27 Μαΐου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ῾Ελλαδίου.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν καί πότε ἄθλησε ὁ ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς ῾Ελλάδιος. ᾿Αφοῦ διέπρεψε στήν ἀρετή καί τήν εὐσέβεια, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κατέστη ᾿Επίσκοπος. Γιά τήν ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ δράση του συνελήφθη, καί, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ὑποβλήθηκε σέ σειρά σκληρῶν βασανιστηρίων. ᾿Ερίχθηκε στήν πυρά, ἀλλά μέ τή Θεία Δύναμη ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μέ τά θαυμάσια αὐτά γεγονότα ἔγινε πρόξενος, ὥστε πολλοί τῶν παρισταμένων εἰδωλολατρῶν νά προσέλθουν στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἀφοῦ ἐδάρη σκληρά μέ ράβδους καί γροθιές, παρέδωσε τό πνεῦμα καί περιεβλήθηκε τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεράποντος.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Θεράπων καταγόταν ἀπό τίς Σάρδεις καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τῶν διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν. Λόγῳ τῶν ἀρετῶν, τοῦ ἔνθεου ζήλου, τῶν φιλάνθρωπων αἰσθημάτων καί τῆς φωτισμένης διδασκαλίας του, ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος Σάρδεων. Διαβλήθηκε γιά τή χριστιανική δράση του, συνελήφθη ἀπό τόν ἄρχοντα τῶν Σάρδεων Οὐαλεριανό, ἀρνήθηκε δέ νά ἀποκηρύξει τήν πατρώα εὐσέβεια, ἀφοῦ ἐβασανίσθηκε σκληρά, καί μεταφέρθηκε δέσμιος στή Συναό καί ἀκολούθως στήν ῎Αγκυρα, ὅπου κοντά στόν ποταμό ᾿Ατσαλῆ ὑποβλήθηκε σέ βασανιστήρια, καί κατεγδάρησαν οἱ σάρκες του.
Τέλος, μεταφέρθηκε στό θέμα τῶν Θρακησίων, κοντά στόν ποταμό ῞Ερμο, στήν ᾿Επισκοπή Σατάλων, ὅπου καί πάλι ἐβασανίσθηκε ἀνηλεῶς καί ἐτελειώθηκε δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ρεστιτούτης, τῆς Σόρα, καί τῆς συνοδείας αὐτῆς.
῾Η ῾Αγία Μάρτυς Ρεστιτούτα καταγόταν ἀπό ἐπιφανή καί εὐγενή οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Λόγῳ τῶν διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν κατέφυγε στήν πόλη Σόρα τῆς Καμπανίας τῆς ᾿Ιταλίας καί ἐμαρτύρησε, μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπί αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.). Στήν τέχνη ῾Αγία Ρεστιτούτα εἰκονογραφεῖται μαζί μέ τό φύλακα ῎Αγγελό της.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Ιουλίου, τοῦ Στρατηλάτου, τοῦ ἐκ Ρουμανίας.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ιούλιος ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). ᾿Επειδή ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη τό 297 μ.Χ. στό Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας, καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος τόν προέτρεψε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα, γιά νά ζήσει. ῾Ο στρατιώτης ᾿Ιουλιανός ὅμως μέ πνευματική ἀνδρεία ὁμολόγησε τό ῎Ονομα τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τῶν εἰδωλολατρῶν. Τότε ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολή νά θανατωθεῖ διά ξίφους.
῞Οταν ἔφεραν τόν ῞Αγιο στόν τόπο τῆς καταδίκης του, τόν ἀπεχαιρέτησαν ὅλοι. Κάποιος Χριστιανός, πού ὀνομαζόταν ῾Ησύχιος, τόν παρεκάλεσε νά τόν ἐνθυμεῖται στίς προσευχές του μαζί μέ τούς Μάρτυρες Πασικράτη καί Βαλεντίωνα, πού εἶχαν ἀποθάνει μαρτυρικά († 24 ᾿Απριλίου).
Στή συνέχεια ὁ δήμιος ἐκτέλεσε τήν ἐντολή καί ἀποκεφάλισε τόν ῞Αγιο. ῎Ετσι ὁ ῞Αγιος ᾿Ιουλιανός εἰσῆλθε στή χαρά τοῦ Κυρίου αὐτοῦ καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας212.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Εὐσεβιώτου ἤ Εὐβοιώτου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Εὐσεβιώτης ἤ Εὐβοιώτης ἐτελειώθηκε, ἀφοῦ ἐρίχθηκε στήν πυρά.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Αλυπίου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Αλύπιος ἐτελειώθηκε, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τήν κεφαλή διά λίθου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος ᾿Ιουλιανῆς.
