ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

102. Τί σημαίνει ἡἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

103. Τί σημαίνει ἡ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

104. Τί εἶναι ἡἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

105. Τί εἶναι ἡἐκκλησιαστικήἱεραρχία;*

106. ῾Η ὕπαρξη τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη τοῦἱερατείου;

107. Πόσοι εἶναι οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης;

108. Ποιός εἶναι ὁἀνώτατος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας;

109. Τί εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα;

110. Τί εἶναι τό παπικό ἀλάθητο;

111. Τί φρονοῦν περί᾿Εκκλησίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

112. Τί εἶναι ἡ θεωρία τῶν Κλάδων (Βἶὰὃὴ῍ Τ῍ὸ῏ἶὗ);

113. Τί εἶναι ἡ περίἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας θεωρία;  


102. Τί σημαίνει ἡἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι καθίδρυμα ἅγιο, ὡς ἀποτελούμενη ἀπόἁγίους, ὅπως ὀνομάζονταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί131, οἱὁποῖοι, ἀποχωριζόμενοι διά τοῦ βαπτίσματος ἀπό τόν βέβηλο κόσμο, ἀφιερώνονταν στό Θεό. Εἰδικότερα ἡἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκτιμᾶται στίς δύο ὄψεις της, θεία καίἀνθρώπινη. Κατά τήν πρώτη εἶναι ἁγιότητα θεωρητική (μεταφυσική) καίἀπόλυτη. Εἶναι ἡἀπόλυτη ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁἱδρυτής καίἡἀόρατη κεφαλή της132, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού φόρεσε τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί μπῆκε στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Τήν ᾿Εκκλησία του ἀγάπησε ὁ Χριστός «καίἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα αὐτήν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦὕδατος ἐν ῥήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτήν ἑαυτῷἔνδοξον τήν ἐκκλησίαν, μήἔχουσαν σπίλον ἤῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖἁγία καίἄμωμος»133. ᾿Ακόμη ἅγιο εἶναι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πούἐνοικεῖ στήν ᾿Εκκλησία, τήν ἁγιάζει καί τήν ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». ᾿Επιπλέον ἁγία εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦἡὁποία τρέφει πνευματικά καί αὐξάνει τήν ᾿Εκκλησία, ἅγια τά μέσα τῆς σωτηρίας (τάἱερά μυστήρια) καίἁγιαστικός ὁ σκοπός της, ὅπως μαρτυροῦν τό πλῆθος τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων τῆς πίστεως καί οἱ πολλές ἀρετές πού βλαστάνουν στό πνευματικό της ἔδαφος.

Τό πράγμα ὅμως διαφέρει ἄν ἀποβλέψουμε στήν πρακτικήἐμπειρική της ἁγιότητα, ἡὁποία ἀντιστοιχεῖ στήν ἀνθρώπινη πλευρά τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εδῶἡἁγιότητα δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Τάἱστορικά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι ὅλα ἅγια. ῾Ως ἄνθρωποι ἀδύνατοι ἔχουν ἁμαρτίες καί πάθη, τάὁποῖα προσπαθεῖ νά διορθώσει ἡ᾿Εκκλησία. ῾Η ἁμαρτωλή αὐτή κατάσταση τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ἀναιρεῖ τήν ἀπόλυτη ἁγιότητά της, ὡς ἱδρύματος πούἔχει κεφαλή του τό Χριστό καί ψυχή τό Πνεῦμα τό῞Αγιο. ῾Η παντελής ἔλλειψη ἁμαρτωλῶν μελῶν θάἀναιροῦσε τόν ἁγιαστικό σκοπό τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Αν ἦταν ὅλοι ἅγιοι, ποιόν θάἁγίαζε ἡ᾿Εκκλησία; Στόἱστορικόἐμπειρικόἔδαφος τῆς ᾿Εκκλησίας, παράλληλα μέ τούς ἁγίους (σέ σχετικό βέβαια βαθμό, γιατίἀπόλυτα ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός) πού εἶναι μυστικάἑνωμένοι μέ τό Σωτήρα (τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ) θάὑπάρχουν καί θά συμφύρονται μέ αὐτούς πολλοίἁμαρτωλοί χριστιανοί, οἱὁποῖοι μοχθοῦν καίἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους. ῾Ο χωρισμός δέν πρόκειται νά γίνει ἐνόσω ἡ᾿Εκκλησία θά ζεῖ τήν ἱστορική της ἀποστολή στή γῆ. ῾Ο τελικός διαχωρισμός τῶν δικαίων ἀπό τούς ἀδίκους θά γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία καί μετά τήν καθολική κρίση καίἀνταπόδοση.

Τήν κατάσταση αὐτή περιέγραψε ὁ Σωτήρας σέ πολλές παραβολές του. Στό χωράφι στόὁποῖο134 βλάστησε καλό σπέρμα (σιτάρι) φύτρωσαν μαζί του καί ζιζάνια (ἄχρηστα χόρτα). Οἱὑπηρέτες ζήτησαν ἀπό τόν κύριο τοῦἀγροῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά ξεριζώσουν τά ζιζάνια. ᾿Εκεῖνος ὅμως τούς ἀπέτρεψε ἀπό φόβο μήπως μαζί μέ τά ζιζάνια ξεριζωθεῖ καί τό καλό σπέρμα. ῎Αστε τα –τούς εἶπε– νά αὐξάνονται μαζί καί κατά τήν ὥρα τοῦ θερισμοῦ θά γίνει ὁ χωρισμός ἀπό τούς θεριστές, οἱὁποῖοι τόν μέν σίτο θά φυλάξουν στίς ἀποθῆκες, τά δέ ζιζάνια θά τά ρίξουν στή φωτιά νά καοῦν. ᾿Επίσης στή σαγήνη (τό δίχτυ)135 μαζεύτηκαν ψάρια κάθε εἴδους. ῞Οταν λοιπόν γέμισε, τόἀνέσυραν στή στεριά καί διάλεξαν τά καλά καί χρήσιμα ψάρια ἀπό τά κακά καίἄχρηστα. ῞Ομοια καί τόἁλώνι του136 θά καθαρίσει ὁ Χριστός καί τό μέν στάρι (τούς καλούς) θά τό βάλει στίς ἀποθῆκες, τά δέἄχυρα (τούς κακούς) θά κάψει μέ φωτιά. Τή βασιλεία του (τήν ᾿Εκκλησία) ὁ Χριστός παρέβαλε καί μέ γεῦμα, στόὁποῖο137 οἱ προσκαλεσμένοι δέν εἶχαν ὅλοι ἔνδυμα γάμου.

