29 Μαΐου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κυρίλλου, τοῦ ἐκ Καισαρείας.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Κύριλλος ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό εἰδωλολατρική οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας. ᾿Εβαπτίσθηκε Χριστιανός σέ νεαρή λικία κρυφά ἀπό τούς γονεῖς του. ῞Οταν ὁ πατέρας του ἐπληροφορήθηκε τό γεγονός, τόν ἔδιωξε ἀπό τήν πατρική οἰκία καί τόν ἀποκλήρωσε. ῾Ο ῞Αγιος συνελήφθη, ἐπειδή ἦταν Χριστιανός καί ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ γεμόνος, ὁ ὁποῖος, γιά νά τόν δελεάσει, τόν ἔφερε σέ ἐπαφή μέ τόν πατέρα του καί ὑποσχέθηκε τήν ἀποκατάστασή του. Τότε ὁ ῞Αγιος μέ πνευματική ἀνδρεία ἀπάντησε· «Χαίρω, διότι ὑπομένω γιά τόν Χριστό. ᾿Αρνοῦμαι κάθε γήινη χαρά καί ὑλικό ἀγαθό, ἀφοῦ μπορῶ νά εἶμαι χαρούμενος καί πλούσιος στόν οὐρανό, διότι θά εἶμαι μαζί μέ τόν Θεό. Δέν φοβᾶμαι τό θάνατο, γιατί ὑπάρχει αἰώνια ζωή».
῾Ο γεμόνας, ὅταν ἄκουσε τά λόγια αὐτά ἐταράχθηκε, ἀλλά δέν ἤθελε νά σκοτώσει ἕνα τόσο νέο ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό προσπάθησε νά τόν κάνει νά ἀρνηθεῖ τόν Θεό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα μέ ἐκφοβισμούς. ῎Αναψαν μιά μεγάλη φωτιά καί ἀπείλησαν ὅτι θά τόν ρίξουν στίς φλόγες, γιά νά καεῖ. ῾Ο ῞Αγιος τούς παρακαλοῦσε νά τόν ὁδηγήσουν στό μαρτύριο, γιά νά φθάσει κοντά στόν Θεό. ῎Ετσι ὁ ῞Αγιος Κύριλλος ἀποκεφαλίσθηκε τό 251 μ.Χ. καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καί τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ᾿Ολβιανοῦ, ἐπισκόπου πόλεως ᾿Αναίας καί τῶν αὐτοῦ μαθητῶν.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ ῾Αγίου ἱερομάρτυρος ᾿Ολβιανοῦ. ῎Αθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). ᾿Εξελέγη ᾿Επίσκοπος ᾿Αναίας ἤ ᾿Ανέου225 καί συνελήφθη γιά τήν ὑπέρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως δράση του. ῾Οδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ γεμόνος τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας Σέξτου Αἰλιανοῦ, διατάχθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα μέ τούς μαθητές του, νεωκόρους τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, ᾿Αγριππίνου καί Κλημεντίου. ῾Ο ῞Αγιος ὅμως, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σέ σκληρά βασανιστήρια, καθώς κατακάηκε μέ πυρακτωμένα σουβλιά στά σπλάχνα καί στά νῶτα. ᾿Εμμένοντας καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά τά φρικώδη βασανιστήρια στή Χριστιανική πίστη του, ὁδηγήθηκε πρός τόν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νά τόν κάψουν μαζί μέ τούς μαθητές του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ᾿Ανδρός καί τῆς Συζύγου αὐτοῦ.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθησαν, ἀφοῦ συνετρίβησαν διά ξύλων τά ὀστά τους.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ρεστιτούτου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Ρεστιτοῦτος ἐμαρτύρησε στή Ρώμη τό 299 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας παρθενομάρτυρος Θεοδοσίας, ἐν Καισαρείᾳ τῆς Παλαιστίνης ἀθλησάσης.
