ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Σπουδαιότης της Α' Οικουμενικής Συνόδου

Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι περί των αγίων εικόνων, Θεσσαλονίκη 1972, εκδ. Ρηγόπουλου, σελ. 83-91

Ίνα κατανοηθή η σπουδαιότης αυτής της Συνόδου, πρέπει να εκτεθή ενταύθα δια βραχέων ο φιλοσοφικός οργασμός των πνευμάτων της εποχής εκείνης, όστις έτεινε να καθυποτάξη το δόγμα εις την γνώσιν, ήτις εζήτει τρόπον τινά να άψηται τη χειρί και, ει δυνατόν ψηλαφήση παν ό.τι ο Χριστιανισμός παρέδιδεν ως μυστήριον και ως δόγμα πίστεως.

Τον χριστιανισμόν αναφανέντα σκάνδαλον μεν τοις Ιουδαίοις, μωρίαν δε τοις Έλλησιν, εζήτουν αμφότεροι, Ιουδαίοι τε και Έλληνες, δια των φιλοσοφικών χωνευτηρίων να αναδείξωσιν από θρησκείαν εξ αποκαλύψεως, σύστημά τι φιλοσοφικόν μάλλον «ικανοποιούν τας απαιτήσεις της υπερηφάνου του ανθρώπου φιλοσοφίας, ή επαναπαύον το θρησκευτικόν αίσθημα του ανθρώπου. Οι φιλόσοφοι περιφρονήσαντες τας απαιτήσεις της καρδίας της τερπομένης εν τω μυστηρίω της θρησκείας εζήτουν να ικανοποιήσωσι τον νουν δι’ απολύτου τρόπου, υποτάσσοντες αυτώ πάσαν αλήθειαν. Αλλ’ ηγνόουν ότι υπάρχουσι και αλήθειαι ανώτεραι της νοητικής ημών αντιλήψεως, μη γινόμεναι καταληπτοί υπό του πεπερασμένου νοός του ανθρώπου, ήτις λαμβάνει γνώσιν αυτών, πείθεται δε περί της πραγματικότητος αυτών, και μαρτυρεί περί της υπερφυσικής υπάρξεως αύτών.

Ηγνόουν ότι ο άνθρωπος δεν εγεννήθη, ίνα αποβή μόνον φιλόσοφος, αλλά και ον θρησκευτικόν. Καίτοι φιλοσοφούντες εδείκνυντο αφιλοσόφως προς τον άνθρωπον έχοντες, διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνον νους, αλλά και καρδία· αι δυνάμεις των δύο τούτων κέντρων αμοιβαίως βοηθούμεναι αναδεικνύουσι τον άνθρωπον τέλειον και διδάσκουσιν αυτώ όσα ουδέποτε δια μέσου του νοός να διδαχθή ηδύνατο. Εάν ο νους είναι ο διδάσκαλος του φυσικού κόσμου, η καρδία είναι διδάσκαλος του υπερφυσικού κόσμου, του οποίου ίσως καθ’ ομοίωσιν εγένετο ο αισθητός κόσμος, ούτινος τότε μανθάνομεν τα καθ’ έκαστα ακριβώς, όταν δια της καρδίας διδαχθώμεν τα του υπερφυσικού κόσμου· φιλόσοφος άνευ καρδίας, ήτοι άνευ θρησκευτικού αισθήματος, είναι αφιλοσόφητος· διότι δεν είδε το καθ’ όλου, αλλά το κατά μέρος. Ενόσω δε δεν αναχθή εις το καθ’ όλου, ήτοι εις την καθ’ όλου περί του κόσμου έννοιαν, εν η περιέχεται ό,τε αισθητός και ο υπέρ αίσθησιν κόσμος· (διότι ο κατ’ αίσθησιν κόσμος είναι το κατά μέρος), ουδέποτε θέλει φθάσει εις το καθ’ όλου άνευ θρησκευτικού αισθήματος διδάσκοντος την εν τω υπερφυσικώ κόσμω ύπαρξιν του καθ’ όλου. Ύπό την μίαν ταύτην όψιν εξήτασεν ανέκαθεν τον χριστιανισμόν ό,τε Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία.

Ο Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία συναντηθέντα εν Αιγύπτω εν κοινώ σταδίω και επωφεληθέντα αλλήλα εμόρφωσαν διαφόρους θεωρίας και φιλοσοφικά συστήματα.

