ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα


ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

 

 

Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία - Η Εκκλησία των Αθηνών

Νίκου Γ. Ζαχαρόπουλου,
Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία
, Θεσσαλονίκη 1981,
εκδ. Πουρνάρα, σελ. 120-128

O ι Λατίνοι εγκαθίδρυσαν αρχιεπισκοπές στην Αθήνα και στις Θήβες (1). Μετά την πτώση των Αθηνών στους Φράγκους και την αποχώρηση του ελληνορθόδοξου μητροπολίτη της πόλεως, Μιχαήλ Ακομινάτου, εγκαταστάθηκε στην οικία του ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Βεράρδος, που ήταν γαλλικής καταγωγής. Αυτός χρησιμοποίησε το μεγαλοπρεπή ναό της Παναγίας Αθηνιώτισας, που δεν ήταν άλλος απ’ εκείνον του Παρθενώνα. Ο Βεράρδος φαίνεται ότι είχε διατελέσει εξομολογητής του Όθωνα Δελαρός, που ήταν ο ηγεμόνας του δουκάτου των Αθηνών. Η επικύρωση της εκλογής του ως αρχιεπισκόπου έγινε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ', που πήρε μάλιστα κάτω από την προστασία του την Εκκλησία, καθώς και τους ιερείς των Αθηνών (2).

Ο πάπας Ιννοκένιος Γ' με ιδιαίτερο φαίνεται ενθουσιασμό δέχθηκε την ευχάριστη είδηση της εγκαθιδρύσεως λατινικής αρχιεπισκοπής στην Αθήνα. Δεν είναι καθόλου αμφίβολο ότι αυτό οφειλόταν και στην ιδιαίτερη αρχαιολατρεία του. Στην προς το Βεράρδο βούλλα του (3) ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' παρουσιάζει εύλογα το θαυμασμό του προς την πόλη του πνεύματος, κι έτσι δικαιολογείται επαρκώς η παραπάνω άποψη.

Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ', για την καλύτερη και ταχύτερη τακτοποίηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων στην Ανατολή, έστειλε τον καρδινάλιο Βενέδικτο στις χώρες που κατακτήθηκαν από τους Φράγκους. Αυτός προέβη στον καθορισμό των κανονικών της αρχιεπισκοπής, ενώ ο πάπας, υστέρα από αίτηση των ενδιαφερομένων, αναγνώρισε να διοικείται η Εκκλησία των Αθηνών, σύμφωνα με τα καταστατικά της Εκκλησίας των Παρισίων, και τέλος την υπέταξε κάτω από την προστασία του Αγίου Πέτρου (4). Η προς την Εκκλησία των Αθηνών εύνοια του πάπα φάνηκε και από το γεγονός ότι επικύρωσε την αρχαία δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου τους και παραχώρησε όλα τα προνόμια που είχαν οι Έλληνες μητροπολίτες (5). Στους κανονικούς της μητροπολιτικής εκκλησίας των Αθηνών επιβλήθηκαν κανονισμοί που φαίνεται ότι έμοιαζαν μ’ εκείνους των μοναστηριών, καθορίζοντας συγχρόνως να υπάγονται σε προεστότα ( Prior ) (6). Στην Αθήνα υπήχθηκαν οι εξής επισκοπές: Μεγάρων, Χαλκίδας, Θερμοπυλών (Βοδονίτζης), Διαυλείας, Αυλώνας ( Avlona , Αυλωναρίου - Abelonensem ) (7), Ωρεού (Ζερκών - Ζόρκου - Zarconensem ), κοντά στην Κάρυστο, Καρύστου, Κορωνείας, Άνδρου, Σκύρου και Κέας (8).

Στην επισκοπή Χαλκίδος δεν εγκαταστάθηκε Λατίνος επίσκοπος, γιατί παρέμεινε σ’ αυτήν ο Ορθόδοξος επίσκοπος Θεόδωρος (9). Φαίνεται ότι ο επίσκοπος Θεόδωρος ομολόγησε κατά το έτος 1206 ενώμοτα πίστη στον πάπα, και έτσι δεν εκδιώχθηκε από την επισκοπή του και διατήρησε όλα τα δικαιώματά του. Αλλά, όπως γίνεται φανερό από επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου (10), αργότερα ο Βενέδικτος τον απομάκρυνε από την επισκοπή του και φυσικά τον αντικατέστησε με Λατίνο επίσκοπο. Ο Θεόδωρος αρνήθηκε να δεχθεί και πάλι το μύρο από τα χέρια του αρχιεπισκόπου Αθηνών Βεράρδου, κι αυτό υπήρξε η αιτία της αποπομπής του. Στη συνέχεια δε γνωρίζομε για ποιούς και πάλι λόγους ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' έδωσε εντολή να αποκατασταθεί πάραυτα ο Θεόδωρος και να ασκήσει τα καθήκοντά του (11).

