ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

25 Ιανουαρίου


†Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου.

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό τόν Πόντο καί ἐγεννήθηκε σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, πού λεγόταν ᾿Αριανζός, τό 330 μ.Χ. Ναζιανζηνός ὀνομάσθηκε, ἐπειδή ἔζησε τόν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στή Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καί τό πατρικό του σπίτι. ῾Ο πατέρας του, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ᾿Επίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρίν γίνει ᾿Επίσκοπος ἕνας πολύ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στό δημόσιο βίο καί ἀνῆκε σέ μιά ἰουδαιο-ἐθνική αἵρεση πού λεγόταν τῶν «῾Υψισταρίων». ῾Η μητέρα του, ῾Αγία Νόννα, ἦταν ᾿Ορθόδοξη. ῾Η εὐσέβεια καί ἀρετή της ἐπηρέασαν τό σύζυγό της καί τόν ἔκαναν νά μεταστραφεῖ στήν ἀληθινή πίστη.

Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καί Νόννα, δέν εἶχαν παιδιά καί ἱκέτευαν τόν Θεό νά χαρίσει σέ αὐτούς τή χαρά τῆς τεκνοποιΐας. Καί πράγματι προσευχή τους εἰσακούσθηκε καί Νόννα ἐγέννησε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο, τόν ὁποῖο πρίν ἀκόμη αὐτός γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ νά τόν ἀφιερώσει στόν Θεό. Πολλές φορές ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος παραβάλλει τούς γονεῖς του μέ τόν ᾿Αβραάμ καί τή Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σέ μεγάλη λικία ἀπέκτησαν τόν ᾿Ισαάκ.

Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νά μορφώσουν καί νά ἐμφυσήσουν στόν πρωτότοκο υἱό τους τήν ἀγάπη πρός τά γράμματα καί τή χριστιανική πίστη. ᾿Από τήν παιδική λικία ἐνέπνευσαν σέ αὐτόν ἔντονη καί βαθιά θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτός ἀπό εὐσέβεια καί πνευματικότητα ὑποσχέθηκε στόν ἑαυτό του νά ζήσει μέ ἁγνεία καί παρθενία.

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος, χάρη στή δυνατότητα πού εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρές σπουδές. ᾿Εσπούδασε σέ ὅλα τά τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ· τή Ναζιανζό, τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τήν ᾿Αντιόχεια, τήν ᾿Αλεξάνδρεια, τήν ᾿Αθήνα. ῾Η Κωνσταντινούπολη δέν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καί Ρώμη τότε δέν εἶχε κάτι τό ἀξιόλογο γιά τούς ῞Ελληνες. Στίς πόλεις αὐτές ἐμελέτησε τίς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καί ἄκουσε τούς σοφότερους διδασκάλους, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν Δίδυμο τόν Τυφλό, πού τότε διηύθυνε τή θεολογική σχολή τῆς ᾿Αλεξάνδρειας, καί τούς φιλόσοφους Θεσπέσιο στήν Καισάρεια καί ῾Ιμέριο καί Προαιρέσιο στήν ᾿Αθήνα. Γιά τόν Προαιρέσιο γίνεται δεκτό ὅτι ἦταν Χριστιανός.

Οἱ σπουδές δέν ἔκαναν τόν ῞Αγιο νά ἐπαρθεῖ. ᾿Αντίθετα, κατάλαβε ὅλη τή ματαιότητα τοῦ κόσμου καί τῆς σοφίας του. ῎Ενιωσε, ὅτι ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστά στή γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος παραλληλίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Σαούλ πού ἔτρεχε χωρίς νά ξέρει. Αὐτό πού τελικά βρῆκε κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρει τό γεγονός τῆς φιλίας του μέ τόν ῞Αγιο Βασίλειο, ᾿Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὕρημα καί ἀπό ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.

῞Οταν ἐτελείωσε τίς σπουδές του ὁ ῞Αγιος ἦταν ὥριμος ἄνδρας σέ λικία 30 ἐτῶν. ῞Ομως δέν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καί ἀγωνιοῦσε νά μήν ἀποθάνει, πρίν ἐπιστρέψει στόν πατέρα του καί βαπτισθεῖ. Γι αὐτό καί ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε ἀπό τήν ᾿Αλεξάνδρεια στήν ᾿Αθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, ἐφοβήθηκε πολύ καί παρεκάλεσε νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός, νά βοηθήσει νά μήν πνιγεῖ, γιά νά ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.