Η Αλεξάνδρεια εν μεταιχμίω τριών Ηπείρων, Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, κτισθείσα εν τω κέντρω ούτως ειπείν του αρχαίου κόσμου, υπήρξεν η εστία ζώσης των ιδεών επικοινωνίας και το γόνιμον έδαφος νέων συστημάτων. Η Πυθαγόρειος φιλοσοφία, η προ ικανών χρόνων εν ταις δέλτοις των εκλιπόντων φιλοσοφικών συστημάτων εγγραφείσα, ανεφάνη μετά τας αρχάς της τελευταίας προ Χρίστου εκατονταετηρίδος υπό την μορφήν της Νεοπυθαγορείου φιλοσοφίας.

Οι εν Αλεξανδρεία Ιουδαίοι, φρονούντες ότι δια της μελέτης της Ελληνικής φιλοσοφίας ενεβάθυνον πλειότερον εις την μυστηριώδη του Μωϋσέως σοφίαν, επεδόθησαν εις αυτήν, παρήγαγε δε η επίδοσις αύτη τοιαύτην τινά πνευματικήν κίνησιν, ην συνήθως Αλεξανδρινήν θεοσοφίαν καλούσι, και ης ο χαρακτήρ συνίστατο εις σύγκρασίν τινα Μωσαϊκής θεολογίας και Ελληνικής φιλοσοφίας, ιδία δε Πλατωνικών και Στωϊκών ιδεών τούτο δείκνυται προδήλως εν τω ωριμωτάτω της Αλεξανδρινής θεοσοφίας προϊόντι, τω του Φίλωνος συγγράμματι, εις ου την μόρφωσιν συνετέλεσεν εξ ίσου η τε Μωσαϊκή θεολογία και η Ελληνική φιλοσοφία.

Τα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, και το της Στοάς, ευρόντα εν Αλεξανδρεία διαπύρους θιασώτας, εμβριθώς ηρευνώντο - το φιλοσοφικόν πνευμα μη δυνάμενον να αναπαυθή εν τη αποδοχή της διδασκαλίας του Μονοθεϊσμού, του απολύτως υπερβατικώς προς τον κόσμον ευρισκομένου και εν ουδεμία σχέσει προς τον κόσμον ερχομένου, μηδ’ εν τη Πανθεϊστική θεωρία, καθ’ ην το θείον απόλλυται εν τη φύσει, και τείνον μεσαίαν τινά να ανακαλύψη αρχήν συμβιβάζουσαν εκατέρωθεν την αλήθειαν, ευρίσκετο εν ζωηρώ φιλοσοφικώ οργασμώ. Εν τω χρόνω τούτω ενεφανίσθη ο χριστιανισμός επαγγελλόμενος την πλήρη των απαιτήσεων ικανοποίησιν. Οι οπαδοί των διαφόρων συστημάτων ευρόντες εν αυτώ τον σύνδεσμον των μονομερών αληθειών των εν τε τω Ιουδαϊσμώ και Εθνισμώ ευρισκομένων προσωκειώθησαν αυτόν. Επειδή όμως ο χριστιανισμός είναι σοφία εξ αποκαλύψεως, δεν αποβαίνει δε καταληπτή καθ’ όλου τοις μέτρω φιλοσοφικώ μετρούσιν αυτήν, δια τούτο δεν εγίνετο ασπαστός καθ’ όλου, αλλά κατά μέρος. Επειδή όμως το μέρος δεν ηδύνατο να ικανοποιήση τας απαιτήσεις του φιλοσοφικού νοός, ούτος εμόρφου ίδιον σύστημα, εν ω εφρόνει ότι ευρίσκετο η όλη αλήθεια. Το σύστημα τούτο υπο της Εκκλησίας αποδοκιμαζόμενον εκαλείτο αίρεσις· τοιούτω τρόπω εμορφώθησαν αι διάφοροι αιρέσεις, αίτινες ουδέν άλλο ήσαν ή φιλοσοφικά συστήματα φέροντα αντί του φιλοσοφικού τρίβωνος την χριστιανικήν αλουργίδα.

