17 Μαΐου
† Μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων ᾿Ανδρονίκου καί ᾿Ιουνία.
(Βλ. † 4 ᾿Ιανουαρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Παμφαμῆρος, Παμφυλῶνος ἤ Παμφαλῶνος καί Σολόχωνος.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Παμφαμήρ, Παμφυλών ἤ Παμφαλών καί Σολόχων κατάγονταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). ῾Υπηρετώντας στό στρατό καί ἐνῶ εὑρισκόταν στή Χαλκηδόνα, κατόπιν διαταγῆς τοῦ αὐτοκράτορος νά ἀναζητηθοῦν οἱ Χριστιανοί στρατιῶτες, διετάχθησαν ὑπό τοῦ τριβούνου Καμπανοῦ νά θυσιάσουν ὅλοι στά εἴδωλα. ῞Ολοι συμμορφώθηκαν μέ τή διαταγή πλήν τῶν ἀνωτέρω ῾Αγίων, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά πράξουν τοῦτο, ὁμολογώντας τήν πίστη τους στόν Τριαδικό Θεό. ᾿Αμέσως συνελήφθησαν καί ὑπεβλήθησαν σέ φρικτά βασανιστήρια. Οἱ Μάρτυρες Παμφαμήρ καί Παμφυλών εὑρῆκαν μαρτυρικό θάνατο. ῾Ο Μάρτυς Σολόχων, ἀφοῦ ὑπέμεινε καί ἔλεγξε τόν Καμπανό γιά τήν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά του, διατρυπήθηκε μέ σιδερένιο ὄργανο ἀπό τό αὐτί μέχρι τόν ἐγκέφαλο. ᾿Από τό μαρτύριο αὐτό παρέμεινε ἄνευ αἰσθήσεων καί παράλυτος. ᾿Αφοῦ παραλήφθηκε ἀπό Χριστιανούς καί μεταφέρθηκε στήν οἰκία κάποιας εὐσεβοῦς χήρας, παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Θεό.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁλώσεως τῆς ῾Ιερουσαλήμ καί πυρπόλησις αὐτῆς ὑπό τῶν Περσῶν.
῾Η ᾿Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων ἐτελοῦσε κατά τήν μέρα αὐτή λειτουργική Σύναξη στό ναό τῆς ᾿Αναστάσεως, γιά τή θλιβερή ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς καί πυρπολήσεως τῆς ῾Αγίας Πόλεως ἀπό τούς Πέρσες τό 614 μ.Χ. Κατά τήν ἑορτή αὐτή ἐψάλλετο ἰδιαίτερη ᾿Ακολουθία, τῆς ὁποίας περιεσώθησαν Στιχηρά καί Κανόνας μέχρι τῆς ζύ ᾿Ωδῆς. Τήν ἅλωση τῆς ῾Ιερουσαλήμ ἀπό τούς Πέρσες περιέγραψε μέ λεπτομέρειες ὁ σύγχρονος αὐτῆς ἁγιοσαββίτης μοναχός ᾿Αντίοχος Στρατήγιος.
῾Η ἐπίθεση τῶν Περσῶν κατά τῆς ῾Ιερουσαλήμ ἄρχισε στίς 15 ᾿Απριλίου. Οἱ ἐχθροί εἰσέβαλαν στήν πόλη, ὅπως τά ἐξαγριωμένα ἄγρια κτήνη. Οἱ Χριστιανοί κατέφυγαν σέ σπήλαια, τάφρους, δεξαμενές καί ναούς, προκειμένου νά σωθοῦν. Οἱ κατακτητές δέν ἔδειξαν οἶκτο. Δέν ἐσεβάσθησαν οὔτε ἄνδρες, οὔτε γυναῖκες, οὔτε παιδιά, οὔτε βρέφη, οὔτε νέους, οὔτε γέροντες, οὔτε μοναχούς, οὔτε κληρικούς153. ῾Ο Βασιλέας τῶν Περσῶν Χοσρόης βοηθούμενος ἀπό 20.000 ᾿Ιουδαίους ἐξάλειψε κάθε χριστιανικό οἰκοδόμημα καί 80.000 Χριστιανοί ἐμαρτύρησαν. Τότε μεταφέρθηκε στήν Περσία αἰχμάλωτος ὁ Πατριάρχης καί ὁ Τίμιος Σταυρός. ᾿Αλλά μέ τήν ἀναχώρηση τοῦ Χοσρόη φαίνεται ὅτι ὁ Περσικός ζυγός δέν συνέχισε νά εἶναι σκληρός, διότι ὁ ᾿Επίσκοπος Μόδεστος, πού ἀντικατέστησε πρόσκαιρα τόν Πατριάρχη, κατόρθωσε νά ἀνοικοδομήσει ἔστω καί πρόχειρα τό ναό τῆς ᾿Αναστάσεως καί ἄλλους ναούς.
