24 Φεβρουαρίου
†Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου προφήτου, προδρόμου καί βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου.
῞Οταν ἀποκεφαλίσθηκε ἀπό τόν ῾Ηρώδη ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος, τιμία κεφαλή αὐτοῦ ἐτοποθετήθηκε μέσα σέ ἀγγεῖο ἀπό ὄστρακο καί ἐκρύφθηκε στήν οἰκία τοῦ ῾Ηρώδου. Μετά ἀπό πολλά χρόνια, ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης φανερώθηκε στό ὄνειρο δύο μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναχωρήσει γιά τά ῾Ιεροσόλυμα μέ σκοπό νά προσκυνήσουν τόν τάφο τοῦ Κυρίου, ἀγγέλλοντας σέ αὐτούς ποῦ βρίσκεται τίμια κεφαλή του. Καί ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τήν βρῆκαν, τήν εἶχαν μέ τιμές. ᾿Από αὐτούς τήν παρέλαβε κάποιος κεραμεύς καί τή μετέφερε στήν πόλη τῶν ᾿Εμεσηνῶν. ῞Οταν ὅμως ἀπέθανε, τήν ἐκληροδότησε στήν ἀδελφή του. Καί ἀπό τότε διαδοχικά περιῆλθε σέ πολλούς, γιά νά καταλήξει στά χέρια κάποιου ἱερομονάχου ἀρειανοῦ πού ὀνομαζόταν Εὐστάθιος καί ἐφύλαξε τήν τίμια κάρα σέ σπήλαιο. ᾿Από ἐκεῖ μεταφέρθηκε, ἐπί Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.), στό Παντείχιον τῆς Βιθυνίας μέχρι πού ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395 μ.Χ.) ἀνεκόμισε αὐτή στό ῞Εβδομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἀνήγειρε μέγα καί περικαλλέστατο ναό.
Βέβαια περί τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου ὑπάρχουν καί ἄλλες ἀντιφατικές παραδόσεις. Κατ᾿ ἄλλη ἐκδοχή τίμια κάρα εὑρέθηκε στήν ῎Εμεσα τό ἔτος 458 μ.Χ., ἐπί βασιλέως Λέοντος Αύ (457-474 μ.Χ.), ἐνῶ ἄλλοι δέχονται ὅτι αὐτή εὑρέθηκε τό ἔτος 760 μ.Χ. καί μεταφέρθηκε στό ναό τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στήν ῎Εμεσα. ᾿Από ἐκεῖ μετακομίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί βασιλείας Μιχαήλ Γύ (842-867) καί πατριαρχίας ᾿Ιγνατίου.
Περί τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Τιμίου Προδρόμου εὑρίσκουμε εἰδήσεις καί σέ διάφορους χρονογράφους. ῾Ο Ζωναρᾶς ἀναφέρει ὅτι τό ἔτος 968 μ.Χ. ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στήν ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας «βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου αἵματι πεφυρμένον», πού μετακόμισε στήν Κωνσταντινούπολη. Πέντε δέ χρόνια ἐνωρίτερα ἐκόμισε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τή Βέροια τῆς Συρίας, περί τόν ᾿Απρίλιο τοῦ ἔτους 963 μ.Χ., μέρος τοῦ ἱματίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στήν Κρήτη «τό ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καί περί τόν τράχηλον ἠμαγμένον».
῾Η Σύναξη τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου ἐτελεῖτο στό Προφητεῖο του, πού βρισκόταν στήν τοποθεσία τήν ὀνομαζόμενη Φωρακίου.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ιωάννου τοῦ Θεριστοῦ, τοῦ ἐν Καλαβρίᾳ.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε περί τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στό Πάνορμο τῆς Σικελίας. ῾Η μητέρα τοῦ ἦταν αἰχμάλωτη ᾿Ορθόδοξη Χριστιανή στό παλάτι τοῦ τοπικοῦ μουσουλμάνου ἄρχοντος, πού τήν εἶχε ὡς σύζυγό του, καί ὀνομαζόταν Καλλίστη.
