|
|
|
ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ |
|
|
|
Αθωνικά αποτυπώματα- Μία εικαστική έκφραση
Θεοφίλου Κεντάρχου
Το παρόν εικαστικό έργο του Κερκυραίου καλλιτέχνη Θεοφίλου Κεντάρχου είναι μία συλλογή υδατογραφιών με μορφές μοναχών και απεικονίσεις ιερών Μονών του Αγίου Όρους. Πρόκειται για ένα λεύκωμα υδατογραφιών, εμπνευσμένων από στιγμές προσευχής και ασκήσεως των μοναχών στο Περιβόλι της Παναγίας. Όπως τονίζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης: «Παρακολουθώντας τα πρόσωπα των μοναχών βλέπει κανείς την εσωτερική τους ψυχική κίνηση, την αγωνία τους, την επιθυμία τους, βλέπει την κατάσταση στην οποία ευρίσκονται. Αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω. Τα έργα δεν αποτελούν προσωπογραφίες συγκεκριμένων ανθρώπων, όσο ψυχικών καταστάσεων, εικονογραφώντας έννοιες αφηρημένες και απόλυτα πνευματικές».
Σχ. 22Χ28, Σελ. 194, Τιμ. 20€. |
|
|
|
|
|
|
|
|
Η Καινή Διαθήκη σε νεοελληνική απόδοση
Χρήστου Βούλγαρη, Ομοτ. Καθηγητού Πανεπιστημίου
Η παρούσα έκδοση της Καινής Διαθήκης περιλαμβάνει αποκλειστικώς τη νεοελληνική απόδοση του κειμένου από τον Ομότιμο Καθηγητή Πανεπιστημίου και Άρχοντα Διδάσκαλο του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ελλογιμ. κ. Χρήστο Βούλγαρη. Η παρούσα απόδοση σε λόγια δημοτική συμπεριλήφθηκε στην προ τεσσάρων ετών έκδοση αυτής σε παραλληλία με το πρωτότυπο κείμενο της Καινής Διαθήκης κατά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και έγινε για χρηστικούς και ποιμαντικούς λόγους. Η έκδοση κοσμείται με σχέδια του Ion Laurentiu Musat, παλαιού φοιτητή του Θεολογικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας, ενώ συμπεριλαμβάνει γλωσσάριο των σημαντικότερων όρων της Καινής Διαθήκης και Χάρτες της Ιουδαίας και των ιεραποστολικών περιοδειών του αποστόλου Παύλου.
Σχ. 12Χ18, Σελ. 880, Τιμ. 12€.
|
|
|
|
|
|
Αγιολόγιον πάντων των εν Ιταλία και από Ιταλίας αθλησάντων
και τελειωθέντων Μαρτύρων, Αγίων και Οσίων πατέρων και μητέρων ημών
Φωτίου Τζελέπη, Δρ Θεολογίας
Ένα μνημειώδες δίτομο Αγιολόγιο της Ιταλικής χερσονήσου, περιέχον το σύνολο των Αγίων, Μαρτύρων και Οσίων που ανεδείχθησαν στην ενιαία Εκκλησία κατά την Α΄ χιλιετία του ιστορικού βίου της και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή. Η θεολογική τους συμβολή, η ιστορική τους επίδραση, η πνευματική τους κληρονομία και η πολιτιστική τους επιρροή ακτινοβολεί μέχρι τις ημέρες μας. Η δίτομη, πολυτελής έκδοση κοσμείται από σπανίου κάλλους τετράχρωμες αγιογραφίες.
|
|
Α΄ Τόμ. Σχ. 24Χ28, Σελ. 592, Τιμ. 35€. |
Β΄ Τομ. 24Χ28, Σελ. 448, Τιμ. 35€. |
|
|
|
|
|
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ |
|
|
|
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος-
Ο πολύαθλος και πρωταθλητής της υπομονής
Σεβ . Μητροπολίτου Χαλκίδος Χρυσοστόμου
Στην πολυτελή επανέκδοση της περίφημης πλέον μελέτης παρουσιάζονται ο βίος, η πολιτεία και η ιστορική πορεία του θεοφόρου, νεοφανούς Αγίου της Εκκλησίας, η περιπετειώδης μετακομιδή του άσηπου και αδιαλώβητου από τη σήψη Ιερού Λειψάνου του από την Καππαδοκία στο Νέο Προκόπιο Ευβοίας, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο θρησκευτικός-λατρευτικός χαρακτήρας της εορτής του Αγίου (27 Μαΐου), καθώς και η υμνογραφία, οι σχετικές Ιερές Ακολουθίες και τα επιτελεσθέντα θΑ΄ματα του Οσίου.
