|
|
|
ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ |
|
|
|
Αθωνικά αποτυπώματα- Μία εικαστική έκφραση
Θεοφίλου Κεντάρχου

Το παρόν εικαστικό έργο του Κερκυραίου καλλιτέχνη Θεοφίλου Κεντάρχου είναι μία συλλογή υδατογραφιών με μορφές μοναχών και απεικονίσεις ιερών Μονών του Αγίου Όρους. Πρόκειται για ένα λεύκωμα υδατογραφιών, εμπνευσμένων από στιγμές προσευχής και ασκήσεως των μοναχών στο Περιβόλι της Παναγίας. Όπως τονίζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης: « Παρακολουθώντας τα πρόσωπα των μοναχών βλέπει κανείς την εσωτερική τους ψυχική κίνηση, την αγωνία τους, την επιθυμία τους, βλέπει την κατάσταση στην οποία ευρίσκονται. Αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω. Τα έργα δεν αποτελούν προσωπογραφίες συγκεκριμένων ανθρώπων, όσο ψυχικών καταστάσεων, εικονογραφώντας έννοιες αφηρημένες και απόλυτα πνευματικές».
Σχ. 22Χ28, Σελ. 194, Τιμ. 20€. |
|
|
|
|
|

Ὑπόμνημα εἰς τόν ΄Ἅγιον Ματθαῖον τόν Εὐαγγελιστήν, Ὁμιλίαι ΚΑ΄ -ΝΑ΄
Ιωάννου Χρυσοστόμου
Ὁ 100ος τόμος της βραβευμένης από την Ακαδημία Αθηνών σειράς «Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών συγγραφέων» περιλαμβάνει το Β΄ μέρος του ερμηνευτικού υπομνήματος του ιερού Χρυσοστόμου στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον.
Σχ. 24Χ21,Σελ. 416, Τιμ. 20€.
|
|
|
|
|
|

Η Καινή Διαθήκη σε νεοελληνική απόδοση
Χρήστου Βούλγαρη, Ομοτ. Καθηγητού Πανεπιστημίου
Η παρούσα έκδοση της Καινής Διαθήκης περιλαμβάνει αποκλειστικώς τη νεοελληνική απόδοση του κειμένου από τον Ομότιμο Καθηγητή Πανεπιστημίου και Άρχοντα Διδάσκαλο του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Ελλογιμ. κ. Χρήστο Βούλγαρη. Η παρούσα απόδοση σε λόγια δημοτική συμπεριλήφθηκε στην προ τεσσάρων ετών έκδοση αυτής σε παραλληλία με το πρωτότυπο κείμενο της Καινής Διαθήκης κατά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και έγινε για χρηστικούς και ποιμαντικούς λόγους. Η έκδοση κοσμείται με σχέδια του Ion Laurentiu Musat, παλαιού φοιτητή του Θεολογικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας, ενώ συμπεριλαμβάνει γλωσσάριο των σημαντικότερων όρων της Καινής Διαθήκης και Χάρτες της Ιουδαίας και των ιεραποστολικών περιοδειών του αποστόλου Παύλου.
Σχ. 12Χ18, Σελ. 880, Τιμ. 12€. |
|
|
|
|
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ |
|
|
|
Η Αρμενική Εκκλησία
Καθολικού Αράμ Α΄
Ένας οδηγός γνωριμίας με την αρχαιότερη αναγνωρισμένη από κρατική εξουσία εκκλησία, την αποστολική Αρμενική Εκκλησία, η οποία συνδέεται άρρηκτα και διαχρονικά με τον αρμενικό λαό. Στο έργο του πολυγραφότατου Καθολικού Αράμ Α΄ παρουσιάζονται ευσύνοπτα η ιστορική και μαρτυρική διαδρομή της δια μέσου των αιώνων, οι σχέσεις που ανέπτυξε με τους πολυάριθμους κατακτητές του βασιλείου της Αρμενίας, οι διώξεις που υπέστη από αλλόθρησκους και πολιτικούς δυνάστες, η πλούσια πνευματικότητά της, ο λειτουργικός βίος της, οι διοικητικές δομές της και η ανά τον κόσμο εξάπλωσή της μέσω της αρμενικής Διασποράς. Μέσα από τις σελίδες του έργου ο αναγνώστης θα συνειδητοποιήσει ότι οι διαφορές με την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μικρές, οφειλόμενες σε ιστορικές περιπέτειες και παρερμηνείες των αποφάσεων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, γεγονός άλλωστε που αποτυπώθηκε και στον επίσημο διάλογο των Ορθοδόξων Εκκλησιών με τις Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Η έκδοση του έργου έγινε υπό την αιγίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ τη μετάφρασή του εκπόνησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ.