Στην αρχιεπισκοπή Αθηνών επήλθαν πολλές αλλαγές και κυρίως ως προς την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου (12). Ορισμένες επισκοπές των Αθηνών συγχωνεύθηκαν, όπως του Αυλωναρείου, του Ωρεού και της Καρύστου με τη Χαλκίδα (13), ενώ άλλες προσαρτήθηκαν στην αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπως συνέβη επί πάπα Ονωρίου Γ' με τις επισκοπές Αιγίνης, Ζητουνίου (Λαμίας), Σαλώνων (Άμφισσας), Ρείου ή Κρεούσης (Λιβάδοστρο στον Κορινθιακό κόλπο) (14). Οι νέες αυτές περιοχές εκχωρήθηκαν στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Κόραδο (15).

Η κατάληψη των Αθηνών από τους Φράγκους είχε ως συνέπεια (16) να διαρπαγεί όλη η εκκλησιαστική περιουσία. Οι σταυροφόροι πρώτα απ’ όλα δε σεβάστηκαν τη λαμπρή μητρόπολη των χριστιανικών Αθηνών, τον Παρθενώνα. Δεν συγκινήθηκαν διόλου από το αρχαίο κλέος του, ούτε βέβαια και από καθετί που είχε εναποτεθεί σ’ αυτόν και φυλασσόταν εκεί. Αυτοί λαφυραγώγησαν το πλούσιο θησαυροφυλάκιο της μητροπόλεως και ανέτηξαν τα ιερά σκεύη της (17). Η οικία του μητροπολίτη Μιχαήλ Ακομινάτου, που αποχώρησε αναγκαστικά, αναζητώντας καταφύγιο σε πολλές και διάφορες πόλεις, καταλήφθηκε από τους Φράγκους και λεηλατήθηκε, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Λατίνου αρχιεπισκόπου. Τα πολύτιμα βιβλία του Μιχαήλ Ακομινάτου, διαρπάχθηκαν και διασκορπίσθηκαν (18). Ο Παρθενώνας (19), που ήταν ο καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων, καταλήφθηκε κι αυτός από τους Λατίνους και μετατράπηκε σε μητροπολιτικό ναό τους. Την ίδια τύχη είχαν κι άλλοι ναοί, όπως και οι μονές των Αθηνών, και γενικότερα της μητροπολιτικής περιοχής. Αργότερα οι Λατίνοι κι ειδικότερα κατά την εποχή του πάπα Νικολάου του Δ', τίμησαν τον καθεδρικό ναό των Αθηνών, πράγμα το οποίο έδωσε άφεση αμαρτιών σ’ όλους εκείνους που θα μετέβαιναν στην Αθήνα, για προσκύνημα του ιερού αυτού ναού και ιδιαίτερα κατά τις γιορτές της Θεοτόκου, του αποστόλου Ιακώβου και του αγίου Ελιγίου, καθώς και κατά την επέτειο των εγκαινίων του ναού του Παρθενώνα σε «χριστιανικό ναό», τη Santa Maria di Atene (20).

Ο κλήρος των Λατίνων και οι ευγενείς ιδιοποιήθηκαν τους ναούς και τις μανές, αφού προηγουμένως εκδίωξαν τους Ελληνορθοδόξους κληρικούς και μοναχούς. Στη μητρόπολη, εξάλλου, των Αθηνών εκχωρήθηκαν εκτάσεις γης και άλλα κτήματα, κι έτσι αυτή αποκτούσε αξιόλογους πόρους, για την αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών της. Οι περιοχές που εκχωρήθηκαν σ’ αυτήν, ήταν της Αττικής και Βοιωτίας, όπως και της Καρύστου στην Εύβοια. Σ’ αυτές συγκαταλέγονταν και τα χωριά Ωρωπός, Προκοβενικός, Φυλή, Μενίδι, Τρίκλινη, Πλαβάνι, Χασιά, Μαραθώνας, Κυριομοναστήρι, Δρέλεια, Κλειστά, Περσεκονάρι, Κάτω Πρέξικα, Καλέντζι, Καπανδρίτσι, Αγία Ανάσταση, Ποταμός, Πύργος, Ταώ, Αργαλίκι, Ανθηδώνας, Αιγώνεια, Βάθεια, θέρμα και Μουρτάρι (21). Από τις μονές πάλι παραχωρήθηκαν στη Λατινική Εκκλησία η Καισαριανή ( Sancti Siriani ), του Αγίου Ιωάννου (του Κυνηγού) (22), του Αγίου Νικολάου των Κολωνών (κοντά στο Σούνιο, Capo Colonna ), του Αγίου Νικολάου στα Καταπέρσικα, της Παναγίας της Βλαχερνιώτισας (23), των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού των Αναργύρων, του Αγίου Γεωργίου του εν τη νήσω (στη Μακρόνησο) (24) και του Αγίου Λουκά.

