7 Απριλίου
†Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Καλλιοπίου, τοῦ ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Καλλιόπιος καταγόταν ἀπό τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Σέ πολύ μικρή λικία ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα καί ἐνάρετη μητέρα του Θεόκλεια τόν ἀνέθρεψε καί τόν ἐγαλούχησε μέ τά νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. ῎Ετσι κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν ὁ νεαρός Καλλιόπιος ὄχι μόνο δέν ἐφοβήθηκε, ἀλλά ἀντιθέτως ἐμψύχωνε καί παρηγοροῦσε τούς ὀλιγόψυχους. ᾿Ενῶ ὁ διωγμός εἶχε κηρυχθεῖ, ὁ ῞Αγιος ἀνεχώρησε γιά τήν Πομπηϊούπολη, ὅπου αὐτοβούλως παρουσιάσθηκε στόν ἔπαρχο Μάξιμο, τόν ὁποῖο ἔλεγξε γιά τά ἐγκλήματά του κατά τῶν Χριστιανῶν. ᾿Οργισμένος ὁ ἔπαρχος διέταξε νά τόν συλλάβουν, νά τόν βασανίσουν καί νά τόν κλείσουν στή φυλακή. Μαζί του εἰσῆλθε στή φυλακή καί μητέρα του, ὁποία ἐσπόγγιζε τό αἷμα τοῦ υἱοῦ της. Γιατί ἀφοῦ ἔδωσε ὅλο τόν πλοῦτο της στούς πτωχούς, ἀκολούθησε τό παιδί της στήν πορεία πρός τό μαρτύριο. ᾿Αφοῦ ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή τόν ῞Αγιο, τόν κατεδίκασαν σέ σταυρικό θάνατο. ῎Ετσι ἔγινε κοινωνός μέ τόν Χριστό ὄχι μόνο στό Πάθος ἀλλά καί στήν μέρα ἀκόμη. Γιατί ἦταν Μεγάλη Παρασκευή ὅταν ἐσταυρώθηκε. ῾Η μητέρα του ἔδωσε στούς δήμιους πέντε χρυσά νομίσματα καί τούς παρακάλεσε νά μή σταυρώσουν τόν υἱό της ὅμοια μέ τόν Χριστό, ἀλλά μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω. Καί ἀφοῦ ἐσταυρώθηκε τήν τρίτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς, παρέδωσε τό πνεῦμα. ῾Η δέ μητέρα του, ἀφοῦ ἔπεσε ἐπάνω στόν ἐσταυρωμένο υἱό της, παρέδωσε τήν ψυχή της.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ᾿Επιφανίου, Ρουφίνου καί Δονάτου τῶν μαρτύρων, καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς ᾿Επιφάνιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ᾿Επίσκοπος, καί οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Ρουφίνος, ὁ διάκονος, καί Δονάτος ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς στήν ᾿Αφρική34.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ρουφίνου, τῆς ἁγίας μάρτυρος ᾿Ακυλίνης, καί τῶν σύν αὐτοῖς διακοσίων Μαρτύρων τῶν ἐν Σινώπῃ ἀθλησάντων.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Ρουφίνος, ὁ διάκονος, καί ῾Αγία Μάρτυς ᾿Ακυλίνα ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους διακόσιους Χριστιανούς στή Σινώπη κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.).
῎Οντας ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ ῞Αγιος Ρουφίνος διάκονος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐδίδασκε πολλούς στό ῎Ονομα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό συνελήφθη καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. ῾Η Χριστιανή ᾿Ακυλίνα, ἐπειδή τόν ἐπισκέφθηκε, συνελήφθη καί ἴδια. Καί οἱ δύο, ἀφοῦ ἐπαρουσιάσθηκαν στόν ἄρχοντα, ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό καί ἐβασανίσθηκαν σκληρά. ῞Ομως, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐθαυματούργησαν καί προετοίμασαν τούς παρευρισκόμενους διακόσιους στρατιῶτες νά πιστέψουν στόν Χριστό. ῾Ο ἄρχοντας ὀργισμένος διέταξε νά θανατωθοῦν ὅλοι μέ μαχαίρι. Καί ἀφοῦ τούς ἔδεσαν οἱ δήμιοι, τούς ὁδήγησαν στόν τόπο τῆς ἀθλήσεως καί τούς ἀποκεφάλισαν ὅλους. ῎Ετσι οἱ ῞Αγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἔλαβαν ἀπό τόν δωρεοδότη Κύριο τό στέφανο τῆς δόξας καί τοῦ μαρτυρίου.