Σχ.12Χ19, Σελ. 304, Τιμ.15€.
|
|
|
|
|
|
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, Νίκαια της Βιθυνίας – 325 μ.Χ.
Χρυσόστομος (Σαββάτος), Μητροπολίτης Μεσσηνίας
Στο έργο του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, το οποίο εκπονήθηκε και εκδόθηκε επί τη ευκαιρίᾳ των εορτασμών των 1.700 ετών από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325-2025), παρουσιάζεται το ιστορικοδογματικό έργο και η προσφορά της τόσο σε θεολογικό επίπεδο, όσο και σε γενικότερα θέματα του εκκλησιαστικού βίου. Κορυφαίο έργο της Συνόδου υπήρξε αναμφιβόλως η αποτυπωθείσα στο Σύμβολο της Πίστεως Χριστολογία της, το οποίο αποτελεί επεξεργασία τοπικών βαπτιστηρίων Συμβόλων, καθώς και οι θεσπισθέντες υπ’ αυτής είκοσι ιεροί Κανόνες. Το έργο αποτελείται από Εισαγωγή, το Α΄ Κεφάλαιο στο οποίο παρουσιάζονται οι χριστολογικές διδασκαλίες του Αρείου και η αντιμετώπισή τους, το Β΄ Κεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζεται η προετοιμασία και η σύγκληση της Συνόδου, το Γ΄ Κεφάλαιο, στο οποίο εκτίθεται το θεολογικό της έργο και κυρίως το Σύμβολο της Πίστεως, ενώ στο Δ΄ Κεφάλαιο παρουσιάζονται οι 20 ιεροί Κανόνες της Συνόδου και η θέση της για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Το έργο κατακλείεται από Επίλογο-Συμπεράσματα, πλούσια βιβλιογραφία και παράρτημα με τα κείμενα του Συμβόλου της Πίστεως και τους Κανόνες της Συνόδου.
Σχ. 14Χ21, Σελ. 160, Τιμ. 7€ |
|
|
|
|
|

Ανθολόγιο Συμβουλών
Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
Οι λόγοι του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου μάς εισάγουν στο περιβάλλον της νηπτικής θεολογίας, ήτοι την συνεχή πνευματική εγρήγορση του ανθρώπου, και υπενθυμίζουν στον ευρισκόμενο σε σύγχυση σύγχρονο άνθρωπο τον σκοπό της υπάρξεώς του, την αγιότητα και την ομοίωση με τον Τριαδικό Θεό. Ο ΄Αγιος δίδει απαντήσεις σε πολλά εκκλησιαστικά θέματα και συμβουλές σε πτυχές που αφορούν την καθημερινή ζωή του χριστεπωνύμου πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Την επιμέλεια της παρούσας έκδοσης ανέλαβε η Ιερά Αδελφότητα των Καρτσωναίων της Ιεράς Σκήτης Αγίας Άννης του Αγιωνύμου Όρους του Άθω. Σχ. 17Χ24, Σελ. 560, Τιμ. 15 €. |
|
|
|
|
|
1821-2021 ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος Συναξαριστικός εικονογραφημένος Τόμος με Συναξάρια όλων των Νεομαρτύρων, αφιέρωμα στην άλωση της Πόλης και τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο. Ο αγώνας των Ελλήνων έγινε, όπως ομολογούσαν οι Αγωνιστές του 1821, «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Δεν πρόκειται συνεπώς μόνο περί μιας εθνικής επετείου, αλλά περί συζεύξεως, αλληλοπεριχωρήσεως, κοινής πορείας και αδιατάρακτης ενότητας Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Αυτή την αλήθεια εκφράζουν οι άγιοι Νεομάρτυρες που ήταν η ψυχή του αγώνα. Αυτοί σήμερα, με την πίστη τους, τη θυσία τους και το μαρτύριο τους, μας δίνουν τη δύναμη να αντέχουμε, να αγωνιζόμαστε, να ελπίζουμε. Έτσι το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα εισοδικό στην πίστη και τη μαρτυρία του ζώντος Τριαδικού Θεού, την ιστορία της Πατρίδας μας και του Γένους των Ελλήνων. Σχ. 25Χ27,5, Σελ. 442, Τιμ. 30 €. |
