Πού και πότε άναψαν οι φωτιές
Τζορτζ Χόρτον
Η Μάστιγα της Ασίας, 1922- Η Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα 2016, εκδ. Μίνωας, σελ. 114-120
Ύστερα από αυτή την ολοκληρωτική λεηλασία του αρμενικού τμήματος της πόλης οι Τούρκοι στρατιώτες έβαλαν φωτιά σε πολλά σπίτια ταυτόχρονα. Όπως αναφέραμε ήδη, διάλεξαν μια στιγμή που φυσούσε δυνατός άνεμος με κατεύθυνση αντίθετη από εκείνη της μωαμεθανικής συνοικίας. Ξεκίνησαν τον εμπρησμό ακριβώς πίσω από το Διακολεγιακό Ινστιτούτο, μία από τις παλιότερες και πιο άρτιες αμερικανικές σχολές στην Τουρκία, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι βέβαιο ότι το κτίριο θα πάρει φωτιά. Οι μαθήτριες αυτής της σχολής ήταν στην πλειοψηφία τους Αρμένισσες κοπέλες, και το κτίριο ήταν γεμάτο πρόσφυγες. Η μις Μίνι Μιλς, η κοσμήτορας, μια γενναία, ικανή και αξιοθαύμαστη κυρία, είδε Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν σε διάφορα σπίτια Αρμενίων με δοχεία με πετρέλαιο, και σε όλες τις περιπτώσεις, αφού βγήκαν πάλι έξω, ξεπήδησαν φλόγες από τα σπίτια. Σε μια συζήτηση που κάναμε στις 30 Ιανουάριου του 1925, με την ευκαιρία του Ιεραποστολικού Συνεδρίου που έγινε στην Ουάσινγκτον, η μις Μιλς επιβεβαίωσε τα παραπάνω και πρόσθεσε τις λεπτομέρειες που ακολουθούν:
« Έβλεπα καθαρά τους Τούρκους να μπαίνουν στα σπίτια κουβαλώντας δοχεία με πετρέλαιο, και σε όλες τις περιπτώσεις, αμέσως μετά ξεπήδησαν φλόγες από τα σπίτια. Δεν φαινόταν ούτε ένας Αρμένιος πουθενά, έβλεπα μόνο Τούρκους στρατιώτες του τακτικού στρατού με κομψές στολές ».
Στο ίδιο συνέδριο, η κυρία Κινγκ Μπιρτζ, σύζυγος Αμερικανού ιεραποστόλου στην Τουρκία, έκανε την παρακάτω δήλωση:
« Ανέβηκα στον πύργο του Αμερικανικού Κολεγίου στον Παράδεισο, και με ένα ζευγάρι κιάλια είδα καθαρά Τούρκους στρατιώτες να βάζουν φωτιά σε σπίτια. Έβλεπα επίσης Τούρκους να καραδοκούν στα χωράφια και να σκοτώνουν χριστιανούς. Όταν επέστρεψα από τον Παράδεισο στη Σμύρνη για να φύγω για την Αθήνα, υπήρχαν πτώματα στον δρόμο σε όλη τη διαδρομή ».
Στην ίδια συζήτηση η μις Μιλς μου μίλησε για ένα μεγάλο πλήθος χριστιανών που το είχαν αποκλείσει σε έναν δρόμο, την έξοδο του οποίου φρουρούσαν Τούρκοι στρατιώτες. Οι φλόγες πλησίαζαν και οι στρατιώτες ανάγκαζαν αυτούς τους ανθρώπους να μπουν στα σπίτια. Τότε πέρασε ένα αμερικανικό αυτοκίνητο και οι δυστυχείς άπλωσαν τα χέρια τους φωνάζοντας: «Σώστε μας! Οι Τούρκοι θα μας κάψουν ζωντανούς». Φυσικά δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, και το αυτοκίνητο συνέχισε την πορεία του. Αργότερα πλησίασαν δύο καθολικοί ιερείς και είπαν στους Τούρκους: «Αυτό που κάνετε είναι διαβολικό», κι αυτοί επέτρεψαν σε μια ηλικιωμένη να βγει από ένα σπίτι.