῾Η ῾Αγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπό τήν Τύρο τῆς Φοινίκης καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Σέ λικία δέκα ὀκτώ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιά τήν εὐσέβεια, ὅσο καί γιά τό ζῆλο της ὑπέρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτή μεταξύ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καί ἑλκύοντας πολλές ἀπό αὐτές. Κατά τό πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, εὑρισκόμενη στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καί δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Οὐρβανοῦ. ᾿Επειδή ῾Αγία δέν ἐπείθετο νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρός βασανισμός αὐτῆς. Τῆς ἀπεκόπησαν οἱ μαστοί καί τῆς καταξεσχίσθησαν τά πλευρά, μιθανής δέ ἐπιεζόταν νά ἀπαρνηθεῖ τόν Χριστό. ῾Η Θεοδοσία, μέ φωνή πού μόλις ἀκουγόταν, ἐδήλωσε καί πάλι ὅτι ἦταν καί θά παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπό ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νά ριχθεῖ στή θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καί τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Αλεξάνδρου, πατριάρχου ᾿Αλεξανδρείας.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Αλεξάνδρου. ῎Εζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο ᾿Αλεξανδρείας ᾿Αχιλλᾶ καί ὑπῆρξε πνευματικός πατέρας τοῦ Μεγάλου ᾿Αθανασίου, τοῦ καί διαδόχου αὐτοῦ στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς ᾿Εκκλησίας. Στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο ἀνῆλθε τό 313 μ.Χ. καί διακρινόταν γιά τή βαθιά θεολογική μόρφωση, τήν πραότητα τοῦ χαρακτῆρος καί τίς λοιπές ἀρετές του. ῞Οταν τό 319 μ.Χ. ὁ ῎Αρειος ἐδίδαξε γιά πρώτη φορά τήν αἵρεσή του, ὁ ῞Αγιος ᾿Αλέξανδρος προσπάθησε πατρικά νά τόν πείσει νά μήν διαδίδει τίς πλανεμένες του δοξασίες, πλήν ὅμως ὁ ῎Αρειος, συνεπικουρούμενος καί ἀπό ἄλλους ὁμόφρονές του, ἐξακολουθοῦσε νά ὑποστηρίζει αὐτές μέ τά δαιμονικά σοφίσματά του. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ ἐκλήθηκε δύο φορές σέ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ κλήρου τῆς ᾿Αλεξανδρείας καί δέν συμμορφώθηκε, ἀποκόπηκε ἀπό τό Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀποκηρύχθηκε ὡς ἀσεβής καί βλάσφημος.
Παρακάθισε ὁ ῞Αγιος ᾿Αλέξανδρος, παρά τό γήρας του, στήν Αύ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τόν ῎Αρειο διά τῶν λόγων του, ὑπέγραψε μέ τούς ἄλλους Πατέρες τήν καταδίκη αὐτοῦ.
᾿Αφοῦ ἐπέστρεψε στήν ᾿Αλεξάνδρεια, ἐξακολούθησε νά ἀγωνίζεται γιά τή στερέωση τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τό 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου καί θεοφιλοῦς ποιμαντορίας δεκατριῶν ἐτῶν καί ἀφοῦ ἐπέβαλε ὡς διάδοχό του τό μαθητή καί συμμαχητή του Μέγα ᾿Αθανάσιο († 18 ᾿Ιανουαρίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Μαξιμίνου, ἐπισκόπου Τρεβήρων.
῾Ο ῞Αγιος Μαξιμίνος ἐγεννήθηκε στό χωριό Σίλλυ κοντά στήν πόλη Πουατιέ τῆς Γαλλίας καί καταγόταν ἀπό ἀρχοντική οἰκογένεια. Τό 332 μ.Χ. ἔγινε ᾿Επίσκοπος Τρεβήρων καί ἀναδείχθηκε πολέμιος τοῦ ᾿Αρειανισμοῦ. ῾Ο ῞Αγιος ὑποδέχθηκε καί περιέθαλψε τόν Μέγα ᾿Αθανάσιο καί τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. ῎Ελαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τό 343 μ.Χ., μαζί μέ τόν Πάπα ᾿Ιούλιο Αύ καί τόν Κορδούης ῞Οσιο, καί ὑπεστήριξε μέ ζῆλο τήν ᾿Ορθοδοξία.
῾Ο ῞Αγιος πρέπει νά παραιτήθηκε ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο, ἀφοῦ τό 347 μ.Χ. τόν εἶχε διαδεχθεῖ ὁ Παυλίνος.
῾Ο ῞Αγιος Μαξιμίνος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 352 μ.Χ.226 καί ὁ ῞Αγιος ῾Ιερώνυμος τόν περιγράφει ὡς ἕναν ἀπό τούς πιό θαρραλέους ᾿Επισκόπους τοῦ καιροῦ του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Σισιννίου καί τῶν σύν αὐτῷ ἀθλησάντων Μαρτυρίου καί ᾿Αλεξάνδρου.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Σισίννιος, ὁ διάκονος, Μαρτύριος καί ᾿Αλέξανδρος ἐμαρτύρησαν τό 397 μ.Χ., στό Μιλάνο τῆς ᾿Ιταλίας ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Περί τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ ῞Αγιος ᾿Αμβρόσιος, ᾿Επίσκοπος Μεδιολάνων, καί ὁ ῞Αγιος ῾Ιερώνυμος.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Μαξίμου, ἐπισκόπου Βερόνας.
῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν ᾿Επίσκοπος Βερόνας τῆς ᾿Ιταλίας. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ῾Ιερεμίου, τοῦ Δαμασκηνοῦ.
῾Ο ῞Οσιος ῾Ιερεμίας ἔχει καταταγεῖ στή χορεία τῶν ῾Αγίων τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αντιοχείας. ᾿Αφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας ὁσιομάρτυρος Θεοδοσίας, τῆς Κωνσταντινουπολιτίσσης.