Τό βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τό ἐπακολούθησε συνειδητός πνευματικός ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. ᾿Αγώνας γιά τήν κάθαρση, τήν πνευματική πρόοδο, τή θέωση. Μαζί μέ τόν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καί ὁμόψυχό του ῞Αγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στόν Πόντο καί παρεδόθησαν κυριολεκτικά στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση. ῾Ο ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπό ᾿Εκεῖνον πού θέλει νά γινόμαστε βιαστές τῆς βασιλείας Του. ᾿Αξιώθηκαν καί οἱ δύο μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιά τίς πνευματικές του ἐμπειρίες καί τά οὐράνια χαρίσματα πού Χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐχάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτές πρέπει νά ἦσαν πολύ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτά πού ἔβλεπε μέ αὐτά τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καί τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, πού «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τόν Κύριο τῆς Δόξας καί ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί εἶδε τά ἄρρητα ρήματα, τή δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γρήγορα ὁ Θεός ἐκάλεσε τόν Γρηγόριο στή διακονία Του. Τά τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στή Ναζιανζό. ῾Ο Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπό βοηθό καί συνεργάτη στή «νυκτομαχία», ὅπως ἐχαρακτήριζε τήν ἱερωσύνη, θέλησε νά τόν χειροτονήσει πρεσβύτερο, ἐπειδή ἔβλεπε στό πρόσωπό του ὄχι μόνο τόν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλά καί τό ζηλωτή γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργό τοῦ Κυρίου. ῾Ο Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τήν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τό βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα καί πνευματικός πατέρας), πού ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νά εὐλαβεῖται. ῎Εκανε ὑπακοή στήν ἐντολή τοῦ Γέροντος ᾿Επισκόπου καί ἐχειροτονήθηκε. ᾿Αμέσως μετά τή χειροτονία του ἐζήτησε ἀνακούφιση στή μόνωση καί τήν προσευχή. ᾿Αποσύρθηκε λοιπόν στό ἐρημητήριό του, στή γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καί βρῆκε τή γαλήνη καί τήν πορεία του. Καί ἐπέστρεψε μέ εἰρήνη στήν καρδιά νά ἀναλάβει τό πνευματικό του ἔργο, πού τό ἄρχισε μέ τόν περίφημο θεολογικό λόγο περί τοῦ Πάσχα καί τή δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.

Διακονοῦσε μέ ἱερό ζῆλο στό πλευρό τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τόν ἐξέλεξε ᾿Επίσκοπο τῆς μικρᾶς πόλεως Σάσιμα. Σκοπός του ἦταν νά περιφρουρήσει τή δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του ᾿Εκκλησίας ἀπό τίς διεκδικήσεις ἑνός νέου Μητροπολίτου, τοῦ Τυάνων ᾿Ανθίμου. Τό γεγονός αὐτό ἔθλιψε ἀκόμη πιό πολύ τόν Γρηγόριο. ᾿Αντέδρασε. ᾿Εξέφρασε τήν πικρία του. Τελικά ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλά δέν πῆγε ποτέ στά Σάσιμα. ῞Ενα χρονικό διάστημα ἔμεινε στή Ναζιανζό, ὡς βοηθός τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στήν παράκλησή του. Καί ὅταν ἐκεῖνος ἐκοιμήθηκε, τό 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νά ποιμαίνει τήν ᾿Εκκλησία τῶν Ναζιανζηνῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρίς νά παύσει νά τούς παρακαλεῖ νά ἐκλέξουν καί νά χειροτονήσουν τόν κανονικό τους ᾿Επίσκοπο. Καί ἐπειδή αὐτό ἀργοῦσε, στενοχωρημένος ἐγκατέλειψε τήν πόλη καί κατέφυγε στή Σελεύκεια τῆς ᾿Ισαυρίας, ὅπου, κοντά στό ναό τῆς ῾Αγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τήν εἰρήνη καί τήν συχία στήν προσευχή καί ἔμεινε ἐκεῖ ἐπί πέντε σχεδόν ἔτη μελετώντας καί συγγράφοντας.

Τήν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ ὀλίγοι Χριστιανοί τόν ἐκάλεσαν στήν Κωνσταντινούπολη νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στήν Πόλη δέσποζαν οἱ ᾿Αρειανοί. ῏Ηταν τόση διάδοση καί ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος δέν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσιο στά χέρια τῶν ᾿Ορθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νά λειτουργεῖ καί νά κηρύττει σέ ἕνα σπίτι πού ὁ ἴδιος διεμόρφωσε σέ ναό καί τό ὀνόμασε ῾Αγία ᾿Αναστασία, δηλαδή τῆς ᾿Αναστάσεως τῆς ᾿Ορθοδοξίας.

᾿Εκεῖ ὁ ῞Αγιος ἐξεφώνησε τά περίφημα θεολογικά κηρύγματά του. ῾Η ἐπίδρασή τους καί ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ ᾿Αρειανοί φανατικοί πῆραν τήν ἀπόφαση νά τόν ἐξολοθρεύσουν. Τόν ὕβρισαν. Τόν ἐκακολόγησαν. Τόν ἐκτύπησαν. Τόν ἐγρονθοκόπησαν. Τόν ἐλιθοβόλησαν. ῎Εβαλαν μάλιστα καί κάποιον νά τόν φονεύσει. Καί θά τόν ἐσκότωνε. ᾿Αλλά νικημένος ἀπό τήν ἁγιωσύνη τῆς πραότητός του ὁμολόγησε στόν ἴδιο τήν ἀλήθεια τή στιγμή πού εἶχε πάει νά τόν σφάξει.

