25 Απριλίου
†Μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Απόστολος καί Εὐαγγελιστής Μάρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καί ᾿Ιωάννης, ἦταν ᾿Ιουδαῖος ῾Ελληνιστής καί μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπό εὔπορη οἰκογένεια καί κατά τή συνήθεια τῆς ἐποχῆς νά παίρνουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καί ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικό ἤ ρωμαϊκό, ὀνομάστηκε καί Μάρκος. ῾Η οἰκογένειά του διέθετε τό προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στήν ῾Ιερουσαλήμ γιά τίς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. ῾Ορισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητές δέχονται ὅτι στό σπίτι αὐτό ἔλαβε χώρα τό τελευταῖο δεῖπνο τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τούς Μαθητές Του καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων»126, ὁ ὁποῖος θά ἔδειχνε στούς δύο Μαθητές πού ἔστειλε ὁ ᾿Ιησοῦς γιά τήν προετοιμασία τοῦ δείπνου τό «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον»127, ἦταν ὁ ᾿Ιωάννης Μάρκος.
῾Η καταγωγή τοῦ ᾿Αποστόλου Μάρκου ἦταν μάλλον ἀπό τήν Κύπρο. ᾿Από νεαρή λικία ἄρχισε τή διακονία τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου συνοδεύοντας τόν θεῖο του ᾿Απόστολο Βαρνάβα καί τόν ᾿Απόστολο Παῦλο στίς διάφορες περιοδεῖες τους.
Στήν πρώτη περιοδεία τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου διακόπτει τή συνεργασία, ὅταν ὁ Παῦλος καί οἱ συνεργάτες του ἔφθασαν ἀπό τήν Κύπρο στήν Πέργη τῆς Παμφιλίας, καί ἀπό ἐκεῖ ἐπιστρέφει στά ῾Ιεροσόλυμα128. Στήν ἀρχή τῆς δεύτερης περιοδείας, μετά τήν ᾿Αποστολική Σύνοδο129, κατά τόν «παροξυσμό»130 πού παρατηρήθηκε μεταξύ Παύλου καί Βαρνάβα, ὁ τελευταῖος μέ τόν Μάρκο ἀπέπλευσαν στήν Κύπρο καί ὁ Παῦλος μέ τόν Σίλα ἐξεκίνησαν γιά τή νοτιοδυτική Μικρά ᾿Ασία131. ᾿Αργότερα ὁ Μάρκος εὑρίσκεται πάλι κοντά στόν Παῦλο κατά τό χρόνο πού γράφει ὁ ᾿Απόστολος τίς ᾿Επιστολές τῆς αἰχμαλωσίας132, καί τέλος μνημονεύεται στήν Αύ ᾿Επιστολή τοῦ Πέτρου133, ὡς συνεργάτης αὐτοῦ, καί στήν Βύ πρός Τιμόθεον ᾿Επιστολή134.
Διάφορες παραδόσεις γιά τόν ᾿Απόστολο Μάρκο ἀπηχοῦνται σέ ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς ἤ σέ ἀρχαῖα λατινικά χειρόγραφα τοῦ Εὐαγγελίου του. ῾Ο ῾Ιππόλυτος τόν ὀνομάζει «κολοβοδάκτυλον»135, εἴτε γιατί εἶχε δυσανάλογα μικρά δάχτυλα σέ σχέση πρός τό σῶμα του, εἴτε γιατί ἀπέκοψε ὁ ἴδιος ἕνα ἀπό τά δάχτυλά του ὅταν ἔγινε Χριστιανός, γιά νά μή θεωρεῖται ἄρτιος καί ἱκανός νά τελεῖ τά καθήκοντά του ὡς λευΐτης πού ἦταν, εἴτε τέλος σύμφωνα μέ ἄλλη, ἀλληγορική αὐτή τή φορά ἑρμηνεία, γιατί τό Εὐαγγέλιό του στερεῖται εἰσαγωγῆς καί ἐπιλόγου136. ῾Ο ᾿Επιφάνιος διασώζει τήν πληροφορία ὅτι ὁ Μάρκος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς ῾Εβδομήκοντα Μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὅτι ἀνῆκε σ᾿ ἐκείνους πού ἐσκανδαλίσθηκαν ἀπό τά λόγια πού εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς στό κατά ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο γιά τή βρώση τῆς Σάρκας Του137 καί τόν ἐγκατέλειψαν138. ῎Αλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος ἵδρυσε καί τήν ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Ακηλυΐας τῆς ᾿Ιταλίας καί ἐργάσθηκε ἀποστολικά στή Δύση139, στή Ρώμη καί στά Μεδιόλανα. Τέλος, ἐκκλησιαστική παράδοση γενικότερα θεωρεῖ τόν ᾿Απόστολο Μάρκο ἱδρυτή καί πρῶτο ᾿Επίσκοπο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αλεξάνδρειας140.
῾Ο ᾿Απόστολος Μάρκος μετέβη στήν Αἴγυπτο περί τά τέλη τοῦ ἔτους 62 μ.Χ. ἤ στήν ἀρχή τοῦ ἔτους 63 μ.Χ. Στίς 3 ᾿Απριλίου τοῦ ἔτους 63 μ.Χ., μέρα τοῦ Πάσχα, οἱ ᾿Εθνικοί τόν συνέλαβαν, τόν ὑπέβαλαν σέ φρικτά μαρτύρια καί τόν ἔριξαν στή φυλακή. Τήν ἑπομένη, δεύτερη μέρα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τόν ἔσυραν ἀνά τίς ὁδούς τῆς ᾿Αλεξάνδρειας καί ἐμαρτύρησε, εὐχαριστώντας τόν Θεό διότι ἀξιώθηκε νά μαρτυρήσει ὑπέρ τοῦ ἁγίου ᾿Ονόματος Αὐτοῦ. Οἱ εἰδωλολάτρες θέλησαν νά κάψουν τό ἅγιο λείψανό του σέ τόπο πού ὀνομαζόταν «εἰς τούς ᾿Αγγέλους», ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε καί ναός, τό «᾿Αγγέλιον»141, ἀλλά λόγῳ τῆς θύελλας πού ἐξέσπασε μέ βροχή καί χαλάζι, ἐγκατέλειψαν τό ἱερό λείψανο καί ἔφυγαν. Οἱ Χριστιανοί ἀφοῦ παρέλαβαν τό τίμιο σκήνωμα τοῦ ῾Αγίου τό κατέθεσαν σέ μνημεῖο, ἐπί τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε ναός πρός τιμήν του.
Τό ἱερό λείψανο τοῦ ᾿Αποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ἀργότερα μετακομίσθηκε στή Βενετία ἀπό Βενετούς ναυτικούς. ῾Η πράξη δικαιολογήθηκε πολύ ἀργότερα μέ ἀναφορά σέ κάποια προφητεία πού ῎Αγγελος Κυρίου ἔδωσε στόν ᾿Απόστολο Μάρκο, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό σκήνωμά του θά ἀναπαυόταν κάποτε στή Βενετία. ῾Η γενικῶς ἀποδεκτή ἄποψη τῆς ἱστορίας αὐτῆς ἀπό τούς Βενετούς ἀπεικονίσθηκε σέ ψηφιδωτά μέσα στή βασιλική τοῦ ῾Αγίου Μάρκου. ᾿Εκεῖ ἱστορεῖται τό ἐπιχείρημα δύο Βενετῶν ἐμπόρων οἱ ὁποῖοι, μέ τή βοήθεια δύο ῾Ελλήνων μοναχῶν, ἀφαίρεσαν τό ἱερό λείψανο ἀπό τό προσκύνημά του στήν ᾿Αλεξάνδρεια, δωροδοκώντας τή φρουρά καί ἀντικαθιστώντας τό ἱερό λείψανο μέ τό σκήνωμα ἑνός ἀγνώστου ῾Αγίου. ῞Οταν ἀνέβασαν τό ἱερό λείψανο ἐπάνω στό πλοῖο ἐφρόντισαν νά τό προστατεύσουν ἀπό τά ἐρευνητικά βλέμματα τῶν ᾿Αράβων λιμενικῶν, ἀλλά καί ἀπό τήν εὐωδία ἁγιότητος πού ἀνέδυε, κρύβοντάς το κάτω ἀπό τεμαχισμένα χοιρινά κρέατα. Οἱ ῎Αραβες, ὡς εὐλαβεῖς Μουσουλμάνοι, ἔνιωσαν φρίκη στή θέα καί στή δυσωδία τῶν χοίρων. ῎Ετσι τό πλοῖο μέ τόν πολύτιμο θησαυρό ἀνεχώρησε ἄμεσα. Στό ἐκπληκτικά ταχύ ταξίδι ἐπιστροφῆς στή Βενετία, τό πλοῖο παραλίγο νά συντριβεῖ ὁλοσχερῶς. ῞Ομως ὁ ῞Αγιος ἦταν ἐκεῖ, γιά νά ξυπνήσει τόν κυβερνήτη καί νά ἀποφευχθεῖ συμφορά142.
Τό γεγονός αὐτό εἶναι σίγουρα ἐμπλουτισμένο μέ πλασματικές λεπτομέρειες. ῞Ομως, κλοπή εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Τά ἐλατήρια τῆς κλοπῆς ἦσαν τόσο πολιτικά ὅσο καί θρησκευτικά. Στήν ἀρχή τό ἱερό λείψανο τοποθετήθηκε καί φυλάχθηκε σέ μιά κρυφή αἴθουσα δίπλα στό παλάτι τοῦ δόγη. Στή διαθήκη του, ὁ δόγης ᾿Ιουστινιάνος ὅρισε σύζυγός του νά οἰκοδομήσει ναό πρός τιμήν τοῦ ῾Αγίου Μάρκου ἀνάμεσα στό παλάτι καί τό παρεκκλήσιο τοῦ ῾Αγίου Θεοδώρου. ῾Η ἀνέγερση τοῦ κτίσματος ἄρχισε τό ἔτος 832 μ.Χ. καί ἐτελείωσε μετά ἀπό 34 ἔτη143.
Στό κατά Μάρκον Εὐαγγέλιον εὑρίσκουμε μόνο μερικά χαρακτηριστικά ἐπεισόδια ἀπό τό βίο καί τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, σταχυολογημένα ἀπό τήν πλούσια παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ ἀποσπασματικές αὐτές πληροφορίες ἔχουν ἕνα βαθύτερο θεολογικό σύνδεσμο μεταξύ τους καί ἀποσκοποῦν στό νά δείξουν ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐπραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος. Οἱ θαυματουργικές πράξεις τοῦ Κυρίου στό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μαρτυροῦν γιά τή μεσσιανική ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μέ τήν ὁποία ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ κατανικᾶ τίς δαιμονικές δυνάμεις καί ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν κυριαρχία τους. Τά πραχθέντα ἀποκορυφώνονται στό Σταυρό τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπου θριαμβεύει μέ τήν ᾿Ανάσταση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Γιά τό γεγονός τοῦ Σταυροῦ προετοιμάζει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής τόν ἀναγνώστη ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου του. ῾Η θεολογική σκέψη τοῦ ᾿Αποστόλου Μάρκου κινεῖται μεταξύ τωρινῶν παθημάτων τῶν πιστῶν καί μέλλουσας δόξας μέ ἀποκορύφωμα τή μέλλουσα δόξα.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Αννιανοῦ, ᾿Επισκόπου ᾿Αλεξανδρείας.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Αννιανός, μαθητής τοῦ ῾Αγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ᾿Επίσκοπος καί διάδοχός του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς ᾿Αλεξάνδρειας, ὑπῆρξε κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο Καισαρείας «ἀνήρ θεοφιλής καί κατά πάντα θαυμάσιος». Σύμφωνα μέ τίς ἁγιολογικές εἰδήσεις ἐξασκοῦσε ὡς εἰδωλολάτρης τό ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ στήν ᾿Αλεξάνδρεια. ῞Οταν ὁ ῞Αγιος Μάρκος ἀποβιβάσθηκε ἀπό τό πλοῖο στήν πόλη αὐτή, ἀπευθύνθηκε στόν ᾿Αννιανό γιά νά τοῦ ἐπιδιορθώσει τά χαλασμένα του ὑποδήματα. ῾Ο τελευταῖος ἐπάνω στήν ἐργασία του ἐτραυμάτισε μέ τό ἐργαλεῖο τό ἀριστερό του χέρι. Μετά ἀπό αὐτό τό συμβάν ὁ ᾿Απόστολος Μάρκος τοῦ ἐζήτησε νά πιστέψει στόν Θεό γιά νά θεραπευθεῖ. Καί ἀμέσως ἔκανε πηλό ἀπό τό πτύσμα του καί μέ αὐτόν ἐπάλειψε τό χέρι τοῦ ᾿Αννιανοῦ, ἐπικαλούμενος τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, καί τό χέρι τοῦ ὑποδηματοποιοῦ ἔγινε καλά. ῾Ο ᾿Αννιανός μετά τό θαῦμα ἐβαπτίσθηκε ἀπό τόν ᾿Απόστολο Μάρκο καί τόν διαδέχθηκε στόν ἀλεξανδρινό θρόνο. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 82 μ.Χ. Κατ᾿ ἄλλη μαρτυρία144 ἐτελεύτησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ, δηλαδή τό ἔτος 85 μ.Χ. ῎Αλλη ὅμως παράδοση ᾿Ανατολικῆς προελεύσεως145 ἀναφέρει ὅτι ἐποίμανε τήν ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Αλεξάνδρειας ἐπί δεκαοκτώ ἔτη καί ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 86 μ.Χ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Νίκης.
῾Η ῾Αγία Μάρτυς Νίκη ἐπίστεψε στόν Χριστό διά τῶν θαυμάτων πού συνέβησαν κατά τό μαρτύριο τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ἐπί Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), καί ὑπέστη τόν διά ξίφους μαρτυρικό θάνατο, τό ἔτος 303 μ.Χ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Μαουγαλδίου, ἐπισκόπου τῆς Νήσου τοῦ ᾿Ανθρώπου.
῾Ο ῞Αγιος Μαουγάλδιος καταγόταν ἀπό τήν ᾿Ιρλανδία καί ἦταν στόν πρότερό του βίο ληστής. Στήν ὀρθόδοξη πίστη τόν ὁδήγησε ὁ ῞Αγιος Πατρίκιος. Διά τοῦ βαπτίσματος ἔγινε νέος ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καί γιά νά ἀποφύγει τούς κινδύνους ἀπό τίς κακές συναναστροφές καί τούς πειρασμούς, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ἐγκαταστάθηκε στή Νῆσο τοῦ ᾿Ανθρώπου. Στό νησί αὐτό ὁ ῞Αγιος Πατρίκιος εἶχε ἀποστείλει τόν ῞Αγιο Γερμανό, ὅταν τόν ἐχειροτόνησε ᾿Επίσκοπο. ῾Ο ῞Αγιος Μαουγάλδιος ἔφθασε στό νησί μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Αγίου Γερμανοῦ. Τό ἔτος 498 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπό τούς Χριστιανούς ᾿Επίσκοπος τῆς ἐκεῖ τοπικῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀνάλωσε τόν ἑαυτό του στό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς διαδόσεως τῆς πίστεως.
῾Ο ῞Αγιος Μαουγάλδιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Μακεδονίου Β', πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
῾Ο ῞Αγιος Μακεδόνιος ὑπηρέτησε προηγουμένως ὡς πρεσβύτερος τῆς ᾿Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί σκευοφύλακας τῆς ῾Αγίας Σοφίας. ῾Η ἀνατροφή του ἔγινε μέ τήν ἐπιμέλεια τοῦ θείου του Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Αύ (458-471 μ.Χ.), τόν ὁποῖο ὁ χρονογράφος ᾿Εφραίμιος ἀποκάλεσε τύπο εὐσεβείας καί κάθε καλοῦ.
῾Ο Μακεδόνιος ὁ Βύ διαδέχθηκε τόν Πατριάρχη Εὐφήμιο (489-496 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε στά μέσα τοῦ 496 μ.Χ. ἀπό Σύνοδο πού συγκλήθηκε μέ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Αναστασίου. Μολονότι ὁ Εὐφήμιος ἦταν ἄνδρας πού ἀγωνίσθηκε σθεναρά ὑπέρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, εἶχε ἐπισύρει ἐναντίον του ἄγρια καί χωρίς ἔλεος τή δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορος, ἐχθροῦ τῆς Δύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Χαλκηδόνα. ῾Ο Μακεδόνιος ὁ Βύ δέν ἐδίστασε νά προσέλθει στόν αὐτοκράτορα καί νά ζητήσει ἀπό αὐτόν τήν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου Εὐφημίου, κατά τήν ἐξορία του στά Εὐχάιτα μετά τήν καθαίρεση. ῾Ο ᾿Αναστάσιος ὁ Δίκορος (491-518 μ.Χ.) ἄκουσε μέ δυσαρέσκεια τήν παράκληση τοῦ Μακεδονίου. ῎Εκρινε ὅμως καλό νά τή δεχθεῖ. Καί ὁ Μακεδόνιος, τοῦ ὁποίου ἀγαθή ψυχή συμμεριζόταν τή θλίψη τοῦ ἀδικημένου προκατόχου του, ἔσπευσε ἀμέσως πρός τόν Εὐφήμιο, τόν ἀγκάλιασε ἀδελφικά, τόν ἐφοδίασε δέ καί μέ χρήματα. Συμπεριφορά τόσο περισσότερο ἀξιέπαινη, διότι ὁ Μακεδόνιος ἦταν φτωχός καί τά χρήματα ἐκεῖνα τά εἶχε δανεισθεῖ.
῾Η ἀνάρρηση τοῦ ῾Αγίου Μακεδονίου τοῦ Βύ στό πατριαρχικό ἀξίωμα ἔγινε τό 496 μ.Χ. Διακρίθηκε γιά τόν ἀνεπίληπτο χαρακτήρα του, τή σωφροσύνη καί τήν ἄμεμπτη καθαρότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ του βίου, ἀφοῦ ἔζησε κατά τέτοιο τρόπο ὥστε νά εἶναι γενική ἀναγνώριση τῆς ἐγκράτειας καί τῆς ἁγιότητός του. ᾿Αλλά καί ὡς πρός τό δογματικό μέρος ἐπιτέλεσε τό καθῆκον του, μολονότι ὁ αὐτοκράτορας ᾿Αναστάσιος πολλαπλῶς τόν ἐπίεσε νά φανεῖ εὐνοϊκός πρός τούς ἐχθρούς τῆς Δύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ᾿Ανώτερος ὅμως ὁ Μακεδόνιος ἀπό κάθε κοσμική ἐπιρροή, ἐδήλωνε μέ παρρησία ὅτι καί ἐσεβόταν καί ἀποδεχόταν τό ἔργο τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἐξέφρασε δέ τή λύπη του γιά ἐκείνους τούς ᾿Επισκόπους, οἱ ὁποῖοι χαριζόμενοι στόν αὐτοκράτορα ἀποκήρυτταν τή Σύνοδο.
῾Ο αὐτοκράτορας ᾿Αναστάσιος ἔφερε βαρύτατα τήν ἀνεξάρτητη καί ἱεροπρεπή αὐτή διαγωγή τοῦ Μακεδονίου τοῦ Βύ, γιά τόν ὁποῖο εἶχε ἐλπίσει ὅτι θά ἦταν ὑποχείριό του, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του τήν καθαίρεση καί τήν ἐξορία τοῦ Εὐφημίου. Δέν ἐφανέρωνε ὅμως τή δυσαρέσκεια καί τήν ὀργή του, καθώς ἐκείνη τήν περίοδο ἦταν ἀναγκασμένος νά μεριμνᾶ γιά τήν ἐξασφάλιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς δυναστείας του ἀπό ἐπίμονες στάσεις καί συχνούς κινδύνους. ῾Η ἀνάγκη αὐτή ἐξέλιπε ἀπό τό ἔτος 507 μ.Χ. καί τότε ὁ αὐτοκράτορας πού ἐμπνεόταν ἀπό τήν αἵρεση, ἀφοῦ ἀπέρριψε κάθε ἐπιφύλαξη, διατύπωσε ἔντονα καί πολύ ἀπαιτητικά τίς ἀξιώσεις του πρός τόν Πατριάρχη. ῾Ο Πατριάρχης ὡστόσο ἀντέδρασε. ᾿Από τότε τά ἀνάκτορα ἔγιναν συστηματικό χαλκεῖο τῶν πλέον εὐτελῶν ἀντιδράσεων κατά τοῦ Μακεδονίου τοῦ Βύ. ῞Ενας αὐτοκράτορας εὑρίσκει πάντοτε ὄργανα τῶν σκοπῶν του καί τῶν ὀρέξεών του, καί τέτοιοι ἀσεβεῖς καί ἀνόσιοι ὑπηρέτες παρεῖχαν καθημερινές ἐνοχλήσεις στόν ῞Αγιο Μακεδόνιο. Πληρωμένοι ἄνθρωποι ἐπείραζαν τόν Πατριάρχη καθ᾿ ὁδόν. ῞Ενας δέ ἐπιτέθηκε ἐναντίον του μέ μαχαίρι.
᾿Ακόμη καί κατά τοῦ ἁγνοῦ καί ἀκηλίδωτου βίου τοῦ Πατριάρχου ἐζήτησε ὁ αὐτοκράτορας νά κινήσει ὑποψίες. Διάφοροι συκοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τίς πλέον ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός.
Καί ἄλλο ἐπεισόδιο ὅμως κατέστησε σφοδρότερη τήν ἔνταση μεταξύ τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ αὐτοκράτορος. ᾿Εκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη κάποιος Ξεναΐας, πού παρουσιάσθηκε ὡς ᾿Επίσκοπος τῆς ῾Ιεραπόλεως, καί ἦλθε μέ πρόσκληση αὐτοκρατορική. ῾Ο Ξεναΐας αὐτός, Πέρσης στήν καταγωγή ἀλλά καί στό θρήσκευμα, εἶχε οἰκειοποιηθεῖ τό σχῆμα Χριστιανοῦ ἱερέως καί ἔτσι περιδιάβαινε τίς ᾿Εκκλησίες τῆς ᾿Αντιόχειας, διαδίδοντας αἱρετικά φρονήματα καί κηρύττοντας ὅτι καμιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ᾿Αγγέλων δέν ἔπρεπε νά ὑπάρχει στούς ἱερούς ναούς. ῾Ο Πατριάρχης ᾿Αντιοχείας Καλανδίων ἔδιωξε τόν Ξεναΐα ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του. ῾Ο Πέτρος ὅμως ὁ Κναφεύς ἐχειροτόνησε τόν ἀβάπτιστο Πέρση ᾿Επίσκοπο ῾Ιεραπόλεως καί τόν μετονόμασε Φιλόξενο. Καί ὅταν ἔμαθε κατόπιν ὅτι ἦταν ἀβάπτιστος ὁ ᾿Επίσκοπός του, ἠθέλησε νά τό δικαιολογήσει διά τῆς θεωρίας ὅτι χειροτονία ἀναπληρώνει τό βάπτισμα. ῾Ο Φιλόξενος αὐτός, ἐρχόμενος στήν Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά κυριότερα ὄργανα τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον τοῦ ῾Αγίου Μακεδονίου καί τῆς Δύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ῾Ο Πατριάρχης, γνωρίζοντας τή φαυλότητα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀρνήθηκε νά τόν δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική σχέση. Τό αἴσθημα αὐτό καί τήν ἄποψη τοῦ Πατριάρχου συμμερίζονταν καί οἱ μοναχοί, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός. Παραλίγο δέ νά ἐκραγεῖ στάση. ῾Ο ᾿Αναστάσιος ἀντιλήφθηκε τόν κίνδυνο καί ἀναγκάσθηκε νά ἀπομακρύνει τόν Φιλόξενο ἀπό τήν πρωτεύουσα.
᾿Αλλά τά πράγματα δέν σύχασαν. ῾Η ἐπιμονή τοῦ αὐτοκράτορος καί τυφλότητα τῶν συμβούλων του ἄναβαν καθημερινά καί κορύφωναν τή διάσταση μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου καί τῶν ᾿Ανακτόρων. ᾿Ιδίως κατά τό ἔτος 510 μ.Χ. ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ καί τῶν μοναχῶν κατά τοῦ βασιλέως ἐκδηλώθηκε ἀποφασιστική καί ἀσυγκράτητη. ῎Απειρα πλήθη ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παιδιῶν, ὑπό τίς ὁδηγίες τολμηρότατων μοναχῶν, προέβησαν σέ σφοδρή διαδήλωση ὑπέρ τοῦ Πατριάρχου. Περιερχόμενοι μέ ἔξαψη καί ἀποφασιστικότητα τήν πόλη ἐφώναζαν· «Εἶναι ὥρα, Χριστιανοί, γιά μαρτύριο. Κανείς ἄς μήν ἐγκαταλείψει τόν Πατέρα». Καί προχωρώντας παρακάτω κατήγγειλαν τούς ἐχθρούς τοῦ Πατριάρχου, ὀνομάζοντάς τους αἱρετικούς καί ἀνάξιους νά κυβερνοῦν. Οἱ προσωπικές σχέσεις τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου ἀπό πολύ καιρό εὑρίσκονταν στή μεγαλύτερή τους ἔνταση. Οὔτε κἄν βλέπονταν. Καί ὁ αὐτοκράτορας ὁρκιζόταν ὅτι δέν θά ἀνεχόταν νά τόν δεῖ πλέον στό πρόσωπο. ᾿Αλλά πρίν τή λαοπλημμύρα ἐκείνη καί τήν τόσο ἀπειλητική ἐξέγερση προσῆλθε σέ συνεννόηση μέ τόν Πατριάρχη. Μάταια ὅμως.
῎Οργανα τῆς αὐλῆς τοῦ αὐτοκράτορος πῆραν πρωτοβουλία καί ἔπεισαν δύο φαύλους νά κινήσουν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου αἰσχρές κατηγορίες. Μάταια ὁ Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε καί ἐζήτησε νά δικασθεῖ. ῾Ο ᾿Αναστάσιος μέ στρατιωτική βία τόν ἔδιωξε ἀπό τά Πατριαρχεῖα νύχτα, καί τόν ἐξόρισε κατά τό ἔτος 511 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα καί ἀπό ἐκεῖ στά Εὐχάιτα, ὅπως καί τόν προκάτοχό του Εὐφήμιο. ᾿Αλλά ἐξορία δέν ἦταν ἀρκετή, δέ ἐκδίωξη τοῦ Μακεδονίου ἀπό τό θρόνο χωρίς καθαίρεση ἀποτελοῦσε σκάνδαλο ἐκκλησιαστικό, τό ὁποῖο ἔπρεπε νά οἰκονομηθεῖ. Γι᾿ αὐτό ὁ αὐτοκράτορας, σέ σύμπραξη μέ τόν Τιμόθεο Αύ (511-518 μ.Χ.) τόν ἐπονομαζόμενο Κήλωνα, πού ἦταν διάδοχος τοῦ ῾Αγίου Μακεδονίου, συγκάλεσε Σύνοδο ᾿Επισκόπων πού εἶχαν τήν ἴδια αἱρετική ἄποψη καί ὁποία Σύνοδος δυστυχῶς καθαίρεσε τόν ῞Αγιο Μακεδόνιο.
Στά Εὐχάιτα ὁ ῞Αγιος Μακεδόνιος ἔμεινε μέχρι τό ἔτος 515 μ.Χ. Τότε οἱ Οὗννοι ἔκαναν ἐπιδρομές στή Γαλατία, τόν Πόντο καί τήν Καππαδοκία. ῾Ο Μακεδόνιος ἀναγκάσθηκε γι᾿ αὐτό νά μεταβεῖ ἀπό τά Εὐχάιτα στή Γάγγρα, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 516 μ.Χ.
Σύμφωνα μέ κάποια παράδοση, μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρχου ἕνας ἀπό τούς ὑπηρέτες του τόν εἶδε σέ ὄνειρό του. ῾Η ἐμφάνιση ἐθορύβησε τόν ὑπηρέτη, ὅταν στά αὐτιά του ἀντήχησαν οἱ ἑξῆς λόγοι ἐκ μέρους τοῦ ῾Αγίου· «Πήγαινε στήν Κωνσταντινούπολη καί πές στόν αὐτοκράτορα ὅτι ἐγώ πηγαίνω πρός τούς Πατέρες μου, τῶν ὁποίων τήν πίστη φύλαξα. Θά περιμένω δέ νά ἔλθει ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου μου καί νά δικαστοῦμε ἀπό αὐτόν».
Στά χρόνια τῆς πατριαρχίας τοῦ ῾Αγίου Μακεδονίου ἄρχισε στήν Κωνσταντινούπολη καί μεγαλοπρεπέστερη τέλεση τῆς ἑορτῆς τῶν κορυφαίων ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ ῞Αγιος Μακεδόνιος ἀναδείχθηκε ἀληθινός ᾿Επίσκοπος, ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας ἐνάντια στίς αὐτοκρατορικές αὐθαιρεσίες.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὀκτώ ὁσιομαρτύρων καί ἀναχωρητῶν.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί ὀκτώ ῾Οσιομάρτυρες ἦσαν μοναχοί καί ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ ᾿Αποστολείου τοῦ πανευφήμου ἀποστόλου Πέτρου.
῾Ο ναός αὐτός τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου ἔκειτο πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς ῾Αγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Σιλβέστρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος Σίλβεστρος τῆς ᾿Ομπνόρα ἐγεννήθηκε τό 15ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία. ᾿Από νεαρή λικία εἶχε ἐσωτερικά τόν πόθο νά μονάσει. ῎Ετσι ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί κατέφυγε στή μονή τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπου ὑπῆρξε δόκιμος καί ὑποτακτικός τοῦ ῾Αγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ († 5 ᾿Ιουλίου). ᾿Αφοῦ παρέμεινε ἐκεῖ γιά ἕνα χρονικό διάστημα καί προέκοψε στήν ὑπακοή, ὁ ῞Οσιος Σίλβεστρος ἔλαβε τήν εὐλογία γιά νά μείνει μόνος στήν ἔρημο καί νά συνεχίσει ἐκεῖ τόν ἀσκητικό του ἀγώνα.
Μέσα στό πυκνό δάσος, δίπλα στόν ποταμό ᾿Ομπνόρα ὁ ὁποῖος συνεχίζει τή ροή του στόν ποταμό Κοστρόμα, ἔστησε ἕνα σταυρό στό σημεῖο ὅπου διάλεξε καί ἐξεκίνησε ἀπό ἐκεῖ τόν πνευματικό του ἀγώνα. Γιά μιά μεγάλη χρονική περίοδο κανείς δέν ἤξερε τίποτα γιά τόν ῞Αγιο ἐρημίτη. Τό κελλί του ἀποκαλύφθηκε τυχαῖα ἀπό ἕνα χωρικό, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει τό δρόμο του. Αὐτός εἶπε στόν ἐνοχλημένο ἐρημίτη ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ λαμπρές ἀκτίνες καί ἕνα στρῶμα νεφέλης ἐπάνω ἀπό τήν κατοικία του. ῾Ο ῞Οσιος Σίλβεστρος ἐξέσπασε τότε σέ δάκρυα πικρίας, ἐπειδή τό μέρος τῆς ἀπομονώσεώς του εἶχε ἀνακαλυφθεῖ. ῾Ο προσκυνητής παρεκάλεσε ἐπίμονα τόν ῞Οσιο νά τοῦ μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του.
῾Ο ῞Οσιος Σίλβεστρος εἶπε ὅτι ἐκεῖ ἔμενε γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα τρώγοντας φλοιούς δέντρων καί ρίζες. Στήν ἀρχή ἦταν ἀδύναμος χωρίς ψωμί καί μιά φορά ἔπεσε στό ἔδαφος ἀπό τήν ἀδυναμία του. Τότε, ἕνας ῎Αγγελος μέ τή μορφή ἑνός θαυμασίου ἄνδρα ἐμφανίσθηκε μπροστά του καί τόν ἄγγιξε στό χέρι. ᾿Από ἐκείνη τή στιγμή ὁ ῞Οσιος δέν ἔνιωσε ξανά ἀδυναμία.
῎Αλλη μιά φορά ὁ χωρικός πῆγε πάλι στόν ῞Οσιο καί τοῦ ἔφερε ψωμί καί ἀλεύρι, γιά νά ἔχει προμήθειες.
Αὐτή μοναδική συνάντηση ἦταν ἀρκετή, ὥστε νά μαθευτοῦν σέ πολλούς τά πνευματικά κατορθώματα τοῦ ῾Οσίου. Σύντομα, χωρικοί ἐξεκίνησαν νά ἔρχονται σ᾿ αὐτόν ἀπό τούς γύρω οἰκισμούς. ῾Ο ῞Οσιος Σίλβεστρος τούς ἐπέτρεψε νά χτίσουν κελλιά κοντά στό δικό του κελλί.
῞Οταν πλέον εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀρκετοί ἀδελφοί στή σκήτη, ὁ ῞Οσιος Σίλβεστρος πῆγε στή Μόσχα καί ἐζήτησε τήν εὐλογία τοῦ ῾Αγίου ᾿Αλεξίου († 12 Φεβρουαρίου), γιά νά κατασκευάσει ἕνα ναό ἀφιερωμένο στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ῞Αγιος ῾Ιεράρχης ἔδωσε στόν ῞Οσιο Σίλβεστρο ἕνα ἀντιμήνσιο γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καί τόν ἔκανε γούμενο τῆς νέας μονῆς.
Μέ τήν κατασκευή τῆς ἐκκλησίας ὁ ἀριθμός τῶν ἀδελφῶν αὐξήθηκε γρήγορα καί ὁ ῞Οσιος πολύ συχνά ἀποσυρόταν στό κοντινό δάσος, ὥστε νά ἀπομονώνεται καί νά προσεύχεται. Αὐτός ὁ τόπος ἔλαβε τό ὄνομα «ἀπαγορευμένο ἄλσος», ἐπειδή ὁ ῞Οσιος Σίλβεστρος διέταξε νά μήν κοπεῖ ἀπό ἐκεῖ κανένα δέντρο. Σέ αὐτό τό ἄλσος ὁ ῞Οσιος ἔσκαψε τρία πηγάδια, ἐνῶ ἕνα τέταρτο πηγάδι ἔσκαψε στήν πλευρά ἑνός λόφου στόν ποταμό ᾿Ομπνόρα. ῞Οταν ὁ ῞Οσιος ἐπέστρεφε ἀπό τήν ἀπομόνωσή του, τόν ἐπερίμεναν πολλοί ἄνθρωποι στό μοναστήρι καί ὁ καθένας ἤθελε νά λάβει τήν εὐλογία του καί νά ἀκούσει τίς συμβουλές του.
Κάποια μέρα ὁ ῞Οσιος ἀρρώστησε ἀπό μιά ἀνίατη ἀσθένεια καί οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς, πού στεναχωροῦνταν ὅταν ἔφευγε ἀπό τό μοναστήρι γιά ἀπομόνωση, τώρα ἦταν ἀκόμα πιό θλιμμένοι ἀναλογιζόμενοι τόν ἐπικείμενο θάνατό του. «Μή στενοχωρεῖσθε μέ αὐτό, ἀδελφοί», ἔλεγε ὁ ῞Οσιος γιά νά τούς παρηγορήσει, «γιατί τά πάντα εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ᾿Ακολουθεῖστε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί μή φοβηθεῖτε νά ὑποφέρετε ἀπό δοκιμασίες σέ αὐτή τή ζωή. ῎Ετσι θά λάβετε ἀνταμοιβή στόν Οὐρανό. ᾿Εάν εὕρω παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί ἄν ζωή μου Τόν εὐχαρίστησε, τότε αὐτός ὁ ἅγιος τόπος δέν θά διαλυθεῖ μετά ἀπό τήν ἀναχώρησή μου. Προσευχηθεῖτε στόν φιλάνθρωπο Θεό καί στήν πάναγνη Μητέρα Του, ὥστε νά ἐλευθερωθεῖτε ἀπό τόν πειρασμό».
῾Ο ῞Οσιος Σίλβεστρος ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1479 καί ἐνταφιάσθηκε στή δεξιά πλευρά τοῦ ναοῦ τῆς ᾿Αναστάσεως.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Βασιλείου, τοῦ ῾Ησυχαστοῦ, τοῦ ἐκ Ρουμανίας.
῾Ο ῞Οσιος Βασίλειος, ὁ ῾Ησυχαστής, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1692 στή Ρουμανία. ᾿Ασκήτεψε θεοφιλῶς στό ῞Αγιον ῎Ορος καί στήν περιοχή Ποϊάνα Μαρουλούϊ τῆς Ρουμανίας. ῾Υπῆρξε διδάσκαλος τοῦ ῾Οσίου Παϊσίου (Βελιτσκόφσκϊυ) καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1767.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|