1 Ιουνίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ιουστίνου, τοῦ Φιλοσόφου.
῾Ο «θαυμασιώτατος» ᾿Ιουστίνος, κατά τό μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στή Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀπό γονεῖς ῞Ελληνες εἰδωλολάτρες, τόν Πρίσκο Βάκχιο, καί μητέρα, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀγνοοῦμε. ῾Ο Μεθόδιος ᾿Ολύμπου τόν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μή ἀπέχοντα πολύ τῶν ᾿Αποστόλων οὔτε κατά τό χρόνο οὔτε κατά τήν ἀρετή. Πράγματι δέ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νά τοποθετηθεῖ περί τό 110 μ.Χ., ἐφ᾿ ὅσον τό 135 μ.Χ., κατά τή συζήτηση πρός τόν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νά ἔχει περατώσει ἤδη τίς φιλοσοφικές του σπουδές καί πρός τό τέλος τους νά ἔχει προσελκυσθεῖ στή Χριστιανική πίστη.
Προικισμένος μέ ἐξαιρετική πνευματική ἀνησυχία καί φιλομάθεια, ὁ νεαρός ᾿Ιουστίνος ἀσχολήθηκε καί ἐμβάθυνε στίς δοξασίες τῶν Στωικῶν, τῶν ᾿Επικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καί τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μέ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νά γνωρίσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί νά εὕρει τήν πραγματική ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μέ θαυμαστή ἐπέμβαση, τόν ὁδήγησε στίς πηγές τῆς ἀλήθειας, στή Χριστιανική πίστη καί ζωή, τό 135 μ.Χ.
Καθώς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεός τόν ἐφώτισε μέ κάποιο Χριστιανό πρεσβύτη, «πρᾶον καί σεμνόν τό ἦθος». ῾Ο θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχές ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστά στήν πραγματική ἀλήθεια, τήν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.
῾Ο ᾿Ιουστίνος ἀποφασίζει νά μελετήσει τήν ῾Αγία Γραφή καί νά ἐμβαθύνει στό θεῖο λόγο. Χωρίς νά πάψει νά φιλοσοφεῖ καί νά φορεῖ τό φθαρμένο χιτώνα, τόν τρίβωνα, πού ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπό τή Χριστιανική πίστη, «τήν μόνην φιλοσοφίαν τήν ἀληθῆ καί ἀσύμφορον», στήν ὁποία ἀποφασίζει νά διαθέσει πλέον τήν ὑπόλοιπη ζωή του.
῾Ο ᾿Ιουστίνος ἁρματωμένος μέ τά ὅπλα τά πνευματικά, ἀποφασίζει νά στήσει στή Ρώμη τό πνευματικό του στρατηγεῖο. ᾿Από ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρές ἐπιθέσεις κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοί τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στό πρόσωπό του τόν ἔνθερμο ἀπολογητή καί ἀκούραστο ὑποστηρικτή. ῾Ο ᾿Ιουστίνος ἀπό τήν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μέ τά ὁποῖα ἀποστομώνει τούς φιλοσόφους, πού διέβαλαν τό Χριστιανισμό. Τούς ἐλέγχει, γιατί κατηγοροῦν τό Χριστιανισμό χωρίς νά τόν γνωρίζουν.
Σημαντικότατο εἶναι καί τό ἔργο του «Διάλογος πρός Τρύφωνα», τό ὁποῖο περιέχει τή διήμερη θεολογική συζήτηση πού εἶχε μέ τόν ᾿Ιουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπό τήν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132-135 μ.Χ.) καί ἦταν ἐπισκέπτης στήν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ ᾿Ιουστίνος. ῞Οταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάτω ἀπό τό φιλοσοφικό ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ ᾿Ιουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τόν εἰρωνεύθηκε. ᾿Επακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τό ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στό ἔργο «Διάλογος πρός Τρύφωνα». Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε ἀποφύγει «τόν νῦν γενόμενον πόλεμον», συζήτηση πρέπει νά ἔγινε τό 136 μ.Χ.