῾Η ῾Αγία ῾Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς πλουσίους καί εὐσεβεῖς. Σέ λικία ἑπτά ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανή ἀπό πατέρα, εἰσῆλθε σέ μοναστήρι, ὅπου μετά ἀπό λίγο ἐκάρη μοναχή. Μετά τό θάνατο καί τῆς μητέρας της, ἀφοῦ ἐπούλησε καί διεμοίρασε στούς φτωχούς τά ὑπάρχοντά της, ἀπαλλάχτηκε ἔτσι ἀπό τίς γήινες φροντίδες, ἐπιδόθηκε μέ μεγαλύτερο ζῆλο στήν ἀπόκτηση τῆς τελειότητος καί τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀσκούμενη στή μονή πού βρισκόταν κοντά στό Σκοτεινό Φρέαρ καί ἐπονομαζόταν ᾿Ασπάρου στέρνη.
῞Οταν ἀνῆλθε στό θρόνο ὁ Λέων ὁ ῎Ισαυρος (717-741 μ.Χ.), ἐξαπολύθηκε ἄγριος διωγμός ἐναντίον τῶν εἰκονόφιλων καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁ δέ πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἐκδιώχθηκε καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν εἰκονομάχο ᾿Αναστάσιο. Κατά τήν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ διέταξε τήν καθαίρεση καί καταστροφή τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ὁποία εὑρισκόταν ἐπί τῆς Χαλκῆς Πύλης.
Τότε Θεοδοσία, ἐπικεφαλῆς καλογραιῶν καί ἄλλων γυναικῶν, ὅρμησαν καί κατέρριψαν ἀπό τήν κινητή σκάλα τό σπαθάριο πού ἀνέβηκε, γιά νά καταστρέψει τήν εἰκόνα, καί μέ πέτρες καί ξύλα ἐπετέθησαν κατά τοῦ Πατριαρχείου. Μπροστά σέ αὐτή τήν κατάσταση ὁ Πατριάρχης ᾿Αναστάσιος ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τό Πατριαρχεῖο. ῾Η στρατιωτική δύναμη πού ἐπενέβη, ἄλλες μέν ἀπό τίς γυναῖκες ἐφόνευσε, ἄλλες δέ, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν Θεοδοσία, συνέλαβε. Καί ἀπό τίς συλληφθεῖσες ἄλλες ἐλευθέρωσαν, ἄλλες ἐνέκλεισαν στίς φυλακές ἤ ἐξαπέστειλαν στήν ἐξορία. Τήν δέ Θεοδοσία, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν, τήν ὁδήγησαν στήν τοποθεσία τοῦ Βοός καί τήν κατέσφαξαν, ἀφοῦ διεπέρασαν τό λαιμό της διά κέρατος κριοῦ (730 μ.Χ.). Τό τίμιο λείψανό της περισυνελέγη καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή Δεξιοκράτους, πολλά δέ θαύματα ἐπιτελοῦσε στούς πιστούς, πού προσέρχονταν μέ πίστη καί εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἠμῶν Βότου, Φήλικος καί ᾿Ιωάννου, τῶν ᾿Ερημιτῶν.
Οἱ ῞Οσιοι ᾿Ιωάννης, Βότος καί Φήλικας κατάγονταν ἀπό τήν ᾿Ισπανία καί ἔζησαν τόν 7ο καί 8ο αἰώνα μ.Χ.227. ῾Ο Βότος καί ὁ Φήλικας ἦσαν ἀδελφοί πού ἀπό ἀγάπη πρός τό μοναχικό βίο ἀναζητοῦσαν ἕνα ἐρημητήριο, γιά νά ζήσουν ἐκεῖ μέ ἄσκηση καί προσευχή. Τότε συνάντησαν σέ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους τῶν Πυρηναίων τόν ῞Οσιο ᾿Ιωάννη. ῎Εμειναν μαζί του καί ἐκεῖνος ἀνέλαβε τήν πνευματική καθοδήγησή τους. ᾿Εκοιμήθησαν καί οἱ τρεῖς μέ εἰρήνη, περί τό 750 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Εθελμπέρτου, βασιλέως τῆς ἀνατολικῆς ᾿Αγγλίας.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Εθελμπέρτος ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν εὐσεβέστατος βασιλέας καί ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Πολύ νέος διαδέχθηκε τόν πατέρα του στό θρόνο καί ἐβασίλευσε ἐπί σαράντα τέσσερα ἔτη. Διεκήρυττε ὅτι, ὅσο ὑψηλότερα εὑρίσκεται κάποιος, τόσο ταπεινότερος πρέπει νά εἶναι, καί τήν πεποίθηση αὐτή ἐφάρμοζε ὡς κανόνα καί τρόπο βίου. ᾿Επιθυμώντας νά ἐξασφαλίσει διαδοχή, ἐζήτησε νά νυμφευθεῖ τήν ᾿Αλφρέδα, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Μερσία ῎Οφφα. ᾿Εφιλοξενήθηκε λίγες μέρες στήν αὐλή τοῦ μέλλοντος πεθεροῦ του, ἐδολοφονήθηκε ὅμως τό 794 μ.Χ., πρίν τό γάμο, ἀπό ἀνθρώπους τῆς βασίλισσας, ὁποία ἐφιλοδοξοῦσε νά προσαρτήσει τό βασίλειό του στό ἰδικό τους.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Εθελμπέρτος ἐνταφιάσθηκε σέ ἄγνωστο τόπο, ὁ τάφος του ὅμως ἀποκαλύφθηκε δι᾿ οὐρανίου φωτός228.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ μνήμη τῆς ὁσίας ἠμῶν μητρός ῾Υπομονῆς.