(Βλ. † 4 Μαρτίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Εὐτροπίου.
῾Ο ῞Οσιος Εὐτρόπιος ἐγεννήθηκε στή Μασσαλία τῆς Γαλλίας καί ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Ασκήτεψε θεοφιλῶς σέ μονή τῆς πόλεως ᾿Οράνζ καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 475 μ.Χ., κατά τήν περίοδο πού περιοχή εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τούς Βησιγότθους.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἠμῶν Μελανίας, τῆς ἐξ Οὐαλλίας.
῾Η ῾Οσία Μελάνη καταγόταν ἀπό τήν Οὐαλλία καί ἐγεννήθηκε τό 590 μ.Χ. ᾿Ακολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἀσκήτεψε στήν περιοχή τοῦ Μοντγκομερυσάϊρ (Μ῏ὃὦὼ῏ἣὸἶὗὖ῍ἂἶὸ). ᾿Αργότερα ἵδρυσε μιά μικρή μοναστική κοινότητα στή μακρινή περιοχή Μελανζέλ, στήν ὁποία ἔγινε γουμένη. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τόν 7ο ἤ 8ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ρανούλφου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Ρανοῦλφος ἔζησε τόν 7ο καί 8ο αἰώνα μ.Χ. στή Γαλλία καί ἦταν πατέρας τοῦ ῾Αγίου ᾿Αδούλφου († 19 Μαΐου), ᾿Επισκόπου τῆς περιοχῆς ῎Αρρας-Καμπραί τῆς νοτιοανατολικῆς Γαλλίας. ᾿Εμαρτύρησε γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ τό 700 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Βεδέα, τοῦ ῾Ομολογητοῦ.
῾Ο ῞Οσιος Βεδέας ἐγεννήθηκε στή Νορθμπρία τῆς ᾿Αγγλίας τό 673 μ.Χ. Σέ λικία ἑπτά ἐτῶν εἰσῆλθε στή μονή τοῦ Γιάρροου, ὅπου ἐσπούδασε καί παρέμεινε καθ᾿ ὅλο τό βίο του, χωρίς ποτέ νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά ὅρια αὐτῆς. ῞Οπως ἐξάγεται ἀπό τά συγγράμματά του καί ἀπό ἄλλες μαρτυρίες, ἀνάλωσε τό βίο του καί ὅλη τήν ἐνεργητικότητά του στή μελέτη τῶν ῾Αγίων Γραφῶν, στήν ἀκριβή τήρηση τῶν Κανόνων τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τή διδασκαλία καί τή συγγραφή. Οἱ θεολογικές του ἐργασίες, κυρίως ἑρμηνευτικές, ἦσαν ἐμβριθεῖς καί ἐξετιμῶντο πολύ, ἀλλά ὁ ῞Οσιος Βεδέας κατέστη περίφημος κυρίως ὡς ἱστορικός. Τό ὑπό τόν τίτλο «῾Ιστορία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αγγλίας καί τοῦ ᾿Αγγλικοῦ λαοῦ» ἔργο του εἶναι σπουδαιότερη πηγή γιά τήν πρίν ἀπό αὐτόν ἱστορική περίοδο τῆς Βρεττανίας καί τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς. Συνέθεσε, ἐπίσης, ὕμνους καί ἄλλα ποιήματα, ἐπιστολές, διάφορες ὁμιλίες καί συνέθεσε τό «Μικρόν Μαρτυρολόγιον» μέ ἱστορικές σημειώσεις.
῾Ο ῞Οσιος Βεδέας ἦταν ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος συνέγραψε στήν ἀγγλική γλώσσα. ᾿Εκτός τῶν προσόντων του αὐτῶν ἦταν πρό πάντων ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εὐλαβής, ταπεινός, ἁγνός στήν ψυχή καί τό σῶμα.
Τήν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του, ὅταν πλέον εἶχε ἐντελῶς ἐξαντληθεῖ, ἕνας ἀπό τούς μαθητές του τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι ἀπομένει τό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ ᾿Ιωάννου πρός ἑρμηνείαν. «Γράφε, τέκνον μου», εἶπε ὁ ῞Οσιος καί ἄρχισε νά ὑπαγορεύει. ῞Οταν τό κεφάλαιο ἐτελείωσε, ὁ ἑτοιμοθάνατος ἀδελφός ἀποχαιρέτησε ὅλους τούς μοναχούς, στούς ὁποίους διένειμε μικρά δῶρα ὡς εὐλογία, ἐστράφηκε πρός τό ναό, ὅπου καθημερινά προσευχόταν ἐπί ἑξήντα συναπτά ἔτη, ἐπρόφερε τούς λόγους «Δόξα τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι» καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ τό 735 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Βασιλείου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
῾Ο ῞Οσιος Βασίλειος ἔζησε τόν 11ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία καί ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως Μπαγράτ. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Μιχαήλ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
῾Ο ῞Οσιος Μιχαήλ Παρεκχέλι ἔζησε καί ἀσκήτεψε κατά τό 13ο καί 14ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία. ᾿Εκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἠμῶν ᾿Ιωνᾶ, Φωτίου καί Κυπριανοῦ, μητροπολιτῶν Μόσχας.
