17 Απριλίου
†Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ᾿Ανικήτου, πάπα Ρώμης.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς ᾿Ανίκητος καταγόταν ἀπό τήν πόλη ῎Εμεσα τῆς Συρίας89 καί ἦταν ᾿Επίσκοπος Ρώμης κατά τά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ. (155-166 μ.Χ.).
Πρός τόν ᾿Επίσκοπο ᾿Ανίκητο ἦλθε ὁ ῞Αγιος Πολύκαρπος, ᾿Επίσκοπος Σμύρνης († 23 Φεβρουαρίου), γιά τόν καθορισμό τοῦ χρόνου τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. ῞Οπως εἶναι γνωστό, οἱ ᾿Εκκλησίες τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας ἑόρταζαν τό Πάσχα στίς 14 τοῦ μηνός Νισσάν, σέ ὁποιαδήποτε μέρα καί ἄν ἔπεφτε αὐτό. ᾿Αντίθετα οἱ ἄλλες ᾿Εκκλησίες δέν ἑόρταζαν καθόλου τό Πάσχα, ἀλλά ἀρκοῦνταν στόν ἑβδομαδιαῖο κατά Κυριακήν ἑορτασμό τῆς ᾿Αναστάσεως, τονίζοντας ἀσφαλῶς περισσότερο τόν ἑορτασμό τῆς πρώτης Κυριακῆς μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. ᾿Επειδή λόγῳ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης ἐτηροῦσε αὐστηρή στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ ῞Αγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νά μεταβεῖ στή Ρώμη, γιά νά διευθετήσει μέ τόν ᾿Επίσκοπο Ρώμης ᾿Ανίκητο τό ζήτημα αὐτό καί ἄλλα δευτερεύοντα θέματα.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ανίκητος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 166 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161-180 μ.Χ.).
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Αδριανοῦ, τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Κορίνθῳ ἀθλήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Αδριανός, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ἐγκαταλείψει τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. ᾿Εκεῖ τόν ὑπέβαλαν σέ μύριες στερήσεις καί βασανισμούς γιά νά δαμάσουν τό φρόνημά του. ῞Οταν ἐνόμισαν ὅτι σταθερότητα τοῦ ῾Αγίου θά εἶχε πλέον καμφθεῖ, τόν ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή καί τόν διέταξαν νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα. ᾿Εκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δέν ἐπείσθηκε νά κάνει αὐτό πού ἐπίμονα τοῦ ἐζητοῦσαν, ἀλλά ὅρμησε στό βωμό, τόν ἀνέτρεψε καί ἐγκρέμισε τό πῦρ καί τά ἐπ᾿ αὐτοῦ σφάγια.
῎Εξαλλος ὁ ἄρχοντας γιά τή στάση αὐτή τοῦ ᾿Αδριανοῦ, ἔδωσε ἐντολή νά τόν χτυπήσουν ἀνηλεῶς μέ ραβδιά καί πέτρες. Τοῦ συνέτριψαν τό στόμα καί τήν κεφαλή καί, τέλος, τόν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι, ὅπου ἐτελείωσε τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Συμεών, ἐπισκόπου Περσίδος, καί τῶν σύν αὐτῷ ᾿Αβδελᾶ πρεσβυτέρου, Γοζαθάτ ἤ Γουζθαδάτ, καί ἑτέρων χιλίων ἑκατόν πεντήκοντα μαρτύρων.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Συμεών ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καί ἦταν προϊστάμενος τῶν ᾿Εκκλησιῶν Κτησιφῶντος καί Σαλήκ (στή Σελευκεία).
῞Οταν εἶδε τά παράνομα ἔργα τῶν Περσῶν καί ἐπειδή δέν ὑπέφερε τίς διαταγές τους, ἔγραψε στόν βασιλέα Σαβώριο ὅτι «ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί δέν ἀνεχόμαστε νά σᾶς ὑποφέρουμε. Κάνε λοιπόν αὐτό πού θέλεις». Τότε ὁ Σαβώριος, ἀφοῦ ἔστειλε στρατιῶτες, τόν συνέλαβε καί τόν ὁδήγησε δέσμιο στή φυλακή.
᾿Εκεῖ, στή φυλακή ὄντας ὁ ῞Αγιος, κατάφερε μέ τή διδασκαλία του νά ἐπαναφέρει στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ τόν πραιπόσιτο καί εὐνοῦχο τοῦ βασιλέως Γοθαζάτ ἤ Γουζθαδάτ, πού ἦταν μέν Χριστιανός ἀλλά ἐφοβόταν καί προσκυνοῦσε τόν ἥλιο, σύμφωνα μέ τό νόμο τῶν Περσῶν. Καί πῶς ἔγινε αὐτό; ῞Οταν ὁ ῞Αγιος Συμεών ἐκλείσθηκε στή φυλακή, τόν εἶδε ὁ Γοθαζάτ καί θέλησε νά τόν ἀσπασθεῖ. ῾Ο ῞Αγιος ὅμως δέν ἐδέχθηκε. Καί ἐπειδή δέν ἐδέχθηκε, εἶπε στόν ἑαυτό του· «῎Αν ὁ Συμεών, πού εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μέ ἀποστράφηκε, πῶς ὁ Χριστός, τόν ῾Οποῖο ἀρνήθηκα, θά μέ ἀγαπήσει;».
