ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

12 Απριλίου


†Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Βασιλείου, ἐπισκόπου Παρίου τοῦ ῾Ελλησπόντου, τοῦ ῾Ομολογητοῦ.

῾Ο ῞Αγιος Βασίλειος ἔζησε κατά τήν ἐποχή τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων. ᾿Επειδή ἀγάπησε τόν Θεό ἀπό βρέφος καί ἄσκησε κάθε ἀρετή, ἐχειροτονήθηκε ᾿Επίσκοπος Παρίου62. Αὐτός, σύμφωνα καί μέ ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἀπό τόν Παῦλο, τόν θεῖο καί μεγάλο ᾿Απόστολο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἐπείσθηκε νά συνδεθεῖ μέ τήν ἀσεβή αἵρεση ὅσων ἀθετοῦσαν τήν πάνσεπτη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου καί ὅλων τῶν ῾Αγίων. Καί ἐπειδή δέν θέλησε νά ὑπογράψει στόν ἄδικο τόμο γιά τήν κατάλυση τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως, ἐπέρασε ὅλη του τή ζωή μέ διωγμούς καί πειρασμούς καί θλίψεις καί στεναχώριες, μεταβαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο καί μετακινούμενος συνεχῶς. ᾿Αναφέρεται δέ ὅτι κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαήλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.) καί τοῦ Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.) διέμενε ἐξόριστος σέ κάποιο μικρό νησί πρό τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καί μέ αὐτό τόν τρόπο, ἀφοῦ ὑπεράσπισε τά πατρικά δόγματα καί μισώντας μέχρι τέλους τίς διδασκαλίες τῶν κακόδοξων, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.

῾Ο ῞Αγιος Βασίλειος ἐχειροτόνησε διάκονο καί πρεσβύτερο τόν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ῞Αγιο ᾿Ιγνάτιο Αύ († 23 ᾿Οκτωβρίου)63.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάββα, τοῦ ἐν Μπουζάου τῆς Ρουμανίας ἀθλήσαντος.

῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Σάββας ἐμαρτύρησε τό ἔτος 372 μ.Χ. γιά τήν πίστη του Χριστοῦ στό Μπουζάου τῆς Ρουμανίας.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Δαμιανοῦ, ἐπισκόπου Παβίας.

῾Ο ῞Αγιος Δαμιανός καταγόταν ἀπό ἐπιφανεῖς γονεῖς καί ἐγεννήθηκε κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ. ῎Εγινε μοναχός καί τό ἔτος 680 μ.Χ. ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Παβίας τῆς Λομβαρδίας. ῾Ως ᾿Επίσκοπος, ἀφοῦ καταπολέμησε σφοδρῶς τούς αἱρετικούς Μονοθελῆτες, ἐργάσθηκε δραστήρια γιά τή συμφιλίωση Βυζαντίου καί Λομβαρδῶν. ῾Η διακονία του πρός τούς φτωχούς καί τούς ἀσθενεῖς, σέ κάποια ἐπιδημία πού ἐνέσκηψε στή Λομβαρδία, ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη.

῾Ο ῞Αγιος Δαμιανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 710 μ.Χ.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἠμῶν ᾿Ανθούσης.

῾Η ῾Οσία ᾿Ανθούσα, βασίλισσα, ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Εύ τοῦ Κοπρώνυμου (741-775 μ.Χ.) καί τῆς τρίτης συζύγου του Εὐδοκίας. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα της διεμοίρασε ὅλα της τά ὑπάρχοντα στούς φτωχούς, σέ ἐκκλησίες καί ἱδρύματα καί ἔγινε μητέρα πολλῶν ὀρφανῶν καί προστάτιδα χηρῶν. Μολονότι ἐδέχθηκε πολλές παρακλήσεις καί ἐπιέσθηκε ἀπό τήν εὐσεβέστατη αὐγούστα Εἰρήνη τήν ᾿Αθηναία (797-802 μ.Χ.) νά μείνει μαζί της καί νά συμβασιλεύσει, δέν ἀποδέχθηκε.

῾Η ῾Οσία ᾿Ανθούσα ἐκάρη μοναχή ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου καί ἀποσύρθηκε στή μονή τῆς ῾Ομονοίας ἤ Εὐμενείας64. ᾿Εκεῖ ἔζησε μέ ἄσκηση καί προσευχή,\καί ἐκοιμήθηκε\μέ εἰρήνη τό ἔτος 809 μ.Χ.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δήμη ἤ Δημῆ καί Πρωτίωνος, καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.

Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Δήμης ἤ Δημῆς καί Πρωτίων ἄθλησαν μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Παρέστησαν αὐτόκλητοι στόν γεμόνα τῆς χώρας τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή καί τούς ἐβασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τούς ἐγύμνωσαν καί τούς ἔδεσαν μέ ἁλυσίδες καί, ἀφοῦ τούς ἔριξαν στή γῆ, τούς ἐκτυποῦσαν ἀλύπητα, ὥστε ἐφάνησαν τά σπλάχνα αὐτῶν. Στή συνέχεια ὁ γεμόνας τούς ἐνέκλεισε στή φυλακή, ὅπου τούς ἄφησε χωρίς τροφή καί νερό ἐπί τριάντα μέρες. ῞Ομως ῎Αγγελος Κυρίου τούς ἐγιάτρεψε τίς πληγές καί τούς ἔδιδε τροφή ἀπό τόν οὐρανό, κατά τόν λέγοντα «ἄρτον ᾿Αγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος».

῞Οταν ὁ γεμόνας τούς ἐκάλεσε καί πάλι γιά νά τούς ἐξετάσει καί νά ἐλέγξει ἐάν ἔχουν μεταστραφεῖ, τούς εἶδε σώους καί ὑγιεῖς. Μόλις τά πλήθη τῶν ἀσεβῶν εἶδαν τό θαῦμα τῆς διασώσεως τῶν ῾Αγίων, προσέπεσαν στά πόδια τους καί ἐκραύγαζαν· «Εἴμαστε Χριστιανοί». Τότε ὁ γεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά ἀποκεφαλισθοῦν.

῎Ετσι ἐτελειώθηκε ὁ βίος τῶν ῾Αγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξης.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ᾿Αρτέμονος.

῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς ᾿Αρτέμων ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί ἦταν πρεσβύτερος τῆς ᾿Εκκλησίας στή Λαοδικεία. ῞Ενα χρόνο πρίν τό θάνατό του, μπῆκε στό ναό τῶν ῾Ελλήνων μέ τόν ᾿Επίσκοπο Σισίννιο καί κατέστρεψε τά εἴδωλα. ῞Οταν ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας πληροφορήθηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες τό γεγονός αὐτό, ἀνεχώρησε γιά νά συλλάβει τόν ᾿Επίσκοπο. ᾿Αρρώστησε ὅμως καί ἐκινδύνευσε ὑγεία του. ᾿Εζήτησε τότε ἀπό τόν ᾿Επίσκοπο νά προσευχηθεῖ γι᾿ αὐτόν καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐάν ἀποκτοῦσε τήν ὑγεία του, θά τοῦ κάνει χρυσή εἰκόνα. ᾿Αφοῦ λοιπόν ἔγινε καλά, ἀνεχώρησε γιά τήν Καισάρεια. Καί ὅταν εὑρῆκε στό δρόμο τόν ῞Αγιο ᾿Αρτέμονα, τόν συνέλαβε, τόν ἔδεσε καί συρόμενο τόν ἔκλεισε στή φυλακή. ῎Επειτα προσπάθησε μέ τή βία νά τόν πείσει νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. ᾿Επειδή ὅμως ὁ ῞Αγιος ἔμενε πιστός στήν πατρώα εὐσέβεια, τοῦ ἀπέκοψαν κάποια μέλη ἀπό τίς σάρκες του καί τά ἔψησαν στή σχάρα. Στή συνέχεια ἔκαψαν ἕνα λέβητα, γιά νά ρίξουν τόν ῞Αγιο μέσα σέ αὐτόν καί νά καεῖ. Δύο ἀετοί ἐσήκωσαν τόν ἄρχοντα καί τόν ἔριξαν μέσα ὅμως στό λέβητα. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Αρτέμων ἐτελειώθηκε μετά ἀπό λίγο διά ξίφους.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Δαβίδ, ᾿Ιωάννου καί Μηνᾶ, τῶν ἀββάδων.

Οἱ ῞Αγιοι ῾Οσιομάρτυρες Δαβίδ, ᾿Ιωάννης καί Μηνᾶς ἦσαν μοναχοί καί ἐτελειώθησαν τοξευόμενοι.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μετακομιδή τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου ἀπό τῆς ἐπισκοπῆς Ζήλας εἰς Κωνσταντινούπολιν.

