ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα


ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

 

 

Μία πόλη ἰσορροποῦσα μεταξύ παρελθόντος καί παρόντος

Andrea Ricardi, Αθηναγόρας- Clément,
Ένας Πατριάρχης και ένας καθηγητής μεταξύ των εθνικισμών και της παγκοσμιοποίησης,

Αθήνα 2020, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 155-163

 

Στό μέσο τῆς δεκαετίας τοῦ '60, ἡ Μεγάλη Κωνσταντινούπολη ἀριθμοῦσε περίπου δυόμισι ἑκατομμύρια κατοίκους. Τίποτε δέν προμήνυε ὅτι ὁ πληθυσμός της θά ἔφθανε τά 13 ἑκατομμύρια τοῦ 21ου αἰώνα, καθιστώντας τήν μία ἀπό τίς μεγαλουπόλεις τῆς ἐποχῆς μας (1). Ἡ Κωνσταντινούπολη, μετά τήν ἀξιοσημείωτη δημογραφική ἔκρηξη, αὔξησε ἰλιγγιωδῶς τούς κατοίκους της μέ τήν εἰσροή Τούρκων καί Κούρδων ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἐνίσχυσε τόν γεωπολιτικό της ρόλο ὡς προγεφύρωμα μεταξύ δύο κόσμων. Ἡ «Πόλη», ὅπως τήν ἔλεγαν οἱ Ἕλληνες, ἡ «Κωνσταντινούπολη», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι πού διέμεναν ἐκεῖ, δέν ἦταν πλέον ἀρεστή στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ, λόγω ἀκριβῶς τοῦ κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της. Οἱ ἐθνικιστές ἡγέτες δέν ἀγαποῦν τίς κοσμοπολίτικες πόλεις, ὅπως ὁ Νάσερ δέν εὐνοοῦσε τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, πού δέν κατοικοῦντο μόνο ἀπό ἀραβικό πληθυσμό, ἀλλά καί ἀπό ἀνθρώπους ποικίλης προέλευσης.

Ἡ Κωνσταντινούπολη, εἰδικά ἀπό τή δεκαετία τοῦ '50, εἶχε γίνει μία πόλη πλήρως τουρκική – γιά τήν ἀκρίβεια ἡ πιό μεγάλη τουρκική πόλη. Μόνο σέ πιό πρόσφατα χρόνια, εἰδικά μετά τό '89, παρά τό ὅτι διατήρησε τόν κυρίαρχο χαρακτήρα της, ἡ πόλη τοῦ Βοσπόρου ξεκίνησε ἐκ νέου νά δέχεται ποικίλης ἀποχρώσεως κόσμο. Πράγματι, προσέλκυσε πληθυσμούς πού τό 1968 ἐκπροσωποῦσαν μακρινούς κόσμους: Ρώσους, Οὐκρανούς, Γεωργιανούς, Ρουμάνους, Σλάβους τῶν Βαλκανίων, ἀλλά καί Ἄραβες καί πληθυσμό προερχόμενο ἀπό τήν Ἀσία, ἀκόμη καί Ἀρμένιους ἀπό τόν Καύκασο, ὅλοι ἀναμεμειγμένοι μαζί σέ μία ἰσχυρή τουρκο-ἀνατολική μετανάστευση.

Τό 1968 ὁ Clément περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν πόλη στήν ἀρχή τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του:

«Λαϊκές συνοικίες ἀπέραντης θλίψης – παρά τά ἐδῶ καί ἐκεῖ λίγα παλιά τούρκικα ξύλινα σπίτια […] Διέσχισα τόν Κεράτιο Κόλπο – ἕνα τοπίο ἀπίστευτης εὐρύτητας – ἡ ὀμορφιά του πολύ ὠφελεῖ μετά τό αἶσχος τῶν δίχως καμία περιποίηση σύγχρονων συνοικιῶν. Μία τοποθεσία ἄξια παγκόσμιας πρωτεύουσας – ἀλλά σήμερα δέν εἶναι πλέον τέτοια ἡ Πόλη, παρά μόνο χαλάσματα καλυμμένα ἀπό μία χρησιμοθηρική ἐπιδείνωση […] Πρέπει ὅλα νά ξαναγίνουν, νά ξαναξεκινήσουν, πρέπει νά ξανασκεφτοῦν τά πάντα. Θά τά καταφέρουν, ἄραγε δέν εἶναι ὑπερβολικά μεγάλα; Ἀλλά ὁ χῶρος εἶναι πανέμορφος καί ἡ λεπτομέρεια γοητευτική, τσαμπιά πολύτιμων λίθων στή λάσπη» (2).