Δέν ἄργησαν ὅμως νά φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ ῾Αγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, πού ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καί οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τόν διέβαλαν στόν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161-180 μ.Χ.). ῾Ο Μάρτυς ᾿Ιουστίνος ἐκφράζει τήν ὑποψία ὅτι ἐπρόκειτο νά καταδοθεῖ στίς πολιτικές ἀρχές ἀπό τόν κυνικό φιλόσοφο καί μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τήν αὔξηση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστιανοῦ διδασκάλου καί διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπό τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Φαίνεται ὅτι, μετά τό μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περί τό 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπό τή Ρώμη ἀπό φόβο γιά τή σύλληψή του καί ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατά τήν ἀνάκρισή του πρό τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε ὅτι διέμεινε κατά δύο περιόδους στή Ρώμη. ᾿Αλλ ὁ ᾿Ιουστίνος ἀποφασίζει νά ἀπολογηθεῖ γιά τή διωκόμενη πίστη στόν αὐτοκράτορα καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο. Οἱ δύο του ᾿Απολογίες ἀποτελοῦν πραγματικά διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς ᾿Απολογητικῆς.
Στήν πρώτη ᾿Απολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στόν αὐτοκράτορα ᾿Αντωνίνο, τά παιδιά του καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο, κάνει γνωστό τό τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τίς ἐναντίον τους κατηγορίες τῶν ᾿Εθνικῶν, περιγράφει τόν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καί προσπαθεῖ μέ νηφαλιότητα, εὐγένεια καί χωρίς ρητορικά σχήματα νά τούς πείσει νά σταματήσουν τούς διωγμούς. ῾Ο ἱερός ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τήν ἐκκλησιαστική λειτουργική καί μυστηριακή ζωή, ἰδίως στά τελευταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης ᾿Απολογίας του, ἐξέρχεται ἀπό τά καθαρῶς ἀπολογητικά πλαίσια καί ὅρια καί μεταβάλλεται σέ ἄριστο μυσταγωγό καί σέ ἕναν ἀπό τούς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας. ῾Ο ἱερός ᾿Ιουστίνος τόσο στή μνημονευθεῖσα ᾿Απολογία του, ὅσο καί περιστατικά σέ μερικά σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περί τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τόν ἑορτασμό τῆς Κυριακῆς, ὡς καί τήν τελεσιουργία καί συνοπτική θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
῾Η μέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη μέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. ῾Η Θεία Λειτουργία γίνεται ἐμψυχοῦσα τήν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ᾿ ὅσον κατά τή διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως «οἱ εὐποροῦντες... καί βουλόμενοι κατά προαίρεσιν ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ ὅ βούλεται δίδωσι, καί τό συλλεγόμενον παρά τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καί αὐτός ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καί χήραις, καί τοῖς διά νόσον ἤ δι᾿ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καί τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καί τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καί ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμών γίνεται»1.
῞Οσον ἀφορᾶ στό Βάπτισμα, ὁ ῞Αγιος ᾿Ιουστίνος πληροφορεῖ ὅτι «τοῦ ὑπέρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καί εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ»2 προηγεῖται κατήχηση3. ῾Ωσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο προσευχή καί νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καί τῶν λοιπῶν πιστῶν.
Στή δεύτερη ᾿Απολογία του, τήν ὁποία ἀπευθύνει στή Ρωμαϊκή σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοί διώκονται, ἐπειδή πιστεύουν στήν ἀλήθεια καί ζοῦν ἐνάρετη ζωή καί ὄχι γιά κάτι ἀξιόποινο.
῞Ομως οἱ ᾿Απολογίες τοῦ Μάρτυρος ᾿Ιουστίνου δέν μετέστρεψαν τούς εἰδωλολάτρες, καθ᾿ ὅσον ἐπί ἐπάρχου Ρώμης τοῦ ᾿Ιουνίου Ρουστικοῦ (162-167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου4, πιθανῶς τό 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζί μέ ὁμάδα μαθητῶν του.
Στό κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος πού ἔφερε τά γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδή Μάρτυς ᾿Ιουστίνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκάλυπτε τόν τάφο τοῦ ῾Αγίου.
῎Οχι μικρός ἀριθμός ἄλλων ἔργων τοῦ ῾Αγίου Μάρτυρος ᾿Ιουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο ἤ ἀπό μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τά ἔργα αὐτά εἶναι· «Σύνταγμα κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων», «Κατά Μαρκίωνος», «Περί ψυχῆς», «Πρός ῞Ελληνας», «῎Ελεγχος πρός ῞Ελληνας», «Περί μοναρχίας Θεοῦ», «Περί ᾿Αναστάσεως», «῾Ερμηνεία εἰς τήν ᾿Αποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Πρός Σοφιστήν Εὐφράσιον περί προνοίας καί πίστεως», «Διάλογος πρός Κρήσκεντα», «Πρός ᾿Ιουδαίους».