Βλέπουμε ότι η κατάσταση ήταν τέτοια ώστε μόνο οι Τούρκοι ήταν σε θέση να βάλουν τις φωτιές. Τώρα έχουμε μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες της υψηλότερης αξιοπιστίας, που τους είδαν να διαπράττουν τον εμπρησμό. Θυμάμαι διάφορες περιπτώσεις στο παρελθόν όταν μιλούσα με τη μις Μιλς σχετικά με τις τουρκικές ωμότητες που συνέβαιναν συνεχώς, και την πολιτική των ιεραποστόλων να μην μιλούν για να μην θέσουν σε κίνδυνο τις ζωές συναδέλφων τους που εργάζονταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. «Πιστεύω» είπε η μις Μιλς «ότι έχει περάσει πλέον ο καιρός αυτής της πολιτικής, και πως ακόμα και η ανησυχία για την ασφάλεια των ιεραποστόλων μας δεν πρέπει να μας εμποδίσει να πούμε την αλήθεια». Είχε δίκιο, φυσικά, γιατί αν ο πολιτισμένος κόσμος είχε πλήρη γνώση των όσων συνέβαιναν στην Τουρκία μπορεί η χριστιανική κοινή γνώμη να είχε εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγήσει στη λήψη μέτρων που θα απέτρεπαν τη μαζική φρίκη που ακολούθησε.
Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου το ακόλουθο απόσπασμα μιας επιστολής που έγραψε μια κυρία που συνδέεται με τις αμερικανικές ιεραποστολές στην Τουρκία. Έχει ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 1922, και στάλθηκε σε έναν φίλο στις Ηνωμένες Πολιτείες:
« Ο οίκος Μάρεϊ απέναντι στον δρόμο ήταν κλειδωμένος και προστατευόταν μόνο από μια αμερικανική σημαία που κρεμόταν από ένα παράθυρο του πάνω ορόφου, αλλά είχαμε μαζί μας αρκετούς Πεζοναύτες από τα αμερικανικά αντιτορπιλικά που φέρθηκαν υπέροχα από την αρχή ως το τέλος και ήταν μεγάλη παρηγοριά για μας. Φυσικά περάσαμε πολλές δοκιμασίες στο διάστημα που ήμαστε εκεί μαζί, από το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου μέχρι την Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου, όταν φύγαμε επειδή το κτίριο πήρε φωτιά. Οι περισσότεροι από εκείνους που κατέφυγαν σ’ εμάς για να σωθούν έδειξαν θαυμάσια υπομονή παρά την έλλειψη ψωμιού και τις πολλές δυσκολίες. Είχαμε ογδόντα μωρά και ένα ακόμα που γεννήθηκε εκεί. Οργανώσαμε ένα νοσοκομείο κλπ., και καταφέραμε να βάλουμε σε λειτουργία την επιμελητεία πιστεύοντας ότι είχαμε ζεπεράσει το πρόβλημα της έλλειψης ψωμιού.
Όλοι οι φούρνοι, τουλάχιστον στις χριστιανικές συνοικίες όπου ήμαστε, και πιθανόν και αλλού, είχαν κλείσει με εντολή του τουρκικού στρατού από την Κυριακή ως την Τετάρτη, όταν κάηκε η πόλη. Αυτό νομίζω ότι ήταν μια σαφής προσπάθεια να κάνουν τον πληθυσμό να πεινάσει και να βγει από τα σπίτια του.
Ο Ερυθρός Σταυρός επέμεινε να ανθίζουν οι φούρνοι για τον κόσμο, αλλά μετά έβαλαν τη φωτιά και τους ανάγκασαν να βγουν με αυτό τον τρόπο.