῾Η ῾Οσία ῾Υπομονή καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. ῏Ηταν «῾Ελένη ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστή Αὐγούστα...» καί αὐτοκρατόρισσα Ρωμαίων Παλαιολογίνα. ῏Ηταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Μανουήλ Βύ τοῦ Παλαιολόγου (1391-1425 μ.Χ.) καί μητέρα δύο, στή συνέχεια, αὐτοκρατόρων, τοῦ ᾿Ιωάννου Ηύ Παλαιολόγου καί τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑύ Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ ρωικοῦ ἐθνομάρτυρος αὐτοκράτορος.
῾Ο ἱστορικός Χρυσολωρᾶς γράφει γιά τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Βύ καί τή σύζυγό του ῾Ελένη, τήν μετέπειτα ῾Οσία ῾Υπομονή· τούς διέκρινε «ὁσιότης μέν εἰς Θεόν, δικαιοσύνη δέ πρός ἀνθρώπους καί ἐπί πλέον κατοικοῦσε μέσα τους ὁ ἔρως πρός τόν Χριστόν». ῏Ηταν ἕνα ζεῦγος, πού ἐνῶ ἐπερνοῦσε ἀπό συνεχεῖς φοβερές ἐξωτερικές φουρτοῦνες, ὅμως μεταξύ του εἶχε συνευδοκία, δηλαδή κάτι περισσότερο ἀπό ὁμοφροσύνη καί ἀλληλοκατανόηση. ῏Ηταν «ἁγία Δέσποινα» (=ἁγία ἀρχόντισσα), κατά τόν ἱστορικό Γεώργιο Φραντζῆ, «καλή κἀγαθή ψυχή», κατά τόν Πλήθωνα.
῏Ηταν στήριγμα τοῦ συζύγου της, διότι εἶχε μεγάλη πίστη καί μεγάλη ὑπομονή. Τούς υἱούς της τούς ἀνέτρεφε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου, ὥστε νά εἶναι πάντοτε μονιασμένοι καί στήν καρδιά τους νά βασιλεύει πίστη καί κάθε ἀρετή. ᾿Από αὐτούς δυό ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας, ὁ Κωνσταντίνος ὁ ΙΑύ, ἔγινε θρύλος καί ἔμπνευση στό ῾Ελληνικό Γένος. Τά ἄλλα τέσσερα ἔγιναν γεμόνες στήν Πελοπόννησο καί τή Θεσσαλονίκη. ᾿Από αὐτούς οἱ τρεῖς ἔγιναν στό τέλος μοναχοί. Οἱ δύο θυγατέρες της σέ παιδική λικία ἀπεβίωσαν.
῞Οταν ἀπέθανε ὁ σύζυγός της, ῾Αγία ἔγινε μοναχή σ᾿ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἔλαβε τό ὄνομα ῾Υπομονή. Μετά εἴκοσι πέντε χρόνια μοναχικῆς ζωῆς ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πρίν τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
῾Ο γνωστός λόγιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Γεώργιος Γεμιστός ἤ Πλήθων γράφει γι᾿ αὐτήν ὅτι διέθετε «σύνεσιν καί τελείαν σωφροσύνην» σέ τέτοιο βαθμό τελειότητος πού λίγες μοναχές τήν ἔφθαναν.
Καί πρίν γίνει μοναχή ἀναφέρει ἕνας ἄλλος σύγχρονός της ἦταν τό καύχημα γιά τόν ἄνδρα της καί τά παιδιά της, ἀλλά καί καύχημα γιά τό λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο Πλήθων γράφει ἀκόμα ὅτι· «Δέν εἶναι εὔκολο νά βρεῖ κανείς ὅμοια μ᾿ αὐτήν γυναίκα, ἀνάμεσα σέ ἄλλες πού ἔχουν τά ἴδια ἀξιώματα, οὔτε ἄλλη μέ τόσα χαρίσματα καί τόσες ἐνάρετες πράξεις».
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος ᾿Ανδρέου, τοῦ ᾿Αργέντου.
῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς ᾿Ανδρέας ὁ ᾿Αργέντης καταγόταν ἀπό τή Χίο καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο στήν Κωνσταντινούπολη τό 1465, συγκαταλεγόμενος ἔτσι μεταξύ τῶν πρώτων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι θανατώθηκαν ἀπό τούς Τούρκους μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλεως.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ἐγεννήθηκε τό 15ο αἰώνα μ.Χ. στό χωριό Πούκχοβο στήν περιοχή τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Σάββα καί τή Μαρία. ᾿Από τήν παιδική του λικία διακρίθηκε γιά τήν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καί τήν αὐστηρή τήρηση τῆς νηστείας. Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή δέν ἔτρωγε τίποτε παρά μόνο λίγο ψωμί καί ἔπινε λίγο νερό.
Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, μητέρα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου ἐγκαταβίωσε στή μονή τῆς ῾Αγίας Τριάδος τοῦ ᾿Ορλέτσκ καί ἔγινε μοναχή. ῾Ο νεαρός ᾿Ιωάννης ἄρχισε τήν ἄσκηση μέ τή σιωπή καί τή σαλότητα καί διῆλθε τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μέ ἀδιάλειπτη προσευχή ζώντας σέ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.
᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1494 καί ἐνταφιάσθηκε κοντά στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος ᾿Ιωάννου, τοῦ λεγομένου Νάννου.
῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς ᾿Ιωάννης ἤ Νάννος συνεπαρμένος ἀπό τή μελέτη τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων καί Μαρτύρων καί κυριευμένος ἀπό ἐνθουσιασμό, πού ἐνισχυόταν ἀπό τό νεαρό τῆς λικίας του, ἠθέλησε νά εἰσέλθει καί αὐτός στό χορό τῶν Μαρτύρων. ῾Ο μόνος τρόπος γιά τήν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του ἦταν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί κατόπιν νά ἀποπλύνει τήν ἄρνησή του μέ τό αἷμα του, καθιστώντας μ᾿ αὐτό τόν ἰδιότυπο τρόπο τόν ἑαυτό του ἐξ ἀρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.
῾Ο πατέρας του, πού ὀνομαζόταν καί αὐτός ᾿Ιωάννης, καταγόταν ἀπό τό Γυναικόκαστρο, χωριό πού εὑρίσκεται στήν κοιλάδα τοῦ ᾿Αξιοῦ, ἐνῶ μητέρα του Θωμαΐδα ἀπό τό χωριό Κολόβι, πού εὑρίσκεται κοντά στόν Πολύγυρο τῆς Χαλκιδικῆς. Καί οἱ δύο ὅμως ἐζοῦσαν στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐνυμφεύθησαν καί ἔφεραν στόν κόσμο τά δυό τους παιδιά, τόν Θεόδωρο καί τόν ᾿Ιωάννη, πού ἔλαβε αὐτό τό ὄνομα, διότι ἐγεννήθηκε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου· γιά νά διακρίνεται ὅμως ἀπό τόν πατέρα του τόν ἐφώναζαν Νάννο.
῾Ο πατέρας τοῦ Νάννου λοιπόν ἦταν ὑποδηματοποιός. Πρός ἐξοικονόμησιν τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων ἔφυγε ἀπό τή Θεσσαλονίκη καί ἐγκαταστάθηκε στή Σμύρνη. ῞Οταν ἀργότερα οἱ δυό υἱοί του ἐμεγάλωσαν, τούς ἐπῆρε κοντά του καί τούς ἔμαθε τήν τέχνη του.
Στή Σμύρνη ὁ νεαρός καί εὐσεβής ᾿Ιωάννης ἐπερνοῦσε τίς μέρες του ἐργαζόμενος, ἐνῶ τόν ἐλεύθερο χρόνο του τόν ἀφιέρωνε, μέ τή βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατί ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, στή μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί Βίων ῾Αγίων καί Μαρτύρων, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀνάψει μέσα στήν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Παρακινούμενος ἀπ᾿ αὐτή του τήν ἐπιθυμία προσποιήθηκε ὅτι θέλει νά προσέλθει στό Μωαμεθανισμό, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπό τό μαρτύριο. ῎Ετσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στίς 3 Μαΐου τοῦ 1802, χωρίς νά φανερώσει τίποτε σέ κανέναν καί ἐνῶ εἶχε σταλεῖ ἀπό τόν πατέρα του σέ κάποια δουλειά, ἐπῆγε καί ἐπαρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν Τούρκων καί ἐδήλωσε ὅτι θέλει νά προσχωρήσει στή θρησκεία τους. ῾Ο πατέρας του, ἀνησυχώντας γιά τήν ἀργοπορία τοῦ υἱοῦ του καί φοβούμενος μήπως τοῦ συνέβη κάποιο κακό, ἄρχισε νά τόν ἀναζητᾶ μαζί μέ μερικούς συγγενεῖς του, ὁπότε καί ἐπληροφορήθηκαν τήν ἐξωμοσία του. ῎Εσπευσαν τότε ὅλοι μαζί νά τόν εὕρουν, γιά νά πληροφορηθοῦν τό λόγο πού τόν ὁδήγησε σ᾿ αὐτή τήν πράξη καί νά προσπαθήσουν νά τόν μεταπείσουν.