῾Η εὕρεσις καί μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ῾Αγίων ῾Ιεραρχῶν ᾿Ιωνᾶ († 31 Μαρτίου), Φωτίου († 2 ᾿Ιουλίου) καί Κυπριανοῦ († 16 Σεπτεμβρίου) ἔγινε στίς 17 Μαΐου τοῦ 1472, κατά τή διάρκεια τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ νέου ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τοῦ Θεοτόκου στό Κρεμλίνο, ἀπό τόν Μητροπολίτη Μόσχας Φίλιππο Α' († 9 ᾿Ιανουαρίου καί † 27 Μαΐου) καί τόν μεγάλο πρίγκιπα ᾿Ιβάν ΙΙΙ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Φιλίππου Αύ, μητροπολίτου Μόσχας.
῾Ο ῞Αγιος Φίλιππος ἔζησε τό 15ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν ἀπό τό 1455 ᾿Επίσκοπος Σουζδαλίας. ᾿Επελέγη ἀπό τόν Μητροπολίτη Μόσχας Θεόγνωστο καί τόν μεγάλο πρίγκιπα ᾿Ιβάν Γ' Βασίλιεβιτς (1462-1505), Μητροπολίτης Μόσχας τό 1464.
῾Ο νέος Μητροπολίτης ἄρχισε ἀμέσως τό θεοφιλές ἔργο του καί ἐξεκίνησε τήν ἀνέγερση τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι. ᾿Εφρόντισε μέ ἐπιμέλεια γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν καί τήν καλλιέργεια ἱερατικοῦ ἤθους σέ αὐτούς. ᾿Ασθένησε στίς 4 ᾿Απριλίου 1473 καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Μετά τήν κοίμησή του ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀσκητικός του βίος, ἀφοῦ ἐφοροῦσε ἐπάνω του γιά ἄσκηση βαριές ἁλυσίδες.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Νείλου, τοῦ ἐκ Σομπένσκ.
(Βλ. † 7 Δεκεμβρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Λαζάρου, τοῦ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Πσκώφ ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Οσιος Λάζαρος ἐγεννήθηκε τό 1733 ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς καί ἐμεγάλωσε στήν πόλη ῎Οποτσα κοντά στήν περιοχή τοῦ Πσκώφ. ῎Εγινε μοναχός στή μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Λαύρας τοῦ Πσκώφ καί ἀνέλαβε τό 1800 καθήκοντα οἰκονόμου τῆς μονῆς. Διακρίθηκε γιά τήν εὐσέβεια καί τόν ἀσκητικό του βίο καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1824.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Θεράποντος, γουμένου τῆς Λευκῆς Λίμνης.
῾Ο ῞Οσιος Θεράπων, κατά κόσμον Θεόδωρος, ἐγεννήθηκε τό 1337 στήν πόλη Βολοκολάμσκ ἀπό τήν εὐσεβή οἰκογένεια Ποσκόχιν. Οἱ γονεῖς του τόν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου καί ἀπό τήν παιδική λικία ἐξεδήλωσε τήν κλίση καί τήν ἀγάπη του πρός τό μοναχικό βίο. Γι᾿ αὐτό ἐκάρη μοναχός καί ἐγκαταστάθηκε βόρεια τῆς Λευκῆς Λίμνης μαζί μέ τόν ῞Οσιο Κύριλλο († 9 ᾿Ιουνίου), ὅπου ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης ἀσκούμενος στή σιωπή. ῾Η ἁγιότητα τοῦ βίου του προσείλκυσε γύρω του μαθητές πού ὀργάνωσαν ἕνα μοναστήρι, τό ὁποῖο ἀργότερα ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ ῾Οσίου.
