ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Πρόλογος

Οι πηγές της πίστεως 1-12

Ο Χριστιανικός Θεός 13-21

Ο Χριστιανικός Θεός 22-28

Ανθρωπολογία 29-39

Ανθρωπολογία 40-55

Τριαδολογία 56-65

Χριστολογία 66-72

Χριστολογία 73-78

Η Θεοτόκος 79-83

Η Απολύτρωση 84-94

Εκκλησιολογία 95-101

Εκκλησιολογία 102-113

Η Θεία Χάρις 114-121

Η δικαίωση του ανθρώπου 122-132

Η πλήρωση του Ευαγγελικού Νόμου 133-138

Τα μέσα της χάριτος 139-147

Τα μέσα της χάριτος 148-157

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 158-168

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 169-172

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 173-191

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 192-201

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 202-206

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 207-213

Τα επτά Μυστήρια ειδικά 214-217

Σημειώσεις

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πρόλογος

Εισαγωγή

Αρθρον πρώτον

Αρθρον δεύτερον

Αρθρον τρίτον

Αρθρον τέταρτον

Αρθρον πέμπτον

Αρθρον έκτον

Αρθρον έβδομον

Αρθρον όγδοον

Αρθρον ένατον

Αρθρον δέκατον

Αρθρον ενδέκατον

Αρθρον δωδέκατον

Παράρτημα

Εντολή πρώτη

Εντολή δευτέρα

Εντολή τρίτη

Εντολή τετάρτη

Εντολή πέμπτη

Εντολή έκτη

Εντολή εβδόμη

Εντολή ογδόη

Εντολή ενάτη

Εντολή δεκάτη

Υποσημειώσεις

1 - 25

26 - 50

51 - 75

76 - 100

101 - 150

151 - 200

201 - 250

251 - 300

301 - 350

351 - 400

401 - 450

451 - 491

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´

 

Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ

 

114. Τί εἶναι ἡ θεία χάρις;

115. Τί φρονεῖ περί χάριτος ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία;

116. Μπορεῖὁἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά σωθεῖ;

117. Μπορεῖὁ φυσικός ἄνθρωπος νά καταστήσει ἑαυτόν δικαιοῦχο τῆς θείας χάριτος;

118. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του ν’ ἀρχίσει τή σωτηρία του;

119. Δύναται ὁἄνθρωπος ν’ ἀπορρίψει τή χάρη τοῦ Θεοῦ;

120. Τί φρονοῦν περίἐνέργειας τῆς χάριτος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

121. Τί εἶναι ὁἀπόλυτος προορισμός; 

 

114. Τί εἶναι ἡ θεία χάρις;

Εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό τό Θεό, διά τῆς ὁποίας ὁἁμαρτωλός ἄνθρωπος μπορεῖ νά οἰκειοποιηθεῖ τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ καί νά πετύχει τή σωτηρία του. Χρειάζεται ὅμως προσοχή. Λέγοντας θεία χάρη, δέν ἐννοοῦμε μιά δύναμη ἀόριστη καίἀπροσδιόριστη πού δέν εἶναι στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δημιουργεῖται ἀπό τό Θεό γιά νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ. Τέτοια ἀντίληψη δέν εἶναι σωστή. Τό κτιστό δέν μπορεῖ νά βοηθήσει δραστικά τόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ, ἀλλά τόἄκτιστο, ὁἄκτιστος Θεός. ῾Η θεία χάρη ἀνήκει οὐσιαστικά στή φύση τοῦ Θεοῦ. Ταυτίζεται μέ τή θεία ἐνέργεια, περί τῆς ὁποίας μιλήσαμε στά προηγούμενα. Εἶναι ὁἴδιος ὁ Θεός ὁἐκφραζόμενος στίς θεῖες του ἐνέργειες «ἐν τοῖς ἐκτός» (ὰὶὸἷὦἶὰ), ἀποκαλυπτόμενος στόν κόσμο καί σώζοντας τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία.

 

115. Τί φρονεῖ περί χάριτος ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία;

Διαφωνεῖ ριζικά μέ τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη. Δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ τή θεία χάρη ὡς κάτι ἐγκείμενο οὐσιωδῶς στή φύση τοῦ Θεοῦ, γιατί κάτι τέτοιο θά κατέλυε τήν ἁπλότητα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἐπιφέροντας σύνθεση σ’ αὐτή. Κατ’ αὐτήν, ἡ χάρη εἶναι μέγεθος κτιστό, τόὁποῖο δημιουργεῖται γιά νάἐπιτευχθοῦν μέσω αὐτοῦ οἱ σκοποί τῆς σωτηρίας. Γύρω ἀπό τό ζήτημα αὐτό διεξήχθησαν σφοδροίἀγῶνες μεταξύ τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Ανατολῆς καί τῆς Λατινικῆς Δύσεως. Τίς ἀντιλήψεις αὐτές καταδίκασε συνοδικῶς ἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τόν ιδ´ αἰώνα.