Ο Όθωνας Δελαρός κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες (25) για τη διευθέτηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Ζήτησε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ' να διορίσει σε κάθε κάστρο, όπως και σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριά, ιερείς, εφόσον εκεί ήταν εγκαταστημένες τουλάχιστο δώδεκα φραγκικές οικογένειες. Σε αντάλλαγμα, κατά κάποιο τρόπο, όλων αυτών που είχε ζητήσει από τον πάπα, φάνηκε πρόθυμος ο Όθωνας να παραχωρήσει ως τιμάριο της Αγίας Έδρας τη Βοιωτική Λειβαδιά και με ιδιαίτερη ευκολία όρισε να πληρώνεται φόρος που ανερχόταν στο ποσό των δύο αργυρών μάρκων.

Προκειμένου να εδραιώσει καλύτερα την κυριαρχία των Λατίνων στα κτήματα που αυτοί κατείχαν, ο Όθωνας κάλεσε (26) τους Κιστέρκιους μοναχούς της μονής της Βουργουνδίας Bellevaux να εγκατασταθούν στην Αθήνα και τα περίχωρά της. Η σχέση του μ’ αυτούς ήταν στενή, γιατί, όπως είναι γνωστό, οι πρόγονοί του θάπτονταν στη μονή των Κιστερκίων. Στους μονάχους αυτούς παρέδωσε ο Όθωνας Δελαρός το 1211 την περίφημη μονή που βρισκόταν στην ιερά o δό προς την Ελευσίνα, τη γνωστή ως μονή του Δαφνίου, όπου στη συνέχεια ενταφιάζονταν οι απόγονοί του (27). Οι Κιστέρκιοι μοναχοί και ύστερα γενικά οι Φράγκοι συνήθιζαν να αποκαλούν τη μονή του Δαφνίου Santa Maria di Dalfino , Dalphinum , Dalphano , Daphano ή Delphino η Dalphinet (28). Κιόλας κατά το έτος 1217 η μονή του Δαφνίου αναφέρεται ως ένα αξιόλογο λατινικό μοναστήρι κι ο πάπας Ονώριος Γ' απευθύνεται προς τον ηγούμενό της, για σπουδαία εκκλησιαστικά ζητήματα (29). Ορισμένων ηγουμένων της μονής τα ονόματα διασώθηκαν, όπως του Στέφανου (1237), του Ιωάννη (1250), του Ν. -σημειώνεται μόνο με το αρχικό γράμμα του ονόματος του — (1263), του Ιωάννη (1271), του Πέτρου (1283), του Ιακώβου (1308), του Ιωάννη de Fonderemand (ιδ' αιώνας) και του Πέτρου Stosberch (1412) (30).