῾Η ᾿Εκκλησία ἀπό παλαιά καταδίκαζε τίς ἀσκητικές ὑπερβολές ὅλων ἐκείνων (Νοβατιανῶν κ.ἄ.), οἱὁποῖοι νόμιζαν ὅτι ἡ᾿Εκκλησία πρέπει νά περιλαμβάνει στούς κόλπους της μόνο τέλειους καίἁγίους. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι πρέπει ν’ ἀδιαφορεῖ γιά τήν πνευματική κατάσταση τῶν ἁμαρτωλῶν μελῶν της τάὁποῖα πρέπει νά παιδαγωγεῖἐν Χριστῷ, οὔτε καί νά μένει ἀπαθής πρός τά τυχόν σκάνδαλα, τάὁποῖα ἐκταράσσουν τή συνείδηση τοῦ ποιμνίου.

 

103. Τί σημαίνει ἡ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

῾Ο ὅρος «καθολική» ὁἀποδιδόμενος στήν ᾿Εκκλησία ἀπό τόἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, μπορεῖ νάἐκληφθεῖ μέἔννοια εἴτε τοπική εἴτε τροπική. Μέ τήν τοπική του ἔννοια ὁὅρος (καθολικός = ὁ τοῦὅλου, ὁἀναφερόμενος στόὅλον) σημαίνει τήν ᾿Εκκλησία τῆς ὁποίας ὁἐπεκτατικός δυναμισμός τείνει νά περιλάβει στούς κόλπους της ὁλόκληρο τόν κόσμο καίἡὁποία ἀριθμεῖ μέλη σέὅλους τούς λαούς τῆς γῆς. Οἱ᾿Απόστολοι, λαβόντες τήν ἐντολή τοῦ Διδασκάλου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τάἔθνη...»138, διέδωσαν τό Εὐαγγέλιο σ’ ὁλόκληρη τήν κτίση, «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καί τόν λόγον βεβαιοῦντος»139. Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ καθολικός αὐτός δυναμισμός τῆς ᾿Εκκλησίας νά περιλάβει στούς κόλπους της ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, τήν ἀντιθέτει πρός τό στενό πνεῦμα τῆς ᾿Ιουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς περιοριζόμενης σέἕνα μόνον ἔθνος.

Μέ τήν τροπική της δέἔννοια (καί αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο) ἡ λέξη σημαίνει τήν ᾿Εκκλησία, ἡὁποία, διαδεδομένη σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀποτελεῖἕνα ἑνιαῖο ὅλο, σέἀντίθεση μέ τίς αἱρετικές ἤ σχισματικές ᾿Εκκλησίες, οἱὁποῖες καταστρέφουν τήν ἑνότητα αὐτή. Ποιός ὅμως εἶναι ὁ συνεκτικός δεσμός ὁ συνάπτων τίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες μεταξύ τους; ῾Ο δεσμός αὐτός εἶναι ἡἑνότητα στήν πίστη, τή λατρεία καί τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας, στοιχεῖα τάὁποῖα ἀποτελοῦν –ὅπως εἴδαμε– καί τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτήἡ καθολικότητα ἀποτελεῖ τήν ἱστορική πιστοποίηση τοῦἑνιαίου τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι καθολική, καθόσον εἶναι μία. Εἶναι φανερόν ὅτι μέ τήν ἔννοια τῆς καθολικῆς ἑνότητας καθολική μπορεῖ νάὀνομασθεῖ καί μία τοπική᾿Εκκλησία (῾Ελλάδος, Κύπρου, Ρωσίας κ.λπ.). Εἶναι δέ καθολική, γιατί σ’ αὐτήν ὁμολογεῖται ἡἴδια πίστη καί τηρεῖται ἡἴδια λατρεία καί τόἴδιο διοικητικό σύστημα. Μέἄλλα λόγια εἶναι καθολικήἐπειδή εἶναι ὀρθόδοξη, τμῆμα τῆς μίας ἁγίας ᾿Εκκλησίας τοῦ Κυρίου. Καί κάτι ἄλλο. Καθολική κακῶς προσαγορεύεται ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, διότι δέν ἔμεινε πιστή στόἀρχαιοπαράδοτο δόγμα τῆς πίστεως καί στό πολίτευμα τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας (Παπικό πρωτεῖο). Καθολική κατά κυριολεξία εἶναι μόνο ἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Ανατολική᾿Εκκλησία, ἡὁποία διακρατεῖ καί διδάσκει ἀνόθευτη τή διδασκαλία τῆς πίστεως.

 

104. Τί εἶναι ἡἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;

῾Η ἀποστολικότητα ἐκφράζει τήν προέλευση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς ἱδρύματος πού κτίσθηκε ἀπό τό Χριστό πάνω στό θεμέλιο τῶν ᾿Αποστόλων, μέἀκρογωνιαῖο λίθο τόν ἴδιο τόν Κύριο140. Δύο εἶναι τά στοιχεῖα πούἐκφράζουν τήν ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρῶτα τό γεγονός ὅτι σ’ αὐτή φυλάσσεται ἀνόθευτη ἡ διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων ὅπως καί τό σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως· καί δεύτερον, ἡἑνότητα τῶν ἐπισκόπων μέ τούς ᾿Αποστόλους διά τῆς λεγόμενης ἀποστολικῆς διαδοχῆς, δηλαδή τῆς συνέχειας τοῦἐπισκοπικοῦἀξιώματος τόὁποῖο μεταδίδεται διά κανονικῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων, μαρτυρουμένης ἱστορικῶς. Οἱ᾿Απόστολοι, δηλαδή, χειροτόνησαν τούς διαδόχους των ἐπισκόπους, αὐτοί τούς δικούς τους, οἱἄλλοι τούς ἄλλους κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. ῾Η ἀποστολική διαδοχή σέ σύνδεσμο μέ τήν ἑνότητα πίστεως καί διοικήσεως (στοιχεῖα πούὅπως εἴδαμε –ἀναφέρονται στήν καθολικότητα καί τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας), εἶναι ἡ λυδία λίθος πού διακρίνει τήν ἀληθινή᾿Εκκλησία ἀπό κάθε ἄλλο αἱρετικό καί σχισματικό κατασκεύασμα. ῾Η ᾿Εκκλησία πού διατηρεῖ τήν ἀποστολική διαδοχή εἶναι γνήσια καί αὐθεντική, ἐνῶἐκείνη πού τήν ἔχει χάσει εἶναι ψεύτικη καίἀναληθής. Βεβαίως ὑπάρχουν ᾿Εκκλησίες οἱὁποῖες διατηροῦν τή διαδοχή στόν ἐπισκοπικό τους βαθμό, πούὅμως δέν εἶναι γνήσιες καί αὐθεντικές, διότι στό δρόμο χάλασαν, ἀφοῦἀλλοίωσαν ὁρισμένα δόγματα τῆς πίστεως (Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία). Δηλαδή μία ᾿Εκκλησία τότε μόνο εἶναι ἀποστολική, ὅταν μαζί μέ τήν φύλαξη τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, δέν ἔχει ἀλλοιωθεῖἀπό τήν αἵρεση καί τήν πλάνη.

