ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Πρόσκληση Υποδοχής

Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών


Κείμενα

Η Παναγία Μητέρα του Κόσμου

Η Παναμώμητος Μητέρα του Θεού

Μεμνημένοι τοίνυν…

Η χαριτόβρυτη εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν

Η αρχαία παράδοση

Το γεγονός της ευρέσεως της ιεράς εικόνος

Τα θαύματα της Παναγίας

Η ιερά αποδημία και επιστροφή

Η δωρεά του Θεού


Εικονογραφικό και φωτογραφικό υλικό

Φωτογραφίες από την υποδοχή της εικόνας

Φωτογραφίες από τις Αρχιερατικές Λειτουργίες

Βίντεο υποδοχής Εικόνας και Αρχιερατικών Λειτουργιών

 

Μεμνημένοι τοίνυν…

Η Παναγία είναι μία, η εικονογραφία της ποικίλη. Ακόμη και στον ίδιο εικονογραφικό τύπο, μία κίνηση, ένα νεύμα, ένα βλέμμα, μία στάση κάνουν τη διαφορά (2) . Οι πρώτες θεομητορικές απεικονίσεις συναντώται στις Κατακόμβες. Η Θεοτόκος απεικονίζεται στο γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, της προσκύνησης των Μάγων και υμνείται ως Μητέρα του Σωτήρος. Με την πάροδο του χρόνου η εικόνα, με την αισθητική ευλαβικότητά της και τα ζεστά χρώματα, αποτελούσε και αποτελεί την έκφραση, με τρόπο σαφή και λιτό του δογματικού περιεχόμενου της Εκκλησίας, και εξελίσσεται σε αριστούργημα τέχνης. Έτσι οι εικόνες της Θεοτόκου, από την πρώτη κιόλας εποχή των βυζαντινών χρόνων, βρήκαν θέση στους Ναούς, ιδιαίτερα στο τέμπλο, που για αυτό ακριβώς το λόγο ονομάσθηκε εικονοστάσιο. Σπουδαία έργα φιλοτεχνήθηκαν την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1056 μ.Χ.), των Κομνηνών (1081- 1185 μ.Χ.), των Αγγέλων (1185-1204 μ.Χ.). Μετά τη Φραγκοκρατία (1204-1061 μ.Χ.) κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, η βυζαντινή τέχνη έφτασε στο απόγειό της με τις τοιχογραφίες του Εμμανουήλ Πανσέληνου (3) . Αργότερα, μετά την άλωση της Πόλης (1453 μ.Χ.), διέπρεψε ο Θεοφάνης ο Κρης (4) . Από αυτόν και μετά περίπου, οι υπόλοιποι αγιογράφοι επηρεάσθηκαν από τη ζωγραφική της Δύσης, για να περάσουμε σε μια περίοδο στασιμότητας μέχρι τον Φώτη Κόντογλου (5), που ανασκάλισε τις παλιές στάχτες της βυζαντινής παράδοσης και ανέδειξε την πατροπαράδοτη ξεχασμένη εκκλησιαστική αγιογραφία.

Η Εκκλησία του Χριστού, πορευόμενη προς τα έσχατα και προσδοκούσα την «ημέρα του Κυρίου», βιώνει καθημερινά στην ευχαριστιακή σύναξη το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, το οποίο αποκαλύπτεται και μέσα από τη Χριστιανή τέχνη και ιδιαίτερα την αγιογραφία. Με το ένθεο χάρισμά τους οι δημιουργοί εικονογραφούν στο διάβα των αιώνων το γλυκύ πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, χωρίς να το διαχωρίζουν από τη δόξα του Υιού της, προβάλλοντες τη σχέση της Πάναγνης Μητέρας του Θεού με την Εκκλησία.

Στην Πατρίδα μας, το Αγιώνυμο Όρος- το περιβόλι της Παναγιάς-, Ναοί και Μοναστήρια της Οικουμένης, διαφυλάσσουν με ευλάβεια κατάσπαρτες θαυματουργές ιερές εικόνες της Παναγίας μας, για να θυμόμαστε όλοι τη χαρά της λυτρώσεως του ανθρώπου από τον Χριστό, γιατί εκείνη, η Θεοτόκος, υπηρέτησε πιστά το μυστήριο της σωτηρίας μας. Έτσι προσφέρουμε την έκδοση αυτή στη σεβασμία και ιερά και χαριτόβρυτη και θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν, την οποία ιδιαίτερα ευλαβείται ο ομόδοξος μαρτυρικός λαός της Ρωσίας, με την ευχή να ατενίζουμε το πρόσωπο της Παναγίας μας και να σφυρηλατείται στην καρδιά μας η ελπίδα και η υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Εναποθέτοντας την ελπίδα μας στον ποταμό τον γλυκερό του ελέους της Υπεραγίας Θεομήτορος, ας αγωνισθούμε να καρποφορήσουμε καρπούς άξιους της σωτηρίας, κάτω από τη δική της χαριτόβρυτη προστασία. Είναι αυτό που κάθε απόβραδο εκμυστηρευόμαστε μπροστά στην εικόνα της: «Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπη σου».


