14 Ιανουαρίου
†Μνήμη τῶν ἁγίων τριάκοντα ὀκτώ καί ἄλλων ᾿Αββάδων τῶν ἐν τῷ ὄρει Σινᾷ ἀναιρεθέντων.
῾Η ἱερότητα τοῦ ὄρους Σινᾶ ἦταν ἑπόμενο νά ἑλκύσει ψυχές ῾Οσίων καί ᾿Αναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέσα στούς διωγμούς καί στό θόρυβο τῶν πόλεων, ἐζητοῦσαν τήν ἐλεύθερη λατρεία, τήν συχία καί τήν προσευχή σέ τόπους ἐρημικούς. ῾Ο τόπος ἐκεῖνος χωρίς νά δίνει ἀνέσεις ἦταν κατάλληλος γιά τήν πνευματική ἀνύψωση τῆς ψυχῆς. ᾿Επιπλέον δέ οἱ ἐντυπώσεις πού ἔρχονταν στό νοῦ ἀπό τίς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τό ὄρος Σινᾶ ἐνίσχυαν τήν συχία τοῦ τόπου καί τήν ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρός τόν Θεό.
᾿Επειδή τότε δέν ὑπῆρχε κτισμένο μοναστήρι, οἱ παλαιοί ἐκεῖνοι ᾿Αναχωρητές καί ᾿Ασκητές ἐχρησιμοποιοῦσαν ὡς κελλιά τους σπήλαια ἤ καλύβες, τίς ὁποῖες ἔκτιζαν σέ μικρή ἀπόσταση τή μία ἀπό τήν ἄλλη.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί Πατέρες ἐφονεύθησαν ἀπό τούς Βλέμμυες, βάρβαρο λαό πού ἐκατοικοῦσε σέ ὅλη τήν ἔρημο, ἀπό τήν ᾿Αραβία μέχρι τήν Αἴγυπτο καί τήν ᾿Ερυθρά Θάλασσα καί ἄρχισε τίς ἐπιδρομές του τό 373 μ.Χ.
᾿Αλλά καί πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ἐπί τῆς ἐποχῆς τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί ὅταν Πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας ἦταν ὁ Πέτρος (300-311 μ.Χ.), ἐφονεύθησαν καί ἄλλοι ῞Οσιοι Πατέρες πού σύχαζαν στό ὄρος Σινᾶ. Συγκεκριμένα, στό ὄρος Σινᾶ ἐκατοικοῦσαν καί Σαρακηνοί. Αὐτοί, ὅταν ἀπέθανε ὁ ἀρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν καί ἐσκότωσαν πολλούς ἀσκητές. ῞Οσοι ἀπό αὐτούς διέφυγαν τό θάνατο κατέφυγαν σέ ἕνα ὀχύρωμα. Τότε, κατά θεία πρόνοια, φάνηκε τή νύχτα στούς Σαρακηνούς μιά φλόγα πού κατέκαιγε ὅλο τό ὄρος Σινᾶ καί ἔφθανε ὥς τόν οὐρανό. Μόλις εἶδαν τή φλόγα αὐτή οἱ Σαρακηνοί, ἐφοβήθηκαν πολύ, ἄφησαν κάτω τά ὅπλα τους καί ἔφυγαν.
Οἱ ᾿Ασκητές πού ἐφονεύθησαν ἦταν τριάντα ὀκτώ καί εἶχαν διάφορες πληγές στά σώματά τους. ῎Αλλων δηλαδή εἶχαν ἀποκοπεῖ οἱ κεφαλές, ἐνῶ ἄλλων μόλις κρατοῦνταν ἀπό ἕνα μικρό τμῆμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα οἱ βάρβαροι τούς ἔκοψαν στή μέση καί ἐχώρισαν τό σῶμα τους σέ δύο κομμάτια.
᾿Από τά φονικά σπαθιά διεσώθησαν δύο ῞Αγιοι, ὁ Σάββας καί ὁ ῾Ησαΐας, οἱ ὁποῖοι καί ἔθαψαν τούς φονευθέντες καί ἐδιηγήθηκαν τά σχετικά μέ αὐτούς.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων τριάκοντα τριῶν Πατέρων ᾿Αββάδων, τῶν ἐν τῇ Ραϊθῷ ἀναιρεθέντων.
