|
1 Ιουνίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ιουστίνου, τοῦ Φιλοσόφου
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούνιος,
Αθήνα 2009, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 9-12
῾Ο «θαυμασιώτατος» ᾿Ιουστίνος, κατά τό μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στή Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀπό γονεῖς ῞Ελληνες εἰδωλολάτρες, τόν Πρίσκο Βάκχιο, καί μητέρα, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀγνοοῦμε. ῾Ο Μεθόδιος ᾿Ολύμπου τόν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μή ἀπέχοντα πολύ τῶν ᾿Αποστόλων οὔτε κατά τό χρόνο οὔτε κατά τήν ἀρετή. Πράγματι δέ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νά τοποθετηθεῖ περί τό 110 μ.Χ., ἐφ᾿ ὅσον τό 135 μ.Χ., κατά τή συζήτηση πρός τόν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νά ἔχει περατώσει ἤδη τίς φιλοσοφικές του σπουδές καί πρός τό τέλος τους νά ἔχει προσελκυσθεῖ στή Χριστιανική πίστη.
Προικισμένος μέ ἐξαιρετική πνευματική ἀνησυχία καί φιλομάθεια, ὁ νεαρός ᾿Ιουστίνος ἀσχολήθηκε καί ἐμβάθυνε στίς δοξασίες τῶν Στωικῶν, τῶν ᾿Επικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καί τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μέ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νά γνωρίσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί νά εὕρει τήν πραγματική ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μέ θαυμαστή ἐπέμβαση, τόν ὁδήγησε στίς πηγές τῆς ἀλήθειας, στή Χριστιανική πίστη καί ζωή, τό 135 μ.Χ.
Καθώς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεός τόν ἐφώτισε μέ κάποιο Χριστιανό πρεσβύτη, «πρᾶον καί σεμνόν τό ἦθος». ῾Ο θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχές ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστά στήν πραγματική ἀλήθεια, τήν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.
῾Ο ᾿Ιουστίνος ἀποφασίζει νά μελετήσει τήν ῾Αγία Γραφή καί νά ἐμβαθύνει στό θεῖο λόγο. Χωρίς νά πάψει νά φιλοσοφεῖ καί νά φορεῖ τό φθαρμένο χιτώνα, τόν τρίβωνα, πού ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπό τή Χριστιανική πίστη, «τήν μόνην φιλοσοφίαν τήν ἀληθῆ καί ἀσύμφορον», στήν ὁποία ἀποφασίζει νά διαθέσει πλέον τήν ὑπόλοιπη ζωή του.
῾Ο ᾿Ιουστίνος ἁρματωμένος μέ τά ὅπλα τά πνευματικά, ἀποφασίζει νά στήσει στή Ρώμη τό πνευματικό του στρατηγεῖο. ᾿Από ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρές ἐπιθέσεις κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοί τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στό πρόσωπό του τόν ἔνθερμο ἀπολογητή καί ἀκούραστο ὑποστηρικτή. ῾Ο ᾿Ιουστίνος ἀπό τήν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μέ τά ὁποῖα ἀποστομώνει τούς φιλοσόφους, πού διέβαλαν τό Χριστιανισμό. Τούς ἐλέγχει, γιατί κατηγοροῦν τό Χριστιανισμό χωρίς νά τόν γνωρίζουν.
Σημαντικότατο εἶναι καί τό ἔργο του «Διάλογος πρός Τρύφωνα», τό ὁποῖο περιέχει τή διήμερη θεολογική συζήτηση πού εἶχε μέ τόν ᾿Ιουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπό τήν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132-135 μ.Χ.) καί ἦταν ἐπισκέπτης στήν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ ᾿Ιουστίνος. ῞Οταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάτω ἀπό τό φιλοσοφικό ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ ᾿Ιουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τόν εἰρωνεύθηκε. ᾿Επακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τό ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στό ἔργο «Διάλογος πρός Τρύφωνα». Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε ἀποφύγει «τόν νῦν γενόμενον πόλεμον», συζήτηση πρέπει νά ἔγινε τό 136 μ.Χ.