Δυστυχῶς ὅμως μάταια ἐκοπίασαν, διότι οὔτε κἄν μπόρεσαν νά τόν πλησιάσουν, ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι πού τόν περιτριγύριζαν, μόλις τούς εἶδαν, τούς ἀπομάκρυναν βίαια ἀπό κοντά του. ῾Ο ᾿Ιωάννης, τοῦ ὁποίου σκέψη ἀπό τήν ἀρχή ἦταν προσηλωμένη στό μαρτύριο, θεωρώντας τήν ἄρνηση ὡς τό μόνο μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νά γνωστοποιήσει τήν πρόθεσή του στούς συγγενεῖς του, χωρίς ὅμως νά τό καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοί τόν ἀπέφευγαν πλέον ὡς ἀρνησίθρησκο. ῞Οταν τέλος, μετά ἀπό πολλές προσπάθειες, ὁ πατέρας του ἐπληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του καί κατάλαβε ὅτι ἐσκόπευε νά μαρτυρήσει, τοῦ ἔστειλε μήνυμα πώς δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀρκεῖ γιά νά τόν ἐνδυναμώσει στό ἔργο του.
῞Υστερα ἀπό αὐτό τό περιστατικό, στίς 25 Μαΐου καί μέρα Κυριακή, ἐνδύθηκε μέ χριστιανικά ἐνδύματα, ἐφόρεσε στό κεφάλι του τό τούρκικο κάλυμμα καί ἐπαρουσιάσθηκε καί πάλι στό κριτήριο τῶν Τούρκων, γιά νά ὁμολογήσει πλέον αὐτή τή φορά τή Χριστιανική του ἰδιότητα καί ὅτι τό ὄνομά του εἶναι ᾿Ιωάννης καί ὄχι Μεχμέτ. Οἱ Τοῦρκοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπό τίς δηλώσεις του καί προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν. Τοῦ ἐπαρουσίασαν μάλιστα γιά νά τόν δελεάσουν μία πολύτιμη στολή καί πολλά χρήματα, πού θά γίνονταν ἰδικά του, ἐάν ὁμολογοῦσε τόν Μωάμεθ ὡς Θεό. ῎Εφθασαν δέ στό σημεῖο νά τοῦ προτείνουν νά δηλώσει ἐνώπιόν τους πώς παραμένει Τοῦρκος καί κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νά φύγει καί νά πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁ,τιδήποτε ἤθελε. Γι᾿ αὐτούς ἀρκοῦσε μόνο νά ἐξέλθει ἀπό τό δικαστήριο ὡς Μεχμέτης καί ὄχι ὡς ᾿Ιωάννης. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τίς ἑλκυστικές προτάσεις πού τοῦ ἔκαναν, δέν κατάφεραν νά κλονίσουν τό γενναῖο του φρόνημα καί νά τόν παρασύρουν στή γνώμη τους.
Κάποιος Τοῦρκος ἀγᾶς, βλέποντας τήν ἐπιμονή τοῦ ᾿Ιωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ᾿Ιωάννης θά παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τό ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπόν νά τόν στείλουν στό ᾿Αλγέρι μ᾿ ἕνα πλοῖο, τό πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀπετελεῖτο μόνο ἀπό Τούρκους. ῾Ο ᾿Ιωάννης, ἀκούγοντας αὐτή τήν ἐκδοχή καί φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο τό μαρτύριο πού τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νά τοῦ δοθοῦν δύο μέρες διορία, γιά νά σκεφθεῖ τίς προτάσεις τους. Οἱ Τοῦρκοι, πιστεύοντας πώς τελικά θά ὑποχωροῦσε ὁ ᾿Ιωάννης, τοῦ παρεχώρησαν τή διορία πού τούς ἐζήτησε γιά νά ἀποφασίσει, χωρίς ὅμως νά σκεφθοῦν ὅτι ἔτσι θά ἔχαναν καί τήν εὐκαιρία νά τόν στείλουν μέ τό πλοῖο στό ᾿Αλγέρι.
Μετά τό τέλος τῆς δεύτερης μέρας τόν ἐκάλεσαν νά παρουσιασθεῖ στή συνέλευσή τους, γιά νά δώσει τήν τελική ἀπάντηση. ῾Ο ᾿Ιωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ ἐνωρίτερα γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, ἐδήλωσε πώς ὄχι μόνο δέν εἶχε μετανιώσει, ἀλλά ἐπιθυμοῦσε τώρα ἀκόμη περισσότερο τό μαρτύριο. Μή ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογή οἱ Τοῦρκοι, ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν. Πρίν ὅμως ἀπό αὐτό ἠθέλησαν νά ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορά νά τόν μεταπείσουν. Γι᾿ αὐτό ἐκάλεσαν τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή ἐφοβόταν, ἀρνήθηκε νά παρουσιασθεῖ, λέγοντας πώς δέν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.
