26 Ιουνίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ᾿Ιωάννου καί Παύλου.
῾Η χρονολογία καί τά γεγονότα τοῦ μαρτυρίου τῶν ῾Αγίων ᾿Ιωάννου καί Παύλου δέν δύνανται νά ἐξακριβωθοῦν ἱστορικά. Κατά τήν ἁγιολογική παράδοση, ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπί τῆς βασιλείας ᾿Ιουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Μέ ἄλλους ῾Αγίους μνημονεύονται στήν ᾿Αναφορά τῆς Ρωμαϊκῆς καί ᾿Αμβροσιανῆς λειτουργίας.
῾Η ἐπίσημη ἀναγνώριση τῶν δύο Μαρτύρων ἀρχίζει, ὅπως φαίνεται, στή Ρώμη μέ τήν ἀφιέρωση στή μνήμη τους, περί τά τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ., ρωμαϊκῆς βασιλικῆς. ῾Η βασιλική αὐτή, ἀνεγερθεῖσα κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπί τῶν ἐρειπίων τριῶν οἰκιῶν τοῦ Καιλίου λόφου320, ἔφερε τόν τίτλο τοῦ Παμμαχίου ἤ, πιθανῶς, καί τοῦ Βυζαντίου.
Κατά τήν ἁγιολογική παράδοση321, ὁ ᾿Ιωάννης καί ὁ Παῦλος, εὐνοῦχοι τῆς Κωνσταντίας ἤ Κωνσταντίνης καί τιτλοῦχοι τῆς αὐτοκρατορίας, ἀκολούθησαν τό στρατηγό Γαλλικανό σέ πολεμική ἐκστρατεία, κατά τήν ὁποία τόν ἔπεισαν περί τῆς ἀληθείας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. ᾿Αφοῦ ἐπανῆλθε στή Ρώμη νικητής, ὁ Γαλλικανός ἀπαρνεῖται τόν κόσμο τοῦ παλατίου καί ἀποσύρεται στήν ᾿Ωστία. ᾿Εκεῖ, μετατρέπει τήν οἰκία φίλου ἀνδρός, πού ὀνομαζόταν ᾿Ιλαρίνος, σέ πανδοχεῖο καί ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἐξυπηρέτηση τῶν διερχόμενων πτωχῶν καί ἀσθενῶν. ῾Ο αὐτοκράτορας ᾿Ιουλιανός τόν καλεῖ τότε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἀλλ᾿ ἀρνεῖται καί καταφεύγει στήν Αἴγυπτο, ὅπου συλλαμβάνεται καί ὑπόκειται σέ μαρτυρικό θάνατο († 25 ᾿Ιουνίου). Παρόμοιο θάνατο εὑρίσκει καί ὁ ᾿Ιλαρίνος στήν ᾿Ωστία († 7 Αὐγούστου).
Στή συνέχεια ὁ ᾿Ιωάννης καί ὁ Παῦλος καλοῦνται στό παλάτι, ἀλλά δέν ἀποδέχονται τήν πρόσκληση. ῾Ο ᾿Ιουλιανός ἀπέστειλε πρός αὐτούς τόν Τερεντιανό, γιά νά τούς πείσει νά θυσιάσουν, ἀλλά καί οἱ δύο ἀρνήθηκαν μέ πνευματική ἀνδρεία. ῎Ετσι, ἀποκεφαλίσθηκαν ἀμέσως μέσα στήν οἰκία τους, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκαν.
῾Ο μυστικός τάφος τῶν ῾Αγίων Μαρτύρων ᾿Ιωάννου καί Παύλου εὑρέθηκε κατά τή βασιλεία τοῦ ᾿Ιοβιανοῦ (363-364 μ.Χ.)322, διαδόχου τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ. Τότε ὁ διώκτης τους Τερεντιανός ἀσπάζεται τή Χριστιανική πίστη καί ἀναλαμβάνει νά συγγράψει τό βίο τους323.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός μῶν Δαβίδ, τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ.