 

105. Τί εἶναι ἐκκλησιαστική ἱεραρχία;*

Εἶναι τό διοικητικό σύστημα τῆς ᾿Εκκλησίας (ὁ κλῆρος γενικά), τόὁποῖο ἀσκεῖ τό τρισσό λυτρωτικόἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ (προφητικό), τελώντας τάἱερά μυστήρια (ἀρχιερατικό) καί διοικώντας πνευματικά τούς πιστούς (βασιλικό). ῾Η ἱεραρχία ἀνάγει τήν ἀρχή της στόν Κύριο, ὁὁποῖος ἐξέλεξε τούς δώδεκα ᾿Αποστόλους (καί τούς ῾Εβδομήκοντα) στούς ὁποίους ἔδωσε τό δικό του κύρος καί τήν αὐθεντία, ἐφοδιάσας αὐτούς μέ τή δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος141. Αὐτοί μέ τή σειρά τους διώριζαν ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι τούς διαδόχους των ἐπισκόπους στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, χειροτονώντας συγχρόνως πρεσβυτέρους καί διακόνους γιά τήν πνευματική διαποίμανση τῶν πιστῶν. ῎Ετσι τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας διαιρέθηκε σέ δύο τάξεις, τόν ἱερό κλῆρο (τήν ἱεραρχία μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια) καί τόν λαό.

(* Περίἱεραρχίας θά μιλήσουμε καί στή συνέχεια, ἐξετάζοντας τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης).

 

106. ῾Η ὕπαρξη τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη τοῦἱερατείου;

῎Οχι, δέν τήν ἀναιρεῖ, γιατίἄλλο πράγμα εἶναι τόἕνα καίἄλλο τόἄλλο. Τό βασίλειο ἱεράτευμα εἶναι ἡ καθολικήἱερωσύνη πούἀποδίδεται γενικά σέὅλους τούς πιστούς, οἱὁποῖοι χαρακτηρίζονται ἀπό τή Γραφή «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν...»142. ῾Η γενικήἱερωσύνη ἡἐκφραζόμενη διά τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος εἶναι δίδαγμα σωστό. Τό σῶμα τῶν πιστῶν βάσει τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος διά τῶν ὁποίων ἐνσωματώνονται στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν, ὅπως καί οἱ κληρικοί, κατά εἰδικό βέβαια τρόπο, στό λυτρωτικόἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, ὄντας διδάσκαλοι, ἱερεῖς καί βασιλεῖς στήν προσωπική τους ζωή καί στόν εἰδικό χῶρο τῆς λειτουργικότητάς τους. Αὐτήὅμως ἡ γενικότερη καί εὐρύτερη ἱερωσύνη δέν καθιστᾶ περιττή οὔτε ἀντικαθιστᾶ τήν εἰδικήἱερωσύνη, ἡὁποία ἀνήκει αὐστηρά σέὁρισμένη τάξη χριστιανῶν, τούς κληρικούς. Οἱ δύο ἱερωσύνες, ἡ εἰδική καίἡ γενική, συνυπάρχουν παράλληλα στήν ᾿Εκκλησία, χωρίς ἡ μία νά καταργεῖ τήν ἄλλη.

Εἶναι ἐνδεικτικόὅτι καί στήν Π. Διαθήκη, ὅπου ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ χαρακτηριζόταν ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα»142α, παράλληλα μέ τήν γενική αὐτήἱερωσύνη ὑπῆρχε καί τό εἰδικόἱερατεῖο τοῦ᾿Ααρών. Τόσο δέ αὐστηρό καί προσωπικόἦταν τόἱερατεῖο αὐτό, ὥστε ὅταν ὁ βασιλιάς ᾿Οζίας τόλμησε νά προσφέρει θυμίαμα στό ναό κτυπήθηκε ἀπό τό Θεό μέ λέπρα143, τούς δέἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ρουβήμ καί τοῦ Λευΐ, οἱὁποῖοι ἀμφισβήτησαν τήν ἱερωσύνη τοῦ οἴκου τοῦ᾿Ααρών, ἄνοιξε καί τούς κατάπιε ἡ γῆ144. ῾Επομένως δέν ἔχουν δίκιο οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱὁποῖοι μέ βάση τή γενικήἱερωσύνη τοῦ λαοῦἀρνοῦνται τό εἰδικόἱερατεῖο τῆς ᾿Εκκλησίας.

 

107. Πόσοι εἶναι οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης;

Εἶναι τρεῖς, ὁ τοῦ διακόνου, τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦἐπισκόπου, ὅλοι μαρτυρούμενοι στήν ῾Αγία Γραφή. Καίὁ μέν ἐπίσκοπος εἶναι τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας καίἡὁρατή κεφαλή τῆς κατά τόπους ᾿Εκκλησίας. Χωρίς αὐτόν δέν μπορεῖ νά νοηθεῖἡ᾿Εκκλησία145. Στόἀξίωμά του καθίσταται διά χειροτονίας ἀπόἄλλους ἐπισκόπους, αὐτός δέ πάλι διά χειροτονίας καθιστᾶ στόν οἰκεῖο βαθμό τούς διακόνους καί τούς πρεσβυτέρους. Οἱ διάκονοι εἶναι ἁπλοί βοηθοί τῶν ἐπισκόπων καί τῶν πρεσβυτέρων, χωρίς εὐρύτερη μυστηριακή δικαιοδοσία. Οἱ δέ πρεσβύτεροι τελοῦν ὅ,τι καίὁἐπίσκοπος ἐκτός ἀπό τή μετάδοση τῆς ἱερωσύνης καί τόν καθαγιασμό τοῦἁγίου μύρου, ἡ τέλεση τῶν ὁποίων ἀνήκει μόνο στόν ἐπίσκοπο. Καλοῦνται δέ καίἱερεῖς, ἐπειδή προσφέρουν τή θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας.

