ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής

Σωτήρη Ρίζου

 

«Οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής», Ιστορία εικογραφημένη, Αύγουστος 2012, σελ. 34-40

Η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 δεν συνιστά μόνον μια στρατιωτική περιπέτεια και ταυτόχρονα μια ανθρωπιστική τραγωδία για τον μικρασιατικό ελληνισμό, αλλά και ένα σημείο τομής για τη νεότερη ελληνική Ιστορία από άποψη πολιτική, διπλωματική, οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική. Η πρώτη συνέπεια ήταν ο περιορισμός του ελληνισμού στα κρατικά σύνορα. Ο ξεριζωμός των Μικρασιατών Ελλήνων και η επικύρωση της νέας κατάστασης με τη σύναψη της σύμβασης της ανταλλαγής των πληθυσμών, οργανικό τμήμα της διευθέτησης της Λωζάννης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δημιουργεί, με εξαιρέσεις, αλλά η γενική εικόνα είναι αυτή, ένα ομοιογενές εθνοτικά κράτος - σχεδόν την πλήρη σύμπτωση των ορίων έθνους και κράτους. Εντός της ελληνικής επικράτειας απομένουν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και οι σλαβόφωνοι της Δυτικής Μακεδονίας αλλά παράλληλα στις αγροτικές περιοχές των Νέων Χωρών όπως και στα αστικά κέντρα τόσο της Παλαιάς Ελλάδας όσο και των Νέων Χωρών εγκαθίστανται 1.300.000 πρόσφυγες οι οποίοι μεταβάλλουν τον δημογραφικό και όχι μόνον χάρτη του ελληνικού κράτους.

Οι επιπτώσεις σε όλους τους τομείς είναι βαθύτατες: Πρώτα οικονομικές και κοινωνικές. Στις αγροτικές περιοχές οι πρόσφυγες συντελούν στην εδραίωση του συστήματος της μικροϊδιοκτησίας, με την αγροτική μεταρρύθμιση την οποία προωθεί το στρατιωτικό καθεστώς των Πλαστήρα-Γονατά το 1923. Βασικό μέλημα της μεταρρύθμισης είναι ασφαλώς η απορρόφηση των κραδασμών από την είσοδο στην ελληνική επικράτεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων οι οποίοι είναι εξαθλιωμένοι. Υπάρχει ακόμη βάσιμη ελπίδα ότι η διανομή του γεωργικού κλήρου θα εντάξει την προσφυγική μάζα στο αστικό κοινωνικό καθεστώς και θα αποτελέσει βασικό κοινωνικό του στήριγμα. Ταυτόχρονα αναμένεται ότι η νέα τάξη μικροϊδιοκτητών θα δημιουργούσε μια συμπαγή πληθυσμιακή μάζα που θα καθιστούσε αδιαφιλονίκητο τον εθνοτικό ελληνικό χαρακτήρα της Μακεδονίας. Πράγματι, το σλαβόφωνο στοιχείο θα περιορισθεί σε κάτι περισσότερο από το 10% του πληθυσμού, και όταν η Κομμουνιστική Διεθνής και, μέσω αυτής, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) θα υιοθετήσουν το 1924 τη θέση για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη», θα προσκρούσουν σε μια νέα πληθυσμιακή πραγματικότητα. Θα εγκατα- λείψουν το σχετικό σύνθημα, αρκετά καθυστερημένα, το 1935, αφού προηγουμένως το ΚΚΕ θα έχει απομονωθεί από τον μεγάλο όγκο του εκλογικού σώματος. Μια τελευταία προσδοκία αφορούσε τη δυνατότητα των νέων μικροϊδιοκτητών να δημιουργήσουν έναν σύγχρονο για τα δεδομένα της εποχής γεωργικό τομέα ο οποίος θα εξασφάλιζε την αυτάρκεια της χώρας.

