7 Φεβρουαρίου
† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Παρθενίου, ἐπισκόπου Λαμψάκου.
῾Ο ῞Οσιος Παρθένιος καταγόταν ἀπό κάποια κωμόπολη τῆς Βιθυνίας καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.). ῏Ηταν υἱός τοῦ διακόνου τῆς ᾿Εκκλησίας Μελιτοπόλεως Χριστοφόρου, ἀπό τόν ὁποῖο ἐδιδάχθηκε τήν ὀρθόδοξη πίστη.
῾Ο ῞Αγιος ἀπό τήν παιδική του λικία προέκοπτε στήν ἀρετή καί τήν εὐσέβεια. ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἁλίευσε τούς ᾿Αποστόλους, πού ἦσαν ψαράδες, τόν ἔκανε νά ἀγαπήσει τήν ἁλιεία. Καί ὅταν ἔριχνε τά δίχτυα στήν ᾿Απολλωνιάδα λίμνη ἤ τά ἀνέσυρε γεμάτα ψάρια, αἰσθανόταν ὅτι ἐργαζόταν σέ ἕνα ἀπό τά πλοιάρια τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου ἤ τοῦ ᾿Ιωάννου.
Τά χρήματα πού εἰσέπραττε ἀπό τήν πώληση τῶν ψαριῶν δέν τά κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά τά ἐμοίραζε στούς πτωχούς ἀπό ἀγάπη πρός αὐτούς. Γι᾿ αὐτό καί ὅταν τόν εὐχαριστοῦσαν ἐκεῖνος ἔλεγε· «Διατί μέ εὐχαριστεῖτε; Δέν ἔχω καμία τέτοια ἀξίωση. Μήπως εἴμαστε ξένοι; ᾿Εμεῖς εἴμαστε ἀδελφοί. Τί δέ ἁπλούστερο καί φυσικότερο ἀπό τό νά βοηθᾶ ἀδελφός τούς ἀδελφούς;».
Γιά τήν ἐνάρετη αὐτοῦ παρουσία ὁ ᾿Επίσκοπος Μελιτοπόλεως Φίλιππος (ἤ Φιλητός) τόν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερο. ᾿Αργότερα ὁ ᾿Επίσκοπος Κυζίκου ᾿Αχίλλιος (ἤ ᾿Ασχόλιος) τόν ἐχειροτόνησε ᾿Επίσκοπο Λαμψάκου.
῾Η ἀρετή καί εὐσέβεια πού ἔκρυβε στήν ψυχή του ἦταν τόσο πολύ μεγάλη, ὥστε ὁ Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γιά νά μπορεῖ νά ἐκδιώκει τούς δαίμονες ἀπό τούς ἀνθρώπους καί νά θεραπεύει κάθε εἴδους ἀσθένεια. Γι᾿ αὐτό προσφεύγουν σέ αὐτόν ἰδιαίτερα οἱ πάσχοντες ἀπό τήν ἐπάρατη νόσο τοῦ καρκίνου. ῾Ο ῞Αγιος ἦταν ὁ πράος, ὁ ὑπομονετικός, ὁ φιλόξενος, ὁ μακρόθυμος, ὁ ἄγγελος τῆς ὁμόνοιας, ὁ ἐνθαρρύνων τούς μετανοοῦντες, ὁ πρόθυμος γιά τό ποίμνιό του.
῾Ο ῞Οσιος Παρθένιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τμῆμα τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσεται στήν ἱερά μονή Μακρυμάλλη, τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Χαλκίδος.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων χιλίων Μαρτύρων καί τριῶν οἰκετῶν, καί τεσσάρων Προτικτόρων, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ μαρτυρησάντων.
῾Η στρατιά αὐτή τῶν χιλίων τριῶν ῾Αγίων Μαρτύρων ἔλαβε τούς στεφάνους τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). ῏Ησαν οἰκογένειες, ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, πού ἐθυσίασαν τή ζωή τους ὑπέρ τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἀνῆκαν στήν ὑπηρεσία τῶν τεσσάρων ἐκείνων προτικτόρων καί Ρωμαίων ἀξιωματούχων, οἱ ὁποῖοι, ὕστερα ἀπό ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορος, συνέλαβαν τόν ῞Αγιο ῾Ιερομάρτυρα Πέτρο, ᾿Αρχιεπίσκοπο ᾿Αλεξανδρείας, καί ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή αὐτοῦ (24 Νοεμβρίου).
