ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Κεφάλαιο πρώτο - Οι πρώτοι χρόνοι (50-529)

Διάδοση του Χριστιανισμού στην Ελλάδα

Η επισκοπή Κορίνθου

Οι διωγμοί

Πρώτη διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδας

Οι αιρέσεις και η Εκκλησία της Ελλάδας

Πτώση της εθνικής θρησκείας στην Ελλάδα

Κεφάλαιο δεύτερο - Οι μέσοι χρόνοι (529-1204)

Η εξαρχία Θεσσαλονίκης

Η Εικονομαχία και η Εκκλησία της Ελλάδας

Νέα διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας

Ο μοναχικός βίος

Εσωτερική ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΟΙ ΜΕΣΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (529-1204)

1. Η εξαρχία Θεσσαλονίκης 1

Από το 529, όταν με τη διάλυση του πανεπιστημίου Αθηνών σταμάτησε κάθε συστηματική αντίδραση κατά του Χριστιανισμού και επικράτησε στην Ελλάδα ο χριστιανικός βίος, άρχισε μια νέα περίοδος και για την Εκκλησία της χώρας αυτής. Η Εκκλησία της Ελλάδας όμως εστερείτο ιδίων και εγχωρίων πνευματικών δυνάμεων για την ανάπτυξη της, αφού δεν είχε μετάσχει ενεργά ούτε και σ? αυτήν ακόμη την καθόλου κίνηση των άλλων Εκκλησιών και δεν είχε συνδεθεί άμεσα με τα μεγάλα ελληνικά εκκλησιαστικά κέντρα. Αυτό οφείλεται στο ότι ευρέθηκε υπό την εποπτεία της Ρώμης, αφού η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο Ανατολικό Ιλλυρικό και η Εκκλησία αυτής συγκεντρώθηκε διοικητικά περί την εξαρχία Θεσσαλονίκης. Ως πρώτη μαρτυρούμενη επαφή της Εκκλησίας της Ρώμης προς εκείνη του Ιλλυρικού θα μπορούσε να θεωρηθεί η ανακοίνωση από τον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο (366-384) προς τον Θεσσαλονίκηςκαι τους άλλους επισκόπους του Ιλλυρικού των αποφάσεων της συνόδου που είχε συνέλθει στη Ρώμη (369 ή 370) κατά του αρειανόφρονα επισκόπου Μεδιολάνων Αυξεντίου. Από την ανακοίνωση εκείνη δεν διαφαίνεται καμμία δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης επί του Ιλλυρικού, πολύ δε περισσότερο αφού η ανακοίνωση εστάλη και προς άλλους επισκόπους. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για την γενομένη ανακοίνωση του Αχολίου Θεσσαλονίκης και κάποιων άλλων επισκόπων του Ιλλυρικού, οι οποίοι προφανώς είχαν παρευρεθεί στη Θεσσαλονίκη (πρβλ. καν. 17 της συνόδου της Σαρδικής), προς τον Ρώμης Δάμασο περί των επεισοδίων που προκλήθηκαν κατά τις παραμονές της ενάρξεως των εργασιών της Β΄ Οικουμενικής συνόδου από την παράνομη χειροτονία του Μαξίμου κυνικού. Ο Δάμασος έσπευσε αφ? ενός μεν να απαντήσει και να επικρίνει τον Αιγύπτιο Μάξιμο, αφ? ετέρου δε να συστήσει στους επισκόπους του Ιλλυρικού να φροντίσουν για την εκλογή του κατάλληλου επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Επί της αρχιερατείας του Αχολίου οι σχέσεις των Εκκλησιών του Ιλλυρικού και της Ρώμης ήσαν σχέσεις ανεξαρτήτων μεταξύ τους Εκκλησιών. Αλλά αφ? ότου η Θεσσαλονίκη κατέστη πρωτεύουσα του Ανατολικού Ιλλυρικού, «πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος, εις μεν το Μακεδονικόν έθνος τελούσα, ηγουμένη δε και Θεσσαλίας και Αχαΐας, και μέντοι και άλλων πάμπολλων εθνών», κατά τον ιστορικό Θεοδώρητο, εξυψώθηκε και η θέση του επισκόπου της πόλεως ως εξάρχου του Ιλλυρικού. Η προνομιούχος όμως θέση του επισκόπου Θεσσαλονίκης και το εξαρχικό του αξίωμα δεν αναγνωρίσθηκαν αμέσως από όλους τους επισκόπους του Ιλλυρικού. Μερικές δε φορές υπήρχε τέτοια αναρχία, ώστε αναφέρεται περίπτωση ταυτόχρονης χειροτονίας τριών επισκόπων για μία και την αυτή πόλη.

