22 Ιουλίου
† Μνήμη της αγίας μυροφόρου και ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής.
Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, η Ισαπόστολος, ένδοξη και πανεύφημη, υπήρξε η πιστή και αφοσιωμένη Μαθήτρια του Υιού και Λόγου του Θεού, η ακόλουθος της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Διακόνισσα του Κυρίου και των Αποστόλων, η εκλεκτή Μυροφόρος και η ευαγγελίστρια της Αναστάσεως. Σ’ αυτήν δόθηκε η χάρη να δει πρώτη μετά την Ανάσταση, μαζί με την Θεοτόκο, τον Αναστάντα Ιησού. Αυτή ευαγγελίσθηκε στους Αποστόλους την Ανάσταση του Κυρίου. Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια τιμάται (297) από τους αγίους τέσσερεις Ευαγγελιστές ως Μαθήτρια και Μυροφόρος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας την χαρακτηρίζουν σεμνή και σοφή παρθένο με ψυχική ωραιότητα. Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή είναι ωραίο και ευγενικό παράδειγμα γυναικείας αφοσιώσεως, που φθάνει στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό, διότι έχει τον πλούτο αισθημάτων. « Ηρίστευσαν γυναίκες τω σω Σταυρώ κρατυνθείσαι, Χριστέ παντοδύναμε», ψάλλει η Εκκλησία μας.
Πατρίδα της ήταν η πόλη Μάγδαλα, γι’ αυτό ονομάσθηκε Μαγδαληνή, εκ του τόπου καταγωγής της. Τα Μάγδαλα, κατά πάσα πιθανότητα, βρίσκονταν στην Γαλιλαία, επί της δυτικής όχθης της λίμνης Τιβεριάδος. Η Αγία καταγόταν από πλούσια και επιφανή οικογένεια. Οι γονείς της, ο Σύρος και η Ευχαριστία, ήταν εξαιρετικά ελεήμονες και φιλεύσπλαχνοι. Ζούσαν με φόβο Θεού, τηρούσαν τις εντολές του παλαιού Νόμου (Μωσαϊκού), γιατί αυτός ο Νόμος επικρατούσε τότε, αν και πλησίαζε το τέλος του. Γεννούν, λοιπόν, οι ευσεβείς αυτοί γονείς την μακαρία Μαρία. Όταν άρχισε να μεγαλώνη, δεν θέλησε να ασχοληθεί με τα συνηθισμένα έργα των γυναικών της εποχής, δηλαδή να υφαίνει, να γνέθει και να φτιάχνει λαμπρά υφάσματα, αλλά διάλεξε να επιδοθεί στις σπουδές και πήγε κοντά σε διδάσκαλο να μάθει γράμματα, κατά τον βιογράφο της Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Έτσι μελέτησε όλη την Παλαιά Διαθήκη και ιδιαίτερα αγάπησε το Ψαλτήρι και τις Προφητείες. Εντρυφώντας στα βιβλία αυτά, ανίχνευε τις προρρήσεις των Προφητών για την έλευση του Χριστού και Μεσσία. Μετά τον θάνατο των γονέων της συνέχισε να ζει με μελέτη και προσευχή. Μοίραζε τα πλούτη της και τα υπάρχοντά της σε όποιους είχαν ανάγκη. Με την ελεήμονα καρδιά της και την γενναιόδωρη μεγαλοψυχία της, άδειαζε τα επίγεια ταμεία της και συγκέντρωνε στα ουράνια θησαυρούς άφθαρτους και αιώνιους. Διάλεξε να ακολουθήσει τον δρόμο της αγνείας και παρθενίας. Για να διαφυλάξει την καθαρότητα σώματος και ψυχής, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές και κοσμικές εκδηλώσεις. Αυτήν την υψηλή, ενάρετη και ένθεη πολιτεία της βλέποντας ο εχθρός του ανθρώπινου γένους, μισόκαλος διάβολος, φθόνησε και φοβήθηκε. Ορμά εναντίον της με όλη του την δύναμη. Την πολιορκεί με τα σκοτεινά και πονηρά μηχανεύματα και τεχνάσματά του και στέλνει επτά πονηρά πνεύματα που την κυριεύουν. Από τα επτά πονηρά πνεύματα ο Κύριος την θεράπευσε και την λύτρωσε. Διότι η μακαρία πλησίασε τον Δεσπότη και Σωτήρα Ιησού Χριστό με θερμή καρδιά και πίστη και έλαβε από τον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων την ίαση και θεραπεία (298).