῞Οταν οἱ κύριοι αὐτῶν, μετά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ ῾Ιερομάρτυρος Πέτρου, ἔγιναν Χριστιανοί καί ἐμαρτύρησαν (14 Δεκεμβρίου), τότε καί αὐτοί μετανόησαν καί ἐπίστεψαν στόν Χριστό μαζί μέ τά μέλη τῶν οἰκογενειῶν τους. ῎Ετσι, προ-
σῆλθαν στόν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, πού βρισκόταν στή Νικομήδεια, καί ὁμολόγησαν τόν Χριστό. ῾Ο αὐτοκράτορας ἔδωσε ἐντολή στούς στρατιῶτες νά τούς ἐκτελέσουν διά ξίφους. Μέχρι τό θάνατό τους οἱ Μάρτυρες παρέμειναν ἄφοβοι καί χαρούμενοι καί ἔτσι ἐκέρδισαν μέ τό αἷμα τους τούς ἀμαράντινους στεφάνους τῆς αἰώνιας ζωῆς.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Αγαθαγγέλου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Αγαθάγγελος ἐμαρτύρησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. στή Δαμασκό τῆς Συρίας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἕξ Μαρτύρων τῶν ἐκ Φρυγίας.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί ἕξι Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διά τοῦ πυρός.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοπέμπτου καί τῆς συνοδείας αὐτοῦ.
᾿Αγνοεῖται ὁ χρόνος καί ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ ῾Αγίου Θεοπέμπτου καί τῆς συνοδείας αὐτοῦ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Αὐδάττου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Αὔδαττος ἐμαρτύρησε στή Φρυγία τόν 4ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Πέτρου τοῦ ἐν Μονοβάτοις ἀγωνισαμένου.
῾Ο ῞Οσιος Πέτρος ἦταν μοναχός καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Λουκᾶ, τοῦ ἐν τῷ Στειρίῳ τῆς ῾Ελλάδος.
Οἱ πρόγονοι τοῦ ῾Οσίου Λουκᾶ, ὁ παππούς καί γιαγιά ἀπό τόν πατέρα του, εἶχαν γεννηθεῖ στήν Αἴγινα, τήν ὁποία ὅμως, ὅπως καί ἄλλοι πολλοί κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν, ἐξαιτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν, γύρω στά ἔτη 865-870 μ.Χ. ῎Ετσι, ἀπό τήν Αἴγινα κατέφυγαν στήν ἐπαρχία τοῦ Χρυσοῦ (ἤ Χρισοῦ, δηλαδή τῆς ἀρχαίας Κρίσσας) τῆς Φωκίδος καί ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικά στό παράλιο ὄρος τοῦ ᾿Ιωάννου ἤ τοῦ ᾿Ιωαννίτζη ἐπιλεγόμενο.
᾿Αλλά, ἐπειδή καί ἐκεῖ δέν βρῆκαν ἀσφάλεια, ἀφοῦ καί τίς παραθαλάσσιες ἐκεῖνες περιοχές ἐλυμαίνονταν καί ἐλεηλατοῦσαν οἱ Σαρακηνοί πειρατές μέ τίς συχνές ἐπιδρομές τους, ἀναγκάσθηκαν πάλι οἱ πρόγονοι τοῦ ῾Οσίου Λουκᾶ νά ἐγκαταλείψουν καί τό ὄρος τοῦ ᾿Ιωαννίτζη. Στή συνέχεια μετακινήθηκαν καί κατέφυγαν κοντά σ ἕνα λιμάνι, στή σημερινή ᾿Ιτέα, πού ὀνομαζόταν Βαθύς. ᾿Εκεῖ ἐγέννησαν τόν πατέρα τοῦ ῾Οσίου, τόν ὁποῖο ὀνόμασαν Στέφανο.
Καί πάλι ὅμως οἱ προπάτορες τοῦ ῾Οσίου, σάν κάποιο θεϊκό νεῦμα νά τούς ἐκαλοῦσε, μετοίκησαν ἀπό τόν τόπο αὐτό καί διάλεξαν τελικά ὡς τόπο διαμονῆς τους τό Καστόριον τῆς Φωκίδος, τό νεότερο Καστρί, κοντά στούς ἀρχαίους Δελφούς. ᾿Εκεῖ ὁ υἱός τους Στέφανος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε τήν Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ ῾Οσίου, πού ἦταν καί αὐτή ἀπό τό ἴδιο νησί, τήν Αἴγινα, καί ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια.