῎Ετσι, στίς 29 Μαΐου τοῦ 1802 καί μέρα Πέμπτη, ὁ ᾿Ιωάννης ὁδηγήθηκε στό Σοάν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιά νά παρακολουθήσει τό μαρτύριό του, ὄχι μόνο Χριστιανοί ἀλλά καί πολλοί Τοῦρκοι, Φράγκοι καί ᾿Αρμένιοι, πού ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπό τή γενναιότητα καί τό θάρρος τοῦ Μάρτυρος.
Μετά τόν ἀποκεφαλισμό του πολλοί Χριστιανοί προσπάθησαν νά ἐξαγοράσουν κάτι ἰδικό του, γιά νά τό ἔχουν ὡς φυλακτό. Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπό 3.000 γρόσια· ἔφθασαν μάλιστα στό σημεῖο νά θέλουν νά ἀκρωτηριάσουν τόν Μάρτυρα, γιά νά κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος εὐλαβής Χριστιανός ἀπό τή Μόσχα, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, γιά νά ἀποφευχθεῖ κατατεμάχιση τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος, ἐπεχείρησε νά τό ἐξαγοράσει, πράγμα πού κατόρθωσε δωροδοκώντας τόν κριτή, πού ἦταν φίλος του, καί τόν ἔπαρχο, καί ἔτσι τοῦ ἐπέτρεψαν νά παραλάβει τό ἱερό λείψανο καί νά τό ἐνταφιάσει.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Εὐθυμίου, ἐπισκόπου Ζήλων.
῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Εὐθύμιος, κατά κόσμον Εὐστράτιος ᾿Αγρίτης ἤ ᾿Αγριτέλλης, ἐγεννήθηκε στίς 6 ᾿Ιουλίου 1876 στά Παράκουλα τῆς Λέσβου. Σέ λικία μόλις ἐννέα ἐτῶν, ὁ Εὐστράτιος εἰσέρχεται στήν ἱερά μονή Λειμῶνος, ὅπου ὁ γούμενος, ἀρχιμανδρίτης ῎Ανθιμος Γεωργιέλλης, τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Εὐθύμιος.
Τό 1889 γράφεται στή Λειμωνιάδα Σχολή καί γιά ἕνδεκα χρόνια παρακολουθεῖ τά μαθήματα καί τή χριστομάθεια τοῦ ὑποδειγματικοῦ αὐτοῦ ἀρρεναγωγείου. Τό 1892 ἀποφοιτᾶ ἀπό τή Σχολή παίρνοντας τό ἀπολυτήριο μέ ἄριστα, πράγμα πού τοῦ ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά ἐγγραφεῖ τό 1900 στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς Λειμῶνος. Τό 1906 χειροτονεῖται διάκονος στή μονή Χάλκου ἀπό τόν Μητροπολίτη Γρεβενῶν ᾿Αγαθάγγελο καί τήν ἑπόμενη χρονιά ὑποβάλλει στή Σχολή γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του διδακτορική διατριβή μέ θέμα· «Σκοπός τοῦ Μοναχικοῦ βίου στήν ᾿Ανατολή μέχρι τόν 9ο αἰῶνα μ.Χ.».
᾿Αφοῦ παίρνει τό πτυχίο του μέ ἄριστα, ἐπιστρέφει στή μονή Λειμῶνος στή Λέσβο καί διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπό τόν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). ᾿Από τή θέση αὐτή διακρίνεται γιά τή ρητορική του δεινότητα, τό πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καί ἐπισκέπτεται τά χωριά καί τίς κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, εὐαγγελίζοντας τόν Χριστό καί κηρύττοντας τήν ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα. Τόν ἴδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στή Σκόπελο, ὅπου καί παραμένει ἕνα ἔτος.
Τό 1910 χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί ἀργότερα ἀναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Τό 1911 χειροτονεῖται στήν Κωνσταντινούπολη ᾿Επίσκοπος καί ἀναλαμβάνει νά διαποιμάνει τήν ᾿Επισκοπή Ζήλων. ᾿Από τήν ᾿Αμισό (Σαμψούντα), ὅπου ἐγκαθίσταται, ἐπιδίδεται σέ ἕναν εὐγενή καί σπάνιο ἀγώνα γιά τή μόρφωση τῶν ῾Ελλήνων τῆς περιοχῆς, ἔχοντας στήν εὐθύνη του 340 περίπου ἐνορίες καί 150.000 ῞Ελληνες. Τό 1913 ὁ ᾿Επίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στήν ἐπαρχία Πάφρας. Σέ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρή πνευματική τροχιά καί γετική πορεία, κτίζοντας στήν Πάφρα καί σέ πολλά χωριά σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καί παρθεναγωγεῖα, καί ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιά τήν τοποθέτηση δασκάλων καί ἱερέων, ἀπαραίτητων γιά τήν ἐθνική καί πνευματική ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.