Η λεηλασία και το φονικό συνεχιζόταν σταθερά μπροστά στα μάτια μας - ένας δολοφονημένος άντρας κειτόταν μπροστά από την πόρτα του οίκου Μάρεϊ για μέρες, κάτω από την αμερικανική σημαία, με το αίμα του να έχει τιναχτεί στα σκαλοπάτια μας κλπ. Υπήρχαν νεκροί και ετοιμοθάνατοι παντού. Τελικά επικράτησε η σιωπή του θανάτου, που τις τρεις τελευταίες μέρες έσπαγε μόνο από τους άγριους Τσέτες που έσπαζαν πόρτες σπιτιών, σκότωναν τους φτωχούς ζαρωμένους κατοίκους τους, λεηλατούσαν κλπ., και τη νύχτα από τα ουρλιαχτά αδέσποτων σκυλιών και τις οπλές περιπλανώμενών αλόγων που έβγαζαν μεταλλικούς κρότους πάνω στους τραχείς λιθόστρωτους δρόμους. Μετά την τρίτη μέρα κατοχής από τον στρατό του Κεμάλ, άρχισαν να ξεσπούν φωτιές στη χριστιανική συνοικία της πόλης. Η μις Μιλς και μερικές από τις καθηγήτριές μας είδαν στρατιώτες να ετοιμάζουν φωτιές. Είδα εγώ προσωπικά έναν Τσέτη με ένα φορτίο με καυσόξυλα στην πλάτη του να μπαίνει σε ένα σοκάκι από το οποίο προήλθε αργότερα η φωτιά που έκαψε το κτίριό μας.
Είναι εντελώς ξεκάθαρο για μένα ότι υπήρχε ένα σαφές σχέδιο να καεί η χριστιανική συνοικία αφού πρώτα λεηλατηθεί. Η ώρα που έβαλαν τη μεγάλη φωτιά ήταν όταν ο άνεμος φυσούσε μακριά από την τουρκική συνοικία. Το σχολίασα όταν άρχισαν οι φωτιές.
Είμαι σίγουρη ότι οι τουρκικές αρχές θα πουν ότι την πόλη την πυρπόλησε είτε ο ελληνικός στρατός που υποχωρούσε είτε οι Αρμένιοι.
Και αυτό ακριβώς έγραψαν οι ιταλικές και γαλλικές εφημερίδες. Μην πιστεύεις ούτε λέξη! Ήμαστε στη χριστιανική συνοικία όταν άρχισαν οι φωτιές. Σχεδόν όλοι οι Αρμένιοι, εκτός από αυτούς που είχαν καταφύγει σ’ εμάς, σκοτώθηκαν μία ή δύο μέρες -ή και παραπάνω- πριν αρχίσουν οι φωτιές. Οι Έλληνες στρατιώτες είχαν περάσει ήσυχα από τα προάστια πριν από τρεις- τέσσερις μέρες.
Όλη η πόλη ήταν υπό πλήρη στρατιωτικό έλεγχο από το απόγευμα του Σαββάτου και οι φωτιές άρχισαν την Τετάρτη και κατέστρεψαν την πόλη. Οι Τούρκοι, Τσέτες ή τακτικοί ή και τα δύο, έκαψαν την πόλη για να εξαφανίσουν τους νεκρούς αφού είχαν πάρει τα λάφυρά τους ».
Η κυρία που έγραψε αυτή την επιστολή δεν είναι ούτε Αρμένισσα ούτε Ελληνίδα, και είναι άνθρωπος εξαιρετικής υπόληψης. Δεν συμφωνώ με τον λόγο που δίνει για τον εμπρησμό της Σμύρνης.
Αυτή η δύσμοιρη πόλη πυρπολήθηκε μεθοδικά από τους στρατιώτες του Μουσταφά Κεμάλ για να ξεριζωθεί ο χριστιανισμός από τη Μικρά Ασία και να γίνει αδύνατη η επιστροφή των χριστιανών.