Τό ζήτημα βέβαια τῆς συνθέσεως τῆς ἁπλῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, πούἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται νά δημιουργεῖἡ παραδοχή τῆς ἄκτιστης χάριτος, εἶναι ἀρκετά σοβαρό. ῞Ομως δέν ἀληθεύουν οἱἰσχυρισμοί τῆς λατινικῆς θεολογίας. Οἱἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες (ἡἄκτιστη χάρη) εἶναι διακρίσεις θεοπρεπεῖς στή θεότητα, πού δέν μοιάζουν μέ τίς διακρίσεις τῶν φυσικῶν πραγμάτων. ῞Οπως καί οἱ θεῖες ὑποστάσεις διακρίνουν τόν Τριαδικό Θεόἐκφράζοντας τόν ἀΐδιο τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του χωρίς ὡστόσο νά συνθέτουν τήν ὑπερβατική οὐσία του, ἔτσι καί στίς θεῖες ἐνέργειες διακρίνεται ἡ θεότητα, χωρίς νά χάσει τήν ἀπόλυτη ἁπλότητά της. Φυσικά αὐτά τά πράγματα δέν εἶναι εὔκολο νά τά κατανοήσουμε.

 

116. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά σωθεῖ;

῎Οχι. Καταφατικά στόἐρώτημα ἀπάντησε στήν ἀρχαιότητα ὁ μοναχός Πελάγιος. Σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις του, ἡ πτώση τοῦἀνθρώπου στήν ἁμαρτία ἄφησε ἀνέπαφη τήν ἀνθρώπινη φύση, δέν τήν κατέστρεψε. ῎Ετσι ὁἄνθρωπος, διατηρώντας τίς λογικές καίἠθικές δυνάμεις του, ἔχει τή δυνατότητα νά στραφεῖἐλεύθερα στόἀγαθό, νά διαπράξει τήν ἀρετή καί νά σωθεῖ, χωρίς νάἔχει ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Οἱἀντιλήψεις αὐτές τοῦ Πελαγίου εἶναι ἐσφαλμένες. ῾Ο ἄνθρωπος, λόγῳ τῆς βλάβης τῆς πνευματικῆς του φύσεως (τοῦ «κατ’ εἰκόνα»), ὄχι μόνο δέν μπορεῖ ν’ ἀνορθωθεῖ μόνος στόἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά καίἀνορθωθείς ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γιά νά προκόψει στόἀγαθό καί νά σωθεῖ. ῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ὁμιλεῖ σχετικά· «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μήὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν»157. «᾿Εάν μή τις γεννηθῇἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»158. «῾Ο Θεός ἐστιν ὁἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τόἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας»159. ῎Αλλωστε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγκαία γιά ν’ ἀπαλειφθεῖἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ κατάρα τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος. ῎Αν ἡ παρουσία τῆς θείας χάριτος δέν ἦταν ἀπόλυτα ἀναγκαία γιά τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου ἀλλά μόνο σχετικά (ἐν τῇἐννοίᾳ τῆς ἁπλῆς ἐνδυναμώσεως τῶν φυσικῶν του δυνάμεων), τότε τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ σχετικοποιεῖται, ἀποβάλλοντας τόν ἀπόλυτα ὑπερφυσικό χαρακτήρα του.

Τίς αἱρετικές ἀντιλήψεις τοῦ Πελαγίου ἡ᾿Εκκλησία καταδίκασε στή σύνοδο τῆς Καρθαγένης.