Ο Θεοφάνης Κεραμεύς γράφει: «’Αλλά να μην νομίσει κανείς ότι η Μαρία είχε επτά δαίμονες. Αλλά όπως ακριβώς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ονομάζονται συνωνύμως επτά πνεύματα, καθώς ο μέγας Ησαΐας τα αρίθμησε: “Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής, πνεύμα ισχύος και γνώσεως και ευσέβειας και φόβου Θεού”. ’Έτσι αντιθέτως και οι ενέργειες των δαιμόνων λέγονται δαίμονες. Η ακηδία, η φειδωλία, η απείθεια, ο φθόνος, το ψευδός, η απληστία και κάθε πάθος είναι συνώνυμο του δαίμονος που το
γέννησε. Όποιος, λοιπόν, είναι κυριευμένος από αυτά τα πάθη, κατέχεται από δαίμονες. Δεν ήταν, λοιπόν, καθόλου απίθανο και αδύνατο και η Μαρία η Μαγδαληνή να υποδουλώθηκε σε κάποια επτά πάθη, από τα οποία λυτρώθηκε και ύστερα έγινε μαθήτρια του Σωτήρος» (299).
Και στον 'Άγιο Μόδεστο, Πατριάρχη 'Ιεροσολύμων, διαβάζουμε: «Τον συμβολικό αριθμό επτά και όταν πρόκειται περί της αρετής και όταν πρόκειται περί της κακίας, βλέπομε να χρησιμοποιεί η 'Αγία Γραφή. Ευλόγως, λοιπόν, διαλέγει ο Σωτήρας την Μαρία την Μαγδαληνή, από την οποία εξέβαλε επτά δαιμόνια, για να εκδιώξει μέσω αυτής τον άρχοντα της κακίας (διάβολο) από την ανθρώπινη φύση. Διότι, οι ιστορίες διδάσκουν την Μαγδαληνή αυτήν δια βίου παρθένο. Και αναφέρεται μαρτύριο της Μαρίας Μαγδαληνής, όπου γράφεται ότι για την άκρα παρθενία και καθαρότητά της, φαινόταν στους βασανιστές της, σαν καθαρό κρύσταλλο» (300).
Την ίδια άποψη διατυπώνει περί των επτά δαιμονίων και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στην Ερμηνεία του στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «Καθώς είναι επτά πνεύματα της αρετής, έτσι είναι και εξ εναντίας επτά πνεύματα της κακίας. Ωσάν πώς είναι Πνεύμα φόβου Θεού, έτσι είναι και εξ εναντίας Πνεύμα αφοβίας Θεού, είναι Πνεύμα συνέσεως, είναι και εναντίον Πνεύμα ασυνεσίας, και καθεξής τα λοιπά. Εάν το λοιπόν δεν εβγούν τα επτά ταύτα πνεύματα της κακίας από την ψυχήν, δεν δύναται τινάς ν’ ακολουθή τον Χριστόν. Διότι, πρώτον πρέπει να εβγάλη κανείς τον Σατανάν από λόγου του, και τότε να κατοικήση ο Χριστός» (301).