† Τῇ αὐτῆ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μητρός ἠμῶν Εὐδοκίας.
(Βλ. † 7 ᾿Ιουλίου).
† Τῇ αὐτῆ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ρεστιτούτης.
῾Η ῾Αγία Μάρτυς Ρεστιτούτα ἐμαρτύρησε στήν Καρθαγένη ἐπί αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ τό 255 μ.Χ. ἤ ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ τό 304 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῆ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ᾿Ανδρίου, Βίκτωρος καί Βασίλλας.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες ῎Ανδριος, Βίκτωρ καί Βασίλλα ἐμαρτύρησαν στήν ᾿Αλεξάνδρεια ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἤ τούς αἱρετικούς ᾿Αρειανούς. ῾Ο χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους εἶναι ἄγνωστος.
† Τῇ αὐτῆ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ᾿Εραδίου, Παύλου, ᾿Ακυλίνου καί τῶν σύν αὐτοῖς.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες ᾿Εράδιος, Παῦλος καί ᾿Ακυλίνος ἐμαρτύρησαν τό 303 μ.Χ., μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς στήν πόλη Νυόν, κοντά στή λίμνη τῆς Γενεύης, ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδωρήτου.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Θεοδώρητος ἦταν πρεσβύτερος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αντιοχείας καί ἐμαρτύρησε κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ ᾿Ιουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῆ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Ματρώνου, τοῦ ἐκ Κορνουάλλης.
῾Ο ῞Οσιος Ματρῶνος καταγόταν ἀπό τήν Κορνουάλλη καί ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 545 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῆ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Μαϊδούλφου, τοῦ ἐξ ᾿Αγγλίας.
῾Ο ῞Οσιος Μαϊδοῦλφος καταγόταν ἀπό τήν ᾿Αγγλία καί ἔζησε ὡς ἐρημίτης. ᾿Αφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά στή χώρα του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στό Μαλμέσμπουρυ τό 673 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἠμῶν Νεκταρίου καί Θεοφάνους, τῶν ᾿Αψαράδων.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν γέννημα καί θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν ᾿Αψαράδων στά ᾿Ιωάννινα, ἕναν οἶκο πού διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τῆς ᾿Ηπειρωτικῆς πρωτεύουσας.
᾿Αρχικά τό ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς ᾿Οψαρᾶς154 καί σημαίνει τόν ἰχθυοπώλη, ἀπό τό ὄψον-ὀψάριον-ψάρι155. ᾿Από τή διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαρᾶς] κατά φωνητική ἀλλοίωση προῆλθε τό [ἀψαρᾶς] καί ἐξ αὐτοῦ καί τό ἐπώνυμο ᾿Αψαρᾶς. ᾿Αργότερα ἀπό τό ὀψαρᾶς προῆλθε τό ὁ ψαρᾶς.
῎Εντονη εἶναι παρουσία καί ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν ᾿Αψαράδων στά πολιτικά πράγματα τῆς ᾿Ηπείρου, κατά τή διάρκεια τῆς ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (1366-7/1384). ᾿Αναφέρεται ὁ Μιχαήλ ᾿Αψαρᾶς «ἄνδρας ἐπίβουλος, καταδότης καί φαῦλος», τόν ὁποῖο ἐτίμησε γιά τίς ὑπηρεσίες του ὁ τύραννος μέ τό ἀξίωμα τοῦ πρωτοβεστιάριου. Μετά τή δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαήλ ᾿Αψαρᾶς συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καί κατόπιν ἐξορίζεται. ᾿Αντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος ᾿Αψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπό τή χήρα τοῦ δυνάστου Μαρία ᾿Αγγελίνα Παλαιολογίνα καί «...ἐντίμως τόν ἀποστάτην θάπτουσι καί τόν ἀδελφόν αὐτῆς τόν βασιλέα ᾿Ιωάσαφ εἰσφέρουσιν...».
Οἱ δύο ῞Οσιοι ἐγεννήθησαν στά ᾿Ιωάννινα, στά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ ἴδιοι ξεκινοῦν τήν αὐτοβιογραφία τους ἀπό τή στιγμή πού ἀφιερώθηκαν στόν Θεό, χωρίς νά κάνουν καμία μνεία γιά τήν ἀρχοντική καταγωγή τους, τήν ἀνατροφή, τή μόρφωση καί τήν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καί οἱ τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τό μοναχικό σχῆμα καί κατοικοῦσαν σέ κάποιο κελλί κοντά στό χωριό τοῦ νησιοῦ. Τό ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν ῾Οσίων πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή156.
