Η ιερά αποδημία και επιστροφή.
Κατά την υποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων, το 1943, η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε στα χέρια του Επισκόπου Ρίγας Ιωάννου, ο οποίος, διαπερνώντας μέσα από εξορίες και προσφυγιά μετεγκαταστάθηκε στο Σικάγο των Η.Π.Α. έχοντας μαζί του την εικόνα, την οποία διεφύλασσε με τιμή και ευλάβεια. Το έτος 2004, εκπληρώθηκε το τάμα και η προσδοκία του Επισκόπου Ιωάννου και η εικόνα της Παναγίας επέστρεψε και ανήλθε στο θρόνο της στο ανδρώο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τιχβίν.
Ο συγγραφέας Γκλεμπ Ουσπένσκυ, άνθρωπος γεμάτος φλογερό ενδιαφέρον για το πνευματικό καλό του λαού, μας περιγράφει με το στόμα ενός χωρικού την ιεροπρέπεια της ετήσιας λιτανείας της ξακουστής εικόνας της Παναγίας του Τιχβίν:
«...Έβγαλαν την Παναγιά Μητέρα από την εκκλησία. Οι αρχιμανδρίτες σεβάσμια ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο σ' αποχαιρετισμό τους στην πύλη του μοναστηρίου, και ο λαός ανάλαβε να βαστά την εικόνα. Όλοι αυτοί του Τιχβίν κι' εκείνοι της Στάραγια Ρούσα, είχαν μια ψυχή, μια πνοή. Το ίδιο κι' ο κόσμος που όλο φτάνει και φτάνει απ' όλα τα γύρω χωριά και απ' όλους τους δήμους. Στην είσοδο κάθε χωριού ερχόταν ο κλήρος σε συνάντηση, με κυματίζουσες σημαίες, και τη μετέφεραν στην εκκλησιά. Τη σήκωναν καλά ψηλά την Παναγιά μας, πάνω από τα πλήθη, κι' αυτή σαν κόκκινη ανθρακιά λαμπρόφεγγε στον ήλιο... Οι γυναίκες…είχαν έρθει απ' όλα τα μέρη, ψάλλοντας δίχως τέλος σαν τους αγγέλους τ' ουρανού – α! τι ωραίο ν' άκούς: «Και Σε μεσίτριαν έχω...»!
«Η ψαλμωδία δεν παύει στιγμή, νύχτα μέρα. Έν' απέραντο πλήθος βαδίζει και ψάλλει. Κι όλα βρίσκονται άφθονα, σαν από θαύμα. Ποιος έδωσε να φάει και να πιεί σ'όλον τούτο τον κόσμο; Η σπλαχνικιά βασίλισσα: Αυτή! Αν σταματήσουν σ' έναν κάμπο για να ξαποστάσουν, ανάβουνε γοργά φωτιές μεγάλες, πελώρια καπνίζουνε καζάνια πάνω στις φωτιές και μαγειρευουνε κάθε λογής τροφές, όλος ο κόσμος τρώει με την πείνα πούχει, τρώει και πίνει, κι όλοι ευχαριστημένοι, όλοι. Κι η ψαλμωδία κρατά νύχτα και μέρα γύρω απ την εικόνα, ολόγυρα της πλήθη κόσμου δίχως τέλος, και σ' όλον τούτο το μακρινό δρόμο την κρατάν, την πάνε, τα χέρια τον λaού... Απ' όλους τούτους τους φτωχούς….κι ανέργους, που τόσους έβρισκες στα δρόμο, δεν έμεινε ουτ' ένας. Όλοι τους βρήκανε ψωμί, δουλειά και που να μείνουν χάρη στην Παναγιά Παρθένα». |