῾Ο Στέφανος καί Εὐφροσύνη, μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησαν ἀπό τό γάμο τους αὐτό ἑπτά παιδιά· τόν Θεόδωρο πρῶτο, τή Μαρία δεύτερη, τόν Λουκᾶ τρίτο, τήν Καλή τέταρτη, πού ἐνδύθηκε καί αὐτή τό ἀγγελικό σχῆμα, τόν ᾿Επιφάνιο πέμπτο, πού καί αὐτός ὡς μοναχός ἀφιερώθηκε στόν Θεό, καί δύο ἄλλα ἀκόμη παιδιά πού ἀπέθαναν σέ νηπιακή λικία. Στό Καστόριον λοιπόν τῆς Φωκίδος ἐγεννήθηκε στά τέλη τοῦ 896 ἤ στίς ἀρχές τοῦ 897 μ.Χ. ὁ ῞Οσιος Λουκᾶς.
῾Ο Λουκᾶς, ἀπό τήν παιδική λικία, ἔδειχνε τήν τάση καί τήν θεϊκή κλίση καί κλήση του πρός τό θρησκευτικό καί μοναχικό βίο. Διακρινόταν γιά τήν ἀπέραντη ἀγάπη του πρός τούς φτωχούς καί γιά τήν παροιμιώδη φιλανθρωπία του, πού ἔφθανε μέχρι τοῦ σημείου νά μοιράζει τά ροῦχα του σέ κάθε ἐνδεή τόν ὁποῖο συναντοῦσε στό δρόμο του καί νά ἐπιστρέφει στό σπίτι του σχεδόν γυμνός, χωρίς νά ὑπολογίζει γιά τίποτε τίς ἐπιπλήξεις καί παρατηρήσεις τῶν γονέων του. Μέ κάθε τρόπο ἐξεδήλωνε τήν ἀφοσίωση καί τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό. ῎Ετσι, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας τό ἀφιέρωνε στήν προσευχή, καί πολύ λίγο στόν ὕπνο. Δέν παρέλειπε ὅμως καθόλου καί τά καθήκοντά του πρός τούς φυσικούς του γονεῖς, τούς ὁποίους ἐσεβόταν, ἀγαποῦσε, ἐτιμοῦσε καί ἐξυπηρετοῦσε μέ κάθε προθυμία, βοηθώντας τους στίς ποιμενικές καί γεωργικές τους ἐργασίες. Μόλις στήν τρυφερή λικία τῶν 12-13 ἐτῶν, κατά τό ἔτος 908-909 μ.Χ., ἔχασε τόν πατέρα του καί ἔμεινε ὀρφανός.
῞Οταν κάποια φορά ἐφιλοξενήθηκαν στό σπίτι του ἀπό τή μητέρα του δύο μοναχοί, πού κατευθύνονταν ἀπό τή Ρώμη πρός τά ῾Ιεροσόλυμα, ὁ Λουκᾶς θεώρησε τό γεγονός αὐτό εὐκαιρία, γιά νά ἐκπληρώσει τό ζωηρό καί ἐνδόμυχο πόθο του ν ἀσπασθεῖ καί αὐτός τό μοναχικό βίο. ῎Ετσι, κρυφά ἀπό τή μητέρα του, ἀκολούθησε τούς δύο μοναχούς. Αὐτοί ὅταν ἔφθασαν στήν ᾿Αθήνα, τόν ἄφησαν ἐκεῖ, στό μοναστήρι ὅπου κατέλυσαν πιθανότατα, στή μονή τῆς Παντάνασσας στό Μοναστηράκι, ἐνῶ οἱ ἴδιοι συνέχισαν τήν πορεία τους. ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος, σέ λικία 14 ἐτῶν, στά τέλη τοῦ 910 ἤ στίς ἀρχές τοῦ 911 μ.Χ., κείρεται μοναχός καί περιβάλλεται μέ τό σχῆμα τῶν μοναχῶν.