῾Ο ῞Οσιος Δαβίδ καταγόταν ἀπό τή βόρεια Μεσοποταμία, πού ἦταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, καί ἐγεννήθηκε περί τό 450 μ.Χ. Γιά λόγους πού δέν ἀναφέρονται ἦλθε στή Θεσσαλονίκη μαζί μέ τό μοναχό ᾿Αδολᾶ. Κατά τό βιογράφο τους ὁ ῞Οσιος εἰσῆλθε ἀρχικά στή μονή τῶν ῾Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου καί Μερκουρίου, ἐπιλεγομένη Κουκουλλιατῶν, τῆς ὁποίας τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τό παραπόρτιον τῶν ᾿Απροΐτων». Τό προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ἤ «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τούς μοναχούς πού ἔφεραν κουκούλιο, ἴσως κατά ἰδιάζοντα τρόπο, ἄν κρίνει κανείς ἀπό τίς σωζόμενες ἀπεικονίσεις τοῦ ῾Οσίου, δηλαδή ριγμένο στούς ὤμους. ῾Η θέση τῆς μονῆς πρέπει νά ἀναζητηθεῖ βορειοανατολικά τῆς ᾿Ακροπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἀναγνωρίζεται τό τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».
Τά παραδείγματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ προφήτου καί βασιλέως Δαβίδ, ὁ ὁποῖος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καί παιδεία καί σύνεσις», ὤθησαν τόν ῞Οσιο Δαβίδ νά ἀποφασίσει νά καθίσει σέ δένδρο ἀμυγδαλέας μέχρι ὁ Κύριος νά τοῦ ἀποκαλύψει τό θέλημά Του καί νά τοῦ χαρίσει σύνεση καί ταπείνωση. Στό τέλος τῆς τριετίας ἐμφανίσθηκε στόν ῞Οσιο ῎Αγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τόν διαβεβαίωσε ὅτι εἰσακούσθηκε παράκλησή του καί δοκιμασία του ὡς δενδρίτου ἀσκητοῦ ἔληξε. ῾Ο ῎Αγγελος τοῦ εἶπε νά κατέλθει ἀπό τό δένδρο καί νά συνεχίσει τόν ἀσκητικό του βίο σέ κελί αἰνῶν καί εὐλογῶν τόν Θεό. ῾Ο ῞Οσιος ἐκοινοποίησε τήν ὀπτασία αὐτή στούς μαθητές του, ζητώντας τή βοήθειά τους γιά τήν κατασκευή τοῦ κελιοῦ. ῾Η εἴδηση γρήγορα ἔφθασε στόν ᾿Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο καί σέ ὅλη τήν πόλη.
῞Οταν ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιουστινιανός μέ τή Νεαρά 11, τοῦ 535 μ.Χ., ἀπέσπασε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τίς βόρειες ἐπαρχίες τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ καί ἀνύψωσε τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα σέ ᾿Αρχιεπισκοπή, ὑπό τόν τίτλο τῆς Νέας ᾿Ιουστινιανῆς, ᾿Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ ᾿Αριστείδης, ὁ ὁποῖος ἄν καί ἀποδέχθηκε τή μεταβολή, προσπάθησε ὅμως νά περισώσει τήν πολιτική σημασία τῆς πόλεως, μέ τήν ἐπαναφορά τῆς ἕδρας τοῦ ὑπάρχου τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ ἀπό τήν Πρώτη ᾿Ιουστινιανή στή Θεσσαλονίκη. ᾿Ενῶ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δέν ἐμείωνε τήν ἀξία τῆς Θεσσαλονίκης, μετάθεση τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας συνιστοῦσε σοβαρό ὑποβιβασμό τῆς πόλεως. Τό αἴτημα λοιπόν τῶν Θεσσαλονικέων, καθώς καί ἐπιθυμία τοῦ ὑπάρχου Δομνίκου, ἦταν ἐπαναφορά τῆς ἕδρας στή Θεσσαλονίκη, ἰδέα πού ἐνστερνίσθηκε μέ ἐνθουσιασμό ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αριστείδης. Στό σημεῖο αὐτό ἐζητήθηκε βοήθεια τοῦ ῾Οσίου Δαβίδ γιά τή μεταφορά τοῦ αἰτήματος στόν ᾿Ιουστινιανό, διότι ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος, ὅπως ὁ Βίος ἐξηγεῖ, δέν μποροῦσε «καταλιπεῖν τήν πόλιν ἀδιοίκητον» καί νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη. ᾿Εκτός τῶν ἄλλων ὅμως, προτίμηση τοῦ ῾Οσίου Δαβίδ δείχνει τή βαρύτητα, ἀλλά καί τίς δυσχέρειες πού προβλεπόταν ὅτι θά συναντοῦσε ἕνα παρόμοιο αἴτημα στόν ᾿Ιουστινιανό, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε τιμήσει τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη ᾿Ιουστινιανή, μέ τίς ἕδρες τῆς νέας ᾿Αρχιεπισκοπῆς καί τῆς ὑπαρχίας. Μετά ἀπό τόσα χρόνια ἐγκλεισμοῦ ὁ ῞Οσιος ἐμφανίσθηκε γιά πρώτη φορά στό φῶς τοῦ ἥλιου. ῾Η μορφή του εἶχε ἀλλάξει. Τά μαλλιά του εἶχαν μακρύνει μέχρι τήν ὀσφύ αὐτοῦ καί τά γένεια του μέχρι τούς πόδες του, τό δέ ἅγιο πρόσωπό του ἔλαμπε σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Συνοδευόμενος ἀπό δύο μαθητές του, τόν Θεόδωρο καί τόν Δημήτριο, ἀπέπλευσε πρός τή Βασιλεύουσα. ῾Η φήμη ὅμως τοῦ ῾Οσίου εἶχε προτρέξει. ῎Ετσι, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὅλη Πόλη τόν ὑποδέχθηκε. ῾Η ὑποδοχή του ἀπό τή Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ ᾿Ιουστινιανοῦ, καθώς καί οἱ τιμές καί ὁ σεβασμός της πρός τό πρόσωπο τοῦ ῾Οσίου, προκάλεσαν τό θαυμασμό ὅλων τῶν παρισταμένων. ῾Η Θεοδώρα ἐκινήθηκε δραστήρια· ἔτσι, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ᾿Ιουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε σέ ἐπίσημες ὑποχρεώσεις, ἐφρόντισε νά προκαταλάβει τή γνώμη του θετικά ὑπέρ τοῦ ῾Οσίου Δαβίδ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νά προσκαλέσει τόν ῞Οσιο ἐνώπιον τῆς συγκλήτου. ῾Ο ῞Οσιος παρουσιάσθηκε στή σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στά χέρια του φωτιά μέ θυμίαμα πού δέν κατέκαιγε τή σάρκα του. Τό παράστημα τοῦ ῾Οσίου καθώς καί τό προφανές θαῦμα ἐπέβαλε σέ ὅλους κλίμα δέους καί κατανύξεως, ὥστε ὁ βασιλέας πρόθυμα ἱκανοποίησε τό αἴτημά του μέ σπουδή.
Κομίζοντας τά ἀγαθά νέα ὁ ῞Οσιος ἀπέπλευσε γιά τή Θεσσαλονίκη, τήν ὁποία ὅμως ἔμελλε μόνο ἀπό μακριά νά ξαναδεῖ, διότι μόλις τό πλοῖο παρέκαμψε τό ἀκρωτήριο ἐκεῖνος παρέδωσε τό πνεῦμα του στό Θεό. Τό γεγονός συνέβη μεταξύ τῶν ἐτῶν 535 καί 541 μ.Χ.
῾Η εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ῾Οσίου κάτω ἀπό τίς συνθῆκες αὐτές συγκλόνισε ὁλόκληρη τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Τό σκήνωμα τοῦ ῾Οσίου Δαβίδ ἀρχικά κατατέθηκε στόν τόπο, ὅπου εἶχαν ἀποτεθεῖ παλαιότερα τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων Θεοδούλου καί ᾿Αγαθόποδος, στά δυτικά τοῦ λιμανιοῦ. ῾Ο ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αριστείδης μέ πολλή θλίψη ὅρισε πάνδημη κηδεία. Τό λείψανο τοῦ ῾Οσίου ἐνταφιάσθηκε στή μονή του, τῶν ᾿Απροΐτων, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του.