Έχει γίνει δυστυχώς μεγάλη παρερμηνεία των περικοπών του ιερού Ευαγγελίου από ορισμένους συγγραφείς, ακόμη και εκκλησιαστικούς, διότι ταύτισαν την 'Αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία έπλυνε τα πόδια του Κυρίου με τα δάκρυά της και τα άλειψε με μύρο, δείχνοντας την συντριβή της, τον
σπαραγμό της καρδιάς της και την μετάνοιά της για τις αμαρτίες της (302). Γι’ αυτήν γράφει ο Ιερός Λουκάς ανώνυμα: «Και γυνή ήτις ην αμαρτωλός εν τη πόλει». Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο (303) ομιλεί για την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή και αναφέρεται στην θεραπεία της από τον Ιησού. Αν η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η αμαρτωλός γυνή, ο άγιος Ευαγγελιστής δεν θα απέκρυπτε το όνομά της, ενώ αμέσως παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα και ονομαστικά γι’ αυτήν και για την θεραπεία της από τα επτά δαιμόνια. Το όνομα της αμαρτωλής και πόρνης γυναικός δεν αναγράφεται πουθενά μέσα στα Ιερά Ευαγγέλια. Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή όμως αναφέρεται συγκεκριμένα και ονομαστικά μετά την θεραπεία της, ως μαθήτρια και ακόλουθος του Κυρίου και της Θεοτόκου Μητρός Του, ως Διακόνισσα των Αποστόλων και ως πρώτη των Μυροφόρων. Στην ορθόδοξη υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδος είναι πολύ καθαρή η διάκριση μεταξύ των γυναικείων αυτών προσώπων. Της πόρνης γυναικός, που άλειψε μύρα τον Κύριο, της Οποίας « μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν» τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη. Και της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ως μυροφόρου και ευαγγελιστρίας της Αναστάσεως του Σωτήρος. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τα άγια Ευαγγέλια, ερευνά και διευκρινίζει ποιές και πόσες ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με μύρα την κεφαλή και τους άχραντους πόδες του Κυρίου και ουδεμία σχέση έχουν με την Αγία Μαρία την Μαγδαληνή (304). Ο Ιερός Χρυσόστομος έχει γράψει και Λόγους με θέμα την πόρνη γυναίκα που μετανόησε (305) και η οποία είναι ένα πρόσωπο άγνωστο και ανώνυμο. Μέχρι το άχραντο Πάθος του Κυρίου ακολουθεί ως πιστή μαθήτρια και διάκονος. Την νύχτα της προδοσίας, όταν ο μαθητής προδίδει τον Διδάσκαλο και τον παραδίδει στα χέρια των αχάριστων και ασεβών Ιουδαίων, μαζί με την Θεοτόκο Μαρία σπαράζουν από πόνο και αγωνία. ««Ήσαν δε εκεί και πολλές γυναίκες, οι όποιες από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυτές ακολούθησαν τον Ιησού από την Γαλιλαία και Τον υπηρετούσαν. Μεταξύ αυτών ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου» (306). ««Στάθηκαν δε πλησίον στον Σταυρό του Ιησού η μητέρα Του και η αδελφή της μητέρας Του, Μαρία του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή» (307). « Σταυρώ καθηλούμενον Χριστόν, καθορώσα έκλαιες Μαγδαληνή και εκραύγαζες. Τι το ορώμενον; η ζωή πώς θνήσκεις, και η κτίσις βλέπουσα κλονείται και φωστήρες σκοτίζονται;» (308).
Και καθώς το θείο Πάθος κορυφώνεται, η Μαγδαληνή ασπάζεται τους άχραντους πόδες του Κυρίου και σπογγίζει το καταματωμένο σώμα Του, όταν ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας το κατεβάζει από τον Σταυρό. «Και ήδη οψίας γενομένης, επεί ην Παρασκευή, ο έστι προσάββατον, έλθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού... και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον έπί την θύραν του μνημείου. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν πού τίθεται» (309).
«Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά, και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθήμεναι απέναντι του τάφου» (310).