Σχ. 19x26, Σελ. 284, Τιμ. 12€. |
|
|
|
|
|

Ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος
Ο πολύαθλος και πρωταθλητής της υπομονής (DVD)
Μία περιήγηση στο ιερό προσκύνημα του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου στο Νέο Προκόπιο Ευβοίας, όπου φυλάσσεται το Ι. Σκήνωμά του, με ιστορική αναδρομή στην μεταφορά του από τις χαμένες πατρίδες και τα θαύματα που επιτέλεσε η χάρη του. Υποτιτλισμένο DVD σε αγγλικά & ρωσικά.
Τιμ. 5€. |
|
|
|
|
|
1821-2021 Οι Νεομάρτυρες του Γένους
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Συναξαριστικός εικονογραφημένος Τόμος με Συναξάρια όλων των Νεομαρτύρων, αφιέρωμα στην άλωση της Πόλης και τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο.
Ο αγώνας των Ελλήνων έγινε, όπως ομολογούσαν οι Αγωνιστές του 1821, «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Δεν πρόκειται συνεπώς μόνο περί μιας εθνικής επετείου, αλλά περί συζεύξεως, αλληλοπεριχωρήσεως, κοινής πορείας και αδιατάρακτης ενότητας Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Αυτή την αλήθεια εκφράζουν οι άγιοι Νεομάρτυρες που ήταν η ψυχή του αγώνα. Αυτοί σήμερα, με την πίστη τους, τη θυσία τους και το μαρτύριο τους, μας δίνουν τη δύναμη να αντέχουμε, να αγωνιζόμαστε, να ελπίζουμε. Έτσι, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα εισοδικό στην πίστη και τη μαρτυρία του ζώντος Τριαδικού Θεού, την ιστορία της Πατρίδας μας και του Γένους των Ελλήνων.
Σχ. 25Χ27,5, Σελ. 442, Τιμ. 30 €. |
|
|
|
|
|
Συμβολή στην έρευνα της Γενοκτονίας του ελληνορθόδοξου πληθυσμού
και της αντιχριστιανικής πολιτικής στον Πόντο
Θεοδοσίου Αρ. Κυριακίδη
Ένα πολύτιμο ιστορικό έργο για την Γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου. Δεν πρόκειται για μία ολοκληρωμένη μελέτη της πολιτικής των Γενοκτονιών, η οποία εκτελέσθηκε με πρωτοφανή βιαιότητα από το κίνημα των Νεότουρκων και τους Κεμαλικούς σε όλη την επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς το έργο αναφέρεται αποκλειστικά στους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου. Ο ερευνητής χρησιμοποίησε ανέκδοτες και άγνωστες μέχρι πρότινος πηγές και μαρτυρίες, κυρίως των ρωμαιοκαθολικών ιεραποστόλων της περιοχής, οι οποίοι γνωστοποίησαν τις πολιτικές Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής. Πρόκειται για μία έκδοση διατήρησης της ιστορικής μνήμης και σφυρηλάτησης της εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Σχ. 15Χ22,5, Σελ. 272, Τιμ. 7€. |
|
|
|
|
|
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, Νίκαια της Βιθυνίας – 325 μ.Χ.
Χρυσόστομος (Σαββάτος), Μητροπολίτης Μεσσηνίας
Στο έργο του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, το οποίο εκπονήθηκε και εκδόθηκε επί τη ευκαιρίᾳ των εορτασμών των 1.700 ετών από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325-2025), παρουσιάζεται το ιστορικοδογματικό έργο και η προσφορά της τόσο σε θεολογικό επίπεδο, όσο και σε γενικότερα θέματα του εκκλησιαστικού βίου. Κορυφαίο έργο της Συνόδου υπήρξε αναμφιβόλως η αποτυπωθείσα στο Σύμβολο της Πίστεως Χριστολογία της, το οποίο αποτελεί επεξεργασία τοπικών βαπτιστηρίων Συμβόλων, καθώς και οι θεσπισθέντες υπ’ αυτής είκοσι ιεροί Κανόνες. Το έργο αποτελείται από Εισαγωγή, το Α΄ Κεφάλαιο στο οποίο παρουσιάζονται οι χριστολογικές διδασκαλίες του Αρείου και η αντιμετώπισή τους, το Β΄ Κεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζεται η προετοιμασία και η σύγκληση της Συνόδου, το Γ΄ Κεφάλαιο, στο οποίο εκτίθεται το θεολογικό της έργο και κυρίως το Σύμβολο της Πίστεως, ενώ στο Δ΄ Κεφάλαιο παρουσιάζονται οι 20 ιεροί Κανόνες της Συνόδου και η θέση της για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Το έργο κατακλείεται από Επίλογο-Συμπεράσματα, πλούσια βιβλιογραφία και παράρτημα με τα κείμενα του Συμβόλου της Πίστεως και τους Κανόνες της Συνόδου.