Ἡ Κωνσταντινούπολη τοῦ '68 ἔμοιαζε μία πόλη σημαδεμένη ἀπό τήν κατάρρευση, ὅπου νέες κατασκευές διασταυρώνονταν μέ τόν παλιό ἱστό τῆς ὀθωμανικῆς πόλης. Ὁ Clément αἰσθάνθηκε «μία ἀπέραντη θλίψη», εἰδικά ὅταν ἐπισκέφτηκε τίς λαϊκές γειτονιές. Στήν Κωνσταντινούπολη, λέγει ἀπό τήν πλευρά του ὁ Pamuk, ἀναπνέει συχνά κανείς ἕναν ἀέρα θλίψης – στά τούρκικα «hüzün», μία λέξη ἀραβικῆς προέλευσης: «Ἡ πηγή τῆς θλίψης τῆς Κωνσταντινούπολης συνίσταται στή φτώχειά της, στήν ἥττα καί σέ ἕνα νόημα ἀπώλειας» (3) . Εἶναι ἴσως ἕνα αἴσθημα πού προκύπτει ἀπό τήν ἔνταση μεταξύ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ καί ὀθωμανικοῦ παρελθόντος καί ἑνός νεωτερίζοντος τουρκικοῦ, μεταξύ τῆς κατάρρευσης τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καί τῆς δυτικῆς προόδου. Τά χρόνια τοῦ '60 χαρακτηρίζονταν ἀπό μεγάλη οἰκιστική ἀνάπτυξη, ἀπό νέες συνοικίες καί κατασκευές.

Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε μεταλλάξει ἕνα σημαντικό μέρος τοῦ πληθυσμοῦ της. Πρίν ἀπό τόν Πόλεμο τοῦ 1914-18, τό 40% τῆς τότε πρωτεύουσας ἀποτελούταν ἀπό μή μουσουλμάνους. Ἐπρόκειτο γιά ἐπιφανεῖς ἑλληνικές, ἀρμενικές καί ἑβραϊκές κοινότητες, ἀλλά καί γιά εὐρωπαίους καί λεβαντίνους, γιά νά μήν μιλήσουμε γιά τούς Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σλάβους καί πολλούς ἄλλους. Ὁ εὐρωπαϊκός κόσμος εἶχε τά ἀποτυπώματά του στήν πλευρά πού σήμερα ταυτίζεται μέ τό Beyoglu, γύρω ἀπό τή Μεγάλη Ὁδό τοῦ Πέραν, ὅπου κοντά στίς εὐρωπαϊκές πρεσβεῖες, πού τό 1923 μετατράπηκαν σέ προξενεῖα, ἄνοιγαν μαγαζιά – συχνά ἑλληνικά – μέ δυτικά προϊόντα, καφετέριες καί ἑστιατόρια καί ὅπου δέν ἀκουγόταν ἡ προσευχή τοῦ μουεζίνη.

Ἡ πόλη ἦταν ἕνα σταυροδρόμι – carrefour – μεταξύ πολλῶν κόσμων. Κανείς συναντοῦσε κόσμο διαφορετικῶν ἐθνικοτήτων καί θρησκειῶν, ἐνῶ μιλοῦσαν διαφορετικές γλῶσσες. Οἱ μή μουσουλμάνοι, γράφει ὁ Charles King στό βιβλίο του γιά τό πέρασμα τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τήν Αὐτοκρατορία στή Δημοκρατία, «ἦταν τό ἀφήγημα καί ἡ σπονδυλική στήλη τῆς οἰκονομίας καί τῆς λαϊκῆς κουλτούρας τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἦταν «οἱ σερβιτόροι καί οἱ τραπεζίτες της, οἱ ἑστιάτορες καί οἱ ἰδιοκτῆτες οἴκων ἀνοχῆς, οἱ ἐξαγωγεῖς καί οἱ ξενοδόχοι της». Τό 1922, 1.169 ἑστιατόρια ἦταν ἀκόμη σέ χέρια Ἑλλήνων, ἐνῶ 97 ἀνῆκαν σέ χέρια μουσουλμάνων, 57 Ἀρμενίων καί 44 Ρώσων (μεταναστῶν μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917) (4) .