† Τῇ αὐτῇ μέρα, μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Εὐελπίστου, ῾Ιέρακος, ᾿Ιουστίνου, ᾿Ιούστου, Λιβεριανοῦ, Παίωνος, Χαρίτωνος καί Χαριτοῦς τῆς Παρθένου.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί Μάρτυρες κατάγονταν ἀπό τή Ρώμη καί ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161-180 μ.Χ.). Κατηγορηθέντες ὡς Χριστιανοί κατά τόν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα διωγμό, συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Ρουστικοῦ. ῾Ομολόγησαν μέ παρρησία τόν Χριστό ὡς ᾿Αληθινό Θεό καί ὑπέμειναν τά σκληρά βασανιστήρια στά ὁποῖα ὑπεβλήθησαν. ᾿Αποκεφαλίσθηκαν, τό 166 μ.Χ., περιβληθέντες ἔτσι τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νέωνος.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Νέων ἐτελειώθηκε δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός μῶν Πύρρου.
῾Ο ῞Αγιος Πύρρος ἦταν ᾿Επίσκοπος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεσπεσίου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Θεσπέσιος καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ.). Διακρινόταν γιά τόν ἔνθεο ζῆλο του ὑπέρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καί τούς ἀγῶνες του ὑπέρ αὐτῆς. ᾿Εκήρυττε τό θεῖο λόγο καί διαλεγόταν μέ τούς εἰδωλολάτρες, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγήσει πολλούς ἀπό αὐτούς στήν ἀληθινή πίστη. Γιά τή θεοφιλή δράση του συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Σιμπλικίου, ὁ ὁποῖος τόν ἐξεβίαζε νά θυσιάσει στά εἴδωλα καί νά ἀπαρνηθεῖ τόν Χριστό. ῾Ο ῞Αγιος Θεσπέσιος ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει. Γι᾿ αὐτό τόν ἐκρέμασαν καί τοῦ καταξέσκισαν τίς σάρκες καί στή συνέχεια τόν ἔριξαν μέσα σέ λέβητα μέ καυτή πίσσα καί λάδι. ῞Ομως, μέ τή Θεία Χάρη, ὁ ῞Αγιος ἐξῆλθε ἀβλαβής ἀπό τό μαρτύριο αὐτό, γενόμενος ἔτσι πρόξενος μεταστροφῆς πολλῶν παρευρισκομένων εἰδωλολατρῶν. Κατόπιν τούτου ὁ Σιμπλίκιος διέταξε τή μεταφορά του ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τή δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. ῏Ηταν τό 222 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Φελινοῦ καί Γρατινιανοῦ.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Φελινός καί Γρατινιανός ἦταν στρατιῶτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί ἐμαρτύρησαν στήν πόλη Περούτζια τῆς ᾿Ιταλίας, τό 250 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.)5. Τά ἱερά λείψανά τους μετεκομίσθησαν, τό 979 μ.Χ., στήν πόλη ᾿Αρόνα6 κοντά στό Μιλάνο.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ισχυρίωνος καί τῶν σύν αὐτῷ.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ισχυρίων καταγόταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἦταν ἀξιωματικός. ᾿Εμαρτύρησε, τό 250 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.), μαζί μέ πέντε ἀπό τούς στρατιῶτες του, ἐπειδή ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. ῾Η ᾿Εκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 22 Δεκεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων δέκα χιλιάδων Μαρτύρων.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν στήν ᾿Αντιόχεια ἐπί αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων Δεκίου (249-251 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ρεβεριανοῦ καί Παύλου καί τῶν σύν αὐτοῖς.