᾿Αληθεύει βέβαια ὅτι στήν Κ. Διαθήκη οἱὅροι ἐπίσκοπος καί πρεσβύτερος ἦταν κατ’ ἀρχάς ἰσοδύναμοι καίἐναλλάσσονταν. ῎Ετσι οἱ πρεσβύτεροι στήν ῎Εφεσο καί τούς Φιλίππους ὀνομάζονταν καίἐπίσκοποι146. Αὐτόὅμως δέν σημαίνει ταύτιση τῶν δύο ἱερατικῶν βαθμῶν. Παρά τήν ἐναλλαγή τῶν ὀνομάτων, ἄλλοι ἦταν οἱ πρεσβύτεροι καίἄλλοι οἱἐπίσκοποι. Πρῶτοι ἐπίσκοποι τῆς ᾿Εκκλησίας ἦταν οἱ᾿Απόστολοι, οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱὁποῖοι χειροτονοῦσαν τούς ἰδίως ἐπισκόπους ὡς διαδόχους των στόἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας. ῾Ως τέτοιοι ἐπίσκοποι μνημονεύονται ὁ Τιμόθεος στήν ῎Εφεσο καίὁ Τίτος στήν Κρήτη, ὅπως ἐπίσκοποι ἦταν καί οἱἑπτάἄγγελοι τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῆς ᾿Αποκαλύψεως.

Τό τρισσόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας μαρτυρεῖται περιφανῶς ἀπό τή χορεία τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενδεικτική εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦἁγίου ᾿Ιγνατίου ᾿Αντιοχείας· «῾Ομοίως πάντες ἐντρεπέσθωσαν τούς διακόνους ὡς ἐντολήν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τόν ἐπίσκοπον ὡς ᾿Ιησοῦν Χριστόν τούς δέ πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον Θεοῦ καίὡς σύνδεσμον τῶν ᾿Αποστόλων»147.

Διατυπώθηκε βέβαια καίἡἰδέα (῾Ιερώνυμος) ὅτι στήν ἀρχή τήν ᾿Εκκλησία κυβερνοῦσαν οἱ πρεσβύτεροι καίὅτι πρός ἀποφυγήἐρίδων ἐξέλεξαν ἕνα ἐξ αὐτῶν γιά νά τούς κυβερνᾶ, τόν ὁποῖον ὀνόμασαν ἐπίσκοπο. Στήν ἄποψη αὐτή στηρίζουν ὁρισμένοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων τή γένεση τοῦἐπισκοπικοῦἀξιώματος. Αὐτόὅμως δέν εἶναι σωστό, γιατί, κι ἄν ἀλήθευε ἡ γνώμη αὐτή, δέν ἐξηγεῖται πῶς σέὅλα τά μέρη καί κατά τόν ἴδιο τρόπο κανονίσθηκε τό πράγμα. Οὔτε πάλι εἶναι σωστήἡἄλλη προτεσταντική θεωρία κατά τήν ὁποία πρώϊμα ὁρισμένοι φίλαρχοι πρεσβύτεροι σφετερίσθηκαν τόἐπισκοπικόἀξίωμα, δηλαδήἀνακηρύχθηκαν οἱἴδιοι ἐπίσκοποι. ῞Ενα τέτοιο «πραξικόπημα» θά δημιουργοῦσε ὁπωσδήποτε ἀντιδράσεις, οἱὁποῖες ὅμως δέν μαρτυροῦνται πουθενά, οὔτε τό φαινόμενο τῆς ὑφαρπαγῆς μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Τουναντίον οἱἐπισκοπικοί κατάλογοι τῶν ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν ἀνέρχονται ἀδιάκοπα μέχρι τῶν ᾿Αποστόλων.

 

108. Ποιός εἶναι ὁἀνώτατος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας;

Φυσικάὁἐπίσκοπος, δυνάμει τοῦἀξιώματος τῆς ἀρχιερωσύνης του. Στή βάση αὐτοίὅλοι οἱἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους. Τήν ἰσότητα αὐτή δέν παραβλάπτουν ἐκκλησιαστικές διακρίσεις πούἀπονέμονται σέἐπισκόπους διοικητικῶν περιφερειῶν, τούς μητροπολίτες, ἤἐπίσημων πρωτευουσῶν πόλεων, τούς Πατριάρχες, τέσσερις μετά τό σχίσμα· Κωνσταντινουπόλεως, ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αντιοχείας καί῾Ιεροσολύμων. Οἱ Πατριάρχες διαφέρουν ἀπό τούς μητροπολίτες καί αὐτοίἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο κατά τήν καθέδρα καίἄλλα διοικητικά προνόμια (μέ αὐτάἀσχολεῖται τό κανονικό δίκαιο). ῾Ως γνωστό, σέ κάθε αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία διοικητικήἀρχή εἶναι τό συνοδικό σύστημα.

῾Η ἀνώτατη ἀρχή τῶν τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν εἶναι ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων, ὅλων δέ τῶν ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων, συνερχομένων σέ σύνοδο Οἰκουμενική. Σ’ αὐτήἐκφράζεται τόἀλάθητο τῆς ᾿Εκκλησίας, πού αὐτήἔχει ἀπό τό῞Αγιο Πνεῦμα, τόὁποῖο μένει σ’ αὐτή, τή φωτίζει καί τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (᾿Ιωάν. 16,13). Οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ὡς ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι εἰλημμένες εἶναι ἀλάθητες, αἰώνιες καίἀκατάλυτες, δεσμεύουσες τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οτι δέ εἶναι ἀποφάσεις λαμβανόμενες μέ τό φωτισμό καί τήν ἐπιστασία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, φανερώνει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ συνοδικοίἐπίσκοποι ὑπογράφουν τά θεσπίσματα τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων· «῎Εδοξε τῷἁγίῳ Πνεύματι» καί «ταῦτα ὁρίσας ὑπέγραψα». Παρόλο ὅμως ὅτι οἱἐπίσκοποι στήν οἰκουμενική σύνοδο ἀποφαίνονται ἢ῟ἶὸὶἂἇἂὃ῏ (θείῳ δικαίῳ) καίὄχι ὡς ἁπλοίἐντολοδόχοι τῶν πιστῶν, ἐντούτοις ἡἀποδοχή τῶν ἀποφάσεών τους ἀπό τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελεῖ τόἐξωτερικό κριτήριο ὅτι δογματίζοντες χειραγωγοῦνταν ἀπό τό῞Αγιο Πνεῦμα καίἑρμήνευαν ὀρθῶς τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας.