|
|
|
|
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟΝ |
|
|
|
1 Ιουνίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ιουστίνου, τοῦ Φιλοσόφου
Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούνιος, Αθήνα 2009,
εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 9-12
῾Ο «θαυμασιώτατος» ᾿Ιουστίνος, κατά τό μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στή Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀπό γονεῖς ῞Ελληνες εἰδωλολάτρες, τόν Πρίσκο Βάκχιο, καί μητέρα, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀγνοοῦμε. ῾Ο Μεθόδιος ᾿Ολύμπου τόν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μή ἀπέχοντα πολύ τῶν ᾿Αποστόλων οὔτε κατά τό χρόνο οὔτε κατά τήν ἀρετή. Πράγματι δέ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νά τοποθετηθεῖ περί τό 110 μ.Χ., ἐφ᾿ ὅσον τό 135 μ.Χ., κατά τή συζήτηση πρός τόν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νά ἔχει περατώσει ἤδη τίς φιλοσοφικές του σπουδές καί πρός τό τέλος τους νά ἔχει προσελκυσθεῖ στή Χριστιανική πίστη.
Προικισμένος μέ ἐξαιρετική πνευματική ἀνησυχία καί φιλομάθεια, ὁ νεαρός ᾿Ιουστίνος ἀσχολήθηκε καί ἐμβάθυνε στίς δοξασίες τῶν Στωικῶν, τῶν ᾿Επικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καί τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μέ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νά γνωρίσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί νά εὕρει τήν πραγματική ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μέ θαυμαστή ἐπέμβαση, τόν ὁδήγησε στίς πηγές τῆς ἀλήθειας, στή Χριστιανική πίστη καί ζωή, τό 135 μ.Χ.
Καθώς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεός τόν ἐφώτισε μέ κάποιο Χριστιανό πρεσβύτη, «πρᾶον καί σεμνόν τό ἦθος». ῾Ο θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχές ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστά στήν πραγματική ἀλήθεια, τήν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.
῾Ο ᾿Ιουστίνος ἀποφασίζει νά μελετήσει τήν ῾Αγία Γραφή καί νά ἐμβαθύνει στό θεῖο λόγο. Χωρίς νά πάψει νά φιλοσοφεῖ καί νά φορεῖ τό φθαρμένο χιτώνα, τόν τρίβωνα, πού ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπό τή Χριστιανική πίστη, «τήν μόνην φιλοσοφίαν τήν ἀληθῆ καί ἀσύμφορον», στήν ὁποία ἀποφασίζει νά διαθέσει πλέον τήν ὑπόλοιπη ζωή του.
῾Ο ᾿Ιουστίνος ἁρματωμένος μέ τά ὅπλα τά πνευματικά, ἀποφασίζει νά στήσει στή Ρώμη τό πνευματικό του στρατηγεῖο. ᾿Από ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρές ἐπιθέσεις κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοί τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στό πρόσωπό του τόν ἔνθερμο ἀπολογητή καί ἀκούραστο ὑποστηρικτή. ῾Ο ᾿Ιουστίνος ἀπό τήν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μέ τά ὁποῖα ἀποστομώνει τούς φιλοσόφους, πού διέβαλαν τό Χριστιανισμό. Τούς ἐλέγχει, γιατί κατηγοροῦν τό Χριστιανισμό χωρίς νά τόν γνωρίζουν.