Σύμφωνα μέ τόν Λαυριωτικό Κώδικα35 οἱ ῞Αγιοι παρηκολούθησαν τό μαρτύριο τοῦ ῾Αγίου Χριστοφόρου.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Γεωργίου, ἐπισκόπου Μυτιλήνης, τοῦ Σημειοφόρου.
῾Ο ῞Αγιος Γεώργιος, ᾿Επίσκοπος Μυτιλήνης, ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. ᾿Αγωνίσθηκε σθεναρά κατά τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων καί ἐξορίσθηκε σέ κάποιο νησί τῆς Προποντίδος, ὅπου καί ἀπέθανε ἀπό τίς κακουχίες τό ἔτος 821 μ.Χ. σέ λικία σαράντα πέντε ἐτῶν. Τό τίμιο λείψανό του παρέμεινε ἐνταφιασμένο ἐπί εἴκοσι χρόνια στόν τόπο τῆς ἐξορίας. ᾿Επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (842-847 μ.Χ.), μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἔγινε ἀνακομιδή πολλῶν ἱερῶν λειψάνων ῾Αγίων πού ἀπέθαναν στήν ἐξορία, ὅπως τοῦ Θεοφυλάκτου Νικομηδείας, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί τοῦ Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως.
Τότε, καί συγκεκριμένα κατά τά ἔτη 846-847 μ.Χ., ἀνεκομίσθηκε στή Μυτιλήνη μέ πολλές τιμές καί τό τίμιο σκήνωμα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου. Νά πῶς περιγράφεται στό Βίο του τό γεγονός αὐτό· «Πάντες οἱ τῆς νήσου Μυτιλήνης οἰκήτορες, ἅμα πρεσβυτέροις καί παντί τῷ κλήρῳ παρεγένοντο ἔνθα κατέκειτο τό σῶμα τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν καί ὁμολογητοῦ Γεωργίου, καί δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός ἀγρυπνήσαντες, τῇ ἐπιούσῃ μέρᾳ λαβόντες τό σῶμα μετά ψαλμῶν καί ὕμνων ἀπεκόμισαν αὐτό εἰς τήν ἰδίαν νῆσον καί κατέθεικαν αὐτό μετά καί τῶν λοιπῶν πατέρων, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι»36.
Εὐλαβής παράδοση, πού διασώθηκε μέχρι τίς μέρες μας, θεωρεῖ ὡς τόπο ταφῆς τοῦ ῾Αγίου τή θέση «Τρία Κυπαρίσσια» (Σαρῆ Μπαμπᾶ), κοντά στό παρεκκλήσι τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου. Κατά τό 18ο αἰώνα μ.Χ. ἐσώζετο καί ἐτιμᾶτο στή Μυτιλήνη χείρα τοῦ ῾Αγίου. Αὐτή πιθανῶς εἶναι δεξιά χείρα πού σώζεται σήμερα στό Σκαλοχώρι καί φέρει ἐπιγραφή «῞Αγιος Γιόργις», καί κοινῶς θεωρεῖται ὡς χείρα τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Λευκίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος Λεύκιος ἦταν ἱδρυτής καί γούμενος τῆς μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολάμσκ τῆς Ρωσίας, κοντά στόν ποταμό Ρούζα. ᾿Εκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 1492.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Δανιήλ, τοῦ Περεγιασλάβλ.
῾Ο ῞Οσιος Δανιήλ, κατά κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1459-1460 στό Περεγιασλάβλ-Ζελέσκϊυ τῆς Ρωσίας ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Κωνσταντίνο καί τή Θεοδοσία, ὁποία ἀργότερα ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Θέκλα. ᾿Από μικρή λικία ἐδιδάχθηκε τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας κοντά στόν γούμενο τῆς μονῆς Νικίτσκϊυ τοῦ Περεγιασλάβλ ᾿Ιωνᾶ. ῎Εγινε μοναχός στή μονή τοῦ ῾Οσίου Παφνουτίου (Μπορόβσκι) καί τήν πνευματική του ζωή καθοδήγησε ὁ ῞Αγιος Λεύκιος τοῦ Βολοκολάμσκ (7 ᾿Απριλίου).
῞Οταν ὁ ῞Οσιος Δανιήλ ἐπέστρεψε στή γενέτειρά του, ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στούς φτωχούς καί τόν ἐνταφιασμό τῶν ἀστέγων. Στή συνέχεια ἵδρυσε μονή κοντά στό κοιμητήριο τῆς πόλεως καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1540.
