ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Ο βίος και η
διδασκαλία των 
Τριών Ιεραρχών

Πληροφορίες περί 
του Ιερού λειψάνου (Δεξιάς Χειρός) 
του εν αγίοις  
Πατρός ημών 
Βασιλείου 
του Μεγάλου

Το Ιστορικό 
Αρχείο της 
Ιεράς Συνόδου

Αρχειακός 
Κατάλογος

Η Εκκλησία της
Ελλάδος απ' αρχής μέχρι του 1934

Εκκλησία και Γένος

Αφιέρωμα στην
Κατοχή

Αφιέρωμα: 1600 χρόνια από την κοίμηση του Ιερού Χρυσοστόμου

Αφιέρωμα στην Κύπρο

Γενοκτονία Αρμενίων

Η Ορθόδοξη πνευματική γεωγραφία της νήσου Σκιάθου (17ος - 19ος αι.)

Κύριοι σταθμοί της ιστορικής πορείας του μοναχισμού

Εκκλησιαστική Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας

Διάφορα Κέιμενα

Τρία κείμενα για μια απάντηση- Σκέψεις πάνω στον διάλογο της Ορθοδοξίας με τον έξω κόσμο

Αστέριου Αργυρίου, Ἐκκλησία, Οἰκουμένη, Πολιτική, - Χαριστήρια στον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δαμασκηνό., Αθήνα, 2007, σελ. 109-137

Επόμενη Σελίδα

 

Ι. ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠIΣΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Κατά την εποχή της εμφάνισης του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επικρατούσε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικού πλουραλισμού με τη σημερινή έννοια του ορού και που στην ιστορία τον αποκαλούμε συνήθως «θρησκευτικό συγκρητισμό». Πράγματι, την εποχή του Χριστού, η ελληνική σκέψη είχε κατακτήσει την Ανατολή, ενώ οι ανατολικές θρησκείες είχαν βρει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης σ' ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Οι ελληνορωμαϊκοί θεοί εξανατολίζονταν, ενώ οι ανατολικές θεότητες εξελληνίζονταν. Από θρησκευτική άποψη, η κοινωνία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μια κατεξοχήν πλουραλιστική κοινωνία. Ανάμεσα στις διάφορες ειδωλολατρικές θρησκείες επικρατούσε ένα καθεστώς συναλλαγής και αλληλεπίδρασης. Ο κόσμος διεκατείχετο από ένα είδος κοσμοπολίτικης ιδεολογίας, ενώ συγχρόνως ένα ευρύτατο μυστικιστικό ρεύμα διείσδυε σ' όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ο θρησκευόμενος άνθρωπος είχε τη δυνατότητα και την τάση να δοκιμάζει διάφορες θρησκείες και λατρείες: διεκατείχετο από την επιθυμία της σωτηρίας κι επιζητούσε το θεϊκό εκείνο πρόσωπο που θα μπορούσε να δώσει απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματα του και στην επιθυμία του για σωτηρία.

Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα θρησκευτικού πλουραλισμού έκανε την εμφάνιση της η νέα θρησκεία και σε μια τέτοια κοινωνία ή ρθαν οι απόστολοι να κηρύξουν το νέο ευαγγέλιο της σωτηρίας των ανθρώπων «διά Χριστοῦ Ἰησοῦ». Ο Χριστιανισμός όφειλε να λάβει θέση έναντι όλων αυτών των θρησκειών και ρευμάτων και συγχρόνως να δώσει απάντηση στα αγωνιώδη προβλήματα των ανθρώπων. Ήδη από το Α΄ μ.Χ. αιώνα, το Ευαγγέλιο είχε εξαπλωθεί σ' ολόκληρη σχεδόν την Αυτοκρατορία, όπου είχαν ιδρυθεί πολλές χριστιανικές κοινότητες η Εκκλησίες (4).