῾Ο ῞Οσιος ἐμεγάλωνε σύμφωνα μέ τά ἤθη τῶν Σαρακηνῶν. Μόνο μητέρα του τοῦ ὁμιλοῦσε μυστικά ἀπό τήν παιδική του λικία γιά τόν Χριστό. ῞Οταν ἔφθασε σέ λικία 14 ἐτῶν, τοῦ ἐφανέρωσε τήν ἀληθινή του πατρίδα, τήν Καλαβρία, καί τόν προέτρεψε νά μεταβεῖ ἐκεῖ, γιά νά βαπτισθεῖ ᾿Ορθόδοξος. Στή συνέχεια εὐλαβής Καλλίστη ἀσπάσθηκε τό παιδί της καί τοῦ ἐπέδωσε τόν Τίμιο Σταυρό, τόν ὁποῖο ἐφύλασσε κρυφά καί ἦταν μόνη της παρηγοριά στίς θλίψεις τῆς ὁμηρίας. ῾Ο ῞Οσιος διέφυγε μέ θαυμαστό τρόπο τήν καταδίωξη τῶν ᾿Αγαρηνῶν καί ἀποβιβάσθηκε στήν ἀκτή τοῦ Στύλου, ὅπου καί ἐβαπτίσθηκε ὑπό τοῦ ᾿Ορθοδόξου ᾿Επισκόπου ᾿Ιωάννου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τό ὄνομά του. Στή συνέχεια ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἔφθασε σέ ὑψηλά μέτρα ἀρετῆς καί ἁγιότητος.
῾Ο ᾿Ιωάννης ἐπήγαινε τακτικά στήν ἐκκλησία, προσκυνοῦσε τόν Τίμιο Σταυρό καί ἐζητοῦσε ἐξηγήσεις γιά τίς ἅγιες εἰκόνες πού ἔβλεπε. Βλέποντας δίπλα στόν Χριστό τόν ῞Αγιο Προφήτη καί Βαπτιστή ᾿Ιωάννη, ἐρώτησε· «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ῞Αγιος πού εἶναι ντυμένος μέ δέρμα καμήλας;». Τοῦ ἀπάντησαν· «Εἶναι ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ προφήτης πού ἔζησε στήν ἔρημο καί ἐτρεφόταν μέ ἀκρίδες καί ἄγριο μέλι. Εἶναι ἐκεῖνος πού ἐβάπτισε τόν Χριστό μας στόν ποταμό ᾿Ιορδάνη. Νά τόν μιμηθεῖς, γιατί ἔχεις τό ὄνομά του». ᾿Ακούγοντας τό βίο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ ᾿Ιωάννης ἐγέμισε ὅλος ἀπό θεῖο πόθο καί παρεκάλεσε τόν ᾿Επίσκοπο νά τοῦ δείξει ἕναν ἐρημικό τόπο ὅπου θά μποροῦσε νά σώσει τήν ψυχή του. ᾿Εκεῖνος τότε τοῦ ὑπέδειξε ἕνα ἀρχαιότατο μοναστήρι σέ μιά δασώδη κοιλάδα, ἀνάμεσα στούς ποταμούς ῎Ασση καί Στύλαρο. Αὐτός ἐπῆγε ἐκεῖ καί βρῆκε δύο ῾Αγίους μοναχούς, τόν ᾿Αμβρόσιο καί τόν Νικόλαο. ᾿Εκεῖνοι στήν ἀρχή ἦταν ἀρνητικοί καί τόν ἄφησαν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, μέχρι πού, θαυμάζοντας τή σταθερότητά του καί τήν ἐπιμονή του, τόν ἐδέχθησαν κοντά τους, γιά νά ἀρχίσει τήν ἀγγελική ζωή καί νά φθάσει σέ ὕψη ἁγιότητος.
Κάποτε στό Ροβιάνο, ἀπό τή μεριά τοῦ Μοναστεράτσε, ἦταν ἕνας εὐεργέτης πού κάθε χρόνο, μετά τό θερισμό, ἔδινε λίγο στό μοναστήρι. Τό μήνα ᾿Ιούνιο ὁ ᾿Ιωάννης ἐπῆγε νά τόν βρεῖ, παίρνοντας μαζί του κι ἕνα μικρό παγούρι κρασί. Καθώς διάβαινε ἀνάμεσα στά χωράφια, οἱ χωρικοί ἄρχισαν νά τόν περιπαίζουν, ἀλλά ὁ πράος ᾿Ιωάννης τούς ἐπλησίασε καί ἔδωσε σέ ὅλους νά φᾶνε καί νά πιοῦνε. ῞Ολοι ἔτρωγαν τό ψωμί καί ἔπιναν κρασί, ἀλλά τό ψωμί δέν ἐτελείωνε οὔτε ἄδειαζε τό παγούρι. Μόλις τό εἶδε αὐτό ὁ ῞Οσιος γονατιστός εὐχαριστοῦσε τόν Θεό ὅταν ξαφνικά ἐσκοτείνιασε ὁ οὐρανός, ἐνῶ ἦταν μεσημέρι, καί μιά μπόρα ἔπεσε στόν κάμπο. Οἱ θεριστές ἔτρεξαν νά προστατευθοῦν. Μόνο ὁ ᾿Ιωάννης ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος. Μόλις ἐκόπασε βροχή, ἐγύρισαν οἱ θεριστές γιά τή δουλειά τους καί βρῆκαν θερισμένα ὅλα τά στάχυα, δεμένα στή σειρά δεμάτια καί στεγνά. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Θεριστής.