Μέ ὅπλο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τή μάχαιρα τοῦ πνεύματος, ἐνικοῦσε τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως σάν τόν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ ᾿Αρειανοί ὅλο καί ὀλιγόστευαν. ῾Ο ῞Αγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπό τό ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τόν κατέστησε τό ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καί τόν ἐνθρόνισε στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. ῞Ομως οἱ ᾿Ορθόδοξοι ᾿Επίσκοποι δέν εἶχαν ὅλοι τήν ὀρθή κρίση. Μερικοί μεθυσμένοι ἀπό φθόνο ἐκάκιζαν τόν ῞Αγιο, διότι δέν ἐπίεζε τό βασιλέα νά ἀφαιρέσει τίς ἐκκλησίες ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά τούς ἀπαγορεύσει νά τελοῦν τή λατρεία τους. Σέ ἀπάντηση ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ἐτόνιζε, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη τίς λόγχες τοῦ Καίσαρος καί ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετή σάν ὅπλο ἀλήθεια. Καί πράγματι, ἀλήθεια ἐνίκησε.

Τό ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε Βύ Οἰκουμενική Σύνοδος. Πρόεδρός τῆς ἦταν ὁ ῞Αγιος Μελέτιος ᾿Αντιοχείας. Αὐτή Οἰκουμενική Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατεδίκασε τούς ᾿Αρειανούς καί τούς Πνευματομάχους - Εὐνομιανούς καί συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τό διεμόρφωσε στή σημερινή του μορφή. ῎Ετσι ἔλαμψε δόξα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾿Ακόμη Σύνοδος κατεδίκασε τόν ᾿Απολλιναρισμό, πού διαιροῦσε τόν ἄνθρωπο σέ τρία μέρη (σῶμα, ψυχή καί νοῦ) καί ἐδίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τόν Χριστό ἀτελή καί ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. ῎Ετσι ὅμως κατέστρεφε τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Κυρίου καί τήν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετί πού δέν προσλαμβάνεται ὑπό τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καί ἀνίατο. Τρίτον, Βύ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν ἀπόλυτο προορισμό, τόν ὁποῖο ἐδίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καί ὁ Λούθηρος καί ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀνεγνώρισε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο ὡς κανονικό ᾿Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

῾Ο Πρόεδρος τῆς Συνόδου ῞Αγιος Μελέτιος ἐκοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε Σύνοδος. ῾Η Σύνοδος τόν ἐτίμησε ὡς ᾿Απόστολο. ῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρό ἐπικήδειο λόγο πού ἄρχιζε μέ τά λόγια· «ηὔξησεν μῖν τόν ἀριθμόν τῶν ᾿Αποστόλων». Διάδοχός του στήν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. ᾿Αλλά μετά ἀπό λίγο τό κλίμα ἄλλαξε. ῎Εφθασε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά συμμετάσχει στή Σύνοδο, ὁ Πέτρος Βύ, ὁ Πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας μέ τούς Αἰγύπτιους καί Μακεδόνες ᾿Επισκόπους. Αὐτοί εἶχαν πάρει ἤδη θέση ἐχθρική ἔναντι τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου. Δέν τόν ἀνεγνώριζαν ὡς κανονικό ᾿Αρχιεπίσκοπο, ἐπειδή τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπό τά Σάσιμα. Καί εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικά καί παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τόν Μάξιμο τόν Κυνικό, πού ἦταν μέν ᾿Ορθόδοξος ἀλλά ἔμεινε στήν ἱστορία σάν ἕνα αἰνιγματικό πρόσωπο. ῾Ο Πέτρος ἔθεσε στή Σύνοδο τό θέμα τῆς κανονικότητος. ῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τή δύναμη νά συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρός τήν ὑποστήριξη τῶν ᾿Επισκόπων εἶχε καί τή συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορος, ἀηδίασε καί παραιτήθηκε μέ τοῦτα τά λόγια· «Δέν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτου ᾿Ιωνᾶ. ῎Αν ἐγώ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στήν ᾿Εκκλησία ρίχνω τόν ἑαυτό μου στή θάλασσα». Εὐθύς μετά τήν παραίτησή του ἐλειτούργησε στόν καθεδρικό ναό τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά νά ἀποχαιρετίσει τό ποίμνιό του. Καί ἔφυγε χωρίς νά περιμένει νά λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. ᾿Επέστρεψε στή Ναζιανζό καί γιά λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιά νά γαληνεύσει.

῾Ο ῞Αγιος, σέ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νά κάνει μιά σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντός τῆς ᾿Εκκλησίας μέ τά ὅσα συμβαίνουν ἐκτός αὐτῆς. ῎Ετσι λέγει, πρέπει νά ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τήν ὕπαρξη ἑνότητος στούς κοσμικούς ὀργανισμούς, στίς πόλεις, στούς οἴκους, στό στράτευμα, καί ὅμως νά ἀπουσιάζει ἀπό τόν κατ ἐξοχήν κήρυκα καί θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τήν ᾿Εκκλησία καί τούς πιστούς της.

Βεβαίως ἀποχώρησή του δέν ἐσήμαινε ὅτι θά ἔπαυε νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐπίτευξη ἑνότητος καί γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στήν ᾿Εκκλησία, γιά τά δύο αὐτά ὑπέρτατα ἀγαθά.