Ο χριστιανικός αυτών χαρακτήρ ην άπλώς η έξωτερική αυτών χροιά - ούσιαστικώς δμως ήσαν καθαρά προϊόντα της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Η άνάπτυξις της διδασκαλίας του Άρείου ίκανώς απέδειξε τον φιλοσοφικόν χαρακτήρα της διδασκαλίας των.

Η χριστιανική άρα διδασκαλία, φανείσα εν εποχή πλήρει φιλοσοφικής ζωής και πνευματικού οργασμού και υφ’ απάντων πολεμουμένη, εξ άπαντος τελείως θα διεστρέφετο και θα ηλλοιούτο, εάν μη ευθύς εξ αρχής θείαι και ιεραί συνεκροτούντο Σύνοδοι και τας ετεροδιδασκαλίας αποτελεσματικώς μη απέκλειον της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας, και Σύμβολα, και Δόγματα, και Κανόνας, και Διατάξεις μη συνέταττον προς φρούρησιν και διατήρησιν της καθαρότητος και αγιότητος αυτής.

Η διδασκαλία του Αρείου

Ο Άρειος δογματίσας, ως ανωτέρω ερρήθη, ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι μεν προ παντός χρόνου, αλλ’ ουχί και υπάρχων, «ην ότε ουκ ην» και ότι δεν εγεννήθη εκ του Πατρός, αλλά θελήματι του Πατρός εκ του μηδενός εκτίσθη και επομένως ήτο κτίσμα εξ ουκ όντων ότι ο Θεός δεν ήτο πάντοτε Πατήρ, ουδ’ ο Υιός υπήρχε πριν γεννηθή, δηλ. κτισθή, αλλ’ ουδέ εκ της Ουσίας του Πατρός αλλά ξένος αυτού κατ’ ουσίαν, και επομένως ουδέ Θεός αληθινός, αλλά μετοχή θεοποιηθείς, ανέπτυξε το φιλοσοφικόν του σύστημα, ήτοι την αίρεσίν του, δι’ ου φρονεί ότι συμβιβάζει την Μοναρχίαν και Μονοθεΐαν προς την περί Τριαδικού Θεού του Χριστιανισμου διδασκαλίαν.