῾Εκατόν πενήντα χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου, περί τό 685-690 μ.Χ., ἔγινε μία προσπάθεια γιά τή διάνοιξη τοῦ τάφου, ὅταν ὁ γούμενος τῆς μονῆς τῶν ᾿Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπό πολλήν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις ὅμως ἐξεκίνησε ἐργασία αὐτή, πλάκα πού ἐκάλυπτε τόν τάφο ἔσπασε καί αὐτό ἐθεωρήθηκε ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ ῾Οσίου νά μή θιγεῖ. Τό ἱερό λείψανο παρέμεινε στήν ἀρχική του θέση μέχρι τήν ἐποχή τῶν σταυροφοριῶν. Κατά τήν περίοδο τῆς λατινικῆς κυριαρχίας τοῦ μομφερρατικοῦ οἴκου στή Θεσσαλονίκη (1204-1222), τό ἱερό λείψανο μεταφέρθηκε στήν ᾿Ιταλία καί τό 1236 ἀπαντᾶται στήν Παβία, ἀπ᾿ ὅπου μεταφέρθηκε στό Μιλάνο, τό 1967.
Τελικά, τό σεπτό λείψανο τοῦ ῾Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στή Θεσσαλονίκη καί κατατέθηκε στή βασιλική τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου στίς 16 Σεπτεμβρίου 1978.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός μῶν ᾿Ανθίωνος.
῾Ο ῞Οσιος Πατέρας μας ᾿Ανθίων, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός μῶν ᾿Ιωάννου, ἐπισκόπου Γοτθίας.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάννης, ὡς ὁ μέγας Προφήτης ᾿Ιερεμίας, ἀφοῦ ἁγιάσθηκε ἀπό βρέφος, ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐλαβικούς, τόν Λέοντα καί τήν Φωτεινή, καί πιστούς μετά ἀπό τήν ἐπαγγελία. Καί ἐδόθηκε ἀπό αὐτούς ταυτόχρονα μέ τή γέννηση ὡς δῶρο στόν Θεό καί ἀφιερώθηκε στήν ἐκκλησία τῆς ᾿Επισκοπῆς Γοτθίας κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ ᾿Ισαύρου. ῞Οταν ὅμως ἔφθασε στό μέτρο τῆς πνευματικῆς καί σωματικῆς λικίας, καί ἔπρεπε αὐτός νά ἀνέλθει στό θρόνο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀφοῦ ἐψηφίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο λαό, ἀπεστάλη στήν ᾿Ιβέρια καί ἐχειροτονήθηκε ἀπό τόν ᾿Αρχιερέα πού ἦταν ἐκεῖ, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι στήν Κωνσταντινούπολη ἐπικρατοῦσε αἵρεση τῶν Εἰκονομάχων. Καί ἀφοῦ ἐπέστρεψε καί ἄριστα διαποίμανε τό ποίμνιό του, μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μετά τό θάνατο τοῦ ᾿Ισαύρου. Καί ἀφοῦ ἔγινε δεκτός ἀπό τή βασίλισσα Εἰρήνη, ἐπέστρεψε στό ποίμνιό του.
Παρέμεινε ἁπλός, ταπεινόφρων, φτωχός καί ἀφιλάργυρος, ἀδελφός τῶν ἱερέων, πατέρας τῶν λαϊκῶν του, ἀλλά κάποια αἱματηρή στάση ἀνάγκασε τόν καλό ποιμένα νά καταφύγει μέ πολλούς Χριστιανούς στήν ᾿Αμάστριδα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. ᾿Εκεῖ ἔμεινε ἐπί τέσσερα χρόνια καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, μή παύων νά ἐλεεῖ μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός μῶν Διονυσίου, ἀρχιεπισκόπου Σουζδαλίας.
῾Ο ῞Οσιος Διονύσιος ἐγεννήθηκε στή νότια Ρωσία στήν ἐπαρχία τοῦ Κιέβου, κατά τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ., ἦταν ἐρημίτης καί ἱδρυτής κοινοβίων, καθώς καί ἕνας ἀπό τούς πρωταγωνιστές τῆς μοναστικῆς ἀναγεννήσεως καί τῆς γενικῆς πολιτικῆς καί πολιτιστικῆς ἀφυπνίσεως στή Ρωσία τῆς ἐποχῆς του. ῞Οταν ἔγινε ᾿Επίσκοπος ὑπερασπίσθηκε μέ θάρρος τήν αὐτονομία τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία καί τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀπό τίς αἱρέσεις.
