«... Kαιούμαστε...» ,
Τόνιας Α. Μανιατέα
Σμύρνη 1922, «… κι αρχίνισεν η σφαή κι ηπήρεν το φευγιό…»
Αθήνα 2008, εκδ. Νεφέλη, σελ. 243-249
Οι φλόες π’ αρχινίσανε τόποι-τόποι, είχανε γενεί πια μια μεάλη φωτιά απ’ το όριο τ’ Αρμεναίικου στ’ ανατολικά ίσαμε την άλλη άκρια τσι πόλης, ως και τον τελευταίο ελληνικό μαχαλά, στα Σκοινάδικα και βάλε, πο ’καιε την καρδιά τσι πόλης, κι ανατριχιαστικοί θόρυβοι απ’ τις σκεπές πο ’ρχούντουσταν τώρα καταής, εκάμναν πιότερο τρελοί τσι πρόσφυοι πο ’ντουσταν για πολλοστή μέρα στοιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες στη μεγάλη προκυμαία.
Ο ήλιος ηπήαινε κι ηρχούντανε στον ουρανό κι οι φουκαράδες, οι κυνηημένοι, μήτε π’ ενοιαζούντουσταν μέρα ήντουνε για νύχτα, αφού σάμπως είχανε να ιδούν και να νιώσουν τίποτε καινούργιο; Ένανε πυρωμένο ορίζουντα βλέπανε κι ήντουσταν πια σίουροι πως τίποτε το ρωμαίικο, τ’ αρμεναίικο, τ’ οβραίικο, ακόμα και το φράγκικο δεν θα ’μενε να τσ’ εθυμίζει τα παλιά μεαλεία.
Σαν απέραντο χωράφι με καμένοι καλαμιώνες εφανταζούντουσταν πια τον τόπο των οι Σμυρνιοί και δώσ’ του και παρακαλάαν ν’ ανοίξουν τα παπόρια τις μπούκες, που τις εκρατάαν κλειστές, για να μην τηνε βλέπουν άλλο τούτη τη φαρμακερή την εικόνα. Πρώτα η σφαή, κατόπι η φωτιά. Το μόνο χειρότερο πο ’χαν πια να περιμένουνε, ήντουνε ν’ απομείνουνε κειδά, χωρίς να μπορούν να φύουν, και να μετράνε τις πληγές των, τα πτώματα και την καμένη γη. Να φύουνε θέλανε, να φύουνε και να γλιτώσουνε, όχι πια μόνο τις ζωές των μα και τις ψυχές των. Μόν’ που δεν ηξεύρανε ότι τα χειρότερα δεν τα ’χανε ιδεί ακόμα.
Είχε φτάσει πια Σάββατο, 3 του Σεπτέβρη, τρία μερόνυχτα καίουντανε η Σμύρνη. Ήβγε κείνη η αναθεματισμένη προκήρυξη του Νουρεντίν κι αθρώποι του φροντίσανε να τηνε φτάσουν παντού, μπα και δεν τηνε ακούσει κανένας εδιαφερόμενος και χαλάσει το γλυκό.
Σου λέγει, όσοι σφάξαμε, σφάξαμε. Κι επειδή μένουν πολλοί και δεν ηπρολαβαίνομε να τσ’ αποτελέψουμε, ας τσι διώξουμε όπως-όπως πίσημα, τάχατες, να ’χομε καί τσι κώλοι μας καλυμμένοι.
Ζήταε, το λοιπόν, ο σκυλότουρκος, όσοι άντροι από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, για Ρωμιοί για Αρμένηδοι π’ επολεμήσαν, λέγει, στο πλευρό των Ελλήνων, π’ εκατροπωθήκαν απ’ τσι Τούρκοι στρατιώτες, να παραδοθούν και θα κρατηθούν αιχμάλωτοι μέχρις ότου πάψει για τα καλά ο πόλεμος. Όλοι οι άλλοι άντροι, γυναίκες και παιδιά, είχαν ολίες ώρες διορία να φύουνε, να γκαταλείψουνε την πόλη, για να ζήσουνε, λέγει, τα κοπρόσκυλα, ειρηνικά στον τόπο π’ εκερδίσανε με τον πόλεμο.
Θαρρείς κι ο Νουρεντίν έριξε κουμπουριά στον αγέρα ν’ αρχινίσει πια βαρύτερο το κυνηητό.