Τό 1398 ὁ ῞Οσιος ἀνοικοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ οἱ μοναχοί τόν ἐβοηθοῦσαν στό ἔργο αὐτό καί ἀσχολοῦνταν παράλληλα μέ τήν ἀντιγραφή ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. ᾿Αργότερα, περί τό 1500, στόν τόπο αὐτό ἐκτίσθηκε πέτρινος ναός φημισμένος γιά τίς ἁγιογραφίες του, ἔργα τοῦ ἁγιογράφου Διονυσίου καί τῶν υἱῶν του Βλαδιμήρου καί Θεοδώρου.
῾Ο ῞Οσιος ἀπό ταπείνωση παραιτήθηκε ἀπό τή θέση τοῦ γουμένου τῆς μονῆς, ἐμπιστεύθηκε τήν πνευματική καθοδήγησή του σέ ἕναν ἀπό τούς πατέρες αὐτῆς καί ἐπέστρεψε στόν πνευματικό σύμβουλό του ῞Οσιο Κύριλλο.
Τό 1408 ὁ πρίγκιπας ᾿Ανδρέας Δημητρίεβιτς ἐζήτησε ἀπό τόν ῞Οσιο Θεράποντα νά ἱδρύσει ἕνα νέο μοναστήρι στήν πόλη Μοζάϊσκ. ᾿Εκεῖ, στό λόφο Λοῦσχκο, ὁ ῞Οσιος ἀνήγειρε τή νέα μονή καί ἔλαβε τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπό τόν Μητροπολίτη Μόσχας Φώτιο († 27 Μαΐου, † 2 ᾿Ιουλίου). ᾿Εδῶ ὁ ῞Οσιος ἀσκήτεψε γιά δέκα ὀκτώ χρόνια καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1426.
Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό βόρειο κλίτος τοῦ ναοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου καί εὑρέθηκε τό 1514.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Θεράποντος, γουμένου τῆς μονῆς Μόνζας.
(Βλ. † 12 Δεκεμβρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ηλία, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
(Βλ. † 7 Δεκεμβρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ιωάννου, τοῦ Ρώσου.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περί τό 1690, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί ἐνάρετους. ῞Οταν ἔφθασε σέ νόμιμη λικία ἐστρατεύθηκε, ἐνῶ ἐβασίλευε στή Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. ῎Ελαβε μέρος στόν πόλεμο πού ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρός τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατά τό 1711, καί συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπό τούς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τόν ἐπούλησαν σέ ἕναν ᾿Οθωμανό ἀξιωματικό ῞Ιππαρχο, πού καταγόταν ἀπό τό Προκόπιον τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, τό ὁποῖο εὑρίσκεται πλησίον στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. ῾Ο ἀγᾶς τόν ἐπῆρε μαζί του στό χωριό του. Πολλοί ἀπό τούς αἰχμάλωτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατί ἐκάμφθησαν ἀπό τίς ἀπειλές, εἴτε γιατί ἐδελεάσθησαν ἀπό τίς ὑποσχέσεις καί τίς προσφορές ὑλικῶν ἀγαθῶν.
῾Ο ᾿Ιωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπό μικρός ἀναθρεμμένος μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό καί τήν πίστη τῶν πατέρων του. ῏Ηταν ἀπό ἐκείνους τούς νέους, ὅπου τούς σοφίζει γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκήρυξε ὁ σοφός Σολομών, λέγοντας· «῾Ο δίκαιος εἶναι γνωστικός καί στή νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δέν εἶναι τό πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μέ τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν. ῾Η φρονιμάδα στούς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσάν νά εἶναι γέροντες, καί ὁ καθαρός βίος τούς κάνει ὡσάν νά εἶναι γέροντες πολύμαθοι».
῎Ετσι, λοιπόν, καί ὁ μακάριος ᾿Ιωάννης, ἔχοντας τή σοφία πού δίδει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονή στή δουλεία καί στήν κακομεταχείριση τοῦ ἀφέντη του καί στίς ὕβρεις καί τά πειράγματα τῶν ᾿Οθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι τόν ἐφώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή ἄπιστο, φανερώνοντάς του τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπέχθειά τους. Στόν ἀφέντη του καί σέ ὅσους τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του, ἀποκρινόταν μέ σθεναρή γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νά ἀποθάνει, παρά νά πέσει σέ τέτοια φοβερή ἁμαρτία. Στόν ἀγᾶ εἶπε· «᾿Εάν μέ ἀφήσεις ἐλεύθερο στήν πίστη μου, θά εἶμαι πολύ πρόθυμος στίς διαταγές σου. ῎Αν μέ βιάσεις νά ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τήν κεφαλή μου, παρά τήν πίστη μου. Χριστιανός ἐγεννήθηκα καί Χριστιανός θά ἀποθάνω».