Σχετικά μέ τά πρῶτα του βήματα στό μοναχικό βίο συλλέγουμε τίς πληροφορίες ἀπό διάφορα ρωσικά χρονογραφήματα. ᾿Από αὐτά τά χρονογραφήματα συνθέτουμε τίς κύριες κατευθύνσεις τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας πού ἦταν στενότατα συνδεδεμένη μέ τίς πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἀνακατατάξεις τῆς ἐποχῆς του. Σημαντικές πληροφορίες γιά τήν ἀναγέννηση πού ἐπέφερε στόν μοναχισμό εἶναι, ἐπίσης, οἱ Βίοι τῶν μαθητῶν του. Σέ νεανική λικία ἔζησε ὡς ἀναχωρητής σέ μία σπηλιά κατά μῆκος τοῦ Βόλγα. ῾Η παρουσία σέ ἐκείνη τήν ἔρημο τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας στήν ὁποία ἀπεικονίζονταν καί οἱ ῞Οσιοι ᾿Αντώνιος καί Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Διονύσιος προερχόταν ἀπό τή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στίς ἀρχές τοῦ 1330 ἔκτισε σέ ἐκείνη τήν περιοχή τό μοναστήρι τῆς ᾿Αναλήψεως, ἀναδεικνυόμενος σέ ἱκανότατο γούμενο καί σοφότατο πνευματικό πατέρα.
Οἱ ἐπιδόσεις τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου στή σκληρή ἄσκηση καί οἱ γνώσεις του ἐπάνω στίς Γραφές προσελκύουν κοντά του ἕνα μεγάλο ἀριθμό νέων. Αὐτοί μέ τή σειρά τους, γύρω στό 1350, θά ἱδρύσουν πολλά κοινόβια μοναστήρια στίς περιοχές τοῦ Νόβγκοροντ καί τῆς Σουζδαλίας.
Τό 1371, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἐτέλεσε τή μοναχική κουρά τῆς πριγκίπισσας Βασίλισσας - Θεοδώρας, χήρας τοῦ πριγκίπα τοῦ Νίζνϊυ Νόβγκοροντ ᾿Ανδρέα Κωσταντίνοβιτς, ὁποία, ἀφοῦ ἐμοίρασε ὅλα της τά πλούτη, ἀποσύρθηκε στό μοναστήρι πού εἶχε κτίσει ἴδια στίς ὄχθες τοῦ Βόλγα. Τό παράδειγμά της ἀκολούθησαν καί ἄλλες εὐγενεῖς, ἀκολουθώντας τό μοναχικό τυπικό τό ὁποῖο εἶχε δώσει ὁ ῞Οσιος Διονύσιος στή Θεοδώρα.
Τό γεγονός ὅτι ὅλοι οἱ μαθητές τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου ἵδρυσαν κοινόβια μοναστήρια, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἀδελφότητα τῆς μονῆς πού ἵδρυσε ὁ ἴδιος στίς ἀρχές τοῦ 1335 ἦταν ἕνα ἀπό τά πρῶτα κοινόβια τῆς βόρειας Ρωσίας.
Στίς 19 Φεβρουαρίου 1374, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε ᾿Επίσκοπος τῆς Σουζδαλίας ἀπό τό Μητροπολίτη ᾿Αλέξιο, τοῦ ὁποίου τίς ἀπόψεις ἀκολούθησε σχετικά μέ τήν πολιτική ἑνοποίηση ὅλων τῶν πριγκίπων κάτω ἀπό τήν γεμονία τῆς Μόσχας.