Οἱ δύο αὐτοί ἀδελφοί Νεκτάριος καί Θεοφάνης, οἱ ᾿Αψαράδες, ἔλαβαν μιά ἀξιόλογη γιά τήν ἐποχή τους παιδεία στήν περίφημη μονή τῶν Φιλανθρωπηνῶν ἐπί γουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνοῦ. ῞Ομως, τά πλούτη, δόξα, ἱκανή μόρφωση ἐστάθηκαν ἀδύνατα νά νικήσουν τή θεϊκή τους ἀγάπη. Σέ πολύ νεαρή λικία, οἰστρηλατημένοι ἀπό τό θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στό μοναχισμό ξεκινώντας ἀπό τήν ᾿Ηπειρωτική πρωτεύουσα καί δικαιώνοντας τό χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τό ἱερό μοναχικό σχῆμα περιεβλήθησαν κατά τό 1495 ἀπό κάποιον ῞Οσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο († 3 Φεβρουαρίου). Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στό ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Νήσου τῶν ᾿Ιωαννίνων μέχρι τήν κοίμησή του, στίς 9 ᾿Απριλίου 1505, συλλέγοντας τούς καρπούς τῆς συχαστικῆς ζωῆς.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀνεχώρησαν γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν ἀστείρευτη πηγή τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιά νά ἀντλήσουν νέα στηρίγματα γιά τήν κατοπινή τους μοναχική πορεία. Στό «περιβόλι τῆς Παναγίας» ἔγιναν δεκτοί ἀπό τόν πρώην οἰκουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα Βύ, ὁ ὁποῖος ἐμόναζε στή μονή Διονυσίου μετά ἀπό τήν τρίτη ἐκλογή του τό 1502.
Κατά τό διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στή μονή Διονυσίου ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν ἁγιασμένο καί φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή, Πατριάρχη Νήφωνα, «ὅρο καί κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως». ᾿Αφοῦ μέ τή διδασκαλία του ἐκπλήρωσε τίς ἐπιθυμίες τους καί μέ τήν ἀγαθή καρδιά του τούς ὅπλισε μέ τά ἀπαραίτητα ἐφόδια γιά τήν πνευματική τους σωτηρία, τούς συμβούλεψε νά ἐπιστρέψουν στό κελλί τῆς μετανοίας τους, συνεχίζοντας ἐκεῖ τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες τους.
῾Υπακούοντας στίς παραινέσεις καί στίς ἐντολές τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος, πού ἐστάθηκε γι᾿ αὐτούς δεύτερος πνευματικός πατέρας, καί μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι δέν θά παρέκκλιναν ἀπ᾿ ὅσα τούς παρήγγειλε, ἐγύρισαν στό κελλί τους, στό νησί τῶν ᾿Ιωαννίνων.
᾿Επειδή ὅμως τό εὑρῆκαν κατειλημμένο ἀπό κάποιους κοσμικούς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καί κτιτορικά δικαιώματα ἐπάνω του, ἀναγκάστηκαν νά τό ἐγκαταλείψουν γιά δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στά ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου εὑρῆκαν, κατά τήν ἐπιθυμία τους, τόπο κατάλληλο γιά συχία καί ἄσκηση, κοντά σέ κάποιο ἄλλο μισοερειπωμένο καί ἔρημο συχαστήριο, ἀφιερωμένο στόν ῞Αγιο Παντελεήμονα. Αὐτό ἦταν κτισμένο σέ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπό τή λίμνη, ὅπου τά νερά της εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στήν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μιά πελώρια «Γούβα», ὅπως τοπικά ὀνομαζόταν.
Πρίν πολλά χρόνια εἶχε ἁγιάσει στόν τόπο αὐτό ἕνας περίφημος γιά τήν ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ ᾿Αντώνιος. Δέκα ὀκτώ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος στό κελλί καί εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν πολλή του καθαρότητα μέ διορατικό χάρισμα.
Εὐθύς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Μητροπολίτη ᾿Ιωαννίνων τήν εὐλογία του καί τήν ἔγγραφη ἄδειά του γιά τήν ἀνέγερση νέου συχαστηρίου. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια ἐζήτησαν καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Αύ (1503-1504, 1504-1513). ᾿Εκεῖνος μέ ἰδιόγραφο πατριαρχικό γράμμα του ἐστήριξε τίς προσπάθειές τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μέ τή διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καί ὁ Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δέν θά τούς ἐμπόδιζε στό θεάρεστο ἔργο τους.