Οι Τούρκοι στρατιώτες έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη στις 13 Σεπτεμβρίου του 1922. Στο μεταξύ είχα κατορθώσει να συγκεντρώσω σχεδόν όλα τα μέλη της παροικίας μας (γύρω στα τριακόσια τον αριθμό), τα περισσότερα πολιτογραφημένοι Αμερικανοί πολίτες. Αυτοί, μαζί με τις οικογένειες και τους συγγενείς τους, ήταν μαζεμένοι στο Theatre de Smyrne , στην προκυμαία, ιδιοκτησία ενός επίσης πολιτογραφημένου Αμερικανού πολίτη. Ακριβώς απέναντι από τον δρόμο ήταν το λιμάνι, όπου ήταν δεμένο το αμερικανικό καταδρομικό Σίμπσον, έτοιμο να τους παραλάβει. Μέσα στο θέατρο υπήρχε μια φρουρά από ναύτες με ένα πολυβόλο.
Αφού η πυρκαγιά πήρε σοβαρές διαστάσεις, ανέβηκα στην ταράτσα του Προξενείου για να δω τι συμβαίνει. Τεράστια μαύρα σύννεφα καπνού υψώνονταν από μια μεγάλη περιοχή, γιατί είχαν βάλει φωτιά σε πολλά μέρη ταυτόχρονα.
Ήταν φανερό ότι πλησίαζε γοργά η ώρα που θα έπρεπε να φύγουμε, και εκείνες τις τελευταίες μακάβριες ώρες που απέμεναν ήμουν πολύ απασχολημένος υπογράφοντας άδειες για όσους δικαιούνταν αμερικανική προστασία και μεταφορά στον Πειραιά.
Οι φλόγες κατέστρεψαν την αρμενική συνοικία με τέτοια φρικτή ταχύτητα ώστε ήταν βέβαιο ότι οι Τούρκοι την ενίσχυαν με εύφλεκτα υγρά. Ναύτες που στάλθηκαν στην περιοχή ανέφεραν ότι είδαν Τούρκους στρατιώτες να πετούν μέσα σε σπίτια Αρμενίων κουρέλια μουλιασμένα σε πετρέλαιο.
Τα κτίρια της Σμύρνης ήταν πολύ πιο εύφλεκτα από όσο φαίνονταν με την πρώτη ματιά. Η πόλη είχε υποφέρει στο παρελθόν από σεισμούς, έτσι οι τοίχοι ήταν από πέτρα και κονίαμα, αλλά ο σκελετός του κτιρίου ήταν από ξύλινα δοκάρια για να μην γκρεμίζονται εύκολα. Όταν ένας τοίχος θερμαινόταν πολύ από τη φωτιά, άρχιζαν να καίγονται τα ξύλα, και οι τοίχοι κατέρρεαν. Καθώς η πυρκαγιά εξαπλώθηκε κατεβαίνοντας προς την προκυμαία, όπου ήταν τα όμορφα και καλοχτισμένα γραφεία και οι αποθήκες των μεγάλων ξένων εμπόρων και οι κατοικίες των πλούσιων Λεβαντίνων, Ελλήνων και Αρμενίων, ο κόσμος άρχισε να ξεχύνεται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς προς τη θάλασσα, γέροι, νέοι, γυναίκες, παιδιά, υγιείς και άρρωστοι. Όσους δεν μπορούσαν να περπατήσουν τους κουβαλούσαν σε φορεία ή τους είχαν πάρει συγγενείς στην πλάτη τους.
Ο ηλικιωμένος γιατρός Αργυρόπουλος, που για πολλά χρόνια ήταν μια γνωστή φιγούρα στους δρόμους της Σμύρνης, ήταν άρρωστος. Τον έφεραν με φορείο στην προκυμαία και εκεί πέθανε.
