25 Φεβρουαρίου
†Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Ταρασίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
῾Ο ῞Αγιος Ταράσιος ἐγεννήθηκε, ἀνατράφηκε καί ἐκπαιδεύθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί εὐγενεῖς, τόν Γεώργιο, κριτή καί πατρίκιο, καί τήν Εὐκρατία. Λόγῳ τῆς μεγάλης του μορφώσεως ἀνυψώθηκε στό ἀξίωμα τοῦ πρωτασηκρίτου.
Οἱ ἐκκλησιαστικές περιστάσεις τήν ἐποχή ἐκείνη ἦσαν ἀρκετά σοβαρές. ῾Υπῆρχε ἀκόμη ὁ πόλεμος τῶν εἰκονομάχων, δέ θέση τῶν ᾿Ορθοδόξων ἔγινε ἀκόμη πιό δύσκολη διά τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχου Παύλου Δύ τοῦ Κυπρίου (780-781 μ.Χ.). ῾Η βασίλισσα Εἰρήνη ᾿Αθηναία, ὁποία ἐπιτρόπευε τόν ἀνήλικο υἱό της Κωνσταντίνο ΣΤύ (780-798 μ.Χ.), κατενόησε, ὅτι ἐχρειαζόταν ἐκκλησιαστικός γέτης μέ εὐσέβεια, θεολογική κατάρτιση καί διοικητική ἱκανότητα, γιά νά μπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ στίς περιστάσεις καί τά προβλήματα. ῎Ετσι ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς λαϊκούς ὁ ῞Αγιος Ταράσιος παρά τίς ἐπίμονες ἀρνήσεις του, ἀφοῦ ἔλαβε ὑπόσχεση ἀπό τούς βασιλεῖς, ὅτι θά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος πού θά ἀντιμετωπίσει τά διάφορα θεολογικά ζητήματα καί τά ἐκκλησιαστικά θέματα. ῾Η χειροτονία τοῦ νέου Πατριάρχου ἔγινε στίς 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.
Κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του ὁ ῞Αγιος ἐμερίμνησε γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μέ τή Δυτική ᾿Εκκλησία ἐπί Πάπα ᾿Αδριανοῦ Αύ (771-795 μ.Χ.) καί τή σύγκληση τῆς Ζύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἔτος 787 μ.Χ., στή Νίκαια, ὁποία κατεδίκασε τούς εἰκονομάχους καί ἀκύρωσε τήν εἰκονομαχική Σύνοδο τοῦ ἔτους 754 μ.Χ. θέτοντας ὡς βάση τοῦ δογματικοῦ καθορισμοῦ τά σχετικά συγράμματα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ († 4 Δεκεμβρίου). ῾Η ὄγδοη συνεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη, στά ἀνάκτορα, ὅπου οἱ βασιλεῖς Εἰρήνη καί Κωνσταντίνος ὑπέγραψαν τούς ῞Ορους τῆς Συνόδου.
Στήν εὐσέβεια καί τό ἐκκλησιαστικό ἦθος τοῦ ῾Αγίου ὀφείλεται καί μέριμνα πού ἔλαβε ᾿Εκκλησία κατά τῆς σιμωνίας, τοῦ χρηματισμοῦ δηλαδή γιά τήν ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων καί ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων. Παράλληλα ὁ ῞Αγιος ἀνέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική καί κοινωνική δράση καί διακρίθηκε γιά τήν ἐλεημοσύνη του πρός τούς πτωχούς.
῾Η ἀγάπη του πρός τό μοναχισμό ἐκφράσθηκε καί μέ τήν ἵδρυση Μονῆς στό στενό τοῦ Βοσπόρου, στήν ὁποία καί ἐνταφιάσθηκε μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του τήν Τετάρτη τῆς Αύ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, τό ἔτος 806 μ.Χ. ῾Ο αὐτοκράτορας Μιχαήλ Αύ ὁ Ραγκαβές (811-813 μ.Χ.) τό Μάρτιο τοῦ ἔτους 813 μ.Χ. ἐνέδυσε τόν τάφο τοῦ ῾Αγίου μέ ἄργυρο, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι καί αὐτός καί βασίλισσα Προκοπία τόν σεβασμό τους πρός τή μνήμη τοῦ ῾Αγίου.