῾Η μετακομιδή τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπό τήν ᾿Επισκοπή Ζήλας65 στήν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τό ἔτος 942 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζύ Πορφυρογέννητου (913-959 μ.Χ.). Χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. φέρει τό ἑξῆς δίστιχο κατά τήν μέρα αὐτή·

Ζώνην τιμίαν τῇ βασιλίδι δίδως

Βασίλισσα πάντιμε Θεογεννῆτορ.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Σεργίου Βύ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

῾Η μνήμη τοῦ ῾Αγίου Σεργίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀναφέρεται σέ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο τοῦ ῾Αγιοταφιτικοῦ Μετοχίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως66, δέ ἑορτή αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή μονή τοῦ Μανουήλ67, τῆς ὁποίας ἐχρημάτισε γούμενος.

῾Ο ῞Αγιος Σέργιος καταγόταν ἀπό περιφανή οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου. ῏Ηταν ἀνιψιός τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἐνάρετος καί πολύ μορφωμένος. ῾Ο ῞Αγιος ἦταν τόσο ταπεινός, πού ὅταν μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρχου Θεοφυλάκτου (27 Φεβρουαρίου τοῦ 956 μ.Χ.), τοῦ πρότειναν νά ἀποδεχθεῖ τόν πατριαρχικό θρόνο, ἀρνήθηκε καί ὑπέδειξε τόν Πολύευκτο. ᾿Ανῆλθε στόν οἰκουμενικό θρόνο σέ μεγάλη λικία, τό ἔτος 999 μ.Χ., ὅταν κλήθηκε ἀργότερα ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Βύ (976-1025), σέ διαδοχή τοῦ Πατριάρχου Σισιννίου Βύ. Συνεκάλεσε Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐβεβαίωσε τά ὑπό τοῦ ῾Αγίου Φωτίου κατά τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν πραχθέντα. ᾿Επί τῶν μερῶν του μεταφράσθηκαν στή ρωσική γλώσσα οἱ ἐκκλησιαστικοί νόμοι χάριν τῶν ἱερέων τῆς Ρωσίας.

῾Ο ῞Αγιος Σέργιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1019.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Νεοφύτου, τοῦ ᾿Εγκλείστου, τοῦ ἐν Κύπρῳ ἀσκήσα-

ντος.

(Βλ. † 24 ᾿Ιανουαρίου).


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Βασιλείου, ᾿Επισκόπου Ριαζάν καί Μούρωμ.

῾Ο ῞Αγιος Βασίλειος ἔζησε στή Ρωσία μεταξύ τοῦ 13ου καί τοῦ 14ου αἰώνα μ.Χ. καί λόγῳ τῶν ἀρετῶν του ἐξελέγη ᾿Επίσκοπος Ριαζάν καί Μούρωμ. ῏Ηταν ἐκεῖνος πού διαπλέοντας θαυματουργικά τό νερό μετέφερε τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ στήν πόλη τοῦ Ριαζάν. ᾿Εκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη. ῾Η ᾿Εκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 21 Μαΐου, 10 ᾿Ιουνίου, 3 καί 10 ᾿Ιουλίου.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ακακίου, τοῦ Καυσοκαλυβίτου.

῾Ο ῞Οσιος ᾿Ακάκιος ἔζησε καί ἀνεδείχθη κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. ᾿Εγεννήθηκε μάλλον λίγα χρόνια μετά τό ἔτος 1630 μ.Χ. στό χωριό Γόλιτσα τῶν ᾿Αγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρίου καί Νεοχωρίου, στή σημερινή Κοινότητα ῾Αγίου ᾿Ακακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσης. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι Χριστιανοί, μέ τήν ἐργασία τους κατόρθωσαν στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια νά ἐξασφαλίσουν τά ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς τους μέ αὐτάρκεια, καί στοργικά εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στήν ἀνατροφή τῶν δύο παιδιῶν πού τούς ἐχάρισε ὁ Θεός. ῞Ομως ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συνεκλόνισε τήν οἰκογένεια καί ἐπεσκίασε τήν εὐτυχία τους.

῾Ο ᾿Αναστάσιος, αὐτό ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ ῾Οσίου, ἔμεινε ὀρφανός σέ πολύ μικρή λικία. ῾Η μητέρα τους μέ τή βαθιά χριστιανική πίστη καί τήν εὐσέβειά της ἀγωνίζεται ἀγώνα σκληρό «πρός τά τῆς χηρείας δεινά» καί ἀναλαμβάνει μόνη της τό βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. ᾿Εργάζεται ἀγόγγυστα γιά νά συντηρήσει τά δύο ἀνήλικα παιδιά της καί νά τά ἀναθρέψει μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου.