Στην προκυμαία, πο ’χε κλείσει πια απ’ τσ’ αθρώποι, τα ζώα, τα δεμάτια, τσι μπόγοι, εμφανιστήκανε μεμιάς τσούρμα τσέτηδοι, ανακατωμένοι με Τούρκοι στρατιώτες, κι αρχινίσανε να σμπρώχνουνε, να τραβολοάνε τις κοπέλες και τσ’ ανήμποροι, να τσι κακοποιούν και να τσι σφάζουνε επιτόπου. Περεχύνανε τον κόσμο με μπετζίνες και πετρέλαια και τσ’ εκαίαν κειδανά, κι όσοι λαμπαδιάζανε, αλλά κι άλλοι που δεν τσ’ ηπρολάβαινε η φωτιά, πέφτανε στη θάλασσα, ξεύρανε δε ξεύρανε να κολυμπούνε, κι ηπηαίναν οι περισσότεροι από πνιμό. Κάποιοι πο ’φτασαν σε κάτι καΐκια πο ’ντουσταν δεμένα μακριά, ορμήξανε απάν’ ουρλιάζουντας σ’ τσι καϊκτσήδες, «φύετε, φύετε να γλιτώσομε!». Και τις γυναίκες, που δεν είχανε τις αντοχές να φτάσουνε νωρίτερα τα πλεούμενα και να πιάσουν εγκαίρως τόπο, τις εβουτάανε απ’ τα μαλλιά και τις εσβαρνίζανε σαν και τις παλιοπατσαβούρες μες στο νερό, καθώς εξεμακραίνουνταν απ’ το λιμάνι. Κι άμα βγαίνανε όξω κι ήντουσταν, να πούμε, σ’ ασφαλές σημείο και στρεφούντουσταν να τις ματζέψουνε, τις βλέπανε παραδομένες απ’ τ’ αρμυρό το νερό πο ’χάνε καταπιεί και τις αφήνανε κειδανά να γιομίζουνε πιότερο με πτώματα τη θάλασσα.
Στ’ αμερικάνικο το προξενείο, ο Χόρτον ηπήαινε κι ερχούντανε σαν το θερίο στο κλουβί. Μετά και την είδηση τσι θανάτωσης του δεσπότη των Ρωμιών, τον ήπνιε το βάρος τσ’ υπόσχεσης πο ’χε δώκει του ιεράρχη την τελευταία φορά π’ εσυναντηθήκαν, λίο πριν έμπουν στη Σμύρνη οι πρώτοι τσέτηδοι. Αν ετύχαινε και γενούντανε το κακό, θα καμνε, το ’πε τότενες ο Αμερικανός, ό,τι πέρναε απ’ το χέρι του για να βοηθήσει τσι Ρωμιοί.
Και τώρα, αφού είχε φροντίσει εγκαίρως να τακτοποιήσει καμπόσες απ’ τις αριστοκρατικές τις οικογένειες, βγάζουντας για δαύτες αμερικάνικα διαβατήρια, για να ’μπουν πρώτες αυτές στα πλοία μαζί με το προσωπικό των αμερικάνικων περεσιών, και να ταξιδέψουν ίσαμε την Αμερική, μέναν ξοπίσω χιλιάδες ανυπεράσπιστοι πρόσφυοι, να σφάζουνται και να καίουνται.
Το ’ξευρε, βλέπεις, από καιρό ο Χόρτον ότι στην πόλη δεν είχανε μείνει ούτε για δείγμα Ρωμιοί στρατιώτες. Γενήκανε λαοί όλοι, τσαλαπατηθήκανε στον Τσεσμέ κι ήβραν τον τρόπο να φύουνε, να σώσουνε το τομάρι των, κι αφήκανε τον κοσμάκη τσι Σμύρνης και των τριυρνών τόπων να βολοδέρνει κειδά στην προκυμαία, με μιάνε καιούμενη πόλη στην πλάτη κι αμπαρωμένα πλοία μπρος.
Έκλεισε θυμωμένα τα παναθυρόφυλλα του γραφείου του και τράβηξε τις βαριές κουρτίνες, θαρρείς κι ημπόραε έτσι να κρατήσει μακριά τα ουρλιαχτά του κόσμου και τον ανατριχιαστικό θόρυβο τσι φωτιάς.