῾Η Σύναξη τοῦ ῾Αγίου Ταρασίου ἐτελεῖτο στή Μεγάλη ᾿Εκκλησία.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Αλεξάνδρου, τοῦ ἐν Δριζιπάρῳ τῆς Θράκης.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Αλέξανδρος καταγόταν ἀπό τούς Ποτιόλους τῆς ᾿Ιταλίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.) καί τοῦ γεμόνος Τιβεριανοῦ. ᾿Αφοῦ συνελήφθηκε ἀπό τόν γεμόνα, καταβλήθηκε προσπάθεια γιά νά κάνουν τόν ῞Αγιο νά προσκυνήσει τά εἴδωλα. ῾Ο ῞Αγιος ὅμως, ἀντί νά προσκυνήσει τά εἴδωλα, εἶπε πρός τόν γεμόνα· «Καί αὐτά εἶναι μάταια καί ἐσύ πού πιστεύεις σέ αὐτά εἶσαι ἄθλιος καί ταλαίπωρος». Τότε τοῦ ἔδεσαν τά χέρια στήν ἄκρη καί τόν ἐκρέμασαν, ἀφοῦ στά πόδια του ἔδεσαν βαριά πέτρα. Μετά ἀπό αὐτό, τόν ὁδήγησαν στήν Καρθαγένη, ὅπου ὑπέστη φρικτούς βασανισμούς. ᾿Αφοῦ δέ τόν ἔσυραν πάλι στή Μαρκιανούπολη τῆς Θράκης, τοῦ ἔκαψαν τό πρόσωπο μέ δάδες φωτιᾶς, ἀλλά ὁ Μάρτυς ὑπέμενε μέ γενναῖο τρόπο. Στό τέλος τόν ἀποκεφάλισαν διά ξίφους. ῎Ετσι ὁ ῞Αγιος ᾿Αλέξανδρος ἀπέλαβε στεφάνι ἄφθαρτο καί ζωή αἰώνια ἀπό τόν Χριστό τόν Θεό μας188.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Αντωνίου.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησε ὁ ῞Αγιος ᾿Αντώνιος, τόν ὁποῖο ἔκαψαν ζωντανό.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ρηγίνου, ἐπισκόπου Σκοπέλου.
῾Ο ῞Αγιος Ρηγίνος ἐγεννήθηκε στή Λεβάδεια τῆς Βοιωτίας, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐναρέτους γονεῖς189, οἱ ὁποῖοι τόν ἐβοήθησαν νά λάβει τή θύραθεν παιδεία ἀλλά καί τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή. ῾Η ἀγάπη του γιά τόν Κύριο καί πνευματική του πρόοδος τόν μεταμόρφωσαν σέ σκεῦος ἐκλογῆς καί σέ ναό τῆς ῾Αγίας Τριάδος.
῾Ο ῞Αγιος ἔζησε τήν ἐποχή πού ἐβασίλευσαν οἱ δύο υἱοί τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ μέν Κωνστάντιος στήν Κωνσταντινούπολη (᾿Ανατολή), ὁ δέ Κώνστας στή Ρώμη (Δύση). Καί οἱ δύο διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχαν ἀνατραφεῖ μέ τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά ὁ μέν Κωνστάντιος εἶχε συνειδητά ἀποδεχθεῖ τόν ᾿Αρειανισμό, ὁ δέ Κώνστας παρέμεινε πιστός στίς δογματικές ἀποφάσεις τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο εἶχαν ὡς κοινά χαρακτηριστικά τῆς θρησκευτικῆς τους πολιτικῆς, ἀφ ἑνός μέν τήν καταπολέμηση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, ἀφ ἑτέρου δέ τήν ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Η ἐκκλησιαστική τους πολιτική εἶχε ὡς συνέπεια ὄχι μόνο τή συντήρηση, ἀλλά καί τή διεύρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διασπάσεως μεταξύ τῶν ὀπαδῶν καί τῶν ἀντιπάλων τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ συνεχεῖς παρεμβάσεις, αὐθαίρετες ἤ μή, στά ἐκκλησιαστικά πράγματα ὑπῆρξαν πηγή ἐντάσεως στίς ἀρειανικές ἔριδες τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.