Πολύ σύντομα στό πλευρό τῆς μητέρας του εὑρέθηκε καί ὁ μικρός ᾿Αναστάσιος, γιά νά ἀναλάβει καί ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπό τίς εὐθύνες γιά τή συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του.

῾Ο λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκλονίσει ἀπό ἐνωρίς τήν καρδιά τοῦ ᾿Αναστασίου καί φλόγα τῆς θείας ἀγάπης ἐθέρμαινε τήν παιδική του ψυχή. ῎Ενιωθε ζωηρά καί πολύ ἔντονα τήν κλίση καί τό ζῆλο πρός τό μοναχικό βίο. Γι᾿ αὐτό ἀπέφευγε τό θόρυβο τοῦ κόσμου καί ἀναζητοῦσε συχνά τήν συχία σέ τόπους ἐρημικούς. ᾿Εκεῖ, ἀφοσιωμένος στόν Θεό, διέθετε ὅλο τό χρόνο του στήν προσευχή καί τή νηστεία. Σύντομα ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια καί σέ λικία εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἔφυγε πρός τά μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε στό μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς, πού εἶχε χτίσει ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ὁ ἐν ᾿Ολύμπῳ, τό ὁποῖο βρίσκεται στήν περιοχή τῆς Μακρυνίτσας Βόλου καί εἶναι ἀφιερωμένο στήν ῾Αγία Τριάδα.

῞Οταν ἔφθασε στό μοναστήρι τόν ὑποδέχθηκαν μέ καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στόν γούμενο καί μέ ὅλο τό σεβασμό ἀνέφερε τό σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς του. ᾿Εκεῖνος τόν ἄκουσε μέ προσοχή καί τοῦ ἐξήγησε μέ κάθε λεπτομέρεια τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί τό αὐστηρό πρόγραμμα τῆς μονῆς. ῾Ο ᾿Αναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίνοντας τήν ὑπόσχεση πώς μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά ὑπερνικήσει ὅλα τά ἐμπόδια καί θά ἀνταποκριθεῖ στά καθήκοντα πού ὅριζε μοναχική πολιτεία. ῾Ο γούμενος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τόν ἔνθεο ζῆλο τοῦ ᾿Αναστασίου καί διεπίστωσε τήν ἀμετακίνητη καί σταθερή ἀπόφαση του νά μονάσει. ῎Ετσι τόν ἐδέχθηκε στό μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αναστάσιος ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα ᾿Ακάκιος68. Καί τήν ἴδια νύχτα πού ἐδέχθηκε τό ἀγγελικό σχῆμα καί περιεβλήθηκε τό μοναχικό ἔνδυμα, ἀξιώθηκε μέ θεία ὀπτασία. Εἶδε σάν νά ἐβαστοῦσε στά χέρια του μιά ἀναμμένη λαμπάδα, πού εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρο καί ἐφώτιζε ὅλο τόν τόπο ἐκεῖνο.

῾Ο νέος μοναχός μέ τή συμπεριφορά, τήν ἐργατικότητα καί τήν πνευματικότητά του ἐκέρδισε τήν ἀγάπη καί τή συμπάθεια ὅλων τῶν πατέρων τῆς μονῆς. ῞Ομως, οἱ ἀνάγκες καί οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάρα πολλές καί τοῦ ἀφαιροῦσαν πολύτιμο χρόνο ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. ῾Η κοινοβιακή ζωή τοῦ μοναστηριοῦ δέν τόν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολύ σύντομα εἶχε κατακτήσει τίς μοναχικές ἀρετές τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ καί ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλο χῶρο γιά ἀπόλυτη συχία καί μεγαλύτερη ἄσκηση.

῎Ετσι, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1660-1670 μ.Χ., ἀναχωρεῖ γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. ᾿Αρχικά ὁ ῞Οσιος κατευθύνθηκε στήν περιοχή τῆς Μεγίστης Λαύρας καί κατέφυγε σέ κάποιο σπήλαιο, κοντά στή «σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη», ὅπου ἀσκήτεψε γιά ἕνα χρονικό διάστημα. Τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν ὅσο τό δυνατόν καλύτερη μόρφωσή του τόν ὁδήγησε στό νά ἀκολουθήσει ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καί πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρίς καμιά καθυστέρηση ἐπισκέπτεται μοναστήρια καί σκῆτες, ἐρημητήρια συχαστῶν καί σπήλαια ἀσκητῶν καί ἀναζητεῖ, «ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐπί τάς πηγάς των ὑδάτων»69, τούς ἐκλεκτούς καί δοκιμασμένους μοναχούς. ῾Υποτάσσεται πρόθυμα σέ αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καί μαθητεύει μέ ὑπομονή κοντά τους.