῾Ο ῞Οσιος προεῖπε τήν κοίμησή του, τό δέ τίμιο λείψανο αὐτοῦ κατέστη πηγή θαυμάτων καί ἰάσεων παντοδαπῶν, ὥστε καί αὐτοί οἱ Φράγκοι κατακτητές ἀνήγειραν μετά τοῦ πιστοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ μεγαλοπρεπή ναό πρός τιμήν του. ᾿Από τότε, ὅμως, ἄρχισε ὁ ἐκλατινισμός τῆς περιοχῆς καί ἔτσι οἱ τελευταῖοι Λατίνοι μοναχοί ἐγκατέλειψαν τή μονή καί μετέβησαν στό Στύλο φέρνοντας ἐκεῖ μαζί τους, ὅπου καί σώζονται μέχρι σήμερα, τά τίμια λείψανα τοῦ ῾Οσίου καί τῶν ἁγίων ᾿Αμβροσίου καί Νικολάου τῶν διδασκάλων αὐτοῦ.
῾Η ἱστορία δέν διέσωσε τήν ἀκριβή μερομηνία κατά τήν ὁποία ὁ ῞Οσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἀναπαύθηκε στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ. ῾Η παράδοση θέλει τήν ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ ῾Αγίου αὐτή τήν μέρα, μαζί μέ τήν ἑορτή τῆς εὑρέσως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί ὁ ῞Οσιος ᾿Ιωάννης ἦταν ἕνας πρόδρομος τῆς σωτηρίας, ἕνας νέος πρόδρομος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Μποϊζίλ, τοῦ ἐκ Σκωτίας.
῾Ο ῞Οσιος Μποϊζίλ καταγόταν ἀπό τή Σκωτία καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. ᾿Εκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Μελρός, ὁποία ἔκειτο κοντά στόν ποταμό Τουΐντ. ῎Εφθασε διά τῆς θεοφιλοῦς ἀσκήσεώς του στά ὕψη τῶν ἀρετῶν. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα ἐπικαλούμενος τό ῎Ονομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος. ῾Ο Θεός τόν εὐλόγησε μέ τό προορατικό χάρισμα. Προαισθανόμενος τό τέλος του, ἐκάλεσε τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς, τούς εὐλόγησε καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες πνευματικές νουθεσίες· «Νά εὐχαριστεῖτε πάντοτε τόν Θεό, ἰδίως γιά τήν ἁγία σας κλήση στό μοναδικό βίο τοῦ μοναχοῦ. Νά ἀποφεύγετε τή φιλαυτία καί τήν αὐτοδικαίωση σάν τούς μεγαλύτερους ἐχθρούς σας. Νά προσεύχεσθε ἀδιάλειπτα. Νά ἀγωνίζεσθε, γιά νά ἀποκτήσετε τήν καθαρότητα τῆς καρδίας. Διότι, μόνο ἔτσι μπορεῖτε νά φθάσετε στήν τελειότητα».
῾Ο ῞Οσιος Μποϊζίλ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 664 μ.Χ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Εθελμπέρτου, βασιλέως τῆς ᾿Αγγλίας.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Εθελμπέρτος ἦταν ᾿Αγγλοσάξονας βασιλεύς τοῦ Κέντ μέ ἕδρα τό Καντέρμπουρυ. ῾Η σύζυγός του Μπέρθα ἦταν Χριστιανή καταγόμενη ἀπό τή Γαλλία. ᾿Επί τῶν μερῶν τῆς βασιλείας του ἔφθασαν ἀπό τή Ρώμη οἱ Χριστιανοί ἱεραπόστολοι ὑπό τόν μοναχό Αὐγουστίνο. ῾Ο βασιλέας τούς ὑποδέχθηκε καί τούς παρέσχε κάθε διευκόλυνση στήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς διαδόσεως τοῦ θείου λόγου. Τελικά καί ὁ ἴδιος ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός. ῞Ιδρυσε τήν ἐκκλησία τοῦ ᾿Αποστόλου ᾿Ανδρέου στό Ρότσεστερ, τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου στό Λονδίνο καί τήν περίφημη μονή τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου στό Καντέρμπουρυ. ᾿Επίσης, συνετέλεσε τά μέγιστα στόν ἐκχριστιανισμό τῶν ᾿Ανατολικῶν Σαξόνων πού εἶχαν βασιλέα τόν Σέμπερτ.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Εθελμπέρτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 616 μ.Χ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Εράσμου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος ῎Ερασμος ἐγεννήθηκε στή Ρωσία ἀπό πλούσιους καί ἐπιφανεῖς γονεῖς. ῞Οταν, μιά μέρα, κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ἄκουσε τόν διάκονο νά προσεύχεται γιά ἐκείνους πού ἀγαποῦν τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου, διέθεσε ὁλόκληρη τήν περιουσία του γιά τήν εὐπρέπιση τοῦ ναοῦ τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. ῎Επειτα ἔγινε καί ὁ ἴδιος μοναχός ἐκεῖ καί ἄρχισε νά στολίζει τόν ἑαυτό του μέ τίς ἀρετές τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.