Ο επίσκοπος Ρώμης Σιρίκιος (384-398) είτε με δική του πρωτοβουλία είτε προκληθείς, έγραψε κατά τις αρχές του 386 προς τους επισκόπους του Ιλλυρικού, δηλώνοντας ότι δεν πρέπει να γίνεται εκλογή και χειροτονία επισκόπου χωρίς την προηγούμενη έγκριση του εξάρχου Θεσσαλονίκης, προς δε τον Ανύσιο Θεσσαλονίκης, «τον προσφιλέστατον αδελφόν», συνιστούσε να είναι φρουρός της εκκλησιαστικής ζωής του Ιλλυρικού. Ο Ανύσιος, όπως ήταν ακόλουθο, αποδέχθηκε τις συστάσεις, οι οποίες προέρχονταν από τον έχοντα κύρος επίσκοπο της παλαιάς Ρώμης και προήγαν το εξαρχικό του αξίωμα, από τότε δε αρχίζουν στενότερες μεταξύ τους σχέσεις. Ο Ανύσιος και οι Μακεδόνες επίσκοποι κατήγγειλαν τον Βόνωσο, επίσκοπο Ναϊσού, προς τον Σιρίκιο Ρώμης, ο οποίος συγκάλεσε σύνοδο στην Κάπουα το 391 και εξέτασε μεν την υπόθεση του Βονώσου, κατηγορούμενου όπως φαίνεται και για κακοδοξία και για κανονικά παραπτώματα, αλλά την τελική απόφαση την ανέθεσε στον Θεσσαλονίκης και τους Μακεδόνες επισκόπους, οι οποίοι πράγματι καταδίκασαν τον υπόδικο επίσκοπο. Και από το γεγονός αυτό ενισχυόταν το εξαρχικό αξίωμα του Θεσσαλονίκης, το οποίο επισήμως αναγνώρισε το 402 με επιστολή προς τον Ανύσιο Θεσσαλονίκηςο Ρώμης Ιννοκέντιος Α΄ (402- 417). Αυτός, με επιστολή του της 17 Ιουνίου 415 προς τον νέο επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ρούφο όχι μόνο κατοχύρωσε τα προνόμια του ως εξάρχου, αλλά και τον ανακήρυξε βικάριο της αποστολικής έδρας της Ρώμης. Έτσι διαμορφώθηκε προϊόντος του χρόνου η δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης επί της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία συγκεντρωνόταν περί την εξαρχία Θεσσαλονίκης. Από τις αρχές του Ε΄ αιώνα όμως άρχισε να καταδεικνύεται η ανωμαλία που μπορούσε να προκαλεί η επέμβαση των επισκόπων Ρώμης στα εσωτερικά της Εκκλησίας της Ελλάδας. Ο Περιγένης Κορίνθου είχε χειροτονηθεί κατ? αρχάς επίσκοπος Παλαιών Πατρών χωρίς τη συγκατάθεση των κατοίκων. Επειδή αυτοί δεν τον δέχονταν, ο Περιγένης έμεινε σχολάζων μέχρι τον θάνατο του μητροπολίτη Κορίνθου Αλεξάνδρου, ο οποίος τον είχε χειροτονήσει, οπότε και τον διαδέχθηκε. Η μετάθεσή του όμως αυτή έγινε χωρίς την έγκριση της επαρχιακής συνόδου και για τον λόγο τούτο οι κάτοικοι της Κορίνθου ζήτησαν από τον επίσκοπο Ρώμης Βονιφάτιο (418-422) την έγκριση της μεταθέσεως. Ο Βονιφάτιος θεώρησε παράτυπη την αίτηση, διότι δεν μεταβιβάσθηκε δια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ρούφου, προς τον οποίο και έγραψε (19 Σεπτεμβρίου 419). Μετά την απάντηση του Ρούφου ο Βονιφάτιος αναγνώρισε τον Περιγένη ως επίσκοπο Κορίνθου, αλλά πολλοί από τους επισκόπους του Ιλλυρικού διαμαρτύρονταν κατά της αναγνωρίσεως της μεταθέσεως του Περιγένη χωρίς τη γνώμη και την απόφαση της επαρχιακής συνόδου σχετικά.