Πρέπει νά σημειωθεῖὅτι ἡ παρουσία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στίς οἰκουμενικές συνόδους δέν εἶναι φανέρωση νέων δογμάτων, γιατίἡ θεία ἀποκάλυψη ἔκλεισε ὁριστικά στό πρόσωπο τοῦἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἁπλήἐπιστασία, δηλαδή προφύλαξη τῶν συνοδικῶν ἀπό κάθε πλάνη, καί χειραγωγία στήν ἀλάθητη διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Αὐτό διαπιστώνεται καίἀπό τό γεγονός ὅτι οἱἐπίσκοποι στή σύνοδο δέν ἀναμένουν μηχανικά τήν ἔμπνευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἀλλά συζητοῦν ἐλεύθερα τά ζητήματα καίἐργάζονται μέὅσες δυνάμεις ὁ καθένας διαθέτει, τό δέἐπιστατοῦν Πνεῦμα, χωρίς νά καταργεῖ τήν ἀνθρώπινη προσπάθειά τους, τήν ἐνισχύει καί τήν καθοδηγεῖ στή διατύπωση τῆς θείας ἀλήθειας.

 

109. Τί εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα;

Εἶναι αἵρεση τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας ἀναφερόμενη στό διοικητικό σύστημα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅλοι οἱ᾿Επίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους, τήν δέἀνώτατη ἀρχή καίἐξουσία συγκεντρώνει τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων της, οἱὁποῖοι εἶναι ὁ νόμιμος καίἀλάθητος φορέας τῆς ἐξουσίας αὐτῆς, στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία φορέας ὅλων τῶν ἐξουσιῶν εἶναι ὁἐπίσκοπος Ρώμης. ῾Ο Πάπας κατέχει τήν πλήρη καίὕψιστη δύναμη δικαιοδοσίας σ’ ὁλόκληρη τήν ᾿Εκκλησία, ὄχι ἁπλῶς σέ ζητήματα πίστεως καίἤθους, ἀλλά καί στήν πειθαρχία καί τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας (δόγμα ὶὸὺἂὶὸ)148. Τήν πίστη τους αὐτή στηρίζουν στόὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ᾿Απ. Πέτρου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης, σ’ αὐτόν δέ μεταβιβάζει ἐκεῖνος ὅλες τίς προνομίες πού εἶχε ἀπό τό Διδάσκαλο. Τῷὄντι πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός κατέστησε τόν Πέτρο πρῶτο μεταξύ τῶν ἄλλων ᾿Αποστόλων καίὁρατή κεφαλή τῆς ὅλης ᾿Εκκλησίας, παραχωρήσας σ’ αὐτόν ἄμεσα καί προσωπικά (στό πρόσωπό του) τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας πάνω σέὅλη τήν ᾿Εκκλησία (ἲὸὺἂὶὸ)149. Τό πρωτεῖο αὐτό τοῦἐπισκόπου Ρώμης, στή διατύπωση τοῦὁποίου ὠθεῖτο ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ἀπό τόἐξουσιαστικό καίἀπολυταρχικό πνεῦμα της, στήν ἀρχήἐκδιπλωνόταν ἐπί τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, βραδύτερα ὅμως καίἰδίως ἀπό τόν θ´ αἰώνα ἄρχισε νά στοχεύει ἐμφανέστερα καί τήν πνευματικήἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας κυριαρχία.

Τά δόγματα ὅμως αὐτά τῶν Παπικῶν κάθε ἄλλο παρά σωστά εἶναι. Τό χωρίο Ματθ. 16,18· «Σύ εἶ Πέτρος, καίἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν» στόὁποῖο στηρίζονται κυρίως οἱ παπικές ἀξιώσεις, δέν σημαίνει ὅ,τι συνήθως ἀντιλαμβάνονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. ῾Η λέξη πέτρα μέὁποιαδήποτε ἔννοια κι ἄν νοηθεῖ, εἴτε σημαίνουσα τόν Πέτρο σάν βράχο τῆς πίστεως εἴτε –τό κυριότερο– τήν ὁμολογία πίστεως τοῦ μαθητῆ, σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά σημαίνει ὅτι ἡ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά κτιζόταν ἐπί μόνου τοῦ᾿Αποστόλου Πέτρου. Καίἡἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας», πού χορηγεῖται στή συνέχεια τοῦ χωρίου στόν Πέτρο (Ματθ. 16,19· «Καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καίὅἐάν δήσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς...») χορηγεῖται ἐπίσης ἀπό τόν Κύριο καί στούς ἄλλους μαθητές· «ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»150, ὅπως καίἡἐποικοδόμηση τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στόν Πέτρο σάν σέ λίθο μερικότερο (ἀκρογωνιαῖος εἶναι ὁ Χριστός· Α´ Κορ. 3,11), δέν ἀποκλείει τοῦ προνομίου αὐτοῦ καί τούς ἄλλους μαθητές· «Οὐκέτι ἐστέ ξένοι καί πάροικοι, ἀλλά συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. 2,19-20).

῞Οπως ὅμως μαρτυροῦν οἱ Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων καί οἱἄλλες ἐπιστολές, ὁ Πέτρος δέν εἶχε λάβει ἀπό τόν Κύριο καμιάὑπεροχήἔναντι τῶν ἄλλων ᾿Αποστόλων. ᾿Αλλά καίἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οὐδέποτε τό προνόμιο αὐτό θά μεταβιβαζόταν στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς διάδοχο τοῦ Πέτρου, ἁπλούστατα γιατίὁ Πέτρος μαρτύρησε μέν στή Ρώμη, ποτέὅμως δέν ἐχρημάτισε πρῶτος ἐπίσκοπος αὐτῆς151. Καί βέβαια εἶχε πρεσβεῖα ὁ Ρώμης στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία· αὐτάὅμως δέν ἦταν πρεσβεῖα ἐξουσίας καίἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας, ἀλλ’ ἁπλά πρεσβεῖα τιμῆς, ἐπειδήἦταν ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, τῆς λαμπρᾶς καί δοξασμένης πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τῆς μητέρας τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων152.