Σχ. 14Χ21, Σελ. 160, Τιμ. 7€.
|
|
|
|
|
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟΝ |
|
|
|
† 27 Μαΐου, μνήμη του οσίου πατρός ημών, Ιωάννου του Ρώσου
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μάϊος,
Αθήνα 2006, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 411-421
Ο ΄Οσιος Ιωάννης εγεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομενης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690, από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. ΄Οταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία εστρατεύθηκε, ενώ εβασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μερος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711, και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον επούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο ευρίσκεται πλησίον στήν Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον επήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμάλωτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί εκάμφθησαν από τις απειλές, είτε γιατί εδελεάσθησαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.
Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει γνώση του Θεού, όπως εκήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας· «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα στους νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι γέροντες, και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».
Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας τη σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στήν κακομεταχείριση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον εφώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να αποθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε· «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σου παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός εγεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».
Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, εμαλάκωσε τη σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον εσυμπάθησε. Σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου εστόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.
Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στο σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μιά γωνιά του σταύλου εξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά του αγαπητού Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα εχάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.
Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. ΄Ομως ο Ιωάννης δεν εδέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στο σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στά ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος εγέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία εγίνετο οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο το σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί επορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μιά παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνον λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες μέρες.
Συνέχεια έψαλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού· «Ο κατοικών εν βοηθείᾳ του Υψίστου, εν σκέπῃ του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται. Ερεί τω Κυρίῳ· αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου και ελπιώ επ᾿ Αυτόν. ΄Οτι Αυτός ρύσεταί με εκ παγίδος θηρευτού και από λόγου ταραχώδους. Έθεντο με εν λάκκῳ κατωτάτῳ, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανατου. Εγώ δε προς τον Κύριον εκέκραξα εν τω θλίβεσθαί με και εισήκουσε μου. Κύριος φυλάξει την είσοδόν μου και την έξοδόν μου από του νυν και έως του αιώνος. Προς σε ήρα τους οφθαλμούς μου, Κύριε, τον κατοικούντα εν τω ουρανῷ. Ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών, ούτως οι οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν μών, έως ου οικτιρήσαι μας». Ψαλμούς εσιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.
Με την ευλογία που έφερε ο ΄Αγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός επλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου. Ο ΄Αγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, επήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο ναρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και ευρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί επήγαινε κρυφά τη νύχτα, εκοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι. Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη επλούτισε, απεφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, την ιερά πόλη των Μωαμεθανών.
Αφού επέρασαν αρκετές μέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσεκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητο, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα εθυμήθηκε το σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη· «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε εζήτησε από την κυρά του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του εγέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στη μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως εσυνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.
Ο Άγιος το επήρε και επήγε στο σταύλο. Εκεί εγονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιο τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης επίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητο θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Επίστευε, «μηδέν διακρινόμενος» κατά το λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που εζήτησε θα εγινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τα υπερφυή ταύτα σημεία συμβαίνουσι τοις απλουστέροις τη διανοίᾳ και θερμοτέροις τη ελπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! Το πιάτο με το φαγητό εχάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στήν οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι το λόγο αυτό εγέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.
Αλλά ύστερα από λίγες μέρες εγύρισε από τη Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικείων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς στους οικείους του· «Την δείνα μέρα και ήταν μέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του, την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου εκατοικούσα, ευρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο,τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Εστάθηκα με απορία, σκεπτομενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητο και προπάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πώς να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορίαν ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τά χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλην την ταραχήν όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, εκάθησα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».
Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ίππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του του εξιστόρησε πώς εζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, εγέλασαν. Αυτό το θαύμα εμαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι εθεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν ετολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον επεριποιούντο περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από το σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στο σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Επερνούσε, λοιπόν, το βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τά θελήματα του αγά.
Αλλ᾿ ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος επάνω στά άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματος του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.
Προαισθανόμενος ο ΄Οσιος το τέλος του, εζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, και γι᾿ αυτό έστειλε και εκάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς εφοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα ΄Αγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. ΄Ομως εσοφίσθηκε, κατά θεία φώτιση, και επήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και εκοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το ΄Αχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στά χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 (1). Το 1733, το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στή λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε πρός τιμήν του. Ετοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν τη θεραπεία τους.