῾Ο γούμενος ὅμως τῆς μονῆς ἀναγκάζεται καί τόν στέλνει πίσω στή μητέρα του, καθώς, κατά θαυματουργικό τρόπο, τή βλέπει στό ὄνειρό του νά θρηνεῖ ἀπελπισμένη καί νά τοῦ καταλογίζει βαρύτατες εὐθύνες, γιατί τῆς ἐστέρησε καί κατακρατεῖ τό μονάκριβο παιδί της, τή μόνη παρηγοριά τῆς χηρείας καί τῆς δυστυχίας της. ῎Ετσι ὁ ῞Οσιος ἐπιστρέφει στή μητέρα του, στό πλευρό τῆς ὁποίας συμπαραστέκεται μέ μεγάλη προθυμία καί στοργή, βοηθώντας καί ἐξυπηρετώντας την σέ κάθε της ἀνάγκη.
Μετά ἀπό τέσσερις μῆνες, μέ τή συγκατάθεση πιά καί τήν εὐχή τῆς μητέρας του, ἐγκαταλείπει ὁριστικά τά ἐγκόσμια, ἀκολουθεῖ τό θεῖο νεῦμα καί ἀποσύρεται ὡς μοναχός στό ὄρος τοῦ ᾿Ιωαννίτζη, στά νότια τῆς Δεσφίνας τῆς Φωκίδος, στόν Κορινθιακό κόλπο. ᾿Εκεῖ κοντά στήν θάλασσα, ὅπου ὑπῆρχε καί ναός τῶν ῾Αγίων ᾿Αναργύρων, ἔστησε τό ἀναχωρητήριό του καί παρέμεινε γιά μία ἑπταετία (911-918). Στήν ἐρημική τοποθεσία τοῦ ᾿Ιωαννίτζη, ἐκτός ἀπό τήν προσήλωσή του στόν Θεό μέ τίς ἀτέλειωτες προσευχές, νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί τήν σθεναρή καί σταθερή ἀντίστασή του στούς παντοδαπούς πειρασμούς, ἀνέπτυξε καί σπουδαία κοινωνική καί φιλανθρωπική δράση. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπήλαυσαν τή ζεστασιά τῆς φιλοξενίας του, τή θέρμη τῶν παραμυθητικῶν του λόγων. Πολλοί εὐεργετήθηκαν ἀπό τίς θαυματουργικές του ἐνέργειες καί τήν προορατική του δύναμη, ἐνδυναμώθηκαν καί ἐστερεώθηκαν στή χριστιανική τους πίστη μέ τό θαυμαστό καί πειστικό παραινετικό του λόγο, καθοδηγήθηκαν καί ἀκολούθησαν τό δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου.
᾿Ενῶ βρισκόταν ἐκεῖ, προεῖπε καί τήν ἐπιδρομή τῶν Βουλγάρων τοῦ Συμεών στήν κυρίως ῾Ελλάδα, πού ἔγινε στίς ἀρχές ἤ στά μέσα τοῦ 918 μ.Χ., καί τόν ἐξανάγκασε, καθώς καί τούς συμμοναστές καί τούς ἄλλους γνωστούς του, νά ἐγκαταλείψει τό ἐρημητήριό του στοῦ ᾿Ιωαννίτζη τό ὄρος καί νά φθάσει στήν ἀπέναντι πελοποννησιακή ἀκτή, κοντά στήν Κόρινθο, γιά λόγους ἀσφάλειας. ῾Ο νεαρός τότε Λουκᾶς ἦταν 21 περίπου χρόνων.
Στήν Πελοπόννησο παρέμεινε μία ὁλόκληρη δεκαετία (918-928 μ.Χ.), στό χωριό Ζεμενό τῆς Κορινθίας καί στό εὐκτήριο τοῦ Μάρτυρος Προκοπίου. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του προσέφερε μέ πολύ μεγάλη προθυμία κάθε εἴδους ὑπηρεσία καί ἐξυπηρέτηση στό γέροντα στυλίτη ἐρημίτη πού ἐμόναζε ἐκεῖ, αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή τοῦ ὁποίου τόν παραδειγμάτισε στήν κατά Θεόν ζωή καί τόν ἐδίδαξε πολλά.