῞Ομως ὁ διάβολος ἔστησε μιά ὀλέθρια παγίδα στόν ῞Οσιο. ῞Οταν πιά ὅλα τά πλούτη του εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιά τήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, ὁ μακάριος ῎Ερασμος ἐσκέφθηκε ὅτι μάταια τά ἐξόδεψε γι αὐτό τό σκοπό καί ὅτι ἔπρεπε νά τά μοιράσει στούς πτωχούς. ῾Ο ῞Οσιος δέν ἐκατάλαβε πώς οἱ λογισμοί αὐτοί ἦταν πειρασμικοί. ῎Επεσε σέ ἀθυμία καί ἀπόγνωση. Οὔτε οἱ προσπάθειες τοῦ γουμένου οὔτε συμπαράσταση καί οἱ συμβουλές τῶν ἀδελφῶν ἐστάθησαν ἱκανές νά τόν βοηθήσουν καί νά τόν παρηγορήσουν. ῎Αρχισε νά ζεῖ ἀπρόσεκτα γιά μοναχό. ᾿Εσπαταλοῦσε τό χρόνο τοῦ μοναχικοῦ βίου του ἄσκοπα, χωρίς πνευματικό ἀγῶνα, χωρίς προσευχή, χωρίς ὑπακοή, βυθισμένος στήν ψυχόλεθρη ἀκηδία καί τήν ἀμέλεια.
῞Οταν εἶδαν οἱ πατέρες ὅτι τά λόγια τους ὄχι μόνο δέν τόν ὠφελοῦσαν, ἀλλά τόν ἐξερέθιζαν κιόλας, ἐσταμάτησαν πιά νά τοῦ μιλοῦν καί ἄρχισαν νά προσεύχονται. ῾Ο φιλάνθρωπος Κύριος δέν ἄφησε νά πᾶνε χαμένοι οἱ προηγούμενοι κόποι καί οἱ ἀρετές τοῦ δούλου Του. Παρεχώρησε, λοιπόν, νά ἀσθενήσει. ῾Ο ῞Οσιος ἔφθασε στά πρόθυρα τοῦ θανάτου. Γιά ἑπτά μέρες ἦταν ἀναίσθητος, μήν μπορώντας νά πάρει τροφή ἤ νά ἐπικοινωνήσει μέ κανένα. Τήν ὄγδοη μέρα ὁ γούμενος ἐκάλεσε ὅλη τήν ἀδελφότητα γύρω στήν κλίνη του. ᾿Εκείνη τή στιγμή ὅμως ὁ ἑτοιμοθάνατος ῎Ερασμος συνῆλθε, ἀνασηκώθηκε, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε πρός τούς πατέρες· «᾿Αδελφοί, εἶμαι ἁμαρτωλός καί ἔζησα ράθυμα. ῾Ο θάνατος μέ βρῆκε ἀμετανόητο. ᾿Ενῶ ὅμως ὁ διάβολος μέ χαρά περίμενε τό τέλος μου, ἐπαρουσιάσθηκαν οἱ ῞Οσιοι Πατέρες μας ᾿Αντώνιος καί Θεοδόσιος καί μοῦ εἶπαν ὅτι προσευχήθηκαν γιά μένα στόν Κύριο. Καί ᾿Εκεῖνος, σάν πολυεύσπλαγχνος, μοῦ χάρισε καιρό μετανοίας. Μετά εἶδα καί τήν Κυρία Θεοτόκο, ὁποία μοῦ εἶπε ὅτι, ἐπειδή ἐστόλισα τήν ἐκκλησία της καί τήν πλούτισα μέ ὡραῖες εἰκόνες καί πολύτιμα σκεύη, μεσολάβησε γιά μένα στόν Υἱό της καί σέ τρεῖς μέρες θά μέ πάρει κοντά της, ἐπειδή ἀγάπησα τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου αὐτῆς».
῎Ετσι, μετά τρεῖς μέρες ὁ ῞Οσιος ῎Ερασμος, τό ἔτος 1160, ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|