Οἱ ῞Αγιοι ῾Ιερομάρτυρες Ρεβεριανός, πού ἦταν ᾿Επίσκοπος, καί Παῦλος ὁ πρεσβύτερος κατάγονταν ἀπό τήν ᾿Ιταλία καί ἔζησαν τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Απεστάλησαν γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο στή Γαλλία. Συνελήφθησαν στήν περιοχή τοῦ ᾿Αουτούν καί ἐμαρτύρησαν, τό 272 μ.Χ., μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπί αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.)7.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κρεσκεντιανοῦ.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Κρεσκεντιανός ἦταν στρατιώτης καί ἐμαρτύρησε, τό 287 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), στήν πόλη Σάλντο τῆς ᾿Ιταλίας, κοντά στό Καστέλλο8.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Φίρμου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Φίρμος ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). ῎Ενθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, συνελήφθη στήν ᾿Ανατολή καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Μάγου, ὁ ὁποῖος τόν ἐπίεζε νά θυσιάσει στά εἴδωλα. ῾Ο ῞Αγιος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει, ἐγυμνώθηκε καί ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς. Κατόπιν τόν ἐκρέμασαν καί κατέκοψαν τίς σάρκες του μέ μάχαιρες. ᾿Επιμένων καί παρά ταῦτα στήν πίστη του, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τά ὀστά καί ἐξάρθρωσαν τίς ἀρθρώσεις, μετά ἀπό ἄγριο λιθοβολισμό, ἐτελειώθηκε δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ, τό 299 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πρόκλου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Πρόκλος ἦταν Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος καί ἐμαρτύρησε, τό 304 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.)9, στήν πόλη Μπολόνια τῆς ᾿Ιταλίας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σεκούνδου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Σεκοῦνδος ἄθλησε τό 304 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ἀφοῦ τόν ἔριξαν στόν ποταμό Τίβερη κοντά στήν πόλη ᾿Αμέλια10 τῆς Οὐμβρίας τῆς ᾿Ιταλίας11.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Γερασίμου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Γεράσιμος εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές. ῾Η μνήμη του ἀναφέρεται σέ Κώδικα12 τῆς μονῆς Βλατέων.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Φορτουνάτου.
῾Ο ῞Αγιος Φορτουνάτος ἦταν πρεσβύτερος στήν πόλη Τερριτά κοντά στό Σπολέτο τῆς ᾿Ιταλίας. Διακρίθηκε γιά τή φιλανθρωπία καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, τό ὁποῖο τοῦ ἐδώρισε ὁ Κύριος13. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 400 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός μῶν Καρπασίου, τῶν Λερίνων.
῾Ο ῞Οσιος Καρπάσιος14 ἔζησε στή Γαλλία τόν 4ο καί 5ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Αγάπησε τό μοναχικό βίο καί ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στίς Λερίνους νήσους. ᾿Εκεῖ συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ῞Οσιο ᾿Ονωράτο († 16 ᾿Ιανουαρίου) καί τό μεγαλύτερο ἀδελφό του ῞Οσιο Βενάνδιο († 30 Μαΐου). Μαζί ἐπισκέφθηκαν τίς μοναστικές κοινότητες τῆς ᾿Ανατολῆς, γιά νά γνωρίσουν ἁγίους ἀσκητές καί νά διδαχθοῦν ἀπό τό βίο τους. Κατά τή διάρκεια τοῦ προσκυνηματικοῦ ταξιδίου τους ὁ ῞Οσιος Βενάνδιος ἀπέθανε στήν ῾Ελλάδα, ἐνῶ οἱ δύο ῞Οσιοι ἐπέστρεψαν στό ἀσκητήριό τους. ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος ᾿Ονωράτος ἵδρυσε μονή, στήν ὁποία, μετά τήν ἐκλογή του εἰς ᾿Επίσκοπον, ἐγκατέστησε γούμενο τόν ῞Οσιο Καρπάθιο.
῾Ο ῞Οσιος Καρπάθιος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 430 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός μῶν Ρουαδανοῦ, τῆς Κορνουάλης.
῾Ο ῞Οσιος Ρουαδανός καταγόταν ἀπό τή Βρετάνη καί ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Ασκήτεψε θεοφιλῶς στήν περιοχή τοῦ Ταβίστοκ15, τῆς Κορνουάλης καί τῆς Βρετάνης καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στήν πόλη Λοκρονάν στή Βρετάνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Οὐϊστάνου, τοῦ ἐξ ᾿Αγγλίας.
῾Ο ῞Αγιος Οὐϊστάνος ἦταν υἱός τοῦ Βίμμουντ, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Μερσία16. ῞Οταν ἐκοιμήθησαν ὁ πατέρας καί ὁ πάππος του, ὁ μικρός Οὐϊστάνος, ὑπό τήν κηδεμονία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πάππου του, ἀνῆλθε στό θρόνο. ᾿Εν τῷ μεταξύ ὁ ῞Αγιος ἐμεγάλωνε καί προέκοπτε σέ χάρη καί σοφία Θεοῦ καί ἀγωνιζόταν νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. ῞Ομως ὁ ἐπίτροπος τοῦ θρόνου Βερθούλφιος (840-852 μ.Χ.) συνωμότησε μαζί μέ τόν υἱό του κατά τοῦ ῾Αγίου, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό νόμιμο διάδοχο τοῦ θρόνου, καί τόν ἐδολοφόνησαν, τό 849 μ.Χ., κατά τή στιγμή πού ἐκεῖνος ἐπλησίαζε τόν ἐξάδελφό του, γιά νά τόν χαιρετήσει. Τό κατακρεουργηθέν λείψανο τοῦ ῾Αγίου ἐνταφιάσθηκε ἀπό τή μητέρα του μέ εὐλάβεια καί πολλά θαύματα ἐτελέσθηκαν μέ τή μεσιτεία του.