Στά τέλη τοῦ '60, ἡ πόλη εἶχε ἀλλάξει: ἕνας ἕλληνας ἐρευνητής, Κωνσταντινουπολίτης στήν καταγωγή καί γαλλικῆς παιδείας, ὁ Στέφανος Γεράσιμος, περιγράφει εἰκαστικά τή διαδρομή τῆς Πόλης στό πρῶτο μισό τοῦ 20 οῦ αἰώνα ὡς πέρασμα «ἀπό τόν κοσμοπολιτισμό στόν ἐθνικισμό» (5) . Οἱ μή μουσουλμάνοι σταδιακά ἐλαττώθηκαν καί περιθωριοποιήθηκαν στήν Πόλη. Ἡ κοινωνία εἶχε τουρκοποιηθεῖ. Παρέμεναν ἀκόμη κρυμμένες οἱ μειονότητες: ἡ ἑλληνική, ἡ ἀρμενική καί ἡ ἑβραϊκή. Ἡ τελευταία ἔχασε πολλά μέλη μέ τή μετανάστευσή τους στό κράτος τοῦ Ἰσραήλ (6) . Οἱ Ἀρμένιοι, μετά τίς σφαγές τοῦ 1915, τό «Metz Yeghern» (= μεγάλο κακό), σύμφωνα μέ μία ἔκφρασή τους, ζοῦσαν σέ μία κατάσταση ἀπόλυτης ἀπόκρυψης, γι' αὐτό ἀσπάζονταν ἀναγκαστικά τήν τουρκική πολιτική ἄρνησης τῶν σφαγῶν τῶν Ἀρμενίων κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Ὡστόσο, τό 1933 μετά τή δημοσίευση τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Franz Werfel Οἱ σαράντα μέρες τοῦ Μουζᾶ Ντάγκ , τό ὁποῖο μιλοῦσε γιά τήν ἀρμενική ἀντίσταση στούς Ὀθωμανούς πού ἤθελαν νά τούς ἀφανίσουν, οἱ καθολικοί Ἀρμένιοι τῆς Κωνσταντινούπολης ἔκαψαν στήν πλατεία τό ὁμοίωμα τοῦ συγγραφέα μέ ἐκδηλώσεις συμπαράστασης ὑπέρ τῆς Τουρκίας (7) . Ἔτσι, στή δεκαετία τοῦ '60, οἱ Ἀρμένιοι ἔφεραν σιωπηρά τά τραύματα τῶν σφαγῶν, γιά τίς ὁποῖες δέν μποροῦσε νά γίνει ἀπολύτως κανένας λόγος, καί ζοῦσαν μόνο στήν Κωνσταντινούπολη, ἔχοντας ἐγκαταλείψει (ἤ ὄντας ἀναγκασμένοι νά ἐγκαταλείψουν) τούς πολυπληθεῖς οἰκισμούς τους στήν Ἀνατολή. Ἄλλωστε, πολλοί ἐξ αὐτῶν, εἰδικά οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά, εἶχαν βιαίως ἀφομοιωθεῖ ἀπό μουσουλμανικές οἰκογένειες: οἱ ἱστορίες τους θά ἀναδύονταν ἐν μέρει στά τέλη τοῦ 20 ου αἰώνα (8) .

