Ο Χρυσόστομος περιβάλλεται τον Στέφανον του Εθνομάρτυρος
Χρήστου Αγγελομάτη
Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας-Το έπος της Μικράς Ασίας,
Αθήνα 2005 6, εκδ. Εστία, σελ. 223-238
Αι τελευταίαι στιγμαί του εθνομάρτυρος - Προ του μαρτυρίου — Χριστιανική ενοχή.— Aι υπάρχουσαι εξιστορήσεις του μαρτυρίου του από Έλληνας και ξένους - Που τελικώς ετάφη.
Υπό το κράτος της επιτεινομένης αγωνίας ευρίσκοντο τα πλήθη τας πρώτας απογευματινάς ώρας, της 27ης Αυγουστου, όταν εις την αυλήν του μητροπολιτικού ναού ενεφανίσθη τούρκος υπαστυνόμος συνοδευόμενος από ένοπλον στρατιώτην.
Aι τελευταίαι στιγμαί του εθνομάρτυρος
«Αι γυναίκες και τα παιδιά, αναφέρει η του Χρυσοστόμου βιογραφία του Σπυρίδωνος Λοβέρδου, κραυγάζουν γοερώς, οι άνδρες συγκεντρούνται πέριξ του μητροπολίτου.
Ο φρούραρχος Σαλή Ζεκή βέης, λέγει ο υπαστυνόμος, ζητεί τον μητροπολίτην εις το φρουραρχείον.
Ο μητροπολίτης γαλήνιος και αποφασιστικός καθησυχάζει δια νεύματος τους τεταραγμένονς χριστιανούς και αναχωρεί εν συνοδεία του υπαστυνόμου και του ενόπλου στρατιώτου. Η αγωνία κατέλαβε τους απομεμονωμένους εις το προαύλιον χριστιανούς.
΄Εξωθεν ηκούετο δαιμονιώδης θόρυβος, ζωηραί κραυγαί και ήχοι οργάνων. Εισήρχετο εις την Σμύρνην το 4ον σώμα Ιππικού υπό τον συνταγματάρχην Μεχμέτ Τζακή. Ηκολούθει ο νέος διοικητής Σμύρνης, ο στρατηγός Νουρεντίν, ο αιμοβόρος οργανωτής των σφαγών της Ιωνίας, ο ανακληθεις προ τριετίας εκ Σμύρνης υπό των αρμοστών δι’ ενεργειών τον μητροπολίτου Χρυσοστόμου....
Τι συνέβη εις το φρουραρχείον, μας το ιστορεί ο διασωθείς κλητήρ του μητροπολίτου, Θωμάς Βούλτσος, ο οποίος από είκοσιν ετών ευρίσκέτο πλησίον του Ιεράρχου.
«Ο αστυνόμος ιστορεί ο Βούλτσος, ωδήγησε τον δεσπότη στο φρούραρχο, ένα μαυρειδερό αλβανό. Η πόρτα έμεινε ανοιχτή και έβλεπα μέσα. Εχαιρετίστηκαν. Ο φρούραρχος παράγγειλε στο δεσπότη βυσσινάδα. ΄Επειτα ο φρούραρχος έλεγε και ο δεσπότης έγραφε. Σε λίγη ώρα ετελείωσαν. Όταν εβγήκαμε έξω με τον αστυνόμο έλειπε το αμάξι μας. Καλή τύχη έφθασαν την ωρα εκείνη δύο αμερικανοί αξιωματικοί και είχαν την καλωσύνη να μας δώσουν το αυτοκίνητό τους να γυρίσωμε. Εφθάσαμε στην μητρόπολι η ώρα πέντε. Χαρά όλων που μας είδαν. Ο μητροπολίτης έγραφε την προκήρυξι που του εδωκεν ο φρούραρχος. Η προκήρυξι έλεγε να μείνουν όλοι στα σπίτια τους και να παραδώσουν τα όπλα στην εξουσία.
Στας οκτώ το βράδυ έρχεται ένα αυτοκίνητο στην μητρόπολι με τον ίδιο αστυνόμο και δύο στρατιώτες ωπλισμένους με λόγχες. ΄Ηλθαν να πάρουν τον δεσπότη πως τον ζητά ο νομάρχης, δεν είπαν το όνομα, να πάη στο διοικητήριο με τρεις δημογέροντες. Επήραμε τον Ισουρουκτσόγλου και τον Κλημάνογλου και εμπήκαν οι τρεις και οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο, για μένα δεν είχε θέσι και μούπε ο δεσπότης να περιμένω στην μητρόπολι. Στας δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες, που ήλθαν το απόγευμα, έφερε μια κάρτα του δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο. Τού έγραφε:
«Αγαπητε αδελφέ,
Μας κράτησαν απόψε εμέ ως πρόεδρον της Μικρασιατικής αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μην ανησυχήτε».
Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίη. Το άλλο πρωί, Κυριακή στας 8 με στέλλει να μάθω για το δεσπότη. Εύρηκα τον Ζαδέ της τραπέζης. Πριν μισή ώρα συνήντησε τον υπαστυνόμο, που είχε πάρει τον δεσπότη. Αυτός μού είπε πως τον δεσπότη τον χάλασαν καθώς και τους δυο δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη, που έφυγα δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε άλ λο.
Προ του μαρτυρίου
Πως, όμως, εμαρτύρησεν ο Χρυσόστομος ;
Αξίζει προ πάσης περιγραφής να παρατεθούν τα προηγηθέντα γεγονότα, τα οποία περιέβαλαν την μορφήν του Χρυσοστόμου με τον φωτοστέφανον του μάρτυρος της Εκκλησίας και του ΄Εθνους.
Μέχρι της τελευταίας του στιγμής ο Χρυσόστομος είχε κατα νουν το ποίμνιόν του αυτό και μόνον, την ελευθερίαν του πρώτον, την σωτηρίαν του κατόπιν. Όταν τον Οκτώβριον του 1919 ήτο βεβαία η ελευθερία της Μικράς Ασίας, υπό την σκέπην του νικηφόρου ελληνικού στρατού, επρόκειτο να συνέλθη εις την Χάγην διάσκεψις των αρχηγών των Εκκλησιών, με σκοπόν το θέμα της Ενώσεως των Εκκλησιών, ο Χρυσόστομος απηύθυνε μακράν έπιστολήν προς τον επίσκοπον του Σικάγου, Κάρολον ΄Αντερσον, εις την οποίαν έλεγε μεταξύ άλλων :
«Τόπος συγκεντρώσεως των εκλεκτών του Θεού δεν πρέπει να είναι ένα βασιλικόν ανάκτορον, αλλά μία Εκκλησία. Καμμία όμως άλλη Εκκλησία δεν είναι η ενδεδειγμένη, ή η αρχαιοτάτη και ιερωτάτη της όλης υφηλίου, ο ναός της του Θεού Σοφίας, του ιδρυμένου εις την Βασιλίδα των πόλεων και ο οποίος κατά την στοιχειώδη απαίτησιν πρέπει να αποδοθή εις τας χείρας της κατά την Ανατολήν χριστιανοσύνης».
΄Ητο η εποχή που το όνειρον της Μεγάλης Ιδέας εθέρμαινε τας ψυχάς των Ελλήνων.
Και όταν το όνειρον αυτό εθαμβώθη από τα απαίσια γεγονότα του Αυγούστου, εις το μόνον που απέβλεψεν ήτο η σωτηρία του πληρώματος του και των Ελλήνων που έφθαναν τραγικά ναυάγια της θερμής πατριωτικής των ψυχής εις την Σμύρνην.