΄Οταν, κατά το 1832, επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, επανεστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού επέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου εσκεπτοταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη μέρα. ᾿Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι πού ήσαν, εμισούσαν το σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στο σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στο σουλτάνο και να δεχθούν το στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σ᾿ αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτήσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί επήραν τά γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως τών γενιτσάρων.
Πράγματι, την άλλη μέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το ελεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. ΄Αρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να εύρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. Δεν ευρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, απεφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.
Το έβαλαν στο προαύλιο, εμάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και εφάνηκε στους άπιστους ότι εζούσε, τους εφοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της Εκκλησίας. Την επόμενη μέρα γέροντες Χριστιανοί ευρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι τούρκοι στρατιώτες, επήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το ετοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». Και ενώ το πλοίο ευρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου εφοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε τη μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο εχρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.
(1)Βλ. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Τριανταφύλλου (νυν Μητροπολίτου Χαλκίδος), Ο ΄Οσιος Ιωάννης ο Ρώσος , Χαλκίδα 2000.
|
|
|
|
|
|
† 28 Μαΐου, μνήμη τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μάϊος,
Αθήνα 2006, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 421-428
Λίγες μόλις δεκαετίες μετά τό γεγονός τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καί ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις στήν ᾿Εκκλησία Του, σχετικά μέ τό πρόσωπο καί τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιός εἶναι Αὐτός; Ποιά εἶναι σχέση Του μέ τόν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καί ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό, ἡ ἕνωση δηλαδή ἀκτίστου καί κτιστοῦ ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου;». Μέ ποιό τρόπο ἐγεννήθηκε ἀπό γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατό ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νά ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τά ἐρωτήματα πού ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τή θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά καί τήν ᾿Ενανθρώπησή Του.
Οἱ προβληματισμοί αὐτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. ῾Η ᾿Εκκλησία, προκειμένου νά προφυλάξει τά πιστά μέλη της καί νά ἀπαντήσει στίς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αὐθεντικά τήν πίστη της στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τήν πίστη της καί καθόρισαν τά δόγματά της. Οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστές ὡς «῞Οροι», δηλαδή ὅρια-ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τήν κοινή πίστη καί τήν καθολική συνείδηση καί διαχρονική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολύ νωρίς, καταρχήν μέ τήν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καί τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. ᾿Αλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων ἐτέθηκε ἐκ νέου τό Χριστολογικό ζήτημα, γιατί τόσο οἱ ᾿Αρειανοί ὅσο καί οἱ Εὐνομιανοί εἶχαν δική τους «Χριστολογία», στήν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. Τήν ἐποχή αὐτή τό ἐνδιαφέρον ἐστρέφετο πρωτίστως στό Τριαδολογικό δόγμα, πού ἀφοροῦσε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τή σχέση Του μέ τόν Θεό Πατέρα Του. Μέ αὐτά τά Χριστολογικά θέματα τῆς πίστεως, πού ἀφοροῦσαν τό μυστήριο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού συνῆλθε στήν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ.
῾Η Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου ᾿Αρείου, ἀπό τίς 20 Μαΐου προκαταρκτικά καί ἀπό 14 ᾿Ιουνίου ἐπίσημα μέ τήν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τίς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. ῾Η Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατά μέν τήν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπό 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ᾿ ἄλλες δέ ἱστορικές μαρτυρίες ἀπό τριακόσιους περίπου. Κύριος δέ σκοπός αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ ᾿Αρειανισμοῦ καί ἡ θετική διατύπωση τῆς ᾿Ορθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περί τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, διότι τή θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπό τό 318 μ.Χ. ὁ πρεσβύτερος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αλεξανδρείας ῎Αρειος.
῾Ο Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα εἶναι μέν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλά διά τό συμφυές, τό συναΐδιον, τό ὁμόθρονον, τό ὁμοούσιον καί τό ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τή Μοναρχία τῆς Τριάδος, καί ὄχι τρεῖς θεούς, δηλαδή «τρεῖς ἀνομοίους τε και ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ ῎Αρειος ἀφρόνως ἀπετόλμησε νά κηρύξει, «ὕλην πυρός τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». ῾Η Μία καί ῾Ενιαία Θεότητα διακρίνεται σέ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἤ χαρακτῆρες) ὡς πρός τόν ἀριθμό. ᾿Εκεῖνο, τό ὁποῖο ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῆς Θεότητος εἶναι τό ὁμοούσιον, τό ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων ῾Υποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο πού διακρίνει τά Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.
Τό πρῶτο λοιπόν καί κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ᾿ ἑνός ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καί κακοδοξιῶν τοῦ ᾿Αρείου καί τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἤ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τόν πρῶτο σημαντικό σταθμό στήν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.