Η αρχή της τοιαύτης τάσεως ευρίσκεται, ως είπομεν, εν αρχαιοτέροις χρόνοις. Οι Αντιτριαδικοί ή Μοναρχικοί πρώτοι εζήτησαν να επιτύχωσι το τοιούτον, και να συμβιβάσωσι κατά τον ανθρώπινον λόγον την Μονοθεΐαν και Μοναρχίαν προς την ιδέαν του Τριαδικού Θεού. Ο Σαβελλιανισμός, τελειοτέρα μορφή των Πατροπασχιτών, ή των τροπικών Μοναρχικών, εμόρφωσε σύστημά τι, δι’ ου εφρόνει ότι επέτυχε του επιδιωκομένου σκοπού. Η του Αρείου αίρεσις είναι Σαβελλιανισμός μετά ειδικών τινων παραλλαγών εν ω λόγου χάριν ο Σαβελλιανισμός εννοεί τον Θεόν κυρίως, ως ουσίαν μόνον, εις δε τον κόσμον δεν αποδίδει αληθή πραγματικότητα· διότι δεν δύναται να δείξη εν τω Θεώ τον λόγον αυτού του κόσμου, αφού αποδέχεται ότι ο λόγος των διαφόρων αυτομεταδόσεων του Θεού εν τω κόσμω δεν έγκειται εν διατεθειμέναις υποστάσεσιν εν τω Θεώ καθ’ εαυτόν, αλλά εν ταις του κόσμου ποιότησιν, ούτινος την φαινομενικήν ύπαρξιν παράγουσι τυχαίαί τινες του Θεού κινήσεις, ο Άρειος εννοεί τον Θεόν ως αιτιότητα, ήτις είναι κατηγορία υπερτέρα της ουσίας. Κατά τον Αρειανισμόν ο κόσμος δεν έχει μόνον φαινομένην, αλλά και πραγματικήν ύπαρξιν και μάλιστα ύπαρξιν ανεξάρτητον αναγνωρίζει όμως ότι ο κόσμος δεν είναι απόλυτόν τι, και τούτο ανάγεται εις τον Θεόν τοσούτω μόνον, όσω απαιτείται, ίνα η ιδέα του Θεού εύρη την αιτίαν του κόσμου, ως αυτοτελούς πραγματικότητος. Κατά τον Αρειανισμόν ο ύψιστος Θεός είναι μόνον η υψίστη αιτία του κόσμου ή το σημείον, ένθα η σειρά των κοσμικών αιτιών λήγει εν τινι όντι απολύτως απλώ και αναιτίω. Όθεν ο Θεός δεν είναι αιτία εαυτού, δεν είναι εν εαυτώ Πατήρ και Υιός, αλλ’ είναι αγεννησία, ή το εναίτιον, όπερ είναι αιτία του κόσμου. Το αποφατικόν τούτο ιδίωμα εκφράζει κατά τον Άρειον την ουσίαν του Θεού, ήτις κατ’ ανάγκην είναι αμετάβατος· η θεωρία αύτη δύναται να θεωρηθή, ως βάσις όλης της διδασκαλίας του Αρείου εντεύθεν ο Άρειος ορμώμενος αποφαίνεται δογματίζων ότι ο κόσμος μετά του Υιού είναι ετεροούσιος προς τον Θεόν, διότι η του Θεού ουσία, ως αμετάβατος, δεν δύναται να έχη σχέσιν τινά ή προς τον κόσμον ή προς τον Υιόν, δι’ ου ο κόσμος. Ο κόσμος μετά του Υιού είναι ετεροούσιος προς τον Θεόν παρεκτός δε της αρχεγόνου και ανεξηγήτου αιτιότητος του Θεού ως προς τον κόσμον, πραγματική κοινωνία μεταξύ θεου και κόσμου δεν υπάρχει. Ο δε κόσμος κινείται οιονεί εξ εαυτού, κοινωνία δε αληθής μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν υφίσταται δια το στερητικόν του Θεού ιδίωμα· ο δε άνθρωπος δείται μόνον διδασκαλίας και καλών πράξεων, όπως σωθή· η μόνη υφισταμένη σχέσις μεταξύ Θεού και ανθρώπων είναι η γνώσις και η βούλησις, εκ μέρους δε του Θεού ο κόσμος. Όθεν ο κόσμος κατά τον Άρειον εδημιουργήθη κατά πρώτον υπό του Θεού εν τη μορφή του Υιού ως ενότης, εξ ης δύναται και πρέπει να εξελίσσηται παν έτερον εν τω κόσμω, ως δε ο Πλάτων απεδέχετο ότι μεταξύ της ατελείας των ειδικών πραγμάτων και της αϊδίου και αμερίστου ενότητος της υψίστης ιδέας εμεσολάβουν οι γενόμενοι θεοί, οίτινες κατ’ αυτόν προΐσταντο της μορφώσεως του κόσμου, ούτω και ο Άρειος την ζώσαν αρχήν του κόσμου, δι ης ούτος εκτίσθη ως ενότης, παρίστα ως είδος μεσάζοντος θείου όντος προς μόρφωσιν του κόσμου· η ζώσα αυτή, αρχή, του κόσμου ωνομάζετο υπό του Αρείου Υιός κατά την χριστιανικήν γλώσσαν όστις όμως είναι κτίσμα, ει και ως παριστών την ενότητα του κόσμου θεωρείται υπό του Αρείου ως έχων μοναδικήν και μεσάζουσαν σχέσιν μεταξύ Θεού και κόσμου, και όστις δεν υπήρχε πάντοτε· διότι κατ’ αυτόν, «ην ότε ουκ ην» και κατ’ ακολουθίαν είναι τρεπτός και αλλοιωτός· δι’ αυτό τούτο όμως, επειδή είναι και αυτός εν χρόνω τρεπτός και αλλοιωτός, δύναται ο Υιός να εισέλθη εις μεταβλητήν ενέργειαν προς μόρφωσιν και κυβέρνησιν του κόσμου· εν ω ο άτρεπτος Θεός δεν δύναται να συμμετέχη της μορφώσεως και διευθύνσεως των μεταβλητών πραγμάτων του κόσμου, αύτη δε είναι η μόνη σχέσις η υφισταμένη μεταξύ αυτού του Θεού και του κόσμου· η εν τω Υιώ σχέσις μετατρέπεται παρ’ αυτού εις δυϊστικήν ή αδιάλλακτον αντίθεσιν μεταξύ Θεού και κόσμου, αφού ο Υιός ο πρωτότοκος πάσης κτίσεως αφέθη προς αυτοτελή και ανεξάρτητον από του Θεού ύπαρξιν.