῾Ο Θεός, βλέποντας τήν πίστη του καί ἀκούγοντας τήν ὁμολογία του, ἐμαλάκωσε τή σκληρή καρδιά τοῦ ἀγᾶ καί μέ τόν καιρό τόν ἐσυμπάθησε. Σέ αὐτό συνήργησε καί μεγάλη ταπείνωση ὅπου ἐστόλιζε τόν ᾿Ιωάννη, καθώς καί πραότητά του.
῎Εμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος ᾿Ιωάννης ἀπό τίς ὑποσχέσεις καί ἀπειλές τοῦ ᾿Οθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε διορισμένο στό σταῦλο του, γιά νά φροντίζει τά ζῶα του. Σέ μιά γωνιά τοῦ σταύλου ἐξάπλωνε τό κουρασμένο σῶμα του καί ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τόν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νά ἔχει ὡς κλίνη τή φάτνη στήν ὁποία ἀνεκλίθη κατά τήν γέννησή Του ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῏Ηταν δέ ἀφοσιωμένος στό ἔργο του, περιποιούμενος μέ στοργή τά ζῶα τοῦ κυρίου του, τά ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τήν πρός αὐτά ἀγάπη τοῦ ῾Αγίου, ὥστε νά τόν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νά τόν προσβλέπουν μέ ἀγάπη καί νά χρεμετίζουν μέ χαρά ὅταν τά ἐχάιδευε, ὡσάν νά συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μέ τόν καιρό ὁ ἀγᾶς τόν ἀγάπησε, καθώς καί σύζυγός του, καί τοῦ ἔδωσαν γιά κατοικία ἕνα μικρό κελλί κοντά στόν ἀχυρώνα. ῞Ομως ὁ ᾿Ιωάννης δέν ἐδέχθηκε καί ἐξακολούθησε νά κοιμᾶται στό σταῦλο, γιά νά καταπονεῖ τό σῶμα του μέ τήν κακοπέραση καί μέ τήν ἄσκηση, μέσα στή δυσοσμία τῶν ζώων καί στά ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος ἐγέμιζε ἀπό τίς προσευχές τοῦ ῾Αγίου καί κακοσμία ἐγίνετο ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς. ῾Ο μακάριος ᾿Ιωάννης εἶχε ἐκεῖνο τό σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καί ἐκεῖ ἐπορευόταν κατά τούς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπί ὧρες γονυπετής καί προσευχόμενος, κοιμώμενος γιά λίγο ἐπάνω στά ἄχυρα, χωρίς ἄλλο σκέπασμα παρά μιά παλαιά κάπα, γευόμενος μέ διάκριση, πολλές φορές μόνον λίγο ψωμί καί νερό, καί νηστεύοντας τίς περισσότερες μέρες.
Συνέχεια ἔψαλε τούς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ· «῾Ο κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ ῾Υψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. ᾿Ερεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καί καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καί ἐλπιῶ ἐπ᾿ Αὐτόν. ῞Οτι Αὐτός ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καί ἀπό λόγου ταραχώδους. ῎Εθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καί ἐν σκιᾷ θανάτου. ᾿Εγώ δέ πρός τόν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καί εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τήν εἴσοδόν μου καί τήν ἔξοδόν μου ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρός σέ ἦρα τούς ὀφθαλμούς μου, Κύριε, τόν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. ᾿Ιδού ὡς ὀφθαλμοί δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοί ἠμῶν πρός Κύριον τόν Θεόν μῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι μᾶς». Ψαλμούς ἐσιγόψαλλε καί κατά τήν ὥρα πού ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπό τό ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.
Μέ τήν εὐλογία πού ἔφερε ὁ ῞Αγιος στόν οἶκο τοῦ Τούρκου ῾Ιππάρχου, αὐτός ἐπλούτισε καί ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἰσχυρούς τοῦ Προκοπίου.
῾Ο ῞Αγιος ἱπποκόμος του, ἐκτός τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας, πού ἔκανε ὡς ἄλλος ᾿Ιώβ, ἐπήγαινε τή νύχτα καί ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στό νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σέ ἕνα βράχο καί εὑρισκόταν κοντά στόν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. ᾿Εκεῖ ἐπήγαινε κρυφά τή νύχτα, ἐκοινωνοῦσε δέ κάθε Σάββατο τά ῎Αχραντα Μυστήρια. Καί ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπί τόν δοῦλο του τόν πιστό καί ἔκανε, ὥστε νά πάψουν νά τόν περιπαίζουν καί νά τόν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καί οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.