Τό «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἤ τό «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλλουμε στό ναό στή Θεία Λειτουργία ἤ σέ ἄλλες ᾿Ακολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικές φράσεις πρός καταπολέμησιν τῆς διδασκαλίας τοῦ ᾿Αρείου· «᾿Εκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», «῾Ομοούσιον τῷ Πατρί». Στό τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας ἐτέθησαν ἀναθεματισμοί, διά τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονταν οἱ σπουδαιότερες αἱρετικές ἐκφράσεις τοῦ ᾿Αρείου.
Ποιός προήδρευσε τῆς Συνόδου; ᾿Αναφέρονται τρία ὀνόματα· ὁ ᾿Αλεξανδρείας ᾿Αλέξανδρος, ὁ ᾿Αντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Κορδούης ῞Οσιος. ᾿Αλλά ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος κάνει λόγο περί προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καί ἀριστεροῦ. ᾿Από τήν πληροφορία αὐτή ἐξάγεται ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δέν ὑπῆρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.
῎Ετσι μέν ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τόν ῎Αρειο, ὁ δέ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τούς αἱρετικούς ῎Αρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καί Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στήν ᾿Ιλλυρία, ἀργότερα δέ ἐξορίσθηκαν στή Γαλλία καί ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καί ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τήν καταδίκη τοῦ ᾿Αρείου καί ἐδέχονταν τούς ᾿Αρειανούς.
Στή συνέχεια Σύνοδος διευθέτησε καί ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικά σχίσματα, τό Νοβατιανό, τό Σαμοσατιανό καί τό Μελιτιανό, ὁμοίως δέ ἐτερμάτισε καί τίς ἔριδες περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτό νά ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Στό Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς ῾Αγίας Σοφίας, ἐσώζονταν μέχρι τό 766 ἤ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν ῾Αγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τίς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ἐζωγράφισε ἀντί αὐτῶν ἡνίοχους καί ἱπποδρομικά θέματα. ᾿Αλλά τήν εἰκόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τό 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντί αὐτῆς τόν ἑαυτό του καί τόν κακόδοξο Πατριάρχη ᾿Ιωάννη ΣΤ΄.
῾Η ᾿Αρχαία ᾿Εκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες μέρες γιά τήν προβολή τῆς διδασκαλίας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν 28η Μαΐου καί τήν Ζύ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα. ῾Η ᾿Εκκλησία ἐνέταξε τήν παρούσα ἑορτή στόν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καί μάλιστα μετά τήν ᾿Ανάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιά ἄλλη αἰτία, ἀλλά γιά τή μαρτυρία αὐτῆς ὑπέρ τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα καί τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διά τῆς ᾿Αναστάσεως καί τῆς εἰς οὐρανούς ᾿Αναλήψεώς Του ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε σέ ὅλους ὅτι δέν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος καί ὁ ῞Ενας τῆς Τριάδος. Στή μαρτυρία αὐτή τῆς Καινῆς Διαθήκης ᾿Εκκλησία ἔρχεται νά προσθέσει καί τήν ἰδική της ἐμπειρία, τήν κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράσθηκε αὐτή στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀπό τούς ῾Αγίους καί Θεοφόρους Πατέρες. |
|
|
|
|
ΑΡΘΡΟ |
|
|
|
Θρήνος Δούκα για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
[ΧLΙ] [1] Ὦ Πόλις, Πόλις, πόλεων πασῶν κεφαλή· ὦ Πόλις, Πόλις, κέντρον τῶν τεσσάρων τοῦ κόσμου μερῶν· ὦ Πόλις, Πόλις, χριστιανῶν καύχημα καί βαρβάρων ἀφανισμός· ὦ Πόλις, Πόλις, ἄλλη παράδεισος φυτευθεῖσα πρός δυσμάς, ἔχουσα ἔνδον φυτά παντοῖα βρίθοντα καρπούς πνευματικούς.