Τό ἔτος 383 μ.Χ. ὑγεία του ὑπέστη σοβαρό κλονισμό. ᾿Επρότεινε ὡς ᾿Επίσκοπο τόν πρεσβύτερο Εὐλάλιο καί ἀποσύρθηκε ὁριστικά στήν συχία τῆς ᾿Αριανζοῦ, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 390 μ.Χ. ῾Η Σύναξη τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στήν ἁγιότατη Μεγάλη ᾿Εκκλησία καί στό μαρτυρικό ναό τῆς ῾Αγίας ᾿Αναστασίας, ὁποία βρίσκεται στήν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας πού ὀνομάζεται Δομνίνου, καθώς ἐπίσης καί στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Αγίου, ὅταν τό μετέφερε ἀπό τή Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας στήν Κωνσταντινούπολη. Κατά τήν δευτέρα μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιά νά ἐκκλησιασθοῦν, στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων καί εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου.

Τά ἔργα τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς ὀλίγα. Δέν ἔχουν τήν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρά ταῦτα ἔχουν βάθος καί δύναμη περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλου. Τά ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε μεγαλύτερη πηγή τῶν δογμάτων. Γι αὐτό ἔγινε καί ὁ κατ ἐξοχήν θεολόγος τῆς ᾿Εκκλησίας καί πηγή τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Πουπλίου.

῾Ο ῞Οσιος Πούπλιος καταγόταν ἀπό βουλευτικό τάγμα. Πατρίδα του ἦταν πόλη Ζεῦγμα, πού ἦταν κτισμένη κοντά στήν ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ.

῾Ο ῞Αγιος ἀνέβηκε σέ ἕνα ὑψηλό ὄρος, τό ὁποῖο δέν ἀπεῖχε ἀπό τήν παραπάνω πόλη περισσότερο ἀπό τριάντα στάδια καί ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρό κελλί. ῞Ολη του τήν περιουσία, πού εἶχε ἀπό πατρική κληρονομιά, τήν ἐμοίρασε στούς πτωχούς καί ὁ ἴδιος ζοῦσε βίο ἀσκήσεως, προσευχῆς καί ἀρετῆς. ᾿Επειδή φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ἔσπευσαν πολλοί κοντά του νά ἀγωνισθοῦν μαζί του καί νά γίνουν μαθητές τους. Σ᾿ αὐτούς ἔδωσε ἐντολή νά κτίσουν μικρά κελλιά καί τούς ἐπισκεπτόταν συχνά, γιά νά διαπιστώνει μήπως ὑπάρχει στά κελλιά τους κάτι πέρα ἀπό αὐτά πού εἶχαν ἀπόλυτα ἀνάγκη.

Καί πραγματικά, ἐζύγιζε καί τόν ἴδιο τόν ἄρτο καί, στήν περίπτωση πού εὕρισκε σέ κάποιον ἀσκητή ὅτι ὁ ἄρτος ἦταν περισσότερος ἀπό τόν ἀπαραίτητο, τόν ἀποκαλοῦσε γαστρίμαργο καί ὑπερβολικά φιλόσαρκο. Καί ἄν, ἀκόμη, ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἀσκητής εἶχε χωρίσει τό ἀλεύρι ἀπό τά πίτουρα, τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀπολαμβάνει τήν τροφή. ᾿Αλλά καί τή νύχτα πήγαινε ξαφνικά στήν πόρτα καθενός ἀσκητοῦ καί, ἄν τούς εὕρισκε νά προσεύχονται, ἔφευγε πάλι σιωπηλά· ἄν ὅμως εὕρισκε κάποιον νά κοιμᾶται, τοῦ ἐκτυποῦσε τήν πόρτα καί τόν ἐπέπληττε.

᾿Ανάμεσα στούς μαθητές τοῦ ῾Οσίου Πουπλίου ἦταν ὁ Θεότεκνος καί ὁ ᾿Αφθόνιος, οἱ ὁποῖοι καί ἀνέλαβαν τήν προστασία καί ἐπιμέλεια τῶν ἀδελφῶν ὕστερα ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου. ᾿Αφοῦ κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὁ ῞Οσιος Πούπλιος ἀγωνίσθηκε τόν καλό ἀγώνα τῆς κατά Χριστόν ἀσκήσεως, παρέδωσε μέ εἰρήνη τήν ψυχή του στόν Θεό.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Θεοδότου.

῾Ο ῞Αγιος Θεόδοτος ἀκολούθησε ἀπό θεῖο ζῆλο καί ἀγάπη πρός τόν Θεό τό μοναχικό βίο. ῾Ο Θεοδώρητος Κύρου λέγει, ὅτι ἔγινε γούμενος τῆς μονῆς τοῦ ῾Οσίου Πουπλίου. ῾Ο ῞Οσιος Θεόδοτος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Μάρη.