Οι διαμαρτυρόμενοι συνάντησαν υποστήριξη στο πρόσωπο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αττικού (406-425), προς τον οποίο η Εκκλησία της Ρώμης ευρισκόταν σε διάσταση ένεκα των μονοφυσιτικών ερίδων. Δημοσιεύθηκε μάλιστα και διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ (14 Ιουλίου 421), κατά το οποίο οι επίσκοποι του Ιλλυρικού έπρεπε σε περίπτωση αμφιβολιών να απευθύνονται στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Με τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού οι επίσκοποι της Θεσσαλίας έδειξαν τάσεις ανεξαρτητοποιήσεως από τον έξαρχο Θεσσαλονίκης. Χειροτόνησαν επίσκοπο κάποιον Μάξιμο και καθήρεσαν τον επίσκοπο Σαλτών (Φαρσάλων) Περέβιο. Οι δε επίσκοποι, οι οποίοι διαμαρτύρονταν κατά της αυθαίρετης εγκαταστάσεως του Περιγένη στη μητρόπολη Κορίνθου ζήτησαν την αναθεώρηση της υποθέσεως του από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο έξαρχος Θεσσαλονίκης προκάλεσε επιτιμίσεις του πάπα Ρώμης κατά των Θεσσαλών επισκόπων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο πάπας προσκάλεσε όλους τους επισκόπους σε σύνοδο για την εξέταση του ζητήματος του Περιγένη και για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του εξάρχου της Θεσσαλονίκηςως βικαρίου του Ρώμης επίσης προκάλεσε και την επέμβαση του αυτοκράτορα της Δύσεως Ονωρίου στον Θεοδόσιο Β΄ για την αναστολή του διατάγματος του 421. Πράγματι, ανεστάλη κάθε κίνηση των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδας κατά της εξαρχίας Θεσσαλονίκης και δι? αυτής κατά της Εκκλησίας Ρώμης. Η προκληθείσα από τον πάπα σύνοδος τελικά δεν συγκλήθηκε, ο δε Περιγένης παρέμεινε ανενόχλητος στην Κόρινθο. Αυτός μετά τον θάνατο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ρούφου και την εκλογή του διαδόχου του Αναστασίου (434-453), αποπειράθηκε να καταστήσει τη μητρόπολη Κορίνθου αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από την εξαρχία Θεσσαλονίκης, με το αιτιολογικό ότι η Εκκλησία Κορίνθου είχε αποστολική καταγωγή και υπό τη δικαιοδοσία της τριάντα επισκοπές, μεταξύ των οποίων ήταν και η των Αθηνών, η δε περιοχή της διοικητικώς αποτελούσε ιδιαίτερη επαρχία. Ο Περιγένης όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει, στο μεταξύ δε και οι επίσκοποι της Νέας Ηπείρου αποτράπηκαν από τον πάπα Ρώμης Κελεστίνο (422-432) να καταδικάσουν κάποιον επίσκοπο, εν αγνοία του εξάρχου Θεσσαλονίκης. Ο Λέων Α΄ την 6 Ιανουαρίου 446 με επιστολή του έψεξε τον μητροπολίτη Κορίνθου Ερασίστρατο, διότι είχε επιβάλει στον κλήρο και την παροικία Θεσπιών κάποιον άγνωστο και όχι ευπρόσδεκτο κληρικό. Επίσης υπεράσπισε ενεργά τον Νικοπόλεως Αττικό, κατά του οποίου ο Θεσσαλονίκηςείχε επιβάλει ποινή υπερβολικά αυστηρή.