† Τῇ αὐτῇ μέρα, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός μῶν ᾿Αγαπητοῦ, τοῦ ᾿Αναργύρου καί ᾿Ιαματικοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αγαπητός ἔζησε στή Ρωσία περί τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στή Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στά χρόνια τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου († 10 ᾿Ιουλίου). ῾Ο ῞Οσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητός στόν Θεό καί ἔτσι τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. ῾Η φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καί πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στόν ῞Οσιο, γιά νά θεραπευθοῦν. Γιά τό λόγο αὐτό τόν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό. ᾿Ανάμεσα στούς ἄλλους, ἐθεράπευσε καί τόν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μέ τήν ἐπωνυμία «Μονομάχος».
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αγαπητός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί τά ἱερά λείψανά του φυλάσσονται στό Σπήλαιο τοῦ ῾Αγ. ᾿Αντωνίου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός μῶν Διονυσίου τοῦ Γλουσέτσκ, τοῦ Θαυματουργοῦ.
῾Ο ῞Οσιος Διονύσιος, κατά κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε, πιθανόν τό 1362, στά προάστια τῆς πόλεως Βολογκντά τῆς Ρωσίας. ᾿Από μικρή λικία ἀγαποῦσε τό μοναχικό βίο. Γιά τό λόγο αὐτό ἄφησε τήν πατρική οἰκία καί εἰσῆλθε, τό 1386/87, στή μονή Σπασοκαμένσκϊυ. ῾Ηγούμενος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ ῞Ελλην, μετέπειτα ᾿Επίσκοπος Ροστώβ († 1425). ῾Ο νεαρός Δημήτριος μέ δάκρυα στά μάτια παρεκάλεσε τόν γούμενο νά τόν κάνει μοναχό. ῾Ο γούμενος Διονύσιος, βλέποντας τόν ἔνθεο ζῆλο του, προχώρησε στή μοναχική κουρά καί τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Διονύσιος, ἐνῶ τόν ἐμπιστεύθηκε στήν πνευματική καθοδήγηση κάποιου ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς. ᾿Εκεῖ ἔζησε γιά ἐννέα χρόνια μέ ὑπακοή, νηστεία καί ἀδιάλειπτη προσευχή, χωρίς νά μειώσει ποτέ τήν ἄσκηση μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
῾Η ταπεινοφροσύνη, ἄσκηση στήν ἀγάπη καί ἐργατικότητά του ἔκαναν τόν ῞Οσιο Διονύσιο πολύ ἀγαπητό μεταξύ τῶν μοναχῶν, πού τόν ἐθεωροῦσαν ἄνθρωπο μέ μεγάλο πνευματικό βάρος.
᾿Από τή μονή ἔφυγε, μαζί μέ τό μοναχό Παχώμιο, μετά ἀπό εὐλογία τοῦ γουμένου, μέ προορισμό τήν ξεχασμένη κοινοβιακή μονή τοῦ ῾Αγίου Λουκᾶ ἀναζητώντας τήν συχία. ῾Ο ἅγιος βίος καί πνευματική σοφία τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολύ κόσμο. ῾Ο ῞Οσιος συμπεριφερόταν πρός ὅλους ὡς πραγματικός πατέρας. Κατεῖχε, ἐπίσης, τό χάρισμα τοῦ ἁγιογράφου, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν ὡς μαραγκός καί σιδηρουργός γιά τίς ἀνάγκες τῆς μονῆς. Δέν ἐπερνοῦσε λεπτό χωρίς ἀσχολία καί ἔτρωγε μόνο ἐλάχιστη τροφή, ὅταν ἐξαντλοῦσε ὅλες του τίς δυνάμεις. Τό 1396, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος ἀπό τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστώβ Γρηγόριο (†1416).