 

117. Μπορεῖὁ φυσικός ἄνθρωπος νά καταστήσει ἑαυτόν δικαιοῦχο τῆς θείας χάριτος;

῎Οχι. ῾Η ἀντίθετη ἄποψη φθείρει τόν ὑπερφυσικό χαρακτήρα τῆς ἀπολυτρώσεως, τήν ὁποία κατεβάζει στόἐπίπεδο τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν πού εἶναι ὁμόλογα πρός τή φύση τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο ὅποιος ἀγαθός καίἐνάρετος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν’ ἀξιώσει ἀπό τό Θεό τή σωτηρία του, ἡὁποία εἶναι χάρισμα, δῶρο ἐλεύθερο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. ῾Η σωτηρία δέν εἶναι μισθός γιά τήν ὅποια ἀξιοσύνη τοῦἀνθρώπου. Φυσικάὁἄνθρωπος πού κάνει τόἠθικό καλό μέ τίς λογικές καί πνευματικές δυνάμεις πού διατηροῦνται στήν πεσμένη φύση του, μπορεῖ νά προπαρασκευάσει τόν ἑαυτό του καί νά δεχτεῖ εὐκολότερα τή σωτηρία παράἕνας ἄλλος πού ζεῖ στήν κακουργία τῆς ἁμαρτίας καί στά πάθη του. Μέ αὐτή τήν ἔννοια πρέπει νάἐκλάβουμε τό χωρίο Πράξ. 10,34· «ἐπ’ ἀληθείας καταλαμβάνομαι, ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ’ ἐν παντίἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καίἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷἐστι». ῾Ο ἐθνικός Κορνήλιος δέν ἔλαβε τή σωτηρία σάν ἀμοιβή τῆς ἀρετῆς καί τῆς χρηστῆς συμπεριφορᾶς του. ῏Ηταν ἁπλά παρασκευασμένος μέ τήν ἀγαθή θέληση καί τή διαγωγή του, πράγμα πού δέν παρέβλεψε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅπως δέν παραβλέπει καί κάθε ἄλλο χρηστόἄνθρωπο, τόν ὁποῖο στήν κατάλληλη ὥρα θά καλέσει σέ σωτηρία.

 

118. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του ν’ ἀρχίσει τή σωτηρία του;

῎Οχι. Τήν ἔναρξη τῆς σωτηρίας τοῦἀνθρώπου μόνο ἡ θεία χάρη μπορεῖ νάἐνεργήσει. ῾Η χάρη αὐτή καλεῖται προκαταρκτική. ῾Η διδασκαλία κατά τήν ὁποία ὁἄνθρωπος μπορεῖ πρῶτος νάἀρχίσει τόἔργο τῆς σωτηρίας του καί κατόπιν νάἔλθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ν’ ἀποτελειώσει τήν ἀρξάμενη διαδικασία τῆς σωτηρίας, εἶναι διδασκαλία ἡμιπελαγιανική, λανθασμένη καίἀπόβλητη. Βεβαίως –ὅπως εἴδαμε καί στό προηγούμενο ἐρώτημα– μετά τήν πτώση ὑπελείφθησαν δυνάμεις λογικές καίἠθικές, βάσει τῶν ὁποίων ὁἄνθρωπος δύναται νά πράξει τό «ἠθικόν καλόν» καί νάἑλκύσει εὐχερέστερα τή λυτρωτική χάρη τοῦ Θεοῦ, παράἐκεῖνος πού ζεῖ στή νάρκωση τῆς ἁμαρτίας, ὅπως μαρτυρεῖἡ περίπτωση τοῦ Κορνηλίου καί διαπιστώνει ἡ μαρτυρία τῆς ἱστορίας κατά τήν ὁποία πολλοίἐκ τῶν Πλατωνικῶν ἐδέχθησαν τή σωτηρία, ἐνῶἐκ τῶν ᾿Επικουρείων (ὑλιστῶν φιλοσόφων) κανείς. Τά παραδείγματα ὅμως αὐτά δέν σημαίνουν ὅτι οἱ φυσικές δυνάμεις τοῦἀνθρώπου ἀποτελοῦν τή γέφυρα διά τῆς ὁποίας ὁἄνθρωπος μπορεῖ νά μεταπηδήσει στό κράτος τῆς χάριτος καί νά καλύψει τό χάσμα τό διαχωρίζον τήν πεσμένη φύση ἀπό τό Θεό. Τάἡμιπελαγιανικά διδάγματα ἀλλοιώνουν τή φύση τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος παύει νά εἶναι ὁἰατρός ὁ θεραπεύων τόν ἡμιθανή καί τραυματισμένο ἄνθρωπο160, ἀλλ’ ὁὀφειλέτης πούὀφείλει νάἀνταμείψει τήν ἀρετή τοῦἀνθρώπου, τή δέ σωτηρία κατεβάζουν στόἐπίπεδο τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τάὁποῖα μπορεῖ νά πετύχει ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος.