῞Οταν ὁ Μητροπολίτης ᾿Αλέξιος ἐκοιμήθηκε († 1378), ὁ Διονύσιος μαζί μέ τόν ῞Οσιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί τόν ῞Οσιο Θεόδωρο τοῦ Σιμωνώφ, ἀντιτάχθηκαν μέ σκληρότητα ἐναντίον τῆς ἐκλογῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ στή χηρεύουσα Μητρόπολη. ῾Η δραστική εἰσήγηση τοῦ Διονυσίου στή Σύνοδο, τήν ὁποία συγκάλεσε ὁ πρίγκιπας τῆς Μόσχας Δημήτριος ᾿Ιβάνοβιτς, προκάλεσε τήν ὀπισθοχώρηση τοῦ τελευταίου ἀπό τήν ἀξίωσή του νά χειροτονήσει τόν ὑποψήφιό του στήν Μόσχα, πράγμα τό ὁποῖο θά ἦταν κανονικό ἀτόπημα καί θά ὑπαινισσόταν τήν ὶὸ ὺὰὴὦ῏ αὐτοκεφαλία τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Μιχαήλ ἐστάλθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νά χειροτονηθεῖ ἀπό τόν συναινετικό Πατριάρχη Μακάριο, ἐνῶ ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἐφυλακίσθηκε. Μέ τή διαμεσολάβηση τοῦ ῾Οσίου Σεργίου, ἐλευθερώθηκε δίνοντας τήν ὑπόσχεση πώς δέν θά ἐγκαταλείψει τή Ρωσία καί ἐγκαταστάθηκε στό Νόβγκορτ. ᾿Από ἐκεῖ ταξίδεψε στήν Κωνσταντινούπολη καί παρέστη στή Σύνοδο τοῦ 1380, ὅπου ὁ νέος Πατριάρχης Νεῖλος ἐχειροτόνησε ὡς νέο Μητροπολίτη Κιέβου καί τῆς Μεγάλης Ρωσίας τόν ἀρχιμανδρίτη Ποιμένα, ἕναν ἐκ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Δημητρίου πού συνόδευε τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδίου.
῾Ο ῞Οσιος Διονύσιος προκάλεσε τό θαυμασμό τῶν ῾Ελλήνων ᾿Επισκόπων ὄχι μόνο μέ τήν ἀσκητικότητά του, ἀλλά καί γιά τίς νηστεῖες του, γιά τίς ὁλονύκτιες προσευχές του καί γενικά γιά ὅλες τίς χάρες πού εἶχε ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Θαυμασμό προκαλοῦσε καί γνώση του ἐπάνω στά ῾Ιερά Κείμενα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. ῾Ο Πατριάρχης τόν ἀνύψωσε σέ ᾿Αρχιεπίσκοπο καί μέ τόν τρόπο αὐτό κατέστη ὁ δεύτερος στήν ἱεραρχία τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ῞Οσιος Διονύσιος παρέμεινε στή Βασιλεύουσα μέχρι τά τέλη τοῦ 1382. Τό 1381, ἀπέστειλε στή Ρωσία μέ τόν ῞Ελληνα μοναχό Μαλαχία τόν Φιλόσοφο δύο ἀντίγραφα τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς ῾Οδηγήτριας, προκειμένου νά τοποθετηθοῦν μία στό ναό τοῦ Σωτῆρος στό Νίζνϊυ Νόβγκοροντ καί ἄλλη στόν καθεδρικό ναό τῆς Σουζδαλίας.
Τήν 1η ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1383, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἦταν παρών στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ στάρετς Παύλου Βισόσκϊυ, πού ἦταν μαθητής του καί γιά τό χαμό τοῦ ὁποίου ἔκλαψε πολύ, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν διάφορες πηγές.
᾿Από ἐκεῖ ἐπῆγε στή Σουζδαλία καί στό Νόβγκοροντ, ἀπ᾿ ὅπου ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αλέξιος τόν ἔστειλε στό Πσκώφ. ᾿Εκεῖ ὁ ῞Οσιος Διονύσιος ἔστειλε στούς μοναχούς τῆς μονῆς Σνετογκόρσκϊυ μία ἐπιστολή σχετικά μέ τό τυπικό τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Τό σπουδαιότερο δέ πρόβλημα πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει στό Πσκώφ ὁ Διονύσιος ἦταν αἵρεση τῶν Στριγγολνίκων, οἱ ὁποῖοι, κατά τό πρότυπο τῶν Βογομόλων, ἀρνοῦνταν τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία ὡς ἀντικανονική, ἀρνοῦνταν τά Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας καί τό θρησκευτικό ἐνταφιασμό, ἐκτός ἀπό μία παράδοξη ὁμολογία πρός τή γῆ.
᾿Επιστρέφοντας ἀπό τό Πσκώφ, ὁ ῞Οσιος Διονύσιος εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τό μοναχικό κίνημα ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Ποιμένος. Προκειμένου νά τόν ἐξαναγκάσουν σέ παραίτηση, τόν ἐφυλάκισαν ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Μέ τήν παρέμβαση τοῦ ῾Οσίου Διονυσίου ἀποκαταστάθηκε στό θρόνο του καί πάλι.