᾿Αφοῦ ἐξασφάλισαν τήν ἀπαιτούμενη ἄδεια καί ἔγκριση, προχώρησαν ἀμέσως στήν ἀνέγερση ναοῦ καί στό κτίσιμο κελλιῶν. ῾Η κτιτορική δημιουργία στήν πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καί κοπιαστικός ἀγώνας. ῞Ολη τήν μέρα οἱ ῞Οσιοι ἐδούλευαν νά κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ βράχου, νά γεμίσουν μέ χῶμα καί πέτρες τή γούβα, γιά νά ἀρχίσουν κατόπιν τό κτίσιμο. Τελικά κατά τό 1506/1507 ἀνήγειραν μέ προσωπικά τους ἔξοδα τό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί μαζί μ᾿ αὐτόν, σέ σύντομο χρονικό διάστημα, ἐπερατώθηκε καί ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καί τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων οἰκοδομῶν.
Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἑνός ἀκόμα μοναστηριοῦ. Μετά τήν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό νησί, ἀνήγειραν γιά τίς ἀδελφές τους καί τούς γονεῖς τους τό μοναστικό συχαστήριο τοῦ ῾Αγίου Νικολάου στό Λεπενό.
῾Η ἱερά μονή ῾Αγίου Νικολάου Λεπενοῦ μέ τή διαθήκη τῶν κτιτόρων ἐκληροδοτήθηκε στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ. Αὐτήν τήν ἐχρησιμοποιοῦσε ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. ὡς Μετόχι καί ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, πού ἐφρόντιζαν τά κτήματα τῶν ᾿Αψαράδων στήν Οὐσδίνα.
῾Η πορεία τους συνεχίσθηκε μέ δοκιμασίες. ῾Η τελευταία ἐπίθεση ἐναντίον τους ἦταν πιό ἐπώδυνη. Τά βέλη δέν προέρχονταν ἀπό τούς ἀλλόπιστους Τούρκους, ἀλλά ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους τούς ἐκκλησιαστικούς καί κοσμικούς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιά λόγους τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στήν αὐτοβιογραφία τους, δέν ἠθέλησαν νά κοινοποιήσουν.
Βλέποντας λοιπόν ὅλη αὐτή τή δοκιμασία, τόν πόλεμο καί τήν κακία τῶν ἐχθρῶν νά αὐξάνεται ἦλθε στό νοῦ τους συμβουλή τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους, τοῦ ῾Αγίου Νήφωνος, πού προορατικά τούς εἶχε πεῖ· «῞Οταν καταλάβῃ ὑμᾶς πειρασμός, μή ἀντιστῆτε αὐτῷ, ἀλλά ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καί εἰρηνεύσετε».
Πράγματι μετά ἀπό τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς στους στά ᾿Ιωάννινα ἐγκατέλειψαν ὁριστικά πιά τή νεόκτιστη μονή τους καί μετέβησαν κατά τό 1510/11 στούς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τή νέα ἑστία γιά τήν ἀσκητική τους τελείωση.
Τούς ἐδόθηκε ἀπό τούς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στύλος τοῦ ἱεροῦ Προδρόμου, ὅπου καί παρέμειναν γιά ἑπτά χρόνια.
῾Η στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καί τό ἀνθυγιεινό κλίμα ἀπό τούς δυνατούς ἀνέμους δέν τούς ἐπέτρεψε νά παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτό καί ἐστράφησαν στήν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου. ᾿Από τό πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τούς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας πλατύς καί εὐάερος λίθος, συχαστικός καί ἀρκετά εὐρύχωρος, κατάλληλος γιά κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. ῾Η ἐπωνυμία αὐτή ἦταν παρμένη ἀπό τόν πρῶτο ἐρημίτη-οἰκιστή, πού ἐσκαρφάλωσε καί ἐγκαταβίωσε στήν ἀπάτητη αὐτή κορυφή.
Στό βράχο λοιπόν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικά ἔρημος καί ἀκατοίκητος πρίν ἀπό πολλά χρόνια, οἱ δύο ῞Οσιοι ἀνέβηκαν καί ἐγκαταστάθηκαν μέ τήν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καί τοῦ τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τόν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1517/18.