Μετά τό θάνατο τοῦ τσάρου τῶν Βουλγάρων Συμεών (17 Μαΐου 927 μ.Χ.) καί τή σύναψη συνθήκης εἰρήνης (᾿Οκτώβριος 927 μ.Χ.) τοῦ υἱοῦ καί διαδόχου του Πέτρου μέ τούς Βυζαντινούς, ὁ ῞Οσιος ἐπέστρεψε πάλι στίς ἀπέναντι ἀκτές τῆς Φωκίδος, στό γνώριμο σ αὐτόν ὄρος τοῦ ᾿Ιωαννίτζη. ᾿Εκεῖ ἔμεινε μία δωδεκαετία (928-939/940 μ.Χ.), ὀργάνωσε δραστήρια μοναστική κοινότητα καί ἐπιδόθηκε σέ νέους ἄθλους καί ἄλλα ἀσκητικά σκάμματα καί παλαίσματα. Κατά τό διάστημα τῆς δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονῆς του γύρω περιοχή ἐγνώρισε ξανά τήν εὐεργετική δράση τῆς ἄκρας φιλανθρωπίας του, τῶν παραινέσεων καί τῶν θαυμάτων του.
᾿Επειδή ὅμως τό πλῆθος τῶν καθημερινῶν ἐπισκεπτῶν καί περαστικῶν εἶχε ἀρκετά κουράσει τό μεγάλο ἀναχωρητή, διότι τοῦ κατέστρεφε τήν συχία καί γαλήνη τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ὁ ῞Οσιος ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει, ὁριστικά αὐτή τή φορά, τό ὄρος τοῦ ᾿Ιωαννίτζη καί νά ἀναζητήσει καταφύγιο σέ ἐρημικότερους καί συχότερους τόπους. ῎Ετσι διάλεξε τό λιμάνι Καλάμιον, ἀνατολικά τῆς ᾿Αντίκυρας τῆς Φωκίδος, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια (939/940-943 μ.Χ.). ᾿Εκεῖ, γύρω στό 941 μ.Χ., προεῖπε τήν κατάλυση τῆς ᾿Αραβοκρατίας καί τήν ἐπανάκτηση τῆς Κρήτης ἀπό τούς Βυζαντινούς, πράγμα πού ἔγινε εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, στίς 7 Μαρτίου τοῦ ἔτους 961 μ.Χ., στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Βύ.
Περί τό ἔτος 943 μ.Χ., ἐξαιτίας νέων ἐπιδρομῶν, Οὕγγρων στήν προκειμένη περίπτωση, ὁ ῞Οσιος Λουκᾶς ἐγκατέλειψε τό Καλάμιον καί μετεγκαταστάθηκε στό γειτονικό ξερό καί ἄνυδρο νησάκι ᾿Αμπελών, ὅπου παρέμεινε ἄλλα τρία χρόνια (943-946 μ.Χ.). ᾿Εκεῖ τόν ἐπισκεπτόταν συχνά καί ἀδελφή του μοναχή Καλή.
Οἱ φίλοι καί γνωστοί του, πού εἶχαν μέ ποικίλους τρόπους εὐεργετηθεῖ ἀπ αὐτόν καί δέν ἤθελαν νά τόν βλέπουν νά ὑποφέρει στό ξερονήσι ᾿Αμπελών καί νά ἐνοχλεῖται ἐπί πλέον καί ἀπό τό πλῆθος τῶν περαστικῶν, ναυτικῶν κυρίως, τόν ἔπεισαν νά ἀφήσει τό νησί καί νά ἐγκατασταθεῖ, ὁριστικά πιά, στό Στείρι τῆς Φωκίδας, Βοιωτίας σήμερα. Βρισκόταν σέ τόπο συχότερο, μακριά ἀπό τή βοή καί τήν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀλλά καί προικισμένο μέ φυσικές καλλονές καί ἀρετές, κατάλληλο γιά πνευματική ἄσκηση καί προσευχή. ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος Λουκᾶς ἔζησε τά τελευταῖα ἑπτά χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του (946-953 μ.Χ.).
Στήν ἀρχή ἐδιάλεξε ἕναν ἀπόμερο καί ἐρημικό χῶρο, ἀνάμεσα σέ θάμνους, καί ἔκτισε ἐκεῖ τό ταπεινό κελλί του, γιά νά μήν τόν βρίσκουν εὔκολα οἱ περαστικοί. Αὐτόν λοιπόν τόν ἥσυχο καί γαλήνιο τόπο, μέ τήν παρθένα ἄγρια ὀμορφιά του καί τήν κατανυκτική καί βαθύτατα στοχαστική σιωπή του, πέρα ἀπό τόν τάραχο τῶν ἐγκοσμίων, ἐδιάλεξε ὁ ἐρημοπολίτης ῞Οσιος γιά νά στήσει τήν ἀσκητική του καλύβη καί, μέ τούς πνευματικούς του ἀγῶνες καί μόχθους, τίς ἀδιάλειπτες προσευχές καί ἀνύστακτες ἀγρυπνίες, νά πετύχει τήν ἄνοδό του στά οὐράνια δώματα καί τήν ἕνωσή του μέ τό θεῖο.