Δέν ἄργησαν ὅμως νά φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ ῾Αγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, πού ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καί οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τόν διέβαλαν στόν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161-180 μ.Χ.). ῾Ο Μάρτυς ᾿Ιουστίνος ἐκφράζει τήν ὑποψία ὅτι ἐπρόκειτο νά καταδοθεῖ στίς πολιτικές ἀρχές ἀπό τόν κυνικό φιλόσοφο καί μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τήν αὔξηση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστιανοῦ διδασκάλου καί διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπό τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Φαίνεται ὅτι, μετά τό μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περί τό 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπό τή Ρώμη ἀπό φόβο γιά τή σύλληψή του καί ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατά τήν ἀνάκρισή του πρό τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε ὅτι διέμεινε κατά δύο περιόδους στή Ρώμη. ᾿Αλλ’ ὁ ᾿Ιουστίνος ἀποφασίζει νά ἀπολογηθεῖ γιά τή διωκόμενη πίστη στόν αὐτοκράτορα καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο. Οἱ δύο του ᾿Απολογίες ἀποτελοῦν πραγματικά διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς ᾿Απολογητικῆς.
Στήν πρώτη ᾿Απολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στόν αὐτοκράτορα ᾿Αντωνίνο, τά παιδιά του καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο, κάνει γνωστό τό τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τίς ἐναντίον τους κατηγορίες τῶν ᾿Εθνικῶν, περιγράφει τόν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καί προσπαθεῖ μέ νηφαλιότητα, εὐγένεια καί χωρίς ρητορικά σχήματα νά τούς πείσει νά σταματήσουν τούς διωγμούς. ῾Ο ἱερός ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τήν ἐκκλησιαστική λειτουργική καί μυστηριακή ζωή, ἰδίως στά τελευταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης ᾿Απολογίας του, ἐξέρχεται ἀπό τά καθαρῶς ἀπολογητικά πλαίσια καί ὅρια καί μεταβάλλεται σέ ἄριστο μυσταγωγό καί σέ ἕναν ἀπό τούς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας. ῾Ο ἱερός ᾿Ιουστίνος τόσο στή μνημονευθεῖσα ᾿Απολογία του, ὅσο καί περιστατικά σέ μερικά σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περί τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τόν ἑορτασμό τῆς Κυριακῆς, ὡς καί τήν τελεσιουργία καί συνοπτική θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
῾Η μέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη μέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. ῾Η Θεία Λειτουργία γίνεται ἐμψυχοῦσα τήν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ᾿ ὅσον κατά τή διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως «οἱ εὐποροῦντες... καί βουλόμενοι κατά προαίρεσιν ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ ὅ βούλεται δίδωσι, καί τό συλλεγόμενον παρά τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καί αὐτός ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καί χήραις, καί τοῖς διά νόσον ἤ δι᾿ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καί τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καί τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καί ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμών γίνεται».
῞Οσον ἀφορᾶ στό Βάπτισμα, ὁ ῞Αγιος ᾿Ιουστίνος πληροφορεῖ ὅτι «τοῦ ὑπέρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καί εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» προηγεῖται ἡ κατήχηση. ῾Ωσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καί τῶν λοιπῶν πιστῶν.
Στή δεύτερη ᾿Απολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στή Ρωμαϊκή σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοί διώκονται, ἐπειδή πιστεύουν στήν ἀλήθεια καί ζοῦν ἐνάρετη ζωή καί ὄχι γιά κάτι ἀξιόποινο.
῞Ομως οἱ ᾿Απολογίες τοῦ Μάρτυρος ᾿Ιουστίνου δέν μετέστρεψαν τούς εἰδωλολάτρες, καθ᾿ ὅσον ἐπί ἐπάρχου Ρώμης τοῦ ᾿Ιουνίου Ρουστικοῦ (162-167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου, πιθανῶς τό 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζί μέ ὁμάδα μαθητῶν του.
Στό κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος πού ἔφερε τά γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδή Μάρτυς ᾿Ιουστίνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκάλυπτε τόν τάφο τοῦ ῾Αγίου.
῎Οχι μικρός ἀριθμός ἄλλων ἔργων τοῦ ῾Αγίου Μάρτυρος ᾿Ιουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο ἤ ἀπό μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τά ἔργα αὐτά εἶναι· «Σύνταγμα κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων», «Κατά Μαρκίωνος», «Περί ψυχῆς», «Πρός ῞Ελληνας», «῎Ελεγχος πρός ῞Ελληνας», «Περί μοναρχίας Θεοῦ», «Περί ᾿Αναστάσεως», «῾Ερμηνεία εἰς τήν ᾿Αποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Πρός Σοφιστήν Εὐφράσιον περί προνοίας καί πίστεως», «Διάλογος πρός Κρήσκεντα», «Πρός ᾿Ιουδαίους».