Ο Θεός υπήρξεν αιτία του κόσμου μόνον δια της δημιουργίας του Υιού, δι’ ου ο κόσμος εγένετο· εις τον κόσμον δε τούτον, εις ον συμπεριλαμβάνεται και ο Υιός, ούτινος η γνώσις και η ενέργεια είναι επίσης εν χρόνω, ανήκει αποκλειστικώς πάσα ζωή και πάσα κίνησις.

Ο κόσμος κατά τον Αρειανισμόν έχει αυτοτελή ύπαρξιν ως ο Θεός, είναι δε όμοιος προς τον Θεόν κατά τούτο ότι είναι ελάσσων Θεός και οιονεί και αντίτυπον αυτού, ουχί δε ως υπό του Θεού ζωοποιούμενον και μετ’ αυτού εν ζώση κοινωνία υπάρχον. Ο δυϊστικός ούτος κόσμος δεν είναι επιδεκτικός της ενεργείας του Θεού, ουδέ χρήζει της ενεργείας του Θεού, αφού έλαβε παρ’ αυτού την πρώτην αιτίαν της υπάρξεως· η αυτοτέλεια αύτη του κόσμου δεικνύει πως η Ιουδαϊκή αρχή του χωρισμού του κόσμου από του Θεού προβαίνει εις αποθέωσιν του κόσμου, ήτις φέρει χαρακτήρα Εθνισμού. Ως δε ο απόλυτος εκ του κόσμου χωρισμός του Θεού θεωρείται ως ύψος και μεγαλείον αυτού, ούτω και ο υπό του Θεού χωρισμός του κόσμου θεωρείται ως αύξησις της αυτοτελείας και του ύψους του κόσμου.

Κρίσεις επί της αιρέσεως του Αρείου.

Ο κατά του Αρειανισμού αγών εν τη Εκκλησία εγένετο λίαν σφοδρός· διότι η περί Θεού έννοια αυτού δεν είχεν απλώς Ιουδαϊκόν χαρακτήρα, αλλ’ ήτο ανάμιξις Ιουδαϊκών και Εθνικών στοιχείων, και κατά τούτο ο Αρειανισμός απέβαινε λίαν επικίνδυνος. Αντί της υψηλοτέρας ενότητος, ήτις συνάπτει εν εαυτή το εν ταις προ Χριστού θρησκείαις περιεχόμενον αληθές, ο Αρειανισμός έθετο φαινομένην τινά ενότητα συνάπτουσαν το εν τω Ιουδαϊσμώ και Εθνισμώ ψευδές και αποκλείουσαν το εν αυταίς αληθές. Το μεν εν τω Ιουδαϊσμώ αληθές είναι η μεταξύ Θεού και κόσμου διαφορά· το δε εν τω Εθνισμώ αληθές είναι η εσωτερική ενότης μεταξύ θεότητος και ανθρωπότητος. Τας αλήθειας ταύτας αμφοτέρας περιέχει η ορθόδοξος χριστιανική Πίστις. Το εν τω Ιουδαϊσμώ ψευδές είναι ο χωρισμός μεταξύ Θεού και κόσμου, το δε εν τω Εθνισμώ η ανάμιξις θεότητος και ανθρωπότητος. Ο Αρειανισμός αποκλείσας το εν αμφοτέροις αληθές απεδέξατο μόνον το εν αμφοτέροις ψευδές· διότι αποδεχόμενος παρά του Εθνισμού την ανάμιξιν θεότητος και ανθρωπότητος αποδίδει εις την κτίσιν, εις ην κατατάσσει και τον Υιόν, ον θεωρεί ως κτίσμα, θείαν ιδιότητα και καθιστά δημιουργόν του κόσμου και αντικείμενον θείας προσκυνήσεως, παρά δε του Ιουδαϊσμού αποδεχόμενος τον χωρισμόν μεταξύ Θεου και κόσμου, ήτοι τον Δυϊσμόν, θεωρεί την γέννησιν του κόσμου ως όλως τυχαίαν και ούτω η μεταξύ Θεού και κόσμου σχέσις στηρίζεται επί αυθαιρέτου λόγου.