Αν αυτές ήταν οι προσδοκίες από τους περίπου 700.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε γαίες στις Νέες Χώρες, οι υπόλοιπες 600.000 που εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα δημιουργούσαν στις ιθύνουσες ομάδες λιγότερες ελπίδες και προσδοκίες και περισσότερες ανησυχίες. Οι αστοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περίμετρο των αστικών κέντρων και θα διαβίωναν για δεκαετίες σε άθλιες συνθήκες. Επρόκειτο για πληθυσμό που δεν στερείτο δεξιοτήτων. Στις συνθήκες της μεσοπολεμικής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης, που χαρακτηρίζεται από την αστικοποίηση και κάποια όχι αμελητέα εκβιομηχάνιση, θα λειτουργούσαν κυρίως ως φθηνό εργατικό δυναμικό για έναν βιομηχανικό τομέα που ήταν χαμηλής τεχνολογικής στάθμης και για τα δεδομένα της εποχής. Άλλοι θα στρέφονταν στην αυτοαπασχόληση ενώ πολλοί θα παρέμεναν άνεργοι.

Το σχίσμα «γηγενών»- προσφύγων και η πολιτική διαμάχη

Γενικά, το προσφυγικό στοιχείο, αστικό και αγροτικό, αποτέλεσε έναν παράγοντα, η ενσωμάτωση του οποίου ήταν επιδίωξη αλλά δεν καθίστατο ευχερής. Καθώς αποτελούσαν το 1/4 του πληθυσμού του ελληνικού κράτους, αναλογία ικανή να αποσταθεροποιήσει πολύ ισχυρότερες κρατικές δομές από την ελληνική, οι πρόσφυγες αποτέλεσαν το ένα στοιχείο μιας διπολικής αντίθεσης με τους αυτοκαλούμενους «γηγενείς». Οι πρόσφυγες θα βρίσκονταν σε αντίθεση με τους τελευταίους και για θέματα που αφορούσαν κατανομή πόρων και λόγω νοοτροπιών. Τις διαφορές αυτές επέτειναν και άλλες, ιστορικές και πολιτικές. Η Μικρασιατική Καταστροφή είχε επέλθει ενόσω κυβερνούσε ο αντιβενιζελισμός, μετά την εκλογική του επικράτηση τον Νοέμβριο του 1920. Οι πρόσφυγες θα θεωρούσαν αποκλειστικά υπεύθυνους για την καταστροφή το Στέμμα και το αντιβενιζελικό πολιτικό προσωπικό, τα οποία και διαχειρίσθηκαν το ζήτημα πολιτικά, στρατιωτικά και διπλωματικά από τον Νοέμβριο του 1920 ως τον Αύγουστο του 1922. Στην πεποίθησή τους αυτή αγνοούσαν ενδεχομένως άλλες στρατηγικές όψεις, όπως ο ανταγωνισμός μεταξύ των Βρετανών, των Γάλλων και δευτερευόντως των Ιταλών και των μπολσεβίκων, το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος που συνιστούσε για το ελληνικό κράτος η εκστρατεία, και πιθανότατα υπερέβαινε τις ελληνικές δυνατότητες. Διακρινόταν έντονα πάντως ένα υπόστρωμα αμοιβαίας αντιπάθειας μεταξύ της Παλαιός Ελλάδας, που συνέχισε μεν τη μικρασιατική πολιτική του Βενιζέλου αλλά δεν ήταν πεπεισμένη για την ορθότητά της και του προσφυγικού ελληνισμού. Η αρθρογραφία του εκδότη της «Καθημερινής» Γεωργίου Βλάχου, τον Αύγουστο του 1922, σχετικά με την ανάγκη τερματισμού της εκστρατείας, λίγο πριν από την αποφασιστική τουρκική προέλαση, συνιστούσε ίσως από την άποψη αυτήν και μια υποθήκη για το άμεσο μέλλον. Οι πρόσφυγες θα παραμείνουν συνεπώς στενά συνδεδεμένοι με τον βενιζελισμό και τον Βενιζέλο προσωπικά, τουλάχιστον για μια δεκαετία, αναπτύσσοντας ισχυρή προσωπική αφοσίωση και στον στρατηγό Πλαστήρα, ηγέτη της στρατιωτικής επέμβασης του Σεπτεμβρίου του 1922, που παραμέρισε άμεσα τον Κωνσταντίνο και σταδιακά οδήγησε εντός 18 μηνών στην έκπτωση της δυναστείας. Θεσμικά οι πρόσφυγες θα ταυτισθούν με την αβασίλευτη δημοκρατία, η ψήφος τους άλλωστε υπέρ της στο δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 θα δώσει στο νέο πολίτευμα το ευρύ περιθώριο μιας πλειοψηφίας που άγγιξε το 70%. Πέραν του δημοψηφίσματος, οι πρόσφυγες αποτέλεσαν, όπως προαναφέρθηκε, τμήμα του εκλογικού σώματος προσκολλημένο στον βενιζελισμό. Η εικόνα άρχισε να μεταβάλλεται κατά το 1930-32. Ήταν συνέπεια μιας αυξανόμενης απόστασης μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και της προσφυγικής ηγεσίας, η οποία θα προέκυπτε από την εξωτερική πολιτική του Κρητικού ηγέτη και την οικονομική κρίση. Συνιστούσε ταυτόχρονα η απομάκρυνση αυτή το σύμπτωμα μιας βαθύτερης διαδικασίας προσαρμογής του σώματος των προσφύγων στις νέες συνθήκες. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση, που εγκαινίασε ο Βενιζέλος το 1930, σήμαινε για τους πρόσφυγες και βαθύτατες ψυχολογικές αλλά και υλικές απώλειες. Η συμφιλίωση Αθήνας-Άγκυρας επέβαλλε τη συνειδητοποίηση ότι η επιστροφή στις χαμένες πατρίδες δεν ήταν μια ρεαλιστική προοπτική. Επίσης, η συμφωνία συμψηφισμού των εκατέρωθεν απαιτήσεων για τις περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν από τους μουσουλμάνους στην Ελλάδα και τους Μικρασιάτες στην Τουρκία σήμαινε την εγκατάλειψη των ελληνικών αξιώσεων για αποζημιώσεις περιουσιών που υπερέβαιναν την αξία των αντίστοιχων τουρκικών. Ενώ όμως η εγκατάλειψη των αξιώσεων αυτών συνιστούσε για τον Βενιζέλο ένα αποδεκτό τίμημα προκειμένου να εγκαινιάσει μια νέα εξωτερική πολιτική στην περίοδο που ακολουθούσε την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, για τους πρόσφυγες σήμαινε απώλειες ψυχολογικών και υλικών διαστάσεων. Αυτό το διαφαινόμενο ρήγμα θα προσπαθούσε να αξιοποιήσει ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Παναγής Τσαλδάρης, ο οποίος θα απέβλεπε στη γεφύρωση του χάσματος του Λαϊκού Κόμματος με το προσφυγικό στοιχείο, μέσω της επίκρισης της πολιτικής του Βενιζέλου.