[2] Ποῦ σου τό κάλλος παράδεισε· Ποῦ σου ἡ τῶν χαρίτων τοῦ πνεύματος εὐεργετική ρώσις ψυχῆς τέ καί σώματος; Ποῦ τά τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου μου σώματα τά πρό πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ἀειθαλεῖ παραδείσω, ἔχοντα ἐν μέσῳ τούτων τό πορφυροῦν ἱμάτιον, τήν λόγχην, τόν σπόγγον, τόν κάλαμον, ἅτινα ἀσπάζοντες ἐφανταζόμεθα τόν ἐν σταυρῷ ὑψωθέντα ὁρᾶν· ποῦ τά τῶν ὅσιων λείψανα; Ποῦ τά τῶν μαρτύρων; ποῦ τά τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν λοιπῶν βασιλέων πτώματα; αἱ ἀγυιαί, τά περίαυλα, αἱ τρίοδοι, οἱ ἀγροί, οἱ τῶν ἀμπέλων περιφραγμοί, τά πάντα πλήρη, μεστά λειψάνων ἁγίων, σωμάτων εὐγενῶν, σωμάτων ἀγενῶν, ἀσκητῶν, ἀσκητριῶν. Ὦ τῆς ζημίας «Ἔθεντο, Κύριε, τά θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τάς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς κύκλῳ τῆς Νέας Σιῶν καί οὐκ ἦν ὁ θάπτων».
[3] Ὦ ναέ, ὦ ἐπίγειε οὐρανέ, ὦ οὐράνιον θυσιαστήριον, ὦ θεῖα καί ἱερά τεμένη, ὦ κάλλος ἐκκλησιῶν, ὦ βίβλοι ἱεραί καί Θεοῦ λόγια, ὦ νόμοι παλαιοί τέ καί νέοι, ὦ πλάκαι γραφεῖσαι Θεοῦ δακτύλῳ , ὦ εὐαγγέλια λαληθέντα Θεοῦ στόματι, ὦ θεολογίαι σαρκοφόρων ἀγγέλων, ὦ διδασκαλίαι πνευματοφόρων ἀνθρώπων, ὦ παιδαγωγίαι ἡμιθέων ἡρώων, ὦ πολιτεία, ὦ δῆμος, ὦ στρατός ὑπέρ μέτρον τό πρίν, νῦν δ' ἀφανισθεῖς ὡς ποντιζομένη ναῦς ἐν τῷ πλεῖν, ὦ οἰκίαι καί παντοδαπά παλάτια καί ἱερά τείχη, σήμερον συγκαλῶ πάντα καί ὡς ἔμψυχα συνθρηνῶ, τόν Ἱερεμίαν ἔχων ἔξαρχον τῆς ἐλεεινῆς τραγωδίας.
[4] «Πῶς ἔκαθισεν μόνη ἡ πόλις ἡ πεπληθυμένη λαῶν; Ἐγεννήθη ὡς χήρα ἡ πεπληθυμένη ἐν ἔθνεσιν, ἄρχουσα ἐν χώραις ἐγεννήθη εἰς φόρον. Κλαίουσα ἔκλαυσεν ἐν νυκτί καί τά δάκρυα αὐτῆς ἐπί τῶν σιαγόνων αὐτῆς καί οὔχ ὑπάρχει ὁ παρακαλῶν αὐτήν ἀπό πάντων τῶν ἀγαπώντων αὐτήν. Πάντες οἱ φιλοῦντες αὐτήν ἠθέτησαν ἐν αὐτῇ, ἐγένοντο αὐτῇ εἰς ἐχθρούς. Μετῳκίσθη ἡ Ἀσία ἀπό ταπεινώσεως αὐτῆς καί ἀπό πλήθους δουλείας αὐτῆς. Ἐκάθισεν ἐν ἔθνεσιν, οὔχ εὖρεν ἀνάπαυσιν. Πάντες οἱ καταδιώκοντες αὐτήν κατέλαβον αὐτήν ἀνά μέσον τῶν θλιβόντων. Ὁδοί πόλεως πενθοῦσιν παρά τό μή εἶναι ἐρχόμενους εἰς ἑορτήν. Πᾶσαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι. Οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἀναστενάζουσιν, αἱ παρθένοι αὐτῆς ἀγόμεναι καί αὐτή πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ. Ἐγένοντο οἱ θλίβοντες αὐτήν εἰς κεφαλήν καί οἱ ἐχθροί αὐτῆς εὐθηνοῦσιν, ὅτι Κύριος ἐταπείνωσεν αὐτήν ἐπί τό πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῆς. Τά νήπια αὐτῆς ἐπορεύθη ἐν αἰχμαλωσίᾳ κατά πρόσωπον θλίβοντος. Καί ἐξῆλθεν ἐκ θυγατρός Σιῶν πᾶσα ἡ εὐπρέπεια αὐτῆς. Ἐγένοντο οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ὡς κριοί οὔχ εὑρίσκοντες νομήν καί ἐπορεύοντο ἐν οὐκ ἱσχύϊ κατά πρόσωπον διώκοντος. Ἰδόντες οἱ ἐχθροί αὐτῆς ἐγέλασαν ἐπί μετοικεσίᾳ αὐτῆς. Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ διά τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο.