῾Ο ῞Αγιος Μάρης, ὄντας νέος καί ζώντας στόν κόσμο, ἦταν πολύ ὡραῖος καί καλλίφωνος. Μέ τήν ὡραία του φωνή ἐστόλιζε τίς πανηγύρεις τῶν ῾Αγίων, ὡς καλλιφωνότατος ψάλτης καί μύστης τῆς μουσικῆς. ᾿Αγαποῦσε τόν Θεό καί ἐτηροῦσε μέ προθυμία τίς ἐντολές Του, χωρίς ποτέ νά παραβιάζει καμιά ἀπό αὐτές. Διατηροῦσε τό σῶμα του καθαρό καί ἀκηλίδωτο· τό ἴδιο καί τήν ψυχή του, ἄν καί ἐπορευόταν μέσα σέ παγίδες καί συναναστρεφόταν κοσμικούς ἀνθρώπους.

῾Ο ῞Οσιος, ὅμως, θέλησε νά ἀρνηθεῖ τόν κόσμο καί πῆγε σέ μιά κωμόπολη, ὁποία ὀνομαζόταν ῾Ομήρου. ᾿Εκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρό κελλί καί ἐκλείσθηκε μέσα ἐπί τριάντα ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια. ᾿Εκεῖ ὑπέφερε πολύ στήν ὑγεία του ἀπό τή μεγάλη ὑγρασία πού δεχόταν ἀπό τό παρακείμενο ὄρος. Παρά ταῦτα ὅμως, δέν ἤθελε νά ἀλλάξει αὐτό τό κελλί, ἀλλά παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του.

῾Ο ῞Οσιος Μάρης ἀγαποῦσε τήν ἁπλότητα καί ἀπεχθανόταν παντελῶς τίς διάφορες πανουργίες· ἀγαποῦσε, ἐπίσης, τήν πενία καί τήν ἀκτημοσύνη. ῎Ετσι, στά ἐννενήντα χρόνια πού ἔζησε, ἐχρησιμοποιοῦσε ἐνδύματα κατασκευασμένα ἀπό γιδίσιο μαλλί καί τήν ἀνάγκη του γιά τροφή τήν ἱκανοποιοῦσε μέ ψωμί καί λίγο ἀλάτι. ᾿Επειδή δέ ἐπί πολλά χρόνια βρισκόταν στόν ἔρημο τόπο, αἰσθάνθηκε τόν πόθο νά δεῖ νά τελεῖται θεία Λειτουργία. Καί ἐπιθυμία του ἱκανοποιήθηκε· Συνέβη, τότε πού τοῦ δημιουργήθηκε αὐτός ὁ πόθος, νά τόν ἐπισκεφθεῖ ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος καί ἐτέλεσε τή θεία ἱερουργία, ἀφοῦ ἐχρησιμοποίησε ἀντί γιά ῾Αγία Τράπεζα τά χέρια διακόνων. ῾Η καρδιά τοῦ ῾Οσίου ἐπληρώθηκε ἀπό ἀπερίγραπτη χαρά καί ἀγαλλίαση καί ἔνιωθε ὅτι ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν οὐράνιο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.

῎Ετσι ὁ ῞Οσιος Μάρης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Καστίνου, ἐπισκόπου Βυζαντίου.

῾Ο ῞Αγιος Καστίνος (ἤ Κηστίνος ἤ Κωνσταντίνος) καταγόταν ἀπό τή Ρώμη, εἶχε ἀξίωμα συγκλητικοῦ καί ἦταν ἀρχικά εἰδωλολάτρης. Στήν ὀρθόδοξη πίστη τόν προσείλκυσε ὁ ᾿Επίσκοπος ᾿Αργυροπόλεως Κυριλλιανός, πρός τόν ὁποῖο ὁ ῞Αγιος κατέφυγε, γιά νά τόν θεραπεύσει. Τότε ὁ ῞Αγιος ἐπώλησε ἀμέσως τά ὑπάρχοντά του, ἐμοίρασε τά χρήματα στούς πτωχούς καί ἀφοσιώθηκε στή διακονία τῆς ᾿Εκκλησίας.

᾿Εχρημάτισε ᾿Επίσκοπος ᾿Αργυροπόλεως καί ἐπί ἑπτά χρόνια ᾿Επίσκοπος Βυζαντίου ἀπό τό 230 μέχρι τό 237 μ.Χ. Μέχρι τήν ἐποχή του ὁ καθεδρικός ναός τοῦ Βυζαντίου ἦταν στήν παραθαλάσσια περιοχή τοῦ Γαλατᾶ. ῾Ο ῞Αγιος ὅμως ἔκτισε νέο ναό πρός τιμήν τῆς ῾Αγίας Εὐφημίας.

῾Ο ῞Αγιος Καστίνος, ἀφοῦ ἐχειροτόνησε ὡς διάδοχό του τόν εὐλαβέστατο Τίτο, ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Μεδούλης καί τῆς συνοδείας αὐτῆς.

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησαν διά πυρός ῾Αγία Μάρτυς Μεδούλη καί συνοδεία της.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ῾Οσίου πατρός ἠμῶν ᾿Απολλώ.

῾Ο βίος τοῦ ῾Οσίου ᾿Απολλώ ἐγράφη ἀπό τόν ῞Αγιο ῾Ιερώνυμο. ῎Εζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ιουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καί ἀπό νεαρά λικία ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο στήν περιοχή τῆς Αἰγύπτου. ᾿Ασκήτεψε στήν ἔρημο καί ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητος, χαρίζοντάς του τό προορατικό χάρισμα καί αὐτό τῆς θαυματουργίας.