᾿Αφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ ᾿Ιωάννη ἐπλούτισε, ἀπεφάσισε νά ὑπάγει γιά προσκύνημα στή Μέκκα, τήν ἱερά πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.
᾿Αφοῦ ἐπέρασαν ἀρκετές μέρες ἀπό τήν ἀναχώρησή του, σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καί προσεκάλεσε τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιά νά εὐφρανθοῦν καί νά εὐχηθοῦν νά ἐπιστρέψει ὑγιής στόν οἶκο του ἀπό τήν ἀποδημία. ῾Ο μακάριος ᾿Ιωάννης διακονοῦσε στήν τράπεζα. Παρέθεσαν δέ σέ αὐτή καί ἕνα φαγητό, τό ὁποῖο ἄρεσε πολύ στόν ἀγᾶ, τό λεγόμενο πιλάφι, τό ὁποῖο συνηθίζουν πολύ στήν ᾿Ανατολή. Τότε οἰκοδέσποινα ἐθυμήθηκε τό σύζυγό της καί εἶπε στόν ᾿Ιωάννη· «Πόση εὐχαρίστηση θά ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καί ἔτρωγε μαζί μας ἀπό τοῦτο τό πιλάφι!». ῾Ο ᾿Ιωάννης τότε ἐζήτησε ἀπό τήν κυρά του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καί εἶπε ὅτι θά τό ἔστελνε στόν ἀφέντη του στή Μέκκα. Στό ἄκουσμα τῶν λόγων του ἐγέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. ᾿Αλλά οἰκοδέσποινα εἶπε στή μαγείρισσα νά δώσει τό πινάκιο μέ τό φαγητό στόν ᾿Ιωάννη, σκεπτόμενη ἤ ὅτι ἤθελε νά τό φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἤ νά τό πάει σέ καμιά φτωχή χριστιανική οἰκογένεια, ὅπως ἐσυνήθιζε νά κάνει, δίδοντας τό φαγητό του.
῾Ο ῞Αγιος τό ἐπῆρε καί ἐπῆγε στό σταῦλο. ᾿Εκεῖ ἐγονυπέτησε καί ἔκανε προσευχή ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τόν Θεό νά ἀποστείλει τό φαγητό στόν ἀφέντη του μέ ὅποιο τρόπο οἰκονομοῦσε ᾿Εκεῖνος μέ τήν παντοδυναμία Του. Μέ τήν ἁπλότητα πού εἶχε στήν καρδιά του ὁ ᾿Ιωάννης ἐπίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θά εἰσακούσει τήν προσευχή του καί τό φαγητό θά πήγαινε θαυματουργικά στή Μέκκα. ᾿Επίστευε, «μηδέν διακρινόμενος» κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, χωρίς νά ἔχει κανένα δισταγμό ὅτι αὐτό πού ἐζήτησε θά ἐγινόταν. Καί, ὅπως λέγει ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος, «τά ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καί θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτά τά ὑπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καί εἶναι θερμότεροι στήν ἐλπίδα τήν ὁποία ἔχουν πρός τόν Θεό. Πράγματι! Τό πιάτο μέ τό φαγητό ἐχάθηκε ἀπό τά μάτια τοῦ ῾Οσίου. ῾Ο μακάριος ᾿Ιωάννης ἐπέστρεψε στήν τράπεζα καί εἶπε στήν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τό φαγητό στή Μέκκα. ᾿Ακούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τό λόγο αὐτό ἐγέλασαν καί εἶπαν ὅτι τό ἔφαγε ὁ ᾿Ιωάννης.
᾿Αλλά ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ἐγύρισε ἀπό τή Μέκκα ὁ κύριός του καί ἔφερε μαζί του τό χάλκινο πιάτο, πρός μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκείων του. Μόνο ὁ μακάριος ᾿Ιωάννης δέν ἐξεπλάγη. ῎Ελεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στούς οἰκείους του· «Τήν δεῖνα μέρα (καί ἦταν μέρα τοῦ συμποσίου, κατά τήν ὁποία εἶπε ὁ ᾿Ιωάννης ὅτι ἔστειλε τό φαγητό στόν ἀφέντη του), τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπό τό μεγάλο τζαμί στόν τόπο ὅπου ἐκατοικοῦσα, εὑρῆκα ἐπάνω στό τραπέζι, σέ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τόν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τό σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. ᾿Εστάθηκα μέ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τό φαγητό καί πρό πάντων δέν μποροῦσα νά ἐννοήσω μέ τί τρόπο εἶχε ἀνοίξει τήν πόρτα, τήν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μή γνωρίζοντας πῶς νά ἐξηγήσω αὐτό τό παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τό πιάτο μέσα στό ὁποῖο ἄχνιζε τό πιλάφι καί εἶδα μέ ἀπορίαν ὅτι ἦταν χαραγμένο τό ὄνομά μου ἐπάνω στό χάλκωμα, ὅπως σέ ὅλα τά χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. ῾Ωστόσο, μέ ὅλην τήν ταραχήν ὅπου εἶχα ἀπό ἐκεῖνο τό ἀνεξήγητο περιστατικό, ἐκάθησα καί ἔφαγα τό πιλάφι μέ μεγάλη ὄρεξη, καί ἰδού τό πιάτο πού τό ἔφερα μαζί μου, καί εἶναι ἀληθινά τό δικό μας».