 

119. Δύναται ὁἄνθρωπος ν’ ἀπορρίψει τή χάρη τοῦ Θεοῦ;

Βεβαίως μπορεῖ στή βάση πού εἶναι ὄν ἐλεύθερο καί αὐτεξούσιο. ῎Ετσι καίὁ᾿Αδάμ στόν παράδεισο, παρόλο πούἡ φύση του ἦταν ἀγαθή καί καθαρήἀπό τό σπέρμα τῆς ἁμαρτίας, ἐντούτοις, ἐπειδήὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶχε τό αὐθαίρετο καί αὐτεξούσιο, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό Θεό, καταπατήσας τή χρηστότητα καί τό θέλημά του. ᾿Επίσης ὁἀναγεννημένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό βάπτισμα, παρόλο πούἔχει καταστραφεῖ μέσα του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, ἀκριβῶς ἐπειδή διασώζει τήν ἐλευθερία του μπορεῖ νάἀπομακρυνθεῖἀπό τή θεία εὐλογία καί νά περιέλθει ὑπό τό κράτος τῆς κατάρας καί τοῦ θανάτου. ῎Ετσι ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο νά θέλει ἐλεύθερα καίἐνσυνείδητα τόἀγαθό, νά κινεῖται ἐλεύθερα στό χῶρο του, νά λέγει ναίἤὄχι στόἅγιο θέλημά του, νάἐκλέγει μεταξύ ζωῆς καί θανάτου καί ν’ αὐτοδιορίζεται στήν ἐξέλιξη καί τόν προορισμό του.

῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι δῶρο καθολικό. Χορηγεῖται σέὅλους ἀνεξαίρετα τούς ἀνθρώπους ἀποσκοπώντας στή σωτηρία τους. Δέν ἀποστέλλεται ἐπιλεκτικά σέ λίγους, σ’ ἐκείνους πού εἶναι προορισμένοι νά σωθοῦν ἀπό τό Θεό. ῾Ο Θεός «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Κι ὅμως ὅλοι δέν σώζονται. Γιά νά γίνει αὐτό πρέπει νά θέλει καίὁἄνθρωπος νά δουλέψει ἐλεύθερα καί νά συμβάλει στή σωτηρία του. ᾿Αλλιώτικα ἡ κλήση τῆς χάριτος μένει ἀνενέργητη. Μόνο ἐκεῖ πούὑπάρχει ἡἐλεύθερη συγκατάθεση, μπορεῖ νά σώσει ἡ χάρη τόν ἁμαρτωλόἄνθρωπο. «᾿Εννοοῦμεν δέ τήν χρῆσιν τοῦ αὐτεξουσίου οὕτως, ὥστε τῆς θείας καί φωτιστικῆς χάριτος, ἥν προκαταρκτικήν προσαγορεύομεν, οἷον φῶς τοῖς ἐν σκότει, παρά τῆς θείας ἀγαθότητος πᾶσι χορηγουμένης τοῖς βουλομένοις ὑπεῖξαι ταύτῃ –καί γάρ οὐ τούς μή θέλοντας, ἀλλά τούς θέλοντας ὠφελεῖ– καί συγκατατεθῆναι ἐν οἷς ἐκείνη ἐντέλλεται πρός σωτηρίαν οὖσιν ἀναγκαιοτάτοις, δωρεῖσθαι ἑπομένως καί εἰδικήν χάριν»161.

 

120. Τί φρονοῦν περί ἐνέργειας τῆς χάριτος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;

῾Η περίἐνέργειας τῆς χάριτος διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων δέν εἶναι πάντα συνεπής. ῾Η ἀσυνέπεια ὀφείλεται στήν προσπάθειά τους νάἐξηγήσουν ἀσάφειες, δυσκολίες καί διλήμματα καί νά τά προσαρμόσουν στή θεμελιώδη περί χάριτος ἀντίληψη αὐτῶν.

῾Η βασική περί χάριτος διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισμοῦ εἶναι ὁμόλογη πρός τά περί πτώσεως τοῦἀνθρώπου διδάγματα τοῦ συστήματός τους, ἀπό τάὁποῖα καί ἀπορρέει. Κατά τή βασική προτεσταντικήἀρχή –περί τῆς ὁποίας μιλήσαμε στά προηγούμενα– ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πτώση του στήν ἁμαρτία νεκρώθηκε πνευματικά. ῎Εχασε τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ἡ δέ θεία εἰκόνα πούὑπάρχει στή φύση του καταστράφηκε ὁλοσχερῶς. ῎Ετσι μένει νεκρός καίἀκίνητος πρός τά πνευματικά. Δέν μπορεῖ νά συνεργήσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία του. ῞Ολα ἐξαρτῶνται ἀπό τή σωστικήἐνέργεια τῆς θείας χάριτος.