[5] Χεῖρα αὐτοῦ ἐξεπέτασεν ὁ θλίβων ἐπί πάντα τά ἐπιθυμήματα αὐτῆς, εἶδε γάρ ἔθνη εἰσελθόντα εἰς τό ἁγίασμα αὐτῆς, ἅ ἐνετείλω μή εἰσελθεῖν εἰς τήν ἐκκλησίαν σου. Πᾶς ὁ λαός αὐτῆς καταστενάζοντες, ζητοῦντες ἄρτον. Ἔδωκαν τά ἐπιθυμήματα αὐτῆς ἐν βρώσει, τοῦ ἐπιστρέψαι ψυχήν. Ἴδε, Κύριε, καί ἐπίβλεψον πάντες οἱ παραπορευόμενοι ὁδόν ἐπιβλέψατε καί ἴδετε εἰ ἐστίν ἄλγος κατά τό ἄλγος μου, δ' ἐπεφύλλισέν μοί. Ἐξ ὕψους αὐτοῦ ἐξαπέστειλε πῦρ ἐν τοῖς ὀστέοις μου καί κατήγαγεν αὐτό ἐπ' ἐμέ. Διεπέτασε δίκτυον τοῖς ποσί μου· ἀπέστρεψεν μέ εἰς τά ὀπίσω, ἔδωκέν με ἠφανισμένην, ὅλην τήν ἡμέραν ὀδυνωμένην.
[6] Ἐξῆρε πάντας τούς ἰσχυρούς μου ὁ Κύριος ἐκ μέσου μου· ἐκάλεσεν ἐπ' ἐμέ καιρόν τοῦ συντρῖψαι ἐκλεκτούς μου. Ληνόν ἐπάτησε Κύριος παρθένω θυγατρί Ἰούδα. Ἐπί τούτοις ἐγώ κλαίω. Ἐγένοντο οἱ υἱοί μου ἠφανισμένοι, ὅτι ἐκραταιώθη ὁ ἐχθρός.
[7] Δίκαιός ἐστι Κύριος, ὅτι τό στόμα αὐτοῦ παρεπίκρανα. Ἀκούσατε δή, πάντες λαοί, καί ἴδετε τό ἄλγος μου· αἵ παρθένοι μου καί οἱ νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ μου. Ἐκάλεσα τούς ἔραστάς μου, αὔτοι δέ παρελογίσαντό με· οἱ ἱερεῖς μου καί οἱ πρεσβύτεροί μου ἐν τῇ πόλει ἐξέλιπον.
[8] Ἀκούσατε δή, ὅτι στενάζω ἐγώ.
[9] Ἐγένετο Κύριος ὡς ἐχθρός καί ἐξέσπασεν ὡς ἄμπελον τό σκήνωμα αὐτοῦ, διέφθειρεν ἑορτήν αὐτοῦ. Ἐπιλαθέσθαι ἐποίησε Κύριος ἐν τῇ πόλει ἑορτῆς καί σαββάτου καί παρώξυνεν ἐν ἐμβριμήματι ὀργῆς αὐτοῦ βασιλέα καί ἱερέα. Ἀπώσατο Κύριος θυσιαστήριον αὐτοῦ, ἀπετίναξεν ἁγίασμα αὐτοῦ, συνέτριψεν ἐν χειρί αὐτοῦ τεῖχος βαρέων αὐτῆς. Φωνήν πολέμου ἔδωκαν ἐν οἴκῳ Κυρίου ὡς ψαλμόν Λευιτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς.
[10] Ἴδε, Κύριε, καί ἐπίβλεψον, τίνι ἐπεφύλλισας οὕτως. Ἐφονεύθησαν νήπια θηλάζοντα μασθούς. Εἰ ἀποκτενοῦσιν ἐν ἁγιάσματι Κυρίου ἱερέα καί προφήτην; Ἐκοιμήθησαν εἰς γῆν ἐξόδων παιδάριον καί πρεσβύτης· παρθένοι μου καί νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν εἰς αἰχμαλωσίαν.
[11] Συνετέλεσε Κύριος θυμόν αὐτοῦ, ἐξέχεεν θυμόν ὀργῆς αὐτοῦ καί ἀνῆψεν πῦρ ἐν τῇ πόλει καί κατέφαγε τά θεμέλια αὐτῆς.
[12] Μνήσθητι, Κύριε, τί ἐγένετο ἡμῖν. Ἐπίβλεψον καί ἴδε τόν ὀνειδισμόν ἡμῶν. Ἡ κληρονομιά ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὀρφανοί ἐγενήθημεν ὡς μή ἔχοντες πατέρα, μητέρες ἡμῶν ὡς χῆραι.
[13] Ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαυσάμεθα.