Σημαντικότατο εἶναι καί τό ἔργο του «Διάλογος πρός Τρύφωνα», τό ὁποῖο περιέχει τή διήμερη θεολογική συζήτηση πού εἶχε μέ τόν ᾿Ιουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπό τήν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132-135 μ.Χ.) καί ἦταν ἐπισκέπτης στήν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ ᾿Ιουστίνος. ῞Οταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάτω ἀπό τό φιλοσοφικό ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ ᾿Ιουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τόν εἰρωνεύθηκε. ᾿Επακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τό ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στό ἔργο «Διάλογος πρός Τρύφωνα». Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε ἀποφύγει «τόν νῦν γενόμενον πόλεμον», συζήτηση πρέπει νά ἔγινε τό 136 μ.Χ.
Δέν ἄργησαν ὅμως νά φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ ῾Αγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, πού ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καί οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τόν διέβαλαν στόν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161-180 μ.Χ.). ῾Ο Μάρτυς ᾿Ιουστίνος ἐκφράζει τήν ὑποψία ὅτι ἐπρόκειτο νά καταδοθεῖ στίς πολιτικές ἀρχές ἀπό τόν κυνικό φιλόσοφο καί μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τήν αὔξηση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστιανοῦ διδασκάλου καί διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπό τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Φαίνεται ὅτι, μετά τό μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περί τό 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπό τή Ρώμη ἀπό φόβο γιά τή σύλληψή του καί ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατά τήν ἀνάκρισή του πρό τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε ὅτι διέμεινε κατά δύο περιόδους στή Ρώμη. ᾿Αλλ’ ὁ ᾿Ιουστίνος ἀποφασίζει νά ἀπολογηθεῖ γιά τή διωκόμενη πίστη στόν αὐτοκράτορα καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο. Οἱ δύο του ᾿Απολογίες ἀποτελοῦν πραγματικά διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς ᾿Απολογητικῆς.
Στήν πρώτη ᾿Απολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στόν αὐτοκράτορα ᾿Αντωνίνο, τά παιδιά του καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο, κάνει γνωστό τό τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τίς ἐναντίον τους κατηγορίες τῶν ᾿Εθνικῶν, περιγράφει τόν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καί προσπαθεῖ μέ νηφαλιότητα, εὐγένεια καί χωρίς ρητορικά σχήματα νά τούς πείσει νά σταματήσουν τούς διωγμούς. ῾Ο ἱερός ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τήν ἐκκλησιαστική λειτουργική καί μυστηριακή ζωή, ἰδίως στά τελευταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης ᾿Απολογίας του, ἐξέρχεται ἀπό τά καθαρῶς ἀπολογητικά πλαίσια καί ὅρια καί μεταβάλλεται σέ ἄριστο μυσταγωγό καί σέ ἕναν ἀπό τούς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας. ῾Ο ἱερός ᾿Ιουστίνος τόσο στή μνημονευθεῖσα ᾿Απολογία του, ὅσο καί περιστατικά σέ μερικά σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περί τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τόν ἑορτασμό τῆς Κυριακῆς, ὡς καί τήν τελεσιουργία καί συνοπτική θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
῾Η μέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη μέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. ῾Η Θεία Λειτουργία γίνεται ἐμψυχοῦσα τήν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ᾿ ὅσον κατά τή διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως « οἱ εὐποροῦντες... καί βουλόμενοι κατά προαίρεσιν ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ ὅ βούλεται δίδωσι, καί τό συλλεγόμενον παρά τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καί αὐτός ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καί χήραις, καί τοῖς διά νόσον ἤ δι᾿ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καί τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καί τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καί ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμών γίνεται».
῞Οσον ἀφορᾶ στό Βάπτισμα, ὁ ῞Αγιος ᾿Ιουστίνος πληροφορεῖ ὅτι «τοῦ ὑπέρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καί εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» προηγεῖται ἡ κατήχηση. ῾Ωσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καί τῶν λοιπῶν πιστῶν.
Στή δεύτερη ᾿Απολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στή Ρωμαϊκή σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοί διώκονται, ἐπειδή πιστεύουν στήν ἀλήθεια καί ζοῦν ἐνάρετη ζωή καί ὄχι γιά κάτι ἀξιόποινο.
῞Ομως οἱ ᾿Απολογίες τοῦ Μάρτυρος ᾿Ιουστίνου δέν μετέστρεψαν τούς εἰδωλολάτρες, καθ᾿ ὅσον ἐπί ἐπάρχου Ρώμης τοῦ ᾿Ιουνίου Ρουστικοῦ (162-167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου, πιθανῶς τό 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζί μέ ὁμάδα μαθητῶν του.