Ακούσε τη φωνή του γραμματέα, του Ηλιόπουλου, να τον αρωτά όλο αγωνία:
«Τι θα κάνουμε, κύριε πρόξενε;»
Η απάντηση του Χόρτον ήρτε ορμητικιά σαν το νερό του καταρράχτη:
«Τι να κάνουμε, Ηλία; Όλες οι διπλωματικές ενέργειες πάνε πια κατά διαόλου. Δεν κρατιώνται οι Τούρκοι. Το μόνο που μένει είναι σώσουμε όσους μπορούμε. Αυτοί οι μπάσταρδοι βαλθήκανε να ξεκάνουνε τον κόσμο. Όλα τα χρόνια της διπλωματικής μου καριέρας δε θυμάμαι παρόμοια καταστροφή. Χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν στη Σμύρνη. Ο στρατός τους τους άφησε στη μοίρα τους. Ούτ’ ένας στρατιώτης δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στην πόλη, κι αν υπάρχει, θα ’χει πετάξει τη στολή και δεν θα το ομολογήσει ποτέ. Ο τόπος καίγεται κι οι άνθρωποι περιμένουν ώρες, μέρες στην προκυμαία, για τα πλοία που θα τους σώσουν. Μήνυσα του καπετάνιου του δικού μας πλοίου, που ’ναι στο λιμάνι, να φορτώσουν όσους κυνηγημένους μπορούν και να φύγουν. Αν θέλεις, μπορείς να πας μαζί τους».
Ο γραμματικός δεν έκαμε καμιά παρατήρηση. Μόν’ εκούνησε το κεφάλι πέρα-δώθε σαν ν’ αρνιούντανε την πρόταση του Χόρτον κι ήβγε όξω απ’ το γραφείο.
Σε λίο θα συνόδευε τον πρόξενο στο γεύμα των διπλωματών που θα γενούντανε στο ισόγειο του χτιρίου αλλά, βγαίνουντας απ’ το γραφείο του Χόρτον και μάλιστα, μετά την κουβέντα των, εσκεφτούντανε πόσο ανάποδο κι άδικο ήντουνε τούτο το σκέδιο. Να καίεται και να κυνηιέται όξω ο κόσμος κι οι ξένοι διπλωμάτες, που τάχατες νοιαζούντουσταν για τη Σμύρνη, να τρώγουν και να πίνουν στην ασφάλεια του προξενείου.
«Δεν μπορεί, Παναΐα μου... δε γένεται... κάτι πρέπει να κάμουνε... δε μπορεί να μας αφήκουν εδώ να σφαζούμαστε, να καιούμαστε, να πνιούμαστε...»
Ο Σωκράτης εμουρμούραε. Δεν τον άκουε κανένας, μα έτσι κι αλλιώς με τον εαυτόν του μίλαε και μ’ αυτόν τα ’βάζε, που δεν επίεσε τότενες πο ’πρεπε την Αννιώ να φύουνε απ’ την πόλη. Αν ηφεύγανε καμπόσες μέρες προτού, θα ’ντουσταν τώρα ασφαλείς στον Περαία. Όχι ότι τον έμελλε πια για του λόου του, μα τα παιδιά και τ’ αγγόνια του σκεφτούντανε που δεν τα ’χε για μεζέ των Τούρκων.
Ήξευρε βαθιά μέσα του πως ούτε και τότενες μα ούτε και τώρα ήθελε να φύει απ’ τη Σμύρνη. Πιότερο ευκούντανε να εφανιζούντουσταν απ’ το πουθενά κείνοι που θα ’διωχναν τσ’ οχτροί μακριά, για να ’μεναν οι ίδιοι ήσυχοι να συνέχιζαν την πρότερη ζωή των, στη γνωστή, την αγαπημένη τη στράτα. Κι άμα δεν είχε το βάρος των παιδιών, για των αγγονών του, δε θ’ άφηνε την πόλη, μακάρι και να θαβούντανε κει, κάτ’ απ’ τα αποκαΐδια. Κει, περιμένουντας τη σωτηρία τσι πατρίδας πρώτα κι ύστερα τσι δικιάς του. Θα κράταε την ελπίδα ίσαμε τα στερνά. Τώρα όμως δεν είχε άλλο να κάμει.