Τό 1383, συνοδευόμενος ἀπό τόν Θεόδωρο Σιμωνόφσκι (ἀνιψιό τοῦ ῾Οσίου Σεργίου) ἐπιστρέφει στήν Κωνσταντινούπολη ὡς πρέσβης τοῦ μεγάλου πρίγκιπος Δημητρίου καί σύμφωνα μέ τά ρωσικά χρονογραφήματα, προήχθη σέ Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας. ῾Η ἀντικανονικότητα αὐτῆς τῆς ἐκλογῆς ὁδηγεῖ κάποιους στό συμπέρασμα ὅτι ἐπρόκειτο στήν πραγματικότητα γιά μία συμφωνία, κατά τήν ὁποία ὁ ῞Οσιος Διονύσιος θά ἀνελάμβανε τή διοίκηση μέχρι τή διευθέτηση τοῦ προβλήματος πού ὑπῆρχε μεταξύ τῶν Ποιμένος καί Κυπριανοῦ πού ἦσαν διεκδικητές τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου.
῾Ο ῞Οσιος Διονύσιος ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, δέν κατάφερε νά φθάσει στή Μόσχα, διότι περνώντας ἀπό τό Κίεβο συνελήφθη ἀπό τό Λιθουανό πρίγκιπα Βλαδίμηρο ᾿Ολγκέρδοβιτς καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἀπομονώσεως, ἐκοιμήθηκε στίς 15 ᾿Οκτωβρίου 1385. ᾿Ενταφιάσθηκε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου καί εἶχε ξεκινήσει τό μοναχικό του βίο.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ ῾Οσίου ἐχάθησαν μεταξύ τοῦ 1638 καί 1686. ῎Εχει τή φήμη τοῦ θαυματουργοῦ καί τό ὄνομά του εἶναι καταγεγραμμένο στή λίστα ὅλων τῶν ῾Αγίων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στό Συνοδικό τῆς μονῆς τῆς ᾿Αναλήψεως μνήμη τοῦ ῾Οσίου ἑορτάζεται στίς 26 ᾿Ιουνίου, ἀλλά καί στίς 15 ᾿Οκτωβρίου, μέρα τῆς κοιμήσεώς του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Δαβίδ, τοῦ ἐκ Κυδωνιῶν.
῾Ο ῞Αγιος ῾Οσιομάρτυς Δαβίδ καταγόταν ἀπό τίς Κυδωνίες (᾿Αϊβαλί) τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. Οἱ κάτοικοι τῶν Κυδωνιῶν εἶχαν ἀναπτύξει μιά ἰδιαίτερη σχέση μέ τό ῞Αγιον ῎Ορος, καθώς ὑπῆρχαν δύο ἁγιορείτικα μετόχια στήν πόλη τους, ἕνα τῆς μονῆς ᾿Ιβήρων καί ἕνα τῆς μονῆς Παντοκράτορος. ῎Ετσι, ὅταν ὁ Δαβίδ ἐγκατέλειψε τή γενέτειρά του, ἐπισκέφθηκε τό ῞Αγιον ῎Ορος καί διέμενε κοντά σέ κάποιον συμπατριώτη του, ἀδελφό τῆς Σκήτης τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη καί ὁ ἴδιος μοναχός.