Η διεθνής οικονομική κρίση στην οποία θα εισερχόταν η Ελλάδα από τον Οκτώβριο του 1931 σήμαινε επίσης τη μείωση της ικανότητας της κυβέρνησης Βενιζέλου να πραγματοποιήσει προβλεπόμενες μεταβιβάσεις πόρων στους πρόσφυγες με μορφή αποζημιώσεων. Η αδυναμία αυτή σήμαινε τελικά και εκλογικές απώλειες για τον βενιζελικό συνασπισμό στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βενιζέλος και οι συνεργάτες του διατήρησαν τον κύριο όγκο των προσφυγικών ψήφων, οι περιορισμένες διαρροές προσφύγων, που άλλοτε θα ήταν αδιανόητες, επέτρεψαν στην αντιβενιζελική Ηνωμένη Αντιπολίτευση να κερδίσει κρίσιμες ψήφους και έδρες, με δεδομένο άλλωστε ότι το εκλογικό σύστημα ήταν πλειοψηφικό και μικρή μεταστροφή του εκλογικού σώματος σήμαινε κέρδος πολλών εδρών για όποιον υπερτερούσε με σχετική έστω πλειοψηφία σε μια εκλογική περιφέρεια.

Καθώς η δεκαετία του 1930 θα προχωρούσε, το κοινωνικό και πολιτικό πεδίο θα γινόταν πιο πολύπλοκο, ιδίως στα αστικά κέντρα όπου οι πρόσφυγες συνιστούσαν ένα από τα πιο δυσαρεστημένα κοινωνικά στρώματα, τα οποία δυνητικά μπορούσε να εκφράσει το αναδιοργανωμένο και δραστήριο ΚΚΕ. Η ροπή προς τα Αριστερά ενός μεγάλου τμήματος των προσφύγων θα πραγματοποιείτο στη διάρκεια της Κατοχής, και μεταπολεμικά η Αριστερά θα σημείωνε τις καλύτερες εκλογικές της επιδόσεις στις προσφυγικές συνοικίες, αν και κατά την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο ο Πλαστήρας θα κατόρθωνε προσωρινά να συγκροτήσει μια μεγάλη προσφυγική μερίδα στην Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου.