Τα ανωτέρω μαρτυρούν πόσο ανώμαλη ήταν η εξάρτηση των μητροπόλεων της Ελλάδας εκκλησιαστικά από τη Ρώμη, ενώ πολιτικά ήσαν ενωμένες με την Κωνσταντινούπολη. Όχι σπάνια επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδας μετέβαιναν στην Κωνσταντινούπολη καΙ ζητούσαν τη λύση πολλών ζητημάτων από τον εκεί πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, γεγονός που προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των πάπων Ρώμης. Δυσχερέστερη έγινε η θέση των επισκόπων της Ελλάδας κατά το λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα. Κατά τον Ιούλιο του 484 διακόπηκαν εντελώς οι σχέσεις Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, διότι ο Φήλιξ Ρώμης (483-492) αναθεμάτισε τον Ακάκιο Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος με τη σειρά του διέγραψε το όνομα του πρώτου από τα δίπτυχα. Προς την πράξη του πάπα δεν συμμορφώθηκε ο Θεσσαλονίκης Ανδρέας, το παράδειγμα δε αυτού ακολούθησαν και οι επίσκοποι της Ελλάδας. Ο πάπας Γελάσιος Α΄ (492-496) εντελώς παράδοξα προσπάθησε να προκαλέσει αντιπερισπασμό των επισκόπων του βορείου εκλατινισμένου Ιλλυρικού και της Δαρδανίας, αποτρέποντάς τους από κάθε σχέση με τον έξαρχο Θεσσαλονίκης, ο οποίος εξακολουθούσε να μνημονεύει τον «αιρετικό» Ακάκιο, επί δε του πάπα Αναστασίου Β΄ (496-498) διακόπηκε πρόσκαιρα κάθε σχέση των επισκόπων της Ελλάδας και εν γένει του Ιλλυρικού μαζί του. Ο διάδοχος του Αναστασίου Σύμμαχος (498-513) απηύθυνε το 512 επιστολή «τοις επισκόποις, πρεσβυτέροις, διακόνοις, παντί τω κλήρω και τω λαώ του Ιλλυρικού, της Δαρδανίας και των δύο Δακιών», συνιστώντας εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και υποταγή στην αποστολική έδρα της Ρώμης.

Ο διαδεχθείς τον Ανδρέα όμως έξαρχος Θεσσαλονίκης Δωρόθεος (514-530) τάχθηκε αναφανδόν υπέρ των υποστηρικτών του Μονοφυσιτισμού στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518). Τότε, σαράντα επίσκοποι της Ελλάδας συνήλθαν σε σύνοδο, στην οποία αποφάσισαν να αποστούν του εξάρχου Θεσσαλονίκης και να συνταχθούν με τον επίσκοπο Ρώμης. Καταδιώχθηκαν όμως για την απείθειά τους προς τον έξαρχο Θεσσαλονίκηςκαι για τον λόγο αυτό παρεκάλεσαν τον πάπα να επεμβεί υπέρ αυτών στην αυλή της Κωνσταντινουπόλεως. Ο πάπας Ορμίσδας (514-523) επετίμησε τον Θεσσαλονίκης, διότι πίεζε ιδιαίτερα τον Νικοπόλεως Ιωάννη και τους λοιπούς επισκόπους της Ηπείρου, απέστειλε δε αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη για να μεσιτεύσουν υπέρ των επισκόπων της Ελλάδας, αυτοί όμως εκδιώχθηκαν με εύσχημο τρόπο. Τα πράγματα μεταβλήθηκαν με την ανάρρηση στον αυτοκρατορικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως του ορθοδόξου Ιουστίνου, οπότε ο πάπας αναθάρρησε και αξίωσε δια μέσου απεσταλμένων του να υπογράψουν λίβελλο πίστεως τόσο ο έξαρχος Θεσσαλονίκης, όσο καΙ οι λοιποί επίσκοποι της Ελλάδας. η παρουσία όμως του παπικού απεσταλμένου Ιωάννη στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε την εξέγερση του λαού υπό την ηγεσία του πρεσβυτέρου Αριστείδη. Ο απεσταλμένος μόλις σώθηκε με τη φυγάδευση του στον ναό, αλλά δύο υπηρέτες του και ο οικοδεσπότης της οικίας στην οποία διέμενε φονεύθηκαν. Τόσο απεχθής ήταν η εκκλησιαστική ξενοκρατία στις ελληνικές χώρες. Ο Ορμίσδας ζήτησε μεν την τιμωρία του εξάρχου Θεσσαλονίκης Δωροθέου και του πρεσβυτέρου Αριστείδη από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο, αρκέσθηκε όμως στην έκφραση λύπης για το συμβάν. Μετά τον θάνατο του Δωροθέου μητροπολίτης και έξαρχος Θεσσαλονίκης εξελέγη ο πρεσβύτερος Αριστείδης (530-535), ο οποίος αναγνωρίσθηκε βικάριος της Αγίας Έδρας.