Οι χριστιανοί δεν μπορούσαν βέβαια να αναγνωρίσουν τα είδωλα ούτε να λάβουν μέρος στις ειδωλολατρικές λατρείες. Πολλοί μάλιστα από τους πρώτους απολογητές επιτίθενται με δριμύτητα εναντίον των ειδωλολατρικών θεοτήτων και μύθων, εναντίον της ειδωλολατρικής λατρείας και ηθικής, εναντίον και αυτών ακόμη των εθνικών φιλοσοφικών συστημάτων. «Τι κοινόν μεταξύ Ἀθηνῶν καί Ἱερουσαλήμ;», ρωτάει ο Τερτυλλιανός. Και ο ιερός Ιερώνυμος: «Ποιά ἡ σχέση μεταξύ τοῦ Ὁρατίου καί τῶν Ψαλμῶν, μεταξύ τοῦ Βιργιλίου καί τῶν Εὐαγγελίων, μεταξύ τοῦ Κικέρωνος καί τοῦ Παύλου;». Αυτοί όμως που, κατά τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, «φοβούνται την ελληνική φιλοσοφία όπως τα παιδιά φοβούνται τα φαντάσματα», που υιοθετούν μια απόλυτα αρνητική στάση, αποτελούν εξαίρεση. Γιατί όλοι σχεδόν οι Διδάσκαλοι και Πατέρες της Εκκλησίας, αυτά που προέρχονται από το ελληνιστικό πνευματικό και θρησκευτικό περιβάλλον και που γνωρίζουν πολύ καλά την ελληνική σκέψη και τις παγανιστικές θρησκείες, θα κρατήσουν απέναντι τους στάση μάλλον εκλεκτική (5). Η σκέψη του ιερού Ιουστίνου εκφράζει τη θέση της Εκκλησίας στην πλειονότητα της. Ο ιερός Ιουστίνος αναγνωρίζει πραγματική αξία στα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα· θεωρεί τη φιλοσοφία σαν δώρο Θεού στον άνθρωπο δέχεται ότι η χάρη του Θεού ενεργεί ακόμα και στον κόσμο της ειδωλολατρίας· αναπτύσσει την ιδέα ότι η θρησκευτικότητα, η έλξη προς το θείον και η ηθική ζωή είναι έμφυτα στον άνθρωπο , είναι δώρον Θεού προς όλους τους ανθρώπους (6). Την πολύ γνωστή θεωρία του περί του «σπερματικοῦ λόγου» θα την ενστερνιστεί και θα την αναπτύξει ακόμα περισσότερο ο Κλήμης Αλεξανδρείας . Για τον σοφό αυτό Πατέρα της Εκκλησίας, η θεία Πρόνοια προπαρασκεύασε την ανθρωπότητα να δεχτεί την έλευση του υιού του Θεού δια δύο οδών: δια της οδού του Μωσαϊκού Νόμου και των Προφητών της Π. Διαθήκης, από τη μια μεριά, δια της φιλοσοφικής οδού, από την άλλη. Έτσι η ελληνική φιλοσοφία ως «ευαγγελική προπαρασκευή» αποκτά ισότιμη σχεδόν θέση με το Μωσαϊκό Νόμο στο σχέδιο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων (7). Πάνω σ' αυτή τη θεωρία βασίζεται η καλλιέργεια της θύραθεν παιδείας στο Βυζάντιο και αναπτύσσεται ο χριστιανικός ουμανισμός . Ό πως γνωρίζουμε, ορισμένες τοιχογραφίες των πρώτων χριστιανικών χρόνων παρίσταναν τους Εβραίους προφήτες και τους Έλληνες σοφούς τους μεν δίπλα στους δε, διότι συμμετείχαν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο στο μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων. Οι τέτοιου είδους τοιχογραφίες θα πολλαπλασιαστούν στους νάρθηκες των εκκλησιών κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, τότε που μέσα στα σχολεία της σκλαβιάς είχε πραγματοποιηθεί η πιο στενή σύνδεση και σύνθεση, μια πραγματική ώσμωση, ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό (8).