᾿Ακούγοντας αὐτή τή διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ ῾Ιππάρχου ἐξέστησαν καί ἀπόρησαν, δέ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ἐζήτησε ὁ ᾿Ιωάννης τό πιάτο μέ τό φαγητό καί εἶπε ὅτι τό ἔστειλε στή Μέκκα, καί ὅτι, ἀκούγοντάς τον νά λέγει ὅτι τό ἔστειλε, ἐγέλασαν.
Αὐτό τό θαῦμα ἐμαθεύτηκε σέ ὅλο τό χωριό καί στή γύρω περιοχή καί ὅλοι ἐθεωροῦσαν πλέον τόν ᾿Ιωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καί ἀγαπητό στόν Θεό, τόν ἔβλεπαν δέ μέ φόβο καί σεβασμό, καί δέν ἐτολμοῦσε κανείς νά τόν ἐνοχλήσει. ῾Ο κύριός του καί σύζυγός του τόν ἐπεριποιοῦντο περισσότερο καί τόν παρακαλοῦσαν πάλι νά φύγει ἀπό τό σταῦλο καί νά κατοικήσει σέ ἕνα οἴκημα, τό ὁποῖο ἦταν κοντά στό σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά ἀλλάξει κατοικία. ᾿Επερνοῦσε, λοιπόν, τό βίο του μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρίν στήν περιποίηση τῶν ζώων καί κάνοντας μέ προθυμία τά θελήματα τοῦ ἀγᾶ.
᾿Αλλ᾿ ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια, κατά τά ὁποῖα ἔζησε ὁ μακάριος ᾿Ιωάννης μέ νηστεία, προσευχή καί χαμευνία, πλησιάζοντας στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καί ἦταν ξαπλωμένος ἐπάνω στά ἄχυρα τοῦ σταύλου, τόν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μέ τίς δεήσεις του καί μέ τήν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιά τό ὄνομα καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Προαισθανόμενος ὁ ῞Οσιος τό τέλος του, ἐζήτησε νά κοινωνήσει τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων, καί γι᾿ αὐτό ἔστειλε καί ἐκάλεσε ἕναν ἱερέα. ᾿Αλλά ὁ ἱερεύς ἐφοβήθηκε νά μεταφέρει φανερά τά ῞Αγια Μυστήρια στό σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων. ῞Ομως ἐσοφίσθηκε, κατά θεία φώτιση, καί ἐπῆρε ἕνα μῆλο, τό ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τή Θεία Κοινωνία καί ἔτσι μετέβη στό σταῦλο καί ἐκοινώνησε τόν μακάριο ᾿Ιωάννη. ῾Ο ᾿Ιωάννης, μόλις ἔλαβε τό ῎Αχραντο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, τόν ῾Οποῖο τόσο ἀγάπησε. ῏Ηταν τό 1730213.
Τό 1733, τό ἀκέραιο καί εὐωδιάζον ἱερό λείψανο τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά τήν ἐκταφή του, ἀρχικά στή λατομημένη σέ βράχο ἐκκλησία τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, ἀργότερα στό νεόδμητο ναό τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου καί τέλος στό ναό πού ἀνεγέρθηκε πρός τιμήν του. ᾿Ετοποθετήθηκε σέ λάρνακα στό δεξιό μέρος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητές καί πάσχοντες ἀπό διάφορα νοσήματα πού εὕρισκαν τή θεραπεία τους.