῞Ομως ὁ μοναχός Παχώμιος δέν ἄντεξε τή σκληρή ἄσκηση καί γι᾿ αὐτό ἀναγκάσθηκε καί ὁ ῞Οσιος Διονύσιος νά ἐγκαταλείψει τό μέρος ἐκεῖνο μαζί του. ᾿Επῆγε ἀνατολικά, στή λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα ἀπό τήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Γκλουσίκα. ᾿Εγκαταστάθηκε σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο μέρος τό ὁποῖο περιέβαλαν δένδρα. Στόν τόπο αὐτό ὕψωσε τό σταυρό πού μετέφερε ἀπό τόν ῞Αγιο Λουκᾶ καί ἀφοῦ κατασκεύασε ἕνα κελί, ἐξεκίνησε ἀπομονωμένος τή σκληρή ζωή τοῦ ἐρημίτου. Μετά τόν ἐρχομό ἑνός στάρετς καί μερικῶν ἄλλων ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νά μείνουν μαζί του, περί τό 1400, ἐδημιούργησε μία μικρή μοναχική ἀδελφότητα. ᾿Εκαλλιεργήθηκε ἔτσι σκέψη νά κτιστεῖ ἕνα μοναστήρι. Μέ τή βοήθεια τοῦ πρίγκιπος τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ πρίγκιπος ᾿Ιωάσαφ, πού ἔγινε καί αὐτός μοναχός, ἐστάλησαν ἐργάτες καί ἐξεκίνησε οἰκοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ. Τό 1402, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἐπῆγε στό Ροστώβ προκειμένου νά πάρει τήν ἄδεια τοῦ ᾿Επισκόπου Γρηγορίου γιά τήν ἀνέγερση τῆς νέας μονῆς. ῾Ο ᾿Επίσκοπος συμβούλευσε τόν ῞Οσιο νά ἱδρύσει κοινόβια μονή, γιά νά μήν ἔχουν προσωπική περιουσία οἱ μοναχοί καί νά ζοῦν μέ κοινοκτημοσύνη κατά τό πρότυπο τῶν ᾿Αποστόλων. Τό 1403, ἐτελείωσε ὁ ξύλινος ναός τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στήν Κυρία Θεοτόκο.
Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἦταν περί τούς 15 καί ἐμόναζαν σύμφωνα μέ τούς αὐστηρούς κοινοβιακούς κανόνες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Καθώς αὐξανόταν σταδιακά ὁ ἀριθμός τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τό 1412, ἐκτίστηκε μία καινούργια ἐκκλησία, καί αὐτή ἀφιερωμένη στήν Παναγία.
῾Η ἀγάπη γιά τήν ἐρημική ζωή ἦταν ριζωμένη στήν καρδία τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου καί τόν προκαλοῦσε νά ἐγκατασταθεῖ σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο καί κρυφό τόπο. ῎Ετσι ἀπεφάσισε νά μεταβεῖ 4 χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή μονή στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γλουσίκα, περιοχή πού ἀργότερα ὀνομάστηκε Σονσοβέτς. ᾿Εκεῖ διέμενε σέ ἄγνοια τῶν μοναχῶν, προσευχόμενος καί νηστεύοντας αὐστηρά. Μετά ἀπό μεγάλες πιέσεις τῶν ἄλλων μοναχῶν ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἐπέστρεψε στό μοναστήρι, ἀλλά ἀποφάσισε νά κτίσει μικρά ἀσκηταριά στήν περιοχή τοῦ Σονσοβέτς γιά τούς μοναχούς ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν νά ἀποσυρθοῦν στήν ἔρημο. Τό 1419, ἐπῆγε ἐκ νέου στό Ροστώβ προκειμένου νά πάρει τήν εὐλογία τοῦ ᾿Επισκόπου γιά τό νέο μοναστήρι. ῾Ο ᾿Επίσκοπος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία του, τοῦ προσέφερε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας καί διάφορα ἄλλα σκεύη γιά τό ναό. ῎Ετσι στό Σονσοβέτς ἐκτίστηκε, τό 1420, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στόν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τόν Πρόδρομο. Γιά τήν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος κατάφερε νά ἐξασφαλίσει τήν οἰκονομική βοήθεια τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου, τοῦ ὁποίου διασώζονται τρεῖς ἐπιστολές περί τῶν δωρεῶν του. Περί τό 1422, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἐγκατέλειψε τό μοναστήρι τοῦ Γλουσίκα καί τήν γουμενία, γιά νά ζήσει ἀκόμη πιό ἀσκητικά μέ μερικούς μοναχούς στό Σονσοβέτς.