Την άνοιξιν του 1922, όταν αι Δυνάμεις επρότειναν την σύναψιν ανακωχής μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, με βασικούς όρους την παραχώρησιν μέρους της Ανατολικής Θράκης εις την Ελλάδα και τον καθορισμόν τετραμήνου χρονικού διαστήματος δια την εκκένωσιν της Μικρασίας από τον έλληνικόν στρατόν, εχαρακτήρισε τας προτάσεις τερατώδη λύσιν. ΄Εφθασε, παραβαίνων κάθε τηρουμένην αρχήν από τότε που εκηρύχθη το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, ν’ απευθύνη προσωπικήν επιστολήν προς τον πάπαν της Ρώμης, Πίον τον ΙΑ', ζητών την συμπαράστασίν του:
«Εν μέσω, έλεγε, της εορτασίμου αγαλλιάσεως, ην σύμπας ο χριστιανικός κόσμος της Δύσεως αισθάνεται επί τω κοσμοσωτηρίῳ Πάσχα, επιτρέψατε εις τον ταπεινόν εμέ αρχιεπίσκοπον της μαρτυρικής εκκλησίας Σμύρνης εξ ονόματος των αγγέλων και των επτά εκκλησιών της Αποκαλύψεως των χρυσών τούτων επτά λυχνιών εν μέσω των οποίων περιπάτει ο Κύριος (Αποκάλυψις 2) να προσκομίσω εις τους πόδας του Υμετέρον κραταιού και παγκοσμίου επιβολής παπικού θρόνου τας οιμωγάς των πεπελεκυσμένων δια την μαρτυρίαν του Ιησού, (Αποκάλυψις 20, 41), των ερχομένων εκ της μεγάλης θλίψεως χριστιανών της Ανατολής, όσοι έπλυναν τα ιμάτια αυτών εν τω αίματι του Αρνίου (Αποκάλυψις 7-14) και κράζουσι μεγάλη τη φωνή έως πότε Δέσποτα ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα (Αποκάλυψις 6,10) να επικαλεστώ την πατρικήν Αυτής προστασίαν.
Μακαριώτατε, ωσεί να μη ήρκουν τα δεινά μαρτύρια των χριστιανών της Ανατολής των στεναζόντων επί πέντε ατελειώτους αιώνας υπό τον πλέον σκληρόν ζυγόν των σουλτάνων, τον τρομερώτερον ον εγνώρισεν η παγκόσμιος ιστορία, ζυγόν του αντιχρίστου εχθρού μας, ωσεί μη ήρκουν οι συνολικοί εξανδραποδισμοί και εξοντώσεις των χριστιανικών στοιχείων, ιδίως ολίγον προ του Παγκοσμίου τούτου Πολέμου, αργότερον εν καιρώ του Πολέμου τούτου και επ’ εσχάτων εν ταις υπό του εχθρού κατεχομέναις χώραις, όπου ελάχιστα οικτρά μόνον λείψανα χριστιανισμού εν αφαντάστω αθλιότητι εναπελείφθησαν δεινοί μας ταράττουσι φόβοι ότι μέγα παρασκευάζεται ανοσιούργημα κατά της ιστορίας και του χριστιανισμού με την ληφθείσαν εν Παρισίοις απόφασιν των τριών υπουργών Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας της επαναφοράς των δια θυσίας ποταμών αίματος ελευθερωθέντων λαών των επτά εκκλησιών της Αποκαλύψεως υπό την σκληροτάτην και πάλιν δουλείαν. Μη ανεχθήτε, Μακαριώτατε, εν ταις μεγάλαις ημέραις της Υμετέρας Υπάτης Αρχιερατείας, εν τω μέσω του χριστιανικού κόσμου να διαπραχθή τηλικούτον βδελυρόν κατά των ελευθερωθέντων άπαξ τέκνων του Χριστού ανοσιούργημα ανασταυρώσεως και παντελούς αυτών αφανισμόν. Υψώσατε την πατρικήν φωνήν Σας. Λαλήσατε εις τας καρδίας των ισχυρών. Διδάξατε εις τους ενοικούντας επί της γης και τους δοκούντας άρχειν των εθνών στοιχειώδη δικαιοσύνην και σεβασμόν προς τας ελευθερίας των λαών και τα ανθρώπινά των δίκαια ».
Ο πάπας δεν απήντησε και οι ισχυροί της γης εκώφευαν και αυτοί εις κάθε διάβημα. Τότε και ο Χρυσόστομος εσκέφθη θα οργανώση την Μικρασιατικήν ΄Αμυναν. Ελησμόνησεν όλας τας προσβολάς του υπάτου αρμοστού, όσα εκαμε ούτος δια να εξευτελίση και αυτόν και τους άλλους ιεράρχας, δια να ταπεινώση τον λαόν της Μικρασίας.
«Ο Στεργιάδης», γράφει χαρακτηριστικώς ένας άνθρωπος που τον εγνώρισε καλά , « ένας μανιακός τύπος , εκυβέρνησε αυθαίρετα και απολυταρχικά. Υπήρξεν ένας τύραννος και σατράπης, χωρίς όρια και φραγμό.Εδεινοπάθησε ο ελληνισμός της Σμύρνης όσον ποτέ και μόνον ο απέραντος πατριωτισμός του τον έκανε να υπομένη στωικά την στεργιαδικη τυραννία. Ο Στεργιάδης ιδιαιτέρως εκακομεταχειρίσθη τον κλήρον και τους ιεράρχας και εφθασε μάλιστα στην εγκληματικήν πράξι να εξύβριση και προπηλακίση επανειλημμένως τον Χρυσόστομον Σμύρνης.. .» (Χ. Σ. Σολομωνίδη, «Η εκκλησία της Σμύρνης»).
Παρά ταύτα, ο Χρυσόστομος δεν εδίστασε να επικοινωνήση και με τον Στεργιάδην δια να εμπαιχθή οικτρώς και τραγικώς και δια να ίδη υπονομευομένην την Μικρασιατικήν Άμυναν από τον άνθρωπον ο οποίος ηδύνατο και ώφειλε να την ενισχύση.
Απηυθύνθη και προς τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων, προξένους και ναυάρχους, δια να εύρη αναλγησίαν και απεριόριστον σκληρότητα.
Χριστιανική ενοχή
'Ενας Τσεχοσλοβάκος ενυπογράφως εξέθεσεν όπου δει αυτά τα χαρακτηριστικά :
« Τέσσαρας ημέρας προ της εισόδου των κεμαλικών, μετέβην μετ’άλλων ομοεθνών κατόπιν προσκλήσεως εις το τσεχοσλοβακικόν προξενείον, όπου μας εδόθη η κατηγορηματική διαβεβαίωσις ότι κανένα δεν διατρέχομεν κίνδυνον. Γνωρίζοντες την τουρκικήν βαρβαρότητα, επεμείναμεν όπως ζητηθή τηλεγραφικώς η αποστολή πλοίων δια να επιβιβασθώμεν την δέουσαν στιγμήν. Ο πρόξενος, ηρνήθη, επαναλαβών ότι δεν διατρέχομεν κανένα κίνδυνον. Τότε έλαβα τον λόγον και είπα εις τον πρόξενον:
— Κύριε, από ενός και μόνον έτους είσθε εδώ, δεν ξεύρετε συνεπώς, τους τούρκους και κατά την γνώμην μου αναλαμβάνετε μεγάλην ευθύνην, αρνούμενος να λάβετε τα επιβαλλόμενα μέτρα.