Το μικρό δοκίμιο του Μεγάλου Βασιλείου, γραμμένο σε είδος επιστολής Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, αντικατοπτρίζει αυτήν ακριβώς τη θέση της Εκκλησίας έναντι της ειδωλολατρικής σκέψης. Ο Μ. Βασίλειος το έγραψε σε προχωρημένη ηλικία, «πλήρης εμπειρίας, συνέσεως και σοφίας». Απευθύνεται στα ανήψια του και επιθυμεί «ὁδόν τήν ἀσφαλεστάτην ὑποδεικνύναι» (ι, 8) στη μελέτη τους των εθνικών ελλήνων συγγραφέων: «Τοῦτο μεν καί συμβουλεύσων ἤκω», τους γράφει, «τό μή δεῖν εἰς ἅπαξ τοῖς ἀνδράσι τούτοις ὥσπερ πλοίου τά πηδάλια τῆς διανοίας ὑμῶν παραδόντας, ἦπερ ἄν ἄγωσι, ταύτη συνέπεσθαι, ἀλλ' ὅσον ἐστί χρήσιμον αὐτῶν δεχόμενους, εἰδέναι τι χρῆ καί παριδεῖν. Τίνα οὖν ἐστι ταῦτα καί ὅπως διακρίνουμε· τοῦτο δεῖ καί διδάξω ἔνθεν ἑλών» (Ι, 24-29).

Φυσικά μας είναι αδύνατο να σταθούμε σε όλες τις λεπτομέρειες του περιεχομένου του μικρού αυτού αριστουργήματος. Θα επισημάνουμε λοιπόν μερικές μόνο από τις ιδέες του μεγάλου διδασκάλου.

Και πρώτ' απ' όλα, τη θεμελιώδη αυτή χριστιανική αρχή: «Ἡμεῖς, ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασι τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτο ν ὑ πολαμβάνομεν [...] ἀλλ' ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι, καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. 'Ἅ μέν οὖν ἄν συντελῇ πρός τοῦτον μῖν, ἀγαπᾶν τε καί διώκειν παντί σθένει χρῆναί φαμεν, τά δ' οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν» (ΙΙ, 1-13). Φυσικά, εκείνο που οδηγεί τον άνθρωπο στην ουράνια ζωή, είναι οι Θείες Γραφές και η διδασκαλία των ιερών μυστηρίων: «Οἱ ἱεροί λόγοι εἰς τοῦτον γουσι δι' ἀπορρήτων ἡμᾶς ἐκπαιδεύοντες» (ΙΙ, 26), γράφει. «Όμως, έως ότου φτάσουμε στην ηλικία που να μπορούμε να διεισδύσουμε στο βάθος των εννοιών των Θείων Γραφών», γράφει ακόμα ο άγιος Βασίλειος, «οφείλουμε να εξασκήσουμε το μάτι της ψυχής μας πάνω σε άλλα βιβλία, που δεν διαφέρουν ριζικά από τις Θείες Γραφές, σα να είχαμε να κάνουμε με σκιές και με καθρέφτες [...] Και όταν το μάτι μας θα συνηθίσει να βλέπει τον ήλιο μέσα στο νερό, θα μπορέσει 'ίσως να τον κοιτάξει και κατευθείαν [...] Στον αγώνα μας να κερδίσουμε την ουράνια βασιλεία, μας χρειάζεται μια μεγάλη προετοιμασία για την οποία έχουμε την ανάγκη όλων των ανθρώπων, ανάγκη κοινωνίας με όλους τους ανθρώπους του πνεύματος: τους λογοποιούς, τους ρήτορες, τους ποιητές. Η θύραθεν γραμματεία και σοφία θα μας προσφέρουν την προετοιμασία της οποίας έχουμε ανάγκη για να κατανοήσουμε τη διδασκαλία των θείων μυστηρίων» (ΙΙ, 26-47).

Όπως βλέπουμε, ο Μέγας Βασίλειος εξετάζει πρώτα το θέμα από την άποψη της άσκησης και της καλλιέργειας του νου του χριστιανού. Κι απ' αυτήν λοιπόν την άποψη η μελέτη των εθνικών συγγραφέων θεωρείται σαν μια απαραίτητη προπαρασκευή και σα μια μύηση για την κατανόηση των Αγίων Γραφών και των θείων μυστηρίων. Όμως ο μεγάλος αυτός Διδάσκαλος της Εκκλησίας προχωρεί ακόμα πιο μακριά. Πράγματι, στη συνέχεια του συγγράμματος του, ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται σε πάμπολλα παραδείγματα ερανισμένα από ένα πλήθος συγγράμματα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, παραδείγματα αρετής ή που διδάσκουν την αξία της αρετής.