῾Ο ῞Οσιος ᾿Απολλώ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Βρεταννίου.

῾Ο ῞Αγιος Βρετάννιος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν ᾿Επίσκοπος Τομίσου, τῆς σημερινῆς πόλεως Κωνστάντζας τῆς Ρουμανίας. ῾Υπῆρξε ῾Ομολογητής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ὑπέφερε πολλά ἀπό τόν αἱρετικό αὐτοκράτορα καί ὀπαδό τῶν ᾿Αρειανῶν Οὐάλη (364-378 μ.Χ.).


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Δημητρίου τοῦ Σκευοφύλακος.

῾Ο ῞Οσιος Δημήτριος ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μωϋσέως, ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.

῾Ο ῞Οσιος Μωϋσῆς, κατά κόσμον Μητροφάνης, ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐγεννήθηκε στό Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. ᾿Από τήν παιδική του λικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο. Γι᾿ αὐτό ἐγκατέλειψε κρυφά τήν πατρική του οἰκία καί εἰσῆλθε στή μονή ᾿Οτρόχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὅπου ἔγινε μοναχός. Οἱ γονεῖς του τόν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. ῞Οταν τόν βρῆκαν, τόν παρεκάλεσαν νά ἔλθει κοντά τους καί νά μονάσει σέ κάποια μονή τοῦ Νόβγκοροντ. ῾Ο ῞Αγιος, μέ τήν εὐλογία τοῦ γουμένου, ἔπραξε σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καί συνέχισε τόν ἀσκητικό του βίο στή μονή ῾Αγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. ᾿Εκεῖ ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἀργότερα ἀπεστάλη ὡς ἀρχιμανδρίτης στή μονή Γιοῦρεφ.

Μετά τήν κοίμηση τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυΐδ († 21 Δεκεμβρίου), ὁ ῞Αγιος Μωϋσῆς ἐξελέγη, τό ἔτος 1325, ᾿Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά 4 χρόνια ὑπέβαλε τήν παράκληση νά ἀποσυρθεῖ καί νά ζήσει ἀσκητικά, μέσα στή σιωπή καί τήν συχία. Τό 1330 ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Κολμώφ, ἀλλά δέν ἔμεινε γιά πολύ. Βρῆκε ἕναν ἔρημο τόπο στήν περιοχή Ντερεβγιανίτσα, ὅπου κατέφυγε καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου.

Τό 1354 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος 1354-1355, 1364-1376), ἀπό βαθύ σεβασμό πρός τό πρόσωπο τοῦ ῾Αγίου Μωϋσέως, τοῦ ἔδωσε τό προνόμιο νά φορεῖ πολυσταύριο.

῾Ο ῞Οσιος Μωϋσῆς ἐξακολούθησε τό θεάρεστο ἔργο του. ᾿Ανήγειρε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά, στό μοναστήρι τοῦ ᾿Αρχαγγέλου Μιχαήλ στό Σκοβορόντσκ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1362. Τό ἱερό λείψανό του διατηρήθηκε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Βασσιανοῦ, ἀρχιεπισκόπου Ροστώβ τῆς Ρωσίας.

῾Ο ῞Αγιος Βασσιανός ἔζησε στή Ρωσία μεταξύ τοῦ 14ου καί 15ου αἰώνα μ.Χ. ᾿Από μικρή λικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο καί ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ ᾿Αγίου Παφνουτίου Βορόφσκ. Τό 1506 ἐξελέγη ᾿Αρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1516.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Αὐξεντίου.

῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς Αὐξέντιος ἐγεννήθηκε τό 1690 στήν ἐπαρχία Βελλᾶς ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Σέ νεαρά λικία μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐδούλευε τήν τέχνη τῶν γουναράδων στό χάνι τό λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. ᾿Επιθυμήσας τέρψεις καί δονές ἐγκατέλειψε τήν τέχνη του καί προσλήφθηκε στά βασιλικά καράβια. ᾿Εκεῖ ξεφαντώνοντας μέ τούς συντρόφους του τούς ἀλλόφυλλους, συκοφαντήθηκε ἀπό αὐτούς πώς ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί ἔγινε Μουσουλμάνος. Φοβηθείς ἐγκατέλειψε τά καράβια καί ἀφοῦ ἀγόρασε βάρκα ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ βαρκάρη. ῞Ομως μεταμελήθηκε γιά τά πρότερα σφάλματά του καί καταλήφθηκε ζωηρά ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Σέ τυχαία συνάντηση πού εἶχε μέ τόν σύγκελλο τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταμηνό, τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του αὐτό. Λίγο ἀργότερα ὁ Αὐξέντιος ἀναγνωρίσθηκε ἀπό κάποιους ναυτικούς τοῦ τουρκικοῦ στόλου, οἱ ὁποῖοι τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στό κριτήριο. ᾿Εκεῖ, παρά τά φρικτά βασανιστήρια, ὁμολόγησε μέ παρρησία ὅτι εἶναι Χριστιανός. Στή φυλακή τόν ἐπισκέφθηκε ὁ σύγκελλος Γρηγόριος καί τόν ἐνεθάρρυνε νά σταθεῖ μέ ἀνδρεῖο φρόνημα, γιά νά λάβει λαμπρό τό στεφάνι τῆς νίκης ἀπό τόν ἀθλοθέτη Θεό. ᾿Ανακρινόμενος καί πάλι ὁ Αὐξέντιος εἶπε· «᾿Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω». Μέ τό ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ κριτής ἐξέδωσε ἀπόφαση νά ἐκτελεσθεῖ διά ξίφους. ῎Ετσι ὁ Μάρτυς Αὐξέντιος ὑπέμεινε τό μαρτύριο, ἀποκεφαλισθείς στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 1720. ῾Η τιμία κάρα αὐτοῦ σώζεται στή μονή Ξηροποτάμου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας ἐν Ρωσίᾳ.