῎Ετσι ὁ ῞Αγιος ἀπεστάλη στή νῆσο Σκόπελο ἀπό τόν θεῖο του ᾿Αχίλλειο († 15 Μαΐου, πολιοῦχο τῆς πόλεως Λαρίσης), γιά νά ἐνισχύσει τούς ἐξόριστους πού βρίσκονταν ἐκεῖ καί νά τούς στερεώσει στήν ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μέ κάποιες πληροφορίες τοῦ Συναξαριστοῦ τοῦ ῾Αγίου ᾿Αχιλλείου, ὁ ῞Αγιος Ρηγίνος παρηκολούθησε τίς ἐργασίες τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἔτος 325 μ.Χ. μαζί μέ τόν ῞Αγιο ᾿Αχίλλειο. ῞Ομως, μολονότι καταδικάσθηκε ὁμόφωνα ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες αἵρεση τοῦ ᾿Αρειανισμοῦ, οἱ ὀπαδοί τοῦ ᾿Αρείου δέν ἐξέλιπαν καί συνέχιζαν νά διαδίδουν τίς αἱρετικές δοξασίες τους. ᾿Επικράτησε ἐκ νέου μεγάλη ἀναταραχή στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, κρίση καί κατά συνέπεια χωρισμός σέ δύο παρατάξεις, κάτι πού ἀνησύχησε ἰδιαίτερα τούς δύο αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καί Κώνστα. Τελικά οἱ δύο αὐτοκράτορες συμφώνησαν νά συγκληθεῖ μία νέα Σύνοδος στή Σαρδική (Σόφια). Πράγματι, Σύνοδος συγκλήθηκε στή Σαρδική, τό ἔτος 343 μ.Χ. Στή Σύνοδο ἔλαβε μέρος καί ὁ ῞Αγιος Ρηγίνος, ὁ ὁποῖος ἐξόντωσε ὅλες τίς αἱρέσεις μέ τό λόγο του καί τήν τόλμη τῆς γνώμης του.
Μετά τή λήξη τῆς Συνόδου ὁ ῞Αγιος Ρηγίνος ἐπέστρεψε στή Σκόπελο. ᾿Αλλά καί πάλι ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐκλυδωνίσθηκε καί ἐταράχθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ιουλιανό τόν Παραβάτη (361-363 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νά ἐπαναφέρει τή θρησκεία τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων.
Στή διάρκεια τῶν διωγμῶν πού διέταξε ὁ βασιλέας, ἔφθασε στή Σκόπελο ὁ ἔπαρχος τῆς ῾Ελλάδος καί τῶν Σποράδων. ᾿Αμέσως ἐκάλεσε τόν ποιμενάρχη τῆς Σκοπέλου καί τοῦ ὑπέδειξε νά ἀλλάξει πίστη καί νά ἀσπασθεῖ τήν εἰδωλολατρία. ῞Ομως ὁ ῞Αγιος περιφρόνησε τήν ὑπόδειξή του καί ἐνέμεινε μέ πνευματική ἀνδρεία καί σταθερότητα στήν πατρώα εὐσέβεια. Στίς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 362 μ.Χ. ὁδηγήθηκε γιά τελευταία φορά ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Στίς προτροπές του νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, ὁ ῞Αγιος δέν ἔδωσε καμία ἀπάντηση. ῎Ετσι ὁδηγήθηκε στό στάδιο τῆς νήσου, ὅπου ὑπέστη καί ἄλλα φρικτά βασανιστήρια, καί ἀκολούθως στή θέση «Παλαιό γεφύρι», ὅπου ἀποκόπηκε ἀπό τόν δήμιο τίμια κεφαλή του. Τή νύχτα οἱ Χριστιανοί παρέλαβαν τό τίμιο σκήνωμα τοῦ ῾Αγίου καί τό ἐνταφίασαν μέσα στό δάσος τοῦ ὑπερκείμενου λόφου, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μαρκέλλου, ἐπισκόπου Σόλων τῆς Κύπρου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|