᾿Αμέσως μετά τήν ἀνάβασή τους στό βράχο ἄρχισαν τίς οἰκοδομικές τους ἐργασίες, γιατί δέν σώζονταν τίποτε ἀπό τά παλαιότερα κτίσματα. ᾿Αφοῦ ἔκτισαν μερικά πρόχειρα κελλιά γιά κατοίκηση, πρώτη τους δουλειά ἦταν νά ἀνεγείρουν τόν τέλεια ἐρειπωμένο ναό. ᾿Από τό παλαιό ἐκκλησάκι, πού ὁ ἐρημίτης Βαρλαάμ εἶχε ἀφιερώσει στούς ῾Αγίους Τρεῖς ῾Ιεράρχες, ἐσώζοντο μόνο μερικά ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπό τό ῞Αγιο Βῆμα, πού ἐξυπηρετοῦσαν τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιά ἀρκετό καιρό.
Γι᾿ αὐτό, μέ ἀνεξάντλητους σωματικούς κόπους καί ταλαιπωρίες, μέ τήν ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν ῾Οσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καί Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μαζί τους, καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, προχώρησαν στήν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.
Γιά περισσότερα ἀπό τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη ἐφύλαξαν τήν ἀκολουθία τῶν θείων ὕμνων καί προσευχῶν, τήν ὁλονύκτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν, καθώς καί κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἤ καί μνήμης μεγάλου ῾Αγίου, ἐνῶ κατά τίς ὑπόλοιπες μέρες τῆς ἑβδομάδος τό ἥμισυ τῆς νυκτός τό εἶχαν ἀφιερώσει στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. ῾Η δέ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν ὑπερβολικά ἀσκητική καί ἀδιάπτωτη.
Τό 1542 ἐθεμελίωσαν τό ναό τῶν ῾Αγίων Πάντων. Στίς 17 Μαΐου τοῦ 1544 μέρα Σάββατο, τήν ἐνάτη βυζαντινή ὥρα ὁ ναός τῶν ῾Αγίων Πάντων ὁλοκληρώθηκε.
᾿Εν τῷ μεταξύ, ὁ ῞Οσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενής στό κρεβάτι καί ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἀσθένειά του εὑρισκόταν στά πρόθυρα τοῦ θανάτου του. Καί, ἐνῶ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοί καί πατέρες γύρω του ἔκλαιγαν καί ἐθρηνοῦσαν καί μέ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τόν κατανυκτικό Παρακλητικό Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ξαφνικά ἕνα ὑπέρλαμπρο καί διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπό τό κελλί τοῦ ῾Οσίου καταλάμποντάς το μέ ὑπερκόσμιο φῶς! Μέ τή δύση τοῦ λίου ψυχή τοῦ ῾Οσίου Θεοφάνους μετέστη στίς αἰώνιες μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καί τό ὑπερφυσικό ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης δόξας πού τόν περίμενε στήν οὐράνια πολιτεία. ῞Εξι χρόνια ἀργότερα, δεύτερη μέρα τῆς Διακαινησίμου, στίς 7 ᾿Απριλίου τοῦ 1550, ἀναπαύθηκε καί ὁ ῞Οσιος Νεκτάριος. ῾Ο τάφος τους καί τά ἅγια λείψανά τους, τό δεξί χέρι τοῦ ῾Οσίου Νεκταρίου καί τό ἀριστερό χέρι τοῦ ῾Οσίου Θεοφάνους μέ ἄφθαρτο τό δέρμα ἐπί τῶν ἁγίων ὀστῶν τους, ἀποτελοῦν πηγή δυνάμεως γιά τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς καί τούς εὐλαβεῖς προσκυνητές.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Νικολάου, τοῦ ἐκ Σόφιας.
῾Ο ῞Αγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπό τή Βουλγαρία καί ἐμαρτύρησε τό 1555.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου, ἐκ Μετσόβου καί ἐν Τρικάλοις ἀθλήσαντος.
῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ἐγεννήθηκε στό Μέτσοβο ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Νέος στήν λικία ἀναχώρησε γιά τά Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σέ ἀρτοπωλεῖο. ᾿Εκεῖ μέ δόλο τόν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καί ἀρνήθηκε τήν πίστη του. Γρήγορα ὅμως συναισθάνθηκε τό ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καί ἐπέστρεψε στό Μέτσοβο, ὅπου ἐζοῦσε αὐστηρή χριστιανική ζωή. Κάποτε ἦλθε στά Τρίκαλα, γιά νά πουλήσει κάποια προϊόντα του καί κάποιος Τοῦρκος τόν ἀναγνώρισε καί τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά τόν προδώσει. ῾Ο Νικόλαος, γιά νά ἐξασφαλίσει τή σιωπή του, τοῦ παρέδωσε ὅλο τό φορτίο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι κάθε χρόνο θά τοῦ φέρνει το ἴδιο φορτίο. Μετανόησε ὅμως γι᾿ αὐτή του τή συμπεριφορά, ἐξομολογήθηκε σέ κάποιο πνευματικό καί ἄρχισε νά ἐπιζητᾶ τό μαρτύριο. Γι᾿ αὐτό τήν ἑπόμενη χρονιά πού ἦλθε στά Τρίκαλα, δέν ἔφερε στόν Τοῦρκο τό φορτίο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ. ᾿Οργισμένος ὁ Τοῦρκος τόν κατήγγειλε καί ὁ Νικόλαος ὁδηγήθηκε στόν κριτή, ὅπου μέ θάρρος καί σθένος ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. ῞Οταν ὁ κριτής κατάλαβε ὅτι οὔτε μέ κολακεῖες, οὔτε μέ ἀπειλές μποροῦσε νά τόν μεταπείσει, διέταξε νά βασανισθεῖ σκληρά καί νά τόν ρίξουν στή φυλακή, ὅπου καρτερικά ὑπέμεινε τό μαρτύριο τῆς πείνας καί τῆς δίψας. ῞Οταν γιά δεύτερη φορά ὁδηγήθηκε στήν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος στήν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τόν ἔκαψαν ζωντανό τό 1617. Τήν τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος ἀγόρασε ἀντί μεγάλης ἀμοιβῆς κάποιος Χριστιανός κεραμέας καί τήν ἐδώρισε μετά ἀπό χρόνια στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Αθανασίου, ἀρχιεπισκόπου Χριστιανουπόλεως.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος ἐγεννήθηκε στήν Καρύταινα τῆς Γορτυνίας περί τό 1640 καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν ᾿Αναστάσιος Κορφηνός. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν ᾿Ανδρέας καί Εὐφροσύνη καί εἶχαν ἀκόμη τρία τέκνα. ῾Υποθέτουμε πώς τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στή γενέτειρά του καί στή συνέχεια μᾶλλον ἐφοίτησε στήν περίφημη σχολή τῆς μονῆς Φιλοσόφου καί ἀργότερα, ὡς κληρικός, στήν Κωνσταντινούπολη.
῞Οταν ὁ ᾿Αναστάσιος εὑρισκόταν σέ λικία γάμου, οἱ γονεῖς του παρά τήν ἐπιθυμία του νά ἀκολουθήσει τή μοναχική πολιτεία, ἐπέμεναν νά τόν νυμφεύσουν. ῾Ο πατέρας του μάλιστα, χωρίς κἄν νά ἔχει τή σύμφωνη γνώμη τοῦ υἱοῦ του, τόν ἀρραβώνιασε στήν Πάτρα μέ τή θυγατέρα ἑνός πλούσιου ἄρχοντος καί στή συνέχεια τόν ἔστειλε στό Ναύπλιο νά προμηθευθεῖ τά γαμήλια πράγματα. ῾Ο ᾿Αναστάσιος ὑπάκουσε στήν πατρική ἐντολή καί ἐξεκίνησε γιά τό Ναύπλιο. Στό δρόμο του ἐπέρασε καί ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στό Βιδόνι, κοντά στό χωριό Σύρνα, καί ἐζήτησε τή θεία φώτιση.
Στό Ναύπλιο, ἀφοῦ ἀγόρασε ὅ,τι ἔπρεπε, ἐπῆρε τή μεγάλη ἀπόφαση. ᾿Αναφέρεται πώς τήν προηγούμενη νύχτα τῆς προγραμματισμένης ἀναχωρήσεώς του γιά τήν Καρύταινα, ἐνῶ ἐβασανιζόταν ἀπό τούς λογισμούς τί νά πράξει, εἶδε στόν ὕπνο του τήν Παναγία μαζί μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο, ὁποία ἀποκαλώντας τον μέ τό ὄνομα πού ἐπρόκειτο νά λάβει ἀργότερα ὡς μοναχός, τοῦ εἶπε, σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τοῦ πρώτου βιογράφου του· «Σκεῦος ἐκλογῆς καί ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νά γίνεις, ᾿Αθανάσιε. ᾿Απέστειλε, λοιπόν, τούς δούλους μέ τά νυμφικά ἱμάτια πρός τόν πατέρα σου καί κόρη ἄς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. ᾿Εσύ δέ νά πορευθεῖς στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά λάβεις ὅ,τι ὁ Υἱός καί Θεός μου εὐδόκησε»157. ῎Ετσι καί ἔγινε. ῾Ο ᾿Αθανάσιος ἀπέστειλε πίσω τούς δούλους καί ἀνεχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα ᾿Αθανάσιος, ἐχειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος καί πρεσβύτερος.