Τότε απεφασίσθη να ετοιμάσωμεν σημαίας και περιβραχιόνια με τα εθνικά μας χρώματα δια ν' αναγνωρίζωνται οι ομοεθνείς μας από τους τούρκους. Την ιδίαν ημέραν ο πρόξενος εδημοσίευσε δήλωσιν εις την εφημερίδα «Τηλέγραφος» ό τι κανείς δεν υπήρχε κίνδυνος».
Κατά πόσον αι σημαίαι και τα περιβραχιόνια εχρησίμευσαν εις την προστασίαν των ξένων, θα καταφανή περαιτέρω.
Εξ άλλου, ο εφημέριος της αγγλικανικής εκκλησίας, Κάρολος Ντόμπσον κατέθεσε αργότερον την εξής μαρτυρίαν δια τας ευθύνας των προξένων.
«Κατά τας προηγηθείσας της είσοδον των τούρκων ημέρας, η αγωνία των ξένων παροίκων ολοέν επετείνετο. Επεσκέφθην τον μητροπολίτην Χρυσόστομον. Και αυτός και εκείνοι που τον περιεστοίχιζαν εξέφρασαν τους φόβους των περί των εκτρόπων, τα οποία οι τούρκοι θα ήτο δυνατόν να διαπράξουν. Ο μητροπολίτης μου έδωσε μήνυμα υπογεγραμμένον παρ’ αυτού και άλλων βαθμούχων, μεταξύ των οποίων και ο α ρμένιος αρχιεπίσκοπος, όπως το διαβιβάσω επειγόντως εις τον αρχιεπίσκοπον του Καντέρμπουρυ. Εζήτει από τον πριμάτον της Αγγλίας ν’ ασκήση όλην του την επιρροήν εις την αγγλικήν κυβέρνησιν, όπως σταματήση τους κεμαλικούς εις την είσοδον της Σμύρνης προς τον σκοπόν της διεξαγωγής διαπραγματεύσεων, ή της λήψεως μέτρων εν περιπτώσει εισόδου του τουρκικού στρατού, δια την προστασίαν της ζωής των χριστιανών. Η έκκλησις του μητροπολίτου κατέληγε με τας λέξεις: «Εν ονόματι τον Χριστού, σπεύσατε να προλάβετε την επικειμένην καταστροφήν»!
Η γνώμη μου ήτο σύμφωνος με των περισσοτέρων άγγλων και δεν ημπορούσα να φαντασθώ ότι οι τούρκοι θα συμπεριεφέροντο κατά τρόπον δικαιώνοντα τους φόβους του μητροπολίτου. Διεβίβασα εν τούτω, το μήνυμα προς τον ναύαρχον, σερ ΄Ορμοντ Μπωβουάρ Μπροκ. Ενδιεφέρθη, αλλά μου είπε ότι είχε σημαντικάς ήδη δυνάμεις υπό τας διαταγάς του και ότι προέβλεπε ήσυχον είσοδον των τούρκων, αν εισήρχοντο εις την Σμύρνην. Μου είπεν, εν τούτοις ότι τηλεγραφών εις τον αρχιεπίσκοπον του Καντέρμπουρυ ηδυνάμην να προσθέσω δτι ο άγγλος ναύαρχος ήτο εν γνώσει του διαβήματος μου και ήτο έτοιμος εν περιπτώσει αταξιών, να προστατεύση δι’ όλων των δυνάμεών του όλας τας τάξεις του πληθυσμού. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι εκείνην την στιγμήν εις τους επισήμους κύκλους ουδείς υπήρχε φόβος φρικαλεοτήτων παρομοίας εκτάσεως.
Εζήτησα από τον ναύαρχον την άδειαν να δώσω εξ ονόματός του ανακοίνωσιν εις τον εγχώριον τύπον, δια της οποίας θα εγνωστοποίουν την πεποίθησίν του περί ειρηνικής καταλήψεως της πόλεως, θα παρείχετο η συμβουλή αποφυγής πάσης προκλήσεως και η σύστασίς του ν’ ασχοληθούν όλοι δια την περίθαλψιν των εκ του εσωτερικού προσφύγων πον επλημμύριζαν την πόλιν.
Έδωσα την ανακοίνωσιν εις την επιτροπήν της Μικρασιατικής Αμύνης, εις την οποίανν περιελαμβάνοντο εξ των κυριωτέρων μελών της οργανώσεως ταύτης. ΄Ενας εξ αυτών με συνώδευσεν εις το μητροπολιτικόν μέγαρον δια να λάβη γνώσιν της ανακοινώσεως ο μητροπολίτης Χρυσόστομος. Προκαταβολικώς, τα μέλη της επιτροπής μου εζήτησαν να τους διευκολύνω σννάντησιν με τον αγγλον ναύαρχον. ΄Ηθελαν, είπαν , να του γνωστοποιήσουν τα της ανακαλύψεως τουρκικής συνωμοσίας ει ς αυτήν ταύτην την Σμύρνην (Συνεργάτης της βελγικής εφημερίδος «Φλαμπώ» μετά εξονυχιστικήν έρευναν, ανέγραψεν ότι ο υποδιευθυντής του Δημοσίου οθωμανικού χρέους ήτο αρχηγός της συνωμοσίας). Τους απέτρεψα λέγων εις αυτούς δτι ήσαν τόσαι αι φήμαι, ώστε ο ναύαρχος στερούμενος των μέσων ελέγχου δεν θα μετέβαλλε γνώμην.
Ευρήκα τον μητροπολίτην εις μεγάλην αγωνίαν και ουδόλως ενεθαρρύνθη από την βεβαίωσιν του ναυάρχου Μπροκ. Εγνώριζε, είπε τους τούρκους πόλυ καλύτερον από τους άγγλους αξιωματικούς. Η ανακοίνωσις που έφερα διά να μεταδοθή δια του εγχωρίου τύπου ηκρωτηριάσθη. Διεγράφη ο υπαινιγμός δια το ενδεχόμενον εισόδου των τούρκων - και προσετέθη παράγραφος λέγουσα ότι πρόσθετοι ναυτικαί αγγλικαί μονάδες είχαν αποπλεύσει από το Γιβραλτάρ δια την Σμύρνην. Εκείνοι που συνεβούλευσαν την περικοπήν και τας προσθήκας . (ΣΗΜ. Δεν πρέπει να λησμονήται ότι μέχρι τελευταίας στιγμής υφίστατο αγρία η λογοκρισία, όπως και μέχρι τελευταίας στιγμής παρείχοντο από το περιβάλλον του Στεργιάδου, όπως επίσης και των προξενείων καθησυχαστικαί διαβεβαιώσεις). Είχαν, προφανώς, κατά νουν να τονώσουν το ηθικόν του λαού, έγιναν όμως αφορμή να μείνονν εις την Σμύρνην πολλοί που θα είχαν τον χρόνον να σωθούν».
Την ιδίαν διαπίστωσιν δια την ευθύνην των προξένων κάμνει και ο Ρενέ Πυώ, εις το βιβλίον του « Αι τελευταίαι ώραι της Σμύρνης» :
«Ο κ. Αυγερινός, γράφει, επιθεωρητής της βελγικής εταιρίας τροχιόδρομων, κατεθεσε τα εξής : «Οι ευρωπαίοι δια να καθησυχάσουν τον πληθυσμόν , διέσπειραν την φήμην ότι ο κεμαλικός στρατός δεν θα εισήρχετο εις την Σμύρνην, αλλά θα εσταματούσεν εις την Μαγνησίαν επεμβάσει των Δυνάμεων.