῾Ο ῞Οσιος Δαβίδ κατά τή διάρκεια τῆς μοναχικῆς του πολιτείας, κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο, ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ γέροντός του, νά ἐπισκεφθεῖ τή Σμύρνη, γιά νά συλλέξει χρήματα γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐρειπωμένων ναῶν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί τῆς Θεοτόκου στό ῞Αγιον ῎Ορος. Μετά τήν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν στούς δύο ναούς, οἰκοδόμησε καί δύο δεξαμενές νεροῦ, καθώς καί μία σειρά κελιά γιά τούς προσκυνητές. Δέν παρέμεινε ὅμως ἄλλο στό ῞Αγιον ῎Ορος, ἀλλά φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου ἐπισκέφθηκε τή Μαγνησία, ὅπου προκάλεσε τούς Τούρκους, ὀνειδίζοντάς τους γιά τή θρησκεία τους. Αὐτοί τόν συνέλαβαν καί, ἀφοῦ τόν ἐξυλοκόπησαν ἄγρια, τόν ἀπέπεμψαν ἀπό τήν πόλη τους. ῎Ετσι, χωρίς νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του ἐπέστρεψε στή Σκήτη τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, ὅπου ἐξομολογήθηκε στό γέροντά του τό διακαή πόθο του γιά τό μαρτύριο. ῾Ο πνευματικός του, φοβούμενος γιά τήν ἔκβαση μιᾶς τέτοιας πράξεως, προσπάθησε νά τόν ἀποτρέψει, χωρίς ὅμως τελικά νά τό ἐπιτύχει. ῾Ο ῞Οσιος Δαβίδ ἐπισκέφθηκε στίς Καρυές τόν ᾿Επίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τήν εὐλογία γιά νά προχωρήσει στό μαρτύριο, καί κατόπιν ἦλθε στή Θεσσαλονίκη. ᾿Εκεῖ ἐπληροφορήθηκε τήν ἐξώμοση ἑνός μοναχοῦ ἀπό τή Βατοπαιδινή Σκήτη τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου. ῾Ο ῞Οσιος Δαβίδ τόν ἐπισκέφθηκε καί προσπάθησε νά τόν μεταπείσει· μάταια ὅμως, γιατί ὁ ἀρνησίθρησκος ἐπέμενε στήν πλάνη του. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐφρουροῦσαν τόν ἐξωμότη, συνέλαβαν τόν ῞Οσιο καί ἀφοῦ τόν ἐκτύπησαν, τόν παρέδωσαν στόν κριτή, γιά νά δικασθεῖ. ῾Ο κριτής, φοβούμενος μήπως ὁ ῞Οσιος Δαβίδ καταφέρει νά μεταπείσει τόν ἐξωμότη, διέταξε τήν ἄμεση θανάτωση τοῦ ῾Οσίου. Τήν ἴδια νύχτα λοιπόν, στίς 26 ᾿Ιουνίου τοῦ 1813, ὁ ῞Οσιος Δαβίδ ὁ Κυδωνιεύς εὑρῆκε μαρτυρικό θάνατο δι᾿ ἀπαγχονισμοῦ.
᾿Ιδιαίτερα τιμᾶται ὁ ῾Οσιομάρτυς Δαβίδ στή Σκήτη τῆς ῾Αγίας ῎Αννης τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου τῆς ῾Οδηγητρίας, ἐν Τιχβίν τῆς Ρωσίας.
῾Η ἱερή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τιχβίν ἐφυλασσόταν ἀρχικά στήν ᾿Αντιόχεια καί κατέληξε στήν Κωνσταντινούπολη, στήν ἐκκλησία τῶν Βλαχερνῶν. Τό 1383, τήν ἐποχή τοῦ πρίγκιπος Δημητρίου Ντονσκόϊ, ἐμφανίσθηκε μέσα σ᾿ ἕνα λαμπερό φῶς νά μεταφέρεται ἀπό ᾿Αγγέλους στή λίμνη ᾿Ονέγκα καί εὑρέθηκε ἀπό τούς κατοίκους τοῦ Τιχβίν σέ βαλτώδη περιοχή. ᾿Εκεῖ ἀνήγειραν, πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, ναό καί ἀργότερα ἵδρυσαν μονή. ᾿Ανάμεσα στά πολλά θαύματα τῆς εἰκόνος θεωρεῖται καί διάσωση τῆς πόλεως ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Σουηδῶν, τό 1613.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Νεάμτς τῆς Ρουμανίας.
῾Η ἱερή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Νεάμτς προσφέρθηκε ὡς δῶρο ἀπό τό βυζαντινό αὐτοκράτορα Μανουήλ Βύ Παλαιολόγο (1391-1425) στόν γεμόνα τῆς Μολδαβίας ᾿Αλέξανδρο τό 1399 καί τοποθετήθηκε στό μοναστήρι τοῦ Νεάμτς τῆς Ρουμανίας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τῶν ἑπτά Λιμνῶν, ἐν Καζάν τῆς Ρωσίας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ρωμαίας, ἐν Ρωσίᾳ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|