 

Εξωτερικός δανεισμός

Το ζήτημα της ενσωμάτωσης των προσφύγων διέθετε κα εξωτερικές όψεις που είχαν έμμεσες αλλά γενικότερες συνέπειες στην ελληνική οικονομία και πολιτική. Καθώς ευθύς εξαρχής έγινε αντιληπτό τόσο από τις ελληνικές ιθύνουσες ομάδες όσο και από τον διεθνή παράγοντα ότι το ελληνικό κράτος δεν διέθετε εγχώριους πόρους για να ανταποκριθεί στο έργο της προσφυγικής αποκατάστασης, η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό έγινε αναγκαστική επιλογή. Με τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών πραγματοποιήθηκε η σύναψη δανείων από τις διεθνείς χρηματαγορές σε αυξανόμενο ρυθμό. Οι σχετικοί πόροι τέθηκαν στη διάθεση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Το έργο της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων βασίσθηκε κυρίως στον δανεισμό αυτόν και στην εργασία της ΕΑΠ. Γενικότερα, ο εξωτερικός δανεισμός αποτέλεσε το εργαλείο για την αναμόρφωση του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής και επαναδιαμόρφωσης του τραπεζικού χάρτη. Καθώς η οικουμενική κυβέρνηση επειγόταν το 1927 για τη σύναψη ενός νέου δανείου που θα επέτρεπε τη συνέχιση της ανασυγκρότησης και τη σταθεροποίηση του εθνικού νομίσματος, υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τις προτροπές της Κοινωνίας των Εθνών για τη σύσταση αποκλειστικά εκδοτικής τράπεζας η οποία θα στερούσε έτσι από την κυρίαρχη Εθνική Τράπεζα το προνόμιο έκδοσης του νομίσματος. Έτσι τέθηκε σε λειτουργία η Τράπεζα της Ελλάδος το 1928. Σε κάθε περίπτωση, ο εξωτερικός δανεισμός, χωρίς τον οποίο πάντως η προσφυγική αποκατάσταση στον βαθμό που επιτεύχθηκε αλλά και η εκτέλεση άλλων έργων θα ήταν αδύνατη, αποδείχθηκε υπερβολικός μετά τη μεταφορά της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη τον Οκτώβριο του 1931. Ο Βενιζέλος διαπίστωνε ότι δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού χωρίς νέο δανεισμό, τον οποίο δεν ήταν εντούτοις ικανός να εξασφαλίσει στις διεθνείς χρηματαγορές. Κατόπιν αυτού η πορεία προς τη στάση πληρωμών και την εγκατάλειψη, και από την Ελλάδα του κανόνα χρυσού-συναλλάγματος ήταν προδιαγεγραμμένη.

 

Η εξωτερική πολιτική

Η Μικρασιατική Καταστροφή, εκτός από το γεγονός ότι είχε βαθιές οικονομικές συνέπειες καθώς έτρεψε την Ελλάδα σε δανεισμό μεγαλύτερο από αυτόν που υπό άλλες συνθήκες θα είχε πραγματοποιήσει, είχε ασφαλώς βαθιές συνέπειες και στην εξωτερική πολιτική, στα θεμέλια του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. Η ήττα στη Μικρά Ασία σήμαινε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας ως πρακτικής πολιτικής. Παρέμεναν βέβαια θέματα αλυτρωτικής υφής: Η Κύπρος ήταν βρετανική, η Δωδεκάνησος ιταλική, η Βόρειος Ήπειρος συγκινούσε πάντοτε τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινής γνώμης. Με την εξαίρεση όμως του στρατηγού Πάγκαλου, η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ελίτ δεν θεωρούσε εφικτή τη διεκδίκηση εδαφικών μεταβολών ούτε εκτιμούσε τα θέματα αυτά ως κεντρικά. Ο Πάγκαλος θα επιχειρούσε το 1926, κατά τη διάρκεια της βραχείας δικτατορίας του, να ακολουθήσει μια αναθεωρητική διπλωματία που είχε στόχο την ανάκτηση της Ανατολικής Θράκης, από την οποία πίστευε ότι κακώς είχαν αποχωρήσει οι ελληνικές δυνάμεις το 1922. Η ετεροβαρής συμφωνία της 17ης Αυγούστου 1926 με τη Γιουγκοσλαβία απέβλεπε ακριβώς στην οικοδόμηση μιας συμμαχίας που θα του επέτρεπε να αναμετρηθεί με την Τουρκία. Ούτε όμως το διεθνές περιβάλλον άφηνε περιθώρια για κάτι τέτοιο ούτε οι ελληνικές ηγετικές ομάδες, όπως είπαμε, θεωρούσαν επιτρεπτή αυτή την πολιτική που αναγνώριζε άλλωστε υπερβολικά δικαιώματα στη γιουγκοσλαβική πλευρά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η ανατροπή του Πάγκαλου, στις 22 Αυγούστου 1926, τερμάτιζε αυτό τον αλυτρωτικό παροξυσμό και επανέφερε την ελληνική εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο της Λωζάννης.