῾Η ἱερά εἰκόνα τῆς Θεομήτορος τῆς Παραμυθίας μεταφέρθηκε στή Μόσχα τό ἔτος 1640 ἀπό τούς Κοζάκους. ῾Υπάρχει γραπτή μαρτυρία, ὅτι σέ πυρκαϊά πού ἐξέσπασε στό ναό τοῦ ῾Αγίου Νικολάου Ζαμοσκβόρετς, στόν ὁποῖο αὐτή ἐφυλασσόταν, εἰκόνα δέν ἔπαθε τίποτε. ῾Η Παναγία ἀποκαλύφθηκε σέ ὅραμα μιᾶς ἄρρωστης γυναίκας κατά τό ἔτος 1760 καί ὅταν ἐκείνη πῆγε νά τήν προσκυνήσει ἐθεραπεύθηκε. ῾Η θαυματουργή εἰκόνα φυλάσσεται σήμερα στή Μόσχα.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ανατολίου τῆς ῎Οπτινα.

῾Ο ῞Οσιος ᾿Ανατόλιος, κατά κόσμον ᾿Αλέξιος Μοϊσέεβιτς Κοπέβ, ἐγεννήθηκε στό χωριό Μπόμπυλι τῆς ἐπαρχίας Καλούγκα τῆς Ρωσίας. Τό 1832 παρακολούθησε τά μαθήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου τοῦ Μπορόφσκ καί τό 1836 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα. Τό 1853 ἀποσύρθηκε, γιά νά μονάσει στήν συχία καί τή σιωπή, στήν ἔρημο τῆς ῎Οπτινα.

῾Ο ῞Οσιος ᾿Ανατόλιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1894.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γαβριήλ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.

῾Ο ῞Αγιος Γαβριήλ, κατά κόσμον Γεράσιμος, ἐγεννήθηκε στίς 25 Νοεμβρίου 1825 στό χωριό Βάκχβι τῆς Γεωργίας. ᾿Εσπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκαδημία τῆς ῾Αγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ψυχολογία, τή Θεολογία καί τή Φιλοσοφία. ᾿Εξελέγη ᾿Επίσκοπος στήν ᾿Εκκλησία τῆς Γεωργίας καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1896.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βλαδιμήρου, μητροπολίτου Κιέβου.

῾Ο ῞Αγιος Βλαδίμηρος ἐγεννήθηκε τήν 1η ᾿Ιανουαρίου 1848 στό χωριό Μάλιε Μορόσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπώφ τῆς Ρωσίας. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. ῎Εμαθε τά πρῶτα γράμματα στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο καί ἔπειτα ἐσπούδασε στή θεολογική σχολή τοῦ Κιέβου. ῞Οταν τό 1874 ἀποπεράτωσε τίς σπουδές του, διορίσθηκε ὡς καθηγητής στήν ἐκκλησιαστική σχολή τοῦ Ταμπώφ, ὅπου καί ἐνυμφεύθηκε.

᾿Από μικρό παιδί εἶχε κλήση πρός τήν ἱερωσύνη. ῎Ετσι, τό ἔτος 1882, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί τοποθετεῖται στό ναό τοῦ Κοζλώφ. ῾Η πρώτη δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Στήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, μαζί μέ τό σταυρό τῆς ἱερωσύνης, σηκώνει καί τό σταυρό τῆς χηρείας. Τό 1886 ἀπεβίωσε πρεσβυτέρα σύζυγός του καί λίγο ἀργότερα καί τό μονάκριβο παιδί του.

῾Η ὑπομονή τοῦ ῾Αγίου ἦταν ὅμοια μέ αὐτή τοῦ πολύπαθου ᾿Ιώβ. Φεύγει πλέον ἀπό τόν κόσμο καί ἀκολουθεῖ τή μοναχική ὁδό. ᾿Εγκαταβιώνει σέ μονή τοῦ Κοζλώφ καί στίς 6 Φεβρουαρίου 1886 κείρεται μοναχός μέ τό ὄνομα Βλαδίμηρος. Τό ἔτος 1888 ἐκλέγεται ᾿Επίσκοπος τῆς πόλεως Σταρορούσκϊυ καί καλεῖται νά διακονήσει τό λαό τοῦ Θεοῦ. ᾿Αφιερώνεται ὁλόψυχα στό πολύπαθο καί ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. ῞Ολοι ἀνεγνώριζαν στό πρόσωπό του τόν ἀληθινό ποιμένα καί πατέρα καί τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τό γνησιότατο μιμητή.