῾Ο ῞Οσιος φθάνει τελικά στό μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου καί μετά ἀπό σύντομη ἐπίσκεψη σέ αὐτό ἀπομακρύνεται σέ ἐρημική τοποθεσία ἐπάνω ἀπό τό μοναστήρι, γιά νά συχάσει. ᾿Εκεῖ ἔμεινε πολύ καιρό καί κάθε Σάββατο κατέβαινε στό μοναστήρι καί ἐκκλησιαζόταν.

῾Επόμενος σταθμός του ἦταν σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν γνωστό ἀπό τό μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς γέροντα πνευματικό του, πού εἶχε ἔλθει ἀπό τή Ζαγορά τοῦ Βόλου γιά νά σπουδάσει τή βυζαντινή μουσική. ῾Ο γέροντας ἐχάρηκε πάρα πολύ ὅταν συναντήθηκε μέ τόν ῞Οσιο καί ἐζήτησε νά τόν πάρει μαζί του ὡς μοναχό. ᾿Εκεῖνος ὅμως ἐζήτησε τήν εὐχή του καί τόν παρεκάλεσε νά μήν ἐπιμείνει, διότι ἤθελε νά ἀσκητέψει μόνος του.

῞Υστερα ἀπό τή συνάντηση αὐτή ὁ ῞Οσιος ἔφυγε ἀπό τή σκήτη τοῦ Παντοκράτορος πρός ἄγνωστη κατεύθυνση καί μέ συμβουλή τοῦ γέροντος πνευματικοῦ Γαλακτίωνος ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἐπάνω στή Μεταμόρφωση, γιά νά μονάσει. ᾿Εκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια.

Κάποτε ὁ ῞Οσιος ᾿Ακάκιος εἶδε τόν ῞Οσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλυβίτη († 13 ᾿Ιανουαρίου), μέ κάτασπρη καί ἀστραφτερή ἱερατική στολή, νά περιφέρεται καί νά θυμιατίζει ὅλο τό ναό καί ἕνα πλῆθος μοναχῶν μέ τήν ἴδια λευκή στολή νά τόν ἀκολουθοῦν. Καί ὅταν ὁ ῞Οσιος ᾿Ακάκιος ἐρώτησε, «ποιοί ἦσαν αὐτοί πού τόν συνόδευαν», ὁ ῞Οσιος Μάξιμος ἀπάντησε· «Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ῞Οσιοι Πατέρες ἀπό τήν περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις σέ αὐτόν εὑρῆκαν τή σωτηρία τους».

᾿Επειδή τά χρόνια ἐπερνοῦσαν καί περιοχή πού ἀσκήτευε ὁ ῞Οσιος ἦταν δύσβατη καί ἄνυδρη, ἀναγκάσθηκε νά μετακινηθεῖ χαμηλότερα πρός τή θάλασσα, πρός τό ἀκρωτήρι τῆς ᾿Αθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεται σημερινή σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων (῾Αγίας Τριάδος). ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος ἀνεζήτησε τήν κατοικία του σέ ἕνα μικρό σπήλαιο, τό ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τό ὄνομά του. Μέ τίς σπάνιες ἀρετές του ἀναδείχθηκε κατά τόν ὑμνωδό «κορυφαῖος τῶν ᾿Ασκητῶν καί Θεοφόρων Πατέρων τό καύχημα».

῾Ο ῞Οσιος ᾿Ακάκιος προέβλεψε καί προεῖπε τήν κοίμησή του σέ ὅλους τούς ὑποτακτικούς πού ἐμόναζαν κοντά του. ᾿Ιδιαίτερα ὅμως στόν μοναχό ᾿Αθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό σπήλαιο τοῦ ῾Οσίου ἀπό τή σκήτη τῆς ῾Αγίας ῎Αννης γιά νά λάβει τήν εὐχή του, εἶπε· «᾿Εγώ τώρα, ᾿Αθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρά καί πλέον δέν θά βλέπουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Νά ἔχεις τήν εὐχή τῆς Παναγίας μας». Αὐτά ἦταν τά τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, τό ἔτος 1730 μ.Χ., καί σέ λικία ἑκατόν περίπου ἐτῶν.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Μούρωμ τῆς Ρωσίας.