Και καταλήγει σε τούτο το καταπληκτικό για έναν άνθρωπο της Εκκλησίας συμπέρασμα, ότι δηλαδή στους εθνικούς συγγραφείς θα συναντήσει ο νέος σκέψεις και παραδείγματα που τείνουν προς τον ίδιο με τις Άγιες Γραφές σκοπό και που οι νέοι αξίζει τον κόπο να μελετούν και να μιμούνται. Και προσθέτει: Βέβαια όλα αυτά (τα περί αρετής), θα μας τα διδάξουν πολύ καλύτερα οι Θείες Γραφές: «Ἀλλά ταῦτα μέν που κἄν τοῖς ἡμετέροις λόγοις τελειότερον μαθησόμεθα: ὅσον δέ σκιαγραφίαν τινά τῆς ἀρετῆς, τό γε νῦν εἲναι, ἐκ τῶν ἔξωθεν παιδευμάτων περιγραψώμεθα. Τοῖς γάρ ἐπιμελῶς ἐξ ἑκάστου τήν ὠ φέλεια ν ἀθροίζουσιν, ὥσπερ τοῖς μεγάλοις τῶν ποταμῶν, πολλαί γίνεσθαι πολλαχόθεν αἱ προσθῆκαι πεφύκασι» (Χ, 1-6).

Σύμφωνα λοιπόν με το Μέγα Βασίλειο, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν είναι μόνο μια προπαρασκευή στην κατανόηση των Αγίων Γραφών και των θείων μυστηρίων αλλά και μια πολύτιμη πηγή παραδειγμάτων και παραινέσεων που μας οδηγούν στην αρετή. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ξέρουμε να επιλέγουμε. Τα λουλούδια προσφέρουν στα άλλα δημιουργήματα την απόλαυση της μυρωδιάς τους και των χρωμάτων τους. Οι μέλισσες όμως αποκομίζουν από τα λουλούδια και το μέλι. Έτσι κι εμείς. Εάν δεν επιζητούμε στα συγγράμματα των αρχαίων απόλαυση μόνο και ευχαρίστηση, μπορούμε να αποκομίσουμε και ωφέλεια για την ψυχή μας. Και πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να μιμηθούμε καθ' όλα τις μέλισσες. «Ἐκεῖναί τε γάρ οὔτε ἅπασι τοῖς νθεσι παραπλησίως ἐπέρχονται, οὔτε μήν οἷς ἄν ἐπιπτώσιν ὅλα φέρειν ἐπιχειροῦσιν, ἀλλ' ὅσο ν αὐτῶν πιτήδειον πρός τήν ἐργασίαν λαβοῦσαι, τό λοιπόν χαίρειν ἀφῆκαν· ἡμεῖς τε, ἥν σωφρονῶμεν, ὅσον οἰκεῖον ἡμῖν καί συγγενές τῇ ἀληθείᾳ παρ ' αὐτῶν κομισάμενοι, ὑπερβησόμεθα τό λειπόμενον. Καί καθάπερ τῆς ροδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι τάς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν, οὔτω καί ἐπί τῶν τοιούτων λόγων ὅσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τό βλαβερόν φυλαξόμεθα» (ι, 36-54).

Να λοιπόν, με πολύ μεγάλη συντομία, η σκέψη του Μεγάλου Βασιλείου σε ό,τι αφορά τις σχέσεις που μπορούν να υπάρχουν μεταξύ της χριστιανικής πίστης και της θύραθεν παιδείας. Πάνω σ' αυτές ακριβώς τις θεμελιώδεις αξίες, όπως τις διετύπωσαν και τις ανέπτυξαν ο Μέγας Βασίλειος και άλλοι (π.χ. ο ιερός Αυγουστίνος και ο Κλήμης Αλεξανδρείας), θα οικοδομηθούν οι σχέσεις μεταξύ της χριστιανικής σκέψης και της θύραθεν παιδείας καθώς και η μελέτη της αρχαίας γραμματείας καθόλη τη βυζαντινή περίοδο.