Μετά την ταφή του Κυρίου η Μαρία Μαγδαληνή με τις άλλες γυναίκες επιστρέφουν στα Ιεροσόλυμα και αγοράζουν τα μύρα από την Παρασκευή το βράδυ, διότι το Σάββατο υπήρχε αργία, σύμφωνα με τον Νόμο. Το εσπέρας του Σαββάτου, όταν η αργία θα λήξει, θα αγοράσουν και άλλα αρώματα. «Τη δε μια των σαββάτων όρθρου βαθέος ήλθον γυναίκες επί το μνήμα φέρουσαι α ητοίμασαν αρώματα, και τινες συν αυταίς» (311). Φαίνεται από τα άγια Ευαγγέλια ότι η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε πολλές φορές εκείνο το βράδυ του Σαββάτου στον Τάφο. Πήγε πρώτα μαζί με την Θεοτόκο νύχτα ακόμη, πολύ πριν ξημερώσει (312). Πήγε μαζί με άλλες γυναίκες αργότερα (313). Ήλθε ακόμη μία φορά μαζί με τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη (314). Οι ευσεβείς Μυροφόρες γυναίκες αξιώθηκαν αυτές πρώτες να ακούσουν από Άγγελο Κυρίου το ευφρόσυνο μήνυμα ότι «ηγέρθη ο Κύριος» και να γίνουν πρώτες και αψευδείς μάρτυρες της Αναστάσεως.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει περί της επισκέψεως των Μυροφόρων στον τάφο: «Οι Μυροφόρες ήταν πολλές και ήλθαν στον τάφο όχι μία φορά, αλλά δύο και τρεις φορές, συντροφιά μεν αλλ’ όχι οι ίδιες και κατά τον όρθρο όλες, αλλά όχι την ίδια ώρα ακριβώς. Η δε Μαγδαληνή ήλθε πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο. Πρώτη απ’ όλες ήλθε στον τάφο του Υιού του Θεού η Θεοτόκος, έχοντας μαζί της την Μαρία την Μαγδαληνή... Η Παρθενομήτωρ έφθασε την στιγμή που γινόταν ο σεισμός, αποκυλίσθηκε η πέτρα και ανοιγόταν ο τάφος και οι φύλακες ήταν παρόντες, αν και συγκλονισμένοι από τον φόβο. Γι’ αυτό μετά τον σεισμό αυτοί ανασηκώθηκαν και κοίταξαν αμέσως να φύγουν, ενώ η Θεομήτωρ εντρυφούσε στην θέα. Εγώ, πάντως, νομίζω ότι γι’ Αυτήν πρώτη ανοίχθηκε ο ζωηφόρος εκείνος Τάφος. Ότι γι’ Αυτήν άστραψε έτσι ο Άγγελος, ώστε αν και ήταν ακόμη σκοτάδι, Αυτή με το πλούσιο φως του Αγγέλου όχι μόνο να δει ότι ο τάφος ήταν άδειος, αλλά και τα εντάφια να είναι τακτοποιημένα και πολυτρόπως να μαρτυρούν την έγερση του ενταφιασθέντος. Ήταν δε προφανώς ο ευαγγελιστής Άγγελος ο ίδιος ο Γαβριήλ, ο οποίος λέγει στις γυναίκες που ήταν μαζί με την Θεοτόκο: “Μη φοβείσθε, ζητείτε τον Ιησού τον εσταυρωμένον. Αναστήθηκε! Ιδού ο τόπος όπου αναπαυόταν ο Κύριος”».
Η Θεομήτωρ συνοδευομένη από τις άλλες Μυροφόρες επέστρεψε και ιδού ο Ιησούς τις συνάντησε λέγοντας «χαίρετε». Όμως, η Μαρία η Μαγδαληνή εξ αιτίας της αφοσιώσεώς της προς τον Κύριο, αξιώθηκε να δει πρώτη τον Αναστάντα Χριστό μετά την Ανάστασή Του, όταν μετέβαινε την επόμενη ημέρα της ταφής, πολύ πρωί, για να αλείψει το σώμα Του με μύρα. Όταν έφθασε στον Τάφο, τον βρήκε κενό και, αφού είδε εκεί κοντά να κάθεται νεανίσκος τον οποίο εξέλαβε ως κηπουρό, τον ρωτούσε πού είχε θέσει το σώμα. Τότε ο Ιησούς, γιατί Αυτός ήταν ο ερωτώμενος, την αποκάλεσε με το όνομά της και την προέτρεψε να μεταβεί να αναγγείλει το γεγονός και στους υπόλοιπους Μαθητες (315). «Εις το μνήμα σε επεζήτησεν, ελθούσα τη μια των Σαββάτων, Μαρία η Μαγδαληνή· μη ευρούσα δε ωλοφύρετο, κλαυθμώ βοώσα· Οίμοι! Σωτήρ μου, πώς εκλάπης πάντων βασιλεύ; Ζεύγος δε ζωηφόρων Αγγέλων, ένδοθεν του μνημείου εβόα· Τι κλαίεις, ω γύναι; Κλαίω, φησίν, ότι ήραν τον Κύριόν μου του τάφου, και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν. Αυτή δε στραφείσα οπίσω, ως κατείδε σε, ευθέως εβόα· Ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα σοι» (316).