Τό 1914 πολλοί Παφρηνοί, μέ τήν προτροπή τοῦ Εὐθυμίου, ἀρνήθηκαν νά καταταγοῦν στόν Τουρκικό στρατό καί βγῆκαν στά βουνά ὡς φυγόστρατοι, ὅπου ἀρχίζουν νά δημιουργοῦνται τά πρῶτα ἀντάρτικα τμήματα. Φοβερή γενοκτονία ξεσπᾶ, ἰδιαίτερα στήν περιοχή Πάφρας καί Σαμψούντας, μεταβάλλοντας τή δράση τοῦ ᾿Επισκόπου Εὐθυμίου ἀπό προσπάθεια ἀναπτύξεως σέ προσπάθεια περισυλλογῆς. Τό 1917 ἀναλαμβάνει γετικό ρόλο σέ ἔνοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατά τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καί τῶν ἄλλων ἐνόπλων, πού δροῦσαν ὡς ἔμμισθοι τῶν Τούρκων κατά τῶν ῾Ελλήνων.
Τήν περίοδο 1914-1916 καί 1918-1919, μέ τήν ὑπογραφή τῆς ἀνακωχῆς, παρότρυνε ὅλα τά σχολεῖα καί τό λαό τοῦ Πόντου νά παραστοῦν σύσσωμοι στήν ἐτήσια τελετή τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καί πλέον νεαρῶν κοριτσιῶν τοῦ ᾿Ασάρ τῆς Πάφρας. ῾Η τελετή αὐτή ἐπραγματοποιεῖτο κατά τήν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς αὐτοθυσίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, πού ἔπεσαν τό 1860 ἀπό τό κάστρο τοῦ ῎Αλυ καί αὐτοκτόνησαν, γιά νά μή πέσουν στά χέρια τῶν Τούρκων.
Τόν ᾿Απρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ περικυκλώνει στό βουνό Νελτές τή μονή τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα καί 60 ἔνοπλους ἀντάρτες. Μετά ἀπό ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἤ αὐτοκτονοῦν. Τό 1919, σέ ἀνταπόδοση τῶν προηγουμένων, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ὁ Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπό τήν κωμόπολη Τσασούρ μέ γενικό ἀρχηγό τόν Κυριάκο Παπαδόπουλο μέ ἀποτέλεσμα τήν ὁλοσχερή καταστροφή τῆς πόλεως καί τόν ἀφανισμό τῶν Τούρκων ἐνόπλων. ᾿Από ἐκείνη τήν μέρα οἱ Τοῦρκοι καταζητοῦν τόν Εὐθύμιο, θεωρώντας τον ἐπίσημο ἀρχηγό τῶν ἀνταρτῶν τοῦ Δυτικοῦ Πόντου.
Τό 1921, μέ ἀπόφαση τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες, οἱ ᾿Επίσκοποι καί οἱ ἀρχιμανδρίτες τοῦ Πόντου ὄφειλαν νά ἐγκαταλείψουν τόν Πόντο καί νά φύγουν ἀπό τίς ἕδρες τους. Οἱ μόνοι πού δέν ὑπάκουσαν στήν ἐντολή αὐτή ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ ᾿Επίσκοπος Εὐθύμιος καί ὁ ἀρχιμανδρίτης ᾿Αμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων ᾿Αϊβαζίδης. Στίς 21 ᾿Ιανουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, οἱ Κεμαλικοί συλλαμβάνουν τόν Εὐθύμιο, τόν ἀρχιμανδρίτη ᾿Αϊβαζίδη μαζί μέ προύχοντες τῆς πόλης. ῾Ο ῞Αγιος Εὐθύμιος ὁδηγεῖται στήν ᾿Αμάσεια, ὅπου καταδικάζεται σέ θάνατο καί κλείνεται στίς φυλακές Σούγια τῆς ᾿Αμασείας, πού ἔχουν μετατραπεῖ σέ τόπο κολάσεως ἀπό τίς ὀδύνες καί τόν πόνο τῶν βασανιστηρίων. Κατόπιν βασανιστηρίων, ὁ ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Εὐθύμιος ὑποκύπτει ἀπό τό βάρος τῶν πληγῶν του τό 1921 καί λαμβάνει τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τό 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στή χορεία τῶν ῾Αγίων ἀπό τήν ῾Ιερά Σύνοδο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Τό 1998 ἀνοικοδομεῖται παρεκκλήσιο πρός τιμήν τοῦ ῾Αγίου στή μονή Λειμῶνος, στήν ῾Ιερά Μητρόπολη Μηθύμνης.
῾Η μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τήν Κυριακή πρό τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Λουκᾶ, ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας.
(Βλ. † 11 ᾿Ιουνίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου « ᾿Εγγύησις τῶν ῾Αμαρτωλῶν».
(Βλ. † 7 Μαρτίου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|