Μια τελευταία Μιλτόνεια πινελιά προστέθηκε σε μια σκηνή απέραντης, πρωτοφανούς φρίκης και ανθρώπινου πόνου. Χιλιάδες άνθρωποι ήταν στριμωγμένοι σε έναν στενό δρόμο ανάμεσα στην πόλη που καιγόταν και τα βαθιά νερά του κόλπου.
Συχνά ακούγεται το ερώτημα: «Τι προσπάθειες έγιναν να σβηστεί η φωτιά στη Σμύρνη;». Προσωπικά δεν είδα καμία τέτοια προσπάθεια. Αν οι Τούρκοι έκαναν τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση, ήταν απλώς μια σποραδική απόπειρα κάποιου υπαξιωματικού που δεν ήταν καλά πληροφορημένος. Περιγράψαμε ήδη τα μέτρα που πήραν για να σώσουν το κτίριο του Αμερικανικού Προξενείου.
Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να τυλίγουν το Προξενείο πυκνά σύννεφα καπνού. Το πλήθος στον δρόμο μπροστά στο κτίριο, καθώς και στην προκυμαία, ήταν τώρα τόσο πυκνό ώστε ο διοικητής της αμερικανικής ναυτικής δύναμης μου είπε ότι σε δέκα λεπτά ακόμα δεν θα κατάφερνα να το διασχίσω. Είχε έλθει η ώρα να εκκενώσουμε την παροικία μας, να βρούμε κάποιο καταφύγιο για αυτή σε μια χριστιανική χώρα, και να εξασφαλίσουμε μέσα για την προσωρινή συντήρησή της.
Με συγκινούσε βαθιά η ταλαιπωρία αυτών των ανθρώπων και θα έκανα ό,τι μπορούσα για να έχουν ευγενική, γενναιόδωρη και υπομονετική μεταχείριση. Έτσι φόρτωσα μερικά μπαούλα σε ένα αυτοκίνητο που περίμενε, καθώς και μερικά δέματα με χαλιά από την εξαιρετική συλλογή μου, που ευτυχώς ήταν ήδη πακεταρισμένα και περίμεναν να βγουν από τη συσκευασία τους για να χρησιμοποιηθούν τον χειμώνα, άρπαξα όποια αγαπητά μου αντικείμενα έτυχε να δω μπροστά μου, και μαζί με τη γυναίκα μου και έναν Έλληνα υπηρέτη ξεκινήσαμε για την προκυμαία και το αντιτορπιλικό που μας περίμενε.
Οι αξιωματικοί και οι άνδρες του πλοίου ενέργησαν με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, και φέρθηκαν με τρομερή ευγένεια σ’ εμένα και στη γυναίκα μου. Οι νεαροί Αμερικανοί ναύτες έδειξαν επίσης ψυχραιμία και ικανότητα στο κάπως δύσκολο έργο της διέλευσής μας μέσα από το πανικόβλητο πλήθος και της επιβίβασής μας στην άκατο. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να ορμήσουν στην άκατο οι απελπισμένοι, τρομοκρατημένοι άνθρωποι που συνωστίζονταν στην προκυμαία. Όντως, ένας φοβισμένος άντρας πήδησε μέσα, αλλά ένας νεαρός Αμερικανός ναύτης τον έριξε στη θάλασσα. Τον έβγαλαν αμέσως από το νερό και απομακρύνθηκε ντροπιασμένος και μουσκεμένος. Αυτό το περιστατικό, που συνέβη σε μια ψυχολογικά κρίσιμη στιγμή, και η αποφασισμένη περιφρούρηση από τους ναύτες και μερικούς Αμερικανούς, μας επέτρεψε να επιβιβαστούμε και να φύγουμε.
Η τελευταία εικόνα που είδα με το φως της μέρας ήταν η δύσμοιρη πόλη να είναι τυλιγμένη από τεράστια σύννεφα που ανέβαιναν στον ουρανό, και τη στενή προκυμαία να είναι γεμάτη από ένα πλήθος που μεγάλωνε συνεχώς έχοντας τη φωτιά πίσω του και τη θάλασσα μπροστά του, και έναν ισχυρό στόλο από συμμαχικά πολεμικά πλοία, ανάμεσα στα οποία και δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά, αγκυροβολημένα σε μικρή απόσταση από την προκυμαία να παρακολουθούν.