῞Εως δύο μέρες μακριά ἀπό τό ὄρος Σινᾶ, πρός τήν ᾿Ερυθρά θάλασσα, ἦταν ἔρημος Ραϊθώ, στό ἐσωτερικό τῆς ὁποίας ζοῦσαν Χριστιανοί ᾿Αναχωρητές καί ᾿Ασκητές. Αὐτοί οἱ μακαριστοί Πατέρες διένυαν τόν ἀσκητικό ἀγώνα ἐκεῖ πού εἶναι οἱ δώδεκα πηγές τῶν ὑδάτων καί οἱ ἑβδομήντα στέλεχοι τῶν φοινίκων. Οἱ μοναχοί αὐτοί ἐπραγματοποιοῦσαν παράλληλα πρός τό ἀσκητικό τους ἔργο καί τή μεγάλη ἐντολή τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στούς ἀλλοεθνεῖς. ᾿Αλλά τήν ἴδια μέρα, κατά τήν ὁποία ἔγινε σφαγή τῶν Πατέρων στό Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀπεφάσισαν νά ἐξολοθρεύσουν καί τούς Πατέρες τῆς Ραϊθώ.
Οἱ τριακόσιοι Βλέμμυες πῆραν αἰχμαλώτους τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τῶν Φαρανιτῶν καί πῆγαν στό Κάστρο, ὅπου εἶχαν τήν ἐκκλησία τους οἱ ῞Αγιοι Πατέρες. ᾿Εκεῖνοι, μόλις ἀντελήφθησαν τούς βάρβαρους, ἔκλεισαν τήν πόρτα τοῦ ναοῦ καί περίμεναν τό θάνατο. ῾Ο προεστώς τῆς μονῆς Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῶν Πατρῶν, ἐθύμισε στούς ἀδελφούς ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστός καί βασιλεία Του καί ὅτι ὑπέρ αὐτῆς ἦσαν προσευχή τους, μελέτη τους, οἱ πόθοι καί τά ἔργα τους καί τώρα παρουσιάζεται λαμπρή εὐκαιρία νά ἀποκτήσουν τό στεφάνο τοῦ μαρτυρίου, χύνοντες καί αὐτό τό αἷμα τους ὑπέρ τοῦ Κυρίου καί μισθαποδότου τους. Τούς παρεκίνησε δέ νά εὐχηθοῦν ὑπέρ τῶν φονέων τους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πραγματικά δυστυχεῖς καί ἐξέφρασε τήν ἐλπίδα ὅτι θυσία αὐτή θά συντελέσει στήν αὔξηση τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες ἐπεκρότησαν τά λόγια αὐτά καί προσευχήθηκαν. Οἱ Βλέμμυες τότε ἔσπασαν τήν πόρτα, εἰσῆλθαν μέσα καί ἔσπειραν τό θάνατο κατά διάφορους τρόπους.
Τίς σφαγές αὐτές καί τίς ἀναιρέσεις διηγοῦνται ὁ μακάριος Νεῖλος ὁ ᾿Ασκητής, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ᾿Αμμώνιος μοναχός στή Διήγησή του, πού ἔγραψε μεταξύ τοῦ 373 καί τοῦ 378 μ.Χ., καθώς καί ὁ ᾿Αναστάσιος μοναχός ὁ Σιναΐτης κατά τόν 7ο μ.Χ. αἰώνα. ᾿Αρχικά μνήμη τους ἑορταζόταν στίς 28 Δεκεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νά ἑορτάζεται σήμερα.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Θεοδούλου, υἱοῦ τοῦ ἁγίου Νείλου τοῦ Σοφοῦ.
῾Ο ῞Οσιος Θεόδουλος ἦταν υἱός τοῦ σοφοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά ἄφησε τή δόξα τοῦ κόσμου καί ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ μαζί μέ τόν υἱό του. Οἱ ῞Οσιοι ἔζησαν πρό τῶν μέσων τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπί βασιλείας Θεοδοσίου Βύ (408-450 μ.Χ.).
᾿Εκεῖ λοιπόν πού διέμεναν, ὁ Νεῖλος, ὁ υἱός του Θεόδουλος καί ἄλλοι μοναχοί ξαφνικά τούς ἐπιτέθηκαν βάρβαροι καί ἄρχισαν νά τούς κατασφάζουν. ῾Ο Νεῖλος κατόρθωσε νά διαφύγει. Τόν υἱό του ὅμως Θεόδουλο τόν πῆραν μαζί τους αἰχμάλωτο. Στήν ἀρχή θέλησαν νά τόν φονεύσουν, ἀλλά κατόπιν τόν ἐπώλησαν καί τόν ἀγόρασε ὁ ᾿Επίσκοπος τῆς Λούζης, ὁ ὁποῖος καί τοῦ ἀπέδωσε τήν ἐλευθερία του.