῾Η εἴδηση ἔφθασε στά αὐτιά τοῦ βασιλέως Σαβωρίου. ῾Η ὀργή του ἐστράφηκε κατά τοῦ ῾Αγίου Συμεών καί ἐπεκτάθηκε σέ ὅλη τήν ᾿Εκκλησία. ῎Εδωσε ἐντολή νά ἀποκεφαλίσουν ὅλους τούς Χριστιανούς τῆς περιοχῆς. Συνελήφθησαν λοιπόν ἀπό τήν τοπική ᾿Εκκλησία μαζί μέ τόν πρεσβύτερο ᾿Αβδελᾶ χίλιοι ἑκατόν πενήντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τήν ἴδια μέρα μέ τόν ᾿Επίσκοπό τους.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Φουσίκ καί τῆς θυγατρός αὐτοῦ ἀσκητρίας.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Φουσίκ, ὅταν ἀποκεφαλίζονταν οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες πού ἐμαρτύρησαν μαζί μέ τόν ῞Αγιο Συμεών, ἦταν καί ὁ ἴδιος. Παρατηρώντας τά γενόμενα εἶδε ἕναν πρεσβύτερο πού ἐπρόκειτο νά ἀποκεφαλισθεῖ νά εἶναι φοβισμένος καί τρομαγμένος καί εἶπε σέ αὐτόν· «Μή φοβᾶσαι. Κλεῖσε τά μάτια σου καί ὁ Χριστός θά σέ φωτίσει». ᾿Εξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδή ἔγινε ἀντιληπτό ὅτι ἔχει χριστιανικό φρόνημα, προσήχθη στό βασιλέα, ὅπου ὁμολόγησε τό ῎Ονομα τοῦ Χριστοῦ. Τό μαρτύριό του ἄρχισε. Πρῶτα τοῦ ἔκοψαν τή γλώσσα καί στή συνέχεια τοῦ ἔγδαραν ἀνηλεῶς τό δέρμα ὅλου τοῦ σώματός του καί ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του.
Εἶχε ὅμως ὁ Μάρτυς καί μιά θυγατέρα Χριστιανή, πού ἦταν ἀσκήτρια. ῾Οδηγώντας την ἐνώπιόν του ὁ βασιλέας τήν ἐξανάγκαζε μέ βία νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά θυσιάσει στόν ἥλιο καί στή φωτιά. ᾿Επειδή δέν κατάφερε νά τήν πείσει, πρῶτα τήν ἐγύμνωσε καί τήν ἐχτύπησε χωρίς ἔλεος καί στή συνέχεια τήν κατέκαψε μέ ἀναμμένες δάδες. Καί ἀφοῦ τήν ἐκρέμασε, τήν ἔγδαρε μέ σιδερένια νύχια καί τήν ἀποκεφάλισε διά ξίφους.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Αζάτ, τοῦ εὐνούχου.
Κατά τή διάρκεια τῆς ῾Αγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς οἱ Χριστιανοί στήν Περσία ἐδοξολογοῦσαν καί εὐχαριστοῦσαν τόν Χριστό πού ὑπέμεινε τά σωτήρια Πάθη Του γιά ἐμᾶς. ᾿Αφοῦ συνελήφθη ὁ ῞Αγιος Συμεών ὁ ᾿Επίσκοπος καί ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἐκεῖνον χίλιοι ἑκατόν πενήντα Χριστιανοί (διότι ἀπό τή Μεγάλη Παρασκευή μέχρι τή δέκατη μέρα κάθε Χριστιανός φυλακισμένος ἐφονευόταν), συνελήφθη καί μαζί μέ αὐτούς ὑπέστη τό μαρτύριο ὁ ᾿Αζάτ ὁ εὐνοῦχος, πού ἦταν πλούσιος καί πρῶτος στό παλάτι, τόν ἀγαποῦσε δέ πολύ καί τόν ἐτιμοῦσε ὁ Σαβώριος. Τόσο δέ πολύ ἐλυπήθηκε καί μεταμελήθηκε ὁ βασιλέας γιά τό θάνατο τοῦ ῾Αγίου Μάρτυρος ᾿Αζάτ, ὥστε διέταξε νά πάψει πλέον ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Αγαπητοῦ, πάπα Ρώμης.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Αγαπητός ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ιουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). ῏Ηταν ἄνδρας ἀσκητικότατος, ἐνάρετος καί θαυματουργός, καί γιά τήν ἀρετή του ἀνυψώθηκε στό θρόνο τῆς Ρώμης τό ἔτος 535 μ.Χ.
῾Ο αὐτοκράτορας ᾿Ιουστινιανός ἐκεῖνο τόν καιρό διεξήγαγε πόλεμο πρός τόν ᾿Οστρογότθο βασιλέα τῆς ᾿Ιταλίας Θεοδάτο, ἀνέλαβε δέ νά διαμεσολαβήσει μεταξύ τους ὁ ῞Αγιος ᾿Αγαπητός. Πρός ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς, τό ἴδιο ἔτος τῆς ἀναρρήσεώς του στόν ἐπισκοπικό θρόνο ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη. Στό Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι καθ᾿ ὁδόν, ὅταν ἔφθασε στήν ῾Ελλάδα, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πάσχοντα ἀπό δύο ἀγιάτρευτες ἀσθένειες, δηλαδή δέν μποροῦσε καθόλου οὔτε νά μιλήσει οὔτε νά βαδίσει. Αὐτόν λοιπόν τόν ἄνθρωπο ὁ ῞Αγιος τόν ἐθεράπευσε. ᾿Αλλά καί μόλις ὁ ῞Αγιος ἔφθασε στή Χρυσή Πύλη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιτέλεσε καί ἄλλο θαῦμα. Συγκεκριμένα ἔθεσε τό χέρι του στά μάτια κάποιου τυφλοῦ πού τόν ἐπλησίασε, καί τοῦ ἐχάρισε τή δυνατότητα τῆς ὁράσεως.
Στήν Κωνσταντινούπολη ἔτυχε πάνδημης ὑποδοχῆς ἀπό τόν αὐτοκράτορα ᾿Ιουστινιανό, τόν κλῆρο καί τό λαό. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Αγαπητός, πού συνοδευόταν ἀπό πέντε ᾿Επισκόπους τῆς ᾿Ιταλίας, δέν ἐπικοινώνησε μέ τόν Πατριάρχη ῎Ανθιμο Αύ τόν ἀπό Τραπεζοῦντος, ἀλλά μόνο μέ τόν αὐτοκράτορα, διότι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ἀποδεχθεῖ τή διδασκαλία τοῦ αἱρετικοῦ μονοφυσίτου Σεβήρου. ῎Ετσι ὁ ῞Αγιος ᾿Αγαπητός προεκάλεσε ἐπίσημα ζήτημα Πατριάρχου. ῾Ο Πατριάρχης ῎Ανθιμος κατέθεσε τό ὠμοφόριό του στά χέρια τοῦ αὐτοκράτορος, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τό πατριαρχικό ἀξίωμα90. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐξελέγη ὁ Μηνᾶς (536 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἐχειροτονήθηκε ἀπό τόν ῞Αγιο ᾿Αγαπητό.
Τό ἴδιο ἔτος συνῆλθε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Μηνᾶ, ὁποία καθαίρεσε καί ἀναθεμάτισε τόν Πατριάρχη ῎Ανθιμο γιά τίς κακοδοξίες του.
Λίγο μετά τή διευθέτηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ ῞Αγιος ᾿Αγαπητός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 536 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, ὅπου καί ἐτελεῖτο Σύναξή του.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἠμῶν ᾿Αποστόλου καί Θεοχάρους, τῶν αὐταδέλφων, τῶν ἐν ῎Αρτῃ ἀσκησάντων.
Οἱ ῞Οσιοι Θεοχάρης καί ᾿Απόστολος κατάγονταν ἀπό τήν ῎Αρτα καί ἔζησαν περί τά τέλη τοῦ 17ου καί ἀρχές τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ῏Ησαν τέκνα τοῦ ἱερέως Ντούια, ὁ ὁποῖος τά ἀνέθρεψε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. ῾Ο ῞Οσιος Θεοχάρης ἐχρημάτισε διδάσκαλος τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Φιλικῆς ῾Εταιρείας Νικολάου Σκουφᾶ, ἀπό τήν ῎Αρτα. Καί οἱ δύο ῞Οσιοι διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβεια, τήν ἐγκράτεια καί τή φιλανθρωπία. Συνεχῶς ἐμελετοῦσαν τήν ῾Αγία Γραφή καί προσεύχονταν.
῾Ο ῞Οσιος Θεοχάρης ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό Μέγα Σάββατο τοῦ ἔτους 1829 καί προέβλεψε τήν ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπό τήν παρούσα ζωή. ῎Εδωσε ἐντολή στόν ἀδελφό του νά τόν ἐνταφιάσουν στόν ἱερό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αναργύρων καί νά μή γίνει ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Τό ἅγιο λείψανό του εὐωδίαζε, σημεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου πρός τόν ῞Οσιο.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Απόστολος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1846. Τό τίμιο λείψανό του τό ἐνταφίασαν στό κοιμητήριο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς ῾Αγίας Σοφίας μέ πολλές τιμές. Τό βίο τους συνέγραψε ὁ Μητροπολίτης ῎Αρτης Σεραφείμ ὁ Βυζάντιος καί ὁ γούμενος τῆς μονῆς Κάτω Παναγιᾶς ῎Αρτης Κωνστάντιος ὁ ἐξ ῎Αρτης.
῾Η ᾿Εκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τους, ἐπίσης, τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Αλεξάνδρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ ῾Οσίου ᾿Αλεξάνδρου τοῦ Σβίρσκϊυ (βλ. † 30 Αὐγούστου) εὑρέθησαν καί μετεκομίσθησαν τό ἔτος 1641.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Μακαρίου, ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου, τοῦ ἐν Χίῳ ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος Μακάριος, κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταρᾶς, ἦταν ὁ πέμπτος κατά σειρά υἱός τοῦ Γεωργαντᾶ καί τῆς ᾿Αναστασίας, καί ἕνα ἀπό τά ἐννέα παιδιά τῆς οἰκογενείας αὐτῆς. ᾿Εγεννήθηκε στά Τρίκαλα τῆς Κορινθίας τό 173191. ῾Ο βιογράφος του ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος σημειώνει· «Κόρινθος εἶναι πόλις τῆς Πελοποννήσου, εἰς τό λεγόμενον ῾Εξαμίλιον εὑρισκομένη. Πόλις ἀρχαιοτάτη κι ὀνομαστή... ᾿Από αὐτήν κατάγεται καί ταύτης ἐστάθη γέννημα καί θρέμμα ὁ θεῖος οὗτος Μακάριος... ᾿Εκ τούτων λοιπόν (ἐνν. τῶν γονέων) γεννᾶται ὁ θεῖος οὗτος... κατά τό 1731»92.
᾿Ανάδοχος τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ ἦταν ὁ τότε Μητροπολίτης καί Πρόεδρος Κορίνθου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ὀνόμασε αὐτόν Μιχαήλ. ῾Ο Παρθένιος διατηροῦσε οἰκογενειακές σχέσεις μέ τόν Γεωργαντᾶ. ῎Ετσι, ὁ νεαρός Μιχαήλ ἀναπτυσσόταν μέσα στή θεοσεβή καί εὐλογημένη οἰκογένειά του, μέ τόν πλοῦτο καί τή μεγάλη πολιτική της δύναμη, καί μέ τήν ἀκοίμητη φροντίδα τῶν γονέων του. ῾Ο Μιχαήλ εἶχε κάτι τό ἰδιαίτερο σέ σύγκριση μέ τά ἄλλα του ἀδέλφια· ἀκτινοβολοῦσε καλοσύνη καί ἀγάπη πρός τούς συμπολίτες του, ἔδειχνε ταπεινοφροσύνη καί ἔμφυτη σεμνότητα καί ἦταν πολύ ἀγαπητός ἀπό τούς κατοίκους τῶν Τρικάλων.
῞Οταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος, ἐδιδάχθηκε τά ἱερά γράμματα καί τήν ἑλληνική παιδεία ἀπό τόν ἀκμάζοντα τότε Κεφαλλήνιο διδάσκαλο Εὐστάθιο. Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ὁ Μιχαήλ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατέρα του, ὁρίσθηκε ἐπιστάτης μερικῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς πρός εἴσπραξη χρημάτων, «ἀλλ᾿ οὗτος ὁ ἀοίδιμος μή ἔχοντας κλίσι εἰς τοιαύτας ματαιότητας ὄχι μόνον δέν ἐσύναξε χρήματα, ἀλλά καί ἐκεῖνα ὅπου εἶχε διεσκόρπισε καί ζημίαν ἐπροξένησεν εἰς τόν πατέρα του»93. Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε τά ἀξιώματα οὔτε πολιτική δύναμη τοῦ πατέρα του ἄσκησαν ἐπιρροή ἤ ἕλξη ἐπάνω του· ἀντίθετα τά ἀποστρεφόταν. ῎Ηδη «ἀπό τάς πρώτας ἀρχάς τῆς νεότητός του» ἔγινε σαφής κλίση του πρός τά πνευματικά θέματα, ἀφοῦ ἐζοῦσε μέ ταπείνωση, μεταβαίνοντας συχνά στήν ἐκκλησία καί συμμετέχοντας μέ κατάνυξη στίς ἱερές ᾿Ακολουθίες, ἀποστρεφόμενος τίς συναναστροφές τῶν συνομηλίκων του καί γενικά τήν ἐγκόσμια ματαιότητα.
᾿Εγκαταλείπει κρυφά, λοιπόν, μέ τή βοήθεια καί τῆς μητέρας του ὅλα αὐτά καί μεταβαίνει μέ θεῖο ζῆλο στό Μέγα Σπήλαιο, στή μέγιστη καί ἱστορική καί παλαιότατη αὐτή μονή τῆς Πελοποννήσου, γιά νά καθαίρει καθημερινά τήν ψυχή του καί νά τήν ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀλλότριες καί ἐφάμαρτες προσμείξεις τῆς ἐγκοσμίου βιοτῆς. ῏Ηταν μιά ἐπαινετή καί θεάρεστη ἀπόφαση καί προσπάθεια νά ἀποκοπεῖ ἀπό τήν προηγούμενη ζωή του στήν Κόρινθο καί ἀπό τίς παντός εἴδους ἀπασχολήσεις του, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος ἀκολουθώντας τό μοναχικό βίο.
Δυστυχῶς ὅμως γιά τόν ἐνάρετο Μιχαήλ ἀπόφασή του ἐκείνη δέν κατέστη δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ. Οἱ θερμές παρακλήσεις δέν εἰσακούσθηκαν ἀπό τούς πατέρες τῆς μονῆς, διότι τό αἴτημά του δέν εἶχε τή συγκατάθεση τοῦ πατέρα τοῦ ῾Αγίου. ῾Ο Μιχαήλ ἦταν τότε περίπου εἴκοσι ἐτῶν.
Μετά τήν ἀποτυχία του νά περιβληθεῖ τό ἰσαγγελικό σχῆμα, ὁ ἐνάρετος Μιχαήλ ἐπέστρεψε στήν πατρική του οἰκία. ᾿Αρχικά παρέμενε σ᾿ αὐτήν ἀσχολούμενος μέ τή μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, διαφόρων πατερικῶν κειμένων, βίων ῾Αγίων καί ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων. ῾Η μελέτη αὐτή τόν ἐβοήθησε νά ἰσχυροποιήσει ἀκόμη περισσότερο τήν πίστη του καί νά εἰσχωρήσει βαθύτερα στό πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἀπέθανε ὁ Εὐστάθιος καί Σχολή τῆς Κορίνθου ἐστερεῖτο διδασκάλου. ῞Ολοι ἐστράφησαν νοερῶς πρός τόν νεαρό Μιχαήλ καί ἐνδόμυχα εὔχονταν καί πρός αὐτόν ἀπέβλεπαν, πιστεύοντας ὅτι ἦταν ἱκανός νά διαδεχθεῖ τό διδάσκαλό του.
῾Ο ἐνάρετος Μιχαήλ Νοταρᾶς προσέφερε ἐπί ἕξι ἔτη τίς ὑπηρεσίες του ὡς διδάσκαλος τῆς Σχολῆς τῆς Κορίνθου χωρίς μισθό, διαπαιδαγωγώντας μέ τίς γνώσεις καί τό ὑψηλό του ἦθος, κυρίως τούς νεαρούς μαθητές· παράλληλα μέ πολλή ὑπομονή ἀναζητοῦσε κατάλληλο διδάσκαλο γιά τή Σχολή. ῾Ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», εἶχε ἤδη ἐπιλέξει τόν Μιχαήλ ὡς σκεῦος τῆς θείας χάριτος καί τόν εἶχε ἤδη προορίσει γιά ὑψηλότερο καί ἁγιότερο ἔργο. Θείᾳ λοιπόν εὐδοκίᾳ ὁ νεαρός καί ἐνάρετος Μιχαήλ καθίσταται ποιμενάρχης τῆς Κορίνθου κατά τρόπο ἐντυπωσιακό.
῾Η θεία εὐδοκία ἐκδηλώνεται σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο. Τό ἔτος 1764 ἐκοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ γέροντας Μητροπολίτης Κορινθίας Παρθένιος, πού εἶχε ἀναδεχθεῖ τόν Μιχαήλ ἀπό τήν ἱερά κολυμβήθρα, καί ὁ θρόνος ἐχήρευσε. ῾Η θεόσδοτη αὐτή εὐκαιρία διάνοιξε γιά τόν ἐνάρετο καί εὐσεβή διδάσκαλο Μιχαήλ τήν εὐλογημένη λεωφόρο γιά τό εὐρύ καί ἐπίπονο στάδιο τῆς θεαρέστου διαποιμάνσεως ψυχῶν καί ποικίλης προσφορᾶς.
Μετά τήν κοίμηση λοιπόν τοῦ Παρθενίου σύμπας ὁ χριστεπώνυμος λαός τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, κληρικοί καί λαϊκοί, ἱερεῖς, μοναχοί καί οἱ λοιποί τῆς Κορινθίας ἐπίσκοποι, μέ μιά φωνή καί γνώμη, σάν νά ἐκινήθησαν ἀπό θεία προτροπή καί προσταγή ἐθεώρησαν τόν νεαρό Μιχαήλ Νοταρᾶ κατά πάντα ἄξιο νά ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας τους καί νά ἀναλάβει τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς. ῾Ο Πατριάρχης, ἔχοντας ἐνώπιόν του τό καθολικό αἴτημα κλήρου καί λαοῦ τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, ἀποδέχθηκε τήν πρόταση. ῾Ο λαϊκός ἀκόμη Μιχαήλ Νοταρᾶς ἔλαβε διαδοχικά ὅλους τούς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ὀνομασθείς Μακάριος, καί τόν ᾿Ιανουάριο τοῦ ἔτους 1765 ἐχειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου σέ λικία τριάντα τεσσάρων ἐτῶν.
Καθημερινά ὁ ἁγιότατος πατήρ ἐβίωνε τήν παραβολή τοῦ Κυρίου περί τῶν δεσποτικῶν ταλάντων καί μέ ἀγάπη πολλή ἐνεργώντας ἤθελε κατά τό χρόνο τῆς θείας εὐδοκίας νά «συναίρῃ λόγον» μέ τό λαό του γιά πολλαπλασιασμό τῶν καρπῶν καί καλλικαρπία τοῦ ἀγῶνος καί τῶν ἐναρέτων πράξεων. ῎Εθεσε λοιπόν σέ πλήρη ἐφαρμογή τό σχέδιό του πρός ἀνακαίνιση καί ἀναμόρφωση τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ἐπαρχίας του, τήν ὁποία ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του, «εἴτε ἐξ ἀμελείας εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας εἴτε καί διά τά δύο ὀνόματα τῶν προκατόχων του ποιμένων ἐξηχρειωμένην ηὗρε τήν ᾿Εκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τήν ἐπαρχίαν, καί γεμάτην ἀπό ἀταξίαν καί παρανομίας σπουδήν μεγάλην καί ἐπιμέλειαν ἔβαλεν... νά τήν ἀνακαινίσῃ καί εἰς τό κρεῖττον νά τήν ἀναμορφώσῃ».
᾿Επιδόθηκε σέ ἕναν ἐπίπονο ἀγῶνα διδασκαλίας τοῦ θείου λόγου στίς ψυχές τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Μέ τά συχνά κηρύγματά του σέ ὅλη τήν ἐπαρχία παρεῖχε τήν πνευματική αὐτή τροφή πλούσια, ἀλλά καί μέ πολλή ταπείνωση καί ἠθικότητα βίου, γιά κάθε λικία καί τάξη ἀνθρώπων.
᾿Επιδιώκοντας τήν ἐπιμόρφωση τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν διένειμε σέ ὅλους τούς ἱερεῖς ῾Ιερές Κατηχήσεις, γιά νά ἐνδιατρίψουν βαθύτερα στά θέματα τῆς πίστεως καί νά κατανοήσουν τό βάθος τους.
Τέλος ἐπεδίωκε μέ πολύ πόθο τήν ἵδρυση σχολείων κοινῶν καί ἑλληνικῶν μαθημάτων στήν ἐπαρχία του, γιατί ἐγνώριζε πολύ καλά τή σημασία τῶν σχολείων γιά τήν ἐθνική καί ἐκκλησιαστική ἀναγέννηση.
Μετά τήν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως στήν Πελοπόννησο, τό ἔτος 1770, ἀποφεύγοντας ὁ ῞Αγιος τήν ὀργή καί τήν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καί τῶν ᾿Αλβανῶν, πέρασε μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στή Ζάκυνθο.
᾿Από τή Ζάκυνθο μετέβη στά ῾Ομαλά τῆς Κεφαλληνίας γιά νά προσκυνήσει τό τίμιο λείψανο τοῦ συγγενοῦς του ῾Αγίου Γερασίμου. ᾿Από ἐκεῖ δέ, μετά παραμονή μερικῶν μηνῶν, ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο, ὅπου παρέμεινε γιά τρία περίπου ἔτη. Στή συνέχεια ἐπισκέφθηκε τήν ῞Υδρα, ὅπου ὡς φιλοξενούμενος ἀποσύρθηκε στή μονή τῆς Θεοτόκου.
Κατά τόν χρόνο τῆς παραμονῆς του στήν ῞Υδρα συναντήθηκε μέ τόν ῞Οσιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη. Πρέπει ἀκόμη νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τόν ᾿Ανδρέα Μάμουκα94 ὁ κλεινός Μακάριος ἐχειροτόνησε ἀργότερα ἱερέα τόν ῞Αγιο ᾿Αθανάσιο τόν Πάριο.
῾Η Πύλη, ἐπιθυμώντας τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως καί τῆς ἠρεμίας, τήν ἐπανάκαμψη τῶν κατοίκων στίς ἑστίες τους καί τήν ἐπαναφορά τοῦ κανονικοῦ ρυθμοῦ τῆς ζωῆς στήν ἐξεγερθεῖσα περιοχή, διέταξε τόν Πατριάρχη Θεοδόσιο Βύ (1769-1773) νά ἐκλέξει νέους Μητροπολίτες στίς ἐπαρχίες τῆς Πελοποννήσου.
῾Ο Πατριάρχης προέβη στήν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν θέσεων τῆς Πελοποννήσου διά χειροτονίας κληρικῶν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, «ἀπέστειλε δέ καί ἄλλους διά βασιλικῶν γραμμάτων συνιστῶν εἰς περιποίησιν τοῦ ὑπολειφθέντος εὐσεβοῦς λαοῦ»95. Μητροπολίτης Κορίνθου ἐχειροτονήθηκε ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Νικαίας96, τόν ᾿Απρίλιο τοῦ 1771.
Στήν ἀπαντητική του ἐπιστολή πρός τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο Βύ (1774-1780) μέ μερομηνία 6 Μαΐου 1776, προφανῶς ἀπό τή Χίο, ὁ ῞Αγιος Μακάριος μέ βαθύτατο σεβασμό δηλώνει ὅτι ἀδυνατεῖ νά ὑποβάλει τήν παραίτηση πού τοῦ ἐζητήθηκε, διότι τόν ἐμποδίζουν οἱ ῾Ιεροί Κανόνες, ἀφοῦ κατ᾿ αὐτούς θά «συναποβάλῃ» καί τήν ἀρχιερωσύνη. ᾿Αναφέρεται καί σέ ἄλλα συναφή ζητήματα καί τέλος ζητᾶ ἀπό τή Μητέρα ᾿Εκκλησία νά τοῦ παράσχει τή συγγνώμη της καί νά τόν ἀφήσει ἥσυχο· διαβεβαιώνει ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά τήν ἐνοχλήσει ἤ νά ζητήσει κάτι ἀπό αὐτήν, ἀλλά ζητᾶ μόνο τίς εὐχές καί τίς εὐλογίες της.
Μετά τήν ὁριστική ἀπώλεια τῆς Μητροπόλεώς του διανοίγεται γιά τόν πάνσεπτο ῾Ιεράρχη ἕνα εὐρύτερο στάδιο χριστιανικῆς προσφορᾶς γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. ῾Ως φλογερός ἀπόστολος τοῦ Κυρίου δέν περιόριζε πλέον τή δράση του μέσα στά ὅρια μιᾶς ἐπισκοπικῆς ἐπαρχίας ἤ μιᾶς περιοχῆς, ὅπως ἔπραττε ὡς Μητροπολίτης Κορίνθου· τώρα πλέον ἐπεκτείνει τή θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριότητα σέ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ξεχύνεται λοιπόν στά νησιά τῶν Κυκλάδων καί τοῦ εὐρύτερου Αἰγαίου, σέ πόλεις τῆς ᾿Ηπειρωτικῆς ῾Ελλάδος καί στό ῞Αγιον ῎Ορος, καί μέ τό λόγο καί τό ἦθος του διαποτίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν κηρύσσοντας τά σωτηριώδη διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
᾿Επισκέπτεται τήν ῞Υδρα καί ἀπό ἐκεῖ τή Χίο. ᾿Από τή Χίο ἀναχωρεῖ γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος, ἐκπληρώνοντας τή διακαή του ἐπιθυμία νά ἐπισκεφθεῖ τήν ᾿Αθωνική πολιτεία καί νά βιώσει ὅσα καλά περί αὐτῆς εἶχε ἀκούσει καί μελετήσει.
῞Οταν ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στό ῞Αγιον ῎Ορος τό 1777, ἐγκαταστάθηκε στό κελλίο «῞Αγιος ᾿Αντώνιος» τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. ᾿Εκεῖ συναντήθηκε καί πάλι μέ τόν ῞Αγιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη. ᾿Εκεῖνο τόν καιρό ᾿Αθωνική πολιτεία σπαρασσόταν ἀπό ἔριδες καί διαμάχες σχετικά μέ τά μνημόσυνα καί τά κόλλυβα. Αἰτία τῆς ἔριδος ἦταν μέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων· οἱ μέν ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι δέν ἐπιτρέπεται τέλεση μνημοσύνων κατά τήν Κυριακή, οἱ δέ ἐδέχονταν τό ἀντίθετο. ᾿Εξ αὐτῆς λοιπόν τῆς διαφωνίας προέκυψαν σφοδρές ἔριδες καί ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεξετάθηκαν καί σέ ἄλλα θέματα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἐπικρατούσα ἐκεῖ κατάσταση ἀπογοήτευσε τό θεῖο ῾Ιεράρχη.
Λόγῳ τῶν ταραχῶν καί τῶν ἐκτρόπων πού ἐσημειώθησαν ἐκεῖ, φοβούμενος γιά τήν ἴδια του τή ζωή ἐπέστρεψε στή Χίο. Καί μετά ἀπό σύντομη παραμονή ἐκεῖ, ἀνεχώρησε γιά τήν Πάτμο. ῾Ο ῞Αγιος κατά τήν παραμονή του στήν Πάτμο, ἀποσκοπώντας σέ μόνιμη διαμονή καί ἔχοντας δελεασθεῖ προφανῶς ἀπό τό περιβάλλον, ἵδρυσε τό Κάθισμα τῶν ῾Αγίων Πάντων.
Μετά τή διανομή τῆς πατρικῆς περιουσίας ὁ εὐκλεής ῾Ιεράρχης ἐπανῆλθε στή Χίο καί ἀπό ἐκεῖ μετέβη στή Σμύρνη πρός συνάντηση τοῦ ᾿Ι. Μαυροκορδάτου, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἐφοδιασθεῖ μέ ἐπιστολή ἀπό τούς Χίους προύχοντες πρός αὐτόν. ᾿Από τή Σμύρνη ὁ ἁγιότατος πατήρ ἐπέστρεψε στή Χίο, ὅπου διῆλθε τά τελευταῖα 10-12 ἔτη τῆς ζωῆς του, πιθανῶς ἀπό τό 1793-1805. ᾿Επέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τό ναΐσκο τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου στίς βόρειες-βορειοδυτικές παρυφές τοῦ Βροντάδου, στίς ὑπώρειες τοῦ Αἴπους. ᾿Εκεῖ διέμεινε ἐπί δώδεκα περίπου ἔτη μέχρι τή θεία του κοίμηση, τό ἔτος 1805.
Στό ἀσκητήριό του καί στό ναό, μακριά ἀπό τούς θορύβους τῆς πόλεως, ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στήν πολύμορφη, πολύαθλη καί ἐπίπονη πνευματική του ἄθληση. Κατά τόν ὑποτακτικό του ᾿Ιάκωβο, γράφει ὁ βιογράφος του, συνήθιζε νά τελεῖ «τεσσαρακοστάς μεγάλας τόν χρόνον, ἤγουν μέ ὅλα τά συνακόλουθα, μέ ὅλην τήν ἀκροτάτην ἐπίτασιν, μέ ὅλην τήν ἀπαιτουμένην ἀκρίβειαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς»97. Φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα μέ τούς ἀτελεύτητους καί ἐξαντλητικούς ἀγῶνες του ἀνερχόταν συνεχῶς καί ὑψηλότερα τή θεάρεστη κλίμακα τῶν θεοφιλῶν ἀρετῶν καί ἀναδεικνυόταν καθημερινά θεοειδής.
Μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἐργώδη προσπάθεια, σέ περίοδο πλήρους ἐκδαπανήσεώς του χάριν τοῦ Κυρίου καί ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, προσβλήθηκε ἀπό μιπληγία τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς. ῾Η μιπληγία ἀνάγκασε τόν ῞Αγιο Μακάριο νά παραμείνει στό κρεβάτι ἐπί ὀκτώ μῆνες μέχρι τῆς κοιμήσεώς του. Κατά τό διάστημα αὐτό, «ὀδυνώμενος καί πάσχων καί τόν στέφανον ἑαυτῷ πλέκων τόν διά τῆς ὑπομονῆς καί εὐχαριστίας πρός τόν φιλάνθρωπον Δεσπότην καί Κύριον», παρακαλοῦσε τόν Θεό νά δεχθεῖ τίς «πηγές τῶν δακρύων» του. Συχνά ἔλεγε ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του τόν «παιδεύει» ὁ Θεός καί ὅτι παρά ταῦτα αὐτός δέν μετανοεῖ· «καί πολλάκις τοῦτο ἔλεγε μέ ῥοάς δακρύων· δέν μετανοῶ».
῾Η εἴδηση περί τῆς ἀσθενείας τοῦ ῾Αγίου ἁπλώθηκε ταχύτατα στή Χιακή κοινωνία, βαθιά δέ λύπη καί ἀγωνία κατακυρίευσε τίς ψυχές τῶν πιστῶν. ᾿Ιδιαίτερα τότε κατά τό ὀκτάμηνο διάστημα τῆς κλινήρους ζωῆς του οἱ πιστοί, ἄνδρες καί γυναῖκες κάθε τάξεως καί λικίας, φίλοι καί γνωστοί τοῦ ῾Αγίου, ἀκόμη καί οἱ ὀλιγότερο συνδεδεμένοι μέ αὐτόν ἤ καί μέχρι τότε ἀδιάφοροι, ἔσπευδαν στό ἀσκητήριό του γιά νά λάβουν «τάς ἁγίας του εὐχάς καί εὐλογίας»98.
῾Ο ῞Αγιος ἐξομολογοῦνταν συχνά καί μετελάμβανε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων «πρῶτον μέραν παρ᾿ μέραν, ὕστερον πρός τό τέλος καθ᾿ ἑκάστην».
῾Ο ῞Αγιος Μακάριος ἐκοιμήθηκε ὁσίως τό ἔτος 1805. Τό τίμιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στόν περίβολο τοῦ ναοῦ τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου στή νότια πλευρά του. ῾Η ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τό ἔτος 1808.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Ζωσιμᾶ, γουμένου ἐν Σολόφκι τῆς Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος Ζωσιμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής τοῦ Ρωσικοῦ Βορρᾶ, ὑπῆρξε γούμενος καί ἱδρυτής τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ στό νησί Σολόφκι. ᾿Εγεννήθηκε στήν ἐπαρχία τοῦ Νόβγκοροντ, στό χωριό Τολβούι κοντά στή λίμνη ᾿Ονέγκα. ᾿Από τά παιδικά του χρόνια ἐμεγάλωσε μέ εὐσέβεια καί μετά τό θάνατο τῶν γονέων του, Γαβριήλ καί Βαρβάρας, ἐμοίρασε τήν περιουσία του καί ἐκάρη μοναχός.
῾Ο πόθος του νά βρεῖ ἕνα ἐρημικό μέρος γιά νά μονάσει, τόν ὁδήγησε στίς ἀκτές τῆς Λευκῆς Θαλάσσης καί στό Δέλτα τοῦ ποταμοῦ Σούμ. ᾿Εκεῖ συνάντησε τόν ῞Αγιο Γερμανό († 30 ᾿Ιουλίου), ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε γιά ἕνα ἐρημικό νησί, ὅπου εἶχε περάσει ἕξι χρόνια μαζί μέ τόν ῞Αγιο Σαββάτιο († 27 Σεπτεμβρίου).
Περί τό ἔτος 1436, οἱ ῞Οσιοι Ζωσιμᾶς καί Γερμανός διέσχισαν τή θάλασσα καί ἐγκαταστάθηκαν στά νησιά Σολόφκι. ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος Ζωσιμᾶς εἶχε ἕνα ὅραμα· εἶδε μιά ὄμορφη ἐκκλησία στόν οὐρανό. Μέ τά χέρια τους οἱ μοναχοί ἔχτισαν κελλιά καί παράλληλα ἄρχισαν νά καλλιεργοῦν καί νά σπέρνουν τή γῆ.
Κάποτε, στό τέλος τοῦ φθινοπώρου, ὁ ῞Αγιος Γερμανός πῆγε στή στεριά γιά προμήθειες. ᾿Εξαιτίας τοῦ φθινοπωρινοῦ καιροῦ δέν μποροῦσε νά ἐπιστρέψει. ῾Ο ῞Οσιος Ζωσιμᾶς παρέμεινε μόνος στό νησί ὅλο τό χειμώνα. ῾Υπέφερε πολλούς πειρασμούς κατά τήν πάλη τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Τόν ἀπείλησε ἀκόμα καί ὁ θάνατος, λόγῳ τῆς πείνας, ἀλλά μέ θαυματουργικό τρόπο ἐμφανίσθηκαν δύο ξένοι καί τόν προμήθευσαν ψωμί, ἀλεύρι καί λάδι. Τήν ἄνοιξη ὁ ῞Αγιος Γερμανός ἐπέστρεψε στό Σολόφκι μαζί μέ τόν Μάρκο τόν ψαρά καί ἔφερε προμήθειες φαγητοῦ καί ξάρτια γιά δίχτυα ψαρέματος.
῞Οταν εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοί ἐρημίτες στό νησί, ὁ ῞Οσιος Ζωσιμᾶς οἰκοδόμησε μιά ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, καθώς καί μιά τράπεζα γιά τίς ὧρες τοῦ κοινοῦ φαγητοῦ. Μέ ἀπαίτηση τοῦ ῾Οσίου Ζωσιμᾶ στάλθηκε ἕνας γούμενος ἀπό τή μονή τοῦ Νόβγκοροντ στή νεοϊδρυθεῖσα μονή μαζί μέ ἕνα ἀντιμήνσιο γιά τήν ἐκκλησία. ῎Ετσι, τό νέο μοναστήρι τοῦ Σολόφκι εἶχε τήν ἀρχή του.
Στίς δύσκολες συνθῆκες τοῦ ἀπομονωμένου νησιοῦ οἱ μοναχοί ἤξεραν πῶς νά οἰκονομοῦν τά πράγματα. ᾿Αλλά οἱ γούμενοι πού ἀποστέλλονταν ἀπό τό Νόβγκοροντ στό Σολόφκι δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν σέ τέτοιες δυσάρεστες συνθῆκες καί, ἔτσι, οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς διάλεξαν γιά γούμενο τόν ῞Οσιο Ζωσιμᾶ.
῾Ο ῞Οσιος ἀσχολήθηκε μέ τήν ὀργάνωση τῆς ἐσωτερικῆς λειτουργίας τοῦ μοναστηριοῦ καί εἰσήγαγε ἕναν αὐστηρό κοινοβιακό τρόπο ζωῆς. Τό ἔτος 1465, μετέφερε τά ἱερά λείψανα τοῦ ῾Αγίου Σαββατίου στό Σολόφκι ἀπό τόν ποταμό Βίγκ.
Τό μοναστήρι ὑπέφερε ἀπό τούς εὐγενεῖς τοῦ Νόβγκοροντ, οἱ ὁποῖοι ἐδήμευαν τίς ψαριές τῶν μοναχῶν. ῾Ο ῞Οσιος ἦταν ἀναγκασμένος νά πάει στό Νόβγκοροντ καί νά ζητήσει τήν προστασία τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου. Μέ τή συμβολή τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ἐπισκέφθηκε τά σπίτια τῶν εὐγενῶν καί τούς ἐζήτησε νά μήν ἐπιτρέψουν τήν καταστροφή τῆς μονῆς. ῾Η Μάρθα Μπορέτσκαγια, ὁποία ἦταν πλούσια καί εἶχε ἐπιρροή, συμπεριφερόμενη μέ ἀσέβεια ἔδωσε ἐντολές νά πετάξουν ἔξω τόν ῞Οσιο Ζωσιμᾶ. Μετάνιωσε ὅμως ἀργότερα καί τόν προσκάλεσε σέ δεῖπνο. Σέ αὐτό τό δεῖπνο εἶδε ξαφνικά σέ ὅραμα ὁ ῞Οσιος ὅτι ἕξι ἀπό τούς ἐπιφανεῖς εὐγενεῖς ἐκάθισαν στό τραπέζι χωρίς τά κεφάλια τους. ῾Ο ῞Οσιος Ζωσιμᾶς εἶπε γιά τό ὅραμά του στόν ὑποτακτικό του, τόν Δανιήλ, καί προέβλεψε ἕναν τρομερό θάνατο γιά τούς εὐγενεῖς. ῾Η πρόβλεψη ἐκπληρώθηκε τό ἔτος 1478, ὅταν οἱ Βογιάροι ἐκτελέσθηκαν κατά τήν αἰχμαλωσία τοῦ Νόβγκοροντ ἀπό τόν ᾿Ιβάν τόν Γύ (1462-1505).
Λίγο πρίν τήν κοίμησή του ὁ ῞Οσιος Ζωσιμᾶς προετοίμασε τόν τάφο του κάτω ἀπό τό ἱερό τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1478.
Τά ἱερά λείψανά του καί τά λείψανα τοῦ ῾Αγίου Σαββατίου μεταφέρθηκαν στό παρεκκλήσι πού ἀφιερώθηκε σέ αὐτούς, στόν καθεδρικό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, στίς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1566.
῾Ο ῞Οσιος Ζωσιμᾶς θεωρεῖται προστάτης τῶν κυψελῶν καί φύλακας τῶν μελισσῶν. ᾿Εκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσθενεῖς ἐπικαλοῦνται τή χάρη τοῦ ῾Οσίου γιά νά θεραπευθοῦν. Οἱ πολλοί νοσοκομειακοί ναοί, πού εἶναι ἀφιερωμένοι σέ αὐτόν, ἐπιβεβαιώνουν τή θεραπευτική δύναμη τῆς προσευχῆς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Παϊσίου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος Παΐσιος, κατά κόσμον Προκόπιος Γκρηγκόρεβιτς-Ζαρόσκϊυ, ἐγεννήθηκε στίς 8 ᾿Ιουλίου 1821 στήν πόλη Λούμπνα τῆς ἐπαρχίας τῆς Πολτάβα. ᾿Εσπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο τοῦ Κίεβο-Ποντόλσκϊυ καί ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τή μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων. ᾿Από ἐνωρίς στήν καρδιά του ἐκαλλιεργήθηκε ὁ πόθος γιά τή μοναχική πολιτεία. ῎Ετσι εἰσῆλθε στή μονή τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καί ἐκάρη μοναχός, παίρνοντας τό ὄνομα Παΐσιος. ᾿Αγωνίσθηκε τόν καλό ἀγώνα ἀκολουθώντας τήν ὁδό τῆς σαλότητος, καί φθάνοντας τά ὑψηλά ἀσκητικά κατορθώματα.
῾Ο ῞Οσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1893.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Εφραίμ, τοῦ Μεγάλου.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Εφραίμ ἦταν υἱός τοῦ πρίγκιπος τῆς πόλεως Κάρτλη καί μαθητής τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου τοῦ Χαντζτέλι († 6 ᾿Οκτωβρίου). Διετέλεσε ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αζκουρίας (τῆς ἀνατολικῆς Γεωργίας) κατά τά ἔτη 845-885 μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|