3 Απριλίου
† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Νικήτα, τοῦ ῾Ομολογητοῦ, γουμένου τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου.
῾Ο ῞Οσιος Νικήτας καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας καί ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. Σέ βρεφική λικία ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα καί τήν ἀνατροφή του τήν ἀνέλαβαν ἐνάρετη γιαγιά του καί ὁ εὐσεβής Φιλάρετος, ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε ἀπό πολύ ἐνωρίς τήν ἐκπαίδευσή του σέ κάποιο κληρικό φημισμένο γιά τίς παιδαγωγικές καί πνευματικές του ἀρετές. ῎Ετσι ὁ νεαρός Νικήτας ἀπόκτησε ἀξιόλογη κοσμική καί πνευματική παιδεία.
᾿Αφοῦ ἐγκατέλειψε πατέρα, μητέρα, ἀδελφούς, ἀδελφές, συγγενεῖς, σπίτι, πατρίδα, πλούτη, καί ἐσήκωσε τό σταυρό του μέ προθυμία, ἀκολούθησε τόν Χριστό καί ἔγινε ἄξιος μαθητής αὐτοῦ.
Σέ νεαρά λικία κατέφυγε στήν περίφημη μονή τοῦ Μηδικίου τῆς Τριγλίας, ὅπου γρήγορα, γιά τίς πολλές του ἀρετές, κατέκτησε τήν ἀγάπη καί τήν ἐκτίμηση ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, οἱ ὁποῖοι μετά τό θάνατο τοῦ γούμενου Νικηφόρου τόν ἐξέλεξαν γούμενο τῆς μονῆς, ἐπί Πατριάρχου Ταρασίου (784-806 μ.Χ.).
Λόγῳ τῆς σταθερᾶς πίστεώς του στή διδασκαλία καί παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας γιά τίς ἱερές εἰκόνες ὁ ῞Οσιος ἐξορίσθηκε, ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Εύ (813-820 μ.Χ.), στήν κωμόπολη Μασαλεών τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. ᾿Από ἐκεῖ ἀνακλήθηκε γιά νά ἐξορισθεῖ ἐκ νέου, τό 815 μ.Χ., στή νῆσο τῆς ῾Αγίας Γλυκερίας κοντά στόν ᾿Ακρίτα. ᾿Επανέκαμψε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλέως Μιχαήλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.) καί ἐγκαταστάθηκε σέ κάποιο μετόχι στό βόρειο τμῆμα τῆς πόλεως, τό ὁποῖο πιθανῶς ἀνῆκε στή μονή Πελεκητῆς. Πρός τόν ῞Οσιο ἔγραφε συνεχῶς ὁ ῞Αγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. ῾Ο ῞Οσιος Νικήτας ὁ ῾Ομολογητής ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στόν τόπο πού εἶχε ἐγκατασταθεῖ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ιωσήφ, τοῦ ῾Υμνογράφου.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωσήφ ἐγεννήθηκε στή Σικελία, τό ἔτος 816 μ.Χ., ἀπό ἐνάρετους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Πλουτίνο καί τήν ᾿Αγάθη. Τά περί τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεώς του τά γνωρίζουμε ἀπό τό Βίο πού συνέταξε ὁ μαθητής καί διάδοχός του στή μονή του Θεοφάνης, συμπληρωματικά δέ ἀπό τά ἐγκώμια πού τοῦ ἀφιέρωσαν ὁ ᾿Ιωάννης Διάκονος καί ὁ Θεόδωρος Πεδιάσιμος.
῾Ο ῞Οσιος ἀναγκάσθηκε νά φύγει ἀπό τή γενέτειρά του οἰκογενειακῶς, λόγῳ τῆς ἐντάσεως τῶν ᾿Αραβικῶν ἐπιδρομῶν πού ἔπειτα ἀπό λίγο καιρό ἐπρόκειτο νά καταλήξουν στήν κατάληψη τῆς νήσου, καί νά μεταναστεύσει στήν Πελοπόννησο. Σέ λικία δεκαπέντε ἐτῶν ἀποχωρίσθηκε τούς γονεῖς του καί μετέβη στή Θεσσαλονίκη καί συγκεκριμένα στήν περίφημη μονή Λατόμου, ὅπου ἐπιδόθηκε στή μοναχική ἄσκηση ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου), ἀσκώντας τό ἔργο τοῦ ὀξυγράφου.
Μετά ἀπό ἐννέα χρόνια παραμονῆς στή Θεσσαλονίκη, τό ἔτος 840 μ.Χ., μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη μαζί μέ τόν ῞Αγιο Γρηγόριο καί ἐγκαταστάθηκε στή μονή τοῦ ῾Αγίου ῾Ιερομάρτυρος ᾿Αντίπα. Δέν παρέμεινε ὅμως γιά πολύ ἐκεῖ ἀπερίσπαστος, διότι τό ἑπόμενο ἔτος ἀπεστάλη ἀπό τούς ᾿Ορθοδόξους τῆς Βασιλεύουσας στή Ρώμη γιά διαβουλεύσεις ἐπί τοῦ θέματος τοῦ διωγμοῦ ἀπό τούς εἰκονομάχους. Δέν κατόρθωσε νά φέρει εἰς πέρας τήν ἀποστολή, διότι τό πλοῖο του ἐνέπεσε στά χέρια ᾿Αράβων πειρατῶν καί αὐτός ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στήν ἀραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, ἀπ᾿ ὅπου ἐλευθερώθηκε μέ τίς φροντίδες φιλάνθρωπων πιστῶν καί μέ θαῦμα τοῦ ῾Αγίου Νικολάου.
Κατά τό βραχύ χρόνο αὐτῆς τῆς περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Τό ἕνα, πού σχετιζόταν ἰδιαίτερα μέ αὐτόν, ἦταν ὁ θάνατος τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου καί τό ἄλλο, πού ἀφοροῦσε τήν ᾿Εκκλησία ὁλόκληρη, ἦταν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
῞Οταν διά τῆς Θεσσαλονίκης ἐπανῆλθε πάλι στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 843 μ.Χ., ἔζησε ἐπί δύο χρόνια ὡς ἔγκλειστος στή μονή τοῦ ῾Αγίου ᾿Αντίπα. ῎Επειτα ἔζησε στά κτήρια τοῦ ναοῦ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐπί πενταετία, ἕως ὅτου ἵδρυσε ἰδική του μονή, τό ἔτος 850 μ.Χ., ἀφιερωμένη στόν ᾿Απόστολο Βαρθολομαῖο. ᾿Εκεῖ ἀπέθεσε καί τά ἱερά λείψανα τοῦ ᾿Αποστόλου πού εἶχε φέρει ἀπό τή Θεσσαλονίκη, καθώς ἐπίσης καί τά σκηνώματα τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου καί τοῦ συνασκητοῦ του ᾿Ιωάννου. ῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωσήφ παρακαλοῦσε μέ δάκρυα καί στεναγμούς τόν ᾿Απόστολο Βαρθολομαῖο νά τόν βοηθήσει στή σύνθεση ὕμνων. Καί, πράγματι, ἐπέτυχε ἐκεῖνο πού ἐποθοῦσε ψυχή του. Εἶδε σέ ὀπτασία ἕναν ἄνδρα μέ ἐμφάνιση ᾿Αποστόλου, πού προκαλοῦσε τό δέος καί ὁ ὁποῖος πῆρε ἀπό τήν ῾Αγία Τράπεζα τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τοῦ τό ἔβαλε ἐπάνω στό στῆθος καί τόν εὐλόγησε. Τοῦτο ὑπῆρξε καί ἀπαρχή τοῦ θείου χαρίσματος πού ὁ ῞Οσιος ἐπιθυμοῦσε.
Μετά τήν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχου ᾿Ιγνατίου καί τήν ἄνοδο τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, τό ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωσήφ ἐξορίσθηκε ἀπό τόν Βάρδα στήν Κριμαία, προφανῶς ὡς ὀπαδός τοῦ πρώτου καί ἴσως ὡς λατινόφιλος κατά κάποιο τρόπο, ἀφοῦ πρό ἐτῶν εἶχε σταλεῖ γιά νά ζητήσει τή βοήθεια τῆς Ρώμης. Δέν ἔμεινε ὅμως στήν ἐξορία γιά πολύ καιρό καθώς, ὅπως ἀποδείχθηκε καί ἀπό τή μετέπειτα στάση του, ὁ ἱερός Φώτιος τόν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα.
῞Οταν τό ἔτος 867 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης ᾿Ιγνάτιος ἀνέβηκε γιά δεύτερη φορά στό θρόνο, ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωσήφ ἔγινε σκευοφύλαξ τῆς ῾Αγίας Σοφίας καί διατήρησε αὐτή τή θέση κατά τή διάρκεια τῆς δευτέρας πατριαρχίας τοῦ ῾Αγίου Φωτίου. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό ἔτος 886 μ.Χ.
῾Ο κύριος ὄγκος τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ ῾Οσίου συνίσταται σέ Κανόνες, πού ἀφθονοῦν στά ἔντυπα βιβλία καί τά χειρόγραφα. ῾Η συμβολή τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωσήφ στήν ὑμνογραφική ὁλοκλήρωση τῆς ᾿Οκτωήχου εἶναι καθοριστική, δεδομένου ὅτι ἐκάλυψε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἑβδομάδος, πλήν τῆς Κυριακῆς τῆς ὁποίας τούς Κανόνες εἶχαν συντάξει ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελωδός καί ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στά Μηναῖα ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωσήφ εἶναι ὁ πλουσιότερα ἐκπροσωπούμενος ὑμνογράφος, ἀφοῦ διατηροῦνται σέ αὐτά 165 Κανόνες του μέ ὁμοιόμορφη δομή, πού ἐξυμνοῦν ῾Αγίους δευτέρας συνήθως ἑορταστικῆς τάξεως, δεδομένου ὅτι οἱ ἐξέχουσες ἑορτές εἶχαν ἤδη καλυφθεῖ ὑμνογραφικά.
᾿Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεῖ ὁ Κανών στόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο, στόν ὁποῖο ἀκολουθεῖ Εἱρμούς τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί ὑμνεῖ τή Θεοτόκο μέ ἀτελείωτη σειρά ἐπιθέτων καί εἰκόνων, ὡς ἄφλεκτη βάτο, νεφέλη ὁλόφωτη, ρόδο ἀμάραντο, μῆλο εὔοσμο, περιστερά καί τά παρόμοια.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ελπιδοφόρου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ελπιδοφόρος ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Βιθυνίου, Γαλύκου καί Δίου.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Βιθύνιος ἤ Βυθόνιος, Γάλυκος καί Δίος, σύμφωνα μέ τό Λαυρεωτικό Κώδικα10, μέ αὐτοπροαίρετη διάθεση, γνώμη καί ὁμοψυχία παρέστησαν στόν ἄρχοντα τῆς πόλεώς τους, τόν ἔλεγξαν γιά τήν παράνομη ἀσέβεια καί τίς εἰδωλολατρικές θυσίες καί ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. ῾Ο ἄρχοντας τότε, ἐπειδή οἱ ᾿Εθνικοί προετοιμάζονταν ἐκείνη τή στιγμή νά προσφέρουν θυσία στά εἴδωλα, τούς εἶπε νά θυσιάσουν πρῶτα στούς θεούς καί ἔπειτα θά ἔκανε ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν. Οἱ ῞Αγιοι, προσποιούμενοι ὅτι θά θυσιάσουν στά εἴδωλα, εἰσῆλθαν στόν εἰδωλολατρικό ναό καί συνέτριψαν τά εἴδωλα. ῞Υστερα ἀπό αὐτό οἱ φτωχοί τῆς πόλεως ἄρχισαν νά μαζεύουν τά συντρίμματα τῶν εἰδώλων, ὅσα ἦσαν ἀργυρά καί χρυσά, διότι ὑπῆρχε τότε λιμός μεγάλος.
Μόλις ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας καί οἱ εἰδωλολάτρες εἶδαν τά γενόμενα, ἐθεώρησαν ὅτι οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες καθύβρισαν τήν πλάνη τους. Γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ τούς συνέλαβαν, τούς ἔδεσαν μέ σχοινιά καί τούς ἔσυραν στήν ἀγορά χτυπώντας τους. ῎Αλλοι τούς κατέκοβαν τίς σάρκες μέ τά δόντια τους καί ἄλλοι τούς ἐκτυποῦσαν μέ πέτρες καί ξύλα. Τό μαρτύριό τους ἐκράτησε τρεῖς μέρες καί νύχτες. Βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες τή σθεναρή στάση καί τήν πίστη τῶν ῾Αγίων τούς ἔριξαν στή θάλασσα, ἀφοῦ τούς ἐκρέμασαν βαριές πέτρες. ῞Ομως ῎Αγγελος Κυρίου τούς διέσωσε καί τούς ὁδήγησε στή στεριά. Πολλοί ἀπό τούς ᾿Εθνικούς πού εἶδαν τό θαῦμα προσῆλθαν στόν Χριστό καί ἐβαπτίσθηκαν.
Στή συνέχεια, μέ ἐντολή τοῦ ἄρχοντος, οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες ἀποκεφαλίσθηκαν καί ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ῾Ιλλυριοῦ, τοῦ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Μυρσινῶνος ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Οσιος ῾Ιλλυριός ἀσκήτεψε στό ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Νεκταρίου, τοῦ Μπεζέτσκ.
῾Ο ῞Οσιος Νεκτάριος τοῦ Μπεζέτσκ ἔζησε στή Ρωσία καί ἦταν μοναχός στό μοναστήρι τῆς ῾Αγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου. Στά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα πυκνό δάσος, στό ὑψηλότερο μέρος τῆς περιοχῆς τοῦ Μπεζέτσκ, ὅπου ἀσκήτευσε θεοφιλῶς.
᾿Εκεῖ συγκεντρώθηκε πλῆθος μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι σέ σύντομο χρονικό διάστημα ἔχτισαν μιά ἐκκλησία ἀφιερωμένη στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Τό νέο μοναστήρι ἦταν ἕνα ἀπό τά φτωχότερα καί σύμφωνα μέ τό Χρονικό τῆς μονῆς ἐκτίσθηκε μέ δάκρυα, νηστεία καί ἀγρυπνία. Μέ ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ὁ ῞Οσιος Νεκτάριος ἐπιλέχθηκε ὡς γούμενος.
῾Ο ῞Οσιος Νεκτάριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1492.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Παύλου, τοῦ Ρώσου, τοῦ ᾿Απελευθέρου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπό τή Ρωσία. Αἰχμαλωτίσθηκε σέ παιδική λικία ἀπό τούς Τάταρους, ἀπό τούς ὁποίους τόν ἀγόρασε κάποιος Χριστιανός τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο. Στή Βασιλεύουσα ὁ ῞Αγιος ἐνυμφεύθηκε Ρωσίδα γυναίκα, πού ἦταν πρῶτα αἰχμάλωτη, μετά τῆς ὁποίας ἐζοῦσε βίο εὐσεβή καί φιλόθεο.
῞Ομως ὁ ῞Αγιος, πού ἔπασχε ἀπό τή νόσο τῆς ἐπιληψίας, κάποια στιγμή σέ ὥρα κρίσεως, ἐνῶ οἱ γείτονές του τόν ὁδηγοῦσαν στό ναό τῆς Θεομήτορος τῆς ἐπιλεγομένης τοῦ Μογλουνίου, ὅταν συνάντησε στό δρόμο κάποιους Τούρκους, ἄρχισε νά ζητᾶ βοήθεια ἀπό αὐτούς καί νά φωνάζει «Εἶμαι ᾿Αγαρηνός».
Οἱ Τοῦρκοι ἀνέφεραν τά συμβάντα στό βεζίρη, ὁ ὁποῖος διέταξε τή σύλληψη τοῦ ῾Αγίου Παύλου καί τῶν ἱερέων τοῦ ναοῦ. ῞Οταν ὁ ῞Αγιος συνῆλθε ἀπό τήν κρίση τῆς ἀσθένειάς του, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐζήτησε νά ὁμολογήσει ἐπίσημα τό Μουσουλμανισμό, ὑποσχόμενος πλοῦτο καί τιμές καί ἀπειλώντας μέ βασανιστήρια καί θάνατο. ῾Ο Παῦλος, ἐνδυναμούμενος καί ἀπό τή σύζυγό του, ὁμολόγησε μέ παρρησία τό ῎Ονομα τοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι τόν ἔριξαν στή φυλακή καί τόν ἐβασάνισαν. ᾿Αφοῦ ἐκήρυξε καί πάλι τήν πίστη του στόν Χριστό μπροστά στό βεζίρη, τή Μεγάλη Παρασκευή τοῦ ἔτους 1683, ὁδηγήθηκε δέσμιος στόν ἱππόδρομο ᾿Ατμεϊντάν, ὅπου τοῦ ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ ᾿Αμαράντου Ρόδου.
῾Η ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ ᾿Αμαράντου Ρόδου τιμᾶται στή Μόσχα, στό Βορονέζ καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας, ὅπου φυλάσσονται ἀ-ντίγραφα αὐτῆς. Στήν εἰκόνα ῾Υπεραγία Θεοτόκος κρατᾶ τό Θεῖο Βρέφος στό δεξί της χέρι καί στό ἀριστερό της χέρι ὑπάρχει ἕνα μπουκέτο ἀπό κρίνους. Αὐτό τό μπουκέτο συμβολικά δηλώνει τό ἀμάραντο ἄνθος τῆς παρθενίας τῆς ᾿Αειπαρθένου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|