Ἡ ἄλλη ὑψηλή θρησκευτική ἀρχή τῆς Κωνσταντινούπολης μετά τόν Ἀθηναγόρα ἦταν ὁ Ἀρμένιος Πατριάρχης Snork Kalustian, πού, ὡς βρέφος, εἶχε γλιτώσει ἀπό τίς σφαγές, ἐνῶ ἡ μητέρα του εἶχε ὑποχρεωθεῖ νά μεταστραφεῖ στό Ἰσλάμ καί εἶχε παντρευτεῖ ἕνα μουσουλμάνο (9) . Συνεπῶς, ὁ Ἀρμένιος Πατριάρχης εἶχε ἀδέλφια μουσουλμανικῆς πίστης, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας – ὅπως φαίνεται – ἦταν ἰμάμης. Ξανασυνάντησε τή μητέρα του μόνο τή στιγμή τῆς πατριαρχικῆς ἐκλογῆς του. Ἦταν μία πνευματική προσωπικότητα, συνετός καί ὑπομονετικός ἄνθρωπος, συνειδητοποιημένος γιά τό περιορισμένο χῶρο τοῦ λαοῦ του στήν ἐθνικιστική Τουρκία. Προσπαθοῦσε μέ μετριοπάθεια, ἀλλά ἱκανότητα καί ἀξιοπρέπεια, νά ἀνασυνθέσει τά κομμάτια τῆς κοινότητάς του, μισό αἰώνα μετά τίς σφαγές. Μάλιστα, μάζεψε στήν Κωνσταντινούπολη – γιά νά σπουδάσουν – παιδιά ἀρμένικων οἰκογενειῶν διάσπαρτων στή χώρα, πετυχαίνοντας νά ἀναστήσει σέ πολλές περιπτώσεις τή χριστιανική τους ταυτότητα (10) .

Ὁ Πατριάρχης Snork δέν ἦταν ὅμως μία πολιτική προσωπικότητα, οὔτε μποροῦσε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν πολιτική, ἀκριβῶς λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι ἦταν Ἀρμένιος. Ἀντιθέτως, ὁ Ἀθηναγόρας ἦταν ἡ μοναδική ἔγκυρη χριστιανική προσωπικότητα στήν ἀρχαία ὀθωμανική πρωτεύουσα, ἡ ἡγεσία τοῦ ὁποίου ὑπερέβαινε τά τουρκικά σύνορα καί ἀσκοῦσε δικαιοδοσία στούς Ἕλληνες ὀρθοδόξους ὅλου τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε, ἡ προσωπική του ἱστορία καί ἡ σχέση του μέ τίς Η.Π.Α., ὅπου ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Ἑλλήνων ἀπό τό 1930 ἕως τό 1948, τόν εἶχαν ἀνυψώσει, μέ ξεχωριστό μάλιστα τρόπο στά μάτια τῆς τουρκικῆς ἄρχουσας τάξης, εἰδικά κατά τήν περίοδο ἀμέσως μετά τήν ἄφιξή του στήν Πόλη, τό 1949.

Ἡ Κωνσταντινούπολη ὅμως κατά τήν ἐποχή τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Clément ἦταν μία πόλη σουνιτῶν . Δέν συναντοῦσε κανείς παραδοσιακές ἀμφιέσεις ἤ φέσια, ὅπως σέ ἄλλες πόλεις τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ὁ κάπως ἐξωτικός χαρακτήρας της, ὅπως τόν διηγοῦντο οἱ περιηγητές τοῦ 18 ου καί 19 ου αἰώνα, εἶχε χαθεῖ. Ἐν τούτοις, ἡ Κωνσταντινούπολη, λόγω τῆς ἱστορίας καί τῆς γεωπολιτικῆς της θέσης, παρέμενε πάντοτε ἕνας πολύπλοκος ἀστικός ἱστός μέ ἑτερόκλητα στοιχεῖα. Ἄλλωστε, ὁ ἱδρυτής τῆς σύγχρονης Τουρκίας εἶχε κλείσει τούς τεκέδες, μεταξύ ἄλλων καί αὐτούς τῶν μυστικιστῶν δερβίσηδων καί τῶν ἀδελφοτήτων τους, ἀπαγορεύοντας τίς προσευχές καί τίς ἑταιρικές τελετές, ἐπιζοῦσαν παράνομα ἀρχαῖες πραγματικότητες καί ὑπόγεια ρεύματα (11) . Ὑπῆρχαν ἐπίσης ἀλεβίτες , ἕνα ὄχι ἀσήμαντο στοιχεῖο τοῦ τουρκικοῦ πληθυσμοῦ, πού θεωροῦσε αἱρετική τή σουνίτικη πλειοψηφία τῆς χώρας.