Έβλεπε τσ’ αθρώποι στην άκρια τσι παραλίας να καίουνται ζωντανοί, έβλεπε και τσι Τούρκοι ν’ ανασκαλεύουνε τον πανικοβλημένο κοσμάκη, κι όλο κι έσμπρουχνε πιότερο τη φαμίλια του στη κόγχη τ’ αριστοκρατικού σπιτιού πο ’χαν έβρει για καταφύι, ώσπου υποχώρησε η πόρτα και τσουβαλιαστήκανε μέσα όλοι χωρίς να το καταλάβουνε. Κι είδανε τότενες να δραπετεύουνε όξω οι καπνοί τσι φωτιάς που το ’χε αρπάξει και δαύτο απ’ την πίσω του μεριά και κείνοι μες στην αγωνία και τον πανικό μήτε που το ’χαν πάρει χαμπάρι.
Άρπαξε στην αγκαλιά το Λενιώ πο ’χε τυλίξει πάλε η Αννιώ με την κουβέρτα κι έκαμε νόημα σ’ τσ’ άλλοι να τον ακολουθήσουν.
Άνοιε δρόμο μπροστά, προς την Πούντα, πότε κλοτσώντας, πότε σπρώχνουντας, και ζήταε κιόλα συγγνώμη, μα κείνη την ώρα δεν ήντουνε για να περιμένουνε ν’ αδειάσει ο τόπος. Ήπρεπε γοργά να τρέξουνε στα παπόρια και κυρίως να διασκίσουνε την παραλία για να βγουν στην άκρια, που την αποφεύγανε τόσες ώρες μη και βουτηχτούνε στο νερό απ’ την πίεση του κόσμου.
Πάταε απάνω σε δέματα, κωλοχτύπαε τα μουλάρια πο ’πιαναν κι εκείνα κάμποσο τόπο κειδά στην πολύτιμη την προκυμαία και βλαστήμαε συνάμα και τσι συμπατριώτες του πο ’βρανε μυαλό, ανάθεμά των, να κουβαλήσουνε μαζί και ζώα και πράματα. Κείνοι, οι Αντωνιάδηδοι, αφήκανε και τις δυο βαλίτσες π’ εκρατάανε, για να ’χουνε δύναμη και λευτερία να τρέξουνε.
Μέχρι πο ’φτασαν ολίγα μέτρα απ’ τ’ αμερικάνικο το παπόρι και τότενες, σαν από θάμα, άνοιξε η μπούκα του, γιατ’ είχαν αποσώσει τ’ Αμερικανάκια απ’ το φόρτωμα των δικών των αθρώπων κι έμελλε τώρα να φορτώσουνε όσο κόσμο ξένο χώραε το πλοίο, και να φύουνε.
Σαν είδε ο κόσμος την μπούκα ν’ ανοίει, συνωστίστη μπρος της, κι άμα πια άνοιξε εντελώς, τότενες ήντουνε πάλε σαν να ’μπάζε νερά από παντού το πλοίο. Τρυπώνανε απ’ την πόρτα, απ’ τα πλαϊνά, σκαρφαλώνανε σαν τσ’ ακροβάτες σ’ τσι κάβοι και βουτάαν μέσα. Όπως-όπως ημπόραε ο καθείς, εζήταε τόπο στη σωτηρία. Η δική των η σωτηρία ήντουνε ένα ναυτόπουλο Αμερικανάκι, πο ’δε το Σωκράτη να παραντουράει στο πλήθος κουβαλώντας στα χέρια το Λενιώ. Όρμηξε και γράπωσε το παιδί κι έκαμε δρόμο για τσ’ υποδέλοιποι μπαίνουντας στο πλοίο.
Λεύτερος πια απ’ το βάρος τσι Λενιώς, ο Σμυρνιός εκοντοστάθη, εστράφη ξοπίσω ψάχνουντας τα σκόρπια μέλη τσ’ οικογένειας του κι άμα τσ’ είδε όλοι να μπαίνουνε με φόρα στο καράβι, και τον Αυγουστή να στριμώχνεται κι αυτός στον κόσμο μπρος ακριβώς από την μπούκα, ανάσανε.
Τότενες πια π’ εσιουρεύτη πως ήντουσταν όλοι μέσα, αναστέναξε κι αφέθηκε να τόνε παρασούρει το πλήθος. Τώρα ήντουσταν ασφαλείς και δεν τσ’ έμελλε άμα ταξιδεύανε για την Ελλάδα ακόμα κι ορτοί.