2 Ιουνίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του εξ Υψηλομετώπου Μηθύμνης
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Οι Νεομάρτυρες του Γένους, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2021, σελ. 251
Ο ΄Αγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο χωριό Ψιλομέτωπο της Λέσβου από πατέρα Μωαμεθανό και μητέρα Χριστιανή, η οποία και γαλούχησε αυτόν με τα νάματα της χριστιανικής πίστης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, εγκατέλειψε την πατρίδα του και αφού μετέβη στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους, εβαπτίσθηκε και έλαβε το Χριστιανικό όνομα Κωνσταντίνος. Επισκεφθείς κάποτε την Σκήτη του Αγίου Προδρόμου και ασπασθείς τα ιερά λείψανα των Νεομαρτύρων, που φυλάσσονταν εκεί, τόσο επηρεάσθηκε, ώστε αμέσως του εγεννήθηκε ο πόθος να μαρτυρήσει υπέρ του Χριστού.
Όταν επέστρεψε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, εκμυστηρεύθηκε τον πόθο του στον πνευματικό του, ο οποίος, ευχαρίστως, αφού άκουσε την απόφαση του Κωνσταντίνου, υπέβαλε αμέσως αυτόν στην κατάλληλη προετοιμασία. Όταν αυτή συντελέσθηκε, ο Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος υπό των ευχών του πνευματικού του και των συνασκητών του, απήλθε στην Ανατολή, προς εκπλήρωσιν του διακαούς πόθου του. Αποβιβάσθηκε στις Κυδωνιές, όπου, κατά την διάρκεια της αναμονής πλοίου για την Σμύρνη, εθεώρησε καλό να εργαστεί σε κατάστημα τροφίμων. Εκεί όμως αναγνωρίσθηκε από κάποιον Τούρκο συμπολίτη του και καταγγέλθηκε στον Αγά, ο οποίος, αφού συνέλαβε αυτόν, τον ρωτούσε περί της αλήθειας ή μη των καταγγελθέντων.
Ο Κωνσταντίνος με θάρρος ομολόγησε, ότι ναι μεν προηγουμένως ήταν Μωαμεθανός, αλλά, επειδή φωτίσθηκε από τον Θεό, έγινε Χριστιανός, διότι πείσθηκε ότι η πίστη αυτή είναι η μόνη αληθινή και άμωμη. Εξοργισθείς ο Αγάς, αφού υπέβαλε τον Κωνσταντίνο σε παντοειδή βασανιστήρια, τον απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη, για να ληφθεί εκεί η οριστική απόφαση περί αυτού. Αλλά και εκεί ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ακλόνητος στην χριστιανική ομολογία του και απέρριψε όλες τις γενόμενες σε αυτόν δελεαστικές προτάσεις. Κατόπιν τούτου, το 1819, διατάχθηκε η δι’ απαγχονισμού θανάτωσή του.
Το τίμιο λείψανο του Μάρτυρος, για να μην προληφθεί από τους Χριστιανούς, ενταφιάστηκε κρυφά στο Τουρκικό νεκροταφείο, μεταξύ των εκεί ενταφιασμένων Μωαμεθανών. |
|
|
Εσωτερική αποστολή της Εκκλησίας μας - πραγμάτωσις της Ορθοδοξίας
Justin Popovich, 'Aνθρωπος και Θεάνθρωπος,
Αθήνα 1970, εκδ. Αστήρ, σελ. 52-61
Μτφρ. Αθανασίου Γιέφτιτς
Είναι δύσκολον, πάρα πολύ δύσκολον, εις την στενήν ανθρωπίνην ψυχήν και εις το ακόμη στενώτερον ανθρώπινον σώμα, να εισδύση η άπειρος και αιωνία ζωή. Οι φυλακισμένοι κάτοικοι της γης στέκουν με υποψίαν εμπρός εις κάθε τι το επέκεινα. Φυλακισμένοι εις την φυλακήν του χρόνου και του χώρου δεν αντέχουν, από αταβισμόν ή ίσως από αδράνειαν, το να είσδυση εντός των κάτι το υπερχρονικόν και υπερτοπικόν, κάτι το επέκεινα και αιώνιον. Μίαν τοιαύτην εισβολήν την θεωρούν ως επίθεσιν και απαντούν με πόλεμον. Δεδομένου μάλιστα ότι ο «σης» του χρόνου διαφθείρει τον άνθρωπον, αυτός δεν αγαπά την επέμβασιν της