ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´

 

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

 

95. Τί εἶναι ἡ᾿Εκκλησία;

96. ῾Υπάρχουν μαρτυρίες στή Γραφή περί τῆς ᾿Εκκλησίας;

97. Ποιός εἶναι ὁ κυριότερος σκοπός τῆς ᾿Εκκλησίας;

98. Τόἀξίωμα «ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» εἶναι ἀπόλυτο;

99. Πόσες εἶναι οἱὄψεις τῆς ᾿Εκκλησίας;

100. Τί σημαίνει ἡἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

101. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

 

 

95. Τί εἶναι ἡ᾿Εκκλησία;

῾Ο ὅρος σημαίνει κοινωνία, συγκέντρωση, συνάθροιση ἀνθρώπων γιάὁρισμένους σκοπούς. Μέ χριστιανικήἔννοια κυριολεκτεῖται σ’ αὐτούς πού πιστεύουν στό Χριστό. Καθόσον δέ οἱ πιστοί δέν εἶναι ὅλοι σέἕναν ὁρισμένο τόπο ἀλλά διασκορπισμένοι παντοῦ, ὁὅρος ᾿Εκκλησία σημαίνει ὅλες τίς κατά τόπους ἐγκαταστημένες χριστιανικές παροικίες ἤ τήν καθόλου ᾿Εκκλησία. ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ112 πού εἴτε ζεῖἐδῶ κάτω στή γῆ στρατευόμενο κατά τῆς ἁμαρτίας εἴτε ζεῖ θριαμβευτικά στόν οὐρανό, ἀπολαμβάνοντας τή νίκη καί τό θρίαμβο τῆς πίστεως. Στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας περιλαμβάνονται ὄχι μόνο οἱ πιστοί τῆς Κ. Διαθήκης, ἀλλά καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς καί οἱἄγγελοι, τό δοξασμένο πλήρωμα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

῾Ορισμούς τῆς ᾿Εκκλησίας θά μποροῦσε νά δώσει κανείς πολλούς ἀνάλογα πῶς τή βλέπει, τονίζοντας τοῦτο ἤἐκεῖνο τό στοιχεῖο της, αὐτήν ἤἐκείνη τήν ὄψη της. Θά λέγαμε ὅτι ᾿Εκκλησία εἶναι τόἱερό καθίδρυμα πούἵδρυσε στή γῆὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τόὁποῖο φέρει τό κύρος καί τήν αὐθεντία τοῦ Θεοῦ καί περιλαμβάνει στούς κόλπους του ἀνθρώπους πούἔχουν τήν ἴδια πίστη, κοινωνοῦν τῶν αὐτῶν μυστηρίων καί διοικοῦνται μέ τόἴδιο σύστημα διοικήσεως καί τόὁποῖο διακρίνεται σέ δύο τάξεις, τόν ποιμαινόμενο λαό καί τόν ποιμαίνοντα κλῆρο, πούἔχει τήν ἀναγωγή του διά τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς στούς ᾿Αποστόλους καί διά μέσου αὐτῶν στόν Κύριο.

 

96. ῾Υπάρχουν μαρτυρίες στή Γραφή περί τῆς ᾿Εκκλησίας;

