ᾿Από τήν ἄλλη, κάνοντας διάκριση μεταξύἐνοχῆς καί ποινῶν, φρονεῖὅτι μόνον ἡἐνοχή καί οἱ ποινές τῶν πρό τοῦ βαπτίσματος ἁμαρτιῶν συγχωροῦνται, ἐνῶ γιά τίς μετά τό βάπτισμα ἀπαιτοῦνται πρόσκαιρες ποινές τοῦἁμαρτωλοῦ καίἐδῶ καί στό καθαρτήριο πῦρ (Ρ῟ἶὼὰὦ῏ἶἂ῟ἣ). Τίς πρόσκαιρες αὐτές ποινές μπορεῖ νά συντέμνει ἤ καί νά τίς αἴρει κατά βούληση ἡ᾿Εκκλησία. Τίς ἀντιλήψεις της αὐτές ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία στηρίζει καί στόν ἑξῆς συλλογισμό· ἀφοῦ τῆς ἀξιομισθίας τοῦ Κυρίου δέν κοινώνησαν ὅλοι οἱἄνθρωποι, συνεπές εἶναι νάὑπάρχουν ἀδιάθετα περισσεύματα, τάὁποῖα μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία γιά τήν πλήρωση τοῦ ταμείου τῶν ἀξιομισθιῶν (τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων), στόὁποῖο στηρίζονται οἱ περίφημες λυσίποινες ἀφέσεις (Ιὃὶ῟῝ὼὸὃὦἂὰὸ – συγχωροχάρτια).

Τά διδάγματά της αὐτάἡ Δυτική᾿Εκκλησία στηρίζει κυρίως στό χωρίο τῆς Γραφῆς Ρωμ. 5,15· «Εἰ γάρ τῷ τοῦἑνός παραπτώματι οἱ πολλοίἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καίἡ δωρεάἐν χάριτι τῇ τοῦἑνός ἀνθρώπου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς τούς πολλούς ἐπερίσσευσεν». Στό χωρίο ὅμως αὐτό γίνεται θεωρητικά σύγκριση τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος μέ τή χάρη πούἀπέρρευσε ἀπό τήν ἱλαστική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Λέγεται, δηλαδή, ἄν ἡἁμαρτία τοῦ᾿Αδάμ ὁδήγησε τούς πολλούς (ὅλους) στό θάνατο, πολύ περισσότερο καί βεβαιότερο ἔκανε τή σωτηρία ἡ χάρη τοῦ Σταυροῦ. ῾Η σύγκριση λαμβάνει πρακτική σημασία, εὐθύς ὡς τόὑποτιθέμενο περίσσευμα τῆς δωρεᾶς τοῦἔργου τοῦ Χριστοῦ σχηματίσει τό ταμεῖο τῆς περισσεύουσας ἀξιομισθίας πούἀποτελεῖ τή βάση τῶν ἀφέσεων. Περί αὐτοῦὅμως σέ προσεχές μας ἐρώτημα.

᾿Από τήν ἄλλη οἱ Ρωμαιοκαθολικοί γιά νά στηρίξουν τή διάκριση ποινῶν αἰώνιων καί πρόσκαιρων παρουσιάζουν καί παραδείγματα ἀνδρῶν (Μωυσῆς, Δαβίδ, ᾿Ααρών), οἱὁποῖοι ἄν καί συγχωρήθηκαν ἀπό τό Θεό, ὅμως ἐπεβλήθηκαν σ’ αὐτούς πρόσκαιρες ποινές. Αὐτό εἶναι βέβαια ἀληθές. ῞Ομως οἱἐπιβληθεῖσες αὐτές ποινές δέν εἶχαν χαρακτήρα ἱκανοποιητικό· ἦταν παιδαγωγίες τοῦ Θεοῦ, φάρμακα (ἣὸὶἂὴὰἣὸὃὦὰ), τάὁποῖα ἀποσκοποῦσαν στήν ἠθική τῶν ἁμαρτωλῶν βελτίωση. Αὐτό φρονεῖἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία.

῾Η διάκριση, τέλος, αἰώνιων ποινῶν τίς ὁποῖες στό μυστήριο τῆς μετανοίας συγχωρεῖὁ Θεός, ἀπό τίς πρόσκαιρες γιά τίς ὁποῖες πρέπει, τιμωρούμενος ὁἁμαρτωλός, νάἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη, ὁδηγεῖ στόἄτοπο συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει ἤ δέν μπορεῖ νά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία σέὅλη της τήν ἔκταση, ἰδέα βλάσφημη καίὑβριστική γιά τό μέγεθος τῆς ἀγάπης καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ.