αιωνιότητος εις την ζωήν του και δυσκόλως προσαρμόζεται προς αυτήν. Την επέμβασιν ταύτην την θεωρεί συχνά ως βίαν και ασυγχώρητον θράσος· και άλλοτε μεν γίνεται σκληρός επαναστάτης εναντίον της αιωνιότητος, διότι βλέπει ότι είναι πάρα πολύ μικρός απέναντι της, άλλοτε δε φθάνει μέχρις αγρίου μίσους εναντίον της, διότι την θεωρεί υπό πρίσμα πολύ ανθρώπινον, πολύ γήϊνον, πολύ ενδοκοσμικόν. Βυθισμένος με το σώμα εις την ύλην, δεμένος με την δύναμιν της βαρύτητος εις τον χρόνον και τον χώρον και έχων αποχωρισμένον το πνεύμα του από την αιωνιότητα, ο ενδοκόσμιος άνθρωπος δεν αγαπά τας δυσχερείς εκδρομάς προς το επέκεινα και το αιώνιον. Το χάσμα το οποίον υπάρχει μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος είναι δι' αυτόν αγεφύρωτον, διότι του λείπει η αναγκαία ικανότης και η δύναμις να το δρασκελήση. Πολιορκημένος πανταχόθεν από τον θάνατον ο άνθρωπος περιπαίζει εκείνους οι οποίοι του λέγουν: «ο άνθρωπος είναι αθάνατος και αιώνιος». Αθάνατος, ως προς τι; Ως προς το θνητόν σώμα του; Αιώνιος, ως προς τι; Ως προς το αδύνατον πνεύμα του;
Δια να είναι αθάνατος ο άνθρωπος, πρέπει εις το κέντρον της αυτοσυναισθήσεώς του να αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον · δια να είναι αιώνιος, πρέπει εις το κέντρον της αυτοσυνειδησίας του να επιγινώσκη τον εαυτόν του αιώνιον. Χωρίς αυτό, και η αθανασία και η αιωνιότης είναι δι' αυτόν καταστάσεις επιβεβλημέναι έξωθεν. Και εάν κάποτε είχεν ο άνθρωπος αυτήν την αίσθησιν της αθανασίας και την επίγνωσιν της αιωνιότητος, τούτο συνέβη τόσον παλαιά, ώστε ήδη να έχη ατροφήσει κάτω από το βάρος του θανάτου. Και όντως έχει ατροφήσει: τούτο μας λέγει η όλη μυστηριώδης δομή του ανθρωπίνου είναι. Ολόκληρον το πρόβλημα μας έγκειται εις το πως να αναζωπυρήση κανείς αυτό το σβησμένον αίσθημα, πως να αναστήσει αυτήν την ατροφικήν επίγνωσιν. Οι άνθρωποι δεν ημπορούν να το κάμουν, αλλ' ούτε και οι «υπερβατικοί θεοί» της φιλοσοφίας. Αυτό ημπορεί να το κάμη ο Θεός, ο Οποίος τον αθάνατον Εαυτόν Του ενεσάρκωσε μέσα εις την ανθρωπίνην αυτοαίσθησιν και τον αιώνιον Εαυτόν Του εις την ανθρωπίνην αυτοσυνειδησίαν. Τούτο ακριβώς έκαμε ο Χριστός, όταν ενηνθρώπησε και έγινε θεάνθρωπος. Μόνον εν τω Χριστώ, αποκλειστικώς εν Αυτώ, ο άνθρωπος ησθάνθη τον εαυτόν του αθάνατον και εγνώρισε τον εαυτόν του αιώνιον. Ο θεάνθρωπος Χριστός δια του Προσώπου Του εγεφύρωσε το χάσμα μεταξύ του χρόνου και της αιωνότητος και αποκατέστησε τας σχέσεις μεταξύ των. Δια τούτο ο άνθρωπος αισθάνεται πραγματικώς τον εαυτόν του αθάνατον και γνωρίζει αληθώς τον εαυτόν του αιώνιον, ο οποίος οργανικώς ενώνεται με τον θεάνθρωπον Χριστόν, με το Σώμα Του, την Εκκλησίαν. Όθεν δια τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα ο Χριστός κατέστη η μοναδική μετάβασις και διάβασις από τον χρόνον εις την αιωνιότητα. Δια τούτο εις την Εκκλησίαν, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ο θεάνθρωπος Χριστός έγινε και παρέμεινεν η μοναδική οδός και ο μοναδικός οδηγός, από τον χρόνον εις την αιωνιότητα, από την αυτοαίσθησιν της θνητότητος εις την αυτοαίσθησιν της αθανασίας, από την αυτογνωσίαν του πεπερασμένου εις την αυτοσυνειδησίαν της αιωνιότητος και του αδιαστάτου.
Διαβάστε το άρθρο
|
|