Στίς 19 ᾿Ιανουαρίου 1891 ἐκλέγεται ᾿Αρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τό 1892 ᾿Αρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καί Καχεζίας καί στίς 21 Φεβρουαρίου 1898 Μητροπολίτης Μόσχας. Τό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό καί κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὅμως καί πάλι, ὅταν ἐκλέγεται, στίς 23 Νοεμβρίου 1912, Μητροπολίτης τῆς ῾Αγίας Πετρουπόλεως. Τό 1915 ᾿Εκκλησία τοῦ ἀναθέτει τά καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου.

Σέ κάθε τόπο πού διακονοῦσε ὁ ῞Αγιος Βλαδίμηρος ἄφηνε τά ἴχνη τῆς ἁγιότητός του. Κυριολεκτικά ἐκδαπανοῦσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τά χρόνια ἦταν δύσκολα. Τό ἐπαναστατικό κίνημα ἄρχισε νά φουντώνει. ῾Ο ῞Αγιος, προβλέποντας τά μέλλοντα, μιλώντας πρός τούς σπουδαστές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Μόσχας, ἔλεγε· «῎Ισως νά πιστεύετε ὅτι ὁ πνευματικός ἄρτος πού δίδει ᾿Εκκλησία στόν κόσμο ἔχει γίνει πολύ σκληρός, γιά νά φαγωθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους. Θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε γιά τό ποιοί ἐμεῖς εἴμαστε καί τί κάνουμε γιά τούς πτωχούς ἀδελφούς μας. Οἱ ἀδελφοί μας πεινᾶνε. Εἶναι στό σκοτάδι. Καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἐργασθοῦμε, γιά νά φωτίσουμε τή ζωή τους μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τήν πίστη, τήν ἐλπίδα».

Τά γεγονότα τῆς ᾿Οκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) ἀποτέλεσαν, γιά τούς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τήν ἀφορμή γιά νά ἐπιχειρήσουν τήν ἀνεξαρτησία τους. Τό Οὐκρανικό συμβούλιο ἐπίεσε τόν ῞Αγιο νά προβεῖ σέ ἐκκλησιαστική αὐτονομία. ᾿Εκεῖνος δέν τό ἔπραξε καί τόν ἐκθρόνισαν. ῎Ετσι κατέφυγε στή μονή τῶν Σπηλαίων. Δέν ἠθέλησε νά ὑποχωρήσει παρά τίς ἀπειλές.

Τά γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δέν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο τό Κίεβο, τό ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπό τόν ἐπαναστατικό στρατό. Στίς 23 ᾿Ιανουαρίου 1918 οἱ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στή μονή τῶν Σπηλαίων. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἐξετέλεσαν. Τό μόνο πού ἐζήτησε, πρίν τόν ἐκτελέσουν, ἦταν νά τοῦ χαρίσουν λίγη ὥρα, γιά νά προσευχηθεῖ.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσιομάρτυρος ᾿Ελισάβετ.

῾Η ῾Αγία ᾿Ελισάβετ ἐγεννήθηκε στή Δαρμστάτη τῆς Γερμανίας τήν 1η Νοεμβρίου 1864. ῏Ηταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου δουκός τῆς ῎Εσσης Λουδοβίκου Δύ καί ἐνυμφεύθηκε τόν μεγάλο δούκα τῆς Ρωσίας Σέργιο ᾿Αλεξάνδροβιτς, υἱό τοῦ τσάρου Νικολάου Βύ, στήν Πετρούπολη στίς 15 ᾿Ιουνίου 1884. Κατά τό 1901 ὁ σύζυγός της διορίσθηκε στρατιωτικός διοικητής τῆς Μόσχας, ὅπου καί ἐδολοφονήθηκε στίς 4 Φεβρουαρίου 1905. ῾Η μεγάλη δούκισσα ᾿Ελισάβετ, μετά τό φόνο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχή. ᾿Αφιέρωσε τή ζωή της ἐξ ὁλοκλήρου στή φιλανθρωπία καί ἐμφανιζόταν σπάνια στήν αὐλή τῆς ῾Αγίας Πετρουπόλεως, γιά νά συναντᾶ τή νεότερη ἀδελφή της αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα. Κατά τήν ἔκρηξη τοῦ Αύ Παγκοσμίου Πολέμου ἀνέλαβε τή διεύθυνση νοσοκομείου τραυματιῶν καί τήν περίθαλψη αὐτῶν. Κατά τήν ἐπακολουθήσασα ἐπανάσταση τοῦ 1917 συνελήφθη καί μεταφέρθηκε στό Αἰκατερινμπούργκ, ὅπου καί ἐφονεύθηκε στίς 21 ᾿Ιουλίου 1918, τρεῖς μέρες μετά τή δολοφονία τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις πάντων τῶν ἐν Ρωσίᾳ ἁγίων Νεομαρτύρων.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,

ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.