Στό κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος πού ἔφερε τά γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδή Μάρτυς ᾿Ιουστίνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκάλυπτε τόν τάφο τοῦ ῾Αγίου.
῎Οχι μικρός ἀριθμός ἄλλων ἔργων τοῦ ῾Αγίου Μάρτυρος ᾿Ιουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο ἤ ἀπό μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τά ἔργα αὐτά εἶναι· «Σύνταγμα κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων», «Κατά Μαρκίωνος», «Περί ψυχῆς», «Πρός ῞Ελληνας», «῎Ελεγχος πρός ῞Ελληνας», «Περί μοναρχίας Θεοῦ», «Περί ᾿Αναστάσεως», «῾Ερμηνεία εἰς τήν ᾿Αποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Πρός Σοφιστήν Εὐφράσιον περί προνοίας καί πίστεως», «Διάλογος πρός Κρήσκεντα», «Πρός ᾿Ιουδαίους». |
|
|
|
|
ΑΡΘΡΟ |
|
|
|
Αὐτοκράτωρ καί Οἰκουμενική Σύνοδος
Ὁμ. Καθηγ. Βλασίου Ι. Φειδᾶ
Ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα στή σύγκληση, τή συγκρότηση, τή λειτουργία, τή λήψη καί τήν ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καθορίσθηκε μέ γνώμονα ἀφ ἑνός μέν τήν ἀποστολική παράδοση γιά τήν ἱερότητα ὅλων τῶν ἐξουσιῶν, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦνται στόν κόσ μο (Ρωμ., 13,1-9), ἀφ ἑτέρου δέ τόν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες. Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία δέν συνέχεε τήν ἱερότητα τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας πρός τόν φορέα της ρωμαῖο αὐτοκράτορα, γιαὐτό , καίτοι μποροῦσε νά ἀμφισβητήση τόν ἐξέχοντα θεσμικό του ρόλο στήν ὅλη ζωή τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐν τούτοις ἀρνήθηκε νά ἀποδεχθῆ ὄχι μόνο τίς ἀποφάσεις του ἐναντίον τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί τήν ἀποδιδόμενη ἀπό τή ρωμαϊκή θρησκεία ἐξαιρετική τιμητική λατρεία στό πρόσωπό του (divus) καί στό ὑψηλό ἀξίωμα τοῦ (pontifex maximus), παρά τίς γνωστές βίαιες πιέσεις τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή συνείδηση ἀποτυπώθηκε μέ ἔξοχο τρόπο ἀπό τόν Ἀνώνυμο συντάκτη τῆς πρός Διόγνητον Ἐπιστολῆς (Β΄ αἰώνα) τόσο γιά τόν καθ ὑπερβολήν σεβασμό τῶν χριστιανῶν πρός τίς ἀρχές καί πρός τήν ὅλη ἔννομη τάξη τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὅσο καί γιά τήν ἀταλάντευτη ἐμμονή τους στίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς θρησκευτικῆς τους πίστεως, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά λειτουργήση ὡς μία συνεκτική δύναμη σέ μία κρίσιμη περίοδο γιά τήν ἐπιβίωση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. «Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ, οὔτε φωνῇ, οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσίν ἀνθρώπων... Κατοικοῦντες δέ πόλεις ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη,... θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας... Πείθονται τοῖς ὠρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους... Ἁπλῶς δ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστιν ἐν σώματι ψυχή, τούτ εἰσίν ἐν κόσμῳ χριστιανοί...», (5-6).