Και νέα επεισόδια απέδειξαν πόσο επισφαλή ήσαν τα δικαιώματα της Αγίας Έδρας στην Εκκλησία της Ελλάδας. Το 531 εξελέγη από την επαρχιακή σύνοδο των επισκόπων της Θεσσαλίας μητροπολίτης Λαρίσης ο Στέφανος. Αλλά ο επίσκοπος Δημητριάδος Προβιανός, καιτοι μετέσχε της εκλογής και μάλιστα εξεφώνησε και τον πανηγυρικό λόγο για την εκλογή του Στεφάνου, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλο επίσκοπο από τη Θεσσαλία, όπου κατήγγειλε προς τον πατριάρχη Επιφάνιο (520-535) τον Στέφανο ότι δήθεν είχε εκλεγεί παράνομα. Ο Επιφάνιος κατέστησε υπόδικο τον Στέφανο, ο οποίος τότε ευρισκόταν στην Θεσσαλονίκη και τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Στέφανος διαμαρτυρόταν λέγοντας ότι υπάγεται στον πάπα Ρώμης, απήχθη όμως δια της βίας στην Κωνσταντινούπολη, όπου καθαιρέθηκε και φυλακίσθηκε για να μη μεταβεί στη Ρώμη. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του Στεφάνου προς τον «πατέρα πατέρων, οικουμενικόν πατριάρχην Βονιφάτιον», όπως ονόμαζε τον επίσκοπο Ρώμης, είχαν ως συνέπεια τη σύγκληση στη Ρώμη συνόδου, την 7 και 9 Δεκεμβρίου 531, στην οποία προσήλθαν τρεις επίσκοποι από τη Θεσσαλία, διαμαρτυρόμενοι κατά της επεμβάσεως του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στα εσωτερικά της Εκκλησίας του Ιλλυρικού. Και δεν είναι μεν γνωστή η απόφαση της συνόδου, πάντως όμως αθωώθηκε ο Στέφανος, διότι εστάλη διαμαρτυρία στην Κωνσταντινούπολη. Στη διαμαρτυρία αυτή δεν δόθηκε καμμία προσοχή, αντίθετα μάλιστα χειροτονήθηκε νέος μητροπολίτης Λαρίσης ο Αχιλλάς, ο οποίος αναγνωρίσθηκε αργότερα και από τον πάπα Ρώμης Αγαπητό (533-536) μετά την πληροφόρηση του τελευταίου ότι ο Αχιλλάς είχε χειροτονηθεί κατά διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄.