Σύντομα ὅμως καί ἐδῶ, στόν τόπο τῆς τελικῆς ἐγκαταβιώσεώς του ὀργάνωσε νέο μοναστικό κοινόβιο, μέ πλῆθος μαθητῶν καί συμμοναστῶν του. ᾿Ανάμεσα σ αὐτούς ὀνομαστοί ὑπῆρξαν γιά τήν ὁσιακή τους βιοτή καί τήν ἀφοσίωση στό γέροντά τους ὁ πρεσβύτερος Γρηγόριος, ὁ Παγκράτιος καί ὁ Θεόδωρος.
Παρόλο πού ὁ ῞Οσιος ἦταν ἐραστής τοῦ σύχιου καί γαλήνιου βίου, μακριά ἀπό τήν κοσμική τύρβη, καθόλου δέν ἀπέφευγε τούς ἀνθρώπους. ῾Η φήμη τῶν ἀγαθοεργιῶν του, τῆς θερμῆς φιλοξενίας, τῆς φιλανθρωπίας καί κυρίως τῶν θαυματουργικῶν καί προφητικῶν θείων χαρισμάτων του συγκέντρωνε στό ἀπόμακρο Στείρι πλήθη πιστῶν καί ἐνδεῶν ἀνθρώπων. ῞Ολοι ἐζητοῦσαν τή συμβουλή καί τήν παραμυθία του, τούς ἐνθαρρυντικούς του λόγους, τή βοήθειά του γιά τή λύση κάθε λογῆς προβλημάτων καί γιά τήν ἱκανοποίηση πιεστικῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, προπάντων ὅμως τή λυτρωτική τῶν παραπτωμάτων τους καί θαυματουργική του ἐπέμβαση. Σέ κανέναν ἀπ αὐτούς δέν ἀρνιόταν τίποτε. Σέ ὅλους ἔδειχνε χαρούμενος, εὐπροσήγορος, αὐθόρμητος, πλημμυρισμένος ἀπό ἀγάπη καί συμπάθεια, πρόθυμος γιά κάθε εἴδους προσφορά καί βοήθεια, ἐκπληρώνοντας καί βιώνοντας σέ ὅλο του τό πλάτος καί τό βάθος τό θεϊκό λόγιο «᾿Αγάπα τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Δέν ἦταν ὅμως μόνο οἱ ἁπλοί καί ἀνώνυμοι, οἱ ταπεινοί καί πονεμένοι ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ πού προσέφευγαν σ αὐτόν. Τόν ἐπισκέπτονταν καί ἐπιφανέστατοι ἀξιωματοῦχοι καί δημόσιοι ἄνδρες τῆς ἐπίσημης βυζαντινῆς κρατικῆς ἱεραρχίας, πράγμα πού μαρτυρεῖ τήν ἀγαθή φήμη καί τό ὑψηλό κύρος καί ἀκτινοβολία πού διέθετε ὁ Στειριώτης ἀναχωρητής.
Τόν ἐπισκέφθηκε ἔτσι ὁ γνωστός σέ ὅλους τούς συγχρόνους του Πόθος, στρατηγός τοῦ Θέματος τῆς ῾Ελλάδος, τό ὁποῖο εἶχε τότε ὡς ἕδρα τήν πόλη τῶν Θηβῶν. ῾Ο ῞Οσιος τοῦ ἔσωσε, κατά θαυματουργικό τρόπο, τόν ἑτοιμοθάνατο στήν Κωνσταντινούπολη υἱό του.
Στενότατες ἐπίσης ὑπῆρξαν οἱ σχέσεις τοῦ ῾Οσίου καί μέ τόν ἄλλο στρατηγό τοῦ Θέματος τῆς ῾Ελλάδος, «τόν ἐπιφανῆ καί περίβλεπτον Κρηνίτη», πιθανότατα ἄμεσο διάδοχο τοῦ Πόθου στό ἀξίωμα αὐτό. ῾Η γνωριμία τῶν δύο ἀνδρῶν, τοῦ ταπεινοῦ ἐρημίτου καί ἁπλοῦ στρατιώτου τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό ἕνα μέρος καί τοῦ ὑψηλοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντος καί στρατιωτικοῦ ἀξιωματούχου ἀπό τό ἄλλο μέρος, πολύ γρήγορα ἐξελίχθηκε σέ θερμή φιλία καί ἀγάπη.