῾Η ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ μεταφέρθηκε στήν πόλη αὐτή ἀπό τόν ῞Αγιο Κωνσταντίνο τόν πρίγκιπα († 3 ᾿Ιουλίου), στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν οἱ κάτοικοί της ἦσαν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. ῾Ο ῞Αγιος Κωνσταντίνος προσπαθοῦσε νά τούς διδάξει τήν ἀλήθεια καί νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά αὐτοί δέν ἐπίστευαν μέχρι πού ἀπεφάσισαν νά τόν φονεύσουν. ῾Ο ῞Αγιος τότε προσευχήθηκε θερμά στήν εἰκόνα τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου. ῾Η Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τήν ἱκεσία του καί ἐφώτισε τίς καρδιές τῶν κατοίκων τοῦ Μούρωμ, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθηκαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐβαπτίσθηκαν.

῞Οταν τήν ἕδρα τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Μούρωμ κατεῖχε ὁ ῞Αγιος Βασίλειος, πῆρε τήν εἰκόνα καί κρατώντας την στά χέρια ἔπλευσε ἐπάνω στά νερά ἔχοντας γιά σχεδία τό μανδύα του μέχρι τό Ριαζάν, ὅπου καί ἐτοποθέτησε τήν ἱερά εἰκόνα σέ ναό τῆς πόλεως.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Μπελινίτς τῆς Ρωσίας.

῾Η ἱερά εἰκόνα τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου ἐφυλασσόταν ἀρχικά σέ μία ἀπό τίς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Μογκίλεβ τῆς Ρωσίας. Μέ τήν ἐπικράτηση τῆς Οὐνίας, τό ἔτος 1596, αὐτή περιῆλθε στά χέρια τῶν Οὐνιτῶν καί τοποθετήθηκε σέ μιά ἐκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Μπελινίτς, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε κατά τά ἔτη 1622-1624 ἀπό τόν στρατηγό τῆς Μεγάλης Λιθουανίας Λέβ Σαπέγκα στίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ Ντρούτα, 45 χιλιόμετρα ἀπό τό Μογκίλεβ. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ εἰκόνα ἀποδόθηκε στούς ᾿Ορθοδόξους, τό ἔτος 1876, μέ τήν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς τοῦ Μπελινίτς. ᾿Εκεῖ, στίς 12 ᾿Απριλίου τοῦ 1876, ἐτελέσθηκε ἀπό τόν ᾿Ορθόδοξο ᾿Επίσκοπο πρώτη Θεία Λειτουργία στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, ἑορτή τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Γεωργίας.

῾Η ᾿Ιβηρία, ὁποία ἀπό τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. καλεῖται καί Γεωργία, ἑορτάζει τήν μέρα αὐτή τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της. Στή δυτική ᾿Ιβηρία, ὅπου κατά τήν ἀρχαιότατη παράδοση ἔσπειρε τό Εὐαγγέλιο ὁ ᾿Απόστολος ᾿Ανδρέας, ὑπῆρχαν ἤδη ἐπί Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) οἱ ᾿Επισκοπές Τραπεζοῦντος καί Πιτυοῦντος. Κατά τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. ἀναφέρονται ἤδη δύο μητροπολιτικά κέντρα, ἕδρα τῆς Φάσιος καί τῆς Σεβαστοπόλεως, ὑπαγόμενα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. ᾿Επί Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου καί τοῦ ᾿Αντιοχείας Πέτρου, ᾿Εκκλησία τῆς ἀνατολικῆς ᾿Ιβηρίας ἀπέκτησε τό αὐτοκέφαλο, ἐνῶ ὑπόλοιπη ἦταν πρό πολλοῦ αὐτοκέφαλος. ᾿Επί τσάρου ᾿Αλεξάνδρου Αύ Ρωσία, τό ἔτος 1801, προσήρτησε τή χώρα τῆς Γεωργίας στήν ἰδική της πολιτική ἐξουσία καί Γεωργιανή ᾿Εκκλησία ἀπώλεσε τό αὐτοκέφαλο, ὑποτασσομένη στή Ρωσική. ῾Η ᾿Εκκλησία τῆς Γεωργίας ἐπανέκτησε τήν ἀνεξαρτησία της τό ἔτος 1917.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,

ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.