Ο Ιουστινιανός μετατόπισε το κέντρο της διοικήσεως του Ιλλυρικού από τη Θεσσαλονίκη στην ιδιαίτερη πατρίδα του Βεδεριανά ή Ταυρήσιο, κοντά στα Σκόπια, όπου συνιδρύθηκαν η νέα πόλη Ιουστινιανή Α΄ και η ομώνυμη αρχιεπισκοπή. Ο αρχιεπίσκοπος Α΄ Ιουοτινιανής περιέλαβε υπό τη δικαιοδοσία του τις επισκοπές των δύο Δακιών, της Πραιβαλέας, της Δαρδανίας, της ?νω Μυσίας και της Παννονίας, αναγνωρίσθηκε δε και βικάριος της Αγίας Έδρας, χωρίς να καταργηθεί το αξίωμα αυτό για τον μητροπολίτη και έξαρχο Θεσσαλονίκης. Με το νέο βικαριάτο ενισχύθηκε μάλλον η εξουσία του πάπα Ρώμης επί της Εκκλησίας του Ιλλυρικού.

Αλλά η ξένη αυτή έστω και σκιώδης δικαιοδοσία επί της Εκκλησίας της Ελλάδας ήταν πολύ ανώμαλη. Εξ άλλου δεν ήταν δυνατό να επιλύονται τα γενικότερα ζητήματά της από εκκλησιαστική αρχή, η οποία ευρισκόταν πολύ μακριά. Υπήρξαν μάλιστα πολλές περιπτώσεις, κατά τις οποίες διαπράχθηκαν σοβαρά αδικήματα από το παπικό δικαστήριο και περιφρονήθηκαν δίκαιες αποφάσεις των επαρχιακών συνόδων της Εκκλησίας της Ελλάδας. Έτσι, λ.χ. ο μητροπολίτης Λαρίσης Ιωάννης καθήρεσε τον επίσκοπο των Φθιωτικών Θηβών Αδριανό. Αυτός προσέφυγε στον αρχιεπίσκοπο Α΄ Ιουστινιανής Ιωάννη, ο οποίος όμως επικύρωσε την καθαίρεση. Αλλά ο Αδριανός προσέφυγε και στον πάπα Ρώμης Γρηγόριο Α΄ (590-604), από τον οποίο αθωώθηκε και αποκαταστάθηκε στην επισκοπή του. Τέτοιες αυθαιρεσίες παρέλυαν την εκκλησιαστική τάξη. Η αρχιεπισκοπή Α΄ Ιουστινιανής καταργήθηκε με τον θάνατο του ιδρυτή της, ενώ παράλληλα εζητείτο και η κατάλληλη ευκαιρία για να καταργηθεί και η όλως τυχαίως δημιουργηθείσα ξένη δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης επί της Εκκλησίας του Ιλλυρικού.

Με την πάροδο ετών η Μακεδονία έγινε το θέατρο ληστρικών επιδρομών των βαρβάρων, απειλήθηκε δε να καταληφθεί από αυτούς η Θεσσαλονίκη με τις συστηματικές επιθέσεις που διενεργούσαν εναντίον της σχεδόν κάθε χρόνο από το 675 μέχρι το 681 τα εγκατεστημένα στη Μακεδονία σλαβικά φύλα. Το 675 πολιορκήθηκε η πόλη από ξηρά και θάλασσα, μετά διετία δε εμφανίσθηκαν προ των τειχών της και οι ?βαροι. Όλες όμως αυτές οι επιθέσεις αποκρούσθηκαν από τους κατοίκους.


1. L. Duchesne, Les Eglises separees. L?Illyricum, ecclesiastique. Paris 1905, έκδ . β΄ . σ . 229 εξ . Ρ. Leporsky , Ιστορία του Εξαρχάτου Θεσσαλονίκης μέχρι του χρόνου της ενώσεως αυτού μετά του Πατριαρχείου ΚΠόλεως (ρωσιστί) Πετρούπολις 1901. J Zeiller, Les origines chretiennes dans les provinces danubiennes de l? Empire romain, Paris 1918. S. Vailhe, Annexion de l? Illyricum au Patriarcat Oecumenique, «Echos d? Orient» Χ , 1911, σ . 116 εξ . Ο Tafrali, Thessalonique des origines au XIVe siecle. Paris 1919. Ε . Dvornik, La lutte entre Byzance et Rome a propos de l? Illyricum au IX siecle, Melagnes Charles Diehl, vol. I, Paris 1930, σ . 61 εξ .

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.