᾿Επί τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ᾿Ιακώβου158 ὁ ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης ᾿Αρκαδίας, σέ διαδοχή τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, πού μέ βάση σωζόμενα ἔγγραφα ἀρχιεράτευσε στήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπαρχία ἀπό τό 1645 ὥς τό 1673 τουλάχιστον. ῾Ως χρόνο τῆς χειροτονίας του πρέπει νά ὑποθέσουμε τό ἀργότερο τά τέλη τοῦ 1680 ἤ τίς ἀρχές τοῦ 1681, γιατί γιά πρώτη φορά ἀπαντᾶται τόν ᾿Απρίλιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ὅταν ὑπογράφει ὡς μέλος τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολη ἀφοριστικό γράμμα πρός τόν Μητροπολίτη Εὐρίπου καί ᾿Επίτροπο Μελενίκου.
῾Ως πρός τήν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, ὁ τίτλος «Χριστιανουπόλεως» ὁδηγεῖ στή Χριστιανούπολη, τό σημερινό χωριό Χριστιάνοι. Οὐσιαστική ὅμως ἕδρα τῆς Μητροπόλεως πρέπει νά θεωρήσουμε μέ ἀσφάλεια τήν πόλη τῆς Κυπαρισσίας.
῾Η κατάσταση τῆς ἐπαρχίας τοῦ ῾Αγίου ἦταν οἰκονομικά, ἐκκλησιαστικά καί ἠθικά ἀπελπιστική. ῞Οσο ὑπῆρχε στήν Πελοπόννησο Τουρκική κατάσταση, θέση τῶν Χριστιανῶν ἀπό οἰκονομική πλευρά ἦταν δεινή. ῾Η θρησκευτική κατάσταση, παρά τήν εὐεργετική δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καί τῆς σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καί ὅποιων ἄλλων, δέν διέφερε καί πολύ, τά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑπόδουλης χώρας.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τόν ἀγώνα προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τά διάφορα προβλήματα καί νά βελτιώσει τήν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του ἦταν ἐξεύρεση κατάλληλων νέων γιά τό ἱερατικό ἀξίωμα. Προκειμένου νά πετύχει τό στόχο του ὁ ῞Αγιος σύστησε σχολεῖα γιά τή στοιχειώδη λειτουργική καί λοιπή ἐκπαίδευση τῶν ὑποψηφίων καί παράλληλα παραιτήθηκε ἀπό κάθε συνηθιζόμενη τότε οἰκονομική προσφορά, πού ἐδινόταν ἐκ μέρους τους στόν ᾿Αρχιερέα γιά τή συντήρηση τοῦ ἰδίου καί τῆς ᾿Επισκοπῆς. Πιστεύοντας ὁ ῞Αγιος πώς ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ ἱερός θεσμός, πού διατηρεῖ τή γνήσια πίστη στόν Χριστό, καί ὁ συνεκτικός κρίκος, πού ἑνώνει τούς ὑπόδουλους ῞Ελληνες καί συντηρεῖ τήν ἐθνική συνείδηση, καί ἀκόμα πώς οἱ ἐκκλησίες εἶναι τό κέντρο ἀναφορᾶς καί τό σημεῖο συναντήσεως καί κοινωνίας τῶν δύστυχων ῾Ελλήνων, ἐφρόντισε γιά τήν ἐπισκευή καί συντήρησή τους, ὅσο βέβαια αὐτό ἦταν ἐφικτό καί ἀπό οἰκονομική πλευρά καί ἀπό τήν πλευρά χορηγήσεως ἀδείας ἀπό τούς Τούρκους. ῾Ο ῞Αγιος ἐνδιαφέρθηκε καί γιά τά μοναστήρια, τίς ἱερές αὐτές ἑστίες τῆς σωτηρίας, τά κέντρα φωτισμοῦ καί φιλανθρωπίας, πού πρωτοστάτησαν στόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Πρός τό ποίμνιό του ὁ ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος ἐστάθηκε ἀληθινός ᾿Επίσκοπος καί μιμητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μονάχα γιά τούς τόπους λατρείας, ἀλλά καί γιά τή διακονία τοῦ λαοῦ του, προκειμένου νά τόν ἀνακουφίσει ἀπό τά καθημερινά δεινά τῆς ζωῆς καί τῆς δουλείας. ῾Η ἀγάπη του πρός τά ὀρφανά, τίς χῆρες, τούς ἀνήμπορους γέροντες, τούς διωκόμενους καί ἀδικούμενους ἦταν μοναδική.