῾Υπάρχουν πολλές. Σ’ αὐτήν εἶναι μυριόλεκτη ἡἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός ἵδρυσε ἐπί τῆς γῆς πνευματική βασιλεία ὡς διδάσκαλο τῆς ἀλήθειας καί ταμιοῦχο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Στήν Π. Διαθήκη ἤδη προαναγγέλλεται ὅτι ὁ Μεσσίας θάἱδρύσει ἐπάνω στή γῆ βασιλεία καθολική, πού θάὑπερέβαλλε σέ δύναμη τήν ἰουδαϊκή θεοκρατία113. Στήν Καινή δέ, ὁ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής κηρύσσει ὅτι «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»114, ἐνῶὁ Κύριος ὑπόσχεται τήν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας του «ἧς πύλαι ῞ᾼδου οὐ κατισχύσουσι»115 καί τήν ὁποία «περιεποιήσατο διά τοῦἰδίου του αἵματος»116. Τήν ᾿Εκκλησία του καθαγίασε ἐπίσημα ὁ Σωτήρ κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, γενέθλιο ἡμέρα τῆς ᾿Εκκλησίας, κατά τήν ὁποία στάλθηκε στούς μαθητές τόἅγιο Πνεῦμα καί μέ τό πρῶτο κήρυγμα ἀποδέχτηκαν τήν πίστη «ψυχαίὡσεί τρισχίλιαι»117. ᾿Αλλά καί οἱ᾿Απόστολοι, ἱδρύοντες κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ἦταν συνεργοί τοῦ Κυρίου118, πούἦταν ὁἱδρυτής καίἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ᾿Εκκλησίας119. Φυσικάἡ γένεση καίἡ πρώτη διαμόρφωση τῆς ᾿Εκκλησίας ἦταν συνδεδεμένες μέ τήν ᾿Ιουδαϊκή θεοκρατία, ἀπό τήν ὁποία βαθμηδόν ἀπαγκιστρωνόταν μορφούμενη σέ αὐτοτελή κοινότητα, ἀντίθετη πρός τήν ᾿Ιουδαϊκή συναγωγή.

 

97. Ποιός εἶναι ὁ κυριότερος σκοπός τῆς ᾿Εκκλησίας;

Εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Γιαυτόἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. ῞Οπως δέὁ Κύριος ἔσωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀσκώντας τό τρισσό λυτρωτικό του ἀξίωμα, τό προφητικό (ὡς διδάσκαλος τῆς θείας ἀλήθειας), τόἀρχιερατικό (ὡς ὕψιστος ἀρχιερέας μεταξύ Θεοῦ καίἀνθρώπων) καί τό βασιλικό (ὡς βασιλέας πνευματικός τοῦ κόσμου καί τῆς ᾿Εκκλησίας), διδάσκοντας τή θεία ἀλήθεια, ἁγιάζοντας τόν ἄνθρωπο καίἀνοίγοντας τήν εἴσοδο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔτσι καίἡ᾿Εκκλησία, συνεχίζοντας τόἔργο τοῦ Κυρίου της, φωτίζει, ἁγιάζει καίὁδηγεῖ τά μέλη της στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Πρός τόν σκοπό αὐτόὁ Κύριος ἐφοδίασε τούς μαθητές του μέ τό κύρος καί τήν αὐθεντία τή δική του, εἰπών ὅτι «ὁἀκούων ὑμῶν ἐμοῦἀκούει, καίὁἀθετῶν ὑμᾶς ἐμέἀθετεῖ»120 καί «ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καίὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ»121. ῞Οπως δέὁ Χριστός εἶναι ὁ μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καίἀνθρώπων, τό μόνο ὄνομα «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ὑμᾶς»122, ἔτσι καίἡ᾿Εκκλησία, ἡ συνεχίζουσα τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Κυρίου, εἶναι ὁἀνεπισφαλής διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας, ὁ φορέας τῆς χάριτος καίἡ μόνη βεβαία κιβωτός τῆς σωτηρίας. Αὐτόἐπιτελεῖἡ᾿Εκκλησία ἀντλώντας ἀπό τό κύρος καί τήν αὐθεντία τοῦἀρχηγοῦ της, ὁὁποῖος ἔστειλε τό Πνεῦμα του νά τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», διαφυλάσσοντάς την ἀπό τήν πλάνη τή συμφυτη στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτή τήν αἴσθηση εἶχε πάντοτε ἡ᾿Εκκλησία κατά τή διάρκεια τῆς ἱστορικῆς της διαδρομῆς.