Ο «Μέγας Κυρ των Αθηνών» όρισε (31) στην αρχή η Εκκλησία και οι κληρικοί να απαλλάσσονται από κάθε δασμολογία, στη συνέχεια όμως οι διατάξεις αυτές όχι μόνο ατόνησαν αλλά και καταργήθηκαν. Ο ίδιος αυτός ήταν εκείνος που κολόβωσε τα προνόμια της Εκκλησίας κι επιχείρησε να ιδιοποιηθεί την εκκλησιαστική περιουσία, που ανήκε πια στους ίδιους τους Λατίνους. Χαρακτηριστική υπήρξε η ενέργειά του, να διορίσει συγγενή του στην περίβλεπτη θέση του «τρεζόρη» της Εκκλησίας. Έτσι μέσω αυτού του συγγενή της γυναίκας του μπορούσε να νέμεται τα έσοδα της Εκκλησίας. Απ’ όσα γνωρίζομε, ο πάπας δεν ενέκρινε αυτό το διορισμό, χωρίς όμως να επιτύχει και τον τελικό σκοπό του, να περιορίσει δηλαδή την ιδιαίτερη βουλιμία των πολιτικών αρχόντων αναφορικά με την εκκλησιαστική περιουσία. Στο πρώτο αυτό μέτρο που λήφθηκε από τον Όθωνα Δελαρός, προστέθηκε και δεύτερο, που είχε μάλιστα εφαρμοσθεί και στο Μοριά. Απαγορεύθηκε δηλαδή η εκχώρηση γαιών ή άλλων κτημάτων στην Εκκλησία, ενώ αντίθετα κανένα μέτρο δε λήφθηκε για ανακούφιση κι αυτών ακόμη των πρώτων βιοποριστικών αναγκών του ορθόδοξου και του λατινικού κλήρου, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν οι πάντες να καταβάλλουν τη δεκάτη στους κληρικούς. Και το χειρότερο ακόμη ήταν ότι εισπράξεις φόρων πραγματοποιούνταν και απ’ τους ίδιους τους κληρικούς. Έτσι η κατάσταση της Εκκλησίας των Αθηνών δεν παρουσιαζόταν καθόλου o μαλή και ευχάριστη, κάτι που παρατηρήθηκε και στην Εκκλησία των Θηβών.


Υποσημειώσεις

(1) O ι σχετικές πληροφορίες στο Miller W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας ..., τομ. Α', σ. 100 κ.ε.
(2) Βλ. Γρηγοροβίου Φ., Ιστορία της πόλεως των Αθηνών κατά τους αιώνας από του Ιουστινιανού μέχρι της υπό των Τούρκων κατακτήσεως (μετάφρ. Σπ. Π. Λάμπρου), τομ. Α', A θήνα 1904, σ. 408.
(3) Το απόσπασμα έχει ως εξής· «η ανανέωσις της θείας χάριτος δεν ανέχεται τον αφανισμόν της αρχαίας δόξης της πόλεως των Αθηνών. Η Ακρόπολις της ευκλεεστάτης Παλλάδος κατεδέχθη να γίνη η έδρα της ενδοξοτάτης θεομήτορος. Δυνάμεθα δε να καλέσωμεν την πόλιν Καριαθσεφέρ, επειδή, ότε ο Γοθονιήλ ύπέταξεν αυτήν εις την αρχήν του Χάλεβ, εδόθη αυτώ εις γυναίκα η θυγάτηρ αύτου Ααχά». Βλ. Κριτών Α' 12 - 13. Το απόσπασμα ανήκει σε επιστολή του I ννοκεντίου Γ' προς το Βεράρδο. Απόσπασμα της Επιστολής βρίσκομε στο Γρηγοροβίου Φ., Ιστορία της πόλεως των Αθηνών . . ., τόμος 1ος, σ. 411 - 412 και στο Miller W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας ..., τομ. Α', σ. 100-101.
(4) Βλ. Ιννοκεντίου Γ', Eπιστ. , III, 113, P . L ., τομ. 124, στ. 920.
(5) Για την αρχική δικαιοδοσία του μητροπολίτη Αθηνών βλ. Κονιδάρη Γ., Αι μητροπόλεις. . σ. 103, όπου αναφέρονται τριάντα οχτώ επισκοπές.

(6) Βλ. Γρηγοροβίου Φ., Ιστορία της πόλεως των Αθηνών ..., τομ. 1ος, σ. 408.
(7) Ο Τ. Νερούτσος, Χριστιανικοί Αθήναι , ΔΙΕΕ 4 (1892), σ. 59, ταυτίζει την επισκοπή Abelonensem με την επισκοπή Αυλωναρίου, που βρισκόταν νότια της Κύμης.
(8) Για τον εντοπισμό των τοπωνυμίων βλ. Γρηγοροβίου Φ., Ιστορία της πόλεως των Αθηνών ..., τομ. 1ος, σ. 410-411.
(9) Διασώθηκε επιστολή του Μιχαήλ Ακομινάτου , Τω Ευρίπου Θεοδώρω, που απ’ αυτήν έγινε γνωστό το όνομα του επισκόπου . Βλ. Μιχαήλ Ακομινάτου , Τα σωζόμενα . . ., τομ. Β, σ. 308- 309.
(10) Βλ. Ιννοκεντίου Γ', Επιστολές, IX, 178, P . L ., τομ. 215, στ. 844.
(11) Βλ. Γρηγοροβίου Φ., Ιστορία της πόλεως των Αθηνών ..., τομ. 1ος, σ. 418, υποσ. 1.
(12) Βλ. Σωτηρίου Γ., «Αθήναι», άρθρο στη ΘΗΕ, τομ. 1ος, στ. 647.
(13) Βλ. Miller W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας . . ., τομ. Α', σ. 101.
(14) Όπ. π., και Σωτηρίου Γ., «Αθήναι». . ., ό.π.
(15) Βλ. Miller W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας …, ό.π.
(16) Σχετικά με τα γεγονότα που επακολούθησαν μετά την κατάληψη των Αθηνών 6λ. Βλ. Miller W ., ό .π., σ. 100 κ.ε., Σωτηρίου Γ., Αθήναι. . ., στ. 645 κ.ε.
(17) Βλ. Miller W., ό . π ., σ . 54 -55.