᾿Εάν πάλι ὁἐπίσκοπος Ρώμης εἶχε ἢ῟ἶὸὶἂἇἂὃ῏ τήν ἐξουσία του ἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς διάδοχος δῆθεν τοῦ Πέτρου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης, τότε καίἄλλοι ἐπίσκοποι κατασταθέντες ἀπό τόν Πέτρο (μάλιστα ὁ᾿Αντιοχείας) ἔπρεπε μέ τό αὐτό σκεπτικό νάἦταν μέτοχοι σέἴση μοίρα στήν ὑποτιθέμενη ἐξουσία καί τά πρωτεῖα τοῦ πάπα Ρώμης. Τέλος, ἄν οἱ Πάπες, ἐκχριστιανίζοντες τά βάρβαρα φύλα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶχαν ὄντως ἐξουσία ἐπ’ αὐτῶν καί παράλληλα ηὔξαναν τήν κοσμικήἐπιρροή τους διά τῶν σχέσεων πού εἶχαν μέ τούς ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης, ἡ᾿Ανατολική᾿Εκκλησία ἔμενε πάντοτε ἐλεύθερη καίἀνεξάρτητη ἀπό τή Ρώμη, ἀποκρούουσα πάντοτε τίς φίλαρχες ἀξιώσεις τῶν Παπῶν.

 

110. Τί εἶναι τό παπικό ἀλάθητο;

Εἶναι καί αὐτό παπική αἵρεση συνημμένη μέ τό πρωτεῖο, τόὁποῖο θέλει νά κατοχυρώσει δογματικά. ῾Ο Πάπας δέν εἶναι ἁπλά πρῶτος στήν ᾿Εκκλησία ἀλλά καίἀλάθητος, μή δεχόμενος κοντά του ἄλλες ἐκκλησιαστικές αὐθεντίες καίἐξουσίες. ῾Η σύνοδος τοῦ Βατικανοῦὁρίζει· «῞Οταν ὁἐπίσκοπος Ρώμης ἀποφαίνεται ἀπό καθέδρας (ὸἷὴὰὦ῍ὸὶἶὰ), δηλαδήὅταν ἀσκώντας τόἔργο του σάν ποιμένας καί διδάσκαλος ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁρίζει μέ τήν ὕψιστη ἀποστολική του αὐθεντία κάποια διδασκαλία περί πίστεως ἤ πράξεως πού πρέπει νά γίνη ἀποδεκτήἀπό τήν ᾿Εκκλησία, βάσει τῆς θείας βοήθειας πού τοῦ δόθηκε σάν ὑπόσχεση στό πρόσωπο τοῦ μακαρίου Πέτρου, ἔχει τόἀλάθητο ἐκεῖνο, μέ τόὁποῖο ὁ θεῖος λυτρωτής θέλησε νά εἶναι ἐφοδιασμένη ἡ᾿Εκκλησία του στόν καθορισμό κάποιας διδασκαλίας περί πίστεως ἤ πράξεως. Διά τοῦτο ὅλες οἱὁριστικές ἀποφάσεις τῶν Ρωμαίων ἐπισκόπων εἶναι ἀπό μόνες τους ἀλάθητες καίὄχι ἀπό τή συναίνεση τῆς ᾿Εκκλησίας»153.

Βεβαίως τόἀλάθητο τοῦ Πάπα δέν εἶναι δύναμη ἀπεριόριστη καίἀνεξέλεγκτη. ῾Η σύνοδος θέτει περιορισμούς. ῾Ο Πάπας δέν εἶναι ἀλάθητος ὅταν ἀποφαίνεται ὡς ἰδιώτης, ἀλλ’ ὅταν ἀποφαίνεται ἐπίσημα ἀπό καθέδρας, δηλαδή σάν ἐκπρόσωπος ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο περιορισμός αὐτός ἐφευρέθηκε γιά νά καλύψει τό φαινόμενο πλάνης Παπῶν στήν ἐκκλησιαστικήἱστορία (Λιβέριος, ᾿Ονώριος). Οἱ διακρίσεις ὅμως αὐτές, ἄλλοτε νά εἶναι ἀλάθητος ὁ Πάπας καίἄλλοτε ὄχι, δέν ἔχουν μεγάλη σημασία. Σημασία ἔχει ὅτι ὁ Πάπας σφετερίσθηκε στό πρόσωπό του τήν ἀλάθητη φωνή μέ τήν ὁποία ὁ Σωτήρας ἐφοδιάσε τήν ᾿Εκκλησία του. ῾Η συμπύκνωση τοῦἀλαθήτου σέ μία μόνο ἀνθρώπινη κεφαλή φορτισμένη μέ πολλήἐγωπάθεια καίἀλαζονεία, καθιστᾶ –κυρίως στίς ἡμέρες μας– τό δόγμα αὐτό τοῦ Παπισμοῦ πολύἀποκρουστικό καίἀπαράδεκτο.

Τέλος πολύ προβληματική εἶναι ἡ σχέση τοῦἀλαθήτου τοῦ Πάπα μέ τόἀλάθητο τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, τόὁποῖο ἀποδέχεται ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. ῎Η θάἔχουμε δύο παράλληλα ἀλάθητα, ἤ γιά τόἀλάθητο τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων (πού εἶναι πολλές στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία) ἀπαιτεῖται καίἡ συναίνεση τοῦ Πάπα, ὁπότε δέν ἐννοοῦμε τή φύση τοῦἀλαθήτου τῶν συνόδων πού τελικά μεταβάλλονται σέἁπλό διάκοσμο τῆς Ρωμαϊκῆς ἕδρας.