Τόὠμό αὐτό δόγμα τους προσπαθοῦν νά τό στηρίξουν σέ χωρία τῆς Γραφῆς· Ρωμ. 9,16· «῎Αρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦἐλεοῦντος Θεοῦ». Πράξ. 13,48· «Καίἐπίστευσαν ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον». ᾿Εφεσ. 2,8.9· «Τῇ γάρ χάριτίἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον». Τά χωρία ὅμως αὐτά δέν εἶναι σαφή. Λέγουν μέν ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπό τό Θεό, χωρίς ὅμως νάἀποσαφηνίζουν ἄν ἡ σωτήρια ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτη, ἤἄν σ’ αὐτήν μπορεῖ νά συνεργήσει καίὁἐλεύθερος ἄνθρωπος. Τό ζήτημα πρέπει νά μελετηθεῖ μέ τήν ἐξέταση ἄλλων σαφέστερων χωρίων τῆς Γραφῆς, σέὁρισμένα ἀπό τάὁποῖα γίνεται σαφής λόγος περίἀντιστάσεως τοῦἀνθρώπου στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· Ματθ. 23,37. Πράξ. 7,51. ᾿Αποκ. 3,20, ὁ δέ Παῦλος τονίζει τή συνέργεια τοῦἀνθρώπου στόἔργο τῆς σωτηρίας· «Συνεργοῦντες δέ καί παρακαλοῦμεν μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ἡμᾶς»162. ᾿Από τήν ἄλλη, σέ περίπτωση πούὁἄνθρωπος εἶναι ἀναίσθητος πρός τά πνευματικά, δέν θά εἶχαν κανένα νόημα οἱ πολυειδεῖς παραινέσεις τῆς Γραφῆς νάἐπιδιώκει (ὁἄνθρωπος) τόἀγαθό καί τήν ἀρετή καίἡἀπειλή τιμωρίας καί αἰώνιων βασάνων γιά τούς ἁμαρτωλούς.

 

121. Τί εἶναι ὁἀπόλυτος προορισμός;

Εἶναι δόγμα φοβερό (῍῏ἶἶἂὲἂ῝ὸὶὸὴἶὸὦ῟ἣ), στόὁποῖο καταλήγει κανείς διαπτύσσοντας λογικά τά περίἀρχέγονης δικαιοσύνης καί πτώσεως ἀνθρωπολογικά διδάγματα τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Φυσικά τό δόγμα αὐτό δέν γίνεται ἀποδεκτόἀπόὅλους τούς Διαμαρτυρομένους θεολόγους, ἀλλά μόνον ἀπό τόν Καλβίνο καί τούς ὀπαδούς του. Αὐτοί μέ βάση χωρία τῆς Γραφῆς (Ρωμ. 9. Πράξ. 13,48163 κ.ἄ.) εἶπαν, ὅτι ὁ Θεός σύμφωνα μέ τήν αἰώνια βουλή του (προαιωνίως) ἄλλους μέν ἀπό εὐσπλαχνία προόρισε νά κληρονομήσουν τήν αἰώνια ζωή, γιαυτό καίἡ χάρη πού τούς χορηγεῖται δέν μπορεῖ νά τούς ἐγκαταλείψει (εἶναι ἀναντίρρητη καίἀναπόβλητη· ἂἶἶὸὖἂὖὦἂὲἂ῝ἂὖ καίἂὃὰἣἂὖὖἂὲἂ῝ἂὖ), ἄλλους δέ, στούς ὁποίους δέν προσφέρεται ἡ χάρη, προόρισε σέ αἰώνια κατάκριση. ῾Η καταδίκη αὐτή δέν εἶναι ἄδικη –λένε– γιατίὁ φυσικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά περιμένει ἀπό τό Θεό τίποτε ἄλλο παρά αἰώνιες ποινές. ῞Οσο τά βώδια καί οἱ κύνες (τά σκυλιά) δέν μποροῦν νά αἰτιῶνται τό Θεό γιατί τούς ἔκανε ζῶα καίὄχι ἀνθρώπους, ἄλλο τόσο καί οἱἁμαρτωλοί δέν μποροῦν νά τόν αἰτιῶνται γιατί δέν τούς δέχεται στή θεία βασιλεία του. ῾Η πτώση τοῦ᾿Αδάμ διατάχθηκε προαιωνίως ἀπό τό Θεό γιά τό καλό τῶν ἐκλεκτῶν, οἱὁποῖοι κληρονομοῦν τήν αἰώνια ζωή. ῾Η βουλή αὐτήἐξαίρει τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος ἄλλους μέν προσλαμβάνει στή βασιλεία του, ἄλλους δέἀπορρίπτει, χωρίς κανείς νά μπορεῖ νάἀντείπει στήν αἰώνια βούλησή του.