῾Η ᾿Εκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 28 ᾿Ιουλίου καί στίς 30 Δεκεμβρίου.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Γερασίμου τοῦ Βυζαντίου.
῾Ο ῞Οσιος Γεράσιμος, ὁ διδάσκαλος, καταγόταν ἀπό εὐσεβές γένος. ᾿Εγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, στά λεγόμενα ῾Υψωμάθεια, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Συναναστράφηκε στήν πατρίδα του μέ σοφούς ἄνδρες, ἦλθε στήν Πάτμο, ὅπου ἐμαθήτευσε κοντά στόν πιό σοφό δάσκαλο τοῦ Γένους, τόν ὅσιο Μακάριο τόν Καλογερά, στήν περιώνυμη Πατμιάδα Σχολή καί ἀνέλαβε τήν καθοδήγησή της μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μακαρίου. ᾿Αφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες, ἔγινε μοναχός στή βασιλική καί πατριαρχική Μονή τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καί Θεολόγου ᾿Ιωάννου στήν Πάτμο, στήν ὁποία καί ἐχειροτονήθηκε ἱερέας.
᾿Επολιτεύτηκε μέ ὅσιο καί καλό τρόπο, ὑπῆρξε ἄριστος παιδαγωγός τῶν νέων καί ἐφώτισε τούς πάντες. ᾿Αφοῦ ἀρρώστησε ἀπό λιθίαση, ἀνεχώρησε γιά τή Σμύρνη πρός θεραπεία τῆς ἀρρώστιας του. ᾿Επειδή δέν ἐπέτυχε τόν σκοπό του, πῆγε στήν Κρήτη, ὅπου ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τό ἔτος 1770 καί ἐτάφηκε στήν ῾Ιερά Μονή τῆς Παναγίας Τριάδος, τήν ἐπονομαζόμενη τῶν Τζαγκαρόλων. Μόλις ἔμαθαν οἱ μοναχοί στήν Πάτμο τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου κατέφθασαν μέ πλοῖο στήν Κρήτη, ζητώντας τό τίμιο λείψανό του. ῞Οταν ἠρνήθησαν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τῆς ῾Αγίας Τριάδος νά ἀποδώσουν τόν πολύτιμο θησαυρό «ὅν ἀπέστειλεν αὐτοῖς ὁ Θεός» ἔγινε ἀγρυπνία καί κατά τή διάρκεια τοῦ χερουβικοῦ ῞Υμνου ἐκόπη αὐτομάτως τό ἱερό δεξί χέρι τοῦ ῾Οσίου, τό ὁποῖο ἔλαβαν καί μετέφεραν οἱ μοναχοί στήν Πάτμο, ὅπου εὑρίσκεται μέχρι σήμερα, ἀναβλύζοντας τίς δωρεές τῆς χάριτος σέ ὅσους προσέρχονται σέ αὐτή μέ πίστη.
Τό χαριτόβρυτο λείψανο τοῦ ῾Οσίου πού φυλασσόταν κάτω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα τοῦ Καθολικοῦ τῆς σεβασμίας Μονῆς τῶν Τζαγκαρόλων, μαζί μέ τό λείψανο τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ακακίου, πού ἔζησε ὁσιακῶς στή Μονή καί ἐτελειώθηκε ὁ βίος του σέ αὐτήν, παραδόθηκε στή φωτιά ἀπό μιαρούς ᾿Αγαρηνούς πού ἐπέδραμαν ἐναντίον τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τό ἔτος 1720 καί τήν ἔκαψαν. ᾿Εχάθηκε ἔτσι ὁ σπουδαῖος αὐτός θησαυρός τῆς χάριτος.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Αγαπητοῦ, τοῦ Τυφλοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αγαπητός ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στή μονή Βάλαμο τῆς Φινλανδίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1905.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Σάββα, τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Καλύμνῳ ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Οσιος Σάββας ὁ Νέος, κατά κόσμον Βασίλειος, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1862 στήν ῾Ηρακλείτσα τῆς περιφέρειας ᾿Αβδίμ τῆς ᾿Ανατολικῆς Θράκης ἀπό πτωχούς καί ἁπλοϊκούς γονεῖς, τόν Κωνσταντίνο καί τή Σμαραγδή.