῎Ετσι ὁ Κρηνίτης, σέ ὅλο τό διάστημα πού παρέμεινε ὡς στρατηγός στή Θήβα, προσέφερε στόν ῞Οσιο κάθε λογῆς ὑπηρεσία καί ἐξυπηρέτηση μέ μεγάλη προθυμία, χωρίς καθόλου νά ὑπολογίζει οὔτε κόπους οὔτε χρηματικές δαπάνες. ᾿Ανάμεσα καί σέ ἄλλες προσφορές, μεγάλη ὑπῆρξε προσωπική καί οἰκονομική συμβολή του στήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς ῾Αγίας Βαρβάρας. Δέν πρόκειται γιά τήν κρύπτη πού τιμᾶται σήμερα στή μνήμη τῆς Μεγαλομάρτυρος καί βρίσκεται κάτω ἀπό τό καθολικό τῆς Μονῆς, ἀλλά γιά τόν παράπλευρα στό Καθολικό τῆς μονῆς ναό τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε ἐνόσῳ ζοῦσε ἀκόμη ὁ ῞Οσιος, ἀνάμεσα στά χρόνια 947 καί 952 μ.Χ.
῞Οταν προαισθάνθηκε τό ἐρχόμενο τέλος του, χωρίς νά ἀνακοινώσει σέ κανέναν τίποτε σχετικό, βγῆκε ἀπό τό κελλί του καί ἀποχαιρέτησε μέ συγκίνηση καί ἀσπασμούς ὅλους τούς περιοίκους, φίλους καί γνωστούς του. Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες ἀσθένησε. Τήν ὄγδοη μέρα τῆς ἀσθένειάς του ἔγινε φανερό ὅτι ὁ ῞Οσιος βάδιζε πρός τήν ἔξοδο ἀπό τό μάταιο τοῦτο κόσμο γιά νά καταλήξει ἐκεῖ «ἔνθα οὐκ ἔστι λύπη, οὐ πόνος, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος». Οἱ γύρω κάτοικοι πού τό ἔμαθαν, παρά τή σφοδρή βαρυχειμωνιά καί τά χιόνια, ἔτρεξαν στό κελλί τοῦ ἑτοιμοθάνατου ῾Οσίου, γιά νά δοῦν γιά τελευταία φορά, μέ τή σωματική του παρουσία, τό μεγάλο εὐεργέτη, τόν προστάτη τους καί ἰσχυρό μεσίτη πρός τόν Θεό. Μέ συγκινητικές ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί δάκρυα τοῦ συμπαραστάθηκαν στίς τελευταῖες του στιγμές.
Τό βράδυ τῆς 7ης Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 953 μ.Χ. ὁ ῞Οσιος, σέ λικία 56 χρόνων, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή καί παρέδωσε μέ ἠρεμία καί γαλήνη τό πνεῦμα του στόν Θεό, γιά νά ἀπολαύσει ἐκεῖ τούς καρπούς τῶν ἄθλων καί καμάτων του ἐπί τῆς γῆς. Τό πρωί τῆς ἑπόμενης μέρας, 8ης Φεβρουαρίου, ὁ πρεσβύτερος Γρηγόριος μέ τούς λοιπούς μοναχούς, ἀφοῦ προσκάλεσε καί τούς γύρω χωρικούς, ἐνταφίασε τό σεπτό σκῆνος τοῦ ῾Οσίου στό δάπεδο τοῦ κελλίου του, στόν εἰδικά διαμορφωμένο χῶρο, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ ἴδιος λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, προφητεύοντας μάλιστα ὅτι ὁ τόπος ἐκεῖνος ἔμελλε νά δοξασθεῖ.
Περί τόν ᾿Ιούλιο τοῦ ἔτους 953 μ.Χ., ἕξι μῆνες μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου, ὁ μοναχός Κοσμᾶς ἀπό τήν Παφλαγονία, πού ἐταξίδευε πρός τήν ᾿Ιταλία, σταμάτησε μετά ἀπό θεϊκό ὄνειρο στό Στείρι, στή μονή ὅπου μέ ἰδιαίτερη φροντίδα καί ἀγάπη ἐπιμελήθηκε καί ἐκαλλώπισε τό νωπό τάφο τοῦ ῾Οσίου. Τόν ἀνύψωσε λοιπόν μέ ἐπιχωμάτωση, τόν ἔντυσε μέ ἐγχώριες πλάκες καί τόν περιέβαλε μέ κιγκλίδες.