Οἱ λόγοι πούὤθησαν τόν Καλβίνο στή διατύπωση τῶν διδαγμάτων αὐτῶν εἶναι ἀπό τή μιά μεριάἡ διασφάλιση τῆς ἀπολυτότητας τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱὁποῖες δέν ἐξαρτῶνται ἀπόἀνθρώπινους παράγοντες· ἀπό τήν ἄλλη δέ, ἡἀσφαλής βεβαιότητα περί σωτηρίας στίς ψυχές τῶν ἐκλεκτῶν. Αὐτοί, ἔχοντας στίς ψυχές τους τή μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος ὅτι εἶναι οἱἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, εἶναι βέβαιοι γιά τή σωτηρία τους, πεποίθηση πού τούς χαρίζει ἐσωτερική χαρά καίἠρεμία καί γεμίζει τίς καρδιές τους ἀπό εὐγνωμοσύνη καί ταπείνωση, νιώθοντας ὅτι ὁ Θεός ὅρισε αὐτούς ὡς ἐκλεκτούς ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

Οἱἀντιλήψεις ὅμως αὐτές τοῦ Καλβίνου δέν εἶναι σωστές. Καίἀληθεύει μέν ὅτι «Θεός γάρ ἐστιν ὁἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλειν καί τόἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιππ. 2,13)· ὅμως αὐτό σέ καμία περίπτωση δέν ἀποκλείει τόν ἀνθρώπινο παράγοντα στόἔργο τῆς σωτηρίας (σχετικός προορισμός). ῾Ο Θεός εἶναι βέβαιο ὅτι θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων· γιά νά γίνει ὅμως αὐτό πρέπει νά θέλουν ἐλεύθερα καί οἱἄνθρωποι. ῎Ασχετα μέ τόὅτι δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ θεία βούληση ἅπτεται τῆς ἀνθρώπινης καίἡ τελευταία καθιστᾶἀνενεργό τήν πρώτη (ὅλοι οἱἄνθρωποι δέν σώζονται)164, ὅμως ὁ παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης συνέργειας στόἔργο τῆς σωτηρίας εἶναι κάτι πού πρακτικάἱκανοποιεῖ τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦἀνθρώπου. ῎Αν ὅλα ἐξηρτῶντο ἀπό τήν ἀπόλυτη βουλή τοῦ Θεοῦ, ὁ δέἄνθρωπος ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος περί τῆς σωτηρίας του, ἡ Γραφή δέν θά παραινοῦσε τούς πιστούς νά κατεργάζονται μέ φόβο καί τρόμο τή σωτηρία τους καίὁ Παῦλος δέν θά πολεμοῦσε τήν βεβαιότητα περί σωτηρίας, τονίζοντας «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ».

῾Ο ἀπόλυτος ὅμως προορισμός ὁδηγεῖ καί σέἄλλα τερατώδη ἀτοπήματα. ῎Αν ἡ σωτηρία καίἡ κατάκριση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπόρροια τῆς αἰώνιας βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ πτώση τοῦἀνθρώπου στήν ἁμαρτία προδιατάχθηκε ἀπό τό Θεό, ὁ Θεός στό πλέγμα τῶν ἀντιλήψεων αὐτῶν παρουσιάζεται ὡς ἡ πηγή τοῦ κακοῦ, μεταποιούμενος σέ τυφλό καί αὐθαίρετο δυνάστη, τό δέ κακόἀνάγεται σέ στοιχεῖο τοῦἀγαθοῦ στήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος χάνει τήν ὅποια ἠθική καί πνευματική αὐτοτέλειά του καί οὐσιαστικά εἶναι ἀνεύθυνος γιά τίς πράξεις του. Πῶς ὅμως θά τόν κρίνει ὁ Θεός γιά τίς ἠθικές ἐνέργειές του; Εἶναι ἀγαθός καί δίκαιος ὁ Θεός ὅταν τυφλά καί αὐθαίρετα καταδικάζει τούς πολλούς σέ κόλαση αἰώνια;