Και ο Στίλπων Πιττακής, διευθυντής του μουσείου της Σμύρνης μού γράφει ότι δέκα ημέρας προ της καταστροφής, δηλαδή περίπου την ίδιαν ημέραν που ο πρόξενος της Τσεχοσλοβακίας εφαίνετο τόσον αισιόδοξος, είχε μακράν συνομιλίαν με τον κόμητα Σέννι, πρόξενον της Ιταλίας, παρουσία και του συνταγματάρχου Τζιορντάνο εις το ιταλικόν ταχυδρομείον, κατά την διάρκειαν της οποίας του είπε:
-Αν οι αντιπρόσωποι των συμμάχων δυνάμεων την ώραν που η εξουσία εκφεύγει των ελληνικών χειρών δεν λάβουν εγκαίρως μέτρα δια να προστατεύσουν την Σμύρνην, εις την οποίαν αριθμείτε τόσους υπηκόους και προστατευομένους η ανθούσα αυτή πόλις, θα καταστραφή εντελώς και θα χάσετε εκατομμύρια φράγκων.
Εις τον κόμητα Σέννι έκαμεν ζωηροτάτην εντύπωσιν αυτό που του είπε ο Πιττακής και του εφάνη ως αποκάλυψις. Τον εβεβαίωσεν ότι ελάμβανεν υπό σπουδαίαν έποψιν τας προειδοποιήσεις του και ότι θα ειδοποιεί τους συναδέλφους του » ( Ren é Puaux , Les derniers jours de Smyrne ).
Πως τους ειδοποίησεν είναι γνωστόν όπως και ποία μέτρα έλαβαν οι πρόξενοι δια τον δυστυχή πληθυσμόν της Σμύρνης. Το μόνον που έκαμαν ήτο να μεταβούν εις τον Νουρεντίν, εν μεγάλη στολή και να του παραδώσουν την εγκαταλελειμμένην πόλιν. Αυτός δε τους απήντησε με άκραν ευγένειαν:— Την Σμύρνην την επήρα με το σπαθί μου και δεν χρειάζομαι παρομοίαν παράδοσιν !...
Τοιουτοτρόπως, οι χριστιανοί της Σμύρνης έβλεπαν τα χριστιανικά πολεμικά και ήκουαν τους προξένους και επροσπαθούσαν να ενθαρρύνουν τους εαυτούς των. Πόσον όμως επλανήθησαν, μας το λέγει μία γαλλίς της Σμύρνης, εις επιστολήν της δημοσιευθείσαν εις την γαλλικήν « Ε πιθεώρησιν του Κοινωνικού Χριστιανισμού », τον Νοέμβριον του 1922 :
«Είχομεν μεγάλην εμπιστοσύνην εις τους ευρωπαίους, τα πολεμικά των πλοία ήσαν πλησίον μας, εις τα παράλιά μας. Δεν ημπορούσαμεν να φαντασθώμεν ότι οι ευρωπαίοι αυτοί θα άφηναν αυτούς τους βαρβάρους να κάμουν ό,τι έκαμαν ».
Και όταν εναυάγησαν και τα τελευταία διαβήματά του, ο εθνομάρτυς έμεινεν μόνος, ολόμονος μαζί με το ποίμνιόν του, δια ν’ αποθάνη με αυτό και δι’ αυτό.
Αι υπάρχουσαι εξιστορήσεις του μαρτυρίου του άπό έλληνας και ξένους
Πως απέθανε; ΄Εχομεν περιγραφάς του μαρτυρίου του άπό διαφόρους πηγάς, από διαφόρους εκμυστηρεύσεις. Ένα μόνον είναι αναμφισβήτητον: ότι απέθανεν ο ήρως του έθνους και της θρησκείας αψηφών τους πόνους κάι το μαρτύριον.
Ο αμερικανός πρόξενος Γεώργιος Χόρτων του αφιέρωσε μακρόν ποίημα εις το οποίον, μεταξύ άλλων στίχων, περιλαμβάνονται και αυτοί:
Στην ματωμένη κόμη του δεσπότη
φωτοστέφανο εφόρεσε λαμπρό
η Σμύρνη, του μαρτυρίου η πολιτεία ·
και στη θρησκεία του Πολυκάρπου και του Χρυσοστόμου
«άχρι θανάτου» έμεινε πίστη
η άνθινη της Σμύρνης πολιτεία.
Και προσθέτει ακόμη ο Χόρτων :
«Ο Χρυσόστομος απέθανεν ως μάρτυς... Ο Πολύκαρπος, ο άγιος πολιούχος της Σμύρνης, εκάη ζωντανός εις το υπερκείμενον της Σμύρνης στάδιον. Ο τούρκος κυριαρχεί σήμερον εις την γην των Επτά Εκκλησιών και κανείς δεν του ανθίσταται, αλλά η τελευταία σκηνή της ολοκληρωτικής εξοντώσεως της χριστιανοσύνης εδοξάσθη από τον ηρωικόν θάνατον του τελευταίου μητροπολίτου της Σμύρνης ».
Και τώρα εισερχόμεθα εις την εξιστόρησιν της τραγικωτέρας σελίδος του μαρτυρίου του Χρυσοστόμου, τον αφανισμόν του ποιμνίου του και τον εξαφανισμόν της Σμύρνης.
Περί του μαρτυρίου του Χρυσοστόμου έχουν γραφή πολλά και από τας ακριβεστέρας εξιστορήσεις φαίνεται να είναι και η γενομένη εις την γαλλικήν Βουλήν κατά την συνεδρίασιν της 14/27 Οκτωβρίου του 1922 από τον βουλευτήν των Παρισίων και ιερωμένον τον αββάν Εδουάρδον Σουλιέ.
«Το απόγευμα, είπε, της 9ης Σεπτεμβρίου (27ης Αυγούστου κατά το παλαιόν ημερολόγιον), το γαλλικόν προξενείον ειδοποιήθη ότι ο έλλην μητροπολίτης Χρυσόστομος , διέτρεχε κίνδυνον και ότι θα έπρεπε να σταλή άγημα από γάλλους, ναύτας δια να τον προστατεύσουν. Ο γάλλος πρόξενος Γκραγιέ έστειλεν αμέσως άγημα. Ο επικεφαλής του αγήματος επρότεινεν εις τον Χρυσόστομον να τον οδηγήση εις την εκκλησίαν του Sacre Coeur ή εις το γαλλικόν προξενείον. Ο Χρυσόστομος δεν ανήκει εις την εκκλησίαν της Γαλλίας, αλλ’ αυτό δεν μ’ εμποδίζει να εκφράσω τον βαθύτατον σεβασμόν προς την μνήμην του. Με ωραιότητα ψυχής ηρνήθη να δεχθή το προσφερόμενον καταφύγιον λέγων ότι το καθήκον του είναι να μείνη μαζί με το ποίμνιόν του. Όταν το γαλλικόν άγημα απεχώρησε, κατέφθασε με άμαξαν τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτας και εζήτησεν από τον Χρυσόστομον να τον ακολουθήση. Ωδήγησαν τότε τον Ιεράρχην εις τα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός εις ένα κουρείον. Εκεί του εφόρεσαν άσπρην μπλούζαν, ίσως δια να διακρινεται καλύτερα και εκεί διεδραματίσθη φρικτόν έγκλημα, από εκείνα που είναι γεμάτη η ιστορία των μαρτύρων. Του εξερρίζωσαν τα γένεια, τον εμαχαίρωσαν, του έκοψαν την μύτην και τα αυτιά. Παρά το πλευρόν των ανδρών, έλαβαν μέρος εις τα βασανιστήρια και αι γυναίκες. Οι παροντες ναύται μας πάνοπλοι, ήσαν αγανακτημένοι, έξαλλοι. Υποχρεωμένος, όμως, από τας διαταγάς που είχεν ο επί κεφαλής αξιωματικός, τους απειλεί με το περίστροφον εις το χέρι ότι θα τους πυροβολήση αν θελήσουν να επέμβουν. Μετέφεραν κατόπιν τον Ιεράρχην εις τας τουρκικάς συνοικίας όπου τον διεμέλισαν και τον αφήκαν βοράν εις τους σκυλους ». (Αριστοτέλους Σταυρίτση, Η καταστροφή της Σμύρνης, Μικρασιατικά Χρονικά, 7).