Δεν πρέπει όντως να ξεχνάμε πως ο Χριστιανισμός γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα και παρουσιάστηκε ως η συνέχεια, το πλήρωμα και η εκπλήρωση του Ιουδαϊσμού που ήταν θρησκεία σημιτική. Ο Χριστός κήρυξε το Ευαγγέλιο στην αραμαϊκή γλώσσα. Για να εκπληρώσει όμως την οικουμενικότητα της αποστολής της η νέα θρησκεία όφειλε να μιλήσει στους ανθρώπους με τις γλώσσες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να διατυπώσει το σωτήριο μήνυμα της με τις κατηγορίες της φιλοσοφικής σκέψης της εποχής. Η συνάντηση και η ταύτιση του Ευαγγελίου με τις δυο μεγάλες γλώσσες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την ελληνική και τη λατινική, καθώς και με την ελληνική και την ελληνιστική σκέψη, υπήρξε μια μεγάλη περιπέτεια. Στην προσπάθεια τους να διατυπώσουν το χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας των ανθρώπων σε μια γλώσσα και μια σκέψη ξένες προς τον σημιτικό ιουδαϊσμό, οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας όφειλαν να αποφύγουν τον κίνδυνο ταύτισης του Χριστιανισμού με οποιοδήποτε φιλοσοφικό ή γνωστικό σύστημα , όπως οι Απόστολοι και οι αποστολικοί Πατέρες είχαν παρακάμψει το σκόπελο να παρουσιαστεί η νέα θρησκεία σαν ένα από τα πολλά ιουδαϊκά κινήματα και ρεύματα της εποχής. Και το εγχείρημα αυτό πέτυχε κατά τρόπο εξαίσιο και παραδειγματικό (9).

Θα ήταν ίσως ανώφελο να επιμείνουμε στις ανεκτίμητες υπηρεσίες που οι δύο καθομιλούμενες γλώσσες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καθώς και η ελληνορωμαϊκή σκέψη προσέφεραν στη διατύπωση της χριστιανικής σκέψης και στη διάδοση του Ευαγγελίου σ' ολόκληρη την τότε οικουμένη. Όλη η Καινή Διαθήκη, όλη η πατερική θεολογία και σκέψη, όλα τα δόγματα και η λατρευτική πράξη, όλες οι αποφάσεις των ιερών συνόδων γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν πρώτα στα ελληνικά και τα λατινικά. Εξίσου όμως ανεκτίμητη στάθηκε και η προσφορά του Χριστιανισμού προς τις δύο αυτές γλώσσες και τις πολιτισμικές αξίες που εξέφραζαν. Εξασφάλισε τη διαιώνιση τους για πολλούς αιώνες ύστερ' από το τέλος του αρχαίου κόσμου· επλάτυνε τον γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο χρησιμοποίησης τους, διεύρυνε τον λεξιλογικό, τον εκφραστικό και τον νοηματικό τους πλούτο συνεχίζοντας την ειδωλολατρική γραμματεία και σκέψη, η χριστιανική γραμματεία προσέφερε στις δύο αυτές γλώσσες έργα της τέχνης του λόγου περισπούδαστα, ισάξια των παλαιοτέρων και πολλές φορές ανώτερα: παράλληλα η χριστιανοσύνη διατήρησε και καλλιέργησε τη θύραθεν γραμματεία και σκέψη. Η θύραθεν κλασική παιδεία διατηρήθηκε πάντα , ζωντανή στους κόλπους του Χριστιανισμού καθόλη την περίοδο του Μεσαίωνα και των Νεοτέρων Χρόνων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κριτική έκδοση με γαλλική μετάφραση και εμπεριστατωμένη εκτενή εισαγωγή από τον Αββéε Βε r να rd boulanger, Saint Basile, Aux jeunes gens sur la mani è re de tirer profit des Lettres Hell é niques, Paris ., Les Belles Lettres, 1965. Οι παραπομπές μας σε αυτήν την έκδοση.