Κατά τη διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησής του, 1928-32, ο Βενιζέλος θα έδινε στην εξωτερική πολιτική της χώρας μια σπάνια ευρύτητα. Αξιοποιώντας ένα διεθνές σύστημα όπου η ένταση των ανταγωνισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ήταν ακόμη μεγάλη, ο Έλληνας πρωθυπουργός προσανατόλισε ήδη από το 1928 τη χώρα σε μια πολιτική ισορροπία με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αναδεικνύοντας τη σημασία των σχέσεων με την Ιταλία σε παράγοντα εξισορρόπησης της γιουγκοσλαβικής ισχύος στη Βαλκανική χωρίς κατ’ ανάγκη να αποξενώσει την Αθήνα από το Παρίσι ή το Λονδίνο, το οποίο παρέμεινε προνομιακός εταίρος της Ελλάδας στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Παράλληλα ο Κρητικός πολιτικός διευθέτησε το 1930 τις ελληνοτουρκικές διαφορές με τρόπο που θα απέτρεπε μεταξύ άλλων και έναν δαπανηρό ανταγωνισμό ναυτικών εξοπλισμών. Επρόκειτο για μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στην παραδοχή ότι η Μεγάλη Ιδέα ανήκε στο παρελθόν και η οποία αναζητούσε τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος ασφαλείας μέσω ενός προσεκτικά διαμορφωμένου πλέγματος διμερών σχέσεων και διατήρησης ισορροπίας δυνάμεων, καθώς ο Βενιζέλος παρέμενε δύσπιστος έναντι της δυνατότητας της Κοινωνίας των Εθνών να οικοδομήσει το σύστημα συλλογικής ασφάλειας που επαγγέλθηκε.

Η πολιτική αυτή δεν επέζησε του εμπνευστή της. Συμπτωματικά, τη στιγμή της εκλογικής του ήττας και της οριστικής απομάκρυνσης του Βενιζέλου από την εξουσία, τον Μάρτιο του 1933, θα εντείνονταν διεθνώς οι τάσεις προς κατάλυση του διακανονισμού ειρήνης του 1919, με σημαντικότερο γεγονός την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Οι βαλκανικές χώρες δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ ειδικά στην Αθήνα η κυβέρνηση του αντιβενιζελικού συνασπισμού θα απομακρυνόταν από την πολιτική ισορροπία του Βενιζέλου υπό το πλέγμα και των εμπειριών της αντιβενιζελικής παράταξης κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν στάθηκε αδύνατη η τήρηση της ουδετερότητας λόγω της αναμφισβήτητης επιβολής της βρετανικής ναυτικής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η νέα εμπλοκή της Ελλάδας δεν μπορεί να θεωρηθεί συνέπεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς η Αθήνα θα βρισκόταν το 1939-40 αντιμέτωπη με τις συνέπειες του αναθεωρητισμού της Γερμανίας και της Ιταλίας και η ίδια δεν διέθετε ένα πρόγραμμα επέκτασης ή αλυτρωτισμού, αλλά απέβλεπε αποκλειστικά στη διαφύλαξη του εδαφικού καθεστώτος της Λωζάννης.