Ὁ συνοδικός θεσμός ὑπῆρξε κατά τούς χαλεπούς καιρούς τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ὑπῆρξε ἡ κατ ἐξοχήν θεσμική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τόσο γιά τή βεβαίωση τῆς αὐθεντικῆς συνέχειας τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς πίστεως καί τάξεως, ὅπως διακήρυσσε ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος, ὅσο καί γιά τόν συνοδικό ἔλεγχο τῆς ἐκλογῆς καί τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων στίς κατά τόπους ἐκκλησίες ἀπό τούς πλησιοχώρους ἐπισκόπους. Στά πλαίσια αὐτά, ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως ἀπό τίς αἱρετικές ἤ τίς ἀποσχιστικές τάσεις (γνωστικῶν, μοντανιστῶν, μοναρχιανῶν, τεσσαρεσκαιδεκατιτῶν, σχισματικῶν κ.ἄ.) βεβαιωνόταν μέ τίς συνοδικές συνελεύσεις τῶν πλησιοχώρων ἐπισκόπων κάθε συγκεκριμένης περιοχῆς, τόσο γιά νά ἐκφράσουν τό κοινό φρόνημά τους, ὅσο καί γιά νά τό ἀνακοινώσουν μέ συνοδικές ἐπιστολές στούς ἀνά τήν οἰκουμένη ἐπισκόπους τῶν σημαντικοτέρων ἀποστολικῶν ἐκκλησιῶν κάθε περιοχῆς (Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ἐφέσου, Κορίνθου, Θεσσαλονίκης, Καρθαγένης κ.ἄ.).
Βεβαίως, ἡ ἐθιμική μορφή τῆς συνοδικῆς συνελεύσεως τῶν πλησιοχώρων ἐπισκόπων ὄχι μόνο γιά τή χειροτονία τῶν ἐπισκόπων, ἀλλά καί γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν ἐμπεριεῖχε τήν οἰκουμενική προοπτική, ἀφοῦ τόσο οἱ χειροτονίες, ὅσο καί οἱ καταδικαστικές ἀποφάσεις κάθε τοπικῆς συνόδου μιᾶς περιοχῆς ἦσαν ὑποχρεωτικές γιά ὅλους τούς ἐπισκόπους τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας, ἐάν βεβαίως ἦσαν σύμφωνες πρός τήν ἀποστολική παράδοση. Ἔτσι, ἡ ἁρμονική συζυγία τοπικότητας καί οἰκουμενικότητας στή λειτουργία τῶν τοπικῶν συνόδων τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων διατηρήθηκε ἀλώβητη στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση καί γιά τή σύγκληση, τή συγκρότηση, τή λειτουργία καί τήν ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων τῶν μεταγενεστέρων Οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς πρώτης χιλιετίας τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι ἡ συνοδική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἤδη διαμορφωθῆ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ὡς μία αὐτονόητη λειτουργία γιά τήν ὀφειλετική διαφύλαξη τῆς ἑνότητας τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν στήν κοινωνία τῆς παραδεδομένης πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, γι αὐτό οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε τό κύρος τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ τόσο σέ τοπική, ὅσο καί σέ οἰκουμενική προοπτική.
1.Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος καί ἡ Α΄ Οἰκουμενική σύνοδος
α΄. Σύγκληση καί συγκρότηση τῆς συνόδου
Στά πλαίσια αὐτά εἶναι δυνατή ἡ ἀξιολόγηση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325) τόσο ὡς πρός τά κριτήρια συγκλήσεως, συγκροτήσεως καί λειτουργίας τῆς συνόδου, ὅσο καί ὡς πρός τόν ρόλο τοῦ ρωμαίου αὐτοκράτορα στίς ἐργασίες της, ἀφοῦ ἡ ὅλη διαδικασία συνέβαινε γιά πρώτη φορά, μετά μάλιστα ἀπό τρεῖς αἰῶνες σκληρῶν διωγμῶν, ἤτοι: α) ἕνας μή χριστιανός ρωμαῖος αὐτοκράτορας νά προσκαλῆ τούς ἐπισκόπους σέ μία σύνοδο, β) ἡ πρόσκληση αὐτή νά ἀποσταλῆ σέ ὅλους τους ἐπισκόπους τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνο τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καί γ) ἡ πρόσκληση νά ἀποφασισθῆ γιά ἕνα καθαρῶς ἐσωτερικό ζήτημα πίστεως ἤ ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο πρέκυψε ἀπό τίς διαφωνίες τῶν ἐπισκόπων στήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου, ἑνός πρεσβυτέρου τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας.
Διαβάστε το άρθρο
|
|
|
|
|
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ |
|
|
|
|
|
|
ΑΦΙΕΡΩΜΑ |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|