῞Οταν, κατά τό 1832, ἐπί σουλτάνου Μαχμούτ τοῦ Βύ, ἐπανεστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου ᾿Ιμπραχήμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καί τόν Χαζνετάρ ᾿Ογλού ᾿Οσμάν πασᾶ μέ 1.800 στρατιῶτες. ῾Ο ᾿Οσμάν πασᾶς, ἀφοῦ ἐπέρασε τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντά στό Προκόπιο, ὅπου ἐσκεπτόταν νά ἀναπαυθεῖ καί νά ἀναχωρήσει τήν ἄλλη μέρα. ᾿Επειδή ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σάν γενίτσαροι πού ἦσαν, ἐμισοῦσαν τό σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νά μήν δεχθοῦν τόν ᾿Οσμάν πασᾶ στό Προκόπι οὔτε στά σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, πού ἦσαν πιστοί στό σουλτάνο, προσπάθησαν νά πείσουν τούς συμπατριῶτες τους νά πειθαρχήσουν στό σουλτάνο καί νά δεχθοῦν τό στρατό πού ἐρχόταν ἀπό ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σ᾿ αὐτούς ὅτι μπορεῖ ὁ ᾿Οσμάν πασᾶς νά ἀγανακτήσει καί νά καταστρέψει τό χωριό. ᾿Εκεῖνοι ὅμως δέν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοί ἐπῆραν τά γυναικόπαιδα καί ἔφυγαν στά γύρω χωριά καί στίς σπηλιές, γιά νά μήν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.
Πράγματι, τήν ἄλλη μέρα, ὅταν ὁ ᾿Οσμάν πασᾶς εἰσῆλθε στό Προκόπι, τό ἐλεηλάτησε καί τό κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπό τούς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καί στό ναό τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου. ῞Αρπαξαν τά ἱερά σκεύη καί ἄνοιξαν τή λάρνακα τοῦ ῾Οσίου ἐλπίζοντας νά εὕρουν καί ἐκεῖ χρυσαφικά καί ἀσημικά. Δέν εὑρῆκαν ὅμως τίποτε. ᾿Από τό κακό τους, πού βγῆκαν γελασμένοι καί γιά νά κοροϊδέψουν τή χριστιανική πίστη, ἀπεφάσισαν νά κάψουν τό ἱερό λείψανο.
Τό ἔβαλαν στό προαύλιο, ἐμάζεψαν πολλά φρύγανα, ἔβαλαν φωτιά καί ἔριξαν μέ ἀσέβεια τό ἱερό σκήνωμα μέσα στίς φλόγες. Τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλά καί ἐφάνηκε στούς ἄπιστους ὅτι ἐζοῦσε, τούς ἐφοβέριζε καί τούς ἔδιωχνε ἀπό τόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.
Τήν ἑπόμενη μέρα γέροντες Χριστιανοί εὑρῆκαν τά ἀσημικά, πού εἶχαν ἀφήσει ἀπό τόν τρόμο τους οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες, ἐπῆραν μέ εὐλάβεια τό ἱερό λείψανο καί τό ἐτοποθέτησαν πάλι μέσα στή λάρνακα.
Τό ἱερό λείψανο μεταφέρθηκε στήν Εὔβοια τόν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1924 μαζί μέ τούς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας ἀπό τό πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καί ἐνῶ τό πλοῖο εὑρισκόταν στή Ρόδο δέν προχωροῦσε, ἀλλά περιστρεφόταν μέσα στή θάλασσα καί ἔμενε στόν ἴδιο τόπο. ῾Ο κυβερνήτης τοῦ πλοίου ἐφοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, πού εἶχε πάρει μαζί του τό ἱερό λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στόν πλοίαρχο ὅτι μέσα στό πλοῖο καί μάλιστα στό ἀμπάρι ἦταν τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Οσίου ᾿Ιωάννου τοῦ Ρώσου. ᾿Αμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τή μεταφορά τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στό διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τό ὁποῖο ἐχρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τό ἐναπέθεσαν καί ἄναψαν τό καντήλι.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Ματθαίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος Ματθαῖος τοῦ Ζαράνσκϊυ, κατά κόσμον Μητροφάνης Κούζμικ Σβέκωβ, ἐγεννήθηκε, τό 1861, στήν πόλη Βγιάτκα. ῾Ο πατέρας του ἦταν ὑποδηματοποιός καί ὁ ῞Οσιος, στή νεαρή λικία του, ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο. Τό 1891, ὁ Μητροφάνης κείρεται μοναχός στή μονή τοῦ ῾Αγίου ᾿Αλεξάνδρου καί λαμβάνει τό ὄνομα Ματθαῖος. ᾿Εδῶ ἀσκεῖται στήν ὑπακοή καί διδάσκεται τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. ῾Ο ῞Αγιος Θεός τοῦ δωρίζει τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί τό πρόσωπο τοῦ ῾Οσίου γίνεται πνευματικό καταφύγιο καί παρηγορία γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ.
῎Ετσι ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ὁ ῞Οσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1927.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|