(2) Μαρίας Ι. Καζαμία-Τσέρνου, Η Παναγία στις φορητές εικόνες του Αγίου Όρους: εικονογραφική σημειολογία, σελ. 2 .

(3) Ο Εμμανουήλ Πανσέληνος  ήταν  Έλληνας   αγιογράφος   από τη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι γνωστά τα στοιχεία της ζωής του. 'Αφησε πολλές σημαντικές αγιογραφίες στο  'Αγιον Όρος, στη   μονή Βατοπεδίου, τῆς Λαύρας   και ιδίως του   Πρωτάτου   των   Καρυών . Τα έργα του κατατάσσονται χρονολογικά μεταξύ του 11 ου και 13 ου αιώνα. Στο ναό του Πρωτάτου υπερέχουν οι τοιχογραφίες που αφορούν τη ζωή του Χριστού, όπως η «Γέννηση», η «Βάπτιση», ο «Νιπτήρας», η «Σταύρωση», η «Υπαπαντή», η «Προδοσία», η «Ανάσταση», οι μορφές των τεσσάρων ευαγγελιστών, διάφορων αγίων, προγόνων του Χριστού κ.ά. Σημαντικότερη είναι η τοιχογραφία του Χριστού «εν ετέρα μορφή». Σ' όλες σχεδόν τις προσωπογραφίες του αποδίδεται η σωστή εκφραστική σημασία με τη χρησιμοποίηση των ιδιαίτερων χρωματισμών και των φωτεινών τόνων. Έργο του θεωρείται και το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου στη Θεσσαλονίκη. Θ εωρήθηκε δίκαια ο δημιουργός της Μακεδονικής Σχολής.

(4) Κορυφαίος αγιογράφος του 16 ου αιώνα και κυριότερος εκπρόσωπος της Κρητικής Σχολής. Ο μοναχός Θεοφάνης Στρελίτζας, ο επιλεγόμενος Μπαθάς, πρέπει να γεννήθηκε στο Ηράκλειο μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία του 15 ου αιώνα και ακολούθησε το οικογενειακό επάγγελμα της ζωγραφικής. Σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε και απόκτησε δύο παιδιά, τον Συμεών και τον Νίφο-Νεόφυτο. Έπειτα για κάποιο λόγο - ίσως θανάτου της συζύγου - έγινε μοναχός. Η πρώτη μνεία του αγιογράφου Θεοφάνους βρίσκεται στην κτητορική επιγραφή στο καθολικό της Μονής του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, στα Μετέωρα, το 1527. Το 1535 ιστορεί το καθολικό της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας στο 'Αγιον Όρος, όπου και εγκαταστάθηκε με τους δύο υιούς του. Το 1545, με συνεργάτη τον υιό του Συμεών, τοιχογραφεί το καθολικό της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Αφού έζησε αρκετά χρόνια στο 'Αγιον Όρος, επιστρέφει στην πατρίδα του, την Κρήτη, όπου και πεθαίνει στις 24 Φεβρουαρίου του 1559, την ημέρα που έκανε την διαθήκη του. Το έργο του συνέχισαν οι δύο υιοί του.

(5) Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης) γ εννήθηκε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, το 1895. Μετά το θάνατο του πατέρα του την κηδεμονία αυτού ανέλαβε ο θείος του ιερομόναχος Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της Μονής Αγίας Παρασκευής. Τελείωσε το σχολείο στο Αϊβαλί και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα», το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Γράφτηκε στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι (1914), όπου μελέτησε τις διάφορες σχολές ζωγραφικής. Το 1923, επισκέφθηκε το 'Αγιον Όρος, όπου ανακάλυψε τη βυζαντινή αγιογραφία και έκτοτε αγωνίσθηκε για την αναβίωση της ιερής τέχνης. Τη δεκαετία του 1950-1960, βρίσκεται στην κορύφωση της αγιογραφικής του δραστηριότητας. Παρουσίασε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής, εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία, τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» και γενικά είχε μία πλούσια προσφορά στον τομέα της τέχνης. Αγιογράφησε πολλές φορητές εικόνες και ιστόρησε τους ναούς Ζωοδόχου Πηγής Παιανίας, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ρόδο, Καπνικαρέας Αθηνών κ.ά. Θεωρείται ο αναγεννητής της βυζαντινής εκκλησιαστικής αγιογραφίας και υπήρξε πιστός στην Παράδοση. Μαθητές του υπήρξαν διακεκριμένοι ζωγράφοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. Εκοιμήθηκε στις 13 Ιουλίου 1965. Βλ. για το έργο του Φώτη Κόντογλου τη μελέτη του καθηγητού Νίκου Ζία, «Ο Φώτης Κόντογλου και η Νεο-ελληνική Ζωγραφική», από το βιβλίο Μνήμη Κόντογλου, εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975.

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.