῾Η ἀγάπη πρός τούς πτωχούς καί ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς πνευματικότητος τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου. Σέ περιόδους πείνας πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού κατέφευγαν στό μοναστήρι, γιά νά πάρουν λίγο ψωμί καί ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νά τούς διαθέσει. Διέθετε ἀκόμη καί τό ἰδικό του φαγητό στούς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς κάποιες φορές δέν κατανοοῦσαν αὐτή τή γενναιοδωρία τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου, ὁποία κάποιες φορές ἀπειλοῦσε νά ἐξαντλήσει ἀκόμη καί τίς λιγοστές προμήθειες τῆς μονῆς.
Στή βιογραφία τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου καταγράφεται τό παρακάτω περιστατικό· «῞Ενας νέος μεταμφιέσθηκε σέ ζητιάνο μέ τήν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν. Αὐτός ἐπῆγε στήν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καί ἐζήτησε βοήθεια ἀπό τόν ῞Οσιο Διονύσιο. ᾿Εκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα, ἀλλά τό ἴδιο βράδυ οἱ μοναχοί ἀπεκάλυψαν στόν ῞Οσιο τί εἶχαν κάνει δίδοντάς του πίσω τά χρήματα πού εἶχε δώσει στό νέο. ῾Ο ῞Οσιος, χωρίς νά θυμώσει, τούς εἶπε ὅτι ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά κάνουμε τό καλό θά πρέπει νά σταματήσουν νά τοῦ ὑποδεικνύουν νά πάψει νά εἶναι ἐλεήμων. Κατηχώντας τούς ἄλλους μοναχούς, ἔλεγε· Παιδιά μου, μή φοβᾶσθε τούς κόπους πού ἔχει ἔρημος καί μήν ἀφήνετε τήν ἄσκηση. Μέσα ἀπό πολλές δοκιμασίες θά φθάσουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. ᾿Ελευθερωθεῖτε μέ τή νηστεία ἀπό κάθε χοϊκό καί φθαρτό πράγμα. ῾Η προσευχή μας πρέπει νά πηγάζει ἀπό τήν καθαρή καρδιά μας καί θά πρέπει νά εἴμαστε ταπεινοί. Σχετικά μέ τήν ἐλεημοσύνη σᾶς ὑπενθυμίζω τά λόγια του Κυρίου· Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες. ῎Ας εἴμαστε ἐλεήμονες ἀπέναντι σέ ὅλους καί ὁ Κύριος θά δείξει ἔλεος καί σέ ἐμᾶς, διότι ἀγαπᾶ τόν Θεό μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του».
῾Επτά χρόνια πρίν τήν κοίμησή του ὁ ῞Οσιος ἔσκαψε τόν τάφο του καί κάθε μέρα τόν ἐπισκεπτόταν. Μέ αὐτό τόν τρόπο ἐκαλλιεργοῦσε στήν καρδιά του τή μνήμη τοῦ θανάτου.
῾Ο ῞Οσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1437, σέ λικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Σίου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
῾Ο ῞Αγιος Σίος (Γκαρεγκέλι) ἔζησε στή Γεωργία τό 17ο καί 18ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Ασκήτεψε θεοφιλῶς στήν ἔρημο τοῦ ῾Οσίου Δαβίδ στήν ἀνατολική Γεωργία καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ἀπό τούς Μουσουλμάνους τοῦ Καυκάσου, τό 1700.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Δαβίδ, Γαβριήλ καί Παύλου, τῶν ἐκ Γεωργίας.
(Βλ. † 17 Μαρτίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, ἀνάμνησις τοῦ θαύματος ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδος ἐκ τῆς πανώλου νόσου, κατά τό ἔτος 1743.
Τό νησί τῆς Λευκάδος περί τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπό τό λοιμό τῆς πανώλης. Μέ βάση διάφορα στοιχεῖα 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπό τήν «πανούκλα». ᾿Επίσης ῾Ενετική φρουρά ἀποδεκατίσθηκε. Τό ἴδιο καί ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τά Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ ᾿Αλέξανδρος. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στή Λευκάδα ἀπό τήν ἱερά μονή Δουσίκου, κοντά στά Τρίκαλα, τήν τιμία κάρα τοῦ ῾Αγίου Βησσαρίωνος, ᾿Αρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μέ τή βοήθεια τοῦ ῾Αγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπό τή φοβερή ἀσθένεια. ᾿Ανήγειραν μάλιστα ναό πρός τιμήν του στό χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τό λοιμοκαθαρτήριο καί τόν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στή μονή Δουσίκου. ῾Η περιοχή ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «῾Αγία Κάρα»17.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.