Πριν όμως τον μεταφέρουν εμπρός εις το κουρείον, ο Χρυσόστομος συνηντήθη με τον Νουρεντίν και η συνάντησις αυτή είναι μία ιδιαίτερα πτυχή του μαρτυρίου του.
Ο αστυνόμος που επήρε τον Χρυσόστομον από την μητρόπολιν μαζι με τους δημογέροντας, ήτο ο ίδιος που τον είχε πάρει και το απόγευμα. Ωδήγησε και τους τρεις εις τον Νουρεντίν, εις το Διοικητήριον. Αναφέρει μία εξ ιστόρησις:
«΄ Ολος ο προ του Διοικητηρίου χώρος είχε πλημμυρίσει. Είχαν ειδοποιηθή φαίνεται οι τούρκοι ότι θα φέρουν τον δεσπότη και περίμεναν. Στην πόρτα και στις σκάλες τον παρέλαβαν αξιωματικοί και τον ωδήγησαν στο γραφείο του Νουρεντίν. Εκεί προ ολίγων ημερών καθόταν ο Χατζανέστης. Η στιγμή ήταν δραματική. Οι δύο αντίπαλοι ανταμώθηκαν ξανά. Μα πόσο διαφορετικές οι συνθήκες τώρα... Ο Νουρεντίν στάθηκε σιωπηλός για λίγες στιγμές απέναντι από τον δεσπότη και έπειτα έβγαλε από το συρτάρι του ένα μεγάλο φάκελλο. Ήταν «ο φάκελλος του Χρυσοστόμου». Άνοιξε τις ελληνικές εφημερίδες και του έδει ξε τους λόγους, που είχεν εκφωνήσει κατά διαστήματα υπέρ της Ελλάδος και του ελληνικού στρατού. Και ερώτησε :
»—Είναι δικοί σου αυτοί οι λόγοι ;
»— Ναι, απήντησεν ο δεσπότης με αξιοπρέπεια ανθρώπου που ήξευρε τι σήμαιναν τα ερωτήματα τον τούρκου στρατηγού.
»—Επρόδωσες, επρόσθεσεν ο Νουρεντίν, την τουρκικήν πατρίδα ως τούρκος υπήκοος και πρέπει να δικασθής. Σε μένα δεν εναπόκειται (είπε σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος) να σε δικάσω, θα σε δικάση ο λαός.
»Και διέταξε να τον πάρουν και να τον προσφέρουν στον λαό για να κορέση την εκδίκησί του.
»Πραγματικά τον πήραν, τον κατέβασαν ως την πόρτα και τον έσπρωξαν προς το έξαλλο πλήθος. Πρόσωπα που είδαν την σκηνή αυτή λένε ότι το πλήθος του ξέσχισε τα ράσα, του έκοψε τα γένεια και τα μαλλιά, του πήρε το εγκόλπιο και το χρυσό σταυρό του, τον έσυρε ως το Τιρκιλίκ, τον τουρκομαχαλά και εκεί ένας μελαψός τούρκος από την Συρίαν του εδωσε μια μαχαιριά και τον αποτελείωσε. Το μέρος που ετάφη έμεινεν άγνωστο, αν και έγιναν κατόπιν έρευναι για να εξακριβωθούν τα περιστατικά του θανάτου του» (Μιχαήλ Ροδά, Η Ελλάδα στην Μικράν Ασία ).
Εις μίαν άλλην έξιστόρησιν, από τον ίδιον που έκαμε και την ανωτέρω, ολίγους μήνας μετά το μαρτύριον του Χρυσοστόμου αναφέρονται και τα κατωτέρω:
«Ο Νουρεντίν εδέχθη ειρωνικά τον Χρυσόστομον και τον διέταξε να προσευχηθή υπέρ της νίκης του τουρκικού στρατού. Ο δεσπότης ηρνήθη. Τότε ο Νουρεντίν αγρίεψε και εφώναξε :
»—Να τον δικάση ο τουρκικός λαός!
»Και όπως πλατεία θάλασσα, φουρτουνιασμένη, σκεπάζει και καταποντίζει μικρό κι’ αδύναμο καράβι, έτσι κι’ ο Χρυσόστομος κατεποντίσθη ολόσωμος, ολόφωτος, χριστιανικά ατάραχος, ανάμεσα στον τουρκικό όχλο. Τον έσυραν από το Διοικητήριον έως την τουρκικήν αγοράν και στις συνοικίες των δυο Τσεσμέδων κι’ από εκεί τον έφεραν αιμόφυρτο στην πλατεία του Τιρκιλίκ. Τα ράσα του σχισμένα, τα γένεια ξερριζωμένα, τα μάτια βγαλμένα. Η δεσποτική του ράβδος λάφυρο του όχλου. ΄Ο,τι απέμεινεν από το σώμα του το κρέμασαν στην πλατεία για να περάση η τουρκιά και να βεβαιωθή ότι ο γκιαούρης ξεψύχησε για πάντα» (Μιχαήλ Ροδά, Η Ελλάδα στην Μικράν Ασία ).
Τέλος υπάρχει και η βεβαίωσις ότι ο Χρυσόστομος περιήχθη επί όνου εις τας τουρκικάς συνοικίας προπηλακιζόμενος, εμπτυόμενος και βασανιζόμενος. Τον ετρυπούσαν με μαχαίρια, τον εκτυπούσαν με ρόπαλα και πέτρες. Του εξερρίζωσαν τα γένεια και τα μαλλιά, του έβγαλαν τα μάτια και εις το τέλος τον εθανάτωσαν εις την πλατείαν του Τιρκιλίκ.
΄Ενας καραγωγεύς, όνόματι Αχμέτ αγάς, ήτο ο πρώτος που επετέθη και του κατήνεγκεν αλλεπάλληλα κτυπήματα με σουγιάν. Ηκολούθησεν ο όχλος. ΄Εκοβαν κομμάτια από το σώμα του και τα έπαιρναν ως ενθύμιον.
Από πολλάς πηγάς βεβαιώνεται, εξ άλλου, ότι προ του μαρτυρικού του θανάτου, ο Χρυσόστομος εσύρθη εις λαϊκόν δικαστήριον και εδικάσθη. Ημπορούμεν να φαντασθώμεν την σκηνήν.