Μετά από όλα αυτά η Μαρία η Μαγδαληνή έμεινε στα Ιεροσόλυμα μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο και τις άλλες γυναίκες. Ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου στους Ουρανούς, όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται στο υπερώον και να προσεύχονται μαζί με τους Αποστόλους και όλους τους Μαθητές του Κυρίου. «Όλοι αυτοί με μία ψυχή και με μία καρδιά ακούραστα προσεύχονταν και δέονταν στον Θεό μαζί και με άλλες ευσεβείς γυναίκες, που είχαν ακολουθήσει τον Κύριο, όπως επίσης μαζί με την Μαρία την μητέρα του Ιησού και με αυτούς που θεωρούνταν αδελφοί του» (317). Εκεί στα Ιεροσόλυμα, η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή επιδόθηκε σε σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο μαζί με την Θεοτόκο, μοιράζοντας τα πλούτη της στους φτωχούς. Ύστερα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, την ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι διασκορπίσθηκαν σε διάφορους τόπους, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη και σε όλους τους λαούς, όπου τους κατηύθυνε το Άγιο Πνεύμα. Και η μακαρία Μαρία, όπως λέγει κάποια παράδοση, ξεκίνησε να φθάσει στην Ρώμη, για να ζητήσει από τον Καίσαρα Τιβέριο να αποδώσει δικαιοσύνη για τον άδικο σταυρικό θάνατο του Ιησού Χριστού. Ακολουθώντας τον δρόμο και την δράση των Αποστόλων, αρχίζει την μακρινή οδοιπορία, καταφρονώντας κόπους, εμπόδια και δυσκολίες. Καθ’ οδόν διδάσκει και κηρύττει. Διηγείται και διακηρύττει την Ανάσταση του Κυρίου. «Και ποιός μπορεί να διηγηθεί τις δυσκολίες που της έτυχαν στην οδοιπορία; και πόσο πλήθος προσείλκυσε στην πίστη δια της σαγήνης του Ευαγγελίου; Αυτά τα γνωρίζουν καλώς όσοι μελετούν με σπουδή και επιμέλεια τα χρονικά της Ιταλίας, στα οποία σώζονται ιστορίες ότι πολύ δοξάσθηκε η μακαρία από τον Θεό», γράφει ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Και συνεχίζει: «Αλλά και προς αυτόν τον Καίσαρα Τιβέριο παρουσιάσθηκε και καλά εξετέλεσε την αποστολή της. Δεν θα πίστευε ποτέ κανείς ότι θα είχαν καλύτερο τέλος — όσα δηλαδή έπρεπε να πάθουν— αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό, ο Άννας, ο Καϊάφας και ο Πιλάτος, καθώς ιστορούν άνθρωποι φιλαληθέστατοι» (318). Αφού δικάσθηκαν και τιμωρήθηκαν οι σταυρωτές του Κυρίου, η μακαρία Μαρία η Μαγδαληνή κατήχησε τους πιστούς στην Ρώμη και τους στερέωσε στην πίστη συνεχίζει ο ίδιος βιογράφος. Και αφού κήρυξε στην Ρώμη, περιηγήθηκε όλη την Ιταλία και Γαλλία. Και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα, αφού πρώτα πέρασε από την Αίγυπτο, την Φοινίκη, την Συρία και την Παμφυλία. Σε όλες αυτές τις χώρες δίδασκε και κήρυττε το Ευαγγέλιο και την πίστη στον Αναστάντα Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα μικρό διάστημα παρέμεινε μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, ως την Κοίμησή της.
Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, η Αγία Μαρία Μαγδαληνή μετέβη κατόπιν στην Έφεσο, όπου ζούσε και δίδασκε ο ηγαπημένος Μαθητής, ο υιός της βροντής, Ιωάννης. Στην Έφεσο συναντήθηκε με τον Απόστολο, συμμετείχε στο κήρυγμά του και έγινε βοηθός και συμπαραστάτης του στις δοκιμασίες και στις θλίψεις του, στην φυλάκιση και σε όλα του τα δεινά. Στην Έφεσο, η Αγία Οδήγησε πολλούς στην πίστη και στην επίγνωση της αλήθειας. Ο λαός της Εφέσου την τίμησε και την ευλαβήθηκε δεόντως. Μετά τον θάνατό της το πάντιμο και πάνσεπτο λείψανό της ενταφιάσθηκε οσιοπρεπώς από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, σε ένα σπήλαιο κοντά στην Έφεσο, ως πολύτιμος θησαυρός. Κατά την ώρα της ταφής, επιτελέσθηκαν πολλά θαύματα, καθώς και τους μετέπειτα χρόνους, μέχρι της σήμερον, η Αγία δεν σταμάτησε να θαυματουργεί. Το έτος 890 μ.Χ., Ο βασιλέας Λέων ΣΤ' Ο Σοφός (886912 μ.Χ.), έκανε ανακομιδή του αγίου λειψάνου της και το μετέφερε από την Έφεσο στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο, το έλαβε επάνω στους ώμους του και το απέθεσε με ευλάβεια στον ναό που αυτός έκτισε επ ονόματι του Αγίου και τετραημέρου φίλου του Χριστού Λαζάρου στην Κωνσταντινούπολη. Το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε μάλιστα στο αριστερό μέρος του ιερού Βήματος, μέσα σε ασημένια θήκη.
Κατά μία επικρατούσα πολύ ισχυρή παράδοση (319) της Ζακύνθου, τον Χριστό διέδωσε στο νησί η ' Αγια Μαρία η Μαγδαληνή. Ο ιστοριογράφος Παναγιώτης Χιώτης, επικαλούμενος « παράδοσιν απηρχαιωμένην» υποστηρίζει, ότι «η Μαρία η Μαγδαληνή εν τοις χρόνοις του Τιβερίου, πορευομένη εις Ρώμην, όπως κατηγορήση τον αδίκως καταδικάσαντα τον Ιησούν Πιλάτον, διαβαίνουσα το Ιόνιον πέλαγος, εξήλθεν εις την νήσον Ζάκυνθον, και αυτή πρώτη εκήρυξε τον Χριστιανισμόν μεταβάσα και εις τα περίχωρα. Διο συνοικία τις κατά μετωνυμίαν της Αγίας Μαρίας εκλήθη Μαριαί, εν η διατηρείται ναός ομώνυμος» (320). Ο ιστοριοδίφης Λεωνίδας Χ. Ζώης μάλιστα υποσημειώνει στο έργο του «Ιστορία της Ζακύνθου», ότι «Και εις τον αιγιαλόν της Καμάργης υπάρχει μικρά κώμη καλουμένη “ Αγίαι Μαρίαι της θαλάσσης”. Κατά τινα παράδοσιν, αι δύο Μαρίαι, η του Ιακώβου και η Μαγδαληνή, εκδιωχθείσαι υπό των εθνικών από την ’ Αντιόχειαν, όπου διέτριβον, ηναγκάσθησαν να επιβιβασθούν εις πλοίον και να παραδοθούν εις την τύχην των κυμάτων, ερρίφθησαν δε εις την άνω κώμην, έκτοτε κληθείσαν “ Άγιαι Μαρίαι της θαλάσσης”, όπου προς τιμήν των ιδρύθη βωμός» (321). Έτσι, στην κώμη των Μαριών γίνεται κάθε χρόνο κατανυκτική πανήγυρη, για να τιμηθούν οι ευαγγελίστριες του νησιού Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία του Κλωπά. Ο εκεί ναός, 0 Οποίος μνημονεύεται από τα τέλη του 15ου αιώνος μ.Χ., γνώρισε αλλεπάλληλες αρχιτεκτονικές φάσεις λόγω των καταστρεπτικών σεισμών.