Οἱἱεροί Πατέρες ἐκφράζουν ὁμόφωνα ὅ,τι συνοπτικά παρατηρεῖὁἅγιος Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνου· «ῒὲἂ Εὴὴ῝ὸὖἂὰ, ἂὲἂὸὦὣἆἂἶἂὦ῟ὖἲὸἂ, ὸὦ῟ὲἂὣἆἂἶἂὦ῟ὖἲὸἂ, ἂ῝῝ἂὴ Εὴὴ῝ὸὖἂὰὸὦἲ῏ὃἂἣ῟ὖὼἶὰὦἂὰ»123 (=ὅπου ἡ᾿Εκκλησία, ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καίὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖἡ᾿Εκκλησία καίἡ χάρις τοῦ Κυρίου). Καί· «Ηὰὲὸἶὸὃ῏ὃἆ῏ὦὸὖὦἲὸ῟ἣἆὰὦἶὸἣἦ῟ἂ Εὴὴ῝ὸὖἂὰἣὃ῏ὃ῍ὰὲὸὦἣὰὦἶὸἣ» (= Δέν μπορεῖ νάἔχει τό Θεό Πατέρα, ὅποιος δέν ἔχει τήν ᾿Εκκλησία μητέρα).

 

98. Τόἀξίωμα «ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» εἶναι ἀπόλυτο;

Ναί εἶναι, ἀπόὁρισμένη ὅμως ἄποψη. Τόἐρώτημα δέν πρέπει νά τό θέτουμε ἀρνητικά, ἀλλά μᾶλλον θετικά· «Μέσα στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχει ἀπόλυτη βεβαιότητα περί σωτηρίας;» Περί αὐτοῦ δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία. ῞Οταν κανείς εἶναι συνειδητό μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας, δηλαδή πληροῖὅλες τίς προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας (πίστη ἐνεργουμένη δι’ ἀγάπης) εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι θά σωθεῖ. ᾿Εδῶἡἀπολυτότητα ἀναφέρεται στή θετικήὄψη τῆς σωτηρίας. Τόἄν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία δυνατότητα σωτηρίας, αὐτό δέν θίγει τήν ἀπολυτότητα τοῦ λυτρωτικοῦἀξιώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς νόμιμου καί κανονικοῦ φορέα τῆς σωτηρίας. Δέν εἶναι ἔργο δικό μας ἀλλά τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος θέλει «πάντως ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν124». ῾Η δυνατότητα αὐτή εἶναι ἔκτακτη κινούμενη πέρα ἀπό τά πλάσια τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ἕνα θαῦμα τῆς χάριτος καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ.

῎Εξω δέἀπό τήν ᾿Εκκλησία εἶναι ὅσοι δέν πιστεύουν στό Χριστό (οἱ μή Χριστιανοί) καί οἱἑτερόδοξοι, ὅσοι δηλαδή λόγω αἱρέσεως ἔθεσαν ἑαυτούς ἐκτός τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας (τῆς ᾿Ορθόδοξης). ῞Ολοι αὐτοί οἱἄνθρωποι θά καταδικαστοῦν ἀπό τό Θεόὸὃὲ῝῏ὴ (συλλήβδην); Στούς μή χριστιανούς δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀξιοπρεπεῖς μέὑγιεῖς θρησκευτικές καίἠθικές ἀρχές, τίς ὁποῖες παίρνουν ἀπό τά θρησκεύματα στάὁποῖα ἀνήκουν καί μέ βάση τίς ὁποῖες ρυθμίζουν τήν ἰδιωτική καί τήν κοινωνική τους ζωή; Καί πῶς θά καταδικάσει στήν κόλαση ὁ Θεός τά παιδιά του πούἴσως νά μήν ἄκουσαν ποτέ περί τοῦ Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτικοῦἔργου καί τῆς ᾿Εκκλησίας του; ᾿Αλήθεια πῶς; ᾿Αλλά καί τούς ἑτερόδοξους πού βρίσκονται ἀναίτια στήν κακοδοξία, χωρίς νάἔχουν ἐπίγνωση τῆς πλάνης τους, καί οἱὁποῖοι δέν βλέπουν τήν ἀνάγκη νάὑπερπηδήσουν τούς ὁμολογιακούς φραγμούς καί νά προσέλθουν στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας, θά τούς καταδικάσει συλλήβδην στό πῦρ τό αἰώνιο; ῾Η ἄγνοια καίἡἀναίτια πλάνη δέν εἶναι ἰσχυρήἀπολογία στό βῆμα τοῦ δικαιοκρίτη Θεοῦ; Θά μοῦ πεῖτε, βέβαια, ἡ δυνατότητα αὐτή σωτηρίας πέρα ἀπό τάὅρια τῆς ἱστορικῆς ᾿Εκκλησίας δέν μειώνει τήν ἀπολυτότητα τοῦ κοσμοσωτήριου ἔργου τοῦ Χριστοῦ; Γιατί, λοιπόν, ὁ Σωτήρ ἦλθε στόν κόσμο, ἀφοῦ μποροῦσαν νά σωθοῦν καί χωρίς αὐτόν οἱἄνθρωποι;