Ένα καφενείον εις το Μπεϋλέρ σοκάκ, καταπλημμυρισμένον από αγρίας μορφάς και εις το μέσον ο εθνομάρτυς ήρεμος, βέβαιος δια το τέλος και δια την αξίαν της θυσίας του. Πρόεδρος του δικαστηρίου ο Εμίν Ζαδέ, πάρεδρος ο ανθυπολοχαγός Ομέρ Τζαβέτ και ένας τρίτος, πολίτης αυτός. Εισαγγελεύς ο ονόματι Μαζχιάρ. Κάποιος εξεφώνησε το κατηγορητήριον. Ο Χρυσόστομος επρόδωσε την τουρκικήν πατρίδα!! Διέπραξεν εγκλήματα και έπρεπε ν’ αποθάνη. Συνήγοροι δεν υπήρχαν. Υπήρχε μόνον, ως καίουσα λάβα, το μίσος. Δι’ αυτό και η καταδίκη υπήρξεν άμεσος θάνατος. Ο Χρυσόστομος έρριξεν ήρεμον βλέμμα ολόγυρά του, εις τα τρικυμισμένα πλήθη. Αλλά δεν επρόλαβε να πη τίποτε. Τον ανήρπασαν και τον έσυραν εις τον δρόμον και ήρχισε το τρομερόν μαρτύριόν του.
Μία συνταρακτική περιγραφή
Συνταρακτική εξιστόρησις συμπίπτουσα με την του αββά Souli é παρατίθεται από τον Ren é Puaux ( Ren é Puaux , La mort de Smyrne , 22- 23 ). Είναι ενός γάλλου προστατευομένου, αυτόπτου του δράματος Joseph Μ. ονόματι και περί της αξιοπιστίας του οποίου, ουδόλως, άμφιβάλλει ο Πυώ.
«Την πέμπτην 25ην Αυγούστου ( π. ημ. ) ο κ. Graillet , πρόξενος της Γαλλίας εις την Σμύρνην, κατήρτισε πολιτοφυλακήν αποτελουμένην από πολίτας και γάλλους προστατευομένους επιφορτισμένην με την διατήρησιν της τάξεως και την ασφάλειαν των κατοίκων. Μέχρι της πρωίας του Σαββάτου η τάξις διετηρείτο παρά την απουσίαν αρχών. Το Σάββατον 27ην Σεπτεμβρίου, (π. ημ.) εις τας 9 π.μ. ο τακτικός τουρκικός στρατός εισήρχετο εις την πόλιν. Εις τας 10, την ώραν που τα τουρκικά στρατεύματα παρήλαυνον δια της Ευρωπαϊκής οδού (Φραγκομαχαλά), ο επί κεφαλής των αξιωματικός, εσταμάτησε δια να ζητήση πληροφορίας πόθεν θα κατηυθύνετο εις την αρμενικήν συνοικίαν. Την ιδίαν αυτήν στιγμήν, ο κ. Σαμάν, κάτοικος της Σμύρνης, ο οποίος κατηυθύνετο εις την εκκλησίαν Sacr e Coeur , δια να εύρη εις αυτήν καταφύγιον, ήκουσεν ένα στρατιώτην, τον τρίτον όπισθεν του αξιωματικού, να τον έρωτά τι ώρα είναι. Ο κ. Σαμάν ανέσυρε το ωρολόγιόν του, ο στρατιώτης του το απέσπασεν απειλών ταυτοχρόνως, αυτόν δια της ξιφολόγχης του. Διεμαρτυρήθην προς τον αξιωματικόν, αλλ’ αυτός διέταξε τους στρατιώτας του να προχωρήσουν.
» Μετά μισήν ώραν ένας Ιταλός καθολικός ιερεύς, ο πατήρ Σκαλιαρίνο, ήλθε και με ειδοποίησεν ότι έπρεπε να σπεύσωμεν, επειγόντως, εις βοήθειαν του Έλληνος μητροπολίτου σεβ. Χρυσοστόμου δια να τον προφυλάξωμεν από τον κίνδυνον.
»Μία γαλλική περίπολος αποτελουμένη από είκοσι ανδρας, την οποίαν συνώδευε με έναν άλλον πολιτοφύλακα, μετέβη πάραυτα εις την μητρόπολιν δια να παρακαλέση τον σεβ. Χρυσόστομον να έλθη να εγκα τασταθή εις τον ναόν της Sacre Coeur ή εις το γενικόν γαλλικόν προξενείον. Αλλ’ ο σεβ. ηρνήθη λέγων ότι ήτο ποιμήν και έπρεπε να μείνη πλησίον του ποιμνίου του.
» Μόλις είχεν εξέλθει από του μητροπολίτου η περίπολος, όταν άμαξα με ένα αξιωματικόν και δύο τούρκονς στρατιώτας με εφ’ όπλου λόγχην εσταθμευσεν εμπρός εις την μητρόπολιν. Ο αξιωματικός ανήλθε και παρουσιάσθη εις τον μητροπολίτην. Τον διέταξε να τον ακολουθήση εις τον διοικητήν του στρατεύματος, Νουρεντίν πασά.
» Ο μητροπολίτης ωδηγήθη εις αυτόν από τον αξιωματικόν που τον συνώδευε.' Μετά δέκα λεπτά κατήλθεν και πάλιν. Την ιδίαν στιγμήν ενεφανίσθη ο Νουρεντίν εις τον εξώστην και απευθυνόμενος προς τους χιλίους - χιλίους πεντακοσίους μουσουλμάνους, άνδρας και γυναίκας που
ευρίσκοντο επί τόπου τους είπεν ότι τους παραδίδει τον μητροπολίτην προσθέτων:’
— Αν σας έκαμε καλόν, καμετέ του καλόν, αν σας έκαμε κακόν, κάμετέ του κακόν.
Ο όχλος ανήρπασεν άμέσως τον σεβασμιώτατον και τον ωδήγησεν ολίγον περαιτέρω εμπρός εις το μαγαζί του κουρέως Ισμαήλ, ιταλού προστατευομένου. Εκεί τον εσταμάτησαν και του έβαλαν λευκήν μπλούζαν κουρέως. Το πλήθος ήρχισεν αμέσως να τον γρονθοκοπή και να τον κτυπά με ξύλα, να τον πτύη εις το πρόσωπον. Τον εκτυπούσαν με μαχαίρια, του έβγαλαν τα μάτια, του έκοψαν την μύτην και τα αυτιά.
» Η γαλλική περίπολος μέχρι του σημείον τούτου παρέστη εις την σκηνήν. Οι άνδρες (ναύται) ήσαν εκτός εαυτών και έτρεμαν, κυριολεκτικώς, από αγανάκτησιν, αλλά συμφώνως, προς τας διαταγάς που είχε, ο επικεφαλής αξιωματικός των τους απηγόρευσε να κινηθούν με το περίστροφον εις το χέρι. Ε χάσαμεν κατόπιν από τα μάτια μας τόν μηροπολίτην, που τον αποτελείωσαν ολίγον περαιτέρω. Καθώς εβάδιζα με την περίπολον προς την ευρωπαϊκήν συνοικίαν, συνηντήσαμεν αυτοκίνητον όπισθεν του οποίου ήτο δεμένος από τα πόδια, με την κεφαλήν συρομένην εις το λιθόστρωτον, και τον Τσουρονκτσόγλου, διευθυντήν της εφημερίδας «La Reforme» άνθρωπον, κυριολεκτικώς ράκος».