Στήν πόλη Γαλατία τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας ἐζοῦσε κάποιος γεωργός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μέτριος. Αὐτός, λοιπόν, ἔβλεπε τήν οἰκογένεια τοῦ γείτονά του, πού εἶχε υἱούς, καί τούς προετοίμαζε, γιά νά γίνουν στελέχη τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Τότε ὁ Μέτριος μέ παράπονο ἀπευθύνθηκε στόν Θεό καί τόν ἱκέτευσε νά τοῦ χαρίσει υἱό, γιά νά τόν ἔχει ὡς καταφύγιο καί παρηγοριά στά γηρατειά του. Μετά τήν προσευχή του μετέβη σέ ἕνα πανηγύρι πού ἐγινόταν μία φορά τό χρόνο στήν Παφλαγονία. Κατά τήν ἐπιστροφή ἐσταμάτησε, γιά νά ξεκουρασθεῖ καί νά ποτίσει τό ζῶο του, σέ ἕνα δάσος. ᾿Εκεῖ εὑρῆκε ἕνα σακούλι, τό ὁποῖο περιεῖχε χίλια πεντακόσια χρυσά νομίσματα. Χωρίς νά τό ἀνοίξει, τό ἐπῆρε καί τό ἐπῆγε στήν οἰκία του. Τόν ἑπόμενο χρόνο ὁ Μέτριος ξαναπῆγε στήν πανήγυρη τῆς Παφλαγονίας. Κατά τήν ἐπιστροφή καί πάλι ἐσταμάτησε στό δάσος καί παρατηροῦσε τούς διερχόμενους ἀπό ἐκεῖνο τόν τόπο. Τότε ἐφάνηκε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε κάτι καί ἦταν γεμάτος ἀπό θλίψη καί στενοχώρια. ῾Ο Μέτριος τόν ἐρώτησε τί ἔχει καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἔμπορος καί πέρυσι εἶχε πουλήσει πολλά ἐμπορεύματα στήν πανήγυρη, ἀλλά ἔχασε τά χρήματα πού ἐκέρδισε. Τότε ὁ Μέτριος ἔβγαλε καί τοῦ παρέδωσε τό σακούλι μέ τά νομίσματα. ῾Ο ἔμπορος τά ἔχασε. Δέν ἤξερε πῶς νά ἀντιδράσει. ῾Ο Μέτριος τοῦ ἐξήγησε τί εἶχε συμβεῖ καί ἐκεῖνος, θέλοντας νά τόν εὐχαριστήσει, ἔβγαλε καί τοῦ προσέφερε πεντακόσια νομίσματα. ῾Ο Μέτριος δέν θέλησε νά στερήσει ἀπό τόν ἔμπορο τόν κόπο του καί ἀρνήθηκε. ῎Ετσι, ἀφοῦ καί οἱ δύο ἐδόξασαν τό ῎Ονομα τοῦ Θεοῦ, ἀποχωρίσθηκαν.
Τό ἴδιο βράδυ, πού ὁ Μέτριος ἔπεσε νά κοιμηθεῖ, εἶδε στόν ὕπνο του ῎Αγγελο Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερε τό χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι θά ἀποκτήσει υἱό, θά τόν ὀνομάσει Κωνσταντίνο καί θά φέρει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στόν οἶκο του.
Πράγματι! ῾Η σύζυγος τοῦ Μετρίου ἔτεκε υἱό, τόν ὁποῖο ἀνέθρεψε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου καί τόν ἀπέστειλε γιά σπουδές στήν Κωνσταντινούπολη. ῾Ο αὐτοκράτορας τοῦ ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ πατρικίου καί αὐτός μέ τή σειρά του προσέφερε πολλά ἀγαθά στούς γονεῖς του.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ Θεός ἀντάμειψε τήν τιμιότητα καί τό ἦθος ἑνός ἁπλοῦ γεωργοῦ, τοῦ Μετρίου, ὁ ὁποῖος δέν ὑπέκυψε στόν πειρασμό τῆς φιλαργυρίας, ἀλλ᾿ ἐμπιστεύθηκε τή ζωή του στό θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|