(18) Βλ. Μ ηλιαράκη Α., Ιστορία. . ., σ. 200 και Λάμπρου Σπ., Ιστορία της Ελλάδος. . ., τομ. ΣΤ', σ. 202.

(19) Αναφέρεται ο Παρθενώνας ως ναός της Παναγίας Αθηνιώτισσας. Ο Σπ. Λάμπρος παρατηρεί ότι ο Momsen ( Athaenae Christiana , σ. 33) επικύρωσε τη γνώμη ότι ο ναός αυτός δεν καθιερώθηκε από τους χριστιανούς ως ναός της αγίας του Θεού Σοφίας, αλλ’ ως ναός της Παναγίας Δέσποινας, πράγμα που γίνεται φανερό από δυό μολυβδόβουλλα κι ένα χρυσόβουλλο του Ισαακίου Αγγέλου του έτους 1186. Βλ. Λάμπρου Σ π., Αι Αθήναι περί τα τέλη του δωδεκάτου αιώνος, Αθήναι 1878, σ. 35 - 36 και Μιχαήλ Ακομινάτου , Τα σωζόμενα. . ., τομ. Α', σ. 104 κ.ε. Πρβλ. Miller W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας . . ., τομ. Α', σ. 17.
(20) Βλ. Ό.π., σ. 294.

(21)Ό.π., σ. 101 και Σωτηρίου Γ., Αθήναι. . ., στ. 645.

(22) Ως ηγούμενος της μονής αυτής φέρεται κάποιος Νεόφυτος, που το όνομά του σημειώνεται σε στήλη, η οποία έχει επιγραφή σχετική με την κατασκευή δρόμου, ο οποίος οδηγούσε στη μονή. Βλ. Μ i l ler W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας..., τομ. Α΄ σ. 136.

(23) Ο Τ. Νερούτσος, Χριστιανικοί Αθήναι , ΔΙΕΕ 4 (1892), σ. 70, ταυτίζει τη μονή αυτή μ’ εκείνη του Δαφνιού.

(24) Υπάρχει η άποψη ( Νερούτσος, ό.π.), ότι πρόκειται για τη μονή Βέλβινας, που βρισκόταν πάνω από το Σούνιο.

(25) Βλ. Miller W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας . .., τομ. Α', σ. 102.

(26) Τα σχετικά με τη μετάκληση των Καστερκίων μονάχων βλ. στο Σωτηρίου Γ., Α θήναι. . ., στ. 647.

(27) Σύμφωνα με έγγραφο της 30 Οκτωβρίου 1308 βεβαιώνεται δη θάπτονταν στη μονή οι απόγονοι του Οθώνα Δελαρός. Βλ. Xαραλαμπίδη Κ., «Δαφνίου μονή», άρθρο στη ΘΗΕ, τομ. 4ος, στ. 979.

(28) Κατά την άποψη ορισμένων μελετητών η επωνυμία Δαφνί προέρχεται απ’ εκείνη του Δελφινίου Απόλλωνα. Βλ. Χαραλαμπίδη Κ., ό.π., στ. 978.

(29) Βλ. Γρηγοροβίου Φ., Ιστορία της πόλεως των Αθηνών ..., τομ. 1ος, σ. 415.

(30) Βλ. Χαραλαμπίδη Κ., Δαφνίου μονή. . , στ. 979, όπου παραπομπή στο Millet G ., Le monast è re de Daphni , Paris 1899.

(31) Βλ. Miller W ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας . τομ. A ' σ. 102.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.