 

94. Τί διδάσκουν περί θανάτου καίἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὁρισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί καί᾿Αρμινιανοί);

Στίς αἱρέσεις αὐτές εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁὀρθός λόγος ἐφαρμοζόμενος στό χῶρο τῆς πίστεως, μπορεῖ νά καταστρέψει τήν οὐσία καί τό μυστηριακό χαρακτήρα τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν.

Προτοῦὅμως ἀποδιοργανώσουν τά δόγματα περί θανάτου καίἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ αἱρέσεις αὐτές ἀποδιοργάνωσαν ἤδη τό χριστολογικό δόγμα τῆς πίστεως. Νιώθοντας ὅπως καί οἱ Νεστοριανοί, δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν πλήρης καί τέλειος Θεός, ἀλλάἁπλός ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο ἑνώθηκε ἀργότερα ἠθικάὁ Θεός. Στήν βάση αὐτή κτίζονται στή συνέχεια οἱ πολλές ἀτοπίες καί οἱἀλογίες τοῦ συστήματος αὐτῶν. ῎Ας τίς δοῦμε συνοπτικά.

῾Ο θάνατος ἑνός ἀνθρώπου –ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι ἑνωμένος μέ τό Θεό– δέν ἔχει ἀπό μόνος του τή δύναμη νάἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη καί δέν ἀρκεῖ νάἐξιλεώσει τάἁμαρτήματα τόσων μυριάδων ἀνθρώπων πούἔζησαν πάνω στή γῆ. ῎Αν ὅμως αὐτόἤρκεσε, δέν ὀφείλεται στή θυσία τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά στόὅτι, μιᾶς καί προσφέρθηκε σ’ αὐτόν ἀπό τόν Υἱό του, εὐδόκησε ὁ Θεός στήν ἄμετρη ἀγάπη του νά τήν ἀποδεχτεῖ καί νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλόἄνθρωπο. ῎Απορο βέβαια εἶναι πῶς ὁἅγιος Θεός δέχτηκε μιά θυσία πού δέν εἶχε καμία ἀξία λυτρωτική καί στή βάση της ἱκανοποιήθηκε ἀπό αὐτή καίἐξάλειψε τήν ἐνοχή καί τίς ποινές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων!

῾Η θυσία τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νάἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη καί νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Μιά τέτοια ἱκανοποίηση δέν ἔχει νόημα. Αὐτός πούἱκανοποιεῖται, ἀφοῦ πάρει αὐτό πού θέλει, δέν χαρίζεται στόν ὀφειλέτη. ῾Ο πανάγαθος Θεός παρουσιάζεται νά μήν μπορεῖ, χωρίς ἱκανοποίηση, νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλόἄνθρωπο. ῾Ομοίως ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νάἐπεκτείνει τήν ἀξιομισθία της καί σέἄλλους ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, ἁπλούστατα γιατίἡὀφειλόμενη στήν ἁμαρτία ποινή εἶναι αὐστηρά προσωπική καί δέν μεταφέρεται σέἄλλους. ῎Επειτα ὁ Κύριος δέν ἀπέτισε τή θεία δίκη σέὅλη της τήν ἔκταση, ἀφοῦὑποστάς τό θάνατο ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν. ῾Ο θάνατος τοῦ Χριστοῦἔχει ἠθική καί παιδαγωγική μόνο σημασία. Δι’ αὐτοῦὁ Κύριος δίδαξε τούς ἀνθρώπους σωτήρια διδάγματα περί χάριτος, μετανοίας, ἁγιασμοῦ καί αἰώνιας ζωῆς, καταστήσας σαφές ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἀσφαλής ὁδός, ὁδηγούσα στήν ἀνάσταση καί τή δόξα, ἀναρριπίζοντας τήν ἐλπίδα τῶν πιστῶν γιά τή μέλλουσα σωτηρία, καί τό συνδοξασμό τους μέ τό Χριστό στή θεία βασιλεία.

Εἶναι ἐνδεικτικόὅτι γιά τούς αἱρετικούς αὐτούς τό μόνο λυτρωτικόἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό προφητικό, στόὁποῖο ὑπάγονται τάἄλλα δύο, τόἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Τά τελευταῖα αὐτάἀξιώματα περιεδύθη ὁ Χριστός μετά τήν ὕψωσή του στή δόξα τοῦ Θεοῦ.

᾿Απ’ ὅλα αὐτά γίνεται σαφές πῶς ἡἄμετρη χρήση τοῦὀρθοῦ λόγου στά δόγματα τῆς πίστεως μπορεῖ νά καταστρέψει τό μυστηριακό λόγο τοῦ Θεοῦ.