Η ιερά χείρα της Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής φυλάσσεται με ευλάβεια στην ιερά μονή της Σιμωνόπετρας στο Αγιώνυμον Όρος του Άθω, θαύματα βρύουσα και χάριτας ιαμάτων πηγάζουσα ως ποταμός αέναος.
Μάρτυρας της θαυματουργού παρουσίας της Αγίας Μαγδαληνής υπήρξε, μεταξύ άλλων, και ο μεγάλος μας ποιητής Άγγελος Σικελιανός.
«Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι·
σε μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητό Σου χέρι·
κι ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου, ζεστό!» (322).
Οι στίχοι αυτοί είναι εμπνευσμένοι από μια μοναδική εμπειρία στην επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Σικελιανός στο Άγιον Όρος, όταν γύρω στα τριάντα του χρόνια βρισκόταν σε μια περίοδο έντονης αναζήτησης. Τον Νοέμβριο του 1914, λοιπόν, 0 νεαρός τότε ποιητής πήγε στο Περιβόλι της Παναγίας αναζητώντας στο αθωνίτικο προσκύνημα το άγγιγμα του Θεού. Μαζί του είχε τον Νίκο Καζαντζάκη. Σαράντα ημέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνος και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του. Αγρύπνησαν, έγιναν μάρτυρες της καρδιακής έκστασης, αφήνοντας και οι δύο και γραπτώς τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτή περιπλάνησή τους. Ανάμεσα στα μοναστήρια που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα. Ανέβηκαν από το μονοπάτι του αρσανά. Όταν έφθασαν στο μοναστήρι, Ο Σικελιανός βίωσε μια πρωτόγνωρη εμπειρία, που χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του: Όταν ασπάσθηκε το άφθαρτο χέρι της Αγίας Μαγδαληνής, το αισθάνθηκε θερμό! Η κατάπληξή του ήταν τόσο μεγάλη, που ασπάσθηκε το άγιο χέρι τρεις φορές! Στην συνέχεια ο Άγγελος Σικελιανός αποτύπωσε την συγκλονιστική αυτή εμπειρία σε στίχους. Έτσι, μέσα από την θέρμη της τιμίας χειρός της Αγίας Μαγδαληνής, βίωσε Ο μεγάλος ποιητής την αγάπη της για τον Χριστό. Λίγους μήνες μετά, την 1η Σεπτεμβρίου 1915, θα γράψει στο ημερολόγιο του αναπολώντας αυτή την θαυμαστή στιγμή:
Στης Σιμωνόπετρας
Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα·
ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής.
Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα.
Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα.
Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει απίστευτα· δαφνοπόταμος.
Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί.
Το κύμα ακούεται κάτου, κι απάνου το νερό.
Δάσος δαφνών βαΐα.
Απάνου καλεί ενα σημαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο σα γεράκι που
ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους.
Μη τον ξεχνάς αύτόν τον δρόμο· τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής.
Όλο το σώμα νικητήριο μέσ’ απ’ τα άγια.
297. Ματθ. 23,5661, 28,1. Μάρκ. 15,4047. 16,1. Λουκ. 24,10. Περί της Αγίας, βλ.: Αγίου Μοδέστου, αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, «Λόγος εις τας Μυροφόρους», P . G . 104, Εγκώμια εις την Θεόσωμον Ταφήν τοΰ Κυρίου (εξ αρχαίου Τριωδίου). Εκ τοΰ Εγκωμιαστικού Λόγου εις την Αγίαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν, Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου. «Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων», εκ της Ευαγγελικής Σάλπιγγος, Μακαρίου του εν Πάτμω. Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθόπουλου, «Λόγος εις την Αγίαν Μυροφόρον και Ισαπόστολον Μαρίαν την Μαγδαληνήν», P . G . 147, 540576. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία ΙΗ', «Εις την Κυριακην των Μυροφόρων», ΕΠΕ τομ. 9. Θεοφάνους Κεραμέως, Ομιλία ΛΕ', Εις το όγδοον εωθινόν. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ’ Εργα, ΕΠΕ, τόμ. 10. Βίος αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, εκ του «Μηνολογίου», τόμ. 2ος ( Menologii Anonymi Byzantini . Saeculi X , τόμοι 2).