Στρατιώται έχοντες επί κεφαλής ον λοχαγόν, Ρουστέμ Νάσιτς-προφανώς από τους μουσουλμάνους της Νοτιοσλαβίας —ηθέλησαν να οδηγήσουν τον μάρτυρα εις την παλτείαν του Τιριλίκ που ωρίσθη ως τόπος εκτελέσεως της αποφάσεως. Καθ’ οδόν όμως ο όχλος επετέθη και άρχισε την κατεκρεούργησίν του. Πριν του εξορύξουν τα μάτια, του έκοψαν ένα αυτί και του το έδωσαν εις το χέρι λέγοντες:
-Παρ το δια να το δώσης στον Βενιζέλο!
Ο προαναφερόμενος Ροσυτέμ Νάσιτς εις συνομιλίαν του με έλληνα δημοσιογράφον, αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή, ανέφερε πως ο Χρυσόστομος παρεδόθη εις το πλήθος και με ποία λύσσαν ήρχισεν η κατακρεούργησίς του πριν φθάσουν ακόμη εις Τιρκιλίκ. Και αυταί ακόμη αι τούρκισσαι κατέβαλλον κα΄θε προσπάθειαν να συναγωνισθούν τους άνδρας εις ψυχής κακουργίαν.
Εγράφη και τούτο δια το μαρτύριον του Χρυσοστόμου: την ωραν που από το γραφείον του Νουρεντίν ο μάρτυς εσύρετο εις τον δρόμον δια να παραδοθή εις τον όχλον, ο αιμοδιψής στρατηγός ενεφανίσθη εις το κεφαλόσκαλον και επυροβόλησε εναντίον του Χρυσοστόμου, λέγων:
-Από το βόλι μου θα πας βρωμόπαπα !
Η σφαίρα όμως ηστόχησε και αντί του Χρυσοστόμου εύρε τον δημογέροντα Κλημάνογλου και τον αφήκεν άπνουν. Η πληροφορία αυτη δεν φαίνεται ν’ αληθεύη. Διότι, ναι μεν οι δημογέροντες Ν. Τσουρουκτσόγλου και Κλημάνογλου συνώδευαν τον Χρυσόστομον, φαίνεται ομως να εκρατήθηκαν εις τας φυλακάς ολίγας ημέρας ή και ώρας και κατεκρεουργήθησαν κατόπιν. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από επισκεπτήριον το οποίον ο Τσουρουκτσόγλου επέτυχε να στείλη εις την σύζυγό του. Εις αυτό αναγράφει ο δημογέρων αυτά τα ολίγα λόγια:
«Ιφιγένεια,
Θα μείνωμεν αυτήν την νύκτα εδώ. Μην ανησυχής. Ευρισκόμεθα μετα΄του μητροπολίτου.
Σε φιλώ, Νίκος»
Αι δύο αυταί λέξεις «μην ανησυχής» και ο σπασμωδικός τρόπος που είναι γραμμένον το σημείωμα, υπογραμμίζουν την τραγωδίαν που αντιμετώπιζαν οι μάρτυρες της θρησκείας και της εθνικής ιδέας.
Η εξιστόρησις του Αρχιμανδρίτου Ψύλλα
Η εις την γαλλικήν Βουλήν εξιστόρησις του θανάτου του Xρυσοστόμου φαίνεται να είναι από τας αξιοπιστοτέρας. Αλλά επίσης και η του προ ολίγων ετών αποθανόντος αρχιμανδρίτου Κυρίλλου Ψύλλα, πρωτοσυγκέλλου του μητροπολίτου Εφέσου.
Ο κληρικός αυτός, κατά το διάστημα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, κατώρθωσε να διατηρή φιλικάς σχέσεις με τον φοβερόν χριστιανομάχον νομάρχην Σμύρνης, Ραχμή, και δι’ αυτού κατά τους ανθελληνικούς και εξοντωτικούς διωγμούς του 1915—1916, πλείστους όσους να σώση χριστιανούς, εν οις και τον μητροπολίτην Ανέων, τον κατόπιν Βεροίας, καταδικασμένον από τουρκικόν στρατοδικείον εις θάνατον.
Κατά τας εφιαλτικάς ημέρας που προηγήθησαν της εισόδου των τούρκων εις την Σμύρνην, ο αρχιμανδρίτης εξηκολούθησε να κατέρχεται από το προάστιον της Σμύρνης Κορδελιό, το οποίον ήτο η εδρα της μητροπόλεως Εφέσου εις την Σμύρνην, διότι εις την μητρόπολιν ταύτης συνήρχοντο οι Ιεράρχαι και με τον Χρυσόστομον κατέβαλλον προσπάθειας να σώσουν τα ποίμνιά των. Τοιουτοτρόπως, κατήλθε και το Σάββατον 27 Αύγούστου, που οι τούρκοι εισήλθον εις την Σμύρνην.
Πριν φθάση εις το μητροπολιτικόν μέγαρον, συνήντησε τούρκους ιππείς. Υπέθεσεν ότι ήσαν κιρκάσιοι εκ των συμπολεμούντων με τους έλληνας, τους επλησίασε και τους ερώτησε:
- Πού είναι ο Πλαστήρας ;
Ο τούρκος εις τον οποίον απηυθύνθη δεν εγνώριζε, προφανώς, την ελληνικήν, δι’ αυτό έδωσε κάποιαν σκαιάν απάντησιν, αλλά δεν εξεδήλωσεν άλλως την όργήν του.΄Ενας έλλην, που ευρίσκετο εκεί κοντά, έσπευσε τότε και του είπε :
- Τι κάνεις, δεν βλέπεις πως είναι τσέτες;
Ήσαν πράγματι, οι τσέτες του κιορ Μπεχλιβάν. ΄Εφυγε τότε και κατηυθύνθη εις το μητροπολιτικόν μέγαρον, όπου εύρε τον μητροπολίτην Χρυσόστομον να διευθετή τα Ιερά άμφιά του και άλλα αντικείμενα εις δύο κιβώτια. Τον επλησίασε και του συνέστησε να προφυλάσσεται μέχρις ότου εισέλθη ο τακτικός τουρκικός στρατός. Την στιγμήν εκείνην ο εκ του περιβάλλοντος τοΰ μητροπολίτου Πέτρος Φωτιάδης, του είπε :
-Μη στενοχωρής τον Γέροντα.
Εν τω μεταξύ κατέφθασεν εις το μητροπολιτικόν μέγαρον, απεσταλμένος του τούρκου φρουράρχου Σαλήχ Ζεκή, ο οποίος με τον κιορ Μπεχλιβάν κατέλαβε την Σμύρνην και εγκατέστησε φρουραρχείον και εκάλεσε τον μητροπολίτην να μεταβή εις το φρουραρχείον. Μετέβη πράγματι ο Χρυσόστομος. Ο τούρκος συνταγματάρχης τον εδέχθη φιλοφρονέστατα και του προσέφερε μάλιστα και καφέ, -όπως αναφέρει και ο κλητήρ του Χρυσοστόμου, Θωμάς Βούλτσος. Παρηγορών, μάλιστα, τον Χρυσόστομον ο τούρκος αξιωματικός, είπε προς αυτόν:
- Αυτά έχει η τύχη του πολέμου, πότε ευνοεί τον μεν, πότε τον δε. Τώρα να επιστρέψης εις την Μητρόπολιν και να είσαι ήσυχος δια την προσωπικήν σου ασφάλειαν. Πρέπει όμως απαραιτήτως να εκδώσης εγκύκλιον προς τον λαόν και να συνιστάς να παραδώση τα όπλα και τους έλληνας στρατιώτας που κρύβει εις τα σπίτια του.