῾Ο Τριαδικός Θεός παρέσχε στόν ῞Αγιο «μισθό» καί τόν ἀξίωσε ἤδη ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή του ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή του νά ἐπιτελεῖ σημεῖα καί θαύματα. ᾿Αναφέρεται πώς, ὅταν ὁ ῞Αγιος ἐλειτουργοῦσε, τή στιγμή πού ἔβγαινε στήν ῾Ωραία Πύλη νά πεῖ τό «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί ἴδε...», οἱ πιστοί ἔβλεπαν μπροστά στό στόμα του ἕνα φεγγοβόλο ἀστέρι.
῎Ετσι, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιό του καί διακόνησε τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος ἐκοιμήθηκε μετά ἀπό ὀλιγοήμερη ἀσθένεια τό 1707 ἤ τό 1708. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1710-1713 ἔγινε ἐκταφή του καί τό ἱερό λείψανο εὑρέθηκε στό μεγαλύτερο μέρος του ἀδιάλυτο καί μυροβόλο159.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ελεαζάρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ελεάζαρος ἤ Λάζαρος ἔζησε κατά τό 18ο αἰῶνα μ.Χ. στή Ρωσία καί καταγόταν ἀπό τό χωριό Βαζέν. ᾿Εμαρτύρησε γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κοντά στήν περιοχή τοῦ ῎Ολονετς.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ιωνᾶ, τῆς ᾿Οδησσοῦ.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωνᾶς Μωϋσέεβιτς ᾿Αταμάνσκϊυ ἐγεννήθηκε στήν ᾿Οδησσό στίς 14 Σεπτεμβρίου 1855. ῾Ο πατέρας του ὀνομαζόταν Μωυσῆς καί ἦταν διάκονος καί μητέρα του Γλυκερία. ᾿Απέθαναν ὅμως ἐνωρίς καί ἄφησαν ὀρφανό τόν ῞Οσιο σέ μικρή λικία, ὁ ὁποῖος καθημερινά, νύχτα καί μέρα, ἐπερνοῦσε τό χρόνο του προσευχόμενος στούς τάφους τῶν γονέων τους. Τήν κηδεμονία τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε ὁ θεῖος του. ῾Ο ῞Οσιος ἐπρόκοπτε στήν ἀρετή, τήν εὐσέβεια καί τή μόρφωση. ῾Ο θεῖος ζῆλος ἐφούντωνε μέσα στήν καρδιά του. ῎Ετσι τό 1884 ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί τό 1886 πρεσβύτερος. Διακόνησε τήν ᾿Εκκλησία στήν ἀρχή ὡς ἐφημέριος σέ χωριό καί ἀργότερα, ἀπό τό 1897, στό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς ᾿Οδησσοῦ.
῾Η ποιμαντική του δράση ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη. Οἱ φτωχοί καί οἱ ἄποροι εὕρισκαν καταφύγιο κοντά του. ῾Ο ῞Οσιος τούς ἐδίδασκε μέ τή λειτουργική του ζωή καί τά φλογερά κηρύγματά του. ῾Η ἐκκλησιαστική του κοινότητα ἦταν παρόμοια μέ αὐτή τῆς ᾿Αρχαίας ᾿Εκκλησίας καί ἀναγνώριζε στό πρόσωπο τοῦ ῾Οσίου τόν ἄνθρωπο τῆς εἰρήνης καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
῾Η εὐεργετική ποιμαντική δράση τοῦ ῾Οσίου ἐφάνηκε περισσότερο κατά τή διάρκεια τοῦ Ρωσο-ἰαπωνικοῦ πολέμου, τό 1905, κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917 καί στά χρόνια τοῦ διωγμοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ῞Οσιος ἐσυνέχισε χωρίς φόβο τή διακονία του μέ πίστη πρός τόν Θεό καί ἀγάπη πρός τό λαό. ῾Ο ῞Αγιος Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. ῎Ετσι πολλοί συνέρρεαν πρός αὐτόν, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του καί νά θεραπευθοῦν ἀπό τά σωματικά καί ψυχικά νοσήματά τους.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωνᾶς ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1924 καί κανονική πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε τό 1995. Τό 1996 τά ἱερά λείψανά του μετακομίσθηκαν στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς ᾿Οδησσοῦ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἠμῶν Εὐφροσύνης, τῆς ἐν Μόσχᾳ.
(Βλ. † 7 ᾿Ιουλίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Αδριανοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
(Βλ. † 26 Αὐγούστου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|