Διδασκαλία του Αθανασίου και των επισήμων Πατέρων της Εκκλησίας

Τοιαύτη ην η διδασκαλία του Αρείου, ην ώφειλον να καταπολεμήσουν οι οπαδοί της Ορθοδόξου Πίστεως, και τοιούτος ο λόγος της συγκροτήσεως της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Οποία δε η διδασκαλία των Πατέρων και πόσον σοφώς συνδυάζει τας δύο αλήθειας τας εν τε τω Ιουδαϊσμώ και τω Εθνισμώ ταύτην εκθέτομεν εν τοις εφεξής.

Εις την ανάμιξιν των εκ του Ιουδαϊσμού και του Εθνισμού ειλημμένων στοιχείων του ψεύδους, ην παριστά ο Αρειανισμός, έπρεπε να αντιταχθή η γνησία περί Θεού χριστιανική έννοια, ήτις είναι η αληθής υψηλοτέρα ενότης των εν τω Ιουδαϊσμώ και τω Εθνισμώ περιεχομένων στοιχείων της αληθείας. Την γνησίαν ταύτην περί Θεου έννοιαν της Χριστιανικής θρησκείας ανέπτυξε κατά του Αρειανισμού πρώτος ο Αθανάσιος, έπειτα δε και άλλοι επίσημοι Πατέρες, ιδίως ο Ναζιανζηνός Γρηγόριος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπερενίκησαν την πανθεϊστικήν και δυϊστικήν αρχήν αναχθέντες εις εσωτερικάς εν τω Θεώ διακρίσεις. Ο Αθανάσιος ορμάται εκ της αρχής ότι ο Θεός, ως Θεός ζων, θέλει να αποκαλύπτη εαυτόν εν όλη τη δόξη αύτου· ο δε άνθρωπος χρήζει του Θεού και είναι επιδεκτικός αυτού· ο ανθρώπινος λόγος έχει πόθον προς τον αρχέτυπον λόγον, προς κοινωνίαν μετά του Θεού και προς γνώσιν της ουσίας αυτού, δυνάμεθα δε να έχωμεν άμεσον κοινωνίαν προς αυτόν, εάν ο Θεός θέλη να έχη κοινωνίαν προς ημάς. Εν τω Χριστώ και Αγίω Πνεύματι περιέχεται η πλήρης αποκάλυψις της αληθείας και η πλήρης αυτομετάδοσις του Θεού· ίνα δε ο Χριστός είναι πλήρης αποκαλύψεως της αληθείας, ανάγκη να είναι ο εν τω Χριστώ ενανθρωπήσας Λόγος της αυτής ουσίας προς τον Θεόν επίσης τέλειος ως ο Πατήρ· διότι άλλως δεν ήθελεν είναι αποκεκαλυμμένη η πλήρης αλήθεια, καθ’ όσον ο αποκαλύπτων δεν ήθελε περιέχει όλην την αλήθειαν. το δε ΄Αγιον Πνεύμα δεν ήθελε προσάγει ημάς προς τον Θεόν, αν δεν ήτο Θεός· διότι ουχί μετά τίνος κτίσματος ή περιορισμένου όντος πρέπει να συναφθώμεν, αλλ’ αμέσως μετ’ αυτού του Θεού. Ο Αθανάσιος και οι μετ’ αυτόν επίσημοι Πατέρες της τετάρτης 100ριδος αποδέχονται ότι ο Θεός πρέπει αναγκαίως να είναι εν εαυτώ ζων, όπως δυνηθη να προέλθη εξ αυτού ο κόσμος. ΄Οθεν κατ’ αυτούς ψευδής είναι εκείνη η περί Θεού έννοια, καθ’ ην ούτος είναι υπερβατικόν μόνον ον διότι κατ’ αυτούς ο Θεός είναι αΐδιος ζωή και κίνησις.