« Την ώραν ομως που η συνομιλία συνεχίζετο με τον τούρκον αξιωματικόν» κατά την αφήγησιν πάντοτε του πρωτοσυγκέλλου Ψύλλα, ο αμαξάς, που μετέφερε τον μητροπολίτην φοβηθείς από την συνεχιζομένην είσοδον ατάκτων, εγκατέλειψε την θέσιν του και τοιουτοτρόπως, όταν έφυγεν ο Χρυσόστομος δεν ευρήκεν άμαξαν και παρέμεινεν αναποφάσιστος εις την σκάλαν τον φρουραρχείου. Ο Σαλήχ Ζεκή αντιληφθείς την αμηχανίαν του μητροπολίτου και πληροφορηθείς το αίτιον παρεκάλεσε διερχόμενον αμερικανόν αξιωματικόν του ναυτικού να οδηγήση τον μητροπολίτην με το αυτοκίνητόν τον εις την Μητρόπολιν, πράγμα το οποίον και έπραξεν ούτος. Ο Χρυσόστομος επανελθών εις την Μητρόπολιν συνέταξε με τον αδελφόν του Ευγένιον την ζητηθείσαν εγκύκλιον, δια την παράδοσιν των όπλων, τοιχοκολληθείσαν εις τους δρόμους (συμπίπτουν με την αφήγηση του Βούλτσου).
» Την ιδίαν όμως εσπέραν τούρκος αξιωματικός προσήλθεν εις την Μητρόπολιν από μέρους του εισελθόντος εις την Σμύρνην αιμοβόρου Νουρεντίν και εκάλεσε τον Χρυσόστομον να εμφανισθή εις αυτόν (τον Νουρεντίν) με τους δημογέροντας. Ο Χρυσόστομος επήγεν μόνον με τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλημάνογλου, διότι αυτοί οι δύο ευρίσκοντο εις το Μητροπολιτικόν μέγαρον.
»Μόλις παρουσιάσθη εις αυτόν, ο Νονρεντίν ήρχισε να τον υβρίζη χυδαίως, δια την προδοτικήν στάσιν του έναντι του τουρκικού κράτους. Ακολούθως, του αφήρεσε το καλυμμαύχιον και το ετοποθέτησεν επάνω εις το γραφείον του, λέγων:
»—Σε παραδίδω εις τον λαόν. Αυτός αν σε εύρη ένοχον θα σε τιμωρήση μόνος του.
» Τον παρέδωσε τότε εις τον όχλον που τον έσυρε μέχρι της πλατείας του Τιρκιλίκ και τον υπέβαλεν εις φρικώδη βασανιστήρια.
»Εκεί τουρκοκρής αστυνόμος ευεργετηθείς από τον Χρυσόστομον άλλοτε, όπως εξεμυστηρεύθη ο ίδιος εις τον προαναφερόμενον Θωμάν Βούλτσον και δια ν’ απαλλάξη τον ευεργέτην του από τα βασανιστήρια, τον επυροβόλησε τετράκις εις τον αυχένα και τον αφήκεν άπνουν.
» Το σώμα του μάρτυρος, ενεταφιάσθη από αγγαρευθέντας έλληνας αιχμαλώτους στρατιώτας του 18ου συντάγματος εις το γυμναστήριον του συλλόγου «Απόλλων», τούρκος δε κήρυξ περιήλθε τας τουρκικάς συνοικίας και ανήγγειλε κρατών την ποιμαντορικήν ράβδον του μάρτυρος την «παραδειγματικήν τιμωρίαν του προδότου». Δια την καλήν δε είδησιν ελάμβανεν από τον τουρκικόν όχλον τα «μουζδελίκια» δηλαδή δώρα».
Αυτά κατά την αφήγησιν του Κυρίλλου Ψύλλα, προς τον Δ. Μαυρόπουλον (Δ. Μαυρόπουλου, «Πατριαρχικαί σελίδες»).
Μετά πάροδον αρκετών ετών, αθηναίος δημοσιογράφος συνήντησε τον Νουρεντίν εις την Κωνσταντινούπολιν, υπό δυσμένειαν ευρισκόμενον, και του υπέβαλεν αποτόμως το ερώτημα :
— Γιατί εσκότωσες τον Χρυσόστομον ;
Ο Νουρεντίν εξαφνιάσθη εις την αρχήν, κατόπιν όμως είπε: Δεν τον σκότωσα εγώ, τον σκότωσε ο λαός (αχαλί), ήταν έχθρός του.
Εις την απάντησιν αυτήν του Νουρεντίν έχει κανείς, την θαυμαστήν μορφήν του Χρυσοστόμου και την πιστοποίησιν των ανωτέρω γραφέντων περί λαϊκού δικαστηρίου.
Ο δημοσιογράφος, Βασίλειος Βεκιαρέλλης ολίγα έτη μετά την καταστροφήν, επισκεφθείς την Σμύρνην, ενήργησεν έρευναν δια τας συνθήκας του μαρτυρίου του Χρυσοστόμου, αυτός δε και αναφέρει την κατωτέρω δραματικήν λεπτομέρειαν:
«Εις το Μπας - Οτουράκ (Φεβρουάριος 1931) περιφέρεται ένας τούρκος βεβαιών ότι επί μίαν εβδομάδα και πλέον εφύλαττεν εις το σπίτι του ένα α πό τα χέρια του μάρτυρος, το οποίον ερωτώμενος -ήδη τι το απέκαμε, λέγει άλλοτε μεν ότι το έρριψεν εις την θάλασσαν, άλλοτε δε ότι το έθαψε. Ο ίδιος βεβαιώνει ότι πριν του αγίου αυτού ποιμενάρχου βγάλουν τα μάτια, του έκοψαν το ένα αυτί και του το έδωσαν στα χέρια λέγοντας.
— Πάρτο αυτό για να το στείλης ατό Βενιζέλο.
Και επειτα το άλλο αυτί λέγοντας.
—Και αύτό για να το στείλης στον Κωνσταντίνον.
Και ο Σωκράτης Προκοπίου που ήτο εις την Σμύρνην κατά τας ημέρας της μεγάλης τραγωδίας, αναφέρει τα κατωτέρω δια του στόματος ενός τούρκου, του Ταλβαστάν. Αυτός δακτυλοδεικτών ένα σωματώδη, και ως μαύρον,τούρκον, είπε :
Είναι ο Ομέρ άγάς, αράπης, μαουνιέρης πριν, τώρα όμως τον χαιρετούν όλοι. Αυτός αποτέλειωσε τον χιρσίζ - ντομονζ (υβριστική παραποίησις του ονόματος Χρυσόστομος: Χιρσίζ, τουρκιστί- κλέφτης, ντομούζ=γουρούνι) των γκιαούρηδων, έξω από το Ικί τσεμελίκ, στο Αργάι Παζάρ, εκεί κοντά στον κινηματογράφο, την περασμένη Κυριακή. Τον Ομέρ αγά, αν τον είδατε έτσι λίγο βρώμικο, είναι γιατί τα ρούχα του και τα πουκάμισά του είναι ραντισμένα από το αίμα του χιρσίζ-ντομούζ. Το μαύρο μπαστούνι που κρατά ο Ομέρ αγάς είναι δικό του...».