᾿Επαναλαμβάνουμε· δέν καταλύεται στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, γιατί αὐτές δέν εἶναι ὁ γενικός κανόνας ἀλλ’ οἱἐξαιρέσεις, στίς ὁποῖες ἡ θεία χάρις λειτουργεῖ θαυματουργικά. ῾Η σωτηρία σέὅλες τίς περιπτώσεις αὐτές δέν εἶναι ἀσφαλής καί βεβαία. Αὐτήν γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁὁποῖος διαθέτει τή λυτρωτική Οἰκονομία του, πάντοτε ἀνάλογα μέ τήν ἠθική καί πνευματική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, ὑπέρ ὧν πάντων Χριστός ἀπέθανε125. Λέγοντας αὐτά φυσικά δέν παραθεωροῦμε τόν θεολογικόἀντίλογο (προπατορικόἁμάρτημα στίς ψυχές τῶν ἀβαπτίστων, ἀπουσία τοῦἁγιαστικοῦἔργου τῆς μυστηριακῆς χάριτος κ.λπ.) πού καθιστοῦν ἐξόχως προβληματικούς τούς ἀνωτέρω συλλογισμούς.

᾿Εν πάσει ὅμως περιπτώσει ὁὀρθόδοξος πιστός, ὁἔχων ἀπόλυτη βεβαιότητα περί τῆς σωτηρίας του, δέν πρέπει νά προσπαθεῖ νάἐξιχνιάσει τή μυστηριώδη βουλή τοῦ Θεοῦ, συζητώντας πράγματα ἀπρόσιτα στή διάνοιά του, ὁὁποῖος (Θεός) σάν στοργικός πατέρας θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν τέκνων του. Στό κάτω κάτω μακάρι νά εἶναι ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά πληθύνει ὁἀριθμός τῶν μελῶν τῆς ἐπουράνιας θείας βασιλείας!

 

99. Πόσες εἶναι οἱ ὄψεις τῆς ᾿Εκκλησίας;

Εἶναι δύο, ἡὁρατή καίἡἀόρατη, οἱὁποῖες ἀντιστοιχοῦν πρός τίς δύο φύσεις τῆς ᾿Εκκλησίας, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. ῞Οπως στόν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστόὑπῆρχαν δύο φύσεις ἑνωμένες στόἕνα του πρόσωπο, ἡ θεία καίἡἀνθρώπινη, ἐκείνη μέν ἀόρατη, αὐτή δέὁρατή, ἔτσι καί στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχουν δύο φύσεις, ἡἀόρατη θεία καίἡὁρατήἀνθρώπινη. Τήν οὐσία τῆς ᾿Εκκλησίας συναποτελοῦν οἱ δύο αὐτῆς φύσεις, οἱἀρρήκτως ἑνωμένες μεταξύ τους καί συντρέχουσες σέ μία ἄρρητη καίἀδιάπτωτη ἑνότητα.