 

Θεσμικές επιπτώσεις

Δεν θα έπρεπε επίσης να αποδοθεί αναγκαστικά και εξ ολοκλήρου στη Μικρασιατική Καταστροφή η πολιτική και η θεσμική αστάθεια του Μεσοπολέμου, που οδήγησε τελικά στην ανατροπή της αβασίλευτης δημοκρατίας, την παλινόρθωση και την επιβολή της δικτατορίας της 4 ης Αυγούστου. Στην πραγματικότητα εκπλήσσει το γεγονός ότι το εθνικό σχίσμα, ο λεγόμενος Εθνικός Διχασμός, επιβίωσε παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις, ο μειωμένος σεβασμός στις ατομικές ελευθερίες και στα πολιτικά δικαιώματα, η θεσμική αστάθεια συνιστούσαν στοιχεία της ελληνικής πολιτικής ήδη από το 1915-16 και παρέμειναν έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Είναι ασφαλώς ακριβές ότι η Μικρασιατική Καταστροφή επιβάρυνε το πολιτικό σύστημα και την κρατική δομή με ένα ζήτημα, οικονομικό και κοινωνικό τεραστίων διαστάσεων. Πρέπει όμως επίσης να σημειωθεί ότι το ελληνικό κράτος και η πολιτική τάξη δεν απέτυχε απλώς, αλλά είχε δείξει μια μη αμελητέα ικανότητα διαχείρισης των προβλημάτων κατά το 1926-28, με την οικουμενική κυβέρνηση και τις κυβερνήσεις συνασπισμού, και ακόμη περισσότερο κατά την τετραετία Βενιζέλου το 1928-32. Η διεθνής οικονομική κρίση ήταν αυτή που επιδείνωσε τους όρους διαχείρισης του κοινωνικού και του οικονομικού προβλήματος και κατόπιν αυτού επιδείνωσε σε δραματικό βαθμό την πολιτική συμπεριφορά του Βενιζέλου αλλά και των αντιπάλων του. Η ροπή προς την τυφλή σύγκρουση, μια διαρκώς επιτεινόμενη αντίληψη ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν ήταν κατάλληλος για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο κοινωνικής ανατροπής, ο οποίος στην πραγματικότητα υπερτιμάτο, και εν τέλει η εξάντληση από την εικοσαετή διαμάχη είναι οι παράγοντες που εξηγούν την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού το 1935-36. Κανείς από αυτούς δεν συνδέεται πρωτογενώς με τη Μικρασιατική Καταστροφή με την έννοια της δημιουργίας προβλημάτων εκ του μηδενός.

Παρά ταύτα, η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας δημιούργησε ένα ιδεολογικό κενό, το οποίο τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου δεν καλύφθηκε. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να αντικαταστήσει τον αλυτρωτισμό με το αναπτυξιακό όραμα, με την υπόσχεση και την επιδίωξη του εκσυγχρονισμού και της ευημερίας. Η ανάδυση ενός εναλλακτικού προτύπου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, που αμφισβητούσε το αστικό κοινωνικό καθεστώς, αποτελούσε , στις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια πρόσθετη ασφαλώς πρόκληση για τις ιθύνουσες πολιτικές και κοινωνικές ομάδες που δεν διέθεταν πλέον τον αλυτρωτισμό και ως μέσο ιδεολογικής επιβολής και κοινωνικής σταθεροποίησης. Αυτό που πρέπει γενικά να παρατηρηθεί είναι ότι η Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν πλέον μια πιο πολύπλοκη κοινωνία με συνθετότερα προβλήματα και διαφοροποιημένα κοινωνικά συμφέροντα σε σχέση με την προπολεμική Ελλάδα της υπαίθρου, των κωμοπόλεων και των λίγων αστικών κέντρων που ανήκαν οριστικά στο παρελθόν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί Θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Αθήνα 1984.

-Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική , Αθήνα 1986.

-Θάνος Βερέμης, Οικονομία και δικτατορία , Αθήνα 1982.

-Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων , Αθήνα 1955.

-George Mavrogordatos, Stillborn Republic. Party Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936 , Los Angeles 1983.

-Mark Mazower, Greece and the Interwar Economic Crisis , Oxford 1991.

-Σπυρίδων Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια , Πατάκης 2011.

-Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900-1945 , Αθήνα 1992.

 

Ο Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού/Ακαδημία Αθηνών

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.