Αλλ’ ίνα είναι ο Θεός αΐδιος ζωή και κίνησις, πρέπει να έχη εσωτερικάς διακρίσεις εν εαυτώ· άνευ δε εσωτερικών διακρίσεων ο Θεός κατά τον άγιον Αθανάσιον δεν ήθελε δύνασθαι ουδ’ εξ εαυτού έχειν ύπαρξιν. Κατ’ αυτόν η θεία πηγή ουδέποτε είναι ξηρά, εις δε το φως αυτού ουδέποτε ελλείπει η λάμψις αυτού· ο δε Θεός δεν είναι άγονος και άνευ παραγωγής εν εαυτώ· διότι άλλως έπρεπεν εξ ανάγκης να είναι και ανενέργητος, και ουδέν ήθελε δυνηθή να δημιουργήση. Επειδή δε ο Θεός εν εαυτώ είναι παραγωγική ζωή, είναι και δημιουργικός εκτός εαυτού, κατά πρώτον δε παράγει αϊδίως εαυτόν διότι ο Θεός είναι αΐδιος αιτιότης εαυτού, καθ’ όσον είναι αίτιον και αιτιατόν· συγχρόνως δε, καθ’ όσον ο Θεός είναι εν εαυτώ η αΐδιος κίνησις και ζωή, δύναται να παραγάγη τον κόσμον. Ταύτην την εν τω Θεώ αιτιότητα εαυτού, ης ένεκα αυτός είναι αίτιον και αιτιατόν, εφαρμόζει ο άγιος Αθανάσιος εις τας εν τω Θεώ υποστατικάς διακρίσεις. Το μεν εν τη θεότητι αίτιον η Εκκλησία ονομάζει Πατέρα, το δε αιτιατόν εν αυτή η Εκκλησία ονομάζει Υιόν, αμφότερα δε είναι της αυτής Ουσίας.

Και κατά τον Ναζιανζηνόν Γρηγόριον ο Θεός δεν είναι απλή μονάς διότι αύτη εν τη μονότητι εαυτής ήθελεν είναι εναντία εαυτής, έπρεπεν εξ ανάγκης να εκπέση εαυτής, ίνα είναι κίνησις και ζωή. Εν τω Θεώ δεν υπάρχει ακάθεκτός τις φυσική πλησμονή· η δε Μονάς κινηθείσα εξ αρχής εις Δυάδα έστη εν Τριάδι.

Ούτω δια της χριστιανικής περί Θεού εννοίας των Πατέρων της τετάρτης 100ριδος ήρθη η αφηρημένη και άνευ κινήσεως απλότης της θείας ουσίας. Κατά τον άγιον Αθανάσιον και τον Ιλάριον ο Θεός έχει την αυτοσυνείδησιν εαυτού, καθ’ όσον αυτός ο Θεός ο γεννήσας, ή ως Πατήρ ως αίτιον, ορά εαυτόν εν τω αιτιατώ εν Εικόνι και χαίρει επί ταύτη τη Εικόνι. ΄Οθεν αι διακρινόμεναι εν τω Θεώ υποστάσεις μετέχουσι και της θείας αυτογνωσίας κατά τον άγιον Αθανάσιον. Ένεκα της εν αυτώ διακρίσεως ο Θεός δεν συγχέεται προς τον κόσμον εν τη προς αυτόν κοινωνία και μεταδόσει, αλλά διατηρεί το ύψος και την υπερβατικότητα εαυτού· διότι πάσα αυτομετάδοσις του Θεού προϋποτίθησι την αυτοσυντήρησιν εαυτού· δια των εσωτερικών δε εν τω Θεώ διακρίσεων ο Θεός εν τη αυτομεταδόσει συντηρεί εαυτόν και εν τη αυτοσυντηρήσει μεταδίδει εαυτόν δια της αγάπης εις τον κόσμον. Αφού οι Πατέρες της Εκκλησίας ημών εις τον προς τους Αρειανούς αγώνα έδειξαν ότι η Μονάς ίνα νοηθή ως κίνησις και ζωή, δέον να θεωρηθή προβαίνουσα εις Δυάδα· διότι άλλως ο Θεός δεν ηδύνατο να νοηθή, ως ο Θεός ζων, ευκόλως ηδύνατο να δειχθή ότι, επειδή δια της δυάδος δεν πρέπει να αρθή η ενότης του Θεου, η νόησις αιτεί και τρίτον τι, όπερ την δυάδα ανάγει εις την ενότητα. Τούτο εδείχθη εν τω αγώνι των Πατέρων της Εκκλησίας περί του Αγίου Πνεύματος, όπερ ο Αρειανός Μακεδόνιος εθεώρει ως κτίσμα ανώτερον μετά τον Υιόν.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.