2. Βλ. έκδοση στην Patrologia Graeca ( PG ) του J . Μι g νε, τομ.. 156. κολ. 24 A - 53 C, οπού και παραπέμπουμε. Σύντομη παρουσίαση από τον G . DARGON, «Μ ANUEL Chrysoloras :Constantinople ou Rome "dans Byzantinische Forschungen 12 (1987), 281- 288.

3. Εκδόθηκε από τον Κ. θ. Δημαρά, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ, Τά Εὐρισκόμενα, Αθήνα 1970, και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ, Δοκίμια, Αθήνα, Έρμης, 1974. σσ. 42-73. Οι παραπομπές γίνονται σε αυτή τη δεύτερη έκδοση.

4. Περισσότερα και τη σχετική βιβλιογραφία βρίσκει κανείς σε οποιαδήποτε καλή Ιστορία , των πρώτων χριστιανικών χρόνων ή της Χριστιανικής Γραμματείας των τριών πρώτων αιώνων. Βλ. πρόχειρα Β. Β OULA Ν GER, ο.π., σσ. 13-16. Βλ. επίσης τις θέσεις επί του θέματος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ (ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΥ), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Αθήνα, Ακρίτας, 2000, ιδιαίτερα τις σσ. 25-64 και 110-206.

5. Βλ. σχετικά στο ]. DANIELOU, Message évangélique et culture Η ellénique aux Ier et IIIe siècles, Paris-Tournai, Desclée, Bibliothéque den Théologie 3, 1961.

6. Ο ιερός I ουστίνος αναπτύσσει την ιδέα αυτή στην πρώτη κυρίως Απολογία του, γραμμένη περί το 153-155 μ.Χ. Για περισσότερα βλ. D. BOURGEOIS, La sagesse des Anciens dans le mystère du Verbe. Evangile et Philosophie chez saint Justin, philosophe et martyr, Paris, 1981. R. HOLDE, « Logos spermatikos. Christianity and Ancien Philosophy according to St. Justin's Apologie», in Studia Theologica Lundensia 12 (1958) 1109-1168. Β. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ, «Ἡ Χριστολογία τῶν Ἐπιστολῶν Ἰγνατίου τοῦ καί Θεοφόρου», στο Θεολογικόν Συμπόσιον χαριστήριον εἰς τόν καθηγητήν Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 69-110. Χρ. Θ. ΚΡΙΚΩΝΗ, «Ὁ Λόγος και ἡ περί αὐτοῦ διδασκαλία τοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρος Ἰ ουστίνου», του ιδίου, Πατερικά Θεολογικά Μελετήματα, Θεσσαλονίκη, University Studio of Press, 1998, σσ. 52-80.

7. Κυρίως στον Π ροτρεπτικόν πρός τούς Ἕλληνας [ PG , v . 8, col . 49 C -249Β) καιι στους Στρωματεῖς Ι, 1-7). ( PG , v . 8, 685Α-1382 B et v . 9, col . 9 A - 602 C . Κριτική έκδοση των έργων αυτών, με γαλλική μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια στη σειρά Sources Chr é tiennes ( SC ), τόμ.. 2 (Προτρεπτικός) και 70, 108, 158 [Στρωματεῖς). Βλ. ακόμα Μ. GALLONI, Cultura , evangelizzatione e fede nel "Protreptico" di Clemente Alessandrino , Albi, Verba Seniorum 10, 1986. H. Crouzel, "Culture et foi: Clement d'Alexandrie, in Studia Missionalia 42 (1991) 97-121.

8. Βλ . ΑΠ . ΒαΚΑΛΟΠΟΥΑΟΣ, στορία τοῦ Νέον Ἑλληνισμοῦ , τομ .. Β', Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 251-252, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Για το γενικότερο θέμα της ώσμωσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, βλ. Α. ΑΡΓΎΡΙΟ)", Ἰδεολογικά ρεύματα στούς κόλπους τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, Λάρισα 1980, σσ. 30-32: γαλλική μετάφραση στο περιοδικό Contacts 127 (1984), 285-305, η σχετική παραπομπή: σσ. 301-303.

9. Βλ. παραπάνω τις υποσημειώσεις 4 και 5.