Καθώς απομακρυνόταν το αντιτορπιλικό από τη φοβερή σκηνή κι έπεφτε το σκοτάδι, οι φλόγες, που τώρα μαίνονταν σε μια αχανή περιοχή, γίνονταν όλο και πιο λαμπερές, δημιουργώντας μια σκηνή τρομερής και απαίσιας ομορφιάς. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι έχουν δηλώσει ότι γνωρίζουν μόνο ένα γεγονός στα παγκόσμια χρονικά που να μπορεί να συναγωνιστεί την καταστροφή της Σμύρνης και του χριστιανικού πληθυσμού της από τους Τούρκους σε αγριότητα και έκταση, και σε όλα τα στοιχεία της φρίκης, της σκληρότητας και του ανθρώπινου πόνου, και αυτό ήταν η καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους.
Στη Σμύρνη δεν έλειπε τίποτα από την άποψη της ωμότητας, της καταστροφικής μανίας, της απανθρωπιάς και όλης εκείνης της παραφοράς των ανθρώπινων παθών που, όταν αφήνονται τελείως ελεύθερα, υποβιβάζουν την ανθρώπινη φυλή σε ένα επίπεδο κατώτερο και από εκείνο των πιο μοχθηρών και σκληρών θηρίων. Γιατί σε όλη τη διάρκεια αυτού του διαβολικού δράματος οι Τούρκοι λήστευαν και βίαζαν. Ακόμα και ο βιασμός μπορεί να γίνει κατανοητός ως μια παρόρμηση της φύσης, ακατανίκητης ίσως όταν τα πάθη έχουν εξαγριωθεί σε έναν λαό χαμηλής νοημοσύνης και ακόμα χαμηλότερου πολιτισμού, αλλά οι εκτεταμένες απαγωγές γυναικών και κοριτσιών δεν μπορούν να αποδοθούν ούτε σε θρησκευτική φρενίτιδα ούτε σε ζωώδη πάθη. Μία από τις πιο έντονες εντυπώσεις που είχα φεύγοντας από τη Σμύρνη ήταν μια αίσθηση ντροπής που ανήκα στην ανθρώπινη φυλή.
Η καταστροφή της Σμύρνης είχε ένα χαρακτηριστικό που δεν έχει το αντίστοιχό του στην Καρχηδόνα. Δεν υπήρχε στόλος χριστιανικών πολεμικών πλοίων εκεί να παρακολουθεί μια κατάσταση για την οποία ήταν υπεύθυνες οι κυβερνήσεις τους. Δεν υπήρχαν αμερικανικά αντιτορπιλικά στην Καρχηδόνα.
Οι Τούρκοι χόρταιναν ελεύθερα τη φυλετική και θρησκευτική τους μανία για σφαγή, βιασμούς και λεηλασίες σε ελάχιστη απόσταση από τα συμμαχικά και αμερικανικά πολεμικά πλοία γιατί τους είχαν αφήσει συστηματικά να καταλάβουν ότι δεν θα τους εμποδίσει κανείς. Μια ενιαία εντολή από τους διοικητές ή έστω και από δύο μόνον από αυτούς, μια ακίνδυνη βολή πυροβολικού πάνω από την τουρκική συνοικία, θα είχε συνεφέρει τους Τούρκους.
Και αυτό, η παρουσία αυτών των πολεμικών πλοίων στο λιμάνι της Σμύρνης το Σωτήριο Έτος 1922, που παρακολουθούσαν ανίσχυρα την τελευταία μεγάλη σκηνή της τραγωδίας των χριστιανών στην Τουρκία, ήταν το πιο θλιβερό και το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της όλης εικόνας.