[14] Οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον καί οὔχ ὑπάρχουσιν καί ἡμεῖς τά ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν. Δοῦλοι ἐκυρίευσαν ἡμῶν· λυτρούμενος οὐκ ἐστίν ἐκ τῆς χειρός αὐτῶν.
[15] Τό δέρμα ἡμῶν ὡς κλίβανος ἐπαλαιώθη, συνεσπάσθη ἀπό προσώπου καταιγίδος λιμοῦ.
[16] Ἐκλεκτοί ἐν μύλοις ἤλεσαν καί νεανίσκοι ἐπί ξύλοις ἀνεσκολοπίσθησαν. Πρεσβύται ἀπό πόλης κατέπεσον καί ἐκλεκτοί ἀπό ψαλμῶν αὐτῶν κατέπαυσαν. Κατελύθη χαρά καρδίας ἡμῶν, ἐξεστράφη εἰς πένθος ὁ χορός ἡμῶν, ἔπεσεν ὁ στέφανος τῆς κεφαλῆς ἡμῶν· Οὐαί ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν. Περί τούτου ἐγενήθη ὀδυνηρά ἡ καρδία ἡμῶν περί τούτου ἐσκότασαν οἱ ὀφθαλμοί ἠμῶν. Ἐπί τῇ Νέα Σιών, ὅτι ἠφανίσθη, ἀλώπεκες διῆλθον ἐν αὐτῇ. Σύ δέ Κύριε, εἰς τόν αἰώνα κατοικεῖς, ὁ θρόνος σου εἰς γενεάν καί γενεάν. Ἵνα τί εἰς νεῖκος ἐπιλήσῃ ἡμῶν, καταλείψης ἡμᾶς εἰς μακρότητα ἡμερῶν; Ἐπίστρεψον ἡμᾶς, Κύριε, πρός σέ καί ἐπιστραφησόμεθα· καί ἀνακαινισθῆ ἡμέρα ἡμῶν καθώς ἔμπροσθεν ὅτι ἀπωθούμενος ἀπώσω ἡμᾶς, ὠργίσθης ἐφ' ἡμᾶς ἕως σφόδρα».
[17] Οὖτοι οἱ θρῆνοι καί οἱ κοπετοί τοῦ Ἱερεμίου, οὗς ἐκόψατο ἐν τῇ ἁλώσει τῆς παλαιᾶς Ἱερουσαλήμ, οἴομαι δέ καί περί τῆς νέας καλῶς τό πνεῦμα τῷ προφήτῃ ὑπέδειξεν.
[18] Ποία τοίνυν γλῶσσα ἐξισχύσει τοῦ εἰπεῖν καί λαλῆσαι τήν γενομένην ἐν τῇ Πόλει συμφοράν καί τήν δεινήν αἰχμαλωσίαν καί τήν πικράν μετοικίαν, ἥν ὑπέστη οὐκ ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Βαβυλώνα ἤ εἰς Ἀσσυρίους, ἀλλ' ἀπό Κωνσταντινουπόλεως εἰς Συρίαν, εἰς Αἴγυπτον, εἰς Ἀρμενίαν, εἰς Πέρσας, εἰς Ἀραβίαν, εἰς Ἀφρικήν, εἰς Ἰταλίαν, σποράδην, ἐν τῇ Ἀσίᾳ τῇ Μικρᾴ καί ἐν ταῖς λοιπαῖς ἐπαρχίαις. Καί ταῦτα πῶς; Ἐν τῇ Παφλαγονίᾳ ὁ ἀνήρ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἡ γυνή καί τά τέκνα ἐν ἄλλοις τόποις σποράδην ἀλλοιούμενα ἀπό γλώττης εἰς γλώτταν καί ἀπ' εὐσεβείας εἰς ἀσέβειαν καί ἀπό θείων Γραφῶν εἰς ἀλλόκοτα γράμματα.
[19] Φρῖξον, ἥλιε· καί σύ γῆ, στέναξον εἰς τήν παντελῆ ἐγκατάλειψιν τήν γενομένην ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ παρά τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν. Οὐκ ἔσμεν ἄξιοι ἀτενίσαι τό ὄμμα εἰς οὐρανόν, εἰ μή μόνον κάτω νενευκότες καί εἰς γῆν τά πρόσωπα θέντες κράξωμεν «Δίκαιος εἰ, Κύριε, καί δικαία ἡ κρίσις σου· ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν παρά πάντα τά ἔθνη. Καί πάντα ἅ ἐπήγαγες ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ καί δικαία κρίσει ἐπήγαγες. Πλήν φεῖσαι ἡμῶν, Κύριε, δεόμεθα». |
|
|
|
|
ΑΦΙΕΡΩΜΑ |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|