Δύο χρόνια ἀργότερα, γύρω στά μέσα τοῦ ἔτους 955 μ.Χ., μαθητές καί συμμοναστές τοῦ ῾Οσίου, σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός τόν πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν καί διακόσμησαν τό ναό τῆς ῾Αγίας Βαρβάρας, πού εἶχε ἀκόμη ὁρισμένες ἀτέλειες. ῎Εκτισαν ἐπιπλέον κελλιά γιά τούς μοναχούς, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμός εἶχε αὐξηθεῖ, καθώς καί ξενῶνες γιά τήν ὑποδοχή καί ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν καί ἐπισκεπτῶν. Τέλος, τό κελλί τοῦ ῾Οσίου, ὅπου βρισκόταν καί ὁ τάφος του, τό μετέτρεψαν σέ ὡραιότατη ἐκκλησία σταυρικοῦ σχήματος.
῾Ο τάφος μέ τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Οσίου ἔγινε πόλος ἕλξεως πλήθους πιστῶν καί πηγή ἀκένωτη θαυματουργικῶν ἰάσεων.
῾Ο μικρός σταυρόσχημος ναός μέ τόν τάφο τοῦ ῾Οσίου δέν ἐπαρκοῦσε ὅμως γιά νά καλύψει τίς λατρευτικές ἀνάγκες καί νά ἐξυπηρετήσει τά συνεχῶς αὐξανόμενα πλήθη τῶν πιστῶν πού συνέρρεαν ἐκεῖ, γιά νά καταθέσουν θερμό τό δάκρυ τοῦ πόνου τους καί νά ζητήσουν τήν προστασία καί ἀντίληψη τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ καί τή λυτρωτική του ἐπέμβαση γιά τά κάθε λογῆς σωματικά τους πάθη καί τίς ψυχικές ἀλγηδόνες.
Γι αὐτό στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ., μέ πρωτοβουλία τοῦ καθηγουμένου τῆς μονῆς, τοῦ εὐσεβέστατου ἱερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίσθηκε τό σταυρόσχημο εὐκτήριο καί στήν ἴδια θέση, ἀλλά σέ μεγαλύτερο χῶρο ὡς πρός τήν ἔκταση, ἀνεγέρθηκε τό σημερινό ἐπιβλητικό καθολικό τῆς μονῆς, μέ τήν περίλαμπρη γλυπτική ζωγραφική καί ψηφιδωτή του διακόσμηση, στό ὁποῖο φυλάσσεται τό ἱερό σκήνωμα τοῦ ῾Οσίου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Απρίωνος, ἐπισκόπου Κύπρου.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Απρίων (ἤ Εὐπρίων, ᾿Επίσκοπος Κύπρου, πού ἀναφέρεται στό Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Σαραπίωνος.
῾Ο ῞Αγιος Σαραπίων καταγόταν ἀπό τήν Κύπρο καί εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές. ῾Η μνήμη του ἀπαντᾶ στόν Πατμιακό Κώδικα 266.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ ἐξ ᾿Αλικιανοῦ τῆς Κυδωνίας Κρήτης.
῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς Γεώργιος καταγόταν ἀπό τό χωριό ᾿Αλικιανό τῆς ἐπαρχίας Κυδωνίας τῆς Κρήτης. ῾Ο πατέρας του ἦταν ἱερεύς καί ὀνομαζόταν Νικόλαος Δεβόλης. ῾Η μητέρα του ὀνομαζόταν Αἰκατερίνη. Κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1866 στήν Κρήτη, ὁ ῞Αγιος συνελήφθη ἀπό τούς Τούρκους μαζί μέ ἄλλους ἐπαναστάτες καί ἐπιεζόταν μέ κάθε τρόπο νά ἀλλαξοπιστήσει, γιά νά σώσει τή ζωή του. Παρ᾿ ὅλες τίς ἀπειλές καί τά βασανιστήρια ὁ Μάρτυρας ὁμολόγησε μέ πνευματική ἀνδρεία τόν Χριστό. ῎Ετσι, ἐδέχθηκε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τήν τιμία αὐτοῦ κεφαλή, τό ἔτος 1867 μ.Χ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|