Τόν ὁρατό τῆς ᾿Εκκλησίας χαρακτήρα ἐκφράζουν πολλά. ῾Ο ἱδρυτής της, ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τόν εἶδαν καί τόν ἔζησαν οἱἄνθρωποι καίἀπ’ αὐτόν δέχτηκαν τά ρήματα τῆς αἰώνιας ζωῆς126. ῾Η ᾿Εκκλησία διαμορφώθηκε ἐπί τῆς γῆς ὡς καθίδρυμα ἐξωτερικό καίἱστορικό. Τά μέλη της εἶναι ὁμοίως ἄνθρωποι ἱστορικοί ζῶντες σέὁρισμένο τόπο καί χρόνο, γνωριζόμενοι καί συνδεόμενοι μεταξύ τους ὡς ὁμάδες συγκεκριμένων ἀνθρώπων, ἐπιδιωκόντων τούς ἴδιους σκοπούς. ᾿Επίσης τάἱερά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας τάἁγιάζοντα τόν ἄνθρωπο εἶναι, κατά τό αἰσθητό τους μέρος, τελετές ἐξωτερικές ὑποπίπτουσες στή φυσική αἴσθηση καί τήν ἐξωτερική πείρα τῶν ἀνθρώπων. Τέλος καίἡἱεραρχία ἡ διοικούσα καί ποιμαίνουσα τήν ᾿Εκκλησία, ἀποτελεῖται ἀπόἀνθρώπους ἱστορικούς, ἀναγόμενη διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱστορικά βεβαιουμένης, στούς ᾿Αποστόλους καί τόν Κύριο. ᾿Από τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποκόπτονται μόνο οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί, οἱἀποστάτες καίὅσοι δι’ ἀναθεματισμοῦἐξέπεσαν ἀπό αὐτήν. ῞Ολους αὐτούς τούς ἀποδοκιμάζει ἡ᾿Εκκλησία μέ σκοπό νά τούς ὁδηγήσει σέ μετάνοια καίἐπιστροφή στούς κόλπους της.

Τήν ἀόρατη δέὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελοῦν σειρά θείων στοιχείων ἀντιστοιχούντων πρός τόν ἀόρατο χαρακτήρα της. ῎Ετσι ὄχι μόνο ὁἱδρυτής τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ αἰώνιος Θεός ὁἐνδυσάμενος τή σάρκα εἶναι ὁἀόρατος Λόγος τοῦ Θεοῦ, τοῦὁποίου ἡ θεότητα κρυβόταν κάτω ἀπό τόἐξωτερικό κάλυμμα τῆς σάρκας, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό῞Αγιο, ὁ θεῖος Παράκλητος ὁἁγιάζων καί ζωογονῶν αὐτήν, εἶναι ὁμοίως θεία καίἀόρατη ἀρχή, ὅπως ἀόρατη εἶναι καίἡ χάρη ἡἁγιάζουσα καί σώζουσα τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ζωογόνος πνοήἡἀναγεννώσα τούς πιστούς καί συνάπτουσα αὐτούς μέ τόν Σωτήρα Κύριο.

Στό σύνδεσμο τῶν δύο ὄψεων τῆς ᾿Εκκλησίας βλέπουμε τήν ἀληθινή φύση της ὡς θεανθρώπινου καθιδρύματος ἀποβλέποντος στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

 

100. Τί σημαίνει ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

῞Οτι ὁ Χριστός μία ᾿Εκκλησία ἵδρυσε καίὄχι πολλές παράλληλα φερόμενες. ῾Η ἑνότητα εἶναι σύμφυτη στήν ἔννοια τῆς ᾿Εκκλησίας σάν κοινωνίας καί σώματος συνεκτικοῦ. ῾Η συνύπαρξη ἑνότητας καί πολλότητας σέἕνα καί τό αὐτό σῶμα εἶναι ἔννοια συγκρουόμενη καίἀντιφατική. Τήν μία ᾿Εκκλησία προεικόνισε ἡ Π. Διαθήκη σάν μιά βασιλεία πού πρέπει νά περιλάβει στούς κόλπους της ὅλα τάἔθνη τῆς γῆς καί σάν ὅρος Κυρίου στόὁποῖο θά συναχθοῦν ὅλοι οἱ λαοί. Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος γιά μία ᾿Εκκλησία, ἡὁποία παρουσιάζεται σάν μία ποίμνη127, σάν οἶκος Θεοῦἤ Χριστοῦ128, σάν μία νύμφη129 καίἕνα σῶμα Χριστοῦ.

Τά οὐσιώδη στοιχεῖα τάἀπεργαζόμενα τήν ᾿Εκκλησία σάν ἕνα σῶμα συνεκτικό καί συμπαγές εἶναι τρία· ἡἑνότητα στήν πίστη, στή λατρεία καί στή διοίκηση.

α. ῾Η ἑνότητα στήν πίστη, ἡὁποία ἀποτελεῖ τό σύνδεσμο τόν συνάπτοντα τούς πιστούς μεταξύ τους καί μέ τόν Κύριο, ἐπικεντρώνεται στήν ὁμολογία τῆς ἴδιας δογματικῆς διδασκαλίας, καί στόὁποῖο τοποθετεῖ μεγάλο βάρος ὁἀπόστολος Παῦλος παραινώντας τούς πιστούς νά φυλάσσουν τήν παρακαταθήκη τῆς πίστεως, καταπολεμώντας συγχρόνως τούς ψευδοπροφῆτες καί τούς ψευδοδιδασκάλους130.

β. ῾Η λατρεία (φυσικάἡ δογματική), ὡς δοξολογικήἀνύμνηση τοῦὀνόματος τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐκφράζουσα ὁμοίως τήν πίστη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καίἑνιαίως τηρουμένη σέὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, εἶναι ἐπίσης ἀξιόλογο συστατικό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά ποικίλλοντα λειτουργικάἔθιμα καί οἱ παραδόσεις πού παρατηροῦνται στή λατρεία τῶν κατά τόπους ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν, φυσικά δέν καταργοῦν τή βασικήἑνότητα λατρείας τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας.

γ. Τέλος, ἡἐν τῇ διοικήσει ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκφράζεται διά τῆς ὑποταγῆς τῶν χριστιανῶν σέ μίαν ἀρχή καί αὐθεντία, τήν ἱεραρχία. Τήν ἀνάγκη αὐτήἀπαιτεῖἡ παράσταση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς βασιλείας καίἑνιαίου σώματος καί κοινωνίας, ἡὁποία προφανῶς δέν μπορεῖ νάὑπάρξει χωρίς κύρος καί αὐθεντία, ὅπως ἄλλωστε αὐτό συμβαίνει καί σέὅλα τάἄλλα κοινωνικά σώματα καίὀργανισμούς τοῦ κόσμου τούτου.

 

101. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

Πρῶτα πρέπει νά σημειωθεῖὅτι τήν ἑνότητα στήν πίστη δέν τήν παραβλάπτει τό γεγονός ὅτι τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας δέν πιστεύουν ὅλα στόν ἴδιο βαθμό καί στήν ἴδια ἔκταση τό δογματικό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Καί νά θέλαμε νά συνέβαινε αὐτό, ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἀδύνατο. Οἱ δογματικές ἀλήθειες εἶναι πολλές καί δύσκολες καίὁ πολύς λαός δέν μπορεῖ νά τίς νοήσει ὅλες καίἐπακριβῶς. Καί οἱ εἰδικοίἀκόμη πολλές φορές μπερδεύονται. ᾿Εκεῖνο πούἀπαιτεῖται ἀπό τούς Χριστιανούς εἶναι νά γνωρίζουν σέ γενικές γραμμές τά βασικά δόγματα τῆς πίστεως καί νά πειθαρχοῦν στή διδακτική αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τίς λεπτομέρειες ἀσχολοῦνται οἱ θεολόγοι.

᾿Εκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι κυρίως οἱ αἱρέσεις, τά σχίσματα καί οἱ κάθε λογῆς ἀνταρσίες οἱἀναφυόμενες στούς κόλπους της καίἐκταράσσουσες τήν εἰρηνική ζωή τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματός της. ῾Η αἵρεση εἶναι ἡὁλικήἤ μερικήἄρνηση τῆς πίστεως, πού στό πρακτικό πεδίο ἐκφράζεται συνήθως σάν ὁμαδικήἀναταραχή καίἀναστάτωση, καταλύοντας τήν ἀγάπη πού πρέπει νά συνδέει τά μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας μεταξύ τους. Τό δέ σχίσμα, μέ τίς ἴδιες ἐπιπτώσεις, εἶναι ἡἀθέτηση τοῦ διοικητικοῦ συστήματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ εἶναι ἡἐγωπάθεια, ἡ φιλοδοξία καί τό πάθος, χωρίς ν’ ἀποκλείεται καί μιάἀνεπίγνωστη καίὄχι πάντοτε ἀπό κακή προαίρεση ἀπόκλιση ἀπό τή θεία ἀλήθεια.

Τήν αἵρεση καί τό σχίσμα ἡ᾿Εκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς παράλληλα ἐργαστήρια σωτηρίας· ἔχοντας δέ τή συνείδηση ὅτι εἶναι ὁ φύλακας τῆς παραδοθείσας θείας ἀλήθειας καί μετάἀπό προσπάθεια νά συνετίσει τούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς, προέβαινε, στό μέτρο πού αὐτοί παρέμεναν πεισματικάἀμετάπειστοι, σέἀποκοπή τους ἀπό τόὑγιές σῶμα της καί παράδοσή τους στό Σατανᾶ, γιά δύο βασικούς λόγους· πρῶτα γιά νά προφυλάξει τάὑγιή μέλη της ἀπό τή λύμη τῆς αἱρέσεως καίἔπειτα γιά νάὁδηγήσει τούς ἀποκοπέντες σέ μετάνοια. ῾Η ᾿Εκκλησία βέβαια δέν ἀπέκοπτε ἀπό τό σῶμα της πάντοτε ὅλα τά αἱρετικά καί σχισματικά κινήματα (λ.χ. τό σχίσμα ἐπί τοῦ᾿Ακακίου). Αὐτόὅμως δέν σημαίνει ὅτι τά κινήματα αὐτά εἶχαν αὐτοδίκαιη θέση στούς κόλπους της. ῾Απλάἡ᾿Εκκλησία ἀνέβαλλε τήν ἀποκοπή τους ἀποβλέποντας στή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους. Οὔτε πάλι εἶναι σωστήἡ διάκριση τῶν δογμάτων σέ κύρια καί δευτερεύοντα καίὅτι ἡἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας διασπᾶται μόνο ἀπό τά κύρια δόγματα καίὄχι ἀπό τά δευτερεύοντα. Οἱ δογματικές ἀλήθειες ἀποτελοῦν ἑνιαῖο σύνολο, τόὁποῖο στέκει ἤ πέφτει ὁλόκληρο. ῾Η ἄρνηση τῶν ἐπουσιωδῶν δογμάτων χωρεῖἀκολούθως καί στήν ἄρνηση τῶν κύριων, ἀπό τάὁποῖα ἐκεῖνα ἐξαρτῶνται. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή αἱρετικοί εἶναι καί οἱἑτερόδοξοι, αὐτοί πούἀρνοῦνται ἐπί μέρους δογματικές ἀλήθειες καί τῶν ὁποίων ἡ προσέλευση στήν ᾿Ορθοδοξία (λόγω ἐγγύτητος) εἶναι εὐχερέστερη.