298. Λουκ. 8, 13.
299. Βλ. Θεοφάνους Κεραμεως, « Ομιλίαι εις Ευαγγελία Κυριακά και Εορτάς», Ομιλία εις το Γ' Εωθινόν.
300. Μοδέστου, αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, «Λόγος εις τας Μυροφόρους», εκ της Βιβλιοθήκης Φωτίου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, P . G .
104, 244.
301. Θεοφυλάκτου, Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, «Ερμηνεία εις τα Τέσσερα Ιερά Ευαγγέλια».
302. Λουκ. 7, 3650.
303. Λουκ. 8, 13.
304. Βλ. Ιερού Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία Π' και Ερμηνεία εις το Κατά Ιωάννην Εύαγγέλιον, Ομιλία ΞΒ'. Επίσης, και Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις το Τριώδιον της Μεγάλης Τετάρτης, Εορτοδρόμιον, τομ. Β', σελ. 109112, έκδ. « Ορθ. Κυψέλη».
305. Βλ. «Εις την πόρνην και εις τον Φαρισαίον, τη αγία και μεγάλη Τετάρτη», P . G ., τόμ. 59, 531.
306. Ματθ. 21, 5556. Μάρκ. 15, 4041.
307. Ιωάν. 19, 25.
308. Στιχηρό Προσόμοιο Εσπερινού, 22ας Ιουλίου.
309. Μάρκ. 15, 4247.
310. Ματθ. 27, 5961.
311. Λουκ. 24, 1.
312. Ματθ. 28, 110.
313. Λουκ. 24, 110. Μάρκ. 16, 18.
314. Ι ωάν. 20, 110.
315. Ιωάν. 20,1417.
316. Παρακλητική, Αίνοι Κυριακής, γ' ήχου.
317. Πράξ. 1, 14.
318. «Ότι δε η Αγία επορεύθη εις Ρώμην μαρτυρεί ο Κεδρινός λέγων ότι ο Τιβέριος ακούσας την κατηγορίαν αυτής ανεκάλεσε τον Πιλάτον, και ετιμώρησεν ενθείς βύρση μετ’ έχίδνης, πιθήκου και πετεινού, εξ ων κα τεφαγώθη», βλ. περί αυτού: Π. Χιώτου, Ιστορικά Απομνημονεύματα της Νήσου Ζακύνθου, Εκδ. Εν τω Τυπογραφείω της Κυβερνήσεως, εν Κερκύρα 1858, τόμ. 2, σελ. 36 εξ. Του ιδίου, Ιστορικά Απομνημονεύματα Επτανήσου, Εκδ. Τυπογραφείον «Φώσκολος», Εν Ζακύνθω 1887, τόμ. 6, σελ. 4 εξ.
319. Βλ. σχετικά: Ντίνου Κονόμου, Ζάκυνθος (Πεντακόσια Χρόνια) 14781978, Αθήνα 1919, τόμ. 2 (Ύπαιθρος Χώρα), σελ. 218221.
320. Π. Χιώτου, Ιστορικά Απομνημονεύματα της Νήσου Ζακύνθου, Εκδ. Εν τω Τυπογραφείω της Κυβερνήσεως, εν Κερκύρα 1858, τόμ. 2, σελ. 36 εξ. Του ιδίου, Ιστορικά Απομνημονεύματα Επτανήσου, Εκδ. Τυπογραφείον Ο «Φώσκολος», Εν Ζακύνθω 1881, τόμ. 6, σελ. 4 εξ.
321. Αθήναι 1955, σελ. 286 εξ.
322. Άγγελου Σικελιανού, «Μαγδαληνή», Λυρικός Βίος, τ. Δ', σελ. 136138.
|