 

111. Τί φρονοῦν περί᾿Εκκλησίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

῾Η περί᾿Εκκλησίας προτεσταντικήἐκδοχή εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν ὀρθόδοξη καί τή ρωμαιοκαθολική. Θά λέγαμε ὅτι εἶναι μόνο κατά τόἥμισυ ἀληθής. Τό κυριότερό της γνώρισμα εἶναι ὁ τονισμός τοῦἀόρατου στοιχείου τῆς ᾿Εκκλησίας, σέ βάρος τοῦὁρατοῦ καί τοῦἐξωτερικοῦ. Κατά τήν Αὐγουσταία ῾Ομολογία ἡ᾿Εκκλησία εἶναι «ὖ῏ὴἂὸὦὰὖὺἂὶὸἂὸὦὖἆἂἶἂὦ῟ὖὖὰὃὴὦἂἂὃὴ῏ἶὶἂὲ῟ὖ154 (κοινωνία πίστεως καίἁγίου Πνεύματος στίς καρδιές) ἤ κατάἕναν ἄλλο ὁρισμό «κοινωνία τῶν ἁγίων στήν ὁποία διδάσκεται ὀρθῶς τό εὐαγγέλιο καί τελοῦνται τά μυστήρια»155. Εἶναι φανερόὅτι μιά τέτοια κοινωνία ἁγίων διακεχυμένη σέὅλο τόν κόσμο καίἀποτελούμενη ἀπό μέλη ἅγια γνωστά μόνο στό Θεό, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡὁρατή καίἐξωτερική᾿Εκκλησία, ἡἱεραρχικῶς διοργανωμένη καίἔχουσα σταθερό σύστημα δογματικῶν, ἠθικῶν καί τελετουργικῶν διατάξεων, ἀλλά κάτι ἄλλο ἐσωτερικό, πνευματικό καίἀόρατο. Φυσικά μιά τέτοια ᾿Εκκλησία, στό βαθμό πού τά μέλη της, ἔστω ἑνωμένα μυστικῶς μέ τόν Κύριο, δέν παύουν ὡστόσο νά εἶναι ἄνθρωποι ἱστορικοί καίὁρατοί, δέν μπορεῖ παρά νά λαμβάνει καίὁρατή μορφή. ῞Ομως σ’ αὐτή δέν μπορεῖ ν’ ἀνακλᾶἡἀληθινή᾿Εκκλησία, καθόσον στούς κόλπους της δέν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί καίἅγιοι, ἀλλά καίἀσεβεῖς καίὑποκριτές. Στήν ὁρατή αὐτή᾿Εκκλησία δέν μποροῦν νά κατηγορηθοῦν οἱἰδιότητες τοῦἱεροῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· «μία, ἁγία, καθολική καίἀποστολική».

Στήν ἰδέα τῆς ἀόρατης ᾿Εκκλησίας κατέληξαν οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀπό μιά μεγάλη ἐκκλησιολογικήἀνάγκη. ῾Ως γνωστό, διά τῆς Διαμαρτυρήσεως αὐτοί βρέθηκαν ἔξω ἀπό τάὅρια τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό τούς ἔκανε μεγάλη ζημιά. ῎Επρεπε νά βροῦν κάποιο τρόπο νά στεγασθοῦν καί πάλι κάτω ἀπό τήν ἱστορική᾿Εκκλησία. Τί νάἔκαναν; Νά γύριζαν πίσω στήν ὁρατή᾿Εκκλησία ἀπό τήν ὁποία ἀποσπάσθηκαν, θάἦταν ἡἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Νάἵδρυαν ἐξαρχῆς νέα ᾿Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αἰώνων, θάἦταν καθαρήἀπόνοια. ῎Επρεπε λοιπόν, νά βροῦν μιά τέτοια ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας στήν ὁποία ἐντασσόμενοι ἀφενός μέν θά πετύχαιναν τούς σκοπούς τῆς Διαμαρτυρήσεως, τή ρήξη δηλαδή μέ τήν ὁρατή᾿Εκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀφετέρου δέ θά διατηροῦσαν τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἐνταγμένοι μέσα στήν ἀληθινή᾿Εκκλησία τοῦ Κυρίου. Τέτοια ᾿Εκκλησία ἦταν μόνο ἡἀόρατη καί πνευματική. Σ’ ἕνα τέτοιο ἀκαθόριστο καίὁμιχλῶδες κατασκεύασμα, χωρίς ἐξωτερικά σύνορα καί διαχωριστικές γραμμές, θά μποροῦσαν θαυμάσια νάἐνταχθοῦν μέ τό στοιχεῖο τῆς πίστεως καί τόν ἐσωτερικό φωτισμό τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Καί τόἔκαναν.

Τά γνωματεύματα ὅμως αὐτά τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι αὐθαίρετα καίἀναληθή. ῞Οπου ἡ Γραφήὁμιλεῖ περί᾿Εκκλησίας ἐννοεῖ κοινωνία ἀνθρώπων εὑρισκομένων σέἑνότητα μετά τοῦ Χριστοῦ, γνώρισμα τῆς θείας ἀποστολῆς τοῦ Κυρίου. ῞Οτι εἶναι κοινωνία συγκεκριμένη ἐκφράζουν οἱ περί᾿Εκκλησίας εἰκόνες τῆς Γραφῆς ὡς οἴκου Θεοῦ, ὡς σώματος καίὡς νύμφης Χριστοῦ. ῞Ενα τέτοιο καθίδρυμα οἰκοδόμησε ὁ Χριστός, τόὁποῖο θάἄντεχε στό χρόνο καί θά νικοῦσε καί αὐτόν ἀκόμη τόν ῞Αδη, ἵδρυμα ὁρατό καί περιγραπτό, ἱεραρχικό συγκροτημένο, τόὁποῖο θάἀντιμαχόταν τήν κακότητα τοῦ κόσμου καί στόὁποῖο ὁ πιστός εἶχε τήν ὑποχρέωση νά καταγγέλλει τόν ἁμαρτάνοντα ἀδελφό του156. ῞Ολα αὐτά –καίἄλλα ἀκόμη– δέν συμβιβάζονται μέ τήν προτεσταντικήἐκδοχή. Βέβαια κι ἐμεῖς δεχόμαστε τήν ἀόρατη ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν ὁποία ὅμως πάντοτε ἐναρμονίζουμε μέ τήν ὁρατή. ᾿Επιλήψιμος εἶναι μόνο ὁὑπερτονισμός τῆς ὄψεως αὐτῆς σέ βάρος τοῦὁρατοῦ στοιχείου τῆς ᾿Εκκλησίας, πού υἱοθετοῦν γιά λόγους εὐνόητους, ὅπως εἴδαμε, οἱ Διαμαρτυρόμενοι.