᾿Αργότερα ὁ ῞Οσιος Θεόδουλος συναντήθηκε μέ τόν πατέρα του, τόν ῞Οσιο Νεῖλο, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφύγει ἀπό τή σφαγή τῶν ᾿Αββάδων τοῦ Σινᾶ, καί μετέβη μαζί του σέ ἐρημικό τόπο γιά ἄσκηση καί προσευχή. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή τους συνέγραψαν λόγους καί ἐπιστολές μέ πολύτιμες πνευματικές συμβουλές περί τοῦ τρόπου κατά τόν ὁποῖο ὀφείλουν νά ζοῦν οἱ μοναχοί, γιά νά ἐπιτύχουν τήν ἕνωσή τους μέ τόν Θεό.
῾Ο ῞Οσιος Θεόδουλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τά ἱερά λείψανά τους μετεκομίσθησαν στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί αὐτοκράτορος ᾿Ιουστίνου, ὅπου καί τά κατέθεσαν στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων.
῾Η σύναξη τοῦ ῾Οσίου Θεοδούλου καθώς καί ἄλλων ῾Αγίων ᾿Ασκητῶν ἐτελεῖτο στήν Κωνσταντινούπολη, στό ναό τῶν ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου πού βρίσκεται στό ᾿Ορφανοτροφεῖο.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Στεφάνου, τοῦ κτίσαντος τήν μονήν Χηνολάκκου.
῾Ο ῞Οσιος Στέφανος καταγόταν ἀπό τά μέρη τῆς ᾿Ανατολῆς, ἴσως τήν Καππαδοκία, καί ἦταν ἀπό εὐγενική γενεά. ᾿Αγαποῦσε τόν ἀσκητικό βίο ἀπό τά νεανικά του χρόνια. Γιά τό λόγο αὐτό ἐπισκέφθηκε τά ἱερά μοναχικά καταφύγια πού βρίσκονταν στήν Παλαιστίνη, τούς ἀσκητές στόν ᾿Ιορδάνη ποταμό, τίς Λαῦρες τοῦ ῾Αγίου Σάββα, Εὐθυμίου καί Θεοδοσίου τῆς ἐρήμου, ὅπου ἔμεινε ἀρκετό χρονικό διάστημα καί ἔμαθε τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
῞Υστερα ἐπανῆλθε, τό 710 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ ᾿Ισαύρου (717-741 μ.Χ.). ᾿Εκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Γερμανό, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐδώρησε καί τόπο στόν ὁποῖο ἔκτισε τή λεγόμενη Μονή τοῦ Χηνολάκκου, στήν Τριγλία, κοντά στή θάλασσα, πρός τιμήν τοῦ ῾Αγίου Στεφάνου.
᾿Επί τῆς γουμενίας του ὁ ῞Οσιος Στέφανος διακρίθηκε γιά τήν πατρική του διοίκηση, τήν τάξη τήν ὁποία ἐδημιούργησε, τήν ἀγάπη πρός ὅλους. ῾Ο ῞Οσιος Στέφανος ἔζησε ὑποδειγματικά σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί ἀξιώθηκε ἤδη ἀπό τήν παρούσα ζωή νά λάβει ἀπό τόν Θεό τά χαρίσματα τῆς οὐράνιας δόξας καί μακαριότητος.
῾Ο ῞Οσιος Στέφανος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Νίνας τῆς ἰσαποστόλου.
῾Η ῾Αγία Νίνα ἐγεννήθηκε στήν Καππαδοκία, ὅπου ἐκατοικοῦσαν πολλοί Γεωργιανοί, καί φέρεται ὡς συγγενής τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. ῾Ο πατέρας της, Ζαβουλών, εὐσεβής καί φημισμένος στρατιωτικός, πρίν ἀκόμη νυμφευθεῖ, εἶχε φύγει ἀπό τήν πατρίδα του Καππαδοκία, γιά νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στόν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό. ῾Η μητέρα της, Σωσάννα, ἦταν ἀδελφή τοῦ ᾿Επισκόπου ῾Ιεροσολύμων ᾿Ιουβεναλίου. ῾Ο πατέρας της, φλεγόμενος ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἔγινε, μέ τή συγκατάθεση τῆς συζύγου του, μοναχός στήν ἔρημο τοῦ ᾿Ιορδάνου. ῾Η μητέρα τῆς ῾Αγίας Νίνας τοποθετήθηκε ὡς διακόνισσα στό ναό τῆς ᾿Αναστάσεως. Τήν ῾Αγία Νίνα τήν παρέδωσαν στήν εὐλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, γιά νά τήν ἀναθρέψει.
῞Οταν ῾Αγία Νίνα ἐμελετοῦσε τό Εὐαγγέλιο καί ἔφθασε στό κεφάλαιο πού ἔγραφε γιά τή Σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁ λογισμός της ἐσταμάτησε στό χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αναρωτήθηκε ποῦ νά βρίσκεται ἄραγε ἐπίγεια πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τῆς εἶπαν, λοιπόν, ὅτι κατά τήν παράδοση, αὐτή φυλασσόταν στήν πόλη Μιτσχέτη τῆς ᾿Ιβηρίας (Γεωργίας). Τή μετέφερε ἐκεῖ ὁ ραββίνος τῆς πόλεως πού ὀνομαζόταν ᾿Ελιόζ, ὁ ὁποῖος τήν εἶχε παραλάβει ἀπό τό στρατιώτη πού τήν ἐκέρδισε στήν κλήρωση κάτω ἀπό τό Σταυρό. Τά λόγια αὐτά ἐχαράχθησαν βαθιά στήν καρδιά της. Καί παρεκάλεσε τή Θεοτόκο νά τήν ἀξιώσει νά πάει στή Χώρα τῶν ᾿Ιβήρων, γιά νά προσκυνήσει τό χιτώνα τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. ῾Η Παναγία ἄκουσε τήν προσευχή της καί ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο τῆς ῾Αγίας. Τήν προέτρεψε νά πάει στήν ᾿Ιβηρία νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς προσέφερε ἕνα Σταυρό ἀπό κληματόβεργες, πού θά ἦταν ἀσπίδα καί ὁ φύλακάς της. ῾Η ῾Αγία ἐξύπνησε καί εἶδε στά χέρια της τό θαυμαστό Σταυρό. Τόν ἀσπάσθηκε, ἔκοψε μιά κοτσίδα ἀπό τά μαλλιά της, τήν ἔπλεξε στό Σταυρό καί πῆγε νά συναντήσει ἀμέσως τό θεῖο της ᾿Επίσκοπο ᾿Ιουβενάλιο. ᾿Εκεῖνος διέκρινε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἔδωσε τήν εὐχή του.
῎Ετσι, μετά ἀπό ἐντολή τῆς Θεοτόκου, ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Γεωργία, περί τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα. ῾Η ἀποστολική της δράση καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας ὁδήγησαν τούς βασιλεῖς τῆς Γεωργίας Μιριάν (265-342 μ.Χ.) καί Νάνα στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
῾Η ῾Αγία βρῆκε τόν τόπο, ὅπου εἶχε ἐναποτεθεῖ ὁ Χιτώνας τοῦ Χριστοῦ, στόν κῆπο τῶν ἀνακτόρων, καί ἐκεῖ ἀνήγειρε τό ναό τοῦ ῾Αγίου Στύλου.
῾Η ῾Αγία Νίνα ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη και ὁ Θεός τήν ἐδόξασε διατηρώντας τό τίμιο λείψανό της ἄφθαρτο.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος ῾Αγνῆς.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ῾Αγία ῾Αγνή ἐμαρτύρησε.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Αδάμ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Σάββα, τοῦ πρώτου ἀρχιεπισκόπου Σερβίας καί κτίτορος τῆς ἱερᾶς μονῆς Χιλανδαρίου.
῾Ο ῞Αγιος Σάββας ἦταν υἱός τοῦ γεμόνος τῆς Σερβίας Στεφάνου Αύ Νεμάνια (στίς βυζαντινές πηγές Νεεμάν) καί τῆς πριγκίπισσας ῎Αννας. Τό λαϊκό του ὄνομα ἦταν Ρέσκο.
῾Η ἵδρυση καί ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπό τό μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167-1169), τόν πατέρα τοῦ ῾Αγίου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή συνένωση ὅλων σχεδόν τῶν Σέρβων σέ ἑνιαῖο καί ἀνεξάρτητο ἀπό τή βυζαντινή κυριαρχία κράτος μέ ἐπίκεντρο τή Ρασκία. ῾Ο αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ᾿Ισαάκιος Βύ ῎Αγγελος (1185-1195) συνῆψε, τό ἔτος 1190, εἰρήνη μέ τό ζουπάνο τῶν Σέρβων. ῾Η ἵδρυση τοῦ κράτους ἀνέδειξε τήν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καί τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Σερβίας, ὁποία ὑπέφερε ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων. Σύμφωνα πρός τίς ἱστορικές εἰδήσεις, ἄν καί παγίωση τοῦ χριστιανικοῦ βίου στούς Σέρβους ἦταν ἀναντίρρητη, ἔλλειψη ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοργανώσεως παρέτεινε τή σύγχυση δικαιοδοσιῶν καί διευκόλυνε τή δράση τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ υἱός τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σέ λικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στό ῞Αγιον ῎Ορος. ᾿Εκάρη μοναχός στή μονή Βατοπαιδίου καί ἔλαβε τό ὄνομα Σάββας. ᾿Αργότερα, περί τό 1195, ἵδρυσε μαζί μέ τόν πατέρα του Στέφανο, πού ἔγινε μοναχός καί ὀνομάσθηκε Συμεών († 13 Φεβρουαρίου), τή μονή τοῦ Χιλανδαρίου μέ χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Αλεξίου Γύ τοῦ ᾿Αγγέλου (1195-1203). Στό θρόνο τῆς Σερβίας ἀνῆλθε ὁ νέος γεμόνας Στέφανος ὁ Πρωτοστεφῆς (1195-1228), υἱός τοῦ μοναχοῦ πλέον Συμεών, πού εἶχε νυμφευθεῖ τήν Εὐδοκία, θυγατέρα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος ᾿Αλεξίου Γύ τοῦ ᾿Αγγέλου (1195-1203).
῾Ο ῞Αγιος Σάββας ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπό τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη καί τό 1204 ἐπέστρεψε στή Σερβία, ὅπου ἀσχολήθηκε μέ τήν εἰρήνευση, τό φωτισμό καί τήν ἀναδιοργάνωση τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ ῞Αγιος συνειδητοποίησε πληρέστερα τίς ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀφοῦ ὁ ἀδελφός του Στέφανος ἐδέχθηκε αὐθαίρετα τό στέμμα τοῦ κράλη τῆς Σερβίας ἀπό τόν Πάπα ᾿Ονώριο Γύ (1216-1227). ῞Οταν ἐπέστρεψε στό ῞Αγιον ῎Ορος, ἐμελέτησε τό θέμα τῆς διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Σερβίας. Τό 1219 μετέβη στή Νίκαια καί ἐπαρουσίασε τίς σκέψεις του στόν αὐτοκράτορα Θεόδωρο Αύ τό Λάσκαρη (1204-1222) καί τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Αύ Σαραντηνό (1217-1222). Οἱ προτάσεις του ἔγιναν δεκτές, ἀλλά ὁ αὐτοκράτορας ἐπέμενε στή χειροτονία τοῦ ῾Αγίου Σάββα ὡς ᾿Αρχιεπισκόπου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Σερβίας ἀντί τοῦ προταθέντος προσώπου τῆς συνοδείας τοῦ ῾Αγίου. Πράγματι, ὁ ῞Αγιος ἐχειροτονήθηκε ᾿Αρχιεπίσκοπος Σερβίας ὑπό τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Αύ μετά τή συνοδική ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Σερβίας.
Σ αὐτή τήν ἐνέργεια ἀντέδρασε ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, πού ἀμφισβήτησε ὄχι μόνο τήν κανονικότητα τῆς χειροτονίας τοῦ ῾Αγίου Σάββα, ἀλλά καί τά κανονικά δίκαια τοῦ Πατριαρχείου καί τῆς βασιλικῆς αὐθεντίας.
῾Ο ῞Αγιος Σάββας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε κατά Θεόν, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στό Τύρνοβο τό ἔτος 1236. Τό ἱερό λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο, ἀλλά ἐκάηκε τό ἔτος 1594 ἀπό τό Σινάν πασᾶ στό Βελιγράδι.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Ιωαννικίου, ἀρχιεπισκόπου Τυρνόβου.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωαννίκιος ἔζησε κατά τόν 13ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Εξελέγη Μητροπολίτης Τυρνόβου τῆς Βουλγαρίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Ακακίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ακάκιος ἔζησε περί τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία. ῎Ελαβε τό μοναχικό σχῆμα ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ καί ὀνομάσθηκε ᾿Αλέξανδρος. Τό 1522 ἐξελέγη ᾿Επίσκοπος τῆς περιοχῆς Τβέρ καί Κασίν. ᾿Εκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 1567 καί τό ἱερό λείψανό του μετακομίσθηκε στή μονή τοῦ Ζέλτικωφ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|