῾Ο Βασίλειος ἐμεγάλωσε ἔχοντας βαθιά πίστη καί μεγάλη εὐσέβεια, καί προσπαθώντας νά μιμηθεῖ τήν ἄσκηση τῶν ῾Αγίων τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Σέ λικία δώδεκα ἐτῶν ὁ Βασίλειος διεπίστωνε καθημερινά ὅτι τό ἐπάγγελμα πού ἀσκοῦσε δέν ἦταν στά μέτρα του καί ἐποθοῦσε μιά ἄλλη ζωή. ῎Ηθελε νά ζήσει μόνο γιά τόν Χριστό καί νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. ῎Ετσι ἔλαβε πλέον τήν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νά φύγει, ἐγκαταλείποντας τά ἐγκόσμια καί κάνοντας πράξη τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ». Κατευθύνεται στό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν ῾Ιερά Σκήτη τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, ὅπου ἐπί δώδεκα ἔτη ζεῖ πλέον μέ προσευχή καί αὐστηρή ἄσκηση.
῎Εντονη ἦταν καί ἐπιθυμία τοῦ ῾Οσίου νά ἐπισκεφθεῖ τούς ῾Αγίους Τόπους, τήν ὁποία πραγματοποιεῖ ἀφοῦ πρῶτα διέρχεται ἀπό τή γενέτειρά του. Δέος τόν καταλαμβάνει καθώς ἀντικρίζει τόν Πανάγιο Τάφο. ᾿Ελπίζοντας πάντα στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στήν ἱερά μονή τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου Χοζεβᾶ, ὅπου ἔπειτα ἀπό τριετή ἐνάρετο βίο κείρεται μοναχός τό 1890 καί ἀργότερα, τό ἔτος 1894, ἀποστέλλεται ἀπό τόν γούμενο τῆς μονῆς Καλλίνικο στή Σκήτη τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, κοντά στόν ἀρχιμανδρίτη ῎Ανθιμο, γιά νά ἀσκηθεῖ στήν ἁγιογραφία. Τό 1902 χειροτονεῖται διάκονος καί τό ἑπόμενο ἔτος πρεσβύτερος. Διακονεῖ δέ μέχρι τό ἔτος 1906 ὡς ἐφημέριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου γνωρίζεται μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τόν μετέπειτα ᾿Αρχιεπίσκοπο ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε γιά τόν ῞Αγιο Σάββα στόν Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πρίν ἀκόμη ὁ ῞Αγιος κοιμηθεῖ· «Νά ξέρεις, Γεράσιμε, ὅτι ὁ πατήρ Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».
Τό ἔτος 1907 ἐπανέρχεται στή μονή Χοζεβᾶ, ὅπου διάγει βίο ἀσκητικό μέ τέλεια ὑποταγή στούς ἀσκητικούς κανόνες, ἄκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντός ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀκολουθώντας τό πατερικό «ὁ ἀκτήμων μοναχός, ὑψιπέτης ἀετός». ῾Η τροφή του ἦταν μιά κουταλιά βρεγμένο σιτάρι καί νερό ἀπό τόν ποταμό.
Τό ἔτος 1916 ἐπιστρέφει ὁριστικά στήν ῾Ελλάδα, μεταβαίνει στή νῆσο Πάτμο, ὅπου διαμένει δύο χρόνια καί ἱστορεῖ δύο εἰκόνες στό Καθολικό τῆς μονῆς. ῎Επειτα ἔρχεται στήν ᾿Αθήνα, ὅπου πληροφορεῖται ὅτι τόν ἀναζητεῖ ὁ ῞Αγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στήν Αἴγινα καί διακονεῖ τόν ῞Αγιο μέχρι τήν μέρα τῆς κοιμήσεώς του. ῾Η συγκαταβίωση μέ τόν ῞Αγιο Νεκτάριο συνέβαλε στήν πνευματική του πρόοδο. ᾿Εγνώρισε τήν αὐστηρή ἄσκηση τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, τήν παροιμιώδη ταπείνωσή του, τήν ἁπλότητά του. ῎Εζησε τό πρῶτο θαῦμα τοῦ ῾Αγίου, ὅταν μετά τήν κοίμησή του εἶδε τόν ῞Αγιο νά κλίνει τήν κεφαλή του προκειμένου νά τοῦ φορέσει τό πετραχήλι του καί νά ἐπανέρχεται κατόπιν στή θέση της. ᾿Επί τρεῖς συνεχεῖς νύχτες οἱ ἀδελφές τῆς μονῆς στήν Αἴγινα ἄκουγαν συνομιλίες ἀπό τόν τάφο τοῦ ῾Αγίου, ὅταν δέ ἐπλησίασαν, εἶδαν ἐκεῖ τόν ῞Οσιο Σάββα νά συνομιλεῖ μέ τόν ῞Αγιο Νεκτάριο. ῾Ο ῞Οσιος ἔμεινε ἔγκλειστος στό κελλί του γιά σαράντα μέρες. Κατά τήν τεσσαρακοστή μέρα ἐξῆλθε κρατώντας μιά εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, τήν ὁποία ἐνεχείρησε στήν γουμένη μέ τήν ἐντολή νά τήν τοποθετήσει στό προσκυνητάρι. ῾Η γουμένη ἀπάντησε ὅτι αὐτό δέν ἦταν δυνατό νά γίνει, διότι ὁ ῞Αγιος δέν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ ἐπίσημα ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, καί μιά τέτοια ἐνέργεια ἴσως νά ἔθετε τή μονή σέ διωγμό. Τότε ὁ ῞Οσιος Σάββας τῆς εἶπε ἐπιτακτικά· «᾿Οφείλεις νά κάνεις ὑπακοή. Νά πάρεις τήν εἰκόνα, νά τή βάλεις στό προσκυνητάρι καί τίς βουλές τοῦ Θεοῦ νά μήν τίς περιεργάζεσαι».
Στήν Αἴγινα δέν μπορεῖ πλέον νά μείνει, διότι προσέρχεται πολύς κόσμος καί αὐτό κουράζει τόν φιλήσυχο ῞Οσιο. Μεταβαίνει στήν ᾿Αθήνα καί κατόπιν στήν Κάλυμνο, ὅπου μετά ἀπό περιπλάνηση στίς μονές καί τά συχαστήρια τοῦ νησιοῦ, καταλήγει στή μονή τῶν ῾Αγίων Πάντων. ᾿Εκεῖ ἀρχίζει μιά ἔντονη πνευματική ζωή. ῾Αγιογραφεῖ, τελεῖ τά Θεῖα Μυστήρια καί τίς ἱερές ἀκολουθίες, ἐξομολογεῖ, διδάσκει διά τοῦ στόματος καί διά τοῦ παραδείγματός του, καί βοηθάει χῆρες, ὀρφανά καί φτωχούς. ῏Ηταν ἐπιεικής καί εὔσπλαχνος μέ τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, δέν ἀνεχόταν ὅμως τήν βλασφημία καί τήν κατάκριση. Πολλές φορές ἐδάκρυζε καί μέ πόθο παρακαλοῦσε γιά τή μετάνοια τῶν πνευματικῶν του τέκνων, κατά δέ τή Θεία Λειτουργία εἶχε τέλεια προσήλωση στό συντελούμενο μυστήριο. ᾿Αξιώθηκε τῆς εὐωδίας τοῦ σώματός του ἐν ζωῇ, καθώς καί τό πέρασμά του ἦταν εὐῶδες, εὐωδία ὁποία θά ἐξέλθει καί ἀπό τό μνῆμα του μετά τήν ἐκταφή του. Χρήματα δέν ἐκρατοῦσε ποτέ, ζωή του ἦταν μιά συνεχής κατάσταση ἁγίας ὑπακοῆς. Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο συμπλήρωσε τίς μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μέ ἄκρα περισυλλογή καί ἱερά κατάνυξη, ἐνῶ λίγο πρίν τό τέλος τελευταία φράση του ἦταν «῾Ο Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος». ῾Η ὁμολογία αὐτή ἦταν βεβαίωση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας του.
Μετά ἀπό δέκα ἔτη, ἔγινε ἀνακομιδή τῶν ἁγίων καί χαριτόβρυτων λειψάνων του, στίς 7 ᾿Απριλίου 1957, προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καί ᾿Αστυπαλαίας κυροῦ ᾿Ισιδώρου, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ. ῞Ενα πυκνό νέφος θείας εὐωδίας ἐκάλυψε ὁλόκληρη τήν περιοχή καί τό νέο γιά τό θεϊκό σημεῖο ἔκανε ἀμέσως τό γύρο τοῦ νησιοῦ. Τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Οσίου μεταφέρθηκε σέ λάρνακα, στό παρεκκλήσιο τοῦ ῾Αγίου Σάββα τοῦ ῾Ηγιασμένου.
῾Η ἐπίσημη ἁγιοποίηση τοῦ ῾Οσίου πατρός ἠμῶν Σάββα τοῦ Νέου ἔγινε διά Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1992.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|