 

112. Τί εἶναι ἡ θεωρία τῶν Κλάδων (Βἶὰὃὴ῍ Τ῍ὸ῏ἶὗ);

Εἶναι καί αὐτή προτεσταντική περί᾿Εκκλησίας θεωρία. ῎Εχει τήν προέλευσή της ἀπό τήν ἀγγλικανική θεολογία. Σήμερα ἀποτελεῖ τή σπονδυλική στήλη τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἔχοντας σκοπό νά δικαιολογήσει τήν ἐκκλησιολογικήὑπόσταση τοῦ Προτεσταντισμοῦ.

Κατά τή θεωρία αὐτή στόν κορμό τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε κλαδίἀντιπροσωπεύει ἕνα τμῆμα τῆς ᾿Εκκλησίας νόμιμο, ἰσότιμο καίἰσόκυρο μέ τάἄλλα, χωρίς ὅμως νάἐνσαρκώνει μονάχο του ὁλόκληρη τήν ᾿Εκκλησία, τήν ὁποία γιά νά βροῦμε πρέπει νά τή δοῦμε στό σύνολό της, ἀθροίζοντας τάἐπί μέρους κομμάτια της. ῾Η ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόὁλικόἄθροισμα τῶν ἐπί μέρους τμημάτων της, ἔστω κι ἄν αὐτά διαφέρουν μεταξύ τους.

Τόἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἀλήθεια τήν ὁποία φανέρωσε ὁ Χριστός στόν κόσμο. Καμιάἐπί μέρους ᾿Εκκλησία, κανένα ἀπό τάἱστορικά τμήματά της, δέν μπορεῖ νάἰσχυρισθεῖὅτι κατέχει ὁλόκληρη τή θεία ἀλήθεια ὅπως τή δίδαξε ὁ Χριστός, γιατί στήν ἱστορία καμιάἰδέα, κανένα θεώρημα δέν μπορεῖ νά παραμένει ἀμετάβλητο καίἀναλλοίωτο στή ροή τοῦ χρόνου καί στή συνεχήἐξέλιξη τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου. ῾Επομένως καμία ἀπό τίς λεγόμενες καθολικές ᾿Εκκλησίες (᾿Ορθόδοξη καί Ρωμαϊκή) –λιγότερο φυσικά οἱ Προτεσταντικές– δέν μπορεῖ νάἰσχυρισθεῖ γιά τόν ἑαυτό της ὅτι εἶναι ἡ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦἤὅτι κατέχει καθαρό καίἀκέραιο τό θησαυρό τῆς ἀποκαλυφθείσας θείας ἀλήθειας. Τίἄλλο βέβαια θάἔλεγε μιά χριστιανικήἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡὁποία ἔχει χάσει τήν ἔννοια τῆς καθολικότητας, τοῦ κύρους καί τῆς αὐθεντίας τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;

῾Η περί Κλάδων θεωρία εἶναι πολύ τῆς μόδας σήμερα καί συζητιέται πλατιά στά σαλόνια τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου τῶν ᾿Εκκλησιῶν. Γιά μᾶς τούς ᾿Ορθοδόξους ὅμως κρύβει παγίδες πολλές καί εἶναι ἀφάνταστα ἐπικίνδυνη. Πρέπει νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοίἀπό τό θανάσιμο ἐναγκαλισμό της, ὁὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέἄμβλυνση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς μας συνειδήσεως, τῆς ὁποίας εἶναι ἀπρόβλεπτες οἱὀλέθριες συνέπειες.

 

113. Τί εἶναι ἡ περίἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας θεωρία;

Εἶναι ἄλλη ἔκδοση τῆς περί κλάδων θεωρίας, ἀποβλέπουσα στούς αὐτούς καίἐκείνη σκοπούς. Κατά τή θεωρία αὐτή πούἐμπνέεται ἀπό τίς περίἰδανικοῦ καί τῶν ἐπί μέρους μορφῶν του ἀντιλήψεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ᾿Εγέλου, ἡἀληθινή᾿Εκκλησία εἶναι κάτι ἰδανικό καίἀνέφικτο, καμία δέ μερική᾿Εκκλησία δέν ἀντιστοιχεῖ πρός τήν ἰδέα τῆς πραγματικῆς ᾿Εκκλησίας, πρός ὅ,τι δηλαδήἔπρεπε νά εἶναι ἡ᾿Εκκλησία. ᾿Απόδειξη τούτου εἶναι ἡἱστορική κατάσταση τῶν ᾿Εκκλησιῶν, στίς ὁποῖες ὑπάρχει τόση ἁμαρτία, κακότητα καίἀταξία. ᾿Επειδήἡἰδέα ἐκφράζεται στούς ἐπί μέρους τύπους καί τίς μορφές της, ἔτσι καίἡἰδέα τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας πληροῦται στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, κάθε μία ἀπό τίς ὁποῖες κατέχει τμῆμα μεγαλύτερο ἤ μικρότερο αὐτῆς. ῞Ολες δέ μαζί, παρά τίς ἀντιθέσεις μεταξύ τους καί τίς ἀδυναμίες τους, προώρισται νά πορεύονται ἡ μία κοντά στήν ἄλλη τελειοποιούμενες μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε κάποτε νάἀπομάξουν τόν τύπο τῆς τέλειας ᾿Εκκλησίας.

Μέ τή θεωρία αὐτή, ὅπως καί μέ τή θεωρία τῶν κλάδων, ἱκανοποιοῦνται οἱἐκκλησιολογικές ἀνάγκες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ᾿Αφοῦ οἱἐπί μέρους ᾿Εκκλησίες ὡς ἀτελεῖς μορφές τῆς ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι οὐχ ἧττον νόμιμες καίἰσότιμες μορφές αὐτῆς, μέρη ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας πάροχα, τόἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ᾿Εκκλησίες τῶν Διαμαρτυρομένων, ἄσχετα ἄν ἡ Διαμαρτύρηση μέ τό κίνημά της τῆς ΙΣΤ´ἑκατονταετηρίδος ἔκοψε τούς δεσμούς της μέ τήν ὁρατή᾿Εκκλησία τῆς Δύσεως.

Περιττό νά τονίσουμε ὅτι ἀπόὀρθόδοξη ἄποψη τέτοια ἐκκλησιολογικά κατασκευάσματα εἶναι ἐντελῶς κατακριτέα καίἀπαράδεκτα, φοβερά δέἐπικίνδυνα γιά τήν καθαρότητα τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας.