15 Ιανουαρίου
†Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Παύλου τοῦ Θηβαίου.
῾Ο ῞Οσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος ἤκμασε στά χρόνια τοῦ Δεκίου (249-251 μ.Χ.) καί τοῦ Βαλεριανοῦ (254-259 μ.Χ.). Σύμφωνα μέ τή βιογραφία τοῦ ῾Αγίου ῾Ιερωνύμου, τῆς ὁποίας πρόσφατα ἀποδείχθηκε ἱστορικότητα μέ βάση μιά πολύ ἀρχαιότερη ἑλληνική πηγή, τά ὅρια τῆς ζωῆς του μποροῦν νά τοποθετηθοῦν μεταξύ τῶν ἐτῶν 233 καί 346 μ.Χ.. ᾿Ανῆκε σέ πλούσια οἰκογένεια τῆς κάτω Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου. ῞Οταν ὁ Δέκιος ἐξαπέλυσε κατά τῶν Χριστιανῶν τόν τρομερό διωγμό του, ὁ ῞Οσιος σέ νεαρά λικία ἔχασε τούς γονεῖς του. ᾿Επειδή φοβήθηκε μήπως παραδοθεῖ στούς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἀπό τόν ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς του, τό γαμβρό του, ἐζήτησε παρηγοριά καί σωτηρία στήν ἔρημο.
᾿Αφοῦ πέρασε ὁ διωγμός τοῦ Δεκίου καί ἐπανῆλθε γαλήνη, ἀπατηλή ὅμως καί προσωρινή, ὁ ῞Οσιος ἀπεφάσισε νά ἐξακολουθήσει τήν ἐρημική του διαμονή. Στήν ἔρημο ἀγάπησε τόν ἀσκητικό βίο καί προχώρησε στά ἐνδότερα, ὅπου εὑρῆκε σπήλαιο, μέσα στό ὁποῖο πέρασε ὅλο τό χρόνο τῆς ζωῆς του μέ πνευματικούς ἀγῶνες καί στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔξω ἀπό τό σπήλαιο ἔτρεχε δροσερότατη πηγή καί ὑπῆρχε φοίνικας, ἰδιαίτερα ὑψηλός. ᾿Εκεῖ μέσα στήν συχία τῆς φύσεως, ἐμελετοῦσε τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ψυχωφελή βιβλία. ᾿Εκεῖ τόν ἐγνώρισαν καί διάφοροι ἄλλοι ἀναχωρητές, πού εἶχαν ἀναζητήσει καί αὐτοί στήν ἔρημο τή σωτηρία ἀπό τούς διῶκτες τους. Τόσο μάλιστα ἦταν ὁλοφάνερη πνευματική ὑπεροχή καί ταπεινοφροσύνη του, ὥστε ὅλοι τοῦ ἀπέδιδαν σεβασμό καί ἀγάπη, καί τόν ἐρωτοῦσαν γιά πολλά ζητήματα, εἴτε ἠθικῆς καί θεολογικῆς διακρίσεως, εἴτε ἀναφερόμενα στήν προσωπική τους ψυχική κατάσταση. ῾Ο ῞Οσιος ἀπαντοῦσε στόν καθένα πατρικά, λύνοντας τίς ἀπορίες τους, φωτίζοντας τίς ἀμφιβολίες τους, στερεώνοντας τίς πεποιθήσεις τους, καθοδηγώντας τους στόν τελειότερο βίο, χωρίς καθόλου νά ὑπερηφανεύεται, τιμώντας καί τό μικρότερο ἀπό τούς ἀδελφούς του, καί συμπεριφερόμενος μέ λεπτή, εὐγενή καί διακριτική συμπεριφορά.
῾Η φήμη τοῦ διακεκριμένου ἀναχωρητοῦ ἔφθασε καί στά αὐτιά τοῦ Μεγάλου ᾿Αντωνίου. ῏Ηλθε λοιπόν καί αὐτός τό ἔτος 344 μ.Χ. στόν Παῦλο. Καί τίποτα δέν ἦταν συγκινητικότερο ἀπό τή συνάντηση τῶν δύο ἐκείνων ἁγίων ἀνδρῶν. ῎Αγνωστοι ἕως τότε ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, ἀντάλλαξαν ἀδελφικότατα ἀσπασμό καί ἐδοκίμαζαν ἀνέκφραστη χαρά, ὅσο διαρκοῦσε συνάντηση, καί συνομιλοῦσαν καί ἐκφράζονταν ὁ καθένας μέ ἐνθουσιασμό γιά τόν ἄλλον καί ταπεινά γιά τόν ἑαυτό του. Μάλιστα ὁ Μέγας ᾿Αντώνιος ἀπόρησε πῶς ἔφθασε ὁ ῞Οσιος Παῦλος στά ἄβατα τῆς ἐρήμου, ὅπου ἄνθρωπος ποτέ δέν ἐτόλμησε.
Μετά ἀπό μερικούς μῆνες ἐπανῆλθε ὁ ῞Αγιος ᾿Αντώνιος. Τήν προηγούμενη νύχτα εἶχε πεθάνει ὁ ῞Οσιος Παῦλος καί δύο λιοντάρια ἔστεκαν κοντά στόν τάφο του, τόν ὁποῖο τά ἴδια μέ τά νύχια τους τόν εἶχαν ἀνασκάψει. ᾿Εκεῖ καί τόν εἶχαν ἀποθέσει. ῏Ηταν ἑκατόν δέκα τριῶν χρονῶν, ὅταν μετέστη εἰρηνικά πρός τόν Κύριο. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Αντώνιος ἐπέστρεψε φέροντας μαζί του ὡς ἱερό κειμήλιο τό ράσο τοῦ ῾Οσίου Παύλου.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ιωάννου, τοῦ διά Χριστόν πτωχοῦ, ὅς καί Καλυβίτης ὠνομάσθη.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔζησε περί τά μέσα τοῦ 5ου μ.Χ. αἰῶνος. ῾Ο πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐτρόπιος καί ἦταν συγκλητικός. ῾Η μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδώρα.
῾Ο ᾿Ιωάννης ἀπό πολύ μικρή λικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο καί φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στόν κοσμικό στρόβιλο, ἔχανε τό ἠθικό του καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπό τήν πατρική οἰκία καί ἦλθε στή μονή τῶν ᾿Ακοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. ᾿Αλλά, μέ τόν καιρό, ἀγάπη τῶν γονέων του τόν ἔβαλε στόν πειρασμό τῆς ἐπιστροφῆς στήν πατρική οἰκία. ῾Ο πειρασμός ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερος, ὅταν ἐπληροφορήθηκε ὅτι μητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη γιά τήν ἐξαφάνισή του, ὁ δέ πατέρας του ζοῦσε βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τά πλούτη του σέ ματαιότητες καί φαντασίες. ᾿Επεθύμησε λοιπόν νά τούς δεῖ, ὄχι μόνο γιά νά ἀναπαύσει μέ τήν παρουσία του τήν ψυχή τους, ἀλλά καί γιά νά παρηγορήσει τή μητέρα του καί νά συντελέσει στή μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θά ἦταν ὅμως αὐτό δυνατό, ἐάν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καί τούς ἀπηύθυνε τίς συμβουλές καί τίς παρακλήσεις του;
Σχετικά, λοιπόν, μέ τό πρόβλημά του ἐπληροφόρησε τόν γούμενο τῆς μονῆς καί τοῦ ἐζήτησε νά τοῦ ἐπιτρέψει νά πάει στούς γονεῖς του. ῾Ο γούμενος, πράγματι, ἔδωσε τήν εὐλογία του νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. ῎Ετσι ὁ ῞Οσιος ἐνδύθηκε μέ παλαιά καί τριμμένα ράσα καί μέ τήν πτωχική αὐτή ἐμφάνιση ἔφθασε ἔξω ἀπό τό σπίτι τῶν γονέων του. Τούς ἐπαρουσιάσθηκε ὡς μοναχός, χωρίς νά τούς πεῖ ποιός εἶναι. ῾Η εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καί φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τή μητέρα του νά τόν παρακαλέσει νά ἔρχεται καθημερινά στό σπίτι. ᾿Αλλά καί ὁ πατέρας του τόν ἐσυμπάθησε γιά τήν εὐεργετική ἐπιρροή πού ἐξήσκησε στήν καρδιά τῆς συζύγου του.
Κατασκεύασε, λοιπόν, ἔξω, στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ, μιά πολύ μικρή καλύβα ὅπου καί ἔμεινε, χωρίς κανείς νά τόν γνωρίζει ποιός ἦταν. Μετά τρία χρόνια οἱ προσπάθειές του, μέ τή θεία Χάρη, ἄρχισαν νά ἀποφέρουν καρπούς. ῾Ο πατέρας του ἄρχισε νά ζεῖ χριστιανική ζωή καί μητέρα του εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ζόφο τῆς ἀθυμίας. Καί τότε ὁ ᾿Ιωάννης ἐσκέφθηκε, ὅτι ἐπλησίαζε ὥρα πού θά μποροῦσε νά φανερωθεῖ.
᾿Αλλά ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ὄντως ζωή, τοῦ ἐγνώρισε μέ μυστικό τρόπο, ὅτι ἦταν ὥρα νά τόν καλέσει πλησίον Του. Τότε ὁ ῞Οσιος ἐκάλεσε κοντά του τούς γονεῖς του, τούς ἔδειξε τό χρυσόδετο Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο εἶχαν φτιάξει πρός χάρη του, καί μέ τόν τρόπο αὐτό τούς ἐφανέρωσε τόν ἑαυτό του. Μέ γαλήνη τούς ἀπηύθυνε λόγους παρηγοριᾶς καί ἐγκαρδιώσεως καί τούς παρεκάλεσε νά μείνουν ἀφιερωμένοι στόν Θεό καί τόν πλησίον, ἀφιερώνοντας τά πλούτη τους στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς τῶν ὁποίων ζωή φθείρεται καί ἀξιοπρέπεια κινδυνεύει ἀπό τίς ἔσχατες στερήσεις. ᾿Ακολούθως παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πανσοφίου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Πανσόφιος καταγόταν ἀπό τήν ᾿Αλεξάνδρεια καί ἦταν τέκνο τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμηθεῖ μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἀνθύπατου. ῎Εζησε κατά τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα καί ἐστόλισε τήν ᾿Αλεξάνδρεια, ὁποία εἶχε γνωρίσει τόσους περιπετειώδεις καί κρίσιμους ἀγῶνες τῆς πίστεως καί τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
῾Ο Πανσόφιος, λόγῳ τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ πατέρα του καί τῆς φιλομάθειάς του, ἐσπούδασε τόσο τήν ἑλληνική ὅσο καί τή χριστιανική παιδεία. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, διένειμε ὁλόκληρη τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο, ὅπου ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση, στή μελέτη καί στήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. ᾿Εκεῖ, μέσα ἀπό τούς πνευματικούς ἀγῶνες, ἔμαθε ὅτι πτωχεία ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ ὑλικοῦ, παρθενία ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ σαρκικοῦ καί ὑπακοή ἐλευθερώνει ἀπό τήν εἰδωλολατρική ἐπιρροή τοῦ ἐγώ· εἶναι θεία υἱοθεσία.
Στήν ἔρημο διέμεινε εἴκοσι ἑπτά χρόνια. Μετά ὅλο αὐτό τόν καιρό ἐπέστρεψε στή γενέτειρά του, θωρακισμένος μέ τά ὅπλα τοῦ πνεύματος καί τῆς ἁγιότητος, γιά νά ἐργασθεῖ ὑπέρ τῆς πίστεως. Τότε ἐξέσπασε ὁ διωγμός τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.). ῾Ο ῞Αγιος προσκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διοικητοῦ καί διατάχθηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. ῾Ο Πανσόφιος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλά ἀπέδειξε σ᾿ αὐτόν τό ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολή καί ἐμαστίγωσαν τόν ῞Αγιο μέχρι θανάτου. ῎Ετσι ὁ ῞Αγιος Πανσόφιος, κάτω ἀπό τά βάρβαρα καί λυσσώδη κτυπήματα τῶν στρατιωτῶν, ἐμαρτύρησε καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, οἱ ἅγιοι ἕξ Πατέρες ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε οἱ ῞Αγιοι ἕξι Πατέρες ἔζησαν. ᾿Εκοιμήθησαν μέ εἰρήνη, ἄν καί ἀναφέρονται ὡς Μάρτυρες.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Αλεξάνδρου τοῦ ᾿Ακοιμήτου.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αλέξανδρος καταγόταν ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια τῆς ᾿Ασίας καί ἐσπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη. Διακρινόταν γιά τή φιλομάθεια καί τήν ἀρετή του. ᾿Εμελετοῦσε ἀδιάλειπτα τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο καί νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. ᾿Αφοῦ διένειμε τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς ἦλθε στή Συρία, ὅπου ἔγινε μοναχός σέ μονή τῆς ὁποίας γούμενος ἦταν ὁ μοναχός ᾿Ηλίας. ᾿Αφοῦ διέμεινε ἐκεῖ τέσσερα χρόνια, ἔζησε στήν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής ἐπί ἑπτά χρόνια. ᾿Επανῆλθε στή Συρία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι στή δεξιά ὄχθη τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ καί ἄρχισε νά ἐργάζεται ἱεραποστολικά κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο. Λίγο ἀργότερα ἔρχεται στήν Κωνσταντινούπολη καί ἱδρύει νέα μονή πλησίον τοῦ οἴκου τοῦ ῾Αγίου Μάρτυρος Μηνᾶ. ᾿Αλλά ἦλθε σέ προστριβή μέ τόν Πατριάρχη Σισσίνιο (426-427 μ.Χ.) καί τούς ἄρχοντες, τούς ὁποίους ὡς ζηλωτής ἔλεγχε ἐάν θεωροῦσε ὅτι ἔπρατταν κάτι ἄτοπο. ῎Ετσι, μετά ἀπό περιπέτειες, ἐγκαταστάθηκε στά βορειοανατολικά τῆς Βιθυνίας, σέ τόπο καλούμενο Γομών. ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος ᾿Αλέξανδρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αλέξανδρος εἶναι οὐσιαστικά ὁ πρῶτος ἱδρυτής τῆς μονῆς τῶν ᾿Ακοιμήτων. ῎Ετσι ἐλέγοντο οἱ μοναχοί τῆς ᾿Ανατολῆς, πού ζοῦσαν κοινοβιακά, καί ἐχωρίζονταν σέ ὁμάδες, πού ἀνυμνοῦσαν διαδοχικά τό Θεό καθ᾿ ὅλη τήν μέρα καί τή νύχτα, ὥστε νά μήν ἔπαυε ποτέ στή μονή τους προσευχή.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ᾿Ελπιδίου, Δάνακτος καί ῾Ελένης.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησαν οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες ᾿Ελπίδιος, Δάναξ καί ῾Ελένη.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Σεκουνδίνης.
῾Η ῾Αγία Σεκουνδίνη ἄθλησε ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.).
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ῾Αγίας ῎Ιτας, τῆς ἐξ ᾿Ιρλανδίας.
῾Η ῾Αγία ῎Ιτα καταγόταν ἀπό τήν ᾿Ιρλανδία. ᾿Από νεαρά λικία ἀγάπησε τόν Χριστό καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. ῞Ιδρυσε τή μονή τοῦ Κίλλεντι καί συγκέντρωσε γύρω της πολλές εὐσεβεῖς παρθένους. Διῆλθε ἀσκητικότατο βίο, μέ βάση τή νηστεία, τή μελέτη καί τήν προσευχή. ᾿Εδίδασκε περί τοῦ μυστηρίου τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί ἔφθασε σέ πολύ ὑψηλά μέτρα τελειώσεως καί θεωρίας. ῎Ετσι ἀναγνωρίζεται ὡς πνευματική μητέρα πολλῶν ᾿Ιρλανδῶν ῾Αγίων. ῞Ιδρυσε σχολή στήν ὁποία ἐδίδασκε τά μικρά παιδιά γιά τήν ὀρθόδοξη πίση καί ἐμφύτευσε στήν καρδιά τους τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό.
῾Η ῾Αγία ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη, τό ἔτος 570 μ.Χ., στή μονή της.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Προχόρου.
῾Ο ῞Οσιος Πρόχορος καταγόταν ἀπό τή Βουλγαρία καί ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 10ου καί ἀρχές τοῦ 11ο αἰῶνος μ.Χ. ᾿Ασκήτεψε στή μονή Βράνσκι τῆς Βουλγαρίας κοντά στόν ποταμό Πσίνζα καί ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Γαβριήλ.
῾Ο ῞Οσιος Γαβριήλ τοῦ Λέσνοβο ἐγεννήθηκε στό χωριό ᾿Οσσόκε στήν περιοχή Κρίβα Παλάνκα τῆς Σερβίας κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Αγάπησε τή μοναχική πολιτεία καί ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Λέσνοβο. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Βαρλαάμ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
(Βλ. † 6 Νοεμβρίου).
†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἐν ᾿Αλεξανδρείᾳ ἐν ἔτει 1998 γενομένης ἀποκαταστάσεως τῆς κανονικῆς τάξεως, τῆς διασαλευθείσης ἐκ τῆς ἀδίκου ἐκδιώξεως τοῦ ῾Αγιωτάτου Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου ἐκ τοῦ κλίματος τοῦ ᾿Αλεξανδρινοῦ Θρόνου κατά ᾿Ιούλιον ἔτους 1890, καί ἐκζητήσεως συγχωρήσεως παρά τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου διά τήν γενομένην εἰς αὐτόν ἀδικίαν ὑπό τῶν προαπελθόντων Πατέρων καί ἀδελφῶν, τῶν ὑπεναντίων τῷ ῾Αγίῳ Νεκταρίῳ, καί μνήμη τῆς μετακομιδῆς τμήματος τῶν χαριτοβρύτων λειψάνων αὐτοῦ εἰς ᾿Αλεξάνδρειαν καί Κάιρον.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|