Ἔτσι, γιά τόν Ἀθηναγόρα, ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἕνα σταυροδρόμι – μία ville carrefour – «πόλη σταυροδρόμι, ὅπου συναντιοῦνται ὄχι μόνο ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύση, ἀλλά καί ὁ σλαβικός Βορρᾶς καί ὁ ἀσιατικό-ἀφρικανικός Νότος. Ἡ Πόλη τῆς Θεομήτορος. Οἱ εἰκόνες της, ἡ μεσιτεία της …» (12) . Ὁ Orhan Pamuk, πού τό 1968 ἦταν μαθητής τοῦ ἀμερικανικοῦ Λυκείου τῆς Πόλης καί προερχόταν ἀπό μία εὔπορη κοσμική κωνσταντινουπολίτικη οἰκογένεια, γράφει γιά μία «Κωνσταντινούπολη τῆς δεκαετίας τοῦ '60 γεμάτη μελαγχολία. Ἡ οἰκονομική ἔκρηξη ἀλλάζει τά πάντα καί ὄχι μόνο γιά τούς πλούσιους» (13) . Ὁ πληθυσμός τῆς πόλης, κατά κύριο λόγο φτωχός, φαινόταν νά προστρέχει στούς φραγμένους ἀπό τήν κίνηση πού δημιουργοῦσαν παλαιά δυτικά αὐτοκίνητα δρόμους. Ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν ἠθῶν καί τῆς δημόσιας ζωῆς δέν εἶχε ὅμως διαγράψει ὁλοκληρωτικά τή βαθιά Ἀνατολή τῆς ἀρχαίας ὀθωμανικῆς πρωτεύουσας. Ὅπως γράφει ὁ Pamuk: «Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι μία πόλη πού ἔχει μείνει νά ἰσορροπεῖ μεταξύ ἐκείνης τῆς Ἀνατολῆς, πού ἐπέστρεψε μετά ἀπό αἰῶνες γιά νά ἐκφοβίσει, καί τῆς Δύσης».

Ἡ συνάντηση τοῦ Πατριάρχη μέ τόν καθηγητή ἔλαβε χώρα σέ μία περιθωριακή γειτονιά τῆς μεγαλούπολης – Ville Monde – πού ἰσορροποῦσε μεταξύ τῶν «Ἀνατολῶν» καί τῆς Δύσης, στήν ἑλληνική συνοικία τοῦ Κερατίου Κόλπου, τό Φανάρι (τόν «μικρό φανό»). Ἐδῶ βρισκόταν τό τελευταῖο ἐναπομεῖναν στοιχεῖο τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς Τουρκίας: τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως (14) . Τό «Rum Patrikhanesi»: ἔτσι ἦταν γραμμένο στήν ἐπιγραφή πού ἦταν ἀναρτημένη στό τεῖχος. Ἐδῶ ἐπιβίωνε ὁ τελευταῖος θεσμός τῆς χριστιανοβυζαντινῆς ρωμιοσύνης, κληρονόμος ἑνός μεγάλου ἱστορικοῦ παρελθόντος. Ἦταν χῶροι ἀρκετά διαφορετικοί ἀπό τή μεγάλη βυζαντινή χριστιανική βασιλική τῆς Ἁγίας Σοφίας, πού ὁ Clément δέν ἀμέλησε νά ἐπισκεφτεῖ, ὡς πρώτη ἐνέργεια στήν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ Βασιλική αὐτή, πού εἶχε μεταμορφωθεῖ σέ τέμενος μετά τήν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης, εἶχε ἐκκοσμικευθεῖ ἀπό τόν Ἀτατούρκ. Εἶχε γίνει μουσεῖο καί ἔτσι παραμένει μέχρι καί σήμερα, ὅπου διατηρεῖ τά ἴχνη τοῦ τζαμιοῦ μαζί μέ ὁρισμένα ἀξιοθαύμαστα χριστιανικά ψηφιδωτά. Δέν ὑπάρχει πλέον οὔτε καν ἡ Ἁγία Τράπεζα, καρδιά τῆς βυζαντινῆς λειτουργίας. Ὅπως γράφει ὁ Clément στή σύζυγό του: «Ἡ Ἁγία Σοφία δέν εἶναι ἐπικεντρωμένη στό θυσιαστήριο, δέν εἰσάγει μία παρουσία, εἶναι ἡ ἴδια μία παρουσία, μέσω τῆς ὁλότητας τοῦ χώρου της, πού εἶναι πλήρης φωτός. Ὑπάρχει ἕνα εἶδος μυστικοῦ φίλτρου πού μεταμορφώνει καί “ἀποδίδει” τό φῶς, μέ τρόπο πού νά μήν εἶναι μόνο κάτι τό ἐξωτερικό».

Ὁ Clément δέν συμμεριζόταν τή νοσταλγία, μέ τήν ὁποία συχνά οἱ χριστιανοί ἀντίκρυζαν τή βυζαντινή Βασιλική, μέ μία ὀπτική ἐπαναφορᾶς τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Πράγματι, μετά τήν πτώση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, σχεδόν σάν ἐκδίκηση, ὑπῆρξε ἕνα κίνημα ὑπέρ τῆς ἐπιστροφῆς τῆς χριστιανικῆς λατρείας στό τέμενος τῶν Ὀθωμανῶν. Τό 1935, ὁ Ἀτατούρκ διέταξε, μέ μία συμβολική χειρονομία, νά ἀπομακρυνθοῦν τά βαριά χαλιά ἀπό τό πάτωμα καί ὁ χῶρος νά μήν ξαναχρησιμοποιηθεῖ γιά τή μουσουλμανική λατρεία. Ἔκτοτε, τό πρώην τέμενος ἔγινε μουσεῖο, πρός μεγάλη ἀπογοήτευση τῶν μουσουλμάνων πιστῶν (15) . Ἀφαιρέθηκε ὁ γῦψος πού κάλυπτε ὁρισμένα ψηφιδωτά, τά ὁποῖα ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔγιναν ἐκ νέου ὁρατά. Ὁ Clément ἐπέμενε: «Δέν πρόκειται γιά ἕνα χῶρο μυστηριακό, ὅπως τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, ἀλλά “ἀποκαλυπτικό” – ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπουράνιας Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου δέν θά ὑπάρχει οὔτε ναός, οὔτε ἥλιος, διότι ὁ Θεός θά εἶναι ὁ ὅλος σέ ὅλα καί θά γίνει ὁ ἥλιος μας. [Ὑπάρχουν] ὁρισμένα ὡραῖα ψηφιδωτά – ὅπως αὐτό τῆς Θεοτόκου» (16) .

Συνεπῶς, ἡ Βασιλική δέν ἔχανε τίποτε ἀπό τήν «ἐπικοινωνιακή» τῆς δύναμη, παρότι δέν ἦταν χῶρος τέλεσης τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Δέν μιλοῦσε γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἴδιο τρόπο πού γινόταν στούς ἄλλους ναούς, ἀλλ' ὅμως ἐμφανιζόταν ὡς μία φανέρωση τῆς «νέας Ἱερουσαλήμ» τῶν ἐσχάτων. Σέ μία Κωνσταντινούπολη «πολυτελῆ καί καταρρέουσα», ἡ παρουσία τῆς Ἁγίας Σοφίας ἦταν, γιά τόν Clément, κάτι τό ἀπρόβλεπτο, πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Ἡ μουσειοποίηση δέν εἶχε ἀφαιρέσει τίποτε ἀπό τό βαθύ μήνυμα τῆς βασιλικῆς: ἡ Ἱερουσαλήμ κατεβαίνει στή γῆ καί τούς ἀνθρώπους· εἶναι ἡ καινή πόλη, ἡ ἀπό αἰώνων ἀναμενόμενη. Ἔτσι, ἄν καί διαφορετικῶν διαστάσεων ἀπό ἐκείνους τῆς Ἁγίας Σοφίας, οἱ τροῦλλοι ἦταν χαρακτηριστικό τῶν πολλῶν τζαμιῶν τῆς Κωνσταντινούπολης πού ὁ Clément ἐπισκέφτηκε. Στήν Τουρκία τοῦ '60, οἱ χῶροι λατρείας δέν ἦταν πολυσύχναστοι. Ἀντιθέτως, ὄχι σπάνια, ἡ ἄρχουσα κοσμική ἀστική τάξη τούς ἀπέφευγε.

Ὁ Ἀθηναγόρας ὅμως εἶχε πεῖ στόν καθηγητή νά μήν ὑποτιμᾶ τό Ἰσλάμ. Πίσω ἀπό τήν παρακμάζουσα ὄψη, κάτι ἦταν ζωντανό στό Ἰσλάμ: «Μία θρησκεία χωρίς πρόσωπο», παρατηροῦσε ὁ Clément, μετά τήν ἐπίσκεψή του στό Μπλέ Τζαμί . «Εἶναι σάν ὁ ἐραστής νά ἀκούει τή φωνή αὐτοῦ πού ἀγαπᾶ, ἀλλά ἡ παρουσία τοῦ τελευταίου νά διαφεύγει». Αὐτό τό πνευματικό χαρακτηριστικό ἄφηνε τά ἴχνη του στήν ἀρχιτεκτονική τῶν τζαμιῶν: «Τό κέντρο εἶναι πάντοτε παράκεντρα, δέν ὑπάρχει κόγχη, μία λεκάνη ἀγκαλιᾶς, ἀλλ' ὅμως ἕνας τοῖχος ἤ μία λευκή καί ἄδεια ἐσοχή» (17) . Παρατηροῦσε ἀκόμη στήν ἀρχιτεκτονική τῶν τεμενῶν «Δύο ἀντιφατικές κινήσεις: τόν τροῦλο, τήν κοίλη ἐνώπιον μιᾶς παρουσίας […] καί τόν μιναρέ, πού δείχνει καί κηρύσσει τό ἀπρόσιτο ἕνα».


Υποσημειώσεις

( 1 ) A. Gökalp, «Istanbul: l'eternité pour mémoire», στό di N. Deniz – T. Fabre (ed.), Istanbul ville monde , Arles 2009, σελ. 47-54, σελ. 52.

(2) Γράμμα ν. 5.

(3) O. Pamuk , Istanbul, ὅ.π., σελ. 209.

( 4 ) C. King, Mezzanotte a Istanbul. Dal crollo dell'impero alla nascita della Turchia moderna , Torino 2015, σελ. 60.

( 5 ) S. Yerasimos, «Du cosmopolitisme au nationalisme», στό Ἰδ. (ed.), Istanbul 1914-23, Paris 1992, σελ. 11-24.

( 6 ) Γιά τούς Ἑβραίους στήν Τουρκία βλ. A. Galanté, Histoire des Juifs de Turchie , 9 vol., Constantinople 1926· S.-J. Shaw, The Jews of the Ottoman Empire and the Turkish Republic, London 1991· M. Rozen, The Last Ottoman Century and Beyond: the Jews in Turkey and Balkans 1808-1945, Tel Aviv 2001.

( 7 )Βλ. C. King, Mezzanotte a Istanbul , ὅ.π., σελ. 160. Μετάφραση στά ἑλληνικά F. Werfel, Οἱ σαράντα μέρες τοῦ Μουζᾶ Ντάγκ , Ἀθήνα 1990.

( 8 ) Βλ. K. Yal ç in, Con te sorride il mio cuore. Viaggio tra gli armeni nascosti della Turchia, Roma 2006· F. Cetin, Le livre de ma grand-mère , Paris 2013· F. Cetin – A.-G. Altinay , Les petits enfants , Arles 2011.

( 9 ) Βλ. A. Riccardi, La strage dei cristiani. Mardin, gli armeni e la fine di un mondo, ὅ.π., σελ. 202-203.

(10) Βλ. ὅ.π., σελ. 205. Μετά τό 1989, δίπλα στήν ἱστορική ἀρμενική κοινότητα τ ῆς πόλης, ἔφθασαν καί Ἀρμένιοι μετανάστες ἀπό τή Δημοκρατία τοῦ Καυκάσου (δέν ἦταν αὐτονόητη ἡ ἐνσωμάτωση τῶν δύο ἀρμ ε νικ ῶ ν ὁμάδων στήν πόλη τοῦ Βοσπόρου).

( 11 ) K. Erguner, Le flûte des origines. Un soufi d'Istanbul , Paris 2013, σελ. 49ἑξ.

( 12 ) Carnets, 7 Αὐγούστου, σελ. 14.

( 13 ) O. Pamuk, Le voci di Istanbul. Scritti e interviste, Roma 2007, σελ. 79. Βλ. εἰδικά Ἰδ., Istanbul, ὅ.π., σελ. 3-49.

( 14 ) Βλ. S. Ronchey – T. Braccini, Il romanzo di Costantinopoli. Guida letteraria alla Roma d'Oriente, Torino 2010, σελ. 663.

( 15 )Βλ. F. Grassi, Atatürk. Il fondatore della Turchia moderna , Roma 2008, σελ. 348.

( 16 ) Γράμμα στή Monique